Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TO0422

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2004.
Enviro Tech Europe Ltd και Enviro Tech International Inc. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ασφαλιστικά μέτρα - Οδηγία 67/548/ΕΟΚ - Επείγον.
Υπόθεση T-422/03 R.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 II-00469

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:30

Υπόθεση T-422/03 R

Enviro Tech Europe Ltd και Enviro Tech International, Inc.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ασφαλιστικά μέτρα – Οδηγία 67/548/ΕΟΚ – Επείγον»

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2004 

Περίληψη της διατάξεως

1.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Αρνητική διοικητική απόφαση

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ)

2.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Βάρος αποδείξεως – Επέλευση της ζημίας που εξαρτάται από μελλοντικά και αβέβαια γεγονότα

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

1.     Κατ’ αρχήν αίτηση αναστολής εκτελέσεως αρνητικής διοικητικής αποφάσεως δεν είναι νοητή, δεδομένου ότι αυτή η αναστολή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της καταστάσεως του αιτούντος.

(βλ. σκέψη 58)

2.     Ο επείγον χαρακτήρας μιας αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη να διαταχθεί προσωρινώς η αναστολή αυτή ώστε να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία του διαδίκου που την ζητεί. Στον διάδικο που επικαλείται την επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξή της. Το επικείμενο της ζημίας δεν χρειάζεται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή πλειόνων παραγόντων, να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα.

Εντούτοις, μία ζημία καθαρά υποθετική καθόσον στηρίζεται στην επέλευση μελλοντικών και αβεβαίων γεγονότων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη των αιτουμένων προσωρινών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 62-65)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 3ης Φεβρουαρίου 2004 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Οδηγία 67/548/ΕΟΚ – Επείγον»

Στην υπόθεση T-422/03 R,

Enviro Tech Europe Ltd, με έδρα στο Kingston upon Thames, Surrey (Ηνωμένο Βασίλειο),

Enviro Tech International Inc., με έδρα στο Σικάγο, Illinois (Ηνωμένες Πολιτείες),

εκπροσωπούμενες από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

αιτούσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον X. Lewis και την F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο, αφενός, αίτηση αναστολής της εκτελέσεως δύο πράξεων της Επιτροπής με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 2003 και, αφετέρου, αίτηση με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να μην προτείνει τη νέα ταξινόμηση της ουσίας n-προπυλοβρωμίδιο κατά την 29η προσαρμογή στην τεχνολογική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

 Γενικό νομικό πλαίσιο

1       Η οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (EE ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34), όπως τροποποιήθηκε για έβδομη φορά με την οδηγία 92/32/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 154, σ. 1), καθορίζει κανόνες σχετικά με την εμπορία ορισμένων «ουσιών», που ορίζονται ως «τα χημικά στοιχεία και οι ενώσεις τους σε φυσική κατάσταση ή όπως παράγονται από οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων όλων των προσθέτων που απαιτούνται για τη σταθερότητα του προϊόντος και όλων των προσμίξεων που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία αυτή, εκτός από οποιονδήποτε διαλύτη που μπορεί να διαχωριστεί χωρίς να θίξει τη σταθερότητα της ουσίας ούτε να τροποποιήσει τη σύνθεσή της».

2       Από τότε που εκδόθηκε, η οδηγία 67/548 τροποποιήθηκε κατ’ επανάληψη και, τελευταίως, με τον κανονισμό (ΕΚ) 807/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, περί προσαρμογής προς την απόφαση 1999/468/ΕΚ των διατάξεων των σχετικών με τις επιτροπές που επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, οι οποίες προβλέπονται από πράξεις του Συμβουλίου που εκδόθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία διαβούλευσης (ομοφωνία) (ΕΕ L 122, σ. 36).

3       Το άρθρο 4 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι οι ουσίες ταξινομούνται, ανάλογα με τις εγγενείς τους ιδιότητες, στις κατηγορίες του άρθρου 2, παράγραφος 2. Η ταξινόμηση μιας χημικής ουσίας ως «επικίνδυνης» επιβάλλει να επικολλάται στη συσκευασία της κατάλληλη ετικέτα περιλαμβάνουσα μεταξύ άλλων τα σύμβολα κινδύνου, τις τυποποιημένες φράσεις με τις οποίες υποδηλώνονται οι ιδιαίτεροι κίνδυνοι τους οποίους συνεπάγεται η χρήση της ουσίας («φράσεις R»), καθώς και τις τυποποιημένες φράσεις για τις οδηγίες ασφαλούς χρήσεως της ουσίας («φράσεις S»).

4       Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα εξής:

«“Επικίνδυνες” ουσίες και παρασκευάσματα κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας είναι οι:

[…]

γ)      εξαιρετικά εύφλεκτες: ουσίες και παρασκευάσματα με εξαιρετικά χαμηλό σημείο ανάφλεξης και χαμηλό σημείο ζέσεως, καθώς και αέριες ουσίες και παρασκευάσματα οι οποίες, υπό κανονική θερμοκρασία και πίεση, αναφλέγονται στον αέρα·

δ)      πολύ εύφλεκτες: ουσίες και παρασκευάσματα:

–      που μπορεί να θερμανθούν και τελικά να αναφλεγούν στον αέρα σε κανονική θερμοκρασία χωρίς έξωθεν παροχή ενέργειας

ή

–      σε στερεά κατάσταση, που μπορούν να αναφλεγούν εύκολα μετά από σύντομη επίδραση πηγής ανάφλεξης και που εξακολουθούν να φλέγονται ή να καίονται μετά την απόσυρση της πηγής ανάφλεξης

ή

–      σε υγρή κατάσταση, με πολύ χαμηλό σημείο ανάφλεξης

ή

–      που σε επαφή με το νερό ή με υγρό αέρα εκλύουν εξαιρετικά εύφλεκτα αέρια σε επικίνδυνες ποσότητες·

ε)      εύφλεκτες: υγρές ουσίες και παρασκευάσματα με πολύ χαμηλό σημείο ανάφλεξης·

[…]

ι)      ερεθιστικές: μη διαβρωτικές ουσίες και παρασκευάσματα τα οποία, με άμεση, παρατεταμένη ή επαναλαμβανόμενη επαφή με το δέρμα ή τους βλεννογόνους, μπορούν να προκαλέσουν φλεγμονές·

[…]

ν)      τοξικές για την αναπαραγωγή: ουσίες και παρασκευάσματα τα οποία, εισπνεόμενα, καταπινόμενα ή απορροφούμενα μέσω του δέρματος, μπορούν να προκαλέσουν ή να αυξήσουν τη συχνότητα μη κληρονομικών επιβλαβών φαινομένων στους απογόνους ή να επιδράσουν δυσμενώς στις αναπαραγωγικές λειτουργίες ή δυνατότητες των δύο φύλων.»

5       Ως προς τις δοκιμές που μπορούν να πραγματοποιούνται για να ταξινομούνται οι ουσίες, το άρθρο 3 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα εξής:

«1.      Οι δοκιμές των χημικών προϊόντων στα πλαίσια της παρούσας οδηγίας πραγματοποιούνται, κατά γενικό κανόνα, με τις μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα V. Ο προσδιορισμός των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων των ουσιών γίνεται με τις μεθόδους που προβλέπει το παράρτημα V, σημείο Α […]».

6       Το παράρτημα V, σημείο A 9, της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, καθορίζει τις μεθόδους καθορισμού των σημείων αναφλέξεως.

7       Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι οι γενικές αρχές ταξινόμησης και επισήμανσης των ουσιών και παρασκευασμάτων εφαρμόζονται σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος VI, εκτός αν, σε ειδικές οδηγίες, προβλέπονται αντίθετες απαιτήσεις σχετικά με τα επικίνδυνα παρασκευάσματα.

8       Το παράρτημα VI, σημείο 4.2.3, της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, διευκρινίζει τα κριτήρια που εφαρμόζονται στα τοξικά αποτελέσματα για την αναπαραγωγή και κατανέμει τις ουσίες που έχουν τέτοια αποτελέσματα σε τρεις κατηγορίες:

–       κατηγορία 1: «ουσίες οι οποίες είναι γνωστό ότι εξασθενούν τη γονιμότητα του ανθρώπου» και «ουσίες γνωστές ως τοξικές για την ανάπτυξη του ανθρώπου»·

–       κατηγορία 2: «ουσίες οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εξασθενούν τη γονιμότητα του ανθρώπου» και «ουσίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τοξικές για την ανάπτυξη του ανθρώπου»·

–       κατηγορία 3: «ουσίες που προκαλούν ανησυχία για τη γονιμότητα του ανθρώπου» και «ουσίες που προκαλούν ανησυχία για τον άνθρωπο λόγω πιθανής τοξικής επίδρασης στην ανάπτυξη».

 Προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνολογική πρόοδο

9       Το άρθρο 28 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα εξής:

«Οι απαραίτητες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην τεχνολογική πρόοδο θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 29.»

10     Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή ανέφερε ότι, στην πράξη, οσάκις επεξεργάζεται ένα πρώτο σχέδιο μέτρων προσαρμογής της οδηγίας 67/548 στην τεχνολογική πρόοδο, συμβουλεύεται την ομάδα εργασίας για την ταξινόμηση και την επισήμανση (στο εξής: ομάδα εργασίας). Η ομάδα αυτή αποτελείται από ειδικούς στην τοξικολογία και την ταξινόμηση, ορισθέντες ως αντιπρόσωποι από τα κράτη μέλη, εκπροσώπους της χημικής βιομηχανίας καθώς και από εκπροσώπους του βιομηχανικού κλάδου που ενδιαφέρεται ειδικότερα για τα οικεία προϊόντα. Μετά από διαβούλευση της ομάδας εργασίας, η Επιτροπή υποβάλλει το σχέδιο μέτρων στη συσταθείσα από το άρθρο 29 της οδηγίας 67/548 επιτροπή (στο εξής: κανονιστική επιτροπή).

11     Το άρθρο 29 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 807/2003, προβλέπει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.      Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.»

12     Το άρθρο 5 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), προβλέπει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή επικουρείται από κανονιστική επιτροπή την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

2.      Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της επί του σχεδίου αυτού εντός προθεσμίας που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με το επείγον του θέματος. Η γνώμη δίδεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2, της Συνθήκης, στην περίπτωση αποφάσεων τις οποίες καλείται να εγκρίνει το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής. Οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών στην επιτροπή σταθμίζονται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο εκείνο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία.

3.      Η Επιτροπή, με την επιφύλαξη του άρθρου 8, εγκρίνει τα σχεδιαζόμενα μέτρα εφόσον αυτά είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4.      Εάν τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει αμελλητί στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα και ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.      Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κρίνει ότι πρόταση που υποβλήθηκε από την Επιτροπή δυνάμει βασικής πράξης η οποία έχει εγκριθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται από αυτή τη βασική πράξη, γνωστοποιεί τη θέση του στο Συμβούλιο.

6.      Κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση αυτή, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την πρόταση εντός προθεσμίας που ορίζεται σε κάθε βασική πράξη και η οποία ουδέποτε υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία υποβολής στο Συμβούλιο.

Εάν εντός αυτής της προθεσμίας το Συμβούλιο δηλώσει με ειδική πλειοψηφία ότι διαφωνεί με την πρόταση, η Επιτροπή την επανεξετάζει και μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο τροποποιημένη πρόταση, να υποβάλει εκ νέου την πρότασή της ή να υποβάλει νομοθετική πρόταση με βάση τη Συνθήκη.

Εάν κατά τη λήξη της προθεσμίας το Συμβούλιο δεν έχει εγκρίνει την προτεινόμενη εκτελεστική πράξη ή δεν έχει εκδηλώσει τη διαφωνία του με τα προτεινόμενα εκτελεστικά μέτρα, η προτεινόμενη εκτελεστική πράξη εγκρίνεται από την Επιτροπή.»

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

13     Το n‑προπυλοβρωμίδιο (στο εξής: nPB) είναι ένα πτητικό οργανικό διαλυτικό που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για τον βιομηχανικό καθαρισμό.

14     Η Enviro Tech Europe Ltd και η Enviro Tech International Inc. (στο εξής: αιτούσες) έχουν ως μοναδική δραστηριότητα την παραγωγή και την πώληση ενός προϊόντος που παρασκευάζεται με βάση το nPB και ονομάζεται «Ensolv». Η πρώτη από τις εταιρίες αυτές είναι η ευρωπαϊκή θυγατρική εταιρία της δεύτερης και έχει αποκλειστική άδεια για την πώληση του Ensolv στην Ευρώπη.

15     Μετά την έκδοση της οδηγίας 91/325/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 1991, για δωδέκατη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548 (ΕΕ L 180, σ. 1), το nPB ταξινομήθηκε στο παράρτημα Ι της οδηγίας 67/548 ως ουσία που ερεθίζει και είναι εύφλεκτη.

16     Κατά τη συνάντηση της ομάδας εργασίας που πραγματοποιήθηκε από τις 16 έως τις 18 Ιανουαρίου 2002, ο διευθυντής του Health & Safety Executive (γραφείου για την υγεία και την ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: HSE) πρότεινε να ταξινομηθεί το nPB ως αναπαραγωγικώς τοξική ουσία κατηγορίας 2.

17     Μεταγενεστέρως, κατά τη διάρκεια του Απριλίου 2002, το HSE πρότεινε να ταξινομηθεί το nPB ως λίαν εύφλεκτη ουσία, βασιζόμενο στα αποτελέσματα μιας νέας επιστημονικής δοκιμής.

18     Έκτοτε, οι αιτούσες διαμαρτυρήθηκαν κατ’ επανάληψη για το εν λόγω σχέδιο ταξινομήσεως προς το HSE, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Χημικών Ουσιών, καθώς και προς την ομάδα εργασίας και τους υπέβαλαν για τον σκοπό αυτό στοιχεία και επιστημονικά επιχειρήματα προς στήριξη της θέσεώς τους.

19     Κατά τη συνάντησή της τον Ιανουάριο 2003, η ομάδα εργασίας αποφάσισε να συστήσει την ταξινόμηση του nPB ως λίαν εύφλεκτης και αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 2. Μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, οι αιτούσες μάταια προσπάθησαν να πείσουν την ομάδα εργασίας να επαναλάβει τις συζητήσεις της επί του nPB.

20     Στις 29 Αυγούστου και στις 29 Σεπτεμβρίου 2003, αντιστοίχως, οι αιτούσες απέστειλαν δύο επιστολές στην Επιτροπή, με τις οποίες ζήτησαν από την τελευταία, μεταξύ άλλων, να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διορθωθούν τα υπολανθάνοντα σφάλματα των συστάσεων της ομάδας εργασίας σχετικά με το nPB.

21     Με δύο επιστολές της 3ης Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή επεσήμανε στις αιτούσες ότι τα επιχειρήματα που παρουσίασαν με τις επιστολές τους της 29ης Αυγούστου και της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 δεν δικαιολογούσαν τροποποίηση της ταξινομήσεως του nPB που συνέστησε η ομάδα εργασίας (στο εξής: προσβαλλόμενες πράξεις).

22     Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 2003, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή ζητώντας από το Πρωτοδικείο:

–       να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις·

–       να αναγνωρίσει την υπαιτιότητα της Επιτροπής για τις ζημίες που οι αιτούσες υπέστησαν λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της·

–       να αναγνωρίσει την υπαιτιότητα της Επιτροπής για επικείμενη, προβλέψιμη και επαρκώς βεβαία ζημία, ακόμη και αν η ζημία αυτή δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ακριβώς.

23     Λίγο καιρό μετά την άσκηση της προσφυγής της κύριας δίκης, οι αιτούσες ενημερώθηκαν για την πραγματοποίηση συναντήσεως της κανονιστικής επιτροπής, στις 15 Ιανουαρίου 2004, προκειμένου να εγκριθεί η 29η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548.

24     Με χωριστό δικόγραφο, που πρωτοκολλήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2003 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, οι αιτούσες, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, ζήτησαν από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή:

–       να κρίνει το αίτημά τους παραδεκτό και βάσιμο·

–       να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων·

–       να διατάξει την Επιτροπή να μην προτείνει την επαναταξινόμηση του nPB στο πλαίσιο της 29ης προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548 κατά την επόμενη συνάντηση της κανονιστικής επιτροπής, που προβλέπεται για τις 15 Ιανουαρίου 2004, αυτό δε έως ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια δίκη·

–       να διατάξει οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο προσωρινό μέτρο για τη διαφύλαξη της καταστάσεως των αιτουσών έως ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια δίκη·

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25     Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, οι αιτούσες ζήτησαν από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να κάνει δεκτή κατεπειγόντως την αίτησή τους για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αυτό δε πριν ακόμα η Επιτροπή υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

26     Στις 12 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως για τη λήψη προσωρινών μέτρων. Η Επιτροπή ζητεί από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή:

–       να απορρίψει την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων·

–       να καταδικάσει τις αιτούσες στα δικαστικά έξοδα.

27     Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η συνάντηση της κανονιστικής επιτροπής ουδέποτε προβλέφθηκε για τις 15 Ιανουαρίου 2004 και ότι η διαδικασία διαβουλεύσεως των διαφόρων υπηρεσιών της σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μέτρα ενόψει της 29ης προσαρμογής της 67/548 στην τεχνική πρόοδο καθυστέρησε. Συνεπώς, προσθέτει η Επιτροπή, η συνάντηση της κανονιστικής επιτροπής, που αρχικά προβλέφθηκε για τις 23 Ιανουαρίου 2004, αναβλήθηκε επ’ αόριστον.

 Σκεπτικό

28     Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις για τη λήψη προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, ώστε τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορριφθούν εφόσον μία από αυτές δεν συντρέχει [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι‑4971, σκέψη 30]. Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής προβαίνει, επίσης, ενδεχομένως, στη στάθμιση των υφισταμένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι‑1461, σκέψη 73).

29     Εξάλλου, στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξετάσεως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 23].

30     Υπό το φως των ανωτέρω αρχών πρέπει να εξεταστεί η παρούσα αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επιχειρήματα των αιτουσών

–       Επί του παραδεκτού

31     Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι δύνανται να ασκήσουν προσφυγή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, στο μέτρο που οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι αποφάσεις της Επιτροπής υπογεγραμμένες από ένα διευθυντή και των οποίων αυτές είναι άμεσοι αποδέκτες, ώστε δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι οι εν λόγω αποφάσεις τις αφορούν άμεσα και ατομικά, δεδομένου ότι το κριτήριο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις αποφάσεις που απευθύνονται σε τρίτους.

32     Οι αιτούσες υποστηρίζουν επίσης ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παράγουν οριστικά αποτελέσματα, επηρεάζοντα αρνητικά τη νομική τους κατάσταση, καθόσον καθορίζουν την οριστική θέση της Επιτροπής ως προς την ταξινόμηση του nPB.

33     Εξάλλου, τονίζουν, αφενός, ότι η κανονιστική επιτροπή, όταν κληθεί να αποφανθεί επί του σχεδίου της Επιτροπής, δεν θα εξετάσει τα επιστημονικά ή νομικά στοιχεία προς στήριξη της αναταξινομήσεως του nPB, δεδομένου ότι η εξέταση αυτή πραγματοποιήθηκε ήδη από τους εκπροσώπους τους στην ομάδα εργασίας και από την Επιτροπή τελευταίως και, αφετέρου, ότι ορισμένα από τα μέλη της κανονιστικής επιτροπής συμμετέχουν επίσης στις συναντήσεις της ομάδας εργασίας. Συνάγουν από αυτό όχι μόνον ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις καθορίζουν την οριστική θέση της Επιτροπής κλείνοντας τη διοικητική διαδικασία εξετάσεως του nPB, αλλά επίσης ότι αποτελούν θεωρητικά απόφαση ταξινομήσεως του nPB.

34     Ισχυρίζονται τέλος ότι, ακόμη και αν οι προσβαλλόμενες πράξεις θεωρηθούν προπαρασκευαστικά μέτρα, η προσφυγή είναι εντούτοις παραδεκτή σύμφωνα με τη συλλογιστική του Δικαστηρίου σε δύο αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1992, C‑312/90, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑4117), και C‑47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑4145), με τις οποίες οι προσφυγές κατά προπαρασκευαστικών μέτρων, δηλαδή εγγράφων περί κινήσεως της προβλεπομένης από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασίας, κρίθηκαν παραδεκτές.

–       Επί του fumus boni juris

35     Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η προσφυγή κατά των προσβαλλομένων πράξεων, η οποία στηρίζεται σε πέντε λόγους, δεν είναι αβάσιμη.

36     Πρώτον, ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εγκρίνουν την απόφαση της ομάδας εργασίας, που συνιστά την ταξινόμηση του nPB ως λίαν εύφλεκτης ουσίας, βάσει των αποτελεσμάτων μιας μόνον επιστημονικής δοκιμής η οποία, αντικειμενικώς, προδήλως και αναντιρρήτως, είναι αντίθετη προς τη μέθοδο δοκιμής που προβλέπεται από το παράρτημα V, σημείο A 9, της οδηγίας 67/548.

37     Δεύτερον, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εγκρίνουν την απόφαση της ομάδας εργασίας, που συνιστά την ταξινόμηση του nPB ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 2, κυρίως βάσει των αποτελεσμάτων επιστημονικής δοκιμής που υπέβαλε το HSE. Υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το HSE είναι επιστημονικώς ανακριβή και άσχετα έναντι των κριτηρίων ταξινομήσεως του παραρτήματος VI, σημείο 4.2.3, της οδηγίας 67/548.

38     Τρίτον, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις βασίζονται σε μία σμικρυντική και ατελή εξέταση του nPB, στο μέτρο που τα στοιχεία που διαψεύδουν τα συμπεράσματα της ομάδας εργασίας, και, επομένως, αυτά της Επιτροπής, είτε αγνοήθηκαν, είτε η τελευταία τα διέτρεξε απλώς. Η Επιτροπή παρέβη εκ του λόγου αυτού το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

39     Τέταρτον, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι η ταξινόμηση του nPB ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 2 βασίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της προλήψεως. Υποστηρίζουν ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί να εφαρμόζεται για την ταξινόμηση του nPB κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 67/548. Προσθέτουν ότι, ακόμη και αν η αρχή αυτή έχει εφαρμογή, είναι ασύμβατη προς την ταξινόμηση κατηγορίας 2, μέτρο για το οποίο η οδηγία 67/548 απαιτεί «θετικά αποτελέσματα» αν δεν υπάρχουν άλλα τοξικά αποτελέσματα.

40     Τέλος, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια για να εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις και ότι αυτές παραβιάζουν τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ανεξαρτησίας και υπεροχής της επιστημονικής γνώμης, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των καταχρήσεων εξουσίας και της χρηστής διοικήσεως.

–       Επί του επείγοντος

41     Οι αιτούσες αναφέρουν ότι η αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων –καθώς και της προτάσεως της Επιτροπής προς την κανονιστική επιτροπή που απορρέει από αυτές– επιβάλλεται λόγω του ότι επείγει να εμποδιστεί η έκδοση, στις 15 Ιανουαρίου 2004, της 29ης προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548. Ένα τέτοιο μέτρο είναι απαραίτητο για να προληφθούν οι ανεπανόρθωτες συνέπειες που οι αιτούσες διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν από εμπορικής, οικονομικής και κανονιστικής απόψεως, δεδομένου ότι οι εν λόγω συνέπειες μπορούν ακόμη και να απειλήσουν την ίδια την ύπαρξή τους.

42     Ειδικότερα, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η έκδοση και εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την αναταξινόμηση του nPB, οι οποίες εγγυώνται ότι η εν λόγω αναταξινόμηση θα θεσπιστεί κατά την επόμενη και 29η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548, ενέχουν τρεις αρνητικές συνέπειες δυνάμενες να τους προκαλέσουν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, η οποία μπορεί επιπλέον να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα.

43     Οι αιτούσες υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι η νέα ταξινόμηση του nPB ως λίαν εύφλεκτης και αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 2 καθιστά άκυρο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τους για το Ensolv, στο μέτρο που το τελευταίο βασίζεται στις μη εύφλεκτες και ακίνδυνες ιδιότητες του nPB.

44     Οι αιτούσες ισχυρίζονται στη συνέχεια ότι η νέα ταξινόμηση του nPB ως λίαν εύφλεκτης ουσίας ενέχει ανεπανόρθωτες συνέπειες από εμπορικής, οικονομικής και κανονιστικής απόψεως, που μπορούν ακόμη και να απειλήσουν την εξακολούθηση των δραστηριοτήτων τους. Συγκεκριμένα, από κανονιστικής απόψεως, οι εξοπλισμοί απολύμανσης με ατμό των αιτουσών δεν θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιούνται για τη χρήση των ουσιών που ταξινομούνται ως λίαν εύφλεκτες, πράγμα που θα υποχρεώσει επομένως όλους του χρήστες του nPB, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των πελατών τους, να αντικαταστήσουν τους εξοπλισμούς τους. Ειδικότερα, η ταξινόμηση ως λίαν εύφλεκτης ουσίας απαιτούσε όλοι αυτοί οι εξοπλισμοί να αντέχουν στη φωτιά και να χρησιμοποιούνται σε αποκλειστικές ζώνες. Συνεπώς, η εναποθήκευση και ο χειρισμός τέτοιων ουσιών απαιτεί προσαρμοσμένους εξοπλισμούς και ορισμένες προφυλάξεις που χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις, γενικώς απρόσιτες, εκ μέρους των χρηστών τους.

45     Οι αιτούσες τονίζουν τέλος ότι η νέα ταξινόμηση του nPB ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 2 τους επιβάλλει να προτείνουν και να προσφέρουν το συντομότερο δυνατό υποκατάστατα του nPB πιο «ασφαλή» από την ουσία αυτή, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1999, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις (ΕΕ L 85, σ. 1). Η νέα ταξινόμηση του nPB έθετε επομένως σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη των αιτουσών, διότι η μοναδική δραστηριότητά τους συνίσταται στην παραγωγή και την πώληση του Ensolv, το οποίο είναι προϊόν βασιζόμενο στο nPB. Αν το nPB αποσύρεται προοδευτικώς ή δεν αγοράζεται πλέον λόγω ορισμένων κανονιστικών και οικονομικών εξαναγκασμών, οι αιτούσες θα παύσουν τις δραστηριότητές τους. Οι εν λόγω μελλοντικές απώλειες και η ζημία δεν θα είναι, επομένως, ούτε ποσοτικά υπολογίσιμες ούτε επανορθώσιμες, εφόσον συνδέονται με την ίδια την ύπαρξη των αιτουσών.

–       Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

46     Ως προς τη στάθμιση των συμφερόντων, οι αιτούσες παρατηρούν ότι τα προσωρινά μέτρα που ζητούν απλώς θα διατηρήσουν την παρούσα κατάσταση έως ότου εκδοθεί απόφαση στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

47     Απορρίπτοντας την πρόταση σύμφωνα με την οποία το nPB μπορεί να ταξινομηθεί ως εύφλεκτη ουσία χωρίς να στηρίζουν τη θέση αυτή αποτελέσματα καταλλήλων δοκιμών, οι αιτούσες έχουν τη γνώμη ότι η παρούσα ταξινόμηση ειδοποιεί επαρκώς τα πρόσωπα που χειρίζονται και χρησιμοποιούν το nPB ως προς τις φερόμενες εύφλεκτες ιδιότητές του. Αντιθέτως, μια ταξινόμηση ως «λίαν εύφλεκτης» ουσίας δεν θα εξυπηρετούσε άλλους σκοπούς και θα είχε αντιθέτως ως αποτέλεσμα οι αιτούσες να παύσουν τη δραστηριότητά τους πριν εκδοθεί απόφαση στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Οι αιτούσες παρατηρούν επιπλέον ότι, από τότε που εισήχθη το nPB στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο, δεν αναφέρθηκε κανένα περιστατικό που να προκλήθηκε από τις φερόμενες εύφλεκτες ιδιότητες της ουσίας αυτής.

48     Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοστεί στην πρόταση αναταξινομήσεως του nPB ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 2, διότι, ελλείψει προσωρινών μέτρων, οι αιτούσες θα πρέπει αμέσως να υποβάλουν και να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα προοδευτικής αποσύρσεως του nPB κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 1999/13. Η παύση των δραστηριοτήτων των αιτουσών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη προστασίας των χρηστών του nPB, στο μέτρο που το προϊόν αυτό δεν είναι ούτε εγγεγραμμένο στους ευρωπαϊκούς καταλόγους προτεραιότητας σχετικά με τις «ανησυχητικές» ουσίες, ούτε διατίθεται στο εμπόριο σε μεγάλες ποσότητες.

49     Συνεπώς, οι αιτούσες θεωρούν ότι η στάθμιση των συμφερόντων κλίνει υπέρ της αναστολής των αποτελεσμάτων των προσβαλλομένων πράξεων και της προτάσεως αναταξινομήσεως ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας. Επικουρικώς, ενώ απορρίπτει την πρόταση σύμφωνα με την οποία τα αποτελέσματα δοκιμών που η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως μπορούν να δικαιολογήσουν την αναταξινόμηση του nPB ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 2, οι αιτούσες είναι διατεθειμένες να συμφωνήσουν με μια προσωρινή ταξινόμηση ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας κατηγορίας 3 έως ότου εκδοθεί απόφαση στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Αυτή η εκούσια ταξινόμηση θα επέτρεπε, αφενός, να αποφευχθούν οι ανεπανόρθωτες συνέπειες που αφορούν την παύση των δραστηριοτήτων των αιτουσών και, αφετέρου, να ειδοποιηθούν επαρκώς τα πρόσωπα που διαχειρίζονται και χρησιμοποιούν το nPB ως προς τις φερόμενες αναπαραγωγικώς τοξικές ιδιότητές του, πράγμα που θα κατεύναζε επομένως οποιαδήποτε εναπομένουσα ανησυχία σχετικά με αυτές τις ιδιότητες.

50     Τέλος, οι αιτούσες σημειώνουν ότι η χορήγηση των αιτουμένων προσωρινών μέτρων επιβάλλεται, αφού άλλωστε στην παρούσα υπόθεση είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είναι εξουσιοδοτημένη να ταξινομεί ουσίες χωρίς να καταφεύγει στις μεθόδους δοκιμών και τα κριτήρια ταξινομήσεως που προβλέπονται ειδικώς προς τον σκοπό αυτό από την οδηγία 67/548, στη συνέχεια, το γεγονός ότι η αρχή της προλήψεως δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε θέματα ταξινομήσεως βάσει της επικινδυνότητας και, τέλος, ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της ομάδας εργασίας στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεων πολιτικής φύσεως.

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

51     Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον και προκαταρκτικώς, ότι η αίτηση των αιτουσών, με την οποία επιδιώκεται να διαταχθεί η ίδια από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να μην προτείνει την αναταξινόμηση του nPB, θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτό το αίτημά τους στο πλαίσιο της κύριας δίκης και, συνεπώς, θα στερήσει την προσφυγή αυτή οποιουδήποτε νοήματος.

52     Δεύτερον, ως προς το παραδεκτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή επί της ουσίας είναι προδήλως απαράδεκτη στο μέτρο που οι προσφεύγουσες αμφισβητούν πράξεις που δεν επηρεάζουν τη νομική τους κατάσταση.

53     Τρίτον, ως προς το επείγον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτούσες υπερέβαλαν ως προς τη ζημία που μπορούν να υποστούν λόγω της αναταξινομήσεως του nPB, ιδίως ως προς τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της. Η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς τα αιτήματα των αιτουσών σχετικά με τα δυνητικά αποτελέσματα της ταξινομήσεως του nPB επί του διπλώματός τους ευρεσιτεχνίας για το Ensolv. Υποστηρίζει επίσης ότι ο ισχυρισμός των αιτουσών σύμφωνα με τον οποίο οι χρήστες του nPB θα πρέπει να προβούν στην αντικατάσταση του απολιπαντικού υλικού τους είναι ανακριβείς και ότι η σύνταξη του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/13 δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην απόσυρση του nPB ή στην παύση της χρήσεώς του. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι αιτούσες κατέθεσαν, στο πλαίσιο της κύριας προσφυγής τους, αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 288 ΕΚ δείχνει ότι οι ίδιες θεωρούν ότι η αποζημίωση μπορεί να αποκαταστήσει τη ζημία τους. Επιπλέον, οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι θα τους ήταν δύσκολο να επανακατακτήσουν σημαντικό τμήμα των μεριδίων τους στην αγορά λόγω εμποδίων διαρθρωτικής ή νομικής φύσεως.

54     Η Επιτροπή αναφέρει τέλος ότι η συνάντηση της κανονιστικής επιτροπής σχετικά με την 29η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548, η οποία είχε αρχικά προβλεφθεί για τις 23 Ιανουαρίου 2004, αναβλήθηκε επ’ αόριστον.

 Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

55     Εφόσον οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων περιέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την απόφανση επί της αιτήσεως προσωρινών μέτρων, παρέλκει η ανάπτυξη των προφορικών εξηγήσεών τους.

56     Εν προκειμένω, χωρίς να συντρέχει λόγος να καθοριστεί αν οι προσβαλλόμενες πράξεις παράγουν, εκ πρώτης όψεως, έννομα αποτελέσματα που επηρεάζουν την κατάσταση των αιτουσών, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν το πρώτο προσωρινό μέτρο που ζητήθηκε, δηλαδή η αναστολή της εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, μπορεί να διαταχθεί από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή, στη συνέχεια δε, δεύτερον, να εξεταστεί αν οι αιτούσες απέδειξαν ότι επείγει να διαταχθούν τα δύο άλλα αιτηθέντα μέτρα.

57     Αν υποτεθεί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν τυπικώς αποφάσεις, αναμφισβήτητα θα συνιστούν αρνητικές αποφάσεις.

58     Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατ’ αρχήν, αίτηση αναστολής εκτελέσεως δεν είναι νοητή κατά αρνητικής διοικητικής πράξεως, δεδομένου ότι η αναστολή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της καταστάσεως του αιτούντος [διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989, 206/89 R, S κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2841, σκέψη 14· διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 1997, C‑89/97 P(R), Moccia Irme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι‑2327, σκέψη 45].

59     Εν προκειμένω, η αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων δεν μπορεί να έχει πρακτική χρησιμότητα για τις αιτούσες, καθόσον δεν μπορεί να επέχει θέση θετικής αποφάσεως διατάσσουσας την Επιτροπή να μην προτείνει την αναταξινόμηση του nPB στο πλαίσιο της οδηγίας 67/548.

60     Επομένως, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

61     Όσον αφορά την αίτηση των αιτουσών με την οποία επιδιώκεται, πρώτον, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής να διατάξει την Επιτροπή να μην προτείνει την ταξινόμηση του nPB που συνέστησε η ομάδα εργασίας και, δεύτερον, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής να διατάξει «οποιοδήποτε άλλο προσωρινό μέτρο που ο πρόεδρος κρίνει κατάλληλο για τη διαφύλαξη της καταστάσεως των αιτουσών έως ότου εκδοθεί απόφαση στο πλαίσιο της κύριας δίκης», πρέπει να εξεταστεί αν οι αιτούσες απέδειξαν ότι είναι επείγον να διαταχθούν αυτά τα προσωρινά μέτρα.

62     Δεν αμφισβητείται ότι ο επείγων χαρακτήρας μιας αιτήσεως αναστολής πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη να διαταχθεί προσωρινώς η αναστολή αυτή ώστε να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία του διαδίκου που ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1991, C‑213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑5109, σκέψη 18· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2000, T‑237/99 R, BP Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3849, σκέψη 48).

63     Στον διάδικο που επικαλείται την επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας εναπόκειται να την αποδείξει (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C‑278/00 R, Ελλάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι‑8787, σκέψη 14).

64     Το επικείμενο της ζημίας δεν χρειάζεται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή πλειόνων παραγόντων, να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα (προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 38).

65     Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, μια ζημία καθαρά υποθετική καθόσον στηρίζεται στην επέλευση μελλοντικών και αβεβαίων γεγονότων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη των αιτουμένων προσωρινών μέτρων (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1998, Τ‑73/98, Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ‑2769, σκέψεις 22, 26 και 38· BP Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 57 και 66· της 15ης Ιανουαρίου 2001, Τ‑241/00 R, Le Canne κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ‑37, σκέψη 37).

66     Εν προκειμένω, πρέπει να εκτιμηθεί αν η προβαλλομένη από τις αιτούσες ζημία μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα.

67     Οι τρεις ζημίες, τις οποίες επικαλούνται οι αιτούσες και περιγράφονται πιο πάνω στις σκέψεις 43 έως 45, θεωρούνται ότι απορρέουν από την υιοθέτηση της αναταξινομήσεως του nPB που συνέστησε η ομάδα εργασίας. Το επείγον που επικαλούνται οι αιτούσες προϋποθέτει, επομένως, ότι το μέτρο αυτό θα θεσπισθεί χωρίς τροποποίηση στο τέλος της νομοθετικής διαδικασίας του άρθρου 29 της οδηγίας 67/548. Τα αιτήματα των αιτουσών στηρίζονται επομένως, βασικά, σε τρεις προτάσεις, δηλαδή, κατ’ αρχάς, στο ότι η προβλεπομένη συνάντηση για την 29η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548 θα λάβει χώρα προσεχώς, στη συνέχεια, στο ότι η Επιτροπή θα προτείνει κατά τη συνάντηση αυτή την ταξινόμηση του nPB που συνέστησε η ομάδα εργασίας και, τέλος, στο ότι η πρόταση αυτή θα υιοθετηθεί χωρίς τροποποίηση από την κανονιστική επιτροπή.

68     Κάθε μία από τις τρεις αυτές προτάσεις πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εξετάσεως.

69     Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την ημερομηνία της προσεχούς συναντήσεως της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται για την προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η συνάντηση αυτή, προβλεφθείσα αρχικώς για τις 23 Ιανουαρίου 2004, αναβλήθηκε και ότι καμία νέα ημερομηνία για τη συνάντηση δεν είχε καθοριστεί. Συνεπώς, η ημερομηνία της εν λόγω προσεχούς συναντήσεως παραμένει έως σήμερα λίαν αβέβαιη. Πράγματι, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής δεν είναι καν σε θέση να προβλέψει με επαρκή πιθανότητα ότι θα λάβει χώρα πριν από την απόφαση του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

70     Στη συνέχεια, τα επιχειρήματα των αιτουσών βασίζονται στην πρόταση σύμφωνα με την οποία, κατά τη συνάντηση αυτή, η Επιτροπή θα προτείνει την αναταξινόμηση του nPB που συνέστησε η ομάδα εργασίας.

71     Οι προσβαλλόμενες πράξεις, πράγματι, τείνουν να δείξουν ότι η Επιτροπή σκέπτεται να υποβάλει μια τέτοια πρόταση. Εξάλλου, η εξέταση μιας συστάσεως του HSE, που οι αιτούσες επισύναψαν στην αίτησή τους, ενισχύει σε ορισμένο βαθμό την πιθανότητα αυτή, διότι το HSE αναφέρει εκεί ότι οι συστάσεις της ομάδας εργασίας «συνήθως ακολουθούνται» από την Επιτροπή.

72     Πάντως, η Επιτροπή ουδόλως δεσμεύεται από τις συστάσεις αυτές. Εξάλλου, κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν δείχνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επανέλθει επί της γνώμης που διατυπώθηκε στις προσβαλλόμενες πράξεις πριν από την προβλεπομένη συνάντηση για την 29η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548.

73     Επιπλέον, το περιεχόμενο των προσβαλλομένων πράξεων παραμένει ουσιαστικά περιορισμένο καθόσον, αφενός, αυτές αντικατοπτρίζουν απλώς τη θέση της Επιτροπής επί των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλαν οι αιτούσες με τις δύο αιτήσεις του και, αφετέρου, αντικατοπτρίζουν μόνον τη θέση της Επιτροπής κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι πράξεις αυτές εκδόθηκαν. Συνεπώς, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν προδικάζουν ουδόλως τη θέση που θα λάβει η Επιτροπή κατά την προσεχή συνάντηση της κανονιστικής επιτροπής επί της 29ης προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548, στο μέτρο που, πριν από την εν λόγω συνάντηση, η θέση της μπορεί κάλλιστα να αλλάξει.

74     Πράγματι, η θέση της Επιτροπής φαίνεται ότι μπορεί να αλλάξει πριν από τη συνάντηση αυτή αφού μάλιστα, πρώτον, η εσωτερική διαβούλευση των διαφόρων υπηρεσιών της εξακολουθεί, δεύτερον, η πραγματική ημερομηνία της συναντήσεως αυτής ίσως απομακρυνθεί και, τέλος, οι ίδιες οι αιτούσες υπέβαλαν στοιχεία που δείχνουν ότι η Επιτροπή άσκησε προσφάτως κριτική κατά πολλών συστάσεων της ομάδας εργασίας. Μεταξύ άλλων, οι αιτούσες προσκόμισαν επιστολή της Επιτροπής με ημερομηνία 25 Ιουνίου 2003, στην οποία η τελευταία διατυπώνει σοβαρές επιφυλάξεις ως προς ορισμένες πρόσφατες επιστημονικές εργασίες που πραγματοποίησε η ομάδα εργασίας. Συνεπώς, και αντίθετα προς αυτά που υποθέτουν οι αιτούσες, στη φάση αυτή, δεν μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα ότι η Επιτροπή θα προτείνει στην κανονιστική επιτροπή τα μέτρα που συνέστησε η ομάδα εργασίας.

75     Τα επιχειρήματα των αιτουσών στηρίζονται τέλος στην πρόταση σύμφωνα με την οποία, αφ’ ης η Επιτροπή θα έχει προτείνει στην κανονιστική επιτροπή τα μέτρα που συνέστησε η ομάδα εργασίας, η κανονιστική επιτροπή θα θεσπίσει τα εν λόγω μέτρα χωρίς τροποποίηση.

76     Συναφώς, οι αιτούσες τονίζουν ότι μια πρόταση της Επιτροπής σχετικά με το nPB συνιστά θεωρητικά απόφαση ταξινομήσεως της ουσίας αυτής. Διευκρινίζουν ότι η κανονιστική επιτροπή δεν εξετάζει τα επιστημονικά και νομικά στοιχεία προς στήριξη της αναταξινομήσεως του nPB, επειδή η εξέταση αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί από τους εκπροσώπους της που συνεδριάζουν στην ομάδα εργασίας και από την Επιτροπή.

77     Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 29 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, η κανονιστική επιτροπή δε υποχρεούται νομικώς να εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής. Επιπλέον, τα επιχειρήματα των αιτουσών δεν τεκμηριώνονται από ακριβή στοιχεία δυνάμενα να επιτρέψουν στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να εκτιμήσει ότι, στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών, είναι επαρκώς πιθανόν ότι η κανονιστική επιτροπή θα θεσπίσει τα προτεινόμενα μέτρα. Κυρίως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι αιτούσες απέδειξαν ότι ορισμένοι από τους εκπροσώπους της κανονιστικής επιτροπής συνεδριάζουν επίσης στην ομάδα εργασίας, αυτό δεν αποδεικνύει επαρκώς από νομικής απόψεως ότι η κανονιστική επιτροπή θα υιοθετήσει το σχέδιο, στο μέτρο που, κατά τα φαινόμενα, τίποτε δεν απαγορεύει στους εν λόγω εκπροσώπους να υποβάλουν διαφορετική γνώμη από αυτήν που διατύπωσαν προηγουμένως ως μέλη της ομάδας εργασίας, κυρίως βάσει στοιχείων που δεν εξετάστηκαν από την τελευταία.

78     Επομένως, παρέλκει η εξέταση των προβαλλομένων από τις αιτούσες τριών ζημιών, δεδομένου ότι οι προτάσεις επί των οποίων αυτές στηρίζονται είναι υπερβολικά υποθετικές ώστε να δικαιολογήσουν τη χορήγηση προσωρινών μέτρων.

79     Συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλαν οι αιτούσες σχετικά με το fumus boni juris, η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 3 Φεβρουαρίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      B. Vesterdorf


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top