This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CC0525
Opinion of Advocate General Kokott delivered on 1 February 2007. # Kingdom of Spain v Commission of the European Communities. # Appeal - State aid - Non-recovery of contributions, default surcharges and interest owed - Admissibility - Private creditor test. # Case C-525/04 P.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 1ης Φεβρουαρίου 2007.
Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Κρατικές ενισχύσεις - Μη είσπραξη εισφορών, πρόσθετων φόρων λόγω υπερημερίας και οφειλόμενων τόκων - Παραδεκτό - Κριτήριο περί ιδιώτη πιστωτή.
Υπόθεση C-525/04 P.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 1ης Φεβρουαρίου 2007.
Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Κρατικές ενισχύσεις - Μη είσπραξη εισφορών, πρόσθετων φόρων λόγω υπερημερίας και οφειλόμενων τόκων - Παραδεκτό - Κριτήριο περί ιδιώτη πιστωτή.
Υπόθεση C-525/04 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-09947
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:73
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JULIANE KOKOTT
της 1ης Φεβρουαρίου 2007 1(1)
Υπόθεση C-525/04 P
Βασίλειο της Ισπανίας
κατά
Lenzing AG
Παρεμβαίνουσα:
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 87, παράγραφος 1, EK – Παραδεκτό – Απόφαση αφορώσα ατομικά την αναιρεσείουσα – Ουσιώδης επηρεασμός της θέσεως στην αγορά – Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή – Υπερημερία του οφειλέτη – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής»
I – Εισαγωγή
1. H υπό κρίση υπόθεση αφορά διαδικασία σχετική με κρατικές ενισχύσεις την οποία κίνησε η Επιτροπή κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, το οποίο είχε χορηγήσει στον Ισπανό παραγωγό ινών κυτταρίνης Sociedad nacional de Industrias y Aplicaciones de Celulosa Española SA (στο εξής: Sniace) ορισμένα πλεονεκτήματα. Η Επιτροπή διαπίστωσε προσφάτως με δύο αποφάσεις ότι κανένα από τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
2. Κατόπιν προσφυγής του Αυστριακού παραγωγού ινών κυτταρίνης Lenzing AG κατά των δύο αυτών αποφάσεων της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 1998 (2) και της 20ής Σεπτεμβρίου 2000 (3), το Πρωτοδικείο προέβη, με την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση T-36/99 (4), στη μερική ακύρωση των αποφάσεων αυτών.
3. Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται εν προκειμένω αιτήσεως αναιρέσεως του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως. Η διαδικασία θέτει κατ’ ουσίαν δύο ζητήματα.
4. Πρώτον, από απόψεως παραδεκτού, πρέπει να διευκρινιστεί αν οι αποφάσεις της Επιτροπής αφορούν ατομικά τη Lenzing ως ανταγωνιστή υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Πρέπει να εξετασθεί αν η θέση της επιχειρήσεως αυτής στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από το προσβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως.
5. Δεύτερον, η υπόθεση αφορά το ζήτημα αν υφίσταται ευνοϊκή μεταχείριση επιχειρήσεως στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιοι οργανισμοί, οι οποίοι συνήψαν με την επιχείρηση αυτή αρχικώς συμφωνίες αναδιαρθρώσεως των οφειλών και παρατάσεως της προθεσμίας πληρωμής, τις οποίες στη συνέχεια δεν τήρησε η επιχείρηση, δεν έλαβαν μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της επιχειρήσεως. Προς τούτο είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή βάλλει κατά της εκτάσεως του ελέγχου τον οποίο άσκησε το Πρωτοδικείο όσον αφορά την εκ μέρους της ερμηνεία και εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου.
II – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου
Α – Πραγματικά περιστατικά
6. Κατά την απόφαση του Πρωτοδικείου, η οποία προσβάλλεται με αίτηση αναιρέσεως, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως έχουν ως εξής (5):
«8. Η Lenzing AG (στο εξής: προσφεύγουσα) είναι αυστριακή εταιρία που παράγει και εμπορεύεται ίνες κυτταρίνης (βισκόζη, modal και lyocell).
9. Η Sniace SA (στο εξής: Sniace) είναι ισπανική εταιρία που παράγει κυτταρίνη, συνθετικές ίνες και θειικό νάτριο. […]
10. Τον Μάρτιο του 1993, τα ισπανικά πρωτοδικεία κήρυξαν τη Sniace, η οποία αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες επί σειρά ετών, σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών. Τον Οκτώβριο του 1996, οι πιστωτές της Sniace συνήψαν συμφωνία με την οποία μετέτρεψαν το 40 % των απαιτήσεών τους σε μετοχές της εταιρίας αυτής και η συμφωνία αυτή οδήγησε στην άρση της καταστάσεως παύσεως των πληρωμών. Κάνοντας χρήση του δικαιώματός τους να μην επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, οι δημόσιοι πιστωτές της Sniace αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν στη συμφωνία αυτή.
11. Στις 5 Νοεμβρίου 1993 και στις 31 Οκτωβρίου 1995, η Sniace συνήψε με το Fogasa (Ταμείο Εγγυήσεως των Μισθών) συμφωνίες σχετικά με την ανάκτηση από αυτό των καθυστερημένων μισθών και των αποζημιώσεων που είχε καταβάλει στους εργαζόμενους της Sniace. Η πρώτη συμφωνία προέβλεπε την ανάκτηση ποσού 897 652 789 ισπανικών πεσετών (ESP), προσαυξημένου κατά 465 055 911 ESP για τόκους κατά το νόμιμο επιτόκιο 10 %, σε εξαμηνιαίες δόσεις καταβλητέες σε διάστημα οκτώ ετών (στο εξής: συμφωνία της 5ης Νοεμβρίου 1993). Η δεύτερη συμφωνία προέβλεπε την ανάκτηση ποσού 229 424 860 ESP, προσαυξημένου κατά 110 035 018 ESP για τόκους κατά το νόμιμο επιτόκιο 9 %, σε εξαμηνιαίες δόσεις καταβλητέες σε διάστμα οκτώ ετών (στο εξής: η συμφωνία της 31ης Οκτωβρίου 1995). Η Sniace, προκειμένου να εξασφαλισθούν οι απαιτήσεις του Fogasa, συνέστησε υποθήκη υπέρ αυτού σε δύο ακίνητά της. Το ποσό που έπρεπε να καταβάλει η Sniace στο πλαίσιο των δύο αυτών συμφωνιών ανερχόταν τον Ιούνιο του 1998 σε 186 963 594 ESP.
12. Στις 8 Μαρτίου 1996, το Γενικό Ταμείο Κοινωνικής Ασφαλίσεως (στο εξής: ΓΤΚΑ) συνήψε συμφωνία με τη Sniace ενόψει της αναδιαρθρώσεως των οφειλών της από εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, συνολικού ύψους 2 903 381 848 ESP, της περιόδου από τον Φεβρουάριο 1991 έως τον Φεβρουάριο 1995 (στο εξής: συμφωνία της 8ης Μαρτίου 1996). Η συμφωνία αυτή προέβλεπε την έντοκη καταβολή του ποσού αυτού προσαυξημένου κατά το νόμιμο επιτόκιο 9 % σε 96 μηνιαίες δόσεις μέχρι τον Μάρτιο 2004. Η ανωτέρω συμφωνία τροποποιήθηκε με συμφωνία της 7ης Μαΐου 1996, που προέβλεπε περίοδο χάριτος ενός έτους και καταβολή σε 84 μηνιαίες δόσεις με επιτόκιο 9 % (στο εξής: συμφωνία της 7ης Μαΐου 1996). Επειδή η Sniace δεν τήρησε τις συμφωνίες αυτές, σε αντικατάστασή τους συνήφθη στις 30 Σεπτεμβρίου 1997 νέα συμφωνία μεταξύ της εταιρίας αυτής και του ΓΤΚΑ (στο εξής: συμφωνία της 30ής Σεπτεμβρίου 1997). Η καταβολή αφορούσε ποσό 3 510 387 323 ESP, που αντιστοιχούσε σε προκαταβολές εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως της περιόδου από τον Φεβρουάριο 1991 έως τον Φεβρουάριο 1997, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας ύψους 615 056 349 ESP, καταβλητέο σε περίοδο δέκα ετών. Κατά τα πρώτα δύο χρόνια θα καταβάλλονταν μόνον οι τόκοι, υπολογιζόμενοι με ετήσιο επιτόκιο 7,5 %, ενώ, κατά τα επόμενα χρόνια, οι καταβολές θα γίνονταν έναντι κεφαλαίου και τόκων. Τον Απρίλιο 1998, η Sniace κατέβαλε 216 118 863 ESP στο πλαίσιο της συμφωνίας της 30ής Σεπτεμβρίου 1997.»
7. Κατόπιν καταγγελίας της Lenzing, η Επιτροπή εξέτασε τα ανωτέρω καθώς και περαιτέρω μέτρα υπέρ της Sniace σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, προκειμένου να διαπιστώσει αν αποτελούν απαγορευόμενες ενισχύσεις κατά το άρθρο 87 ΕΚ. Με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συμφωνίες του ΓΤΚΑ και του Fogasa με τη Sniace συνιστούν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά ενισχύσεις, στο μέτρο που το εφαρμοστέο κατά τις συμφωνίες αυτές νόμιμο επιτόκιο ήταν χαμηλότερο του επιτοκίου της αγοράς, και απαίτησε την ανάκτησή της.
8. Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση Tubacex (6), με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ αρχήν, ότι η εφαρμογή του νομίμου επιτοκίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενίσχυση. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή τροποποίησε την πρώτη –η οποία λόγω της προσφυγής της Lenzing και μιας προσφυγής της Ισπανίας δεν είχε ακόμη καταστεί οριστική– απόφασή της με τη μεταγενέστερη απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2000, με την οποία διαπίστωσε ότι και οι συμφωνίες του ΓΤΚΑ και του Fogasa με τη Sniace δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση η οποία θα έπρεπε να ανακτηθεί.
Β – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
9. Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 11 Φεβρουαρίου 1999 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα (Lenzing AG) άσκησε προσφυγή με αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 1998. Αργότερα διεύρυνε το αντικείμενο της προσφυγής ώστε να περιλάβει και το κείμενο της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2000.
10. Η Επιτροπή ζήτησε να απορριφθεί η προσφυγή ως απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη. Επετράπη στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.
11. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Πρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 1 της αποφάσεως 1999/395/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1998, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 2001/43/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2000. Κατά το Πρωτοδικείο, κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ισπανικές αρχές ενήργησαν ως ιδιώτες πιστωτές. Οι ιδιώτες πιστωτές δεν θα είχαν ανεχθεί σε παρεμφερή περίπτωση την εκ μέρους της Sniace μη τήρηση των συμφωνιών περί αναδιαρθρώσεως των οφειλών της.
Γ – Η αίτηση αναιρέσεως
12. Με την αίτηση αναιρέσεως την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Δεκεμβρίου 2004, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει στο σύνολό της την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου,
– να γίνουν δεκτά με τη νέα απόφαση που θα εκδοθεί όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα αιτήματα,
– να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, στα δικαστικά έξοδα.
13. Η Επιτροπή, υποστηρίζουσα την αίτηση αναιρέσεως της Ισπανίας, ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει στο σύνολό της την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,
– να κάνει δεκτά στο σύνολό τους τα υποβληθέντα από την Επιτροπή πρωτοδίκως αιτήματα και
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα αφορώντα την κατ’ αναίρεση δίκη δικαστικά έξοδα.
14. Αντιθέτως, η Lenzing AG ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του Βασιλείου της Ισπανίας,
– να καταδικάσει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης.
III – Εκτίμηση
15. Στην κατ’ αναίρεση δίκη, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή προβάλλουν δύο λόγους αναιρέσεως. Πρώτον, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως διαπίστωσε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της Επιτροπής αφορούν ατομικά τη Lenzing και, κατά συνέπεια, ότι αυτή νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή (7). Δεύτερον, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή (8).
Α – Επί του παραδεκτού του υπομνήματος της Lenzing της 20ής Ιουνίου 2005
16. Πριν από την ανάλυση της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να εξετασθεί εν συντομία το ζήτημα αν μπορεί να ληφθεί υπόψη το από 20 Ιουνίου 2005 υπόμνημα της Lenzing, το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2005. Με το υπόμνημα αυτό η Lenzing επικαλέστηκε το άρθρο 117, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας για να απαντήσει στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, οι διάδικοι μπορούν (για πρώτη φορά) να απαντήσουν σε υπόμνημα αντικρούσεως επί αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο περιέχει ανταναίρεση, χωρίς άδεια του Προέδρου του Δικαστηρίου.
17. Εν πάση περιπτώσει, στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι απαραίτητο να εξετασθεί αν η Επιτροπή πράγματι άσκησε ανταναίρεση ή απλώς προέβαλε περαιτέρω επιχειρήματα προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως της Ισπανίας. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 117, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως της Ισπανίας καθώς και υπομνημάτων ανταπαντήσεως της Lenzing και της Επιτροπής. Δεδομένου ότι το υπόμνημα της Lenzing κατατέθηκε πριν από την εκπνοή της τεθείσας συναφώς προθεσμίας, είναι παραδεκτό σε κάθε περίπτωση και μπορεί να ληφθεί υπόψη. Το αυτό ισχύει για το υπόμνημα ανταπαντήσεως της Lenzing, το οποίο κατατέθηκε εμπροθέσμως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 2005 και παρέπεμπε εξ ολοκλήρου στο υπόμνημα της 20ής Ιουνίου 2005.
Β – Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως: το γεγονός ότι η πρωτοδίκως προσβληθείσα απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα
18. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της Επιτροπής αφορούν ατομικά τη Lenzing υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.
1. Επί των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν ώστε μια υπόθεση να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα
19. Κατά πάγια νομολογία, υποκείμενα εκτός των αποδεκτών μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ παρά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση προς κάθε άλλο πρόσωπο και, έτσι, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (9).
20. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε μια απόφαση να αφορά ατομικά τους ανταγωνιστές στο δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων διαφέρουν σημαντικά, ανάλογα με το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ασκείται η προσφυγή και με τον σκοπό που επιδιώκει η προσφυγή.
21. Στην πρόσφατη απόφασή του ARE, το Δικαστήριο συνόψισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες (δυνάμει) ανταγωνιστές των δικαιούχων της ενισχύσεως μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατ’ αποφάσεων της Επιτροπής, στο μέτρο που αυτή δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα μέτρων των κρατών μελών (10) χωρίς επίσημη διαδικασία εξετάσεως κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Συναφώς υπάρχουν δύο πιθανότητες: η προσφυγή μπορεί να έχει ως αντικείμενο την υποχρέωση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ή την προσβολή της απόφασης της Επιτροπής επί της ουσίας.
22. Εάν με την προσφυγή σκοπείται να επιβληθεί η υποχρέωση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, διότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι ανταγωνιστές μπορούν να προβάλουν το δικαίωμά τους να παρέμβουν, αρκεί ότι οι προσφεύγοντες είναι τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις των οποίων τα συμφέροντα θίγονται, ενδεχομένως, από τη χορήγηση ενισχύσεως, δηλαδή ιδίως οι ανταγωνίστριες των δικαιούχων της ενισχύσεως αυτής επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές οργανώσεις (11). Επομένως, η ενεργητική νομιμοποίηση είναι συναφώς αρκούντως ευρεία, προκειμένου να προστατεύσει τα διαδικαστικά δικαιώματα των δυνάμει ανταγωνιστών, τα οποία εξασφαλίζονται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, EΚ (12).
23. Τούτο δεν ισχύει, αντιθέτως, όταν η προσφυγή σκοπεί στην ακύρωση της επίδικης αποφάσεως επί της ουσίας. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή δεν αρκεί ότι ο προσφεύγων μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμει ενδιαφερόμενος υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Αντιθέτως, πρέπει να αποδείξει ότι η απόφαση της Επιτροπής τον αφορά ατομικά. Τούτο προϋποθέτει ότι η θέση του στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από το καθεστώς ενισχύσεων που αποτελεί το αντικείμενο της επίδικης αποφάσεως (13).
24. Το αυστηρότερο αυτό κριτήριο ισχύει και μετά τη διεξαγωγή της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση της ενισχύσεως βάσει επίσημης διαδικασίας εξετάσεως σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα ανταγωνιστή κατά την απόφαση Cofaz, εάν αυτός διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και στο μέτρο που η θέση του στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από το μέτρο ενισχύσεως το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (14). Αυτό είναι το κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να κριθεί αν οι αποφάσεις της Επιτροπής αφορούν ατομικά τη Lenzing.
25. Στην υπό κρίση υπόθεση, η συμμετοχή της Lenzing στη διαδικασία είναι αναμφισβήτητη. Επομένως, παραμένει το ζήτημα αν, σε άλλες διαδικασίες, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι είναι δυνατόν μια απόφαση να αφορά ατομικά κάποιον έστω και αν αυτός δεν έχει μετάσχει στη διαδικασία (15).
26. Η Ισπανία και η Επιτροπή αμφισβητούν, αντιθέτως, ότι τα μέτρα υπέρ της Sniace επηρεάζουν ουσιωδώς τη θέση της Lenzing στην αγορά.
2. Επί του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τον ουσιώδη επηρεασμό
27. Η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ αρχάς, στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως στο πλαίσιο της προσφυγής ανταγωνιστή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, ο προσφεύγων φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως του ότι η προσφυγή του είναι παραδεκτή.
28. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αρκεί ότι ο ανταγωνιστής εκθέτει εύστοχα τους λόγους για τους οποίους η απόφαση της Επιτροπής είναι ικανή να βλάψει τα έννομα συμφέροντά του, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση του στη συγκεκριμένη αγορά (16).
29. Σε αντιδιαστολή προς την άποψη της Επιτροπής, το σημείο αυτό δεν περιέχει καμία ερμηνεία του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως που να αποκλίνει από την απόφαση Cofaz. Βεβαίως είναι αληθές ότι σε άλλες αποφάσεις της Επιτροπής –τουλάχιστον στο εκάστοτε γαλλικό κείμενο– αντί της απλής παραθέσεως/επικλήσεως («indiquer») απαιτείται απόδειξη («démontrer») (17). Εντούτοις δεν προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο από τον –χρησιμοποιούμενο άλλωστε και στην απόφαση Cofaz(18)– όρο της παραθέσεως/επικλήσεως συνήγαγε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μειωμένες απαιτήσεις σε σχέση με τον όρο της αποδείξεως. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τον ουσιώδη επηρεασμό της θέσεως της Lenzing στην αγορά βάσει της παραθέσεως/επικλήσεως των αδιαμφισβήτητων και, κατά συνέπεια, αναγνωρισθέντων ως αληθών πραγματικών περιστατικών.
3. Επί της αιτιάσεως περί υποθετικής εξετάσεως
30. Η Επιτροπή ομοίως δεν πείθει όταν προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι προέβη σε υποθετική ανάλυση. Πράγματι, η διαπίστωση περί επηρεασμού της θέσεως στην αγορά λόγω καταβληθείσας ενισχύσεως περιέχει κατ’ ανάγκη υποθετικά στοιχεία, εφόσον πρόκειται για τη σύγκριση της πραγματικής καταστάσεως με μια κατάσταση η οποία θα είχε δημιουργηθεί εάν η ενίσχυση δεν είχε καταβληθεί (19). Πάντως, δεν υφίστανται τα συγκεκριμένα δεδομένα της αγοράς που απαιτεί η Επιτροπή όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία δεν θα είχε καταβληθεί η ενίσχυση.
4. Επί του ουσιώδους χαρακτήρα του επηρεασμού
31. Κατ’ ουσίαν, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως βάλλει, εν πάση περιπτώσει, κατά της διαπιστώσεως ότι ο επηρεασμός της θέσεως της Lenzing στην αγορά είναι ουσιώδης.
32. Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η Lenzing εξέθεσε εύστοχα τους λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να θίξει τα έννομα συμφέροντά της λόγω ουσιώδους επηρεασμού της θέσεώς της στην αγορά. Συναφώς, στηρίχθηκε στις δραστηριότητες της Lenzing και της Sniace στην αγορά της βισκόζης, η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ περιορισμένο αριθμό παραγωγών, έντονο ανταγωνισμό και μεγάλα πλεονάσματα. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι η Sniace μπορούσε βάσει των ενισχύσεων να πωλήσει τα προϊόντα της σε χαμηλότερες τιμές από αυτές των ανταγωνιστών της.
33. Ειδικότερα, κατά το Πρωτοδικείο, δεν ασκεί επιρροή το αν η προσφεύγουσα πραγματοποίησε καλά αποτελέσματα και μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Πράγματι, ο ουσιώδης επηρεασμός της θέσεως του ενδιαφερομένου στην αγορά δεν πρέπει να οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μείωση της αποδοτικότητάς του, ελάττωση του μεριδίου του στην αγορά ή καταγραφή ζημιών εκμεταλλεύσεως. Καθοριστικής σημασίας είναι το αν ο ενδιαφερόμενος θα βρισκόταν σε ευνοϊκότερη θέση αν δεν υπήρχε η απόφαση της οποίας ζητεί την ακύρωση. Τούτο μπορεί να καλύψει εγκύρως την περίπτωση διαφυγόντων κερδών που υφίσταται ο τελευταίος λόγω της χορηγήσεως από τις δημόσιες αρχές ενός πλεονεκτήματος προς έναν από τους ανταγωνιστές του καταβληθεί (20).
34. Με το τελευταίο αυτό σημείο συνδέεται η κριτική που ασκούν η Ισπανία και η Επιτροπή. Η δεσπόζουσα θέση της Lenzing στην αγορά ινών κυτταρίνης και η καλή επιχειρηματική της κατάσταση αποκλείει ουσιώδη επηρεασμό της θέσεώς της στην αγορά από τα μέτρα υπέρ της Sniace.
35. Η Ισπανία τονίζει ιδίως ότι οι συνέπειες των μέτρων υπέρ της Sniace για τη θέση της Lenzing στην αγορά δεν διευκρινίστηκαν επαρκώς. Στο μέτρο που το Πρωτοδικείο δέχεται το ενδεχόμενο διαφυγόντων κερδών αυτά θα πρέπει να οριστούν και να συγκεκριμενοποιηθούν. Εν πάση περιπτώσει, το διαφυγόν κέρδος δεν αρκεί αφεαυτού για να αποδειχθεί ουσιώδης επηρεασμός της θέσεως επιχειρήσεως στην αγορά.
36. Η Επιτροπή συμφωνεί με το σύνολο των επιχειρημάτων αυτών και προβαίνει σε περαιτέρω διευκρίνισή τους. Το παραδεκτό της προσφυγής ανταγωνιστή προϋποθέτει την απόδειξη σημαντικού, συγκεκριμένου και τελούντος σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο προς τις επίδικες ενισχύσεις ατομικού επηρεασμού.
37. Το κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύει ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως είναι υπό ποίες προϋποθέσεις η θέση στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς («substantiellement affectée») υπό την έννοια της αποφάσεως Cofaz. Οι ισχυρισμοί της Ισπανίας και της Επιτροπής έχουν την έννοια ότι ο ανταγωνιστής πρέπει να έχει υποστεί σημαντικές ζημίες.
38. Πάντως, η άποψη αυτή δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στη νομολογία ούτε στη νομοθεσία. Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, αρκεί μάλλον το ότι η θέση του προσφεύγοντος ανταγωνιστή, χωρίς την ενίσχυση, θα είχε εξελιχθεί ευνοϊκότερα, κατά τρόπο που μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς.
39. Το κριτήριο του ουσιώδους επηρεασμού εξυπηρετεί τον σκοπό του εντοπισμού των ανταγωνιστών, οι οποίοι εξατομικεύονται από την εγκριθείσα ενίσχυση κατά τρόπον ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις του παραδεκτού που έθεσε η απόφαση Plaumann (21). Επομένως, ανταγωνιστές νομιμοποιούμενοι να ασκήσουν προσφυγή είναι όσοι ξεχωρίζουν με την ενίσχυση από τον κύκλο όλων των άλλων προσώπων και εξατομικεύονται κατά τον ίδιο τρόπο όπως ο αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η εν λόγω συνέπεια της εξατομικεύσεως διαφοροποιεί τον ουσιώδη επηρεασμό της θέσεως στην αγορά, ο οποίος, κατά την απόφαση Cofaz, παρέχει ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής, από τον μη ουσιώδη υπό την έννοια αυτή επηρεασμό.
40. Κατ’ αρχήν, κάθε πλεονέκτημα που χορηγείται επιλεκτικά σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες επηρεάζει τη θέση στην αγορά όλων των ανταγωνιστών, οι οποίοι δεν απολαύουν το πλεονέκτημα αυτό. Τούτο ισχύει ιδίως για τις ενισχύσεις που επισημαίνει η Lenzing. Εν πάση περιπτώσει, η θέση τους στην αγορά επηρεάζεται θετικά ή αρνητικά και από πολλούς άλλους παράγοντες. Κατά συνέπεια, το γεγονός απλώς και μόνον ότι ένα μέτρο είναι ικανό να ασκήσει κάποια επιρροή όσον αφορά τις σχέσεις ανταγωνισμού στη σχετική αγορά δεν αρκεί ακόμη για να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό αφορά ατομικά τον επιχειρηματία, ο οποίος τελεί σε οιαδήποτε ανταγωνιστική σχέση προς τον επωφεληθέντα από το μέτρο αυτό (22).
41. Αντιθέτως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ενίσχυση έχει ως συνέπεια την εξατομίκευση του ανταγωνιστή μόνον εάν η ενίσχυση ευνοεί τον αποδέκτη έναντι του ανταγωνιστή κατά τρόπον ώστε ο παράγων αυτός να αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η ιδιαίτερη αυτή σημασία πρέπει να παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να διαχωρίσει τις συνέπειες του πλεονεκτήματος για τον αποδέκτη από τις λοιπές περιστάσεις που επηρεάζουν τη θέση του προσφεύγοντος ανταγωνιστή στην αγορά και να εκτιμήσει τον ιδιαίτερο αντίκτυπό τους για τον ανταγωνιστή αυτόν. Πράγματι, από τη διατύπωση του Πρωτοδικείου στη διάταξη Deutsche Post και DHL συνάγεται ότι ο προσφεύγων οφείλει να αποδείξει τον βαθμό κατά τον οποίο επηρεάζεται η θέση του στην αγορά (23).
42. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή τονίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει σύγχυση μεταξύ του ουσιώδους επηρεασμού της θέσεως του προσφεύγοντος ανταγωνιστή στην αγορά και της –ενίοτε μόνον ενδεχόμενης– στρεβλώσεως του ανταγωνισμού κατά το άρθρο 87 ΕΚ, η οποία είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο απαγορευόμενης ενισχύσεως. Πράγματι, η απαγόρευση των ενισχύσεων δεν περιορίζεται σε ενισχύσεις οι οποίες, καθόσον έχουν ως συνέπεια τη νόθευση του ανταγωνισμού, εξατομικεύουν ορισμένους ανταγωνιστές (24).
43. Επομένως, δεν γίνονται δεκτοί οι γενικοί ισχυρισμοί περί του τρόπου αποδείξεως ουσιώδους επηρεασμού της θέσεως στην αγορά. Ιδίως δεν ασκεί επιρροή το αν η θέση του προσφεύγοντος ανταγωνιστή εξελίσσεται κατά θετικό ή αρνητικό τρόπο. Τόσον η θετική όσο και η αρνητική εξέλιξη μια επιχειρήσεως συνολικά μπορούν να εξαρτώνται κατά αποφασιστικό τρόπο από εντελώς διαφορετικούς παράγοντες, οπότε οι ενισχύσεις σε άλλες επιχειρήσεις απλώς ενισχύουν ή αποδυναμώνουν μια θετική εξέλιξη. Κατά συνέπεια, αποφασιστική σημασία μπορεί να έχει μόνο το κατά πόσον η θέση του προσφεύγοντος ανταγωνιστή θα είχε εξελιχθεί καλύτερα χωρίς την ενίσχυση κατά τρόπο που μπορεί να εντοπισθεί επακριβώς.
44. Επομένως, πρέπει να ληφθούν υπόψη η δομή της εκάστοτε αγοράς και οι συνέπειες της υποτιθέμενης ενισχύσεως (25). Σε αγορές με πολύ μεγάλο αριθμό επιχειρηματιών –π.χ. το σύνολο όλων των επιχειρήσεων αγροτικής και δασικής οικονομίας της Κοινότητας (26)– είναι μάλλον απίθανο ότι μεμονωμένοι ανταγωνιστές επηρεάζονται ουσιωδώς από ενισχύσεις υπέρ άλλων επιχειρήσεων. Πράγματι, η θέση του μεμονωμένου επιχειρηματία στην αγορά επηρεάζεται από τη συμπεριφορά μεγάλου αριθμού άλλων επιχειρηματιών. Επομένως, πλεονεκτήματα υπέρ ενός εξ αυτών των επιχειρηματιών δεν μπορούν να παραγάγουν συνέπειες δυνάμενες να εντοπισθούν για την κατάσταση των ανταγωνιστών του (27).
45. Ακόμη και σε αγορές με λίγους επιχειρηματίες, αλλά με σχετικά διάσπαρτη ζήτηση, μπορεί να είναι δυσχερές για τους ανταγωνιστές να αποδείξουν τις αισθητές συνέπειες μιας κρατικής ενισχύσεως. Αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει εάν ο επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται σε τόσο περιορισμένη αγορά μπορεί, λόγω της ενισχύσεως, να επεκτείνει σημαντικά την παραγωγή του (28).
46. Κάτι παρεμφερές ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση. Στην αγορά της βισκόζης υπάρχουν σχετικά λίγοι επιχειρηματίες. Στην αγορά αυτή υπήρχαν περαιτέρω, κατά τον επίδικο χρόνο, πλεονάσματα παραγωγής και η ενίσχυση κατέστησε δυνατή την επιβίωση ενός επιχειρηματία, της Sniace. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση δεν προκάλεσε μεν αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, πλην όμως η συνεχιζόμενη αξιοποίηση υφισταμένων ικανοτήτων, οι οποίες, σε αντίθετη περίπτωση, θα είχαν εξαφανιστεί, έχει σε μια αγορά με λίγους επιχειρηματίες και πλεονασματική ικανότητα παραγωγής ιδιαιτέρως αισθητές συνέπειες για τη θέση των ανταγωνιστών στην αγορά. Πράγματι, σε περίπτωση εξαφανίσεως των ικανοτήτων αυτών, οι ανταγωνιστές θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποκτήσουν τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς ή, σε περίπτωση ελλείψεως της προσφοράς, θα μπορούσαν τουλάχιστον να επιτύχουν υψηλότερες τιμές.
47. Η Επιτροπή εξέθεσε, εν πάση περιπτώσει, ενώπιον του Πρωτοδικείου τους λόγους για τους οποίους η Lenzing δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευθεί την εξαφάνιση της Sniace. Ενώ η Sniace, κατά τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, διέθετε τα προϊόντα της σε τιμές χαμηλότερες από αυτές των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της (29), η Lenzing ανακοίνωνε «την αυξανόμενη αυτονομία της έναντι της πιέσεως των τιμών της παγκόσμιας αγοράς» και την αναγκαιότητα πραγματοποιήσεως εισαγωγών για να καλυφθεί η ζήτηση (30). Και η ίδια η Lenzing παραδέχεται ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 1996 χρησιμοποίησε το σύνολο των παραγωγικών της ικανοτήτων (31). Περαιτέρω, η πίεση των τιμών δεν προήλθε μόνον από τη Sniace, αλλά και από Ασιάτες επιχειρηματίες.
48. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι, κατά τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο είναι κατ’ αρχήν μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως της αλλοιώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο υπό την έννοια αυτή στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο ασκήσεως αναιρέσεως (32).
49. Το ζήτημα αν η Lenzing απέδειξε επαρκώς ότι η εξαφάνιση της Sniace θα είχε βελτιώσει τη θέση της στην αγορά είναι ένα πραγματικό ζήτημα, το οποίο, κατ’ αρχήν, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.
50. Άλλωστε, προφανώς δεν υπήρξε ούτε αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, οι περιστάσεις που αναφέρει η Επιτροπή θέτουν εν αμφιβόλω τον ουσιώδη επηρεασμό της θέσεως της Lenzing στην αγορά το πολύ προσωρινώς. Ακόμη και αν η Lenzing δεν θα μπορούσε αμέσως να αναλάβει τα μερίδια αγοράς της Sniace ελλείψει δικών της παραγωγικών ικανοτήτων, η ανώτερη του μέσου όρου ανάπτυξή της κατά τα προηγούμενα έτη δημιουργεί την εντύπωση ότι η Lenzing θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να αποκτήσει τουλάχιστον τμήμα των μεριδίων αγοράς της Sniace.
51. Όσον αφορά την επίδραση που ασκεί η συνέχιση της δραστηριότητας της Sniace επί των τιμών, το Πρωτοδικείο ορθώς στηρίζεται, στη σκέψη 88, σε ένα άρθρο ειδικών που προσκόμισε η Επιτροπή, κατά το οποίο η Sniace εξακολουθεί να ασκεί αρνητική επιρροή στις τιμές κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θα δικαιολογούσε η χαμηλή παραγωγική της ικανότητα όσον αφορά τη θέση της στην αγορά. Παρά την ύπαρξη περαιτέρω επιρροών, όπως αυτή των Ασιατών ανταγωνιστών, σε περίπτωση εξαφανίσεως της Sniace, θα εξέλειπε η ως άνω αρνητική επιρροή.
52. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο μπορούσε να θεωρήσει, χωρίς αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών, ότι ο σημαντικότερος ανταγωνιστής στην αγορά αυτή, η Lenzing, θα είχε πραγματοποιήσει, χωρίς την ενίσχυση υπέρ της Sniace, περισσότερα έσοδα, ή ότι, λόγω της ενισχύσεως, υπέστη απώλεια εσόδων. Η εν λόγω απώλεια εσόδων δεν αποτιμάται βεβαίως, πλην όμως η αποτίμηση αυτή δεν είναι ούτε δυνατή ούτε αναγκαία. Πράγματι, είναι προφανές –τουλάχιστον κατά τα προσκομισθέντα στοιχεία– ότι αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην επιβίωση της Sniace σε σύγκριση προς τις λοιπές περιστάσεις που επηρεάζουν τη θέση της Lenzing στην αγορά.
53. Κατά συνέπεια, ορθώς το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η Lenzing εξατομικεύεται με την απόφαση της Επιτροπής. Επομένως, οι αιτιάσεις της Ισπανίας και της Επιτροπής δεν πείθουν συναφώς και ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Γ – Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως: το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή
54. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Ισπανία και η Επιτροπή βάλλουν κατά της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή από το Πρωτοδικείο. Το κριτήριο αυτό είναι καθοριστικό στην υπό κρίση υπόθεση για το αν υφίσταται ενίσχυση. Οι διάδικοι ερίζουν ως προς το αν συνιστά κρατική ενίσχυση το γεγονός ότι το ΓΤΚΑ και το Fogasa δεν προέβησαν στην αναγκαστική εκτέλεση των εγγυημένων ασφαλισμένων απαιτήσεών τους, καίτοι η Sniace παρέβη τις συμφωνίες αναδιαρθρώσεως των οφειλών της από καθυστερήσεις των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως ή τις συμφωνίες αποδόσεως των οφειλών της σχετικά με ημερομίσθια και μισθούς που προκατέβαλε το Fogasa. Κατά την από 28 Οκτωβρίου 1998 απόφαση της Επιτροπής, τούτο συνιστά σημαντικό πλεονέκτημα, επειδή η Sniace σε περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως των απαιτήσεων αυτών θα είχε ενδεχομένως κλείσει (33).
1. Επί της μη τηρήσεως παραβάσεως της αποφάσεως Tubacex
55. Η Ισπανία και η Επιτροπή προβάλλουν, στο πρώτο σκέλος του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση Tubacex (34), είχε ήδη διαπιστώσει, όσον αφορά παρεμφερείς συμπεριφορές, ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση. Το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη την απόφαση αυτή και –αντιθέτως– θεώρησε τις επίδικες συμφωνίες αναδιαρθρώσεως και αποδόσεως οφειλών ως αφ’ εαυτές κρατικές ενισχύσεις.
56. Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τις κρατικές ενισχύσεις που ρυθμίζονται κανονιστικώς από τη Συνθήκη ΕΚ ως τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά τη διάταξη αυτή είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν κανονικώς τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (35). Ειδικότερα, είναι σαφές ότι η συμπεριφορά δημοσίου οργανισμού αρμοδίου για την είσπραξη των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, ο οποίος ανέχεται να καταβάλλονται οι εισφορές αυτές με καθυστέρηση, παρέχει στην επιχείρηση που ευεργετείται από το γεγονός αυτό αξιόλογο εμπορικό πλεονέκτημα, ελαφρύνοντας την επιβάρυνσή της από την κανονική εφαρμογή του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (36).
57. Για την εκτίμηση του αν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης, πρέπει να προσδιορισθεί αν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (37). Κατά συνέπεια, συμφωνίες περί μεθόδων επιστροφής ή αναδιαρθρώσεως οφειλών με δημόσιους πιστωτές πρέπει να συγκριθούν με τη συμπεριφορά υποθετικού ιδιώτη πιστωτή, ευρισκόμενου στο μέτρο του δυνατού στην ίδια κατάσταση έναντι του οφειλέτη του όπως ο δημόσιος πιστωτής και επιδιώκοντος να ανακτήσει τα οφειλόμενα σε αυτόν ποσά (38).
58. Η ανάγκη της συγκρίσεως αυτής επιβεβαιώνει την άποψη της Ισπανίας και της Επιτροπής ότι η συμπεριφορά του ΓΤΚΑ και του Fogasa δεν πρέπει να θεωρηθεί αφ’ εαυτής οπωσδήποτε ως κρατική ενίσχυση. Άλλωστε ούτε το Πρωτοδικείο αμφισβητεί την εν λόγω αρχή, εφόσον, στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προβαίνει σε αυτή ακριβώς τη σύγκριση. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της Ισπανίας και της Επιτροπής δεν είναι συναφώς πειστική.
59. Στο παρελθόν, η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση της συμπεριφοράς δημοσίων πιστωτών, ελάμβανε προδήλως και κυρίως υπόψη το αν οι τόκοι σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη αντιστοιχούσαν στο επιτόκιο της αγοράς. Στην υπό κρίση υπόθεση όπως και στην υπόθεση Tubacex, εφαρμογή είχε μόνον το νόμιμο επιτόκιο, το οποίο ήταν προδήλως χαμηλότερο του ισχύοντος στην αγορά επιτοκίου. Το ύψος της ενισχύσεως που έπρεπε να ανακτηθεί στις περιπτώσεις αυτές προέκυπτε, κατά την άποψη της Επιτροπής, από τη διαφορά του επιτοκίου (39).
60. Εν πάση περιπτώσει, στην απόφαση Tubacex, το Δικαστήριο απέρριψε το κριτήριο αυτό, επειδή και κάθε ιδιώτης πιστωτής μπορεί να απαιτήσει από υπερήμερους οφειλέτες μόνον το νόμιμο επιτόκιο (40). Βάσει της αποφάσεως εκείνης, η Επιτροπή τροποποίησε στις 20 Σεπτεμβρίου 2000 την από 28 Οκτωβρίου 1998 απόφασή της και διαπίστωσε ότι οι συμφωνίες της με το ΓΤΚΑ και τον Fogasa δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση.
61. Σε αντιδιαστολή προς τους ισχυρισμούς της Ισπανίας και της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο δεν θέτει εν αμφιβόλω την απόφαση Tubacex, αλλά προσάπτει στην Επιτροπή, συμφωνώντας ως προς το σημείο αυτό με τη Lenzing, ότι δεν εξέτασε κατά πόσον οι παραχωρήσεις του Fogasa και του ΓΤΚΑ κατά την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους συνιστούν πλεονεκτήματα που πρέπει να θεωρηθούν ως ενίσχυση. Τα πλεονεκτήματα αυτά δεν αποτελούσαν ακριβώς το αντικείμενο της αποφάσεως Tubacex. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το συγκεκριμένο σκέλος του λόγου αναιρέσεως.
2. Επί της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή
62. Η Ισπανία και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι το ΓΤΚΑ και το Fogasa ενήργησαν στην υπό κρίση υπόθεση ως ιδιώτες πιστωτές.
63. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, αμφισβητώντας την ορθότητα των τριών κυρίως επιχειρημάτων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή.
64. Στις σκέψεις 155 και 156, το Πρωτοδικείο δεν δέχεται να συγκρίνει την κατάσταση του Fogasa και του ΓΤΚΑ με ιδιώτες πιστωτές, οι οποίοι, στο πλαίσιο αναδιαρθρώσεως των χρεών, παραιτούνται από το 40 % των απαιτήσεών τους, επειδή οι απαιτήσεις των πιστωτών αυτών δεν διέθεταν εγγυήσεις. Κατά συνέπεια, δεν βρίσκονταν σε παρεμφερή θέση.
65. Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο αντικρούει, στις σκέψεις 157 και 158, τη σύγκριση με τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη πιστωτή που διαθέτει εγγυήσεις, ο οποίος, όπως οι δημόσιοι πιστωτές, δεν προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη των απαιτήσεών του. Πράγματι, δεν είναι γνωστό αν η Sniace ήταν υπερήμερη και έναντι του πιστωτή αυτού ή αν παρέβη συμφωνίες περί αναδιαρθρώσεως των οφειλών. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εξετασθεί αν ο πιστωτής αυτός βρισκόταν σε παρεμφερή θέση προς εκείνη του ΓΤΚΑ και του Fogasa.
66. Τέλος, το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 159 και 160, αμφισβήτησε την ορθότητα της αιτιολογικής σκέψεως κατά την οποία αμφότεροι οι πιστωτές μεγιστοποίησαν τις πιθανότητες ανακτήσεως των οφειλομένων ποσών. Αφενός, σε περίπτωση επαρκούς εγγυήσεως, μια τέτοια μεγιστοποίηση δεν είναι αναγκαία, αφετέρου η Επιτροπή δεν μπορούσε να αξιολογήσει αν η Sniace ήταν ικανή να επιβιώσει οικονομικά.
67. Από τα ανωτέρω το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα αξιολογήσεως.
68. Η Επιτροπή αντιτάσσει στα ανωτέρω ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το εφαρμοστέο κριτήριο ελέγχου. Δεν εξέτασε την απόφαση της Επιτροπής ως προς το πρόδηλο σφάλμα αξιολογήσεως, αλλά ως προς τις λεπτομέρειες.
69. Περαιτέρω, η Επιτροπή και η Ισπανία ισχυρίζονται ότι και ιδιώτες πιστωτές θα προέβαιναν στη σύναψη συμφωνιών παρατάσεως της προθεσμίας πληρωμής και ότι θα το είχαν πράξει ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες.
α) Επί της εκτιμήσεως προδήλου σφάλματος αξιολογήσεως
70. Νομίζω ότι το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε, στη σκέψη 150 της αποφάσεώς του, ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν εφαρμόζει το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Πράγματι, ο έλεγχος αυτός απαιτεί την αξιολόγηση περίπλοκων οικονομικών περιστατικών από την οπτική γωνία του υποθετικού ιδιώτη πιστωτή. Στο μέτρο που ο έλεγχος του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ από την Επιτροπή περιλαμβάνει τέτοια αξιολόγηση, ο έλεγχος, από τον κοινοτικό δικαστή (41), των πολύπλοκων οικονομικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή πρέπει να περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες και οι κανόνες περί αιτιολογίας, καθώς και στο αν διαπιστώθηκαν επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά και αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας (42).
71. Όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, η πρόγνωσή της θα είναι προδήλως εσφαλμένη μόνον εάν αποδειχθεί ότι τίποτε δεν τη δικαιολογεί από καμία άποψη, δηλαδή εάν αποδειχθεί ότι κανένας ιδιώτης πιστωτής που ενεργεί με γνώμονα τη λογική δεν θα είχε συμπεριφερθεί, υπό τις συνθήκες της εξεταζομένης περιπτώσεως, όπως συμπεριφέρθηκε ο δημόσιος πιστωτής.
72. Εάν, αντιθέτως, είναι πιθανόν ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα μπορούσε να ενεργήσει όπως δέχεται κατ’ αποτέλεσμα η Επιτροπή, τότε η εκτίμησή της δεν μπορεί να είναι προδήλως εσφαλμένη. Η διαπίστωση προδήλου σφάλματος θα κατέληγε, διαφορετικά, στο ότι τα κοινοτικά δικαστήρια θα υποκαθιστούσαν με τη δική τους πρόγνωση για τη συμπεριφορά του ιδιώτη πιστωτή τη θέση της προγνώσεως της Επιτροπής.
73. Το Πρωτοδικείο κατέδειξε πειστικά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γιατί οι λόγοι που εξέθεσε η Επιτροπή δεν δικαιολογούν τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το ΓΚΤΑ και το Fogasa συμπεριφέρθηκαν ως ιδιώτες πιστωτές (43). Εξ αυτού ακριβώς το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη αξιολογήσεως.
74. Πάντως, μεταξύ των λόγων που απορρίφθηκαν περιλαμβανόταν ο ισχυρισμός ότι ένας άλλος ιδιώτης πιστωτής του οποίου οι απαιτήσεις ήσαν εγγυημένες παραιτήθηκε ομοίως από την αναγκαστική εκτέλεση των απαιτήσεών του, μολονότι η Sniace ήταν υπερήμερη και σε σχέση με τις δικές του απαιτήσεις. Το Πρωτοδικείο ορθώς μεν διαπιστώνει συναφώς, στις σκέψεις 157 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι λόγοι τηρήσεως της συμπεριφοράς αυτής δεν διευκρινίστηκαν επαρκώς, ώστε να καταδειχθεί ότι ένας ιδιώτης πιστωτής στη θέση του ΓΤΚΑ και του Fogasa θα είχε ενεργήσει κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Πάντως, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα είχε ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτόν. Βάσει των υφισταμένων στοιχείων, η συμπεριφορά του πιστωτή αυτού καταδεικνύει ότι η υπόθεση της Επιτροπής για τη συμπεριφορά υποθετικού ιδιώτη πιστωτή ήταν τουλάχιστον βάσιμη.
75. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση προδήλου σφάλματος αξιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής στις σκέψεις 154 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχει πλάνη περί το δίκαιο και δεν μπορεί να διατηρηθεί.
β) Επί του ελέγχου σφάλματος αιτιολογίας και της εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών
76. Ωστόσο, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δεν συνεπάγεται την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όταν το διατακτικό της αποφάσεως είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους (44). Επειδή η Lenzing αμφισβήτησε την ορθότητα και της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής κατά την πρωτόδικη δίκη, πρέπει να εξετασθεί αν ευσταθεί ο λόγος αυτός ακυρώσεως.
77. Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, προκειμένου να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που υπαγόρευσαν το ληφθέν μέτρο και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (45). Η αιτιολογία πρέπει, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτόχρονα με τη βλαπτική γι’ αυτόν απόφαση και η παράβαση του άρθρου 253 EΚ δεν μπορεί να καλυφθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (46).
78. Βεβαίως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (47). Επειδή όμως ο δικαστικός έλεγχος, λόγω της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, είναι περιορισμένος, η τήρηση των εγγυήσεων, τις οποίες προβλέπει η κοινοτική έννομη τάξη για τη διοικητική διαδικασία, έχει άκρως θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται –σε αντιδιαστολή προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής– ιδίως η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου, να ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του (48).
79. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή οφείλει να αιτιολογήσει κατά τρόπο συνεπή και χωρίς αντιφάσεις, γιατί μεταξύ των διαφόρων πιθανών συμπεριφορών ιδιώτη πιστωτή επέλεξε ακριβώς εκείνη η οποία αντιστοιχούσε στη συμπεριφορά του δημόσιου πιστωτή. Η αιτιολογία πρέπει επίσης να καθιστά σαφές κατά πόσον η Επιτροπή ερεύνησε επισταμένως τα καθοριστικά πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε το συμπέρασμα αυτό.
80. Συναφώς, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιελάμβανε μνεία του ιδιώτη πιστωτή, ο οποίος, παρά την υπερημερία της Sniace, δεν είχε προβεί στην αναγκαστική εκτέλεση των εγγυημένων απαιτήσεών του. Επομένως, έλλειπε μια ουσιώδης ένδειξη περί του ότι η κρίση της Επιτροπής ήταν κατ’ αποτέλεσμα εύλογη. Ακόμη και αν είχε αναφερθεί ο λόγος αυτός, δεν θα είχε μπορέσει να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση, επειδή η Επιτροπή μέχρι τούδε δεν μπορούσε να αναφέρει αν ο πιστωτής αυτός βρισκόταν σε παρεμφερή θέση. Όπως τόνισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πράγματι η Επιτροπή δεν παρέσχε μέχρι τούδε διευκρινίσεις συναφώς.
81. Το Πρωτοδικείο ορθώς αμφισβήτησε τους δύο άλλους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση.
82. Όσον αφορά την απορριφθείσα στις σκέψεις 155 και 156 σύγκριση με άλλους ιδιώτες πιστωτές, οι οποίοι δεν παραιτήθηκαν από το 40 % του ποσού των απαιτήσεών τους, η Επιτροπή διαπίστωσε με την από 20 Σεπτεμβρίου 2000 απόφασή της ότι η κατάστασή τους δεν είναι παρεμφερής προς αυτήν του ΓΤΚΑ και του Fogasa, ιδίως όσον αφορά τις εγγυήσεις (49).
83. Μεγαλύτερη σημασία έχει η συλλογιστική που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 159 και 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ΓΤΚΑ και το Fogasa μεγιστοποίησαν τις πιθανότητές τους να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά χωρίς να υποστούν καμία οικονομική ζημία, στο μέτρο που αποφεύγουν τον ανταγωνισμό της Sniace.
84. Στην πραγματικότητα ο ιδιώτης πιστωτής θα επιχειρούσε να προβεί στην αναγκαστική εκτέλεση των απαιτήσεών του κατά το δυνατόν χωρίς ζημίες. Πάντως, όπως τόνισε η Lenzing, το Πρωτοδικείο απολύτως ορθώς διαπίστωσε ότι η αιτιολογία της αποφάσεως και οι ισχυρισμοί της Επιτροπής ως προς το σημείο αυτό είναι αντιφατικοί.
85. Αντιφάσεις υφίστανται, κατ’ αρχάς, όσον αφορά την εγγύηση των απαιτήσεων του ΓΤΚΑ και του Fogasa. Αφενός, η Επιτροπή θεωρεί στην υπό κρίση διαδικασία ότι οι απαιτήσεις του ΓΤΚΑ και του Fogasa είναι εγγυημένες, και το διατύπωσε και εν μέρει στην αιτιολογία της αποφάσεως (50). Αφετέρου, είναι αναγκαίο να αποτραπεί η πτώχευση της Sniace, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις χωρίς ζημίες. Πάντως, κίνδυνος επελεύσεως ζημιών υπάρχει μόνον σε περίπτωση ανεπαρκών εγγυήσεων.
86. Αντιφάσεις υφίστανται και αν γίνει δεκτό ότι στην πραγματικότητα δεν παρέχονται επαρκείς εγγυήσεις για τις απαιτήσεις. Η αναμονή εκ μέρους των πιστωτών αυξάνει τις πιθανότητες ανακτήσεως οφειλομένων ποσών χωρίς ζημία μόνον εάν ο οφειλέτης υπερβεί την κρίση και βελτιώσει τη θέση του. Πάντως, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις η Επιτροπή διατυπώνει σε πλείονα σημεία αμφιβολίες ως προς τη βιωσιμότητα της Sniace (51), χωρίς να αποδεικνύει γιατί αυτή θεωρεί, παρά ταύτα, ότι οι προοπτικές για το μέλλον είναι θετικές.
87. Κατά την ένδικη διαδικασία, η Επιτροπή ισχυρίζεται συναφώς μόνον ότι μπορούσε να στηριχθεί στην έκθεση της Ισπανικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία υπήρχαν σχέδια αναδιαρθρώσεως και εξυγιάνσεως (52). Εάν αυτό ήταν η μοναδική αιτία για να θεωρηθεί ότι υφίσταται πιθανότητα επιβιώσεως της Sniace, τότε θα υφίστατο όχι μόνον έλλειψη αιτιολογίας των προσβαλλομένων αποφάσεων, αλλά περαιτέρω παράβαση της υποχρεώσεως επαρκούς διευκρινίσεως των πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, στη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι ούτε η Ισπανία ούτε η Επιτροπή διέθεταν τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμήσουν τις προοπτικές βιωσιμότητας της Sniace. Το Δικαστήριο δεν μπορεί πλέον να εξετάσει την εν λόγω πραγματική διαπίστωση αφεαυτής στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης (53) και άλλωστε οι παρεμβαίνοντες δεν την αμφισβητούν.
88. Επικουρικώς πρέπει να τονισθεί ότι και –η μη περιλαμβανόμενη στην αιτιολογία της αποφάσεως– επιχειρηματολογία της Ισπανίας και της Επιτροπής ότι το ΓΤΚΑ θα μπορούσε σε περίπτωση επιβιώσεως της Sniace να αναμένει περισσότερες εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως ενώ το Fogasa θα εξοικονομούσε στην περίπτωση αυτή τουλάχιστον περαιτέρω έξοδα που καταβάλλονται για τους εργαζομένους της Sniace, δεν μπορεί να προβληθεί προς στήριξη της συμπεριφοράς ενός υποθετικού ιδιώτη πιστωτή.
89. Κατ’ αρχήν, αντίστοιχοι λόγοι –η προσδοκία μελλοντικών επιχειρηματικών σχέσεων ή η αποφυγή μελλοντικών δαπανών– μπορούν βεβαίως να προβληθούν και στην περίπτωση των ιδιωτών πιστωτών. Η παρούσα υπόθεση αφορά όμως δημόσια συμφέροντα του κράτους, των οποίων η υλοποίηση έχει ανατεθεί σε συγκεκριμένα δημόσια όργανα. Τα εν λόγω συμφέροντα είναι τυπικώς ο λόγος για τη χορήγηση κλασσικής ενισχύσεως. Επομένως, όπως ορθώς τόνισε η Lenzing, τα ως άνω συμφέροντα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν ως λόγος που δικαιολογεί πλεονεκτήματα υπέρ συγκεκριμένων επιχειρήσεων μέσω της παραιτήσεως από την αναγκαστική εκτέλεση των απαιτήσεων. Εξάλλου θα ήταν δυνατόν να δικαιολογηθούν και επιδοτήσεις μέσω δημοσίων επενδυτών με την επίκληση της εξασφαλίσεως των θέσεων εργασίας. Το Δικαστήριο έχει ήδη ρητώς αποκλείσει το ανωτέρω (54).
90. Κατά συνέπεια, οι λόγοι που επικαλείται η Επιτροπή είναι είτε ακατάλληλοι για να δικαιολογήσουν την προσβαλλόμενη απόφασή της, είτε αντιφατικοί και, κατά συνέπεια, τελούν σε σύγκρουση οι μεν προς τους δε. H αντίφαση αυτή θα μπορούσε να αρθεί μόνον εάν η Επιτροπή εξέταζε τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο αρκούντως εμπεριστατωμένο για να μπορεί να καθορίσει σε ποιες σκέψεις θα στηριζόταν ιδιώτης πιστωτής, και εάν εξέθετε τις σκέψεις αυτές διεξοδικά στην αιτιολογία της αποφάσεώς της. Κατά συνέπεια, επειδή λείπουν τέτοιες σκέψεις, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι πλημμελής.
3. Αποτέλεσμα
91. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει μεν πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο διαπιστώνει προφανές σφάλμα αξιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, πλην όμως πρέπει να διατηρηθεί σε ισχύ λόγω της ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
IV – Επί των δικαστικών εξόδων
92. Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 122, 118 και 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, του ιδίου κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της κατ’ αναίρεση δίκης (55).
93. Επομένως, η Ισπανία πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να φέρει τα δικαστικά της έξοδα. Περαιτέρω, η Lenzing ζητεί να καταδικαστεί η Ισπανία –όχι όμως και η Επιτροπή– και στα δικά της έξοδα κατά την κατ’ αναίρεση δίκη. Επειδή όμως η Ισπανία και η Επιτροπή ηττήθηκαν από κοινού, πρέπει να καταδικασθούν αλληλεγγύως στα δικαστικά έξοδα (56). Στην περίπτωση αυτή, η Lenzing δεν μπορεί να επιλέξει την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα ενός εκ των δύο ηττηθέντων, αλλά οι δύο ηττηθέντες πρέπει να καταδικασθούν αλληλεγγύως στα δικαστικά έξοδα.
V – Πρόταση
94. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2. Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικά του έξοδα καθώς και αλληλεγγύως με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα δικαστικά έξοδα της Lenzing AG κατά την κατ’ αναίρεση δίκη.
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
2 – Απόφαση 1999/395/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία υπέρ της Sniace SA, η οποία εδρεύει στην Torrelavega της Κανταβρίας [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1998) 3437] (ΕΕ 1999, L 149, σ. 40).
3 – Απόφαση 2001/43/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2000, για τροποποίηση της απόφασης 1999/395/ΕΚ για την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Ισπανία υπέρ της επιχείρησης Sniace SA, που είναι εγκατεστημένη στην Torrelavega (Κανταβρία) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 2741] (ΕΕ 2001, L 11, σ. 46).
4 – Lenzing AG κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-3597).
5 – Σκέψεις 8 έως 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
6 – Απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-342/96, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1999, σ. I-2459).
7 – Σκέψεις 4 έως 23 της αιτήσεως αναιρέσεως.
8 – Σκέψεις 24 έως 65 της αιτήσεως αναιρέσεως.
9 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, συγκεκριμένα σ. 942), και της 19ης Μαΐου 1993, C-189/91, Cook κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-2487, σκέψη 20).
10 – Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-78/03 P, Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum (Συλλογή 2005, σ. I-10737, σκέψεις 34 επ.).
11 – Aπόφαση ARE, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψεις 35 επ.
12 – Aπόφαση ARE, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψεις 34 επ.
13 – Απόφαση ΑRE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψεις 68 επ., ακόμη σαφέστερη διατύπωση στη σκέψη 37).
14 – Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986 στην υπόθεση 169/84, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 391, σκέψη 25).
15 – Aποφάσεις της 27ης Απριλίου 1995, T-435/93, ASPEC κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-1281, σκέψη 64)· της 5ης Νοεμβρίου 1997, T-149/95, Ducros κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II-2031, σκέψη 34), και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-11/95, BP Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-3235, σκέψη 72). Βλ., για λόγους συγκρίσεως, διάταξη του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-367/04 P, Deutsche Post AG και DHL κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 41).
16 – Σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
17 – Απόφαση ARE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 37) και απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2001 στην υπόθεση T‑69/96, Hamburger Hafen‑ und Lagerhaus κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II‑1037, σκέψη 41).
18 – Απόφαση Cofaz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 28).
19 – Στην περίπτωση ενισχύσεως που δεν έχει ακόμη καταβληθεί πρέπει αμέσως να διατυπωθούν προγνώσεις για δύο υποθετικές καταστάσεις.
20 – Σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
21 – Αποφάσεις Plaumann κατά Επιτροπής και Cook κατά Επιτροπής, αμφότερες προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 9.
22 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 10/68 και 18/68, Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 159, σκέψεις 7 και 8).
23 – Διάταξη του Πρωτοδικείου της 27ης Μαΐου 2004, T‑358/02 (Συλλογή σ. II-1565, σκέψη 37).
24 – Βλ., συναφώς, διάταξη Post και DHL (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 47).
25 – Πράγματι, με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Τ-146/03, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid und Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 50 επ.) το Πρωτοδικείο, κρίνοντας επί ενισχύσεως υπέρ πρατηρίων υγρών καυσίμων, έλαβε υπόψη τους εκάστοτε τοπικούς ανταγωνιστές του δικαιούχου πρατηριούχου.
26 – Έτσι στην απόφαση ARE, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10.
27 – Βλ., συναφώς, και διάταξη του Πρωτοδικείου Deutsche Post και DHL κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψεις 15 επ.), η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της Επιτροπής αφορούσε μεγάλο αριθμό αγορών και μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-117/04, Werkgroep Commerciële Jachthavens Zuidelijke Randmeren κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-3861, σκέψη 60), στο πλαίσιο της οποίας περίπου 1 200 επιχειρήσεις βρίσκονταν στην ίδια θέση.
28 – Απόφαση του Πρωτοδικείου ASPEC (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 70).
29 – Σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
30 – Σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
31 – Σημείο 8 του από 20ή Ιουνίου 2005 υπομνήματος.
32 – Βλ., στο δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων, απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, C‑442/03 P και C‑471/03 P, P&O European Ferries (Vizcaya) κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι-4845, σκέψη 60), καθώς και γενικότερα αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C‑390/95 P, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑769, σκέψη 29), της 15ης Ιουνίου 2000, C-237/98 P, Dorsch Consult (Συλλογή 2000, σ. I-4549, σκέψεις 35 επ.), και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 49).
33 – Ογδοηκοστή αιτιολογική σκέψη.
34 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.
35 – Αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España (Συλλογή 1994, σ. Ι‑877, σκέψη 13), της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DM Transport (Συλλογή 1999, σ. I‑3913, σκέψη 19), της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C-276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-8091, σκέψη 24), της 8ης Νοεμβρίου 2001, C‑143/99, Adria-Wien Pipeline GmbH και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (Συλλογή 2001, σ. I‑8365, σκέψη 38), και της 15ης Ιουνίου 2006, C‑393/04 και C‑41/05, Air Liquide Industries Belgium (Συλλογή 2006, σ. I‑5293, σκέψη 29).
36 – Απόφαση DMT, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35.
37 – Αποφάσεις DMT, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 22, και Tubacex, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 41.
38 – Απόφαση DMT, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 25.
39 – Βλ. για την υπό κρίση υπόθεση το άρθρο 1 καθώς και τις αιτιολογικές σκέψεις 83 και 90 της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 1998.
40 – Απόφαση Tubacex, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψεις 48 επ.
41 – Άλλωστε, επισημαίνεται ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να προβεί σε αξιολόγηση όμοια με αυτήν της Επιτροπής, όταν εξετάζει αν μη κοινοποιηθέν στην Επιτροπή κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C‑39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑3547, σκέψεις 49 επ.), της 15ης Ιουλίου 2004, C-345/02, Pearle κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-7139, σκέψη 31), και της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-368/04, Transalpine Ölleitung (Συλλογή 2006, σ. I-9957, σκέψη 39).
42 – Απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψεις 10 και 11).
43 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 64 επ.
44 – Αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. Ι‑3755, σκέψη 28), της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-93/02 P, Biret International κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. I-10497, σκέψη 60), και της 2ας Δεκεμβρίου 2004, C-226/03 Ρ, José Martí Peix κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-11421, σκέψη 29).
45 – Αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1969, 1/69, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 87, σκέψη 9), της 7ης Μαρτίου 2002, C‑310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑2289, σκέψη 48), της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑10901, σκέψη 26), και της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C-217/03, Bέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 137).
46 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑8031, σκέψη 84).
47 – Αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35), και C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 45).
48 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München (Συλλογή 1991, σ. Ι-5469, σκέψη 14), και της 7ης Μαΐου 1992, C‑258/90 και C‑259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑2901, σκέψη 26).
49 – Εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη.
50 – Βλ. εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2000, καθώς και, για τον Fogasa, ογδοηκοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 1998.
51 – Βλ. εβδομηκοστή έβδομη, ογδοηκοστή πρώτη και ογδοηκοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 1998.
52 – Βλ. σημείο 81 του υπομνήματος αντικρούσεως, και σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
53 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 48.
54 – Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92, C-279/92 και C‑280/92, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1994, σ. I-4103, σκέψη 22).
55 – Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 191).
56 – Βλ. αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2001, C‑122/99 P και C‑125/99 P, D και Σουηδία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I‑4319, σκέψη 65), και της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 32).