Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CC0161

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 26ης Ιανουαρίου 2006.
    Δημοκρατία της Αυστρίας κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Διαγραφή.
    Υπόθεση C-161/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-07183

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:66

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    GEELHOED

    της 26ης Ιανουαρίου 2006 1(1)

    Υπόθεση C-161/04

    Δημοκρατία της Αυστρίας

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως


    «Ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση ενός μεταβατικού συστήματος σημείων που εφαρμόζεται στα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία για το έτος 2004 στο πλαίσιο μιας αειφόρου πολιτικής των μεταφορών – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Παράβαση του άρθρου 6 ΕΚ και του Πρωτοκόλλου 9 της Πράξης Προσχωρήσεως του 1994»





    I –    Εισαγωγή

    1.        Με την παρούσα προσφυγή, η οποία ασκείται δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητεί την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 2327/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση ενός μεταβατικού συστήματος σημείων που εφαρμόζεται στα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία για το έτος 2004 στο πλαίσιο μιας αειφόρου πολιτικής των μεταφορών (2) (στο εξής: κανονισμός 2327/2003). Ο κανονισμός αυτός, στην έκδοση του οποίου αντιτάχθηκε η Αυστρία, εκδόθηκε βάσει του άρθρου 71, παράγραφος 1, ΕΚ, μετά τη λήξη ισχύος του συστήματος οικοσημείων που θεσπίστηκε με το άρθρο 11 του Πρωτοκόλλου 9 για τις οδικές, σιδηροδρομικές και συνδυασμένες μεταφορές στην Αυστρία (στο εξής: Πρωτόκολλο), το οποίο είναι προσαρτημένο στην Πράξη για την Προσχώρηση του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την προσαρμογή των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (3). Ο κανονισμός τέθηκε σε ισχύ την ημέρα δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα, στις 31 Δεκεμβρίου 2003.

    2.        Πρέπει να επισημανθεί ότι η παρούσα είναι η πέμπτη προσφυγή που ασκεί από το 2000 η Δημοκρατία της Αυστρίας σχετικά με διάφορες πτυχές του συστήματος οικοσημείων. Στην πρώτη υπόθεση (4) προσέβαλε επιτυχώς τη μέθοδο κατανομής της μειώσεως των διαθέσιμων οικοσημείων κατά τα τελευταία έτη εφαρμογής του εν λόγω συστήματος. Οι άλλες υποθέσεις αφορούσαν τις αρνήσεις της Επιτροπής να μειώσει τον αριθμό των οικοσημείων για τα έτη 2001, 2002 και 2003 (5). Αφού το Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική με το 2001 προσφυγή (6), η Αυστρία απέσυρε τις προσφυγές της στο πλαίσιο των δύο άλλων υποθέσεων, οι οποίες εν συνεχεία διαγράφηκαν (7).

    3.        Πρέπει, ακόμη, να επισημανθεί ότι ενώπιον του Πρωτοδικείου εκκρεμεί ακόμη μία προσφυγή της Αυστρίας κατά του συστήματος οικοσημείων (8). Στην υπόθεση αυτή, η οποία σχετίζεται με την παρούσα, η Αυστρία, θεωρώντας δεδομένο ότι θα επιτύχει την ακύρωση του κανονισμού 2327/2003, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση για νέο κανονισμό προς θέσπιση συστήματος αυστηρότερου από αυτό του κανονισμού 2327/2003. Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου έχει ανασταλεί μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

    4.        Η σύντομη αυτή περιγραφή της σχετικής με το σύστημα των οικοσημείων διαφοράς είναι ενδεικτική του πόσο ευαίσθητο είναι το ζήτημα του συμβιβασμού, αφενός, της ανάγκης διασφαλίσεως των διαμετακομιστικών μεταφορών μέσω Αυστρίας στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, και, αφετέρου, της ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην περιοχή των Άλπεων, από τις εκπομπές καυσαερίων των βαρέων φορτηγών οχημάτων που χρησιμοποιούνται για τις εν λόγω μεταβορές. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο πρόσφατης υποθέσεως, η οποία αφορούσε τομεακή απαγόρευση που εξέδωσαν οι τοπικές αρχές του Τιρόλου για τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12 εντός της κοιλάδας του Inn (9).

    II – Σχετικές διατάξεις

    5.        Προκειμένου να εξεταστεί το νομικό ζήτημα που εγείρει στην παρούσα υπόθεση η Αυστριακή Κυβέρνηση, απαιτείται η παράθεση των βασικών στοιχείων του συστήματος (οικο)σημείων που θεσπίστηκε τόσο με το Πρωτόκολλο όσο και με τον κανονισμό 2327/2003.

    6.        Τα βασικά στοιχεία του συστήματος οικοσημείων τέθηκαν με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του εν λόγω νομοθετήματος:

    «2. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1998, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

    α) Το σύνολο των εκπομπών ΝΟx από οχήματα βαρέων μεταφορών εμπορευμάτων που διασχίζουν την Αυστρία υπό διαμετακόμιση μειώνεται κατά 60 % κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1992 και 31ης Δεκεμβρίου 2003, σύμφωνα με τον πίνακα του Παραρτήματος 4.

    β) Η διαχείριση των μειώσεων των συνολικών εκπομπών ΝΟx από οχήματα βαρέων μεταφορών εμπορευμάτων γίνεται σύμφωνα με ένα σύστημα οικοσημείων. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, σε κάθε όχημα βαρέων μεταφορών εμπορευμάτων που διασχίζει την Αυστρία υπό διαμετακόμιση χορηγείται αριθμός οικοσημείων αντίστοιχος προς τις εκπομπές του ΝΟx (που επιτρέπονται από τη Συμφωνία Παραγωγής (τιμή COP) ή την τιμή έγκρισης τύπου). Η μέθοδος υπολογισμού και διαχείρισης των σημείων αυτών περιγράφεται στο Παράρτημα 5.

    γ) Εάν ο αριθμός των υπό διαμετακόμιση διαδρομών καθ’ οιοδήποτε έτος υπερβαίνει τον αριθμό αναφοράς που έχει καθοριστεί για το 1991 κατά περισσότερο από 8 %, η Επιτροπή, θεσπίζει με τη διαδικασία του άρθρου 16, κατάλληλα μέτρα βάσει της παραγράφου 3 του παραρτήματος 5.

    δ) Η Αυστρία εκδίδει και διαθέτει εγκαίρως τα δελτία οικοσημείων που απαιτούνται για τη διαχείριση του συστήματος οικοσημείων, σύμφωνα με το Παράρτημα 5, για τα οχήματα βαρέων μεταφορών εμπορευμάτων που διασχίζουν την Αυστρία υπό διαμετακόμιση.

    ε) Τα οικοσημεία απονέμονται από την Επιτροπή στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις που θα καθοριστούν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 6».

    7.        Το άρθρο 11, παράγραφοι 3 έως 6, του πρωτοκόλλου προβλέπει ότι:

    «3. Πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998, το Συμβούλιο, βάσει έκθεσης της Επιτροπής, επανεξετάζει τη λειτουργία των διατάξεων που αφορούν την οδική διαμετακόμιση εμπορευμάτων από την Αυστρία. Η επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ιδίως η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η προστασία του περιβάλλοντος προς το συμφέρον της Κοινότητας ως σύνολο, και η οδική ασφάλεια. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται για ένα περαιτέρω χρονικό διάστημα μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2001, εκτός εάν το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίσει άλλως.

    4. Πριν την 1η Ιανουαρίου 2001, η Επιτροπή, συνεργαζόμενη με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, διενεργεί επιστημονική μελέτη του βαθμού κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί η επιδιωκόμενη μείωση της ρύπανσης που εκτίθεται στην παράγραφο 2(α). Εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο στόχος αυτός έχει επιτευχθεί σε μόνιμη και σταθερή βάση, η παράγραφος 2 παύει να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 2001. Εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο στόχος αυτός δεν έχει επιτευχθεί σε μόνιμη και σταθερή βάση, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με το άρθρο 75 της Συνθήκης για την ΕΚ, μπορεί να θεσπίσει μέτρα εντός του κοινοτικού πλαισίου που εξασφαλίζουν ισοδύναμη προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως ισοδύναμη μείωση της ρύπανσης. Εάν το Συμβούλιο δεν θεσπίσει τέτοια μέτρα, η μεταβατική περίοδος επεκτείνεται αυτομάτως για ένα τελικό χρονικό διάστημα τριών ετών κατά τη διάρκεια του οποίου θα ισχύσει η παράγραφος 2.

    5. Στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, το κοινοτικό κεκτημένο θα εφαρμοστεί καθ’ ολοκληρίαν».

    8.        Ο κανονισμός 2327/2003 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 71, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο ορίζει:

    «Για την εφαρμογή του άρθρου 70 [το οποίο ορίζει: Τα κράτη μέλη επιδιώκουν τους στόχους της συνθήκης όσον αφορά το αντικείμενο του παρόντος τίτλου στο πλαίσιο κοινής πολιτικής μεταφορών] και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία των μεταφορών, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει:

    α) κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή που διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών·

    β) τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό·

    γ) μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών·

    δ) κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη».

    9.        Τα βασικά στοιχεία του θεσπιζόμενου με τον κανονισμό 2327/2003 συστήματος σημείων καθορίζονται με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού:

    «Από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η χρήση βαρέων φορτηγών οχημάτων που είναι φιλικά προς το περιβάλλον για τη διαμετακομιστική κυκλοφορία μέσω της Αυστρίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

    α) Η διέλευση βαρέων φορτηγών οχημάτων που, άλλως, θα χρησιμοποιούσαν 5 σημεία ή λιγότερα, δεν υπάγεται στο μεταβατικό σύστημα σημείων.

    β) Η διέλευση βαρέων φορτηγών οχημάτων που χρησιμοποιούν 6,7, ή 8 σημεία υπάγεται στο μεταβατικό σύστημα σημείων (9).

    γ) Η διέλευση βαρέων φορτηγών οχημάτων που χρησιμοποιούν περισσότερα από 8 σημεία απαγορεύεται, εξαιρουμένης της διέλευσης τέτοιων βαρέων φορτηγών οχημάτων που έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα και της διέλευσης ορισμένων εξαιρετικά εξειδικευμένων οχημάτων υψηλού κόστους και μεγάλης διάρκειας ζωής από οικονομική άποψη.

    δ) Οι συνολικές εκπομπές NOx από βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία υπό καθεστώς διαμετακόμισης, καθορίζονται σύμφωνα με τις τιμές που δίδονται για το οικείο έτος στο παράρτημα I.

    ε) Η τιμή των συνολικών εκπομπών NOx που αποδίδεται στα βαρέα φορτηγά οχήματα καθορίζεται βάσει του πρώην συστήματος οικοσημείων κατά τα οριζόμενα στο πρωτόκολλο 9 της Πράξης Προσχώρησης του 1994. Στο σύστημα αυτό, κάθε βαρύ φορτηγό όχημα που διέρχεται από την Αυστρία υπό καθεστώς διαμετακόμισης χρειάζεται έναν ορισμένο αριθμό σημείων που αντιστοιχούν στις εκπομπές NOx (επιτρεπόμενη τιμή στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της παραγωγής (COP), ή τιμή που απορρέει από την έγκριση τύπου). Η μέθοδος υπολογισμού και διαχείρισης των εν λόγω σημείων περιγράφεται στο παράρτημα II.

    στ) Η Αυστρία χορηγεί και διαθέτει εγκαίρως τα σημεία που είναι αναγκαία για τη διαχείριση του μεταβατικού συστήματος σημείων, σύμφωνα με το παράρτημα II, όσον αφορά τα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία υπό καθεστώς διαμετακόμισης.

    ζ) Η ετησία συνολική ποσόστωση εκπομπών NOx αναφέρεται στο παράρτημα Ι. Η διαχείριση και κατανομή της στα κράτη μέλη γίνεται από την Επιτροπή βάσει των ίδιων αρχών με εκείνες που εφαρμόζονται στο σύστημα οικοσημείων το 2003, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 3298/94 της Επιτροπής.

    η) Η ανακατανομή των σημείων του κοινοτικού αποθέματος σταθμίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) 3298/94 και, ειδικότερα, σύμφωνα με την πράγματι γενομένη χρήση των σημείων που κατανέμονται στα κράτη μέλη, καθώς και τις συγκεκριμένες ανάγκες των μεταφορέων που διέρχονται από την Αυστρία μέσω της διαδρομής Lindau-Bregenz-St.Margrethen (“Hörbanz-Διαμετακόμιση”)».

    10.      Με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2327/2003 καθορίζονται οι λεπτομέρειες για τη ratione temporis εφαρμογή του κανονισμού.

    «Εάν η πρόταση για το ευρωπαϊκό σήμα κυκλοφορίας για τη χρέωση της χρήσης των υποδομών δεν έχει θεσπισθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, όλοι οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 2 διατηρούνται σε ισχύ για ένα ακόμη έτος και, εάν η εν λόγω πρόταση δεν έχει θεσπισθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, επί ένα επιπλέον έτος το πολύ. Μετά το 2006, δεν εφαρμόζεται το μεταβατικό σύστημα σημείων».

    III – Ιστορικό

    11.      Όπως προαναφέρθηκε στην εισαγωγή, ο κανονισμός 2327/2003 εκδόθηκε μετά τη λήξη της ισχύος του θεσπισθέντος με το Πρωτόκολλο συστήματος οικοσημείων. Στο προοίμιό του διευκρινίζεται ότι ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε κατόπιν αιτήματος, καταρχάς, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάκεν, της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2001, για παράταση της ισχύος του συστήματος οικοσημείων ως προσωρινή λύση, και, εν συνεχεία, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης, της 12ης και 13ης Δεκεμβρίου 2002, για έκδοση κανονισμού ως προσωρινή λύση όσον αφορά τη διέλευση βαρέων φορτηγών οχημάτων μέσω της Αυστρίας κατά το διάστημα 2004­2006 (10).

    12.      Ο προσωρινός χαρακτήρας του συστήματος σημείων που θεσπίστηκε με τον κανονισμό εξηγείται από το ότι πρόκειται να αντικατασταθεί από τη σχετική με το ευρωπαϊκό σήμα τροποποιημένη οδηγία περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής (11). Από το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2327/2003 προκύπτει ότι η παράταση ισχύος του συστήματος σημείων εξαρτάται από το αν η πρόταση αυτή θα γίνει δεκτή από τον κοινοτικό νομοθέτη. Τελικώς, η κοινή θέση του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, εγκρίθηκε από την ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 15 Δεκεμβρίου 2005 και, επομένως, δεν θα παραταθεί η ισχύς του συστήματος σημείων.

    13.      Το σύστημα σημείων του κανονισμού 2327/2003 παρουσιάζει ορισμένες διαφορές σε σχέση με αυτό του Πρωτοκόλλου και μπορεί, πράγματι, να θεωρηθεί πιο ελαστικό.

    14.      Πρώτον, δεν καθορίζει στόχους για τη μείωση των εκπομπών NOx κατά ορισμένο ποσοστό, όπως γίνεται με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του Πρωτοκόλλου.

    15.      Δεύτερον, δεν επιβάλλει περιορισμούς όσον αφορά τον αριθμό των διαδρομών διαμετακομίσεως, όπως γίνεται με το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Πρωτοκόλλου. Αντιθέτως, στο άρθρο 2 του κανονισμού ορίζεται ρητώς ότι το σύστημα δεν συνεπάγεται περιορισμό του αριθμού διελεύσεων μέσω Αυστρίας.

    16.      Τρίτον, το σύστημα σημείων του κανονισμού 2327/2003 εφαρμόζεται μόνο στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν έξι, επτά ή οκτώ σημεία (άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού). Η διέλευση οχημάτων που χρησιμοποιούν περισσότερα από οκτώ σημεία απαγορεύεται, με ορισμένες εξαιρέσεις, ενώ αυτά που χρησιμοποιούν λιγότερα από πέντε σημεία δεν υπόκεινται στο σύστημα (Άρθρα 3, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και γ΄ του κανονισμού). Αντιθέτως, το σύστημα οικοσημείων του Πρωτοκόλλου εφαρμοζόταν σε όλα τα βαρέα φορτηγά οχήματα (άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του Πρωτοκόλλου).

    17.      Ο αριθμός των διαθέσιμων σημείων μειώνεται συνεχώς, καίτοι, σύμφωνα με τον κανονισμό, το σύστημα εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένη κατηγορία βαρέων φορτηγών οχημάτων. Ενώ τα διαθέσιμα σημεία κατά το τελευταίο έτος ισχύος (2003) του συστήματος του Πρωτοκόλλου ήταν 9 322 632 για τα δεκαπέντε κράτη μέλη, ο κανονισμός προβλέπει, για τα δεκαπέντε κράτη μέλη, 6 593 487 σημεία για το 2004, 6 246 462 για το 2005 και 5 899 436 για το 2006 (12).

    18.      Οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο συστημάτων συνιστούν τον κύριο λόγο για τον οποίον η Δημοκρατία της Αυστρίας άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 2327/2003. Τα νομικά επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής παρατίθενται κατωτέρω. Η Δημοκρατία της Αυστρίας αρνείται προς το παρόν να εφαρμόσει τον κανονισμό, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να κινήσει τη διοικητική διαδικασία κατά παραβάσεως κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ.

    IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    19.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας κατέθεσε το δικόγραφο της προσφυγής με τηλεομοιοτύπημα της 24ης Μαρτίου 2004. Το πρωτότυπο δικόγραφο περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαρτίου 2004.

    20.      Με διάταξη του Προέδρου, της 22ας Ιουλίου 2004, έγινε δεκτή η παρέμβαση της Επιτροπής υπέρ των αιτημάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    21.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Νοεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα, οι καθών και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

    V –    Αιτήματα

    22.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητεί από το Δικαστήριο:

    –      να ακυρώσει τον κανονισμό 2327/2003,

    –      να καταδικάσει τους καθών στα δικαστικά έξοδα.

    23.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    –      να απορρίψει την προσφυγή,

    –      να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    24.      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    –      καταρχάς, να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη,

    –      επικουρικώς, εφόσον το Πρωτοδικείο κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή, να την απορρίψει ως αβάσιμη,

    –      να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    VI – Επί του παραδεκτού

    25.      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι το αντικείμενο της προσφυγής και οι νομικοί ισχυρισμοί που τη στηρίζουν δεν είναι απολύτως σαφή όπως επιβάλλει το άρθρο 38, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το Συμβούλιο προβάλλει ότι δεν υπάρχει λογική συνάφεια μεταξύ του αιτήματος της Δημοκρατίας της Αυστρίας και των επιχειρημάτων που αυτή προβάλλει προς στήριξή του. Παρατηρεί συναφώς ότι, ενώ το λογικό επακόλουθο της ακυρώσεως του κανονισμού θα ήταν η πλήρης εφαρμογή των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας, εντούτοις η Αυστριακή Κυβέρνηση επιχειρηματολογεί λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι θα διατηρηθεί το μεταβατικό σύστημα του Πρωτοκόλλου και μετά τη λήξη της ισχύος του.

    26.      Χωρίς να θέτει ζήτημα απαραδέκτου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί και αυτό ότι η επιδίωξη της προσφεύγουσας για θέσπιση ενός συστήματος σημείων που να περιορίζει περαιτέρω τις θεμελιώδεις ελευθερίες δεν συμβιβάζεται με το κύριο αίτημά της για ακύρωση του κανονισμού 2327/2003.

    27.      Η Αυστρία αντιλέγει ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του απώτερου σκοπού της και της προσφυγής της που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού 2327/2003. Επισημαίνει ότι, παράλληλα με την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, απεύθυνε στην Επιτροπή, στις 31 Μαρτίου 2004, έγγραφο με το οποίο της ζητεί, σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, να υποβάλει νέα πρόταση για τη θέσπιση μεταβατικού συστήματος σημείων, το οποίο θα είναι συμβατό με την κοινοτική νομοθεσία και με τις επιταγές του Πρωτοκόλλου που, κατ’ αυτήν διατηρεί τη δεσμευτική ισχύ του. Στο μεταξύ, έχει στραφεί δικαστικώς κατά της αποφάσεως της Επιτροπής να απορρίψει, με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2004, το αίτημά της (13).

    28.      Κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιλαμβάνει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου ο καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Απαιτείται, επομένως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, τα ουσιαστικά πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται μια προσφυγή να προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο της προσφυγής (14).

    29.      Στην υπό κρίση υπόθεση είναι προφανές ότι το δικόγραφο της προσφυγής της Δημοκρατίας της Αυστρίας πληροί τα κριτήρια αυτά, διότι προκύπτει με σαφήνεια ο ισχυρισμός περί ασυμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο του κανονισμού 2327/2003, για τη θέσπιση μεταβατικού συστήματος σημείων εφαρμοστέου στη διαμετακομιστική κυκλοφορία από το έδαφος της Αυστρίας, τα δε επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής της είναι απολύτως κατανοητά (15). Το αν τα επιχειρήματα αυτά είναι λογικά και διαθέτουν την απαιτούμενη συνοχή θα κριθεί κατά την εξέταση του βασίμου της προσφυγής.

    30.      Όσον αφορά το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι το επιδιωκόμενο από τη Δημοκρατία της Αυστρίας αποτέλεσμα είναι φύσει παράδοξο, διότι αντιβαίνει στο δεδηλωμένο συμφέρον της, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το άρθρο 230 ΕΚ δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να αποδείξουν ότι έχουν συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση κοινοτικής πράξεως. Σε κάθε περίπτωση, η Αυστρία επισημαίνει ότι, εκτός της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, έχει κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 232 ΕΚ, προκειμένου να παρακινήσει να κοινοτικά όργανα να εκδώσουν κανονισμό που θα εξυπηρετεί περισσότερο τα συμφέροντά της.

    31.      Υπό τις περιστάσεις αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή της Δημοκρατίας της Αυστρίας πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 38, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επιπλέον, επειδή έχει ασκηθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 230 ΕΚ, δεν υπάρχει λόγος να κηρυχθεί απαράδεκτη.

    VII – Επί της ουσίας

    32.      Προς στήριξη της προσφυγής της με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 2327/2003, η Δημοκρατία της Αυστρίας προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός:

    –      παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας,

    –      αντιβαίνει στον γενικό σκοπό της περιβαλλοντικής προστασίας του άρθρου 6 ΕΚ,

    –      αντιβαίνει στους σκοπούς του άρθρου 11 του Πρωτοκόλλου,

    –      παραβιάζει την αρχή της «ακρίβειας» (Bestimmtheitsgrundsatz).

     Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    33.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο κανονισμός 2327/2003 παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιτάσσει τα μέτρα που λαμβάνονται να είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Κατ’ αυτήν, το θεσπισθέν με τον κανονισμό σύστημα σημείων δεν είναι κατάλληλο για την επίτευξη των αναφερομένων στο προοίμιο του κανονισμού σκοπών, οι οποίοι συνίστανται στη μείωση των εκπομπών NOx από βαρέα φορτηγά οχήματα για διηνεκή προστασία του περιβάλλοντος. Η προσφεύγουσα επικαλείται έκθεση της 1ης Μαρτίου 2004 με τον τίτλο «LKW‑Transinerkehr durch Österreich: Bilanz und Ausblick», την κατάρτιση της οποίας ζήτησε το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Μεταφορών, Έρευνας και Τεχνολογίας της Αυστρίας και η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θέση σε ισχύ του κανονισμού 2327/2003 θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του όγκου των εκπομπών NOx. Αφενός, οι διαμετακομιστικές μεταφορές ελευθερώθηκαν σε ποσοστό 80 % από την 1η Ιανουαρίου 2004. Αφετέρου, ο αριθμός των διαθέσιμων σημείων για τα οχήματα που εξακολουθούν να υπάγονται στο σύστημα αυτό βάσει του κανονισμού είναι υψηλότερος του αναγκαίου. Οι εκπομπές NOx μπορεί να αυξηθούν κατά 133 % ή και κατά 260 % μέχρι το 2006.

    34.      Επιπλέον, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Kapsch TraffiCom Ag, της εταιρίας που διαχειριζόταν το προϋισχύσαν σύστημα οικοσημείων, η εφαρμογή του κανονισμού θα οδηγήσει σε οικονομική επιβάρυνση ύψους 9 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είναι απολύτως δυσανάλογη προς τα μέσα με τα οποία επιδιώκεται η επίτευξη των σκοπών του κανονισμού.

    35.      Αντιθέτως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επισημαίνουν ότι ο κανονισμός εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών, η δε νομική του βάση είναι το άρθρο 71, παράγραφος 1, ΕΚ και όχι το Πρωτόκολλο. Καίτοι σκοπός του κανονισμού είναι η προστασία του περιβάλλοντος στην περιοχή των Άλπεων, η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν έλαβε επαρκώς υπόψη της ότι ο κανονισμός καθαυτός συνιστά παρέκκλιση από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων. Καθόσον είναι αναγκαία η ισορροπία μεταξύ αυτών των επιδιώξεων, ο κανονισμός δεν υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη νομική του βάση όρια. Κατά το Συμβούλιο, το κύρος του κανονισμού πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΕΚ και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, και όχι υπό το πρίσμα διατάξεων που παρεκκλίνουν από τη Συνθήκη και έχουν ρητώς παύσει να ισχύουν.

    36.      Τα καθών κοινοτικά όργανα προβάλλουν ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, εκδίδοντας τον κανονισμό αυτόν, άσκησε κατά νόμιμο τρόπο τις εξουσίες που διαθέτει στο πλαίσιο της πολιτικής μεταφορών και τήρησε την αρχή της αναλογικότητας. Δεδομένης της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης, δυσανάλογη θα ήταν μόνον η θέσπιση μόνιμης παρεκκλίσεως από τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Περαιτέρω, παρατηρούν ότι ο κανονισμός ισχύει όχι μόνο στις Άλπεις, αλλά σε ολόκληρη την επικράτεια της Αυστρίας και, επομένως, είναι ανεπαρκής ο ισχυρισμός περί ελλιπούς προστασίας του περιβάλλοντος. Έχοντας να επιλέξει μεταξύ δύο λύσεων, ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε αυτή που προστατεύει το περιβάλλον στην Αυστρία σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο επιτρέπουν οι θεμελιώδεις ελευθερίες, οι οποίες διαθέτουν βάσει της Συνθήκης ΕΚ υπέρτερη ισχύ.

    37.      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι για τον υπολογισμό των διαθέσιμων βάσει του προσβαλλόμενου κανονισμού σημείων χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία σχετικά με τις διαμετακομιστικές μεταφορές κατά το 2002 (και όχι το 2003), διότι αυτά ήταν τα μόνα στοιχεία που διέθεταν οι Αυστριακές αρχές κατά την ημερομηνία εκδόσεως του κανονισμού. Από το γεγονός και μόνον ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2327/2003 απαγορεύει τη χρήση ιδιαίτερα επιβαρυντικών για το περιβάλλον οχημάτων συνάγεται ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

    38.      Απαντώντας στις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η Αυστριακή Κυβέρνηση αντιλέγει ότι η Αυστρία δεν ήταν υποχρεωμένη να συγκεντρώσει σχετικά με τα οικοσημεία στατιστικά στοιχεία για το 2003 πριν το τέλος του έτους αυτού. Σε κάθε περίπτωση, τα σχετικά στοιχεία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό των διαθέσιμων σημείων μεταξύ 2004 και 2006. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, η Αυστρία προβάλλει ότι η δια του κανονισμού de facto ελευθέρωση των διαμετακομιστικών μεταφορών μέσω Αυστρίας δεν αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος.

    2.      Εκτίμηση

    39.      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας καταλέγεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα δε με το άρθρο 5, εδάφιο 3, αποτελεί όριο που τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να τηρούν όταν προβαίνουν σε οποιαδήποτε (νομοθετικής φύσεως) πράξη. Η αρχή αυτή επιτάσσει τα προβλεπόμενα με κοινοτικές διατάξεις μέτρα να είναι πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (16). Ωστόσο, κατά την εφαρμογή της αρχής αυτής στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των νομοθετικών πράξεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι σε τομείς όπως αυτός της κοινής πολιτικής μεταφορών (17) ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια λόγω των σύνθετων εκτιμήσεων και των συνεπακόλουθων επιλογών πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, στις οποίες υποχρεούται να προβεί. Ως εκ τούτου, κατά το Δικαστήριο, η νομιμότητα μέτρου λαμβανόμενου στον τομέα αυτόν μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από το αρμόδιο όργανο σκοπού (18).

    40.      Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω παλαιότερα, η αρχή της θεσμικής ισορροπίας και της διακρίσεως των εξουσιών υπαγορεύει στο Δικαστήριο να ασκεί με ιδιαίτερη περίσκεψη τον έλεγχο νομιμότητας του περιεχομένου νομοθετικών πράξεων. Αυτό δε ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση που η κρινόμενη πράξη, όπως ο επίμαχος κανονισμός, έχει εκδοθεί από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τη διαδικασία της συναποφάσεως (19).

    41.      Δεδομένου ότι ο βάσει της αρχής της αναλογικότητας έλεγχος πράξεως εκδοθείσας με τη διαδικασία της συναποφάσεως είναι περιορισμένος, η εφαρμογή του κριτηρίου της αναλογικότητας περιλαμβάνει την εξέταση τριών διαφορετικών πτυχών της προσβαλλομένης πράξεως. Πρώτον, απαιτείται να προσδιοριστεί ο σκοπός της εν λόγω πράξεως, εν συνεχεία, να εξεταστεί αν είναι κατάλληλη για την επίτευξη των σκοπών αυτών και, τέλος, να εξεταστεί αν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο (20).

    42.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας και τα καθών κοινοτικά όργανα διαφωνούν ως προς το ποιος ακριβώς είναι ο σκοπός του κανονισμού 2327/2003, πράγμα που δεν προκαλεί έκπληξη, αφού η λύση του ζητήματος αυτό αποτελεί το σημείο αναφοράς για την εξέταση των δύο άλλων πτυχών του κριτηρίου της αναλογικότητας.

    43.      Ο σκοπός του κανονισμού 2327/2003 πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της μεταβολής του νομικού καθεστώτος που διέπει τις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας. Το άρθρο 11, παράγραφος 5, του Πρωτοκόλλου όριζε ότι μετά τη λήξη ισχύος του μεταβατικού συστήματος οικοσημείων θα εφαρμοστεί πλήρως το κοινοτικό κεκτημένο και, επομένως, οι μεταφορές μέσω της Αυστριακής επικράτειας θα υπαχθούν πλήρως στους σχετικούς με τις υπηρεσίες μεταφορών κανόνες της Συνθήκης ΕΚ και του παραγώγου δικαίου.

    44.      Από το γεγονός ότι εκδόθηκε βάσει του άρθρου 71, παράγραφος 1, ΕΚ, προκύπτει ότι ο κανονισμός αφορά κατά κύριο λόγο την κοινή πολιτική μεταφορών. Λόγω της φύσεώς του αυτής, αποσκοπεί στη θέσπιση κοινών κανόνων για τις διεθνείς μεταφορές που διέρχονται από την επικράτεια ενός κράτους μέλους κατά την έννοια του στοιχείου α΄ της διατάξεως αυτής. Νομοθετώντας στο πλαίσιο αυτό, τα κοινοτικά όργανα έχουν την αρμοδιότητα, αλλά και την υποχρέωση βάσει του άρθρου 6 ΕΚ, να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος απαιτήσεις (21). Συναφώς, στο προοίμιο του κανονισμού γίνεται λόγος για την ανάγκη λήψεως μέτρων μετά τη λήξη ισχύος του συστήματος οικοσημείων του Πρωτοκόλλου, ιδίως ενόψει της αναμενόμενης αυξήσεως του όγκου των διαμετακομιστικών μεταφορών μετά τη διεύρυνση της Κοινότητας την 1η Μαΐου 2004. Ωστόσο, στην όγδοη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου τονίζεται ότι «είναι ουσιώδους σημασίας η εξεύρεση λύσεων χωρίς διακρίσεις προκειμένου να συμβιβάζονται μεταξύ τους οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συνθήκη (συμπεριλαμβανομένων του άρθρου 6 του άρθρου 51 παράγραφος 1 και του άρθρου 71), παραδείγματος χάριν όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και εμπορευμάτων και την προστασία του περιβάλλοντος».

    45.      Κατά συνέπεια, τόσο από τη νομική βάση του κανονισμού όσο και από τις αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου προκύπτει σαφώς ότι σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη ήταν, αφενός, ο περιορισμός των επιπτώσεων που θα επέφερε στο περιβάλλον στην Αυστρία η πλήρης εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα των υπηρεσιών μεταφορών και, αφετέρου, η ελευθέρωση των διαμετακομιστικών μεταφορών σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι προέβλεπε το Πρωτόκολλο. Δεν μπορεί, επομένως, να υποστηρίξει κανείς ότι ο κανονισμός 2327/2003 επιδιώκει αποκλειστικά σκοπούς περιβαλλοντικής φύσεως. Είναι προφανές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης ισορρόπησε μεταξύ των δύο αυτών σκοπών. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι βάσιμη η άποψη της Δημοκρατίας της Αυστρίας ότι σκοπός του κανονισμού ήταν η διεύρυνση των περιβαλλοντικής φύσεως επιδιώξεων του Πρωτοκόλλου.

    46.      Στο επόμενο στάδιο του ελέγχου της αναλογικότητας του κανονισμού εξετάζεται αν το θεσπιζόμενο με αυτόν σύστημα σημείων αποτελεί κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών του. Όπως διευκρινίστηκε στο σημείο 16, το σύστημα σημείων εφαρμόζεται κατά βάση μόνο στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν έξι έως οκτώ σημεία. Με την εξαίρεση δύο κατηγοριών, απαγορεύεται η διέλευση από την Αυστρία οχημάτων που εκπέμπουν NOx σε υψηλά επίπεδα και, επομένως, χρησιμοποιούν περισσότερα από οκτώ σημεία. Τα οχήματα που εκπέμπουν NOx σε χαμηλά επίπεδα και που κανονικά θα χρησιμοποιούσαν λιγότερα από πέντε σημεία απαλλάσσονται πλήρως από το σύστημα των σημείων.

    47.      Απαγορεύοντας τη χρήση των πλέον ρυπογόνων οχημάτων, ο κανονισμός εξαλείφει μία σημαντική πηγή περιβαλλοντικής ρυπάνσεως και, επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι έχει άμεσο επωφελές αποτέλεσμα για το περιβάλλον. Το αποτέλεσμα αυτό εξουδετερώνεται (εν μέρει) από ενδεχόμενη αύξηση των μεταφορών με οχήματα των δύο άλλων κατηγοριών, για τη μία εκ των οποίων δεν ισχύει κανένας ποσοτικός περιορισμός. Ωστόσο, είναι προφανές ότι το σύστημα κατατείνει στην ενθάρρυνση της χρήσεως λιγότερο ρυπογόνων οχημάτων για τις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας. Πρόκειται για κατάλληλη μέθοδο συμβιβασμού των αναγκών της εσωτερικής αγοράς με την ανάγκη μειώσεως της επιβαρύνσεως του περιβάλλοντος που οφείλεται στην αύξηση της κυκλοφορίας μηχανοκίνητων οχημάτων.

    48.      Κατόπιν αυτής της διαπιστώσεως, πρέπει ακόμη να γίνει δεκτό ότι ο βαθμός προστασίας του περιβάλλοντος που επιτυγχάνεται με το σύστημα αυτό εξαρτάται σε τελική ανάλυση από τα σημεία που είναι διαθέσιμα για την ενδιάμεση κατηγορία οχημάτων. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 17, ο αριθμός τους μειώνεται κατά τη μεταβατική περίοδο. Η Αυστριακή Κυβέρνηση παραπονείται ότι, λόγω του αυξημένου αριθμού τους, τα διαθέσιμα σημεία είναι περισσότερα από αυτά που στην πράξη είναι απαραίτητα για τα οικεία οχήματα. Υποστηρίζει ότι ο κανονισμός επιφέρει, ως εκ τούτου, πλήρη ελευθέρωση των διαμετακομιστικών μεταφορών μέσω της επικράτειάς της. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ο αριθμός των διαθέσιμων (οικο)σημείων μειώνεται συνεχώς στο πλαίσιο του θεσπισθέντος με το Πρωτόκολλο συστήματος και ότι ο κανονισμός ακολουθεί την τάση αυτή ειδικά όσον αφορά τα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν έξι, επτά ή οκτώ σημεία. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, επιδιώκοντας την ισορροπία μεταξύ ελεύθερης κυκλοφορίας και προστασίας του περιβάλλοντος, διέθεσε περισσότερα σημεία απ’ όσα είναι στην πράξη αναγκαία, δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το μέτρο είναι δυσανάλογο. Δείχνει απλώς ότι, όσον αφορά την ενθάρρυνση της χρήσεως φιλικότερων προς το περιβάλλον βαρέων φορτηγών οχημάτων, το σύστημα είναι αποτελεσματικότερο απ’ όσο είχε προβλεφθεί κατά τη θέσπισή του μέτρου. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι το σύστημα σημείων που θεσπίζει ο κανονισμός 2327/2003 αποτελεί κατάλληλη μέθοδο όχι μόνον για την περιβαλλοντική προστασία, αλλά ταυτοχρόνως και για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μεταφορών και την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων.

    49.      Τέλος, όσον αφορά την αναλογικότητα, πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη πράξη υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών της μέτρο. Δεδομένου ότι σκοπός του κανονισμού 2327/2003 είναι να συμβιβάσει δύο αντικρουόμενα συμφέροντα, η συγκεκριμένη πτυχή της αρχής της αναλογικότητας έχει δύο όψεις. Όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, το ζήτημα είναι αν είναι υπέρμετρος ο περιορισμός που το σύστημα σημείων επιβάλλει στις υπηρεσίες μεταφορών. Όσον αφορά την περαιτέρω ελευθέρωση των διαμετακομιστικών μεταφορών μέσω της Αυστρίας, το ζήτημα έγκειται στο αν με τον κανονισμό αποδίδεται επαρκής σημασία στην προστασία του περιβάλλοντος.

    50.      Σε μια τέτοια περίπτωση αντικρουόμενων συμφερόντων, υπάρχουν πολλά δυνάμενα να θεσπιστούν μέτρα, τα οποία κατατείνουν περισσότερο στην εξυπηρέτηση του ενός ή του έτερου σκοπού. Η εξεύρεση της ισορροπίας αποτελεί αποκλειστικώς ζήτημα πολιτικής εκτιμήσεως του κοινοτικού νομοθέτη και δεν απόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα του αποτελέσματος της εν λόγω διαδικασίας, εκτός αν είναι προφανές ότι ο νομοθέτης υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν όταν πρόκειται για από κοινού επιλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στο πλαίσιο της διαδικασίας της συναποφάσεως.

    51.      Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι ο κανονισμός, απαγορεύοντας τη χρήση των πλέον ρυπογόνων οχημάτων για τις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρία και θεσπίζοντας ένα σύστημα μειώσεως των οικοσημείων προστατεύει το περιβάλλον σε υψηλότερο βαθμό σε σχέση με την πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου. Παράλληλα, παρέχει μεγαλύτερη, αν και όχι χωρίς περιορισμούς, ελευθερία παροχής υπηρεσιών μεταφορών κατά το μεταβατικό διάστημα των τριών ετών. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι επιβάλλει υπέρμετρους περιορισμούς στην εσωτερική αγορά ή ότι παρέχει καταφανώς ανεπαρκή περιβαλλοντική προστασία.

    52.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας ισχυρίζεται ακόμη, στηριζόμενη στις εκτιμήσεις της εταιρίας που προηγουμένως διαχειριζόταν το σύστημα οικοσημείων, ότι το κόστος εφαρμογής του συστήματος σημείων θα είναι υπέρμετρα υψηλό. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό δεδομένου ότι το θεσπιζόμενο με τον κανονισμό σύστημα σημείων έχει πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με το σύστημα οικοσημείων του Πρωτοκόλλου, διότι εφαρμόζεται μόνο στα οχήματα που χρησιμοποιούν έξι έως οκτώ σημεία και υφίσταται ήδη μηχανισμός διαχειρίσεως του συστήματος των οικοσημείων.

    53.      Κατόπιν των σκέψεων που προηγήθηκαν, ο κανονισμός 2327/2003 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και, επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Δημοκρατία της Αυστρίας πρέπει να απορριφθεί.

     Β –         Αντίθεση προς τον γενικό σκοπό της περιβαλλοντικής προστασίας του άρθρου 6 ΕΚ

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    54.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 2327/2003 συνεπάγεται αύξηση των εκπομπών NOx και, επομένως, αντιβαίνει στον σκοπό της προωθήσεως της αειφόρου αναπτύξεως του άρθρου 6 ΕΚ, διάταξη την οποίαν θεωρεί δεσμευτικού χαρακτήρα, καθώς και στον σκοπό της επιτεύξεως του ανωτάτου δυνατού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας.

    55.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος στις Άλπεις και ότι ενθαρρύνει τη χρήση λιγότερο ρυπογόνων βαρέων οχημάτων για τις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας. Επισημαίνουν ότι με το άρθρο 71 ΕΚ, το οποίο αποτελεί τη νομική του βάση, δεν παραβλέπονται τα ζητήματα οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής φύσεως. Οι θεμελιώδεις ελευθερίες περιορίζονται στον ανώτατο δυνατό βαθμό προς όφελος της Αυστρίας.

    56.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν είναι ορθόν να υποστηρίζεται ότι ο κανονισμός συμβάλλει στην αύξηση των εκπομπών NOx, δεδομένου ότι αν δεν υπήρχε κατά τον χρόνο λήξεως της ισχύος του Πρωτοκόλλου, θα εφαρμοζόταν το γενικό καθεστώς που θεσπίζει η Συνθήκη και δεν θα επιβάλλονταν ειδικοί περιορισμοί στην κυκλοφορία μέσω Αυστρίας. Με τον κανονισμό επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων και, παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας θα επιθυμούσε διαφορετικό αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα αυτό θα επανεκτιμηθεί μετά τη λήξη ισχύος του συστήματος που θεσπίζει ο κανονισμός.

    2.      Εκτίμηση

    57.      Κατά το άρθρο 6 ΕΚ, Οι απαιτήσεις για περιβαλλοντική προστασία πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3, στις οποίες καταλέγεται η κοινή πολιτική μεταφορών, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη.

    58.      Περιγράφοντας τον τρόπο λειτουργίας της, το Δικαστήριο έκρινε ότι με τη διάταξη αυτή τονίζεται ο θεμελιώδης χαρακτήρας του σκοπού της περιβαλλοντικής προστασίας και η ευρύτητα του πεδίου εφαρμογής του, το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο των εν λόγω πολιτικών και δράσεων (22).

    59.      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Δημοκρατία της Αυστρίας, παρά την επιτακτική διατύπωση της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να της δοθεί η ερμηνεία ότι, κατά τον καθορισμό της κοινοτικής πολιτικής, πρέπει να αποδίδεται πρωταρχική σημασία στην προστασία του περιβάλλοντος. Η ερμηνεία αυτή θα περιόριζε ανεπίτρεπτα τη διακριτική ευχέρεια των κοινοτικών οργάνων και του κοινοτικού νομοθέτη. Η ευρύτερη δυνατή ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στη διάταξη αυτή είναι ότι υποχρεώνει τα κοινοτικά όργανα να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους σχετικούς με την προστασία του περιβάλλοντος σκοπούς κατά τον καθορισμό της κοινοτικής πολιτικής σε τομείς εκτός της stricto sensu προστασίας του περιβάλλοντος. Μόνον όταν οι σκοποί αυτοί δεν λαμβάνονται υπόψη ή παραβλέπονται πλήρως επιτρέπεται ο έλεγχος νομιμότητας της κοινοτικής νομοθεσίας βάσει του άρθρου 6 ΕΚ.

    60.      Επιπλέον, δεδομένου του γενικού χαρακτήρα του άρθρου 6 ΕΚ, το αν ένα μέτρο συμβάλλει επαρκώς στην προστασία του περιβάλλοντος δεν πρέπει να εξετάζεται χωριστά από τις άλλες κοινοτικές διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για τον σκοπό αυτό στο πλαίσιο της οικείας δράσεως. Κατάλληλο πλαίσιο για την εκτίμηση αυτή αποτελεί το σύνολο των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα αυτόν. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι σχετικές με την ποιότητα του αέρα οδηγίες, καθώς και το πλαίσιο εντός του οποίου οι οδηγίες αυτές επιτρέπουν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα προς υλοποίηση των αντίστοιχων προγραμμάτων και σχεδίων (23).

    61.      Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 2327/2003 δεν μπορεί να ακυρωθεί ως αντίθετος στο άρθρο 6 ΕΚ και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Δημοκρατία της Αυστρίας πρέπει να απορριφθεί.

     Αντίθεση προς τους σκοπούς του άρθρου 11 του Πρωτοκόλλου

    1.      Παρατηρήσεις των διαδίκων

    62.      Στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως η Δημοκρατία της Αυστρίας προβάλλει ότι ο κανονισμός 2327/2003 είναι άκυρος, διότι το μεταβατικό σύστημα που θεσπίζει δεν συμβάλλει στην επίτευξη των πρωταρχικής σημασίας σκοπών του κοινοτικού δικαίου, οι οποίοι συνίστανται στην προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Ισχυρίζεται ότι, παρά το γεγονός ότι η ισχύς του θεσπισθέντος με το Πρωτόκολλο συστήματος οικοσημείων έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2003, ο επιδιωκόμενος με το άρθρο 11 του Πρωτοκόλλου σκοπός για μείωση, σε μόνιμη και σταθερή βάση, της ρυπάνσεως που προκαλούν οι διαμετακομιστικές μεταφορές (24) εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της κοινοτικής νομοθεσίας. Κατά την Αυστρία, η επικείμενη λήξη της ισχύος του μεταβατικού καθεστώτος αφορά μόνον τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου. Θα ήταν αδιανόητο οι κανόνες αυτοί να αντικατασταθούν από ένα υποχρεωτικής ισχύος κοινοτικό σύστημα που να προβλέπει κατώτερο επίπεδο προστασίας. Αυτό όχι μόνο θα αντέβαινε στην ιστορική βούληση των κρατών μελών κατά την κατάρτιση του Πρωτοκόλλου, αλλά θα υπονόμευε και την πρακτική αποτελεσματικότητα των μεταβατικών ρυθμίσεων. Δεδομένου οι γενικοί και ειδικοί σκοποί του μεταβατικού συστήματος παραμένουν σε ισχύ και μετά τη λήξη της ισχύος του εν λόγω συστήματος, η Κοινότητα υποχρεούται να θεσπίσει κανόνες προς αντικατάστασή του. Επιπροσθέτως, κατά τη Δημοκρατία της Αυστρίας, ο κανονισμός δεν αρκεί για την εξυπηρέτηση των σκοπών του, διότι η μέθοδος με την οποία η Επιτροπή υπολογίζει τον αριθμό των διαθέσιμων οικοσημείων στηρίζεται σε εσφαλμένα δεδομένα, με συνέπεια τη στρεβλή παρουσίαση της πραγματικής καταστάσεως και την αυθαίρετη αύξηση του αριθμού των οικοσημείων για τα έτη 2004‑2006.

    63.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επικαλούνται τη ρητή και σαφή διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφοι 4 και 5, του Πρωτοκόλλου σχετικά με τη λήξη ισχύος του μεταβατικού καθεστώτος, την οποίαν επισήμανε και το Δικαστήριο με την απόφαση Αυστρία κατά Συμβουλίου (25). Κατά τα καθών, το άρθρο 11 του Πρωτοκόλλου δεν αποτελεί το κατάλληλο σημείο αναφοράς για την εξέταση του κύρους του κανονισμού 2327/2003. Το κύρος του κανονισμού αυτού πρέπει να εξεταστεί μάλλον υπό το πρίσμα των διατάξεων του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, οι οποίες είχαν εφαρμογή κατά τη θέση του εν λόγω κανονισμού σε ισχύ. Κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο είχε λήξει η ισχύς του θεσπισθέντος με το Πρωτόκολλο καθεστώτος. Με τον κανονισμό θεσπίστηκε νέο μεταβατικό καθεστώς βάσει του άρθρου 71, παράγραφος 1, ΕΚ.

    64.      Η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη των καθών κοινοτικών οργάνων και επισημαίνει ότι οι σκοποί μιας νομοθετικής πράξεως της οποίας έπαυσε η ισχύς δεν είναι δυνατόν να επηρεάζουν από νομικής απόψεως τις εν συνεχεία εκδιδόμενες πράξεις. Περαιτέρω, η επίμαχη πράξη καθορίζει ρητώς τους δικούς της σκοπούς και τους λόγους για τους οποίος εκδόθηκε, οι οποίοι είναι συμβατοί προς το κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό του αριθμού των οικοσημείων δεν αμφισβητήθηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την προ της εκδόσεως του κανονισμού διαδικασία.

    65.      Απαντώντας στις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η Αυστριακή Κυβέρνηση αντιλέγει ότι επιτρέπεται ο έλεγχος του κύρους του κανονισμού υπό το πρίσμα του προϊσχύσαντος συστήματος, διότι ο ίδιος ο κανονισμός αναφέρεται στο σύστημα αυτό. Περαιτέρω προβάλλει ότι αντιτάχθηκε στη χρησιμοποιούμενη από την Επιτροπή μέθοδο υπολογισμού κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων της 19ης Νοεμβρίου 2003, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνδιαλλαγής και επ’ ευκαιρία πολλών απευθείας επαφών με την Επιτροπή σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

    2.      Εκτίμηση

    66.      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Αυστρίας επιδιώκει να αναγάγει σε κριτήριο της νομιμότητας του κανονισμού 2327/2003 τον σκοπό του Πρωτοκόλλου για κατά 60 % μείωση των εκπομπών NOx από βαρέα φορτηγά οχήματα, επιδιώκοντας να επεκτείνει τα έννομα αποτελέσματα του Πρωτοκόλλου πέραν της λήξεως της ισχύος του συστήματος των οικοσημείων στις 31 Δεκεμβρίου 2003. Αποπειράται να ενισχύσει τη σημασία του κριτηρίου αυτού, τονίζοντας ότι απορρέει από πράξη του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου.

    67.      Το επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό για τους εξής λόγους.

    68.      Πρώτον, ο σκοπός της κατά 60 % μειώσεως των εκπομπών NOx από βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται την Αυστρία μέχρι το τέλος 2003 αποτελεί μέρος ενός μεταβατικού συστήματος που παρεκκλίνει από τους σχετικού με την οδική μεταφορά εμπορευμάτων γενικούς κανόνες του κοινοτικού δικαίου (26). Ως εκ τούτου, απαιτείται να περιοριστεί ratione temporis το πεδίο εφαρμογής του. Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η ανάγκη για χρονικό περιορισμό της ισχύος της παρεκκλίσεως προκύπτει από το ίδιο το Πρωτόκολλο, το οποίο αρχικώς προβλέπει την εφαρμογή της μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1998, (άρθρο 11, παράγραφος 2) και, εν συνεχεία, ορίζει ότι οι δύο τριετείς παρατάσεις της ισχύος της προϋποθέτουν αξιολόγηση της παρεκκλίσεως την 1η Ιανουαρίου 1998 και την 1η Ιανουαρίου 2001 (άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 4, του Πρωτοκόλλου).

    69.      Δεύτερον, στο άρθρο 11, παράγραφος 5, του Πρωτοκόλλου προβλέπεται ρητώς ότι «στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, το κοινοτικό κεκτημένο θα εφαρμοστεί καθ’ ολοκληρίαν». Η διάταξη αυτή, όχι μόνον καθιστά σαφές το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της («καθ’ ολοκληρίαν»), αλλά εφαρμόζεται χωρίς άλλες προϋποθέσεις, καθώς η θέση της σε ισχύ δεν απαιτεί έκδοση προηγούμενης αποφάσεως, αποκλείεται δε το ενδεχόμενο περαιτέρω παρατάσεως της ισχύος του μεταβατικού καθεστώτος για οποιονδήποτε λόγο. Η από 31 Δεκεμβρίου 2003 πλήρης εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω της Αυστριακής επικράτειας συνεπάγεται την υπαγωγή των μεταφορών αυτών στους γενικούς κανόνες του πρωτογενούς και δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου που διέπει τις υπηρεσίες οδικών μεταφορών. Η προστασία του περιβάλλοντος, όσον αφορά το εν λόγω είδος μεταφορών, πρέπει να επιδιωχθεί με τα λαμβανόμενα προς τούτο μέτρα της Κοινότητας, όπως είναι οι σχετικές με την ποιότητα του αέρα οδηγίες (27) και τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη και είναι συμβατά με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με την επιφύλαξη αντίθετης πρόβλεψης της κοινοτικής νομοθεσίας.

    70.      Τρίτον, γενικότερα προκύπτει ότι, παρ’ όλο που η κατά 60 % μείωση των εκπομπών NOx αναφέρεται ρητώς ως σκοπός του Πρωτοκόλλου, το εν λόγω Πρωτόκολλο εμμέσως αποσκοπεί, δια της συνεχούς μειώσεως του αριθμού των κατ’ έτος διαθέσιμων οικοσημείων, στο να ενθαρρύνει τη βαθμιαία μετάβαση προς τη χρήση λιγότερο ρυπογόνων βαρέων φορτηγών οχημάτων για τις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, αν εξεταστεί στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου, το οποίο επιτάσσει στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για τη βελτίωση των σιδηροδρομικών υποδομών, το μεταβατικό διάστημα αποσκοπεί επίσης στο να εξευρεθεί επαρκής χρόνος, προκειμένου να ληφθούν μέτρα για τη μετάβαση από τις οδικές στις σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων. Μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι η εξέλιξη αυτή συμβάλλει σε δραστικότερη επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων που προκαλούν οι διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας και ανοίγει το δρόμο για την πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ρεαλιστικό να υποστηρίξει κανείς ότι η επιδίωξη του σκοπούς αυτού πρέπει να είναι διαρκής, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν όλες οι σχετικές παράμετροι.

    71.      Τέταρτον, και σημαντικότερον, πρέπει να τονιστεί ότι ο σκοπός της κατά 60 % μειώσεως της ρυπάνσεως από εκπομπές NOx από βαρέα φορτηγά οχήματα αποτελεί πολιτική επιλογή, προς υλοποίηση της οποίας το Πρωτόκολλο εξαρτά τις διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας με βαρέα φορτηγά οχήματα από την κατοχή ορισμένων οικοσημείων, ο αριθμός των οποίων αντιστοιχεί στις εκπομπές NOx των οχημάτων αυτών. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, δεσμευτικό χαρακτήρα έχει ο μηχανισμός των οικοσημείων και όχι ο σκοπός του καθαυτός. Ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να έχει νομική βαρύτητα μόνον χρησιμοποιούμενος ερμηνευτικώς για τον καθορισμό του πεδίο εφαρμογής και του περιεχομένου του μηχανισμού που επιλέχθηκε για την υλοποίησή του. Το να υποστηρίζει κανείς ότι ο σκοπός αυτός εξακολουθεί να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και μετά την καθορισθείσα για την επίτευξή του ημερομηνία, κατά τρόπον ώστε να αποτελεί το κριτήριο του κύρους των μέτρων που ελήφθησαν μετά τη λήξη ισχύος των μέτρων που είχαν ληφθεί για την επίτευξη του σκοπού αυτού, θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ευχέρεια των κοινοτικών νομοθετικών οργάνων να αποφασίσουν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, αν θα λάβουν μέτρα και ποια. Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, το ότι η επίτευξη ενός σκοπού είναι επιθυμητή σε πολιτικό επίπεδο δεν συνεπάγεται ότι έχει νομικώς δεσμευτικό χαρακτήρα.

    72.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, εφόσον το άρθρο 11, παράγραφος 4, του Πρωτοκόλλου προβλέπει ότι πρέπει να διεξαχθεί επιστημονική μελέτη, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει επιτευχθεί ο σκοπός της κατά 60 % μειώσεως της ρυπάνσεως, επιτάσσοντας η μείωση αυτή να επιτευχθεί σε «μόνιμη και σταθερή βάση, επιβάλλεται η ερμηνεία ότι η επιδίωξη του σκοπού αυτού είναι διαρκής και συνεχίζεται και μετά την 31η Δεκεμβρίου 2003. Ωστόσο, και ως προς το επιχείρημα αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίτευξη του σκοπού αυτού, καίτοι είναι ενδεχομένως επιθυμητή σε πολιτικό επίπεδο, δεν μπορεί όμως να επιβληθεί στα νομοθετικά όργανα ως δεσμευτικού χαρακτήρα νομικό κριτήριο σταθμίσεως συμφερόντων και καθορισμού προτεραιοτήτων. Στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, η διατύπωση περί μειώσεως της ρυπάνσεως «σε μόνιμη και σταθερή βάση» αποτελεί το κριτήριο για αποφασιστεί αν θα παραταθεί κατά τρία έτη, για τελευταία φορά, η ισχύς του συστήματος οικοσημείων.

    73.      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως ότι ο κανονισμός 2327/2003 επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με το Πρωτόκολλο, επειδή περιέχει αναφορά προς το Πρωτόκολλο. Στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού αναφέρεται απλώς ότι η ισχύς του συστήματος οικοσημείων λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2003, πράγμα που θέτει το πλαίσιο εκδόσεως του κανονισμού. Η δεύτερη αναφορά, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, του κανονισμού, έχει τεχνικό χαρακτήρα, καθόσον ορίζει ότι η τιμή των συνολικών εκπομπών NOx καθορίζεται βάσει του «πρώην» συστήματος οικοσημείων. Συγκεκριμένα, η χρήση του όρου «πρώην» εν προκειμένω δηλώνει μάλλον παύση και όχι παράταση ισχύος.

    74.      Υπό το πρίσμα των επισημάνσεων αυτών, καταλήγω ότι ο σκοπός που επιδιώκει το Πρωτόκολλο δεν μπορεί να αποτελέσει το κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμάται το κύρος του κανονισμού 2327/2003. Επομένως, και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

     Δ –         Παράβαση της αρχής της «ακρίβειας»

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    75.      Η Αυστρία υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 2327/2003 παραβιάζει την αρχή της ακρίβειας (Bestimmtheitsgrundssatz), η οποία σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΚ είναι δεσμευτική για τα κοινοτικά όργανα. Φρονεί ότι πολλές διατάξεις του κανονισμού αυτού στερούνται της απαιτούμενης σαφήνειας και ακρίβειας και, επομένως, παραβιάζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, η Αυστρία επικαλείται το ότι η γερμανική εκδοχή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού δεν είναι σαφής ως προς το αν τα οχήματα που χρησιμοποιούν οκτώ σημεία υπάγονται στο μεταβατικό σύστημα σημείων. Περαιτέρω, παραπονείται ότι δεν υπάρχει στον κανονισμό ορισμός των «εξαιρετικά εξειδικευμένων οχημάτων υψηλού κόστους και μεγάλης διάρκειας ζωής από οικονομική άποψη». Επιπροσθέτως, η εποπτεία της συμμορφώσεως προς τον κανονισμό δεν είναι δυνατή επειδή δεν υπάρχει πρόβλεψη για υποχρέωση των μεταφορέων να φέρουν τα κατάλληλα έγγραφα. Τέλος, κατά παράβαση του άρθρου 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ και του άρθρου 211, τέταρτη περίπτωση ΕΚ, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού επιτρέπει στην Επιτροπή να παρατείνει ratione materiae το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

    76.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ασάφεια στη γερμανική εκδοχή του άρθρου 3, παράγραφος 2, σχετικά με τα οχήματα που χρησιμοποιούν οκτώ σημεία. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει το κύρος του κανονισμού, διότι οι άλλες γλωσσικές εκδοχές της διατάξεως αυτής είναι σαφείς και, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται υπό το πρίσμα της αποδόσεώς τους στις άλλες επίσημες γλώσσες (28). Επιπλέον, εφόσον η Αυστριακή Κυβέρνηση μετέσχε στις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής, είχε πλήρη γνώση της ασάφειας αυτή. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά μεταξύ των γλωσσικών εκδοχών εξαλείφθηκε με την έκδοση διορθωτικού στις 6 Ιουλίου 2004 (29).Δεδομένου ότι είναι απολύτως σαφές σε ποιες κατηγορίες οχημάτων εφαρμόζεται το σύστημα των οικοσημείων, πληρούται η προϋπόθεση περί ασφάλειας δικαίου.

    77.      Σχετικά με τους περί ασάφειας ισχυρισμούς, η Επιτροπή προβάλλει ότι δεν έχει καταστεί δυνατή η λήψη των μέτρων του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 2327/2003, διότι η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν έχει ακόμη θεσπίσει διατάξεις για την εφαρμογή του.

    78.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά, προβάλλοντας ότι οι δυσχέρειες στην πρακτική εφαρμογή του κανονισμού οφείλονται στο ότι η Επιτροπή δεν θέσπισε τις διατάξεις εφαρμογής, και όχι το αντίστροφο.

    2.      Εκτίμηση

    79.      Η Bestimmtheitsgrundssatz ή αρχή της ακρίβειας την οποίαν επικαλείται η Δημοκρατία της Αυστρίας αποτελεί έκφραση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΕ, με το οποίο διακηρύσσεται ότι η Ένωση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή του κράτους δικαίου, μπορεί να θεωρηθεί ως η βάση της αρχής αυτής στη Συνθήκη. Όπως έχει κατ’ επανάληψη αποφανθεί το Δικαστήριο, η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαιτούσα, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και ακρίβεια συγκεκριμένης κανονιστικής ρυθμίσεως, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (30) (βλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand Frères και Garancini, Συλλογή 1981, σ. 1931, και της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-143/93, Van Es Douane Agenten, Συλλογή 1996, σ. Ι-431, σκέψη 27). Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται επίσης με τη Διοργανική Συμφωνία της 22ας Δεκεμβρίου 1998, για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας. Κατά την πρώτη παράγραφο των εν λόγω μη νομικώς δεσμευτικών κατευθυντήριων γραμμών, οι κοινοτικές νομοθετικές πράξεις διατυπώνονται με σαφήνεια, απλότητα και ακρίβεια (31).

    80.      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι σε διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ενυπάρχει ενδεχομένως ορισμένος βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έννοια και την έκταση εφαρμογής τους. Κατά τον έλεγχο της συμβατότητας της εν λόγω διατάξεως με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, απαιτείται ο έλεγχος να περιορίζεται στο αν η επίμαχη νομική πράξη πάσχει παρόμοια ασάφεια παρεμποδίζουσα το κράτος μέλος να διατυπώσει με ικανή βεβαιότητα τυχόν επιφυλάξεις ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοια του προσβαλλόμενου κανονισμού (32).

    81.      Η πρώτη αιτίαση της Δημοκρατίας της Αυστρίας αφορά το ότι στην αρχική γερμανική εκδοχή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 2327/2003 δεν ήταν απολύτως σαφές αν τα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν οκτώ σημεία υπάγονται στο σύστημα σημείων ή αν απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων μέσω Αυστρίας. Καίτοι η εν λόγω γλωσσική εκδοχή παρουσιάζει κάποια ασάφεια, όπως αναγνώρισαν και τα καθών κοινοτικά όργανα, εντούτοις οι άλλες γλωσσικές εκδοχές ήταν απολύτως σαφείς ως προς το σημείο αυτό. Ορθώς επικαλούνται τα καθών τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η ανάγκη ενιαίας εφαρμογής, συνεπώς δε και ενιαίας ερμηνείας, αποκλείει να λαμβάνεται υπόψη το νομοθετικό αυτό κείμενο μεμονωμένα σε μια από τις γλωσσικές του αποδόσεις, αλλά απαιτεί να ερμηνεύεται σε σχέση τόσο με την πραγματική βούληση εκείνου που το εξέδωσε, όσο και με τον σκοπό που ο τελευταίος επιδίωκε, ακριβώς υπό το πρίσμα όλων των γλωσσικών αποδόσεων (33). Επιπλέον, η γερμανική εκδοχή διορθώθηκε με την έκδοση διορθωτικού και, επομένως, εκ του λόγου αυτού και μόνον δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το ότι τα οχήματα που χρησιμοποιούν οκτώ σημεία επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για διαμετακομιστικές μεταφορές μέσω Αυστρίας και υπάγονται στο σύστημα σημείων.

    82.      Το δεύτερο επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας αφορά την έλλειψη ορισμού της έννοιας των «εξαιρετικά εξειδικευμένων οχημάτων υψηλού κόστους και μεγάλης διάρκειας ζωής από οικονομική άποψη» του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού. Συναφώς, παραπέμπουμε στη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ορισμένος βαθμός αβεβαιότητας μπορεί να ενυπάρχει σε οποιαδήποτε διάταξη. Πράγματι, επειδή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν όλες οι πιθανές πραγματικές καταστάσεις επί των οποίων ενδεχομένως να εφαρμοστεί ο κανόνες δικαίου και προκειμένου να διασφαλιστεί επαρκής ευελιξία κατά την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα, το νομοθετικό όργανο πρέπει να χρησιμοποιεί ορολογία η οποία να μην είναι εντελώς απόλυτη. Πέραν τούτου, φρονώ ότι ο επίμαχος όρος είναι, ωστόσο, αρκετά σαφής, δεδομένου ότι περιέχει τρία κριτήρια προς διάκριση της συγκεκριμένης κατηγορίας οχημάτων από άλλες.

    83.      Το τρίτο πρόβλημα που επισημαίνει η Δημοκρατία της Αυστρίας στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως είναι ότι, εφόσον δεν είναι υποχρεωτική η κατοχή ορισμένων εγγράφων, δεν είναι δυνατόν να ελέγχεται η συμμόρφωση προς το σύστημα σημείων. Στο πλαίσιο του κανονισμού 2327/2003, η Επιτροπή έχει κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, την αρμοδιότητα, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5 παράγραφος 2, του κανονισμού να θεσπίζει περαιτέρω μέτρα για τις διαδικασίες που αφορούν το μεταβατικό σύστημα σημείων, την κατανομή των σημείων και τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 3. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δηλώνει αδυναμία λήψεως πρόσθετων μέτρων, λόγω της αρνήσεως της Αυστρίας να εφαρμόσει τον κανονισμό και δεδομένου ότι η Αυστρία δηλώνει ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει τον κανονισμό χωρίς τα εν λόγω μέτρα, το ζήτημα αποκτά μάλλον θεωρητική σημασία. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι δεν έχουν ληφθεί, για οποιονδήποτε λόγο, τα αναγκαία μέτρα, παρά την περί τη σχετική πρόβλεψη του κανονισμού, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει λόγο ακυρώσεως του κανονισμού.

    84.      Η τέταρτη ασάφεια που επικαλείται η Δημοκρατία της Αυστρίας συνίσταται στο ότι η νομοθετική αρμοδιότητα που παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού στην Επιτροπή τής επιτρέπει να επεκτείνει ratione materiae το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Ωστόσο, κατά τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, η οποία παρατίθεται παραφρασμένη στο προηγούμενο σημείο, η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνο διαδικαστικά θέματα, την κατανομή των σημείων και τεχνικά ζητήματα. Επομένως, η έκταση της παρασχεθείσας στην Επιτροπή νομοθετικής αρμοδιότητας είναι κατάλληλα καθορισμένη και δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι σχετικές με τα ζητήματα αυτά διατάξεις ενδέχεται να οδηγήσουν στη ratione materiae επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού.

    85.      Κατά συνέπεια, και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

    VIII – Δικαστικά έξοδα

    86.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζήτησαν να καταδικαστεί η Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η Δημοκρατία της Αυστρίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, η Επιτροπή, η οποία παρενέβη υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

    IX – Πρόταση

    87.      Κατόπιν των σκέψεων που προηγήθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο:

    –       να κηρύξει παραδεκτή την προσφυγή της Δημοκρατίας της Αυστρίας,

    –       να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

    –      να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα,

    –      να υποχρεώσει την Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


    2 – ΕΕ 2003, L 345, σ. 30.


    3 – ΕΕ 1994, C 241, σ. 21 και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1.


    4 – Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑445/00, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑8549. Πριν την έκδοση της αποφάσεως αυτής, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου εξέδωσε τη διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, με την οποία ανεστάλη η εφαρμογή του προσβληθέντος κανονισμού.


    5 – Υποθέσεις, C-356/01, C‑296/02 και 393/03. Στις τελευταίες δύο υποθέσεις η Αυστρία ζήτησε την αναστολή της εφαρμογής των αποφάσεων της Επιτροπής. Απορρίφθηκαν αμφότερες οι αιτήσεις με τις αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2002, C‑296/02 R, Αυστρία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑9159, και της 14ης Νοεμβρίου 2003, C‑393/03 R, Αυστρία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑13593.


    6 – Απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, C‑356/01, Αυστρία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑4061.


    7 – ΕΕ 2004, C 106, σ. 53 και 54.


    8 – Υπόθεση T‑361/04, Αυστρία κατά Επιτροπής, ΕΕ 2004, C 300, σ. 44.


    9 – Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, C‑320/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή.


    10 – Δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού.


    11 – COM(2003) 448 τελικό, της 23ης Ιουλίου 2003, πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/62/EΚ περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής.


    12 – Παράρτημα 4 του Πρωτοκόλλου και Παράρτημα 1 του κανονισμού 2327/2003.


    13 – Υπόθεση T‑361/04· βλ. ανωτέρω, σκέψη 3.


    14 – Βλ., π.χ., αποφάσεις της υπόθεσης C­55/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 23, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C­199/03, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53.


    15 – Βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑178/00, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑303, σκέψη 6, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑184/02 και C‑223/02, Ισπανία και Φιλανδία κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑7789, σκέψη 20.


    16 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-434/02, Arnold André, Συλλογή 2004, σ. Ι­11825, σκέψη 45, και απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C­491/01, BAT, Συλλογή 2002, σ. Ι­11453, σκέψη 122.


    17 – Βλ. την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15 απόφαση Ισπανία και Φιλανδία κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 56.


    18 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 16 αποφάσεις Arnold André, σκέψη 16, και BAT, σκέψη 123.


    19 – Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση C‑244/03, Γαλλία κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σημεία 91 και 92.


    20 – Βλ. τα σημεία 95 έως 99 των προτάσεών μου στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19 υπόθεση Γαλλία κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου.


    21 – Βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, C­176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42, και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9 απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 73.


    22 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 42.


    23 – Οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος, ΕΕ 1996, L 296, σ. 55, και οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1999 σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου, στον αέρα του περιβάλλοντος, ΕΕ 1999, L 163, σ. 41.


    24 – Στη γερμανική εκδοχή του άρθρου 11, παράγραφος 4, του Πρωτοκόλλου, ο όρος «σε μόνιμη και σταθερή βάση» αντιστοιχεί στον ακριβέστερο όρο «dauerhaften und umweltgerechten Grundlage».


    25 – Σκέψη 72 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 4 αποφάσεως.


    26 – Ειδικότερα, την πρώτη οδηγία του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1962 περί θεσπίσεως κοινών κανόνων για ορισμένες οδικές μεταφορές εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 28) και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 881/92 του Συμβουλίου της 26ης Μαρτίου 1992, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά των οδικών εμπορευματικών μεταφορών μέσα στην Κοινότητα, οι οποίες έχουν ως σημείο αναχώρησης ή προορισμού το έδαφος κράτους μέλους ή διέρχονται από το έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών (ΕΕ 1992, L 9, σ. 1).


    27 – Βλ. τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 23 οδηγίες.


    28  – Απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, C-296/95, EMU Tabac κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι-1605, σκέψη 36.


    29 – ΕΕ 2004, L 235, σ. 23.


    30 – Βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C-110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 30, της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand Frères και Garancini, Συλλογή 1981, σ. 1931, και της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-143/93, Van Es Douane Agenten, Συλλογή 1996, σ. Ι‑431, σκέψη 27.


    31 – ΕΕ 1999, C 73, σ. 1.


    32 – Βλ. την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30 απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 31.


    33 – Βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 147, σκέψη 3, της 7ης Ιουλίου 1988, 55/87, Moksel, Συλλογή 1988, σ. 3845, σκέψη 1523, καθώς και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 απόφαση EMU Tabac, σκέψη 36.

    Top