This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CC0308
Opinion of Mr Advocate General Geelhoed delivered on 19 January 2006. # SGL Carbon AG v Commission of the European Communities. # Appeals - Competition - Agreements, decisions and concerted practices - Graphite electrodes - Article 81(1) EC - Fines - Guidelines on the method of setting fines - Leniency Notice - Principle of non bis in idem. # Case C-308/04 P.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 19ης Ιανουαρίου 2006.
SGL Carbon AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Σύμπραξη - Ηλεκτρόδια γραφίτη - Άρθρο 81, παράγραφος 1, EΚ - Πρόστιμα - Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων - Ανακοίνωση περί συνεργασίας - Αρχή non bis in idem.
Υπόθεση C-308/04 P.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 19ης Ιανουαρίου 2006.
SGL Carbon AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Σύμπραξη - Ηλεκτρόδια γραφίτη - Άρθρο 81, παράγραφος 1, EΚ - Πρόστιμα - Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων - Ανακοίνωση περί συνεργασίας - Αρχή non bis in idem.
Υπόθεση C-308/04 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-05977
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:54
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
L. A. GEELHOED
της 19ης Ιανουαρίου 2006 1(1)
Υπόθεση C-308/04 P
SGL Carbon AG
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Ηλεκτρόδια γραφίτη – Άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Ανακοίνωση περί συνεργασίας»
1. Η παρούσα υπόθεση συνίσταται σε αίτηση αναιρέσεως που η SGL Carbon AG (στο εξής: SGL) υπέβαλε κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).
I – Οι σχετικές διατάξεις
Α – Το άρθρο 81 ΕΚ και ο κανονισμός 17
2. Το άρθρο 81 ΕΚ ορίζει ότι «απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς».
3. Η Επιτροπή δύναται να κολάζει τη συμπεριφορά αυτή επιβάλλοντας πρόστιμα στις επιχειρήσεις που επέδειξαν την εν λόγω συμπεριφορά.
4. Το άρθρο 15 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962: πρώτου κανονισμού εφαρμογής των τώρα άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (στο εξής: κανονισμός 17) (2) ορίζει:
«1. Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα ύψους εκατό μέχρι και πέντε χιλιάδων λογιστικών μονάδων όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:
[…]
β) παρέχουν ανακριβείς πληροφορίες σε απάντηση αιτήσεως που εγένετο σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3 ή 5 […]
2. Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρι ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:
α) διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81], παράγραφος 1, ή του άρθρου [82] της Συνθήκης·
[…]
Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.
[…]»
Β – Οι κατευθυντήριες γραμμές
5. Η ανακοίνωση της Επιτροπής υπό τον τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ» (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) (3) ορίζει στο προοίμιό της:
«Σκοπός των αρχών που διέπουν τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές είναι να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, τόσο έναντι των επιχειρήσεων, όσο και έναντι του Δικαστηρίου, και παράλληλα να κατοχυρωθεί η διακριτική ευχέρεια που ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει στην Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, με ανώτατο όριο το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας θα πρέπει, ωστόσο, να εντάσσεται σε μια συνεκτική και απαλλαγμένη από αυθαίρετες διακρίσεις πολιτική, η οποία να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στους στόχους της καταστολής των παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού.
Η νέα μέθοδος η οποία θα εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων θα πρέπει στο εξής να ακολουθεί το ακόλουθο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στον προσδιορισμό ενός βασικού ποσού επί του οποίου εφαρμόζονται προσαυξήσεις, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, και μειώσεις, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις».
Γ – Η ανακοίνωση περί συνεργασίας
6. Με την ανακοίνωσή της σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας) (4), η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια επιχείρηση που συνεργάστηκε με την Επιτροπή κατά την έρευνα της τελευταίας μπορεί να απαλλαγεί του προστίμου ή να ωφεληθεί με μείωση του προστίμου που διαφορετικά θα της είχε επιβληθεί, όπως ορίζεται στο τμήμα Α, παράγραφος 3, της ανακοινώσεως αυτής.
7. Το τμήμα A, παράγραφος 5, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας ορίζει:
«Η συνεργασία μιας επιχείρησης με την Επιτροπή αποτελεί ένα μόνο από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνει υπόψη της η τελευταία κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου […]».
Δ – Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
8. Το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) ορίζει:
«1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.»
II – Τα πραγματικά περιστατικά και το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση της Επιτροπής
9. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο συνόψισε τα πραγματικά περιστατικά ως εξής:
«1 Με την απόφαση 2002/271/ΕΚ […] η Επιτροπή διαπίστωσε τη συμμετοχή διαφόρων επιχειρήσεων σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής: συμφωνία ΕΟΧ), στον τομέα των ηλεκτροδίων γραφίτη.
2 Τα ηλεκτρόδια γραφίτη χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή χάλυβα σε ηλεκτροκαμίνους. Η παραγωγή χάλυβα σε ηλεκτροκαμίνους συνίσταται κυρίως σε διαδικασία ανακύκλωσης μέσω της οποίας τα απορρίμματα χάλυβα μετατρέπονται σε νέο χάλυβα, σε αντίθεση με την παραδοσιακή μέθοδο χρησιμοποίησης υψικαμίνου οξυγόνου για την παραγωγή χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα. Σε μια συνήθη ηλεκτροκάμινο που ρευστοποιεί απορρίμματα σιδήρου χρησιμοποιούνται εννέα ηλεκτρόδια, συγκεντρωμένα σε δέσμες των τριών. Λόγω της έντασης της διαδικασίας ρευστοποίησης, αναλώνεται ένα ηλεκτρόδιο ανά οκτώ ώρες περίπου. Ο χρόνος παραγωγής ενός ηλεκτροδίου είναι περίπου δύο μήνες. Δεν υπάρχουν υποκατάστατα για τα ηλεκτρόδια γραφίτη στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας παραγωγής.
3 Η ζήτηση γραφίτη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την παραγωγή χάλυβα σε ηλεκτροκαμίνους. Οι πελάτες είναι κυρίως παραγωγοί χάλυβα οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 85 % της ζήτησης. Το 1998, η παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα ήταν 800 εκατομμύρια τόνοι, εκ των οποίων 280 εκατομμύρια παρήχθησαν σε ηλεκτροκαμίνους […].
[…]
5 Κατά τη δεκαετία του 1980, οι τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης ηλεκτροδίων ανά τόνο παραγόμενου χάλυβα. Η χαλυβουργική βιομηχανία γνώρισε επίσης φάση μεγάλης αναδιάρθρωσης κατά την περίοδο αυτή. Η μείωση της ζήτησης ηλεκτροδίων οδήγησε σε μια διαδικασία αναδιάρθρωσης της παγκόσμιας βιομηχανίας παραγωγής ηλεκτροδίων. Πολλές εγκαταστάσεις έκλεισαν.
6 Το 2001, εννέα “δυτικοί” παραγωγοί εφοδίασαν την ευρωπαϊκή αγορά με ηλεκτρόδια γραφίτη: […].
7 Στις 5 Ιουνίου 1997, υπάλληλοι της Επιτροπής διενήργησαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, ταυτόχρονους απροειδοποίητους ελέγχους στις εγκαταστάσεις […].
8 Την ίδια ημέρα, πράκτορες του Federal Bureau of Investigation (FBI) προέβησαν σε έρευνες στα γραφεία διαφόρων παραγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατόπιν της διεξαγωγής των ερευνών αυτών, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των SGL […] για σύσταση και συμμορία. Όλοι οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν την ενοχή τους και συμφώνησαν να καταβάλουν πρόστιμα τα οποία ορίσθηκαν σε 135 εκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) για την SGL […].
[…]
10 Μια ομάδα αγοραστών που ζητούσε τριπλή αποζημίωση (triple damages) άσκησε στις Ηνωμένες Πολιτείες αγωγή κατά των SGL […].
11 [Σ]τον Καναδά, [τ]ον Ιούλιο του 2000, η SGL παραδέχθηκε την ενοχή της και δέχθηκε να καταβάλει πρόστιμο 12,5 εκατομμυρίων CAD για την ίδια παράβαση. Τον Ιούνιο του 1998 ορισμένοι παραγωγοί χάλυβα άσκησαν στον Καναδά αγωγές κατά των SGL […] λόγω συστάσεως και συμμορίας.
12 Στις 24 Ιανουαρίου 2000, η Επιτροπή διαβίβασε ανακοίνωση αιτιάσεων στις εγκαλούμενες επιχειρήσεις. Η διοικητική διαδικασία κατέληξε στην έκδοση, στις 18 Ιουλίου 2001, της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία προσάπτεται στις προσφεύγουσες επιχειρήσεις […] ότι προέβησαν σε καθορισμό των τιμών, σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς και σε κατανομή των εθνικών και περιφερειακών αγορών του εν λόγω προϊόντος σύμφωνα με την αρχή του “εγχώριου παραγωγού”: η UCAR ήταν υπεύθυνη για τις Ηνωμένες Πολιτείες και για ορισμένα μέρη της Ευρώπης και η SGL για την υπόλοιπη Ευρώπη […].
13 Σύμφωνα πάντοτε με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι κατευθυντήριες αρχές της συμπράξεως ήταν οι ακόλουθες:
– οι τιμές των ηλεκτροδίων γραφίτη θα καθορίζονταν σε παγκόσμια κλίμακα,
– οι αποφάσεις σχετικά με τις τιμές κάθε εταιρίας θα λαμβάνονταν αποκλειστικά από τον πρόεδρο ή τους γενικούς διευθυντές,
– ο “εγχώριος παραγωγός” θα όριζε την τιμή στο “έδαφός” του και οι λοιποί παραγωγοί θα “ακολουθούσαν”,
– όσον αφορά τις “μη εγχώριες” αγορές, ήτοι τις αγορές στις οποίες δεν υπήρχε “εγχώριος” παραγωγός, οι τιμές θα αποφασίζονταν με συναίνεση,
– οι μη εγχώριοι παραγωγοί δεν έπρεπε να ασκούν επιθετικό ανταγωνισμό αλλά να εγκαταλείπουν τις “εγχώριες” αγορές των άλλων,
– δεν προβλεπόταν καμία αύξηση της παραγωγικής ικανότητας (οι Ιάπωνες έπρεπε να μειώσουν την παραγωγική ικανότητά τους),
– δεν προβλεπόταν καμία μεταφορά τεχνολογίας πέραν του κύκλου των παραγωγών που συμμετείχαν στο καρτέλ.
14 Στη συνέχεια, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες αρχές θεσπίστηκαν στο πλαίσιο συναντήσεων των μελών της συμπράξεως που πραγματοποιούνταν σε διάφορα επίπεδα: συναντήσεις “ανώτατων στελεχών”, συναντήσεις “εργασίας”, συναντήσεις της ομάδας των ευρωπαίων παραγωγών (χωρίς τις ιαπωνικές επιχειρήσεις), εθνικές ή περιφερειακές συναντήσεις σχετικά με ειδικές αγορές και διμερείς επαφές μεταξύ επιχειρήσεων.
[…]
16 Βάσει των διαπιστώσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά και των νομικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εγκαλούμενες επιχειρήσεις πρόστιμα, το ποσό των οποίων υπολογίστηκε σύμφωνα με τη μεθοδολογία που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές […].
17 Με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
SGL: 80,2 εκατομμύρια ευρώ·
[…]
18 Το άρθρο 4 του διατακτικού διατάσσει τις οικείες επιχειρήσεις να καταβάλουν τα πρόστιμα εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι άλλως θα όφειλαν να καταβάλουν τόκους με επιτόκιο 8,04 %.»
III – Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
10. Η SGL, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Οκτωβρίου 2001, και άλλες επιχειρήσεις στις οποίες είχε απευθυνθεί η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής άσκησαν προσφυγές κατά της αποφάσεως αυτής.
11. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε μεταξύ άλλων ως εξής:
«[…]
2) Στην υπόθεση T-239/01, SGL Carbon κατά Επιτροπής:
– ορίζει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2002/271 στα 69 114 000 ευρώ·
– απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά·
[…]».
IV – Η αίτηση αναιρέσεως
12. Η SGL ζητεί από το Δικαστήριο:
– να δεχθεί τις αιτιάσεις που είχαν προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου και να αναιρέσει την απόφαση στην υπόθεση T‑239/01 κατά το μέρος που απέρριψε την προσφυγή της SGL στο μέτρο που η προσφυγή αυτή στρεφόταν κατά των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 2001,
– επικουρικώς, να μειώσει στο κατάλληλο μέτρο το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 3 της αποφάσεως της Επιτροπής και να μειώσει στο κατάλληλο μέτρο τους τόκους που ήσαν καταβλητέοι ενώ εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία και τους τόκους υπερημερίας που καθορίστηκαν με το άρθρο 4 της αποφάσεως της Επιτροπής σε συνδυασμό με το από 23 Ιουλίου 2001 έγγραφο της Επιτροπής,
– επικουρικότερα, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου η υπόθεση να κριθεί υπό το φως της ερμηνείας που θα δοθεί από το Δικαστήριο,
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου.
13. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·
– να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
V – Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
14. Η SGL προβάλλει επτά λόγους αναιρέσεως:
– Με τον πρώτο, προβάλλει παραβίαση της αρχής non bis in idem.
– Ο δεύτερος αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, και ειδικότερα το ότι δεν έγινε προσαρμογή προς τα κάτω.
– Ο τρίτος αφορά την κατά 25 % αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου (για μια επιβαρυντική περίσταση) λόγω των από την SGL προειδοποιήσεων άλλων μερών της συμπράξεως πριν από την έρευνα του 1997.
– Ο τέταρτος αφορά το ότι δεν ελήφθη υπόψη το ίσο με 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών ανώτατο όριο των προστίμων, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.
– Ο πέμπτος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω ανεπαρκούς προσβάσεως σε έγγραφα.
– Ο έκτος αφορά τη δυνατότητα της αναιρεσείουσας να καταβάλει το πρόστιμο (δεν ελήφθη υπόψη η μειωμένη ικανότητά της πληρωμής).
– Ο έβδομος αφορά τον καθορισμό τόκων υπερημερίας.
VI – Ανάλυση
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
15. Η αναιρεσείουσα στην παρούσα υπόθεση όπως και η αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑289/04 P, όπου πάλι ανέπτυξα τις προτάσεις μου σήμερα, έχουν προβάλει λόγους αναιρέσεως σχετικούς με ορισμένα στοιχεία του προστίμου. Στην υπόθεση C‑289/04 P, οι λόγοι αναιρέσεως επικεντρώνονται στον αποτρεπτικό πολλαπλασιαστή. Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση οι λόγοι αναιρέσεως αφορούν ορισμένες πτυχές της διαδικασίας καθορισμού του προστίμου.
16. Κατά συνέπεια, θα αρχίσω με μερικές γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη νομολογία σχετικά με την πολιτική της Επιτροπής για τον καθορισμό των προστίμων.
17. Πρώτα απ’ όλα, το Δικαστήριο, στην απόφασή του Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (5) την οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν πολλές φορές, είπε ότι το έργο που η Επιτροπή έχει συνεπάγεται βέβαια το καθήκον να ερευνά και να κολάζει τις επί μέρους παραβάσεις, αλλά και το καθήκον να ακολουθεί μια γενική πολιτική για την εφαρμογή, στις υποθέσεις ανταγωνισμού, των αρχών της Συνθήκης και να καθοδηγεί τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων υπό το φως των αρχών αυτών (6).
18. Περαιτέρω, η Επιτροπή, όταν αξιολογεί τη σοβαρότητα μιας παραβάσεως για να καθορίσει το πρόστιμο, πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνο τα συγκεκριμένα περιστατικά της υποθέσεως αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση και οφείλει να εξασφαλίσει ότι οι ενέργειές της θα έχουν το αναγκαίο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ειδικά όσον αφορά τις μορφές παραβάσεως που είναι ιδιαιτέρως επιβλαβείς για τους στόχους της Κοινότητας (7).
19. Έτσι, το Δικαστήριο είπε, στην υπόθεση εκείνη, ότι η ratio της επιβολής προστίμων είναι η εξασφάλιση της εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής σχετικά με τον ανταγωνισμό.
20. Από την απόφαση εκείνη και από μεταγενέστερες αποφάσεις είναι σαφές ότι πολλοί παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη· ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να εφαρμόζει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο· ότι η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη τόσο τον συνολικό κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως όσο και τον κύκλο εργασιών ανά επικράτεια και προϊόν, αρκεί ο ένας παράγοντας να μην είναι δυσανάλογος σε σχέση με τους άλλους παράγοντες, και έτσι ότι ο καθορισμός του καταλλήλου προστίμου δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα απλώς και μόνον υπολογισμού του συνολικού κύκλου εργασιών.
21. Επιπλέον, στο πλαίσιο της πολιτικής της για την επιβολή προστίμων, η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική εξουσία, μολονότι οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και δεν δύναται να υπερβεί το κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ανώτατο όριο σχετικά με τον κύκλο εργασιών. Περαιτέρω, αν η Επιτροπή δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική της, σε μια επί μέρους περίπτωση δεν θα μπορέσει να αποστεί από τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές χωρίς να παραθέσει αιτιολογία που να είναι συμβατή με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Ασφαλώς, η Επιτροπή δύναται να προσαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές της, οι οποίες θα εφαρμόζονται μόνον από τότε που θα χαραχθούν.
22. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή δημοσίευσε τις κατευθυντήριες γραμμές. Οι κατευθυντήριες γραμμές κατά το μάλλον ή ήττον αντικατοπτρίζουν την κοινοτική νομολογία. Η μέθοδος υπολογισμού την οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές αποτέλεσε το αντικείμενο μιας πρόσφατης αποφάσεως, της αποφάσεως Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία αποκαλείται απόφαση «Προμονωμένοι σωλήνες» (8). Συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «η μέθοδος υπολογισμού που προτείνουν οι κατευθυντήριες γραμμές, καθόσον προβλέπει τη συνεκτίμηση μεγάλου αριθμού στοιχείων κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ιδίως τα κέρδη που απέφερε η παράβαση ή η ανάγκη διασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος των προστίμων, φαίνεται να αντιστοιχεί καλύτερα στις αρχές που διατυπώνει ο κανονισμός 17, όπως τις έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, ιδίως με την προπαρατεθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, απ’ ό,τι η προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείοντες και στην οποία ο σχετικός κύκλος εργασιών είχε κυρίαρχο και σχετικά μηχανικό ρόλο» (9). Είπε επίσης ότι «[…] οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία ευκαμψίας που παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ασκεί τη διακριτική εξουσία της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο […]» (10).
23. Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή υπολογίζει το πρόστιμο σε διάφορα στάδια. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στον καθορισμό του βασικού προστίμου, το οποίο στηρίζεται στη σοβαρότητα της παραβάσεως (ήσσων, σοβαρή ή σοβαρότατη παράβαση) και στη διάρκειά της (μικρή, μέση, μεγάλη διάρκεια). Η Επιτροπή αρχίζει καθορίζοντας το ποσό αφετηρίας ανάλογα με τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Όταν υπάρχει σημαντική διαφορά μεγέθους μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή μπορεί να κατατάξει τις επιχειρήσεις αυτές σε ομάδες ανάλογα με το μέγεθός τους και να καθορίσει διαφορετικό ποσό αφετηρίας του προστίμου για κάθε ομάδα, προκειμένου να λάβει υπόψη το ειδικό βάρος και επομένως τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβατικής συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως. Μετά την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας συγκεκριμένης παραβάσεως και πριν από την αξιολόγηση της διάρκειάς της, η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόσει το πρόστιμο προς τα πάνω για να εξασφαλίσει ότι το πρόστιμο θα έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα (και έτσι μπορεί να εφαρμόσει τον «αποτρεπτικό πολλαπλασιαστή»). Μετά την αύξηση του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, η Επιτροπή προχωρεί στο επόμενο βήμα, στις επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.
24. Μετά, όταν η συνεργασία μιας επιχειρήσεως με την Επιτροπή αποτελεί συνεργασία υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, το επόμενο βήμα είναι η εφαρμογή της ανακοινώσεως αυτής.
25. Όταν έχει γίνει υπέρβαση του κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ανώτατου ορίου του 10 %, η Επιτροπή, για να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της η ανακοίνωση περί συνεργασίας, μπορεί πρώτα να κατεβάσει το πρόστιμο (που απορρέει από τον υπολογισμό βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών) σε αυτό το ανώτατο επίπεδο πριν εφαρμόσει την ανακοίνωση περί συνεργασίας.
26. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή κατέταξε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη σημασία τους στη σχετική αγορά βάσει του παγκόσμιου κύκλου εργασιών ως προς το συγκεκριμένο προϊόν και του παγκόσμιου μεριδίου αγοράς. Το αντίστοιχο ποσό αφετηρίας του προστίμου καθορίστηκε σε 40 εκατομμύρια ευρώ, 16 εκατομμύρια ευρώ και 8 εκατομμύρια ευρώ. Η SGL κατατάχθηκε στη μεγαλύτερη κατηγορία. Το ποσό αφετηρίας αυξήθηκε κατά 55 % λόγω της διάρκειας της παραβάσεως της SGL. Στο επόμενο βήμα, η Επιτροπή αύξησε το βασικό ποσό κατά 85 % λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων· το 25 % από το ποσοστό αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η SGL είχε ειδοποιήσει άλλα μέρη της συμπράξεως σχετικά με την επικείμενη έρευνα. Δεν υπήρχαν ελαφρυντικές περιστάσεις. Μετά, η Επιτροπή μείωσε το πρόστιμο κατά 30 % βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Το Πρωτοδικείο μείωσε το πρόστιμο καθόσον η Επιτροπή δεν είχε λάβει σωστά υπόψη τη συνεργασία της SGL. Η πτυχή αυτή αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση 301/04 P, όπου πάλι θα αναπτύξω τις προτάσεις μου σήμερα. Η υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως, όπως έχω ήδη πει, επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στα διάφορα στάδια της διαδικασίας καθορισμού του προστίμου.
27. Πριν εξετάσω τους διάφορους λόγους αναιρέσεως, θα παρατηρήσω ότι στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως ο σκοπός του ελέγχου από το Δικαστήριο είναι, πρώτον, να εξεταστεί σε ποια έκταση το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, με ορθό από νομικής απόψεως τρόπο, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το φως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 15 του κανονισμού 17 και, δεύτερον, να κριθεί αν το Πρωτοδικείο απάντησε με επαρκή από νομικής απόψεως τρόπο σε όλα τα επιχειρήματα που ο αναιρεσείων προέβαλε για να ακυρωθεί ή να μειωθεί το πρόστιμο.
28. Περαιτέρω, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ασκώντας την εξουσία του πλήρους δικαιοδοσίας για να αποφανθεί επί του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν σε επιχειρήσεις για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου.
29. Έτσι, οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να κηρύσσονται απαράδεκτοι στο μέτρο που με αυτούς ζητείται γενική επανεξέταση των προστίμων.
Α – Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως: παραβίαση της αρχής non bis in idem
30. Ενώπιον του Πρωτοδικείου, η SGL ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να αφαιρέσει από το πρόστιμο που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα πρόστιμα που είχαν ήδη επιβληθεί εντός των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, παρέβη την απαγόρευση της σωρεύσεως κυρώσεων για την ίδια παράβαση.
31. Σε απάντηση του ισχυρισμού αυτού, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε πρώτα στην παλαιότερη νομολογία κατά την οποία η αρχή non bis in idem αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και, στον τομέα του ανταγωνισμού, απαγορεύει στην Επιτροπή να επιβάλει για δεύτερη φορά κυρώσεις σε μια επιχείρηση ή να κινήσει για δεύτερη φορά διαδικασία κατά της επιχειρήσεως αυτής σχετικά με μια περιοριστική του ανταγωνισμού συμπεριφορά για την οποία η εν λόγω επιχείρηση έχει ήδη τιμωρηθεί.
32. Το Πρωτοδικείο έκρινε μετά, στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή non bis in idem δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, καθόσον είναι σαφές ότι οι διαδικασίες που κινήθηκαν και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν, αφενός, από την Επιτροπή και, αφετέρου, από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά δεν είχαν τους ίδιους σκοπούς. Ο σκοπός της πρώτης ήταν να διασφαλίσει τον ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή του ΕΟΧ, ενώ ο σκοπός των δεύτερων ήταν να προστατεύσουν την αμερικανική ή καναδική αγορά. Η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται όχι μόνον από το αν πρόκειται για την ίδια παράβαση και για το ίδιο πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις, αλλά και από το αν πρόκειται για την προστασία του ίδιου έννομου αγαθού. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την έκταση της αρχής ότι δεν μπορεί να επιβληθεί δεύτερη ποινή για το ίδιο αδίκημα, όπως η αρχή αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ. Από τη διατύπωση του άρθρου 4 είναι σαφές ότι ο σκοπός της αρχής αυτής είναι μόνο να αποτρέψει τα δικαστήρια οποιουδήποτε κράτους να δικάσουν ή να επιβάλουν ποινή για ένα αδίκημα για το οποίο το σχετικό πρόσωπο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί στο ίδιο κράτος. Από την άλλη πλευρά, η αρχή non bis in idem δεν απαγορεύει να δικαστεί ή να καταδικαστεί ένα πρόσωπο πάνω από μία φορά σε δύο ή περισσότερα κράτη για την ίδια συμπεριφορά (11).
33. Το Πρωτοδικείο τόνισε επίσης ότι οι προσφεύγουσες δεν επικαλέστηκαν καμία διεθνή σύμβαση ή κανόνα δημοσίου διεθνούς δικαίου που να απαγορεύει στις αρχές ή στα δικαστήρια διαφορετικών κρατών να δικάσουν και να καταδικάσουν το ίδιο πρόσωπο για τις ίδιες πράξεις και έκρινε ότι μια «τέτοια απαγόρευση μπορεί να προκύψει σήμερα μόνον από πολύ στενή διεθνή συνεργασία καταλήγουσα στην έκδοση κοινών κανόνων όπως αυτοί που περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν. Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν στηρίχθηκαν στην ύπαρξη συμβατικού κειμένου δεσμεύοντος την Κοινότητα και τρίτα κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Καναδάς και προβλέποντος τέτοια απαγόρευση» (12).
34. Το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι «[α]ληθεύει μεν ότι το άρθρο 50 του […] Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προβλέπει ότι κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο. Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι το κείμενο αυτό έχει εφαρμογή μόνο στο έδαφος της Ενώσεως και περιορίζει ρητώς το περιεχόμενο του καθοριζομένου στο άρθρο 50 δικαιώματος στις περιπτώσεις που η επίμαχη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε εντός του εδάφους αυτού» (13).
35. Η SGL είχε προβάλει και την αιτίαση ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε την απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής (14), όπου κρίθηκε ότι η Επιτροπή έχει καθήκον να συνυπολογίσει μια κύρωση που επιβλήθηκε από τις αρχές τρίτης χώρας αν οι πράξεις που η Επιτροπή προσάπτει στον προσφεύγοντα είναι οι ίδιες με εκείνες που προσάφθηκαν από τις αρχές αυτές.
36. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε (σκέψη 3) ότι «το ζήτημα αν η Επιτροπή υποχρεούται επίσης να συνυπολογίσει κύρωση που επιβλήθηκε από τις αρχές τρίτου κράτους, χρειάζεται να λυθεί μόνον αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά στην προκειμένη περίπτωση κατά της προσφεύγουσας αφενός από την Επιτροπή και αφετέρου από τις αμερικανικές αρχές, είναι τα ίδια» και παρατήρησε ότι «[α]πό το προαναφερθέν χωρίο προκύπτει προφανώς ότι το Δικαστήριο, πόρρω απέχον από το να αποφανθεί ως προς το αν η Επιτροπή υποχρεούται να συνυπολογίσει πρόστιμο που έχει επιβληθεί από τις αρχές τρίτου κράτους στην περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά κατά της επιχειρήσεως από το κοινοτικό αυτό όργανο και από τις εν λόγω αρχές είναι τα ίδια, έκρινε ότι η ταύτιση των επικρινομένων από την Επιτροπή και τις αρχές τρίτου κράτους πραγματικών περιστατικών συνιστά προϋπόθεση για να δοθεί απάντηση στο προαναφερθέν ερώτημα» (15).
37. Το Πρωτοδικείο σημείωσε μετά ότι, «λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση που προκύπτει, αφενός, από τη στενή αλληλεξάρτηση των εθνικών αγορών των κρατών μελών και της κοινής αγοράς και, αφετέρου, από το ιδιαίτερο σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών σε θέματα συμπράξεων επί του ιδίου εδάφους, ήτοι του εδάφους της κοινής αγοράς, το Δικαστήριο, έχοντας δεχθεί τη δυνατότητα διπλής διώξεως, έκρινε αναγκαίο, ενόψει της συνακόλουθης ενδεχομένως επιβολής διπλής κυρώσεως, να λαμβάνεται υπόψη η πρώτη καταδικαστική απόφαση σύμφωνα με την απαίτηση επιείκειας. Αυτό όμως δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς, εφόσον δεν προβάλλεται ρητή συμβατική διάταξη προβλέπουσα την υποχρέωση της Επιτροπής, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λαμβάνει υπόψη τις κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση για το ίδιο γεγονός από αρχές ή δικαστήρια τρίτου κράτους, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Καναδάς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν νομοτύπως να προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παραβίασε, εν προκειμένω, την υποχρέωση αυτή» (16).
38. Εν πάση περιπτώσει, συνέχισε το Πρωτοδικείο, «ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να συναχθεί, a contrario, από την […] απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής ότι η Επιτροπή υποχρεούται να συνυπολογίζει κύρωση που επιβλήθηκε από τις αρχές τρίτου κράτους στην περίπτωση όπου τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά κατά της σχετικής επιχειρήσεως από το θεσμικό αυτό όργανο και από τις εν λόγω αρχές είναι τα ίδια, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι η απόφαση που εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά της SGL αναφέρει το γεγονός ότι η σύμπραξη για τα ηλεκτρόδια γραφίτη είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό της παραγωγής και την αύξηση των τιμών του προϊόντος “στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού”, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η επιβληθείσα στις Ηνωμένες Πολιτείες κύρωση αφορούσε εφαρμογές ή αποτελέσματα της συμπράξεως πλην αυτών που επήλθαν στη χώρα αυτή (βλ., συναφώς, την […] απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής, σκέψη 6) και συγκεκριμένα στον ΕΟΧ, πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, θα συνιστούσε προδήλως σφετερισμό της εδαφικής αρμοδιότητας της Επιτροπής. Η τελευταία αυτή παρατήρηση ισχύει επίσης για την κύρωση που επιβλήθηκε στον Καναδά» (17).
39. Με την υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως, η SGL προβάλλει την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο δεν έκρινε στην απόφασή του ότι η Επιτροπή παρέβη την αρχή non bis in idem (ή, επικουρικώς, τη γενική επιταγή επιεικείας) λόγω του ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι κυρώσεις οι οποίες, πριν εκδοθεί η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής, είχαν ήδη επιβληθεί στην SGL στις Ηνωμένες Πολιτείες.
40. Η SGL ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αφαιρέσει τα πρόστιμα που είχαν ήδη επιβληθεί από τις αρχές τρίτων χωρών για την ίδια παράβαση. Τούτο απορρέει από την αρχή non bis in idem και, εν πάση περιπτώσει, από την αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, η SGL προβάλλει την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε την απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής. Η SGL διατείνεται ότι υπάρχουν δύο δυνατές ερμηνείες της αρχής non bis in idem, η μία είναι στενή και η άλλη ευρύτερη. Η στενή ερμηνεία –τουλάχιστον όπως ερμηνεύεται στην Κοινότητα– αφορά μια πραγματική απαγόρευση, υπό την έννοια ότι αποκλείονται η εκ νέου δίωξη και η εκ νέου επιβολή κυρώσεων όταν έχει ήδη επιβληθεί κύρωση για την ίδια παράβαση. Υπό την ευρύτερη ερμηνεία, η οποία ειδικότερα αφορά υποθέσεις τις οποίες έχουν χειριστεί οι αρχές τρίτων χωρών, η αρχή non bis in idem συνεπάγεται την υποχρέωση αφαιρέσεως ή συνυπολογισμού των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στο εξωτερικό.
41. Περαιτέρω, η SGL ισχυρίζεται ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής non bis in idem (ίδιος παραβάτης, ίδιες πράξεις και ίδιο έννομο αγαθό). Τα πρόστιμα επιβλήθηκαν στην SGL, η οποία είναι αυτοτελές νομικό πρόσωπο· οι πράξεις είναι οι ίδιες (σύμπραξη σε παγκόσμια κλίμακα) και το έννομο αγαθό είναι το ίδιο στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
42. Η SGL αμφισβητεί την κρίση του Πρωτοδικείου ότι οι διαδικασίες που κινήθηκαν και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν, αφενός, από την Επιτροπή και, αφετέρου, από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών σαφώς δεν είχαν τον ίδιο σκοπό. Εν προκειμένω, η SGL επικαλείται τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruíz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Italcementi (18). Η SGL προβάλλει ότι η συλλογιστική αυτή ισχύει και για τις τρίτες χώρες. Κατά την SGL, και οι δύο έννομες τάξεις σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η SGL ισχυρίζεται ότι η αρχή της εδαφικότητας δεν έχει σημασία για το ζήτημα αν πρόκειται για «idem», αλλά έχει σημασία μόνο για την εξουσία της Επιτροπής να διώκει τις παραβάσεις. Ενώ δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι μπορούν να υπάρξουν παράλληλες διαδικασίες για να επιβληθεί η τήρηση του δικαίου του ανταγωνισμού, τα πρόστιμα που έχουν ήδη επιβληθεί από τις αρχές τρίτων χωρών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
43. Ακόμη και αν η αρχή non bis in idem δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τις τρίτες χώρες, η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο έπρεπε να λάβουν υπόψη τα πρόστιμα που είχαν ήδη επιβληθεί. Τούτο απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας ή την απαίτηση επιείκειας που διατυπώθηκε στην απόφαση Walt Wilhelm (19).
44. Η SGL ισχυρίζεται επίσης ότι για να εφαρμοστεί η αρχή non bis in idem δεν απαιτείται να υπάρχει διεθνής σύμβαση. Εν προκειμένω επικαλείται διάφορες εθνικές έννομες τάξεις όπου αναγνωρίζεται η αρχή αυτή και όπου επομένως δεν υφίσταται διεθνής συμφωνία που να προβλέπει αμοιβαιότητα.
45. Η Επιτροπή συμφωνεί με την κρίση του Πρωτοδικείου.
Εκτίμηση
46. Το ζήτημα αν υπήρξε παραβίαση της αρχής non bis in idem εξετάστηκε πρόσφατα από τον γενικό εισαγγελέα Tizzano στις προτάσεις του στην υπόθεση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής (20). Και η υπόθεση εκείνη αφορούσε μια κατάσταση όπου είχαν επιβληθεί κυρώσεις τόσο από την Επιτροπή όσο και από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά. Το Πρωτοδικείο, στην απόφασή του στην υπόθεση εκείνη (21), κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με αυτό στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή ότι η αρχή non bis in idem δεν έχει εφαρμογή και ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αφαιρέσει η Επιτροπή τα πρόστιμα που είχαν ήδη επιβληθεί από τις αρχές των χωρών αυτών.
47. Στις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Tizzano εξέθεσε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει κανόνας δημοσίου διεθνούς δικαίου ο οποίος απαγορεύει στις αρχές ή στα δικαστήρια των διαφόρων κρατών να δικάσουν και να καταδικάσουν ένα πρόσωπο βάσει των ίδιων πράξεων και ότι, γενικά, οι πολυμερείς συμφωνίες οι οποίες επιβεβαιώνουν την αρχή non bis in idem περιορίζουν την εφαρμογή της στις δικαστικές αποφάσεις εντός του ίδιου κράτους. Εν προκειμένω, παρέπεμψε στο άρθρο 14, παράγραφος 7, του Διεθνούς Συμφώνου του 1966 περί των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ και στη νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία και ορισμένων εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων. Σημείωσε επίσης ότι, ακόμη και σε ένα ενιαίο πλαίσιο όπως αυτό της Κοινότητας, η αρχή non bis in idem έγινε δεκτή μόνο διότι προβλέπεται από σχετικούς κανόνες σε συμφωνίες, όπως, μεταξύ άλλων, η Σύμβαση για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Σένγκεν.
48. Ωστόσο, συνέχισε ο γενικός εισαγγελέας Tizzano, ακόμη και αν υπήρχε μια τέτοια αρχή του δικαίου (δηλαδή ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να τιμωρηθεί περισσότερες φορές σε διάφορα κράτη για την ίδια παράβαση), πρέπει να πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου. Συμφώνησε με το Πρωτοδικείο ότι δεν πληρούνταν μία από τις προϋποθέσεις αυτές, το να πρόκειται για το ίδιο έννομο αγαθό, καθόσον δεν μπορούσε να λεχθεί ότι το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά των συμπράξεων και το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού προστατεύουν το ίδιο αγαθό. Εξέθεσε, και συμφωνώ, ότι η πολιτική της Επιτροπής σχετικά με την επιβολή προστίμων σκοπό έχει να προστατεύσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην κοινή αγορά, η οποία εξ ορισμού διαφέρει από εκείνο που προστατεύεται από τις αρχές των τρίτων χωρών.
49. Συμφωνώ με τις διαπιστώσεις αυτές. Δεν υπάρχει κανόνας διεθνούς δικαίου που να απαγορεύει στην Κοινότητα να επιβάλει πρόστιμα όταν μια άλλη αρχή έχει ήδη επιβάλει πρόστιμα για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, ή να επιβάλει μειωμένο πρόστιμο. Δεύτερον, η αρχή non bis in idem συνήθως εφαρμόζεται μόνον εντός ενός κράτους. Τρίτον, δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει διμερής συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών ή του Καναδά. Οι υπάρχουσες συμφωνίες συνεργασίας σχετικά με ζητήματα ανταγωνισμού (22) δεν έχουν σχέση με την πτυχή αυτή. Ωστόσο, ακόμη και αν έχει εφαρμογή η αρχή non bis in idem, οι τρεις προαναφερθείσες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά. Συμφωνώ με την Επιτροπή και με το Πρωτοδικείο ότι δεν πληρούται η τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή να υπάρχει το ίδιο έννομο αγαθό. Μια σύμπραξη συνεπάγεται παραβάσεις σε κάθε μία από τις επικράτειες στις οποίες εκτείνεται. Έτσι, το γεγονός ότι μια σύμπραξη λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα δεν μεταβάλλει το ότι το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά των συμπράξεων και το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού αφορούν κυρίως τις συνέπειες της συμπράξεως αντιστοίχως στο έδαφός τους. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις, δεν ασκεί επιρροή η από την SGL επίκληση ορισμένων εθνικών εννόμων τάξεων όπου μια απόφαση δικαστηρίου της αλλοδαπής θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογη με απόφαση δικαστηρίου της ημεδαπής.
50. Όσον αφορά τη γενική απαίτηση επιείκειας, θα ήθελα να σημειώσω ότι, κατ’ εμέ, η νομολογία Walt Wilhelm ή Boehringer κατά Επιτροπής δεν μπορεί να μεταφερθεί άνευ ετέρου σε καταστάσεις που υπάρχουν σε τρίτες χώρες. Εκτός από το γεγονός ότι, αυτή καθ’ εαυτή, η απόφαση Walt Wilhelm δεν έχει σχέση με την αρχή non bis in idem –ούτε και η απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής–, η ιδιαιτερότητα στην υπόθεση εκείνη, έστω και αν οι κρατικές αρχές την κοιτούσαν από διαφορετική γωνία, ήταν ότι η παράβαση έλαβε χώρα σε κοινοτικό έδαφος. Έτσι, υπήρχε σοβαρός λόγος να ληφθεί υπόψη η εδαφική επικάλυψη και κατά συνέπεια να απαιτηθεί οι δεύτερες κρατικές αρχές που ήσαν αρμόδιες για τον ανταγωνισμό να λάβουν υπόψη το πρώτο πρόστιμο όταν μετά επέβαλαν οποιαδήποτε περαιτέρω χρηματική κύρωση (23). Τέτοιος λόγος δεν υπάρχει όταν πρόκειται για τρίτες χώρες, καθόσον από εδαφικής απόψεως οι χώρες αυτές είναι κάτι χωριστό. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη παλαιότερα πρόστιμα που επιβλήθηκαν εντός τρίτης χώρας δεν σημαίνει ότι δεν έχει τη διακριτική εξουσία να το πράξει· ωστόσο, όταν δεν υπάρχει αμοιβαιότητα, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να αφαιρέσει ένα τέτοιο πρόστιμο.
51. Ως τελική παρατήρηση, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι έννομες τάξεις διαφέρουν και ότι οι διαφορετικές αυτές έννομες τάξεις καταλήγουν σε νομικές παραμέτρους για τη συμπεριφορά στην αγορά οι οποίες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετική έκταση· έτσι, όχι μόνο μια παράβαση έχει διαφορετικές ή αποκλίνουσες συνέπειες στις διάφορες έννομες τάξεις, αλλά ακόμη και στην ίδια έννομη τάξη οι συνέπειες πρέπει να εκτιμώνται σύμφωνα με τον αντίκτυπό τους σε αυτή την έννομη τάξη.
52. Η άποψη την οποία προέβαλε η SGL θα είχε τη συνέπεια ότι θα έχανε τη σημασία της η έννοια της εδαφικότητας η οποία είναι σύμφυτη με το δημόσιο εμπορικό δίκαιο. Θα σήμαινε ότι οι κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά θα είναι πανομοιότυποι σε παγκόσμια κλίμακα, πράγμα που για προφανείς λόγους δεν συμβαίνει.
Β – Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως
53. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις κρίσεις του Πρωτοδικείου ως προς τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η SGL ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο κακώς δεν προσάρμοσε προς τα κάτω το βασικό ποσό του προστίμου της SGL, μολονότι τούτο έπρεπε να γίνει αν είχαν εφαρμοστεί χωρίς τη δημιουργία δυσμενών διακρίσεων τα κριτήρια για τον οριστικό υπολογισμό τα οποία έχει καθιερώσει το Πρωτοδικείο.
54. Εν προκειμένω, η SGL αναφέρεται στην ανακατάταξη άλλων μερών της συμπράξεως, ανακατάταξη που οδήγησε σε μικρότερο ποσό αφετηρίας του προστίμου. Πρώτα απ’ όλα, η SGL αμφισβητεί το αν είναι επιτρεπτός ο υπολογισμός του μέσου κύκλου εργασιών και των μέσων μεριδίων αγοράς στην ίδια κατηγορία, καθόσον, κατά την SGL, η εκτίμηση του αντίκτυπου κάθε επιχειρήσεως στην αγορά πρέπει να γίνεται σε ατομική και όχι σε συλλογική βάση. Δεύτερον, η SGL ισχυρίζεται ότι το χάσμα μεταξύ του δικού της μεριδίου αγοράς και του μεριδίου αγοράς της UCAR είναι πολύ μεγάλο για να δικαιολογήσει την κατάταξη της SGL στην ίδια κατηγορία με την UCAR. Η μέγιστη διαφορά στα μερίδια αγοράς που μπορούσε να βρεθεί είναι μεγαλύτερη από τα κλιμάκια εκατοστιαίων μονάδων που η Επιτροπή χρησιμοποίησε στην απόφασή της. Κατά συνέπεια, το σημείο αφετηρίας του προστίμου έπρεπε να προσαρμοστεί. Τρίτον, ανακατάταξη ορισμένων άλλων μερών της συμπράξεως έγινε όταν το χάσμα μεταξύ των μεριδίων αγοράς ήταν μικρότερο.
Εκτίμηση
55. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική εξουσία όταν καθορίζει το ποσό του προστίμου και ότι δεν είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο προς τούτο. Ωστόσο, του κοινοτικού δικαστή έργο είναι να εξακριβώσει ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της εξουσίας. Τέλος, αποτελεί πάγια νομολογία και ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να υποκαταστήσει, για λόγους επιείκειας, με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση του Πρωτοδικείου προσαρμόζοντας, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του πλήρους δικαιοδοσίας, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε σε μια επιχείρηση λόγω της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από την επιχείρηση αυτή (24).
56. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, αυτή καθ’ εαυτή, η κατάταξη σε κατηγορίες είναι επιτρεπτή. Έκρινε επίσης ότι, όταν οι επιχειρήσεις κατατάσσονται σε κατηγορίες για τον καθορισμό των προστίμων, τα όρια κάθε μιας από τις κατηγορίες αυτές πρέπει να έχουν συνοχή και να δικαιολογούνται αντικειμενικώς. Το Πρωτοδικείο εξέτασε μετά αν τα όρια που χώριζαν τις τρεις κατηγορίες καθορίστηκαν κατά τρόπο που έχει συνοχή και δικαιολογείται αντικειμενικώς.
57. ΄Όπως εξήγησε το Πρωτοδικείο και όπως είναι σαφές από την απόφαση της Επιτροπής, η Επιτροπή, όταν δημιούργησε τις τρεις κατηγορίες και καθόρισε τα διάφορα ποσά αφετηρίας των προστίμων, στηρίχθηκε μόνο σε ένα κριτήριο, και συγκεκριμένα στον πραγματικό κύκλο εργασιών και στα μερίδια αγοράς που τα μέρη της συμπράξεως είχαν με τις πωλήσεις του σχετικού προϊόντος στην παγκόσμια αγορά. Χρησιμοποίησε στοιχεία για τον κύκλο εργασιών του 1998 και τις μεταβολές στα μερίδια αγοράς μεταξύ του 1992 και του 1998. Εφάρμοσε μια μέθοδο υπολογισμού η οποία στηρίζεται σε πολλαπλάσια ενός συγκεκριμένου εκατοστιαίου ποσοστού του μεριδίου αγοράς, το οποίο ποσοστό αντιστοιχεί σε ορισμένο ποσό ευρώ. Έτσι, το ποσό αφετηρίας αυξήθηκε κατά «κλιμάκια». Το αποτέλεσμα ήταν ότι για την SGL, όπως και για την UCAR, καθορίστηκε με κριτήριο τα μερίδιά της αγοράς ποσό αφετηρίας του προστίμου ίσο με 40 εκατομμύρια ευρώ. Το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι η επιλογή των ποσών, τα οποία αποτέλεσαν τα κλιμάκια που οδήγησαν σε ποσό αφετηρίας 40 εκατομμυρίων ευρώ για τις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας, δεν ήταν αυθαίρετη και δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής εξουσίας που έχει εν προκειμένω η Επιτροπή. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο επιδοκίμασε το γεγονός ότι η Επιτροπή κατέταξε την SGL και την UCAR στην ίδια κατηγορία, λόγω του κύκλου εργασιών και των μεριδίων αγοράς κάθε μιας από αυτές.
58. Η SGL δεν αμφισβητεί το ποσό αφετηρίας του προστίμου για την πρώτη κατηγορία, αλλά εκ των πραγμάτων βάλλει κατά του ότι κατατάχθηκε στην πρώτη κατηγορία. Ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο απέστη της μεθόδου που το ίδιο έχει καθιερώσει, πράγμα που συνιστά είτε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων είτε σφάλμα εκτιμήσεως.
59. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Πρώτα απ’ όλα, το Πρωτοδικείο δεν αντικατέστησε τη μέθοδο της Επιτροπής με μια δική του μέθοδο. Το μόνο που έκανε το Πρωτοδικείο ήταν να εξακριβώσει αν η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδό της με συνέπεια και συνοχή. Όπως είπα πιο πάνω, επιδοκίμασε τη μέθοδο με την οποία τα μέρη μιας συμπράξεως κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες, με αποτέλεσμα να υπάρχει το ίδιο ποσό αφετηρίας του προστίμου για όλες τις επιχειρήσεις που κατατάχθηκαν στην ίδια κατηγορία. Εξακρίβωσε και επιδοκίμασε τα όρια μεταξύ των κατηγοριών. Εξέτασε επίσης αν η σύνθεση μιας κατηγορίας έχει επαρκή συνοχή, όσον αφορά τη διαφορά μεγέθους και με σύγκριση με την επόμενη κατηγορία. Έτσι, έμεινε εντός του όλου πνεύματος του συστήματος που η Επιτροπή χρησιμοποίησε για τα μέρη της συμπράξεως.
60. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, το Πρωτοδικείο επιδοκίμασε, λαμβανομένων υπόψη των σχέσεων μεγέθους, την από την Επιτροπή κατάταξη της SGL και της UCAR στην ίδια κατηγορία. Ανακατέταξε μόνον ορισμένα μέλη της δεύτερης κατηγορίας, καθόσον η σχέση μεγέθους ήταν υπερβολικά διαφορετική σε σύγκριση με τα άλλα μέλη της κατηγορίας εκείνης. Κατά συνέπεια, τα μέλη εκείνα κατατάχθηκαν στην τρίτη κατηγορία. Έτσι η πρώην τρίτη κατηγορία διαιρέθηκε περαιτέρω για να δημιουργηθεί μια τέταρτη κατηγορία, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία στη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή. Ωστόσο, αυτό δεν επηρέασε την SGL.
61. Πάντως, η SGL προσπαθεί να αμφισβητήσει ένα σύστημα κατατάξεως σε κατηγορίες καθόσον θεωρεί ότι κάθε διαφορά όσον αφορά τα μερίδια αγοράς ή τον κύκλο εργασιών πρέπει να μεταφραστεί σε χωριστή «κατηγορία» για κάθε επιχείρηση που ήταν μέρος της συμπράξεως, και έτσι να οδηγήσει σε ιδιαίτερο ποσό αφετηρίας του προστίμου. Ωστόσο, τούτο θα υπονόμευε τη χρήση ενός συστήματος κατατάξεως σε κατηγορίες, το οποίο συνεπάγεται ότι χρησιμοποιούνται ορισμένες γκάμες. Όπως σωστά είπε το Πρωτοδικείο, δεν είναι λάθος να καταταγούν τα μέρη μιας συμπράξεως σε κατηγορίες όταν καθορίζεται η σοβαρότητα της παραβάσεως, έστω και αν μια τέτοια προσέγγιση αγνοεί τις διαφορές μεγέθους μεταξύ των επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, αρκεί η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία κατηγοριών να συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και έτσι με την απαίτηση τα όρια των κατηγοριών να έχουν συνοχή και να δικαιολογούνται αντικειμενικώς.
62. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Γ – Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως
63. Η SGL ισχυρίζεται ότι δεν είναι σύννομη η αντίστοιχη με 15,5 εκατομμύρια ευρώ ειδική αύξηση κατά 25 % του βασικού ποσού του προστίμου λόγω των προειδοποιήσεων άλλων μερών της συμπράξεως πριν από την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής. Δεχόμενο το συμπέρασμα της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή nulla poena sine lege, την αρχή in dubio pro reo και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
64. Οι αιτιάσεις αφορούν τις σκέψεις 312 έως 317 και 436 έως 438 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στην απόφασή της, η Επιτροπή αύξησε το βασικό ποσό κατά 25 % καθόσον θεώρησε ότι αποτελούν σημαντική επιβαρυντική περίσταση οι προσπάθειες της SGL να παρακωλύσει την έρευνα της Επιτροπής ειδοποιώντας άλλες εταιρίες σχετικά με τις επικείμενες έρευνες.
65. Ενώπιον του Πρωτοδικείου η SGL ισχυρίστηκε ότι οι προειδοποιήσεις δεν μπορούσαν να επιφέρουν αύξηση του προστίμου, καθόσον δεν συνιστούσαν παρανομία. Περαιτέρω, τόνισε ότι οι προειδοποιήσεις στηρίζονταν σε πληροφορίες που είχαν διαρρεύσει από υπάλληλο της Επιτροπής. Επιπλέον, η UCAR, η οποία, μετά τις προειδοποιήσεις, είχε ξανακοιτάξει τα αρχεία της και είχε καταστρέψει ή αφαιρέσει τα ενοχοποιητικά έγγραφα, δεν τιμωρήθηκε από την Επιτροπή για τη συμπεριφορά αυτή.
66. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «[τ]ο γεγονός ότι η SGL ειδοποίησε τις άλλες επιχειρήσεις για το ότι επρόκειτο να διενεργηθούν οι εν λόγω έλεγχοι μπορούσε επίσης ορθώς να χαρακτηριστεί ως επιβαρυντική περίσταση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-334/94, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1439, σκέψη 320). Σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της SGL, δεν πρόκειται για ειδική και αυτόνομη παράβαση, μη προβλεπόμενη στη Συνθήκη και τον κανονισμό 17, αλλά για συμπεριφορά ενισχύουσα τη βαρύτητα της αρχικής παραβάσεως. Με τις προειδοποιήσεις που απηύθυνε στα λοιπά μέρη της συμπράξεως, η SGL είχε συγκεκριμένα ως σκοπό να συγκαλύψει την ύπαρξη της συμπράξεως και να τη διατηρήσει σε λειτουργία, πράγμα που πέτυχε μέχρι τον Μάρτιο του 1998» (25).
67. Εν προκειμένω, έκρινε επίσης ότι η από την SGL επίκληση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 17 δεν είχε σημασία, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά τις παρακωλύσεις ως αυτοτελείς παραβάσεις, ανεξάρτητες από την ύπαρξη συμπράξεως, ενώ οι προειδοποιήσεις στις οποίες προέβη η SGL σκοπό είχαν να εξασφαλίσουν τη συνέχιση μιας συμπράξεως η οποία έγινε δεκτό ότι συνιστούσε κατάφωρη και αδιαμφισβήτητη παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού (26).
68. Όσον αφορά την από την SGL επίκληση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με την UCAR της οποίας οι πράξεις για την καταστροφή εγγράφων δεν ελήφθησαν υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τούτο δεν μπορούσε να μεταβάλει τον χαρακτηρισμό των προειδοποιήσεων ως επιβαρυντικής περιστάσεως. Κατά το Πρωτοδικείο: «[Α]πευθυνόμενες προς άλλες επιχειρήσεις, οι ειδοποιήσεις αυτές υπερέβαιναν την αμιγώς εσωτερική σφαίρα της SGL και απέβλεπαν στην αποτυχία ολόκληρης της έρευνας της Επιτροπής, με σκοπό να εξασφαλιστεί η διατήρηση της συμπράξεως, ενώ η UCAR είχε καταστρέψει τα έγγραφά της προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η προσωπική της ανάμειξη στη σύμπραξη. Πρόκειται για δύο διαφορετικές συμπεριφορές, οπότε δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις».
69. Όπως είπα πιο πάνω, προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι αυτό το μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αναιρεθεί, η SGL προβάλλει τρεις αιτιάσεις.
70. Όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής nulla poena sine lege, η SGL επικαλείται το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Επικαλείται επίσης τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία μια κύρωση, ακόμη και σε μη ποινική υπόθεση, δύναται να επιβληθεί μόνον αν έχει σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση. Η SGL ισχυρίζεται ότι η αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω της προειδοποιήσεως άλλων μερών της συμπράξεως αποτελεί παραβίαση της αρχής αυτής, καθόσον οι προειδοποιήσεις αυτές δεν συνιστούν παράβαση οποιουδήποτε απαγορευτικού κανόνα. Δεν αποτελούν ούτε στοιχείο του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 17 ούτε μπορούν να θεωρηθούν στοιχείο του απαγορευτικού κανόνα των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 17, και ο νέος κανονισμός 1/2003, προβλέπει κυρώσεις μόνον όταν πρόκειται για παρακωλύσεις κατά το στάδιο της επιτόπιας έρευνας. Όσο δεν υπάρχει διαταγή να γίνει έρευνα, δεν υπάρχει κανόνας που να απαγορεύει την καταστροφή εγγράφων. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κανόνας που να απαγορεύει την προειδοποίηση άλλων μερών μιας συμπράξεως. Έτσι, η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο δεν μπορούν να παρακάμψουν την έννομη αυτή κατάσταση με το να αυξήσουν το πρόστιμο χαρακτηρίζοντας άδικα τη συμπεριφορά αυτή ως επιβαρυντική περίσταση.
71. Η SGL ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε και την αρχή in dubio pro reo, καθόσον στήριξε την εκτίμησή του σε εικασίες. Εν προκειμένω, σημειώνει ότι η νομολογία Sarrió κατά Επιτροπής δεν μπορεί να μεταφερθεί στην παρούσα υπόθεση καθόσον η απόκρυψη δεν αποτελεί στοιχείο των συμφωνιών των μερών της συμπράξεως. Δεύτερον, οι εικασίες του Πρωτοδικείου, δηλαδή ότι η SGL προειδοποίησε άλλα μέρη της συμπράξεως προσπαθώντας να αποκρύψει την ύπαρξη της συμπράξεως και να τη διατηρήσει σε λειτουργία και ότι το πέτυχε μέχρι τον Μάρτιο του 1998, δεν αποδείχθηκαν ούτε είναι πιθανό να αποδειχθούν.
72. Τέλος, η SGL διατείνεται ότι η αύξηση του προστίμου λόγω της προειδοποιήσεως άλλων μερών της συμπράξεως καταλήγει σε δυσμενή διάκριση αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στην UCAR δεν επιβλήθηκε πρόστιμο για την καταστροφή εγγράφων.
73. Κατά την Επιτροπή, η πρώτη και η τρίτη αιτίαση είναι απαράδεκτες. Εν πάση περιπτώσει, οι τρεις αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν. Όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη νομικής βάσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η SGL λησμονεί ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε ειδικά πρόστιμο για την προειδοποίηση των άλλων μερών της συμπράξεως, αλλά ότι θεώρησε την πιο πάνω συμπεριφορά επιβαρυντική περίσταση για τον υπολογισμό του προστίμου. Όσο για το ότι η μεταχείριση φέρεται ότι δημιούργησε δυσμενείς διακρίσεις, η Επιτροπή σημειώνει ότι η προειδοποίηση άλλων μερών της συμπράξεως δεν είναι συγκρίσιμη με την καταστροφή εγγράφων. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διατείνεται ότι η SGL δεν περιορίστηκε να αποκρύψει ή να καταστρέψει δικά της έγγραφα, ή να αποφύγει να συντάξει ενοχοποιητικά έγγραφα, αλλά επιπλέον βοήθησε να αποτύχει η έρευνα σχετικά με άλλες επιχειρήσεις. Τέλος, η Επιτροπή προβάλλει ότι η αιτίαση σχετικά με τις φερόμενες εικασίες του Πρωτοδικείου δεν είναι πειστική.
Εκτίμηση
74. Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, του Δικαστηρίου έργο είναι να εξακριβώσει αν το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα, αν παρέθεσε αιτιολογία που περιέχει σφάλματα ή αν παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικών μέσων.
75. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η λόγω της προειδοποιήσεως άλλων επιχειρήσεων αύξηση του προστίμου δεν είναι δυσανάλογη ή γενεσιουργός δυσμενών διακρίσεων και δέχθηκε τον από την Επιτροπή χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της SGL ως συμπεριφοράς η οποία συνιστά παρακώλυση.
76. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν η SGL ορθώς ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται νομική βάση για τον κολασμό των παρακωλύσεων, εκτός όταν η Επιτροπή προβαίνει σε έρευνα κατόπιν αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17.
77. Κατ’ εμέ, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η υπό εξέταση συμπεριφορά δεν συνιστά ειδική και αυτοτελή παράβαση, αλλά είναι συμπεριφορά η οποία αύξησε τη σοβαρότητα της αρχικής παραβάσεως. Το γεγονός ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, αναφέρει ορισμένες παρακωλύσεις σε συγκεκριμένο πλαίσιο, οι οποίες αποτελούν αυτοτελείς παραβάσεις, δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά έξω από το πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να επιτείνει τη σοβαρότητα μιας παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ.
78. Πράγματι, όσον αφορά την τελευταία συμπεριφορά, η νομική βάση για την αύξηση του προστίμου βρίσκεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (27). Έτσι, η SGL έχει άδικο όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη νομικής βάσεως. Δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής nulla poena sine lege.
79. Στο πλαίσιο αυτό, θα υπενθυμίσω την πάγια νομολογία κατά την οποία το πρόστιμο καθορίζεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της (αρχικής) παραβάσεως, η σοβαρότητα της παραβάσεως πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα διάφορους παράγοντες, η Επιτροπή έχει διακριτική εξουσία όταν καθορίζει τα στοιχεία των προστίμων και επίσης μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόσει τα πρόστιμα προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού. Το να ληφθούν υπόψη επιβαρυντικές περιστάσεις όταν καθορίζεται το πρόστιμο συνάδει με το έργο της Επιτροπής να εξασφαλίσει την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, θα αναφέρω και τον κατάλογο με παραδείγματα επιβαρυντικών περιστάσεων ο οποίος παρατίθεται στο σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών.
80. Στον κατάλογο αυτόν η απαρίθμηση των επιβαρυντικών περιστάσεων που δικαιολογούν αύξηση του προστίμου δεν είναι περιοριστική, όπως μπορεί κανείς να δει από την τελευταία περίπτωση, αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Η απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει επιβαρυντική περίσταση η οποία δικαιολογεί την αύξηση του προστίμου εξαρτάται από κάθε επί μέρους περίπτωση. Είναι αυτονόητο ότι η επιβαρυντική περίσταση που δικαιολογεί την αύξηση του προστίμου πρέπει να αποτελεί στοιχείο της παραβάσεως ή να συνδέεται επαρκώς με την παράβαση. Έτσι, π.χ., σε μια περίπτωση υποτροπής, πρέπει να είναι σαφές ότι η σχετική επιχείρηση έχει ήδη διαπράξει παράβαση του ίδιου τύπου. Όταν πρόκειται περί αυτού, η για δεύτερη φορά ανάμειξή της σε όμοια παράβαση επιτείνει τη σοβαρότητα της σχετικής παραβάσεως. Το ίδιο ισχύει για το όφελος που απέρρευσε από την παράβαση. Το όφελος αυτό αποτελεί έναν από τους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως. Όταν είναι αντικειμενικώς δυνατό να εκτιμηθεί το ύψος του παρανόμως αποκτηθέντος κέρδους, το ύψος αυτό θα μεταφραστεί σε αύξηση του προστίμου. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί σχετικά με την παρακώλυση της έρευνας ή με τις προειδοποιήσεις άλλων μερών της συμπράξεως οι οποίες συνεπάγονται παρακώλυση της έρευνας.
81. Ένα μέρος μιας συμπράξεως το οποίο ενημερώνεται με οποιονδήποτε τρόπο σχετικά με το ενδεχόμενο ότι επίκειται έρευνα μπορεί να αντιδράσει με διάφορους τρόπους: 1) μπορεί να προειδοποιήσει τα άλλα μέρη της συμπράξεως και να προτείνει να δοθεί τέλος στη σύμπραξη, 2) μπορεί να προειδοποιήσει τα άλλα μέρη της συμπράξεως και να προτείνει να συνεχιστεί η σύμπραξη, πράγμα που συνεπάγεται και τη λήψη μέτρων για την απόκρυψη της συμπράξεως, όπως π.χ. η καταστροφή ενοχοποιητικών εγγράφων, και 3) αντί να προειδοποιήσει τα άλλα μέρη της συμπράξεως μπορεί να αποφασίσει, συνεργαζόμενο με την Επιτροπή, να ωφεληθεί από την πολιτική της Επιτροπής να μεταχειρίζεται με επιείκεια όσους συνεργάζονται.
82. Έτσι, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η προειδοποίηση των άλλων μερών της συμπράξεως σχετικά με την επικείμενη έρευνα επιτείνει αναπόφευκτα τη σοβαρότητα μιας παραβάσεως· ωστόσο, κατ’ εμέ, στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο ορθώς έκριναν ότι επέτεινε τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Στην παλαιότερη νομολογία του, το Πρωτοδικείο είχε κρίνει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι οι επιχειρήσεις όχι μόνον είχαν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους αλλά και είχαν λάβει μέτρα για να τον αποκρύψουν, επέτεινε τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Οι προειδοποιήσεις που έγιναν εν προκειμένω υπάγονται στην κατηγορία αυτή. Στην παρούσα υπόθεση, οι προειδοποιήσεις σχετικά με μια επικείμενη έρευνα έγιναν από την SGL, ένα σημαντικό ευρωπαϊκό μέρος της συμπράξεως, προς άλλα (ευρωπαϊκά) μέρη της συμπράξεως. Επίσης, είναι αποδεδειγμένο ότι οι προειδοποιήσεις αυτές είχαν συνέπειες για την έρευνα της Επιτροπής σχετικά με τη σύμπραξη αυτή, καθόσον, όταν η Επιτροπή διενήργησε εφόδους στους επαγγελματικούς χώρους των επιχειρήσεων που ήσαν αναμεμειγμένες στη σύμπραξη, είχαν χαθεί πολλά αποδεικτικά στοιχεία. Για την Επιτροπή, τα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούσαν αντικειμενικούς λόγους για να χαρακτηρίσει τις προειδοποιήσεις ως επιβαρυντική περίσταση η οποία δικαιολογούσε αύξηση του προστίμου. Κατ’ εμέ, ο ισχυρισμός της SGL ότι ο μοναδικός σκοπός που είχε όταν προειδοποίησε τα άλλα μέρη της συμπράξεως ήταν να τα εντυπωσιάσει δεν πείθει. Τα αποτελέσματα των προειδοποιήσεων δείχνουν σαφώς προς άλλη κατεύθυνση. Έτσι, το Πρωτοδικείο, χωρίς να παραβιάσει την αρχή in dubio pro reo, σωστά συνήγαγε ότι οι προειδοποιήσεις είχαν σκοπό να αποκρύψουν τη σύμπραξη και να εξασφαλίσουν ότι η σύμπραξη θα μπορέσει να συνεχιστεί, πράγμα που πέτυχαν μέχρι ένα χρονικό σημείο. Άλλωστε, όπως παρατήρησα στο προηγούμενο σημείο των προτάσεών μου, η SGL θα μπορούσε να αποφασίσει, όταν άκουσε για το ενδεχόμενο ότι επίκειται έρευνα της Επιτροπής, να συνεργαστεί με την Επιτροπή στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, οπότε θα μπορούσε να της γίνει πολύ μεγαλύτερη μείωση. Η απόφασή της να συνεργαστεί ελήφθη σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο. Πάλι, μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο αποφάσισε να τεθεί τέλος στη σύμπραξη.
83. Και η αιτίαση περί δυσμενών διακρίσεων είναι απορριπτέα. Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση, όπως έκανε το Πρωτοδικείο, μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς. Πράγματι, δεν υπάρχει γενική υποχρέωση να φυλάσσονται ενοχοποιητικά έγγραφα. Έτσι, για να αποτραπεί η αποκάλυψη της αναμείξεώς της σε μια σύμπραξη, η σχετική επιχείρηση, ως εσωτερικό ζήτημα, μπορεί να αποφασίσει να καταστρέψει τέτοια έγγραφα (εκτός αν, όπως στην υπόθεση Sarrió κατά Επιτροπής, η συστηματική απόκρυψη είναι μέρος ενός σχεδίου). Η πιο πάνω συμπεριφορά δεν μπορεί, αυτή καθ’ εαυτή, να θεωρηθεί επιβαρυντική περίσταση. Ωστόσο, οι προειδοποιήσεις άλλων μερών της συμπράξεως παράγουν αποτελέσματα τα οποία βαίνουν πέραν της αμιγώς εσωτερικής σφαίρας. Σκοπό έχουν να αποτύχει ολόκληρη η έρευνα της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικά είδη συμπεριφοράς και ότι έτσι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικριθεί για διαφορετική μεταχείριση όμοιων καταστάσεων.
Δ – Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως
84. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η SGL ισχυρίζεται 1) ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 366 έως 368 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ότι το ενδιάμεσο επίπεδο του προστίμου που καθορίστηκε από την Επιτροπή υπερέβαινε το κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ανώτατο όριο ενός προστίμου· 2) ότι τούτο καταλήγει σε παραβίαση της αρχής nulla poena sine lege και 3) της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως· και, επιπλέον, ότι εν προκειμένω 4) η αιτιολογία είναι ανεπαρκής.
85. Η SGL διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι μέρος του πραγματοποιηθέντος του 2000 κύκλου εργασιών έπρεπε να αποδοθεί σε άλλη εταιρία, την οποία η SGL απέκτησε στις αρχές του 2000, και επομένως αφότου είχε παύσει η παράβαση (τον Μάρτιο του 1998). Εν προκειμένω, η SGL επικαλείται την απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία αποκαλείται απόφαση «Τσιμέντα» (28). Η SGL αναφέρει επίσης την αιτίασή της σχετικά με τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, καθόσον η εντεύθεν καθυστέρηση έθιξε τα χρηματοοικονομικά της συμφέροντα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τα στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 1999.
86. Επιπλέον, παρά τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εν εκτάσει ενώπιον του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο άφησε ανοικτό το ζήτημα αν η Επιτροπή έπρεπε να επικαλεστεί τα στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 1999 (980 εκατομμύρια ευρώ) ή το 2000 (1,08 ή 1,26 δισεκατομμύρια ευρώ). Απαντώντας, αφενός, ότι το μόνο που έχει σημασία είναι ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε τελικά δεν υπερβαίνει το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών, δηλαδή, μετά τον συνυπολογισμό οποιασδήποτε επιβαρυντικής ή ελαφρυντικής περιστάσεως και μετά οποιαδήποτε μείωση λόγω συνεργασίας, και, αφετέρου, ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν σχετικά με την υπερβολικά μακρά διοικητική διαδικασία και την απόφαση Τσιμέντα δεν ασκούν επιρροή (29), το Πρωτοδικείο παρέβλεψε το γεγονός ότι η Επιτροπή εφάρμοσε στην UCAR το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους πριν εφαρμόσει την ανακοίνωση περί συνεργασίας. Έτσι, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως έκρινε στη σκέψη 353 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η SGL δεν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με την UCAR. Η SGL ισχυρίζεται ότι το τεκμήριο του Πρωτοδικείου είναι εσφαλμένο. Ο συνολικός κύκλος εργασιών της SGL το 1999 καθώς και ο κύκλος εργασιών της το 2000, μειωμένος κατά τον κύκλο εργασιών που αποδίδεται στην Keramchemie, ήταν τέτοιοι που είχε γίνει υπέρβαση του ανώτατου ορίου του 10 % πριν εφαρμοστεί η ανακοίνωση περί συνεργασίας. Έτσι, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να αφήσει ανοικτό το ζήτημα ποιου έτους έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών.
87. Δεύτερον, η SLG αμφισβητεί την κρίση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 368 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου εκτίθεται ότι ουδεμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου προβλέπει κατώτατες ή ανώτατες διοικητικές κυρώσεις για τα διάφορα είδη παραβάσεως και ότι επομένως η Επιτροπή είναι κατ’ αρχήν ελεύθερη να καθορίζει το ποσό των προστίμων ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των παραβάσεων, αρκεί το τελικό ποσό του προστίμου να μην υπερβαίνει το όριο του 10 % κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Εν προκειμένω, η SGL ισχυρίζεται, επικαλούμενη το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ότι ουδέποτε πρέπει να γίνεται υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 10 %, το οποίο αποτελεί μια αυστηρώς ανώτατη κύρωση, και ότι το όριο αυτό ισχύει και για τους ενδιάμεσους υπολογισμούς του προστίμου.
88. Τρίτον, η SGL προβάλλει επίσης παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον στην περίπτωση της UCAR η Επιτροπή αφαίρεσε το ποσό πάνω από το όριο του 10 % του κύκλου εργασιών πριν εφαρμόσει την ανακοίνωση περί συνεργασίας. Εν προκειμένω, η SGL αναφέρει την παρατήρηση πάλι του Πρωτοδικείου στη σκέψη 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόζει τη δική της μέθοδο κατά τρόπο ορθό, συνεπή και, ειδικότερα, μη γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων. Έτσι, η Επιτροπή κακώς ανέφερε ότι μόνο στην περίπτωση της UCAR το βασικό ποσό που καθορίστηκε πριν από την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας υπερέβαινε το ανώτατο όριο.
89. Τέλος, η SGL ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, αρνούμενο ότι παραβιάστηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως, υπέπεσε σε νομική πλάνη. Αντιθέτως με το Πρωτοδικείο, η SGL διατείνεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να εκθέσει στην απόφασή της τους λόγους για τους οποίους στην περίπτωση της UCAR μείωσε το πρόστιμο πριν εφαρμόσει την ανακοίνωση περί συνεργασίας και δεν το έκανε και στην περίπτωση της SGL. Προβάλλει ότι η προσέγγιση της Επιτροπής έθεσε την SGL σε χειρότερη μοίρα, καθόσον η κατάστασή της ήταν όμοια. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ.
90. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Πρωτοδικείο έχει ήδη απορρίψει, ορθώς, τα επιχειρήματα αυτά στις σκέψεις 366 έως 368 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ισχυρίζεται ότι ούτε το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή ούτε το πρόστιμο που μειώθηκε από το Πρωτοδικείο υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10 % κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.
Εκτίμηση
91. Όσον αφορά τη φερόμενη παρερμηνεία από το Πρωτοδικείο, θα προβώ στις ακόλουθες παρατηρήσεις. Η προσέγγιση της Επιτροπής κατά τον καθορισμό των προστίμων έχει ήδη εξηγηθεί. Όπως είπε σωστά το Πρωτοδικείο, η κατάταξη σε τρεις ομάδες στηρίχθηκε σε στοιχεία ως προς τον κύκλο εργασιών του 1998, του έτους κατά το οποίο έληξε η παράβαση, και σε στοιχεία ως προς τα μερίδια αγοράς των προηγούμενων ετών. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να λεχθεί ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό. Περαιτέρω, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, άλλο πράγμα είναι ο υπολογισμός του προστίμου και άλλο πράγμα είναι η εξασφάλιση στο τέλος του υπολογισμού ότι το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 10 % που καθορίζεται από τον κανονισμό 17. Το έτος αναφοράς για τον υπολογισμό αυτόν δεν χρειάζεται να είναι το ίδιο. Όπως έχει ήδη εξηγηθεί, ο υπολογισμός του προστίμου στηρίχθηκε σε στοιχεία για το 1998. Για να εξακριβώσει αν είχε φθάσει στο ανώτατο όριο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα στοιχεία ως προς τον κύκλο εργασιών του 2000, ο οποίος ήταν το ορθό σημείο αναφοράς κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Έτσι, δεν υφίσταται αναντιστοιχία ούτε με την απόφαση Τσιμέντα.
92. Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η διαδικασία ήταν υπέρ το δέον μακρά. Η SGL δεν προέβαλε κανένα πειστικό νέο επιχείρημα ως προς το κατά ποιον τρόπο το Πρωτοδικείο υπέπεσε εν προκειμένω σε πλάνη.
93. Όσον αφορά τα επιχειρήματα ως προς την παραβίαση της αρχής nulla poena sine lege θα παραπέμψω στην πρόσφατη απόφαση που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση Προμονωμένοι σωλήνες (30). Η απόφαση εκείνη καθιστά σαφές ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να καθορίσει, στο πλαίσιο του υπολογισμού στον οποίο προβαίνει, ένα ενδιάμεσο ποσό πάνω από το ανώτατο αυτό όριο, ούτε αποκλείει το να γίνουν σε ένα ποσό πάνω από το όριο αυτό ενδιάμεσοι υπολογισμοί που λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (31). Έτσι, μόνο το ποσό που επιβάλλεται τελικά σε μια επιχείρηση είναι εκείνο που δεν μπορεί να υπερβεί το όριο του 10 %.
94. Δεν υφίσταται παραβίαση ούτε της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Το Πρωτοδικείο απλώς έκρινε ότι, βάσει των στοιχείων ως προς τον κύκλο εργασιών της SGL και εκείνων ως προς τον κύκλο εργασιών της UCAR, η κατάσταση της SGL δεν ήταν όμοια.
95. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε στην ίδια την απόφασή της ότι μείωσε το ποσό του προστίμου της UCAR πριν εφαρμόσει την ανακοίνωση περί συνεργασίας δεν θίγει την SGL.
Ε – Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως
96. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η SGL επικρίνει το γεγονός ότι δόθηκε ανεπαρκής προσοχή στη σημασία ορισμένων εγγράφων στα οποία δεν της επετράπη πρόσβαση. Πέραν του ισχυρισμού που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η SGL διατείνεται ότι νέα ενοχοποιητικά έγγραφα, τα οποία δεν γνώριζε και δεν είχε προηγουμένως τη δυνατότητα να σχολιάσει, χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην απόφαση του Πρωτοδικείου.
97. Η SGL προβάλλει ότι οι κρίσεις του Πρωτοδικείου είναι αντιφατικές. Πρώτα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα έγγραφα που αφορούν τη συνεργασία των επιχειρήσεων δεν αποτελούν μέρος του εσωτερικού φακέλου αλλά βρίσκονταν στο φάκελο της έρευνας της Επιτροπής στον οποίο οι επιχειρήσεις είχαν πρόσβαση (32). Μετά όμως προέκυψε ότι ο εσωτερικός φάκελος περιείχε πληροφορίες που δόθηκαν από την UCAR και αφορούσαν τη συνεργασία επιχειρήσεων, πληροφορίες οι οποίες είχαν αποδεικτική αξία ή τις οποίες, εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο χρησιμοποίησε ως αποδείξεις και οι οποίες μπορούσαν να είναι χρήσιμες για την άμυνά της (33).
98. Μόνο κατά τη δίκη ενώπιον του Πρωτοδικείου η SGL αντελήφθη ότι η UCAR είχε πληροφορήσει την Επιτροπή ότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης είχε παρέμβει σχετικά με τον υπάλληλο που φερόταν υπεύθυνος για τη διαρροή πληροφοριών και ότι στην Ιταλία είχε κινηθεί ποινική διαδικασία κατά του σχετικού υπαλλήλου (34). Η SGL συνάγει ότι και η πληροφορία αυτή αποτελούσε μέρος του εσωτερικού φακέλου της Επιτροπής και συνιστά στοιχείο που μπορούσε να είναι χρήσιμο για την άμυνά της.
99. Ούτε τα έγγραφα αυτά, κατά την SGL, μπορούν να χαρακτηριστούν ως εσωτερικά έγγραφα και επομένως ως έγγραφα στα οποία δεν υπάρχει δυνατότητα προσβάσεως. Τούτο απορρέει από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες εσωτερικής διαδικασίας για την εξέταση των αιτήσεων προσβάσεως στον φάκελο (35). Επίσης, η SGL συνάγει από την ανακοίνωση αυτή, αλλά και από τη νομολογία (36), ότι πρέπει να παρέχεται έγκαιρα δυνατότητα προσβάσεως στα αποδεικτικά έγγραφα. Έτσι, αντιθέτως προς την κρίση του Πρωτοδικείου (37), δεν χρειαζόταν να ζητηθεί κατάλογος ή μη εμπιστευτική περίληψη των εγγράφων που είχαν απόρρητα στοιχεία ή αφορούσαν εμπιστευτικά ζητήματα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έπρεπε να αναφέρει τα έγγραφα στα οποία δεν υπήρχε δυνατότητα προσβάσεως.
100. Για τον ίδιο λόγο, κατά την SGL, η έκθεση του συμβούλου ακροάσεων περιέχει σφάλματα. Κατά την πιο πάνω ανακοίνωση, όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο, ο χαρακτηρισμός ενός φακέλου ως εσωτερικού φακέλου (στον οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα προσβάσεως) υπόκειται στον έλεγχο ενός συμβούλου ακροάσεων, ο οποίος εν ανάγκη πιστοποιεί ότι τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο αυτόν είναι «εσωτερικά έγγραφα» (38). Η έκθεση δεν αναφέρει αντιρρήσεις της SGL. Έτσι, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι ο σύμβουλος ακροάσεων έπρεπε να ανακοινώσει στο σώμα των Επιτρόπων μόνο τις αντιρρήσεις σχετικά με το σύννομο της διοικητικής διαδικασίας. Κατά την SGL, η τελική έκθεση θα ήταν περιττή αν έπρεπε να περιέχει μόνο βάσιμες αντιρρήσεις.
Εκτίμηση
101. Κατά το μέρος που η SGL ισχυρίζεται ότι το έγγραφό της προς την Επιτροπή περιέχει, πέραν της αιτήσεως προσβάσεως σε εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, αίτηση παροχής καταλόγου ή μη εμπιστευτικής περιλήψεως των εγγράφων που έχουν απόρρητα στοιχεία ή αφορούν εμπιστευτικά ζητήματα, ο ισχυρισμός της πρέπει να απορριφθεί. Η αναιρεσείουσα δεν θέτει ένα νομικό ζήτημα, αλλά βάλλει κατά μιας διαπιστώσεως ενός πραγματικού περιστατικού. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αίτηση της SGL δεν αφορούσε κάποιον κατάλογο ή κάποια μη εμπιστευτική περίληψη.
102. Κατά το μέρος που η SGL προβάλλει ότι η τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων περιείχε σφάλματα, και ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί. Πρώτον, όσον αφορά αυτό που η SGL ισχυρίζεται ότι αποτελεί εσφαλμένο χαρακτηρισμό ορισμένων εγγράφων ως εσωτερικών εγγράφων, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ο σύμβουλος ακροάσεων δεν ήταν υποχρεωμένος να εξακριβώσει αν ο χαρακτηρισμός των σχετικών εγγράφων ως εσωτερικών εγγράφων ήταν σωστός. Ο έλεγχος αυτός γίνεται μόνο «σε περίπτωση ανάγκης», όπως προκύπτει από τη διατύπωση του σημείου II.A.2 της ανακοινώσεως. Η SGL δεν έθεσε το ζήτημα αυτό ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων, αλλά απλώς επέκρινε την Επιτροπή για το ότι δεν επέτρεψε την πρόσβαση στον εσωτερικό της φάκελο ή για το ότι δεν έδωσε κατάλογο ή περίληψη των εμπιστευτικών εγγράφων. Δεύτερον, το Πρωτοδικείο έχει ήδη αποφανθεί, με ορθό τρόπο, επί των αιτιάσεων αυτών στις σκέψεις 50 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η SGL δεν προέβαλε κανένα νέο επιχείρημα που να ασκεί επιρροή.
103. Όσο για τα έγγραφα που αφορούν τη συνεργασία επιχειρήσεων, είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι το Πρωτοδικείο χρησιμοποίησε τα έγγραφα αυτά προς στήριξη του ισχυρισμού της UCAR ότι το πρόστιμό της πρέπει να μειωθεί περισσότερο λόγω των πληροφοριών που είχε δώσει στην Επιτροπή, έστω και προφορικά (και που είχαν καταγραφεί σε ένα εσωτερικό υπόμνημα το οποίο συνέταξαν υπάλληλοι της Επιτροπής και δεν φυλασσόταν στον φάκελο της έρευνας της Επιτροπής). Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο, το οποίο έκρινε ότι και οι μη γραπτές πληροφορίες έχουν σημασία στο πλαίσιο της πολιτικής της Επιτροπής να μεταχειρίζεται με επιείκεια όσους συνεργάζονται, δεν χρησιμοποίησε κατά της SGL τα ενοχοποιητικά αυτά έγγραφα. Η SGL δεν εξήγησε κατά ποιο τρόπο θα μπορούσαν εν προκειμένω να προσβληθούν τα δικαιώματά της άμυνας. Το ίδιο ισχύει με το φερόμενο εσωτερικό έγγραφο που αφορά την έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η SGL ομολόγησε στην Επιτροπή τη συμμετοχή της στη σύμπραξη και μάλιστα συνεργάστηκε με την Επιτροπή στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.
104. Πέραν αυτού, ακόμη και αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κοινοποιήσει τα έγγραφα αυτά, ή τουλάχιστον να γνωστοποιήσει την ύπαρξή τους, αποτελεί νομολογία ότι η μη κοινοποίηση ενός εγγράφου συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν η σχετική επιχείρηση δείξει, πρώτον, ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε το έγγραφο αυτό για να στηρίζει την αντίρρησή της σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως και, δεύτερον, ότι η αντίρρηση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με αναφορά στο έγγραφο αυτό. Περαιτέρω, αν υπήρχε άλλη έγγραφη απόδειξη την οποία οι διάδικοι γνώριζαν κατά τη συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία που στήριξε τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, το γεγονός ότι ένα ενοχοποιητικό έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε στο σχετικό πρόσωπο ήταν απαράδεκτο ως αποδεικτικό μέσο δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το κύρος των αντιρρήσεων που περιέχονται στην απόφαση της Επιτροπής. Το Δικαστήριο έχει κρίνει και ότι της σχετικής επιχειρήσεως έργο είναι να δείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στην απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν είχε γίνει δεκτό ως αποδεικτικό στοιχείο ένα έγγραφο το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην επιχείρηση αυτή και στο οποίο η Επιτροπή στηρίχθηκε για να διαπιστώσει ότι η επιχείρηση αυτή διέπραξε μια παράβαση (39).
105. Όπως είπα πιο πάνω, η SGL προβάλλει την αιτίαση ότι δεν της δόθηκε επαρκής πρόσβαση στον φάκελο σχετικά με τη συνεργασία άλλων επιχειρήσεων, αλλά δεν εξηγεί κατά ποιον τρόπο τούτο θα επηρέαζε την κατάστασή της.
ΣΤ – Ο έκτος λόγος αναιρέσεως (ικανότητα πληρωμής)
106. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η SGL βάλλει κατά της κατηγορηματικής αποφάσεως να μη ληφθεί υπόψη, όταν υπολογίστηκε το πρόστιμο, η μειωμένη ικανότητά της πληρωμής. Η SGL ισχυρίζεται ότι τούτο συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβάλλει την ελευθερία της να διαθέτει την περιουσία της. Η SGL διατείνεται ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη εκείνων στους οποίους επιβάλλονται και ότι η λειτουργική επιχείρηση πρέπει να είναι το κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να εκτιμώνται στις επί μέρους περιπτώσεις η καταλληλότητα και το ενδεδειγμένο των κυρώσεων. Εκθέτει ότι γενικά είναι ανεπίτρεπτο η Επιτροπή να επικεντρώνεται σε εκείνα τα μέρη μιας επιχειρήσεως που μπορούν να σωθούν μετά την αφερεγγυότητα την οποία δημιουργεί η επιβολή ενός προστίμου. Κατά την SGL, κάθε πρόστιμο πρέπει να υπολογίζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην απαγγέλλονται, από οικονομική άποψη, θανατικές καταδίκες.
107. Στην επίμαχη απόφασή της, η Επιτροπή, αφού εξέτασε την οικονομική κατάσταση της SGL, συνήγαγε ότι δεν ήταν ενδεδειγμένο να προσαρμόσει το ποσό του προστίμου. Η εκτίμηση αυτή έγινε δεκτή από το Πρωτοδικείο. Το Πρωτοδικείο έκρινε, παραπέμποντας σε πάγια νομολογία, ότι η Επιτροπή, όταν καθορίζει το ποσό ενός προστίμου, δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τις ζημιές μιας επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα είχε ως συνέπεια να δοθεί ένα άδικο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε επιχειρήσεις ελάχιστα προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς. Το Πρωτοδικείο σημείωσε ότι η κατά το σημείο 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών υποχρέωση να ληφθεί υπόψη η πραγματική ικανότητα πληρωμής που έχει μια επιχείρηση ισχύει μόνο υπό «συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες» που συνίστανται στις συνέπειες που η πληρωμή του προστίμου θα είχε, ειδικότερα, για την αύξηση της ανεργίας ή για την επιδείνωση των οικονομικών κλάδων τους οποίους προμηθεύει ή από τους οποίους προμηθεύεται η σχετική επιχείρηση. Παρατήρησε επίσης ότι αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι ένα μέτρο μιας κοινοτικής αρχής οδηγεί σε αφερεγγυότητα ή σε εκκαθάριση μια συγκεκριμένη επιχείρηση δεν απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο (40).
Εκτίμηση
108. Κατά το μέρος που η SGL επικρίνει το Πρωτοδικείο για το ότι απέρριψε το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη την ικανότητά της να πληρώσει το πρόστιμο και καθόρισε το πρόστιμο σε ένα επίπεδο που απειλούσε την επιβίωσή της, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Όπως σωστά έκρινε το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή, όταν καθορίζει το ποσό του προστίμου, δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη την κακή κατάσταση της σχετικής επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα ισοδυναμούσε με την παροχή ενός αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε επιχειρήσεις ελάχιστα προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (41).
109. Επιπλέον, κατά το μέρος που η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τα πρόστιμα που είχαν ήδη επιβληθεί από αρχές τρίτων χωρών, πράγμα που αποτελούσε την αιτία της μειωμένης ικανότητας πληρωμής, ούτε και το επιχείρημα αυτό μπορεί να γίνει δεκτό. Μολονότι η ικανότητα πληρωμής διαφέρει από την έννοια του non bis in idem, και στις δύο περιπτώσεις η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τις αρχές τρίτων χωρών.
110. Έτσι, η ικανότητα πληρωμής δεν αποτελεί κατάλληλο κριτήριο για τον καθορισμό των προστίμων. Τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει υπόψη την μειωμένη ικανότητα πληρωμής. Στις αποφάσεις του Δικαστηρίου που αφορούν την ικανότητα πληρωμής, το Δικαστήριο δέχθηκε μόνον ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη την οικονομική κατάσταση της σχετικής επιχειρήσεως. Δεν απαγόρευσε στην Επιτροπή να το κάνει.
111. Τώρα, ειδική μνεία της ικανότητας πληρωμής γίνεται στις κατευθυντήριες γραμμές, στο σημείο 5, στοιχείο β΄, το οποίο ανήκει στον τίτλο «Γενικές παρατηρήσεις». Όπως σωστά είπε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 371 της αποφάσεώς του, το σημείο αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη σειρά των αποφάσεων που εκδόθηκαν εν προκειμένω. Δεύτερον, όταν οι κατευθυντήριες γραμμές εκθέτουν ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η πραγματική δυνατότητα των παραβατών να πληρώσουν εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου και ότι τα πρόστιμα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα, τούτο εξαρτάται από τον όρο «ανάλογα με τα δεδομένα κάθε υπόθεσης» και, όπως σωστά παρατήρησε το Πρωτοδικείο, υπό τις «συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες». Έτσι, εδώ δεν υπάρχει αυτοματισμός.
112. Η SGL επικρίνει και την άποψη ότι οι κυρώσεις μπορούν να οδηγήσουν στην έξοδό της από την αγορά. Ισχυρίζεται ότι τούτο καταλήγει σε προσβολή της ελευθερίας της να διαθέτει την περιουσία της και επικαλείται συναφώς τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Δεύτερον, αμφισβητεί τον παραλληλισμό με τη νομολογία σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.
113. Όσο για την επίκληση της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η πιο πάνω ελευθερία και το πιο πάνω δικαίωμα υπόκεινται σε περιορισμούς. Έτσι, ασφαλώς δεν δίνουν «πράσινο φως» στις συμπράξεις και δεν παρέχουν προστασία όταν αποκαλύπτεται μια σύμπραξη.
114. Όσον αφορά τον παραλληλισμό με τις κρατικές ενισχύσεις, το Πρωτοδικείο, παραπέμποντας στη νομολογία σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, απλώς προέβη στη γενική παρατήρηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι ένα μέτρο μιας κοινοτικής αρχής οδηγεί μια συγκεκριμένη επιχείρηση σε αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση. Τούτο είναι, αυτό καθ’ εαυτό, σωστό και η SGL δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Θα προσέθετα ότι ο πραγματικά ελεύθερος ανταγωνισμός συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι κανονικά οι λιγότερο αποτελεσματικοί παίκτες στην αγορά θα εγκαταλείψουν την αγορά. Επίσης, είναι γνωστό ότι χάρη στις συμπράξεις τέτοιοι αναποτελεσματικοί παίκτες στην αγορά μπορούν να επιβιώσουν περισσότερο. Έτσι, οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων και οι κανόνες ανταγωνισμού έχουν το κοινό γνώρισμα ότι σκοπός και των δύο είναι να εγγυηθούν ότι θα υπάρχουν ανταγωνιστικές αγορές· εν προκειμένω, και οι δύο πολιτικές προσπαθούν να αποτρέψουν ή να εξαλείψουν τη βλάβη, έστω και με διαφορετικό τρόπο. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της πολιτικής της σχετικά με την επιβολή προστίμων, ασφαλώς μπορεί να λάβει υπόψη τις συνέπειες των προστίμων της και, όταν τούτο ενδείκνυται, τη μειωμένη ικανότητα πληρωμής. Πράγματι, ένα πρόστιμο το οποίο ξεπερνά την ικανότητα πληρωμής που έχει μια επιχείρηση, με αποτέλεσμα να την οδηγήσει σε υπερημερία και τελικά σε πτώχευση, καθίσταται αναποτελεσματικό. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή εξακρίβωσε τη χρηματοοικονομική κατάσταση της αναιρεσείουσας αλλά θεώρησε ότι δεν συντρέχει λόγος να αποκλίνει από το πρόστιμο που σχεδίαζε να επιβάλει. Επιπλέον, δεν αφορά την Επιτροπή το γεγονός ότι ένα πρόστιμο είναι επώδυνο επειδή πρέπει να ληφθούν εσωτερικά μέτρα για να βρεθούν κεφάλαια.
115. Το Πρωτοδικείο σωστά έκρινε και ότι η SGL δεν μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα από τη λεγόμενη απόφαση Ιδιοσκευάσματα γραφίτη (42). Στην απόφαση εκείνη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη μειωμένη ικανότητα πληρωμής. Ο ισχυρισμός της SGL, κατά τον οποίο η Επιτροπή επομένως ήταν υποχρεωμένη να κάνει το ίδιο στην παρούσα υπόθεση, είναι άστοχος. Σε αυτή τη μεταγενέστερη απόφασή της, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ικανότητα της SGL να πληρώσει, ακριβώς λόγω του τεράστιου προστίμου που είχε ήδη επιβληθεί και επειδή δεν ήταν αναγκαίο να επιβληθεί ολόκληρο το ποσό του προστίμου για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική αποτροπή. Έτσι, το Πρωτοδικείο σωστά έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη ούτε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.
116. Ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Ζ – Ο έβδομος λόγος αναιρέσεως (σχετικά με τους τόκους υπερημερίας)
117. Στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, η SGL αμφισβήτησε τη νομιμότητα του επιτοκίου καθώς και τη νομιμότητα του επιτοκίου το οποίο εφαρμόζεται όταν μια επιχείρηση έχει συστήσει τραπεζική εγγύηση. Η SGL δέχθηκε ότι η Επιτροπή δύναται να εφαρμόσει επιτόκια προκειμένου να αποτρέψει καταχρηστικές ενέργειες και να εξασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις που πληρώνουν με καθυστέρηση δεν θα αποκτήσουν πλεονέκτημα, αλλά μόνο στο μέτρο που τα σχετικά επιτόκια είναι εκείνα που εφαρμόζονται στην πράξη. Κατά την SGL, δεν συντρέχει λόγος να προστεθούν 3,5 εκατοστιαίες μονάδες στα επιτόκια που ισχύουν στην αγορά.
118. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η SGL ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε όλες τις αιτιάσεις της, αλλά αποφάνθηκε βάσει μιας αιτιάσεως που η SGL δεν είχε προβάλει.
119. Ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
120. Το Πρωτοδικείο παρέπεμψε στην πάγια νομολογία του, κατά την οποία η εξουσία που η Επιτροπή έχει βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 περιλαμβάνει την εξουσία να καθορίσει την ημερομηνία κατά την οποία είναι καταβλητέα τα πρόστιμα και εκείνη από την οποία αρχίζουν να τρέχουν τόκοι υπερημερίας, την εξουσία να καθορίσει το επιτόκιο των τόκων αυτών και την εξουσία να καθορίσει τα της εφαρμογής της αποφάσεώς της, απαιτώντας, όπου είναι ενδεδειγμένο, τραπεζική εγγύηση που να καλύπτει το κεφάλαιο των προστίμων με τους τόκους. Αν δεν υπήρχε η εξουσία αυτή, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τις καθυστερημένες πληρωμές, και έτσι να αποδυναμώσουν τις συνέπειες των κυρώσεων. Κατά συνέπεια, δικαιολογούνται οι τόκοι υπερημερίας σχετικά με τα πρόστιμα.
121. Το Πρωτοδικείο συνέχισε παραπέμποντας στη νομολογία με την οποία ενέκρινε τόσο τόκους υπερημερίας με το επιτόκιο της αγοράς συν 3,5 εκατοστιαίες μονάδες και, όταν είχε συσταθεί τραπεζική εγγύηση, με το επιτόκιο της αγοράς συν 1,5 εκατοστιαία μονάδα όσο και επιτόκια υπερημερίας μέχρι 13,75 %, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δύναται να καθορίσει ένα σημείο αναφοράς υψηλότερο από το μέσο επιτόκιο χορηγήσεως δανείων στον βαθμό που τούτο είναι αναγκαίο για να αποθαρρυνθούν παρελκυστικές μορφές συμπεριφοράς (βλ. τις σκέψεις 475 και 476). Τέλος, το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της εξουσίας όταν καθόρισε το επιτόκιο υπερημερίας.
122. Κατ’ εμέ, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη.
VII – Συμπέρασμα
123. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·
– να καταδικάσει την SGL στα δικαστικά έξοδα.
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
2 – ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25.
3 – ΕΕ 1998, C 9, σ. 3.
4 – ΕΕ 1996, C 207, σ. 4.
5 – Απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80 (Συλλογή 1983, σ. 1825).
6 – Προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 105.
7 – Προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 106.
8 – Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).
9 – Σκέψη 260.
10 – Σκέψη 267.
11 – Βλ. τις σκέψεις 134 και 135.
12 – Σκέψη 136.
13 – Σκέψη 137.
14 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1972, 7/72 (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 313).
15 – Σκέψεις 139 και 140.
16 – Σκέψεις 141 και 142.
17 – Σκέψη 143.
18 – Βλ. τα σημεία 91 έως 94 των προτάσεων στην υπόθεση C‑213/00 P (Συλλογή 2004, σ. I-230).
19 – Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68 (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1).
20 – Προτάσεις της 7ης Ιουνίου 2005 στην υπόθεση C‑397/03 P.
21 – Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-2597).
22 – Συμφωνία μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της θετικής διεθνούς αβροφροσύνης κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας τους περί ανταγωνισμού (ΕΕ 1998, L 173, σ. 28) και η Συμφωνία του 1991 (ΕΕ 1995, L 95, σ. 47).
23 – Μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 1/2003, η νομολογία εκείνη έχει σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί. Βλ. επίσης Wils, P.L., «The principles of Nebisinidem in EC Antitrust Enforcement: A Legal and Economic Analysis», World Competition 2003.
24 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8 απόφαση Προμονωμένοι σωλήνες, σκέψεις 244 και 245 και νομολογία που παρατίθεται εκεί.,
25 – Βλ. τη σκέψη 312 της αποφάσεως.
26 – Βλ. τη σκέψη 313.
27 – Βλ. τη σκέψη 293 της αποφάσεως Προμονωμένοι σωλήνες.
28 – Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95 (Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 5045).
29 – Σκέψη 367 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
30 – Απόφαση που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 8.
31 – Βλ. τη σκέψη 278 της αποφάσεως.
32 – Σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
33 – Σκέψεις 430 έως 433 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
34 – Βλ. τη σκέψη 437 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
35 – ΕΕ 1997, C 23, σ. 3.
36 – Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1775).
37 – Βλ. τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
38 – Βλ. το σημείο II.A.2 της ανακοινώσεως.
39 – Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. Ι-123, σκέψεις 71 έως 73 και νομολογία που παρατίθεται εκεί).
40 – Βλ. τις σκέψεις 370 έως 372 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
41 – Βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Προμονωμένοι σωλήνες, σκέψη 327, και την περιλαμβανόμενη στην σκέψη αυτή παραπομπή στην απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, IAZ κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3369).
42 – Απόφαση C(2002) 5083 τελικό της 17ης Δεκεμβρίου 2002.