Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TO0245

    Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 2004.
    Fédération nationale des syndicats d'exploitants agricoles (FNSEA) και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Ανταγωνισμός - Πληρωμή προστίμου - Τραπεζική εγγύηση - Fumus boni juris - Επείγον - Στάθμιση των συμφερόντων - Μερική και υπό όρους αναστολή εκτελέσεως.
    Υπόθεση T-245/03 R.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 II-00271

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:16

    Υπόθεση T-245/03 R

    Fédération nationale des syndicats d’exploitants agricoles (FNSEA) κ.λπ.

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Ανταγωνισμός – Καταβολή προστίμου – Τραπεζική εγγύηση – Fumus boni juris – Επείγον – Στάθμιση των συμφερόντων – Μερική και υπό όρους αναστολή εκτελέσεως»

    Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 2004 

    Περίληψη της διατάξεως

    1.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – «Fumus boni juris» – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Στάθμιση του συνόλου των διακυβευομένων συμφερόντων

    (Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

    2.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – «Fumus boni juris» – Αρμοδιότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Καθορισμός των προϋποθέσεων υπό τις οποίες είναι επιτρεπτό να συνεκτιμηθεί, προς υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου που επιβάλλεται σε ένωση επιχειρήσεων λόγω παραβιάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν τα μέλη της – Αποκλείεται

    (Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

    3.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη προστίμου – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Εξαιρετικές περιστάσεις

    (Άρθρο 242 ΕΚ)

    4.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη προστίμου – Προϋποθέσεις – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Ένωση επιχειρήσεων – Συνεκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως των μελών της – Προϋπόθεση – Ταύτιση των αντικειμενικών συμφερόντων της ενώσεως με αυτά των μελών της

    (Άρθρο 242 ΕΚ)

    5.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη προστίμου που επιβλήθηκε για παραβίαση των κανόνων περί ανταγωνισμού – Στάθμιση του συνόλου των διακυβευομένων συμφερόντων

    (Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

    6.     Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Τροποποίηση ή αναστολή – Προϋπόθεση – Μεταβολή των περιστάσεων – Έννοια

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 108)

    1.     Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διευκρινίζονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται (fumus boni juris). Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτελέσεως εφόσον μία απ’ αυτές ελλείπει. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

    (βλ. σκέψη 13)

    2.     Ο καθορισμός των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτό να συνεκτιμηθεί, προκειμένου περί προστίμου επιβαλλομένου σε ένωση επιχειρήσεων λόγω παραβιάσεως των περί ανταγωνισμού κανόνων και ενόψει εφαρμογής του ανωτάτου ορίου του 10 % κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν τα μέλη της, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς εξετάσεως μόνον από τον δικαστή της ουσίας.

    (βλ. σκέψη 47)

    3.     Το αίτημα περί αναστολής εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως, η οποία επιβλήθηκε ως προϋπόθεση για τη μη άμεση είσπραξη του ποσού του προστίμου, μπορεί να γίνει δεκτό μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Πράγματι, η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως προβλέπεται ρητώς στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων από τους Κανονισμούς Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου και αποτελεί γενικό και εύλογο τρόπο συμπεριφοράς της Επιτροπής.

    Η ύπαρξη τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ότι έχει αποδειχθεί όταν ο διάδικος που ζητεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση συστάσεως της αιτούμενης τραπεζικής εγγυήσεως αποδεικνύει ότι του είναι αντικειμενικώς αδύνατο να συστήσει την εν λόγω εγγύηση.

    (βλ. σκέψεις 77-78)

    4.     Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αίτημα περί αναστολής εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη προστίμου που επιβλήθηκε σε ένωση επιχειρήσεων, πρέπει να εκτιμήσει τη ζημία που υφίσταται η ένωση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση των μελών της, όταν τα αντικειμενικά συμφέροντα της ενώσεως δεν έχουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που έχουν προσχωρήσει σε αυτήν. Προκειμένου να εκτιμηθεί ο βαθμός αυτοτέλειας που παρουσιάζουν τα αντικειμενικά συμφέροντα ενώσεως σε σχέση με αυτά των μελών της, μπορεί να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη εσωτερικών κανόνων που παρέχουν στην ένωση τη δυνατότητα να δεσμεύει τα μέλη της. Ωστόσο, η ταύτιση των αντικειμενικών συμφερόντων της ενώσεως με αυτά των μελών της μπορεί να απορρέει από άλλες περιστάσεις, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή της απουσίας τέτοιων κανόνων.

    (βλ. σκέψεις 84, 87)

    5.     Εναπόκειται στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, οσάκις καθορίζει τις λεπτομέρειες για την αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως που έχει επιβληθεί σε ένωση επιχειρήσεων να συστήσει τραπεζική εγγύηση ως προϋπόθεση για τη μη άμεση είσπραξη του προστίμου που επιβλήθηκε λόγω παραβιάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, να σταθμίσει το συμφέρον της ενώσεως να αποτρέψει, σε περίπτωση αδυναμίας της να συστήσει τραπεζική εγγύηση, την άμεση είσπραξη του προστίμου με το δημοσιονομικό συμφέρον της Κοινότητας να μπορεί να εισπράξει το ποσό, καθώς και, γενικότερα, με το δημόσιο συμφέρον που αφορά τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και της αποτρεπτικής ισχύος των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψη 119)

    6.     Το άρθρο 108 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου παρέχει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή τη διάταξη περί ασφαλιστικών μέτρων λόγω μεταβολής των περιστάσεων. Ως «μεταβολή των περιστάσεων» ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εννοεί, ιδίως, πραγματικά περιστατικά ικανά να τροποποιήσουν την εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων. Επιπλέον, η δυνατότητα αυτή αποτελεί απόρροια του κατ’ εξοχήν προσωρινού χαρακτήρα, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, των μέτρων που εκδίδει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων.

    (βλ. σκέψη 129)




    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    της 21ης Ιανουαρίου 2004 (*)

    «Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Ανταγωνισμός – Πληρωμή προστίμου – Τραπεζική εγγύηση – Fumus boni juris – Επείγον – Στάθμιση των συμφερόντων – Μερική και υπό όρους αναστολή εκτελέσεως»

    Στην υπόθεση T-245/03 R,

    Fédération nationale des syndicats d’exploitants agricoles (FNSEA), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

    Fédération nationale bovine (FNB), με έδρα το Παρίσι,

    Fédération nationale des producteurs de lait (FNPL), με έδρα το Παρίσι,

    Jeunes agriculteurs (JA), με έδρα το Παρίσι,

    εκπροσωπούμενες από τους B. Néouze και V. Ledoux, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αιτούσες,

    υποστηριζόμενες από τη

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και F. Million, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους P. Oliver και A. Bouquet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση πλήρους ή μερικής απαλλαγής από την υποχρέωση προς σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, η οποία ετέθη ως προϋπόθεση για τη μη είσπραξη των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση 2003/600/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/C.38.279/F3 – Γαλλικό βόειο κρέας) (ΕΕ L 209, σ. 12),

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

     Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1       Με την απόφαση 2003/600/ΕΚ, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/C.38.279/F3 – Γαλλικό βόειο κρέας) (ΕΕ L 209, σ. 12, στο εξής: Απόφαση), η Επιτροπή έκρινε ότι οι αιτούσες, ήτοι η Fédération nationale des syndicats d’exploitants agricoles (FNSEA), η Fédération nationale bovine (FNB), η Fédération nationale des producteurs de lait (FNPL), καθώς και η Jeunes agriculteurs (JA), παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι, από κοινού με δύο ομοσπονδίες σφαγέων βοοειδών στη Γαλλία, ήτοι τη Fédération nationale de l’industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV) και τη Fédération nationale de la coopération bétail et viande (FNCBV), συνήψαν συμφωνία αποσκοπούσα στην αναστολή των εισαγωγών βοείου κρέατος στη Γαλλία και στον καθορισμό ελάχιστης τιμής για ορισμένες κατηγορίες βοείου κρέατος (άρθρο 1 της Αποφάσεως).

    2       Από την απόφαση προκύπτει ότι, στις 24 Οκτωβρίου 2001, σοβούσης της κρίσεως της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ), καλούμενης «κρίσεως των τρελών αγελάδων», οι αιτούσες, αφενός, οι οποίες εκπροσωπούν τους γεωργούς, και οι δύο ομοσπονδίες σφαγέων, αφετέρου, συνήψαν συμφωνία για τον καθορισμό ελαχίστων τιμών και για την αναστολή ή, τουλάχιστον, τη μείωση των εισαγωγών βοείου κρέατος στη Γαλλία. Στα τέλη Νοεμβρίου-αρχές Δεκεμβρίου 2001, οι εν λόγω ομοσπονδίες συνήψαν προφορική συμφωνία με παρόμοιο αντικείμενο.

    3       Με την απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η σύναψη των δύο αυτών συμφωνιών (στο εξής: επίδικες συμφωνίες) συνιστά σοβαρή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Επέβαλε πρόστιμο 12 εκατομμυρίων ευρώ στην FNSEA, 1,44 εκατομμυρίων ευρώ στην FNB, 600 000 ευρώ στην JA και 1,44 εκατομμυρίων ευρώ στην FNPL (άρθρο 3 της Αποφάσεως).

    4       Το άρθρο 4 της Αποφάσεως ορίζει ότι το πρόστιμο πρέπει να καταβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση της Αποφάσεως. Στο έγγραφο κοινοποιήσεως της 9ης Απριλίου 2003 διευκρινιζόταν ότι, σε περίπτωση που οι αιτούσες ασκούσαν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή δεν θα ελάμβανε κανένα μέτρο προς είσπραξη του ποσού εφόσον η απαίτηση θα ήταν τοκοφόρος από της ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας καταβολής του προστίμου και εφόσον θα είχε συσταθεί, το αργότερο μέχρι την ημερομηνία αυτή, αποδεκτή τραπεζική εγγύηση.

    5       Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Ιουνίου 2003, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, περί ακυρώσεως της Αποφάσεως και, επικουρικώς, ακυρώσεως ή μειώσεως των ποσών των προστίμων που τους επιβλήθηκαν.

    6       Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιουλίου 2003, οι αιτούσες ζήτησαν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συνισταμένων, όσον αφορά την JA, σε απαλλαγή από την υποχρέωση προς σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως η οποία είχε επιβληθεί ως προϋπόθεση για την αναβολή της εισπράξεως του επιβληθέντος διά της Αποφάσεως προστίμου, όσον αφορά την FNSEA, σε μείωση σε 1 700 000 ευρώ του ποσού της υποχρεώσεως παροχής εγγυήσεως και, όσον αφορά την FNB, σε μείωση του ποσού της εν λόγω υποχρεώσεως στα 670 000 ευρώ. Η FNPL δεν υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

    7       Η Επιτροπή κατέθεσε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων την 1η Αυγούστου 2003.

    8       Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 7 Οκτωβρίου 2003, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση ασκήσεως παρεμβάσεως για να υποστηρίξει τα αιτήματα των αιτουσών. Με διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 2003, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση της Γαλλικής Δημοκρατίας και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της κατά την ακρόαση.

    9       Η ακρόαση ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων διεξήχθη στις 17 Οκτωβρίου 2003.

    10     Κατά την ακρόαση, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στις αιτούσες να προσκομίσουν ορισμένα πρόσθετα έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά κοινοποιήθηκαν στις 30 Οκτωβρίου 2003.

    11     Κατά την ακρόαση, οι διάδικοι υποσχέθηκαν να εξετάσουν τη δυνατότητα συμφωνίας ως προς την καταβολή των προστίμων σε δόσεις και να αναφέρουν στον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου την έκβαση των συζητήσεών τους. Οι διάδικοι ανέφεραν την έκβαση των συζητήσεων αυτών, προσκομίζοντας συγχρόνως σχετικά έγγραφα στις 7 Νοεμβρίου 2003.

     Σκεπτικό

    12     Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων, αφενός, των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και, αφετέρου, του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, το Πρωτοδικείο μπορεί, εφόσον κρίνει ότι οι περιστάσεις το απαιτούν, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τη λήψη των αναγκαίων προσωρινών μέτρων.

    13     Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διευκρινίζονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται (fumus boni juris). Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτελέσεως εφόσον μία απ’ αυτές ελλείπει [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73).

    14     Πριν εξεταστεί αν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτούσες δεν διατύπωσαν αίτημα ως προς την FNPL. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έλεγχος του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, θα αφορά αποκλειστικώς την κατάσταση της FNSEA, της FNB και της JA.

     Επί του fumus boni juris

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    15     Προκειμένου να αποδείξουν ότι πληρούται η σχετική με το fumus boni juris προϋπόθεση, οι αιτούσες προβάλλουν σειρά λόγων οι οποίοι, κατ’ αυτές, πρέπει να οδηγήσουν σε ακύρωση της Αποφάσεως.

    16     Πρώτον, οι αιτούσες διατείνονται ότι δεν αποτελούν ενώσεις επιχειρήσεων, ούτε ενώσεις ενώσεων επιχειρήσεων. Δεύτερον, η Επιτροπή διέπραξε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καταλογίζοντάς τους συμφωνία ως προς τις εισαγωγές, την παράταση εν κρυπτώ της συμφωνίας ως προς τις τιμές μετά τις 30 Νοεμβρίου 2001, καθώς και τοπικές πρακτικές μεταγενέστερες της 30ής Νοεμβρίου 2001. Τρίτον, η επίδικη συμφωνία δεν επέφερε περιορισμό του ανταγωνισμού. Τέταρτον, δυνάμει της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού 26 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 35), το άρθρο 81 ΕΚ δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες που είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση των αναφερομένων στο άρθρο 33 ΕΚ στόχων.

    17     Επικουρικώς, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι τα ποσά των επιβληθέντων διά της Αποφάσεως προστίμων πρέπει να μειωθούν.

    18     Συναφώς, προβάλλουν, πρώτον, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3) είναι παράνομες, καθόσον ο εκεί περιγραφόμενος τρόπος υπολογισμού του βασικού ποσού αντιβαίνει, αφενός, προς την αρχή της αναλογικότητας και, αφετέρου, προς τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

    19     Δεύτερον, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και διέπραξε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Οι αιτούσες επισημαίνουν, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε η ίδια την ιδιαιτερότητα των συνθηκών της υποθέσεως, η οποία οφείλεται, αφενός, στους εμπλεκόμενους –οι οποίοι είναι, στο σύνολό τους, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ενώσεις προσώπων που δρουν στον γεωργικό τομέα– και, αφετέρου, στις ιδιαιτερότητες του οικείου προϊόντος. Συγκεκριμένα, με την απόφαση, η Επιτροπή δήλωσε ότι «επιβάλλει για πρώτη φορά κυρώσεις σε σύμπραξη που πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά μεταξύ ομοσπονδιών, αφορά ένα βασικό γεωργικό προϊόν και εμπλέκει δύο κρίκους της αλυσίδας παραγωγής». Επίσης, η Επιτροπή χαρακτήρισε την κρίση «έκτακτο γεγονός» και «συγκεκριμένο [ιδιαίτερο] πλαίσιο, το οποίο εκτείνεται πέραν μιας απλής κατάρρευσης των τιμών ή της ύπαρξης μιας γνωστής ασθένειας» (αιτιολογικές σκέψεις 181 και 184 της Αποφάσεως).

    20     Τρίτον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθόσον το ποσό των επιβληθέντων προστίμων υπερβαίνει το ανώτατο επιτρεπτό όριο. Συγκεκριμένα, επί ενώσεως επιχειρήσεων η οποία δεν πραγματοποιεί κύκλο εργασιών, το κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 17 ανώτατο ποσό προστίμου ανέρχεται σε ένα εκατομμύριο ευρώ. Αν υποτεθεί ότι οι εισπραττόμενες από τις αιτούσες ετήσιες εισφορές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «κύκλος εργασιών», τότε τα επιβληθέντα πρόστιμα υπερβαίνουν κατά πολύ το 10 % του προϊόντος αυτών, διότι αντιστοιχούν στο 200 % των εξ εισφορών εσόδων της FNSEA, στο 240 % των εξ εισφορών εσόδων της FNB, υπερβαίνουν δε το 200 % των εξ εισφορών εσόδων της JA.

    21     Σε σχέση με τον κύκλο εργασιών των μελών τους, οι αιτούσες επισημαίνουν ότι επιτρέπεται να συνεκτιμηθεί ο κύκλος εργασιών των μελών ενώσεως επιχειρήσεων μόνον αν η ένωση αυτή, δυνάμει των εσωτερικών της κανόνων, δύναται να δεσμεύει τα μέλη της (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑298/98 P, Finnboard κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10157). Εν προκειμένω, όμως, καμία από τις αιτούσες δεν δύναται να δεσμεύει τα μέλη της. Συγκεκριμένα, ουδεμία διάταξη νόμου ή διάταξη του οικείου καταστατικού επιτρέπει στις αιτούσες να αναλαμβάνουν δεσμεύσεις εξ ονόματος των μελών τους. Κατά μείζονα λόγο, αυτές αδυνατούν να δεσμεύσουν τα μέλη των ενώσεων που τις συγκροτούν, ήτοι τους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων που είναι μέλη των τοπικών συνδικάτων (στο εξής: συνδικαλισμένους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων).

    22     Τέταρτον, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή non bis in idem. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι έλαβε υπόψη, κατά την επιμέτρηση του επιβληθέντος σε κάθε αιτούσα προστίμου, το γεγονός ότι κάποιοι από τους συνδικαλισμένους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι μέλη συγχρόνως της FNSEA, της FNB, της FNPL και της JA.

    23     Τέλος, σε σχέση με την ακολουθηθείσα από την Επιτροπή διαδικασία, οι αιτούσες διατείνονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, καθόσον δεν εξέθεσε, με την ανακοίνωσή της αιτιάσεων, ότι υπολογίζει το ποσό των προστίμων βάσει του κύκλου εργασιών των μελών τους. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ, λόγω της ελλείψεως αιτιολογίας σχετικά με τη συμμόρφωση προς το επιβληθέν με τον κανονισμό 17 ανώτατο ποσό, ενώ εν προκειμένω επιβάλλεται ενδελεχής αιτιολόγηση.

    24     Η Επιτροπή φρονεί ότι ουδείς εκ των προβαλλομένων από τις αιτούσες λόγος πληροί την προϋπόθεση του fumus boni juris.

    25     Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι οι λόγοι, των οποίων έγινε μνεία με τη σκέψη 16 της παρούσας, εκτίθενται με υπερβολικά συνοπτικό τρόπο, πράγμα που της στερεί τη δυνατότητα να απαντήσει. Οι προβαλλόμενοι λόγοι, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια που εκθέτει η διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2002, T‑306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2387, σκέψη 52), πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Επικουρικώς, η Επιτροπή αποκρούει τα επιχειρήματα ως αβάσιμα.

    26     Ακολούθως, οι λόγοι, οι οποίοι τείνουν στη μεταρρύθμιση της Αποφάσεως ως προς το ύψος των προστίμων, πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι.

    27     Πρώτον, το επιχείρημα περί του παράνομου χαρακτήρα των κατευθυντήριων γραμμών αποκρούεται από πάγια νομολογία η οποία έχει δεχθεί τη νομιμότητά τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψεις 431 επ.).

    28     Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς τη διάρκεια και τη βαρύτητα της παραβάσεως, οι αιτούσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο δυνάμενο να ανασκευάσει όσα διαπιστώνονται με την απόφαση. Εξάλλου, η Επιτροπή έλαβε προσηκόντως υπόψη την κατάσταση κρίσεως, κατ’ αρχάς εκδίδοντας, την περίοδο εκείνη, κοινοτικές πράξεις προς σταθεροποίηση των τιμών, ιδίως δε, εκτός των παραδοσιακών μηχανισμών παρεμβάσεως, ειδικούς κανονισμούς εξαιρετικού χαρακτήρα. Επιπλέον, μείωσε το ποσό του επιβληθέντος σε κάθε διάδικο προστίμου κατά 60 %, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξαιρετικές συνθήκες. Εν πάση περιπτώσει, κρίση στην αγορά δεν μπορεί να δικαιολογήσει σοβαρή παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 487).

    29     Τρίτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επιχείρημα εκ της αρχής non bis in idem αναπτύσσεται ανεπαρκώς και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο (προπαρατεθείσα διάταξη Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 52). Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις σχέσεις μεταξύ των αιτουσών, εκάστη δε εξ αυτών υπέστη κυρώσεις ανάλογα με τη συμμετοχή της στην περιοριστική του ανταγωνισμού συμφωνία.

    30     Τέταρτον, όσον αφορά το ανώτατο όριο των προστίμων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αιτούσες δεν αναφέρουν ποιος είναι ο συνολικός κύκλος εργασιών των μελών τους και δεν αποδεικνύουν ότι τα πρόστιμα υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10 % επί του ποσού αυτού. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο κύκλος εργασιών του κλάδου παραγωγής βοείου κρέατος ανέρχεται σε 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ και ότι η μεγάλη πλειονότητα των παραγωγών του κλάδου συνδέεται εμμέσως με τις αιτούσες, δεν είναι δυνατόν το πρόστιμο να έχει υπερβεί το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των μελών. Συγκεκριμένα, αν ληφθεί υπόψη ότι στην FNSEA μετέχουν, εν τέλει, περί τα 600 000 μέλη και στην JA περί τα 50 000, το επιβληθέν πρόστιμο ανέρχεται, αντιστοίχως, περίπου σε 20 και 12 ευρώ ανά μέλος. Είναι αδιανόητο τέτοια ποσά να προσεγγίζουν το ανώτατο όριο του 10 % επί του ετήσιου κύκλου εργασιών.

    31     Σε σχέση με τη δυνατότητα των αιτουσών να δεσμεύουν τα μέλη τους, η Επιτροπή, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, εφιστά την προσοχή στο άρθρο 8 του καταστατικού της FNSEA, το οποίο προβλέπει ότι η ομοσπονδία αυτή «διευθύνει κάθε ενέργεια υπό τη μορφή που οι συνθήκες επιτρέπουν ή απαιτούν». Παρόμοιες διατάξεις περιλαμβάνουν τα καταστατικά της FNB (άρθρο 7) και της JA (άρθρο 6). Κατά την ακρόαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε επίσης στο άρθρο 7 του καταστατικού της FNSEA, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα διαγραφής μέλους λόγω μη τηρήσεως του καταστατικού και του εσωτερικού κανονισμού ή λόγω προκλήσεως ηθικής ή υλικής ζημίας, ιδίως οσάκις η δραστηριότητα του μέλους είναι αντίθετη προς την πολιτική γραμμή της FNSEA. Κατά την Επιτροπή, παρόμοιες διατάξεις περιλαμβάνονται στα καταστατικά των μελών της FNSEA, πράγμα που, σε τελευταία ανάλυση, παρέχει τη δυνατότητα στα τοπικά συνδικάτα να αποπέμπουν συνδικαλισμένο αγρότη αν αυτός βλάπτει τη συνδικαλιστική οργάνωση, επί παραδείγματι, αρνούμενος να συμμετάσχει στις ενέργειες του συνδικάτου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αιτούσες έχουν τη δυνατότητα να δεσμεύσουν όλα τα μέλη τους καθώς και τους συνδικαλισμένους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Τέλος, η Επιτροπή διερωτάται γιατί οι αιτούσες συνήψαν τις συμφωνίες αν δεν είχαν τη δυνατότητα να δεσμεύσουν τα μέλη τους.

    32     Τέλος, η Επιτροπή διατείνεται ότι δεν έχει την υποχρέωση να εκθέσει, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ποια βάση υπολογισμού προτίθεται να χρησιμοποιεί προς διαπίστωση του ανωτάτου ορίου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψεις 78, 79, 85 και 86). Όσον αφορά την αιτιολόγηση του ανωτάτου ορίου, η Επιτροπή προέβη στις προσήκουσες ενέργειες για να πληροφορηθεί τον κύκλο εργασιών των μελών της FNSEA, αλλά η τελευταία δεν απάντησε. Επιπλέον, το επιβληθέν πρόστιμο αντιπροσωπεύει ποσοστό κατά πολύ κατώτερο του 10 % του κύκλου εργασιών των μελών των αιτουσών.

     Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

    33     Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορισμένοι, τουλάχιστον, εκ των προβαλλομένων από τις αιτούσες λόγων φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, λυσιτελείς και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενοι παντελώς ερείσματος. Ειδικότερα, τούτο ισχύει, αφενός, για τον λόγο που αντλείται εκ του γεγονότος ότι η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο υπερβαίνον το όριο του 10 % του κύκλου εργασιών των αιτουσών και, αφετέρου, για τον λόγο ότι η απόφαση δεν περιλαμβάνει αιτιολογία ως προς το εν λόγω ανώτατο όριο.

    34     Σχετικά με τον πρώτο από τους δύο αυτούς λόγους, πρέπει να επισημανθεί ότι, επί παραβάσεων διαπραττομένων από ένωση επιχειρήσεων, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 πρέπει να υπολογίζεται, κατά περίπτωση, σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί το σύνολο των επιχειρήσεων μελών της ενώσεως επιχειρήσεων, τουλάχιστον οσάκις αυτή, δυνάμει των εσωτερικών κανόνων της, δύναται να δεσμεύσει τα μέλη της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T‑39/92 και T‑40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑49, σκέψη 136· της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T‑29/92, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑289, σκέψη 385· της 22ας Οκτωβρίου 1997, T‑213/95 και T‑18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1739, σκέψη 252· της 14ης Μαΐου 1998, T‑338/94, Finnboard κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1617, σκέψη 270, επιβεβαιωθείσα, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, με την απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, Finnboard κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 66).

    35     Η Επιτροπή ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι, δυνάμει των καταστατικών τους, οι αιτούσες μπορούν να δεσμεύσουν το σύνολο των μελών τους, καθώς και τους συνδικαλισμένους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ότι, ως εκ τούτου, δικαιολογείται να ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών τους για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου των προστίμων.

    36     Κατά την ακρόαση, οι αιτούσες αμφισβήτησαν ότι τα καταστατικά τους, καθώς και εκείνα των μελών τους, επιτρέπουν τη διαγραφή μέλους που αρνείται να συμμετάσχει σε ενέργεια του συνδικάτου. Εξάλλου, τόνισαν ότι η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001, μολονότι συνήφθη προς το συμφέρον των μελών τους, έτεινε μόνο να δώσει ψυχολογική και πολιτική ώθηση σε αυτά. Τέλος, τόνισαν ότι συνήφθη σειρά τοπικών συμφωνιών, πράγμα που καταδεικνύει ότι η μεταξύ τους συμφωνία δεν ήταν δεσμευτική.

    37     Από το άρθρο 8 του καταστατικού της FNSEA προκύπτει ότι η εν λόγω ομοσπονδία έχει σκοπό, κυρίως, να «εκπροσωπεί και να προασπίζει […] τα συμφέροντα του γεωργικού επαγγέλματος στον ηθικό, τεχνικό, κοινωνικό, οικονομικό και νομοθετικό τομέα, αποκλειομένης οποιασδήποτε εμπορικής πράξεως». Αποστολή της FNSEA είναι, μεταξύ άλλων, «να διασφαλίζει την εκπροσώπηση και την προάσπιση των γεωργικών συμφερόντων παντού, ιδίως έναντι των δημόσιων αρχών και στο πλαίσιο διεπαγγελματικών οργανισμών, να προπαρασκευάζει, να αποφασίζει και να διευθύνει οποιαδήποτε ενέργεια υπό τη μορφή που οι περιστάσεις επιτρέπουν ή απαιτούν» (άρθρο 8, σημείο 5). Αποστολή της FNSEA είναι επίσης «να διασφαλίζει την εκπροσώπηση και την προάσπιση των συμφερόντων των απασχολούντων μισθωτούς του γεωργικού τομέα, ιδίως έναντι των δημόσιων αρχών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των μισθωτών» και, προς τούτο, «είναι εξουσιοδοτημένη να διαπραγματεύεται και να συνάπτει κάθε είδους συμφωνία ή συλλογική σύμβαση εργασίας, να μετέχει δε στη διαχείριση κάθε συστήματος αμοιβών που δημιουργείται από τις εν λόγω συμβάσεις ή συμφωνίες» (άρθρο 8, σημείο 6). Εξάλλου, από το άρθρο 7 του καταστατικού της προκύπτει ότι απώλεια της ιδιότητας του μέλους της FNSEA επέρχεται, μεταξύ άλλων, «διά διαγραφής λόγω μη συμμορφώσεως προς το καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό, ή προκλήσεως ηθικής ή υλικής βλάβης στην [FNSEA], ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητα του μέλους είναι αντίθετη προς τη γενική πολιτική γραμμή της [FNSEA]».

    38     Όσον αφορά το καταστατικό της FNB, από το άρθρο 7 αυτού προκύπτει ότι η εν λόγω ομοσπονδία έχει σκοπό «την οργανωμένη έκφραση, την εκπροσώπηση και την προάσπιση των κοινών συμφερόντων όλων των παραγωγών βοοειδών». Το άρθρο 4 του καταστατικού προβλέπει τη διά διαγραφής απώλεια της ιδιότητας του μέλους «λόγω μη συμμορφώσεως προς το καταστατικό ή τους εσωτερικούς κανονισμούς ή λόγω προκλήσεως ηθικής ή υλικής βλάβης στην [FNB]».

    39     Τέλος, από το άρθρο 6 του καταστατικού της JA προκύπτει ότι η εν λόγω ομοσπονδία έχει σκοπό, κυρίως, «να οργανώνει, να συντονίζει και να εναρμονίζει το σύνολο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, να προβάλλει και να προασπίζει τα συμφέροντα των περιφερειακών κέντρων που [τη] συγκροτούν». Το άρθρο 5 του καταστατικού της προβλέπει ότι απώλεια της ιδιότητας του μέλους επέρχεται, μεταξύ άλλων, «διά διαγραφής λόγω μη συμμορφώσεως προς το καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό, ή προκλήσεως ηθικής ή υλικής βλάβης στην [FNSEA], ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητα του μέλους είναι αντίθετη προς τη γενική πολιτική γραμμή της [JA]».

    40     Εξαιρέσει του άρθρου 8, σημείο 6, του καταστατικού της FNSEA, το οποίο αφορά το ειδικό ζήτημα της διαπραγματεύσεως και της συνάψεως συλλογικών συμβάσεων, ουδεμία διάταξη στα καταστατικά των αιτουσών φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να τους επιτρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις δεσμευτικές για τα μέλη τους. Το καταστατικό της FNSEA, μολονότι της επιτρέπει «να προπαρασκευάζει, να αποφασίζει και να διευθύνει οποιαδήποτε ενέργεια», δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως και αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, να εξουσιοδοτεί την εν λόγω ομοσπονδία να δεσμεύει τα μέλη της.

    41     Συγκεκριμένα, τα καταστατικά των αιτουσών δεν περιλαμβάνουν, εκ πρώτης όψεως, διατάξεις που να τους επιτρέπουν να δεσμεύουν τα μέλη τους, όπως αυτές που αποτέλεσαν αντικείμενο των προπαρατεθεισών αποφάσεων CB και Europay κατά Επιτροπής, SCK και FNK κατά Επιτροπής, καθώς και της 14ης Μαΐου 1998, Finnboard κατά Επιτροπής.

    42     Συναφώς, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις CB και Europay κατά Επιτροπής (σκέψη 138), και της 14ης Μαΐου 1998, Finnboard κατά Επιτροπής (σκέψεις 275 και 280), το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι τα μέλη των περί ων ο λόγος ενώσεων ευθύνονταν, δυνάμει του καταστατικού, από κοινού και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που ανελάμβανε η ένωση έναντι τρίτων.

    43     Στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση SCK και FNK κατά Επιτροπής, το καταστατικό της περί ης ο λόγος ενώσεως προέβλεπε ρητώς ότι αυτή δύναται να λαμβάνει αποφάσεις δεσμεύουσες τα μέλη της και να διαγράφει τα μέλη που δεν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις αυτές.

    44     Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, με τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, T‑5/00 R, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II‑4121, σκέψη 56), διαπιστώθηκε ότι τα μέλη, σύμφωνα με το καταστατικό της ενώσεως, υποχρεούνταν να συμμορφώνονται κατά γράμμα προς τις διατάξεις του καταστατικού, του εσωτερικού κανονισμού και των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και της συνελεύσεως.

    45     Υπό το πρίσμα αυτών των αποφάσεων, η άποψη, την οποία διατύπωσε η Επιτροπή κατά την ακρόαση, ότι αρκεί οι αιτούσες να έχουν τη δυνατότητα, δυνάμει των καταστατικών τους, να διαγράφουν τα μέλη που δεν συμμορφώνονται προς τη «γενική πολιτική» τους, φαίνεται να βαίνει πέραν της νομολογίας.

    46     Πέραν τούτου, η συνεκτίμηση, εν προκειμένω, του κύκλου εργασιών των συνδικαλισμένων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων κατά τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου των προστίμων προϋποθέτει ότι οι αποφάσεις των αιτουσών δεσμεύουν όχι μόνον τα άμεσα μέλη τους, αλλά επίσης τα εμμέσως συνδεόμενα με αυτές μέλη. Συναφώς, η Επιτροπή δεν παρέσχε, εκ πρώτης όψεως, εξηγήσεις, ούτε, κατά μείζονα λόγο, έγγραφα δυνάμενα να τεκμηριώσουν το ενδεχόμενο αυτό.

    47     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο προκείμενος λόγος δεν στερείται παντελώς ερείσματος. Εξάλλου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει ότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτό να συνεκτιμηθεί, ενόψει εφαρμογής του ανωτάτου ορίου του 10 % κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν τα μέλη ενώσεως επιχειρήσεων, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς εξετάσεως μόνον από τον δικαστή της ουσίας.

    48     Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, περί μη αιτιολογήσεως ως προς το ανώτατο όριο των προστίμων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλομένη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63). Η έκταση της επιβαλλομένης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψεις 15 και 16, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 63).

    49     Όσον αφορά απόφαση, όπως εν προκειμένω, επιβάλλουσα πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει ιδίως να καθορίζεται με γνώμονα το ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1996, C‑137/95 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑1611, σκέψη 54).

    50     Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 186 της Αποφάσεως αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Με την αιτιολογική σκέψη 170 της Αποφάσεως, η Επιτροπή κρίνει ότι το ποσό των ετήσιων εισφορών που εισπράττει καθεμία από τις αιτούσες φαίνεται να αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο της σχετικής σημασίας των διαφόρων γεωργικών ομοσπονδιών και του βαθμού ευθύνης τους ως προς τη διάπραξη της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Βάσει αυτού του στοιχείου, η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσό του προστίμου της FNSEA σε 20 εκατομμύρια ευρώ, εκείνο δε της JA και της FNB στο 1/20 και 1/10, αντιστοίχως, του εν λόγω ποσού.

    51     Αντιθέτως, ουδεμία αιτιολογική σκέψη της Αποφάσεως έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο ενδεχόμενης υπερβάσεως του ανωτάτου ορίου του 10 % ούτε, κατά μείζονα λόγο, την εξέταση της δυνατότητας να ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών των συνδικαλισμένων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Κατά συνέπεια, η απόφαση δεν παρέχει, εκ πρώτης όψεως, τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους και στον κοινοτικό δικαστή να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να συνεκτιμήσει τον κύκλο εργασιών των εν λόγω προσώπων.

    52     Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε (βλ. τη σκέψη 48 της παρούσας), η Επιτροπή πρέπει να αναπτύξει τη συλλογιστική της με σαφήνεια όταν, στο πλαίσιο της πρακτικής της λήψεως αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση η οποία βαίνει σημαντικά πέραν των προηγουμένων αποφάσεων (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Fabricants de papiers peints κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 459, σκέψη 31, και την προπαρατεθείσα απόφαση SCK και FNK, σκέψη 226). Η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση αυτή κατά μείζονα λόγο οσάκις, όπως φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω (βλ. σκέψη 45 της παρούσας), βαίνει πέραν της νομολογίας.

    53     Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή περιορίστηκε να προβάλει ότι, πριν από την έκδοση της Αποφάσεως, προέβη στις προσήκουσες ενέργειες για να πληροφορηθεί από τις αιτούσες τον κύκλο εργασιών των μελών τους, αλλά δεν της παρασχέθηκε καμία σχετική πληροφορία.

    54     Επ’ αυτού του επιχειρήματος πρέπει να επισημανθεί ότι, αφενός, η Επιτροπή δεν φαίνεται να αμφισβητεί πράγματι το επιχείρημα των αιτουσών ότι η απόφαση δεν περιλαμβάνει αιτιολογία ως προς το ανώτατο όριο των προστίμων και, αφετέρου, ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή δεν γνώριζε επακριβώς τον κύκλο εργασιών των μελών των αιτουσών, το γεγονός αυτό δεν ήταν δυνατόν, εκ πρώτης όψεως, να την απαλλάξει από την υποχρέωση να συμπεριλάβει, στο σώμα της Αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους θεώρησε σκόπιμο να συνεκτιμήσει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν τα μέλη των αιτουσών.

    55     Οι προεκτεθείσες σκέψεις αρκούν προς εξαγωγή του συμπεράσματος ότι ορισμένοι, τουλάχιστον, εκ των προβληθέντων από τις αιτούσες λόγων, είναι, εκ πρώτης όψεως, λυσιτελείς και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενοι παντελώς ερείσματος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται να αναγνωριστεί ότι συντρέχει εν προκειμένω η προϋπόθεση του fumus boni juris.

     Επί του επείγοντος

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    56     Οι αιτούσες θεωρούν ότι πληρούται εν προκειμένω η σχετική με το επείγον προϋπόθεση.

    57     Υποστηρίζουν, εκ προοιμίου, ότι ο κίνδυνος επελεύσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με την κατάσταση εκάστης εξ αυτών, και όχι σε σχέση με την κατάσταση των μελών τους.

    58     Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι δεν έχουν την εξουσία να δεσμεύσουν τα μέλη τους, τα αντικειμενικά συμφέροντά τους δεν μπορούν να ταυτίζονται με αυτά των συνδικαλισμένων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και η οικονομική ισχύς των παραγωγών βοείου κρέατος κατά την εκτίμηση της ζημίας την οποία αυτές ενδέχεται να υποστούν. Εξάλλου, οι αιτούσες δεν διαθέτουν πληροφορίες ως προς τον κύκλο εργασιών των παραγωγών κρέατος.

    59     Όσον αφορά ειδικότερα την FNSEA, οι αιτούσες επισημαίνουν, κατ’ αρχάς, ότι αυτή είναι ομοσπονδία διεπόμενη από τις διατάξεις του Code du travail (εργατικού κώδικα) (άρθρο 1 του καταστατικού), τα δε μέλη της είναι οι περιφερειακές (σε επίπεδο département) ομοσπονδίες των συνδικάτων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων (FDSEA) ή οι περιφερειακές (και πάλι σε επίπεδο département) ενώσεις των συνδικάτων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων (UDSEA), η JA και οι εξειδικευμένες ανά προϊόν ενώσεις σε εθνικό επίπεδο, όπως η FNB και η FNPL (άρθρο 5 του καταστατικού). Εξάλλου, προβάλλουν ότι η ομοσπονδία αυτή έχει «ως σκοπό, κυρίως, να εκπροσωπεί και να προασπίζει […] τα συμφέροντα του γεωργικού επαγγέλματος στον ηθικό, τεχνικό, κοινωνικό, οικονομικό και νομοθετικό τομέα, αποκλειομένης οποιασδήποτε εμπορικής πράξεως» και ότι, προς τούτο, «οργανώνει, συντονίζει και εναρμονίζει το σύνολο των συμφερόντων» (άρθρο 8 του καταστατικού). Επομένως, η κύρια δραστηριότητα της FNSEA δεν της αποφέρει εισόδημα. Αντιστρόφως, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής της στο πλαίσιο του γαλλικού γεωργικού τομέα, ιδίως δε έναντι των γαλλικών δημόσιων αρχών, η FNSEA αντιμετωπίζει άκρως αυξημένες δαπάνες λειτουργίας, λόγω, αφενός, του μεγέθους της και, αφετέρου, της πολυπλοκότητας της οργανώσεώς της.

    60     Ακολούθως, επισημαίνουν ότι το πρόστιμο των 12 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε στην FNSEA αντιστοιχεί ακριβώς στο ποσό των τακτικών εσόδων της του έτους 2001. Τα έσοδα αυτά προέρχονται από συνδικαλιστικές εισφορές ύψους 5,95 εκατομμυρίων ευρώ, επιχορηγήσεις ύψους 3,28 εκατομμυρίων ευρώ και λοιπές πηγές ύψους 2,81 εκατομμυρίων ευρώ.

    61     Όσον αφορά τα διαθέσιμα της FNSEA, οι αιτούσες επισημαίνουν ότι, μολονότι τα στοιχεία του ενεργητικού (χρηματοπιστωτικά πάγια, κινητές επενδυτικές αξίες και ταμειακά διαθέσιμα) εμφανίζονται να ανέρχονται συνολικώς, στον απολογισμό της της 31ης Δεκεμβρίου 2002, σε 14 εκατομμύρια ευρώ περίπου, η αξία των ρευστοποιήσιμων στοιχείων του ενεργητικού ανέρχεται σε 3 εκατομμύρια ευρώ.

    62     Οι αιτούσες παραπέμπουν επίσης σε επιστολές τριών γαλλικών τραπεζών οι οποίες αρνήθηκαν όλες τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως. Μία από τις τράπεζες αυτές πρότεινε στην FNSEA εγγύηση ύψους 1,7 εκατομμυρίων ευρώ, έναντι ενεχυριάσεως των ελεύθερων στοιχείων του ενεργητικού της.

    63     Όσον αφορά την FNB, οι αιτούσες υπενθυμίζουν, εκ προοιμίου, ότι αυτή αποτελεί ομοσπονδία διεπόμενη από τις διατάξεις του γαλλικού Code du travail (άρθρο 1 του καταστατικού), της οποίας μέλη είναι η FDSEA ή η UDSEA εκπροσωπούμενες από το ειδικό τμήμα τους (άρθρο 2 του καταστατικού). Η FNB έχει σκοπό «την οργανωμένη έκφραση, την εκπροσώπηση και την προάσπιση των κοινών συμφερόντων όλων των παραγωγών βοοειδών και παρεμφερών ζωικών ειδών, οι οποίοι το επιθυμούν, κατ’ εφαρμογήν του καταστατικού της FNSEA» (άρθρο 7 του καταστατικού). Κατά συνέπεια, η FNB έχει κύρια δραστηριότητα μη δυναμένη να της αποφέρει εισοδήματα.

    64     Τα έσοδά της προέρχονται, κατά βάση, από τις εισφορές των τμημάτων βοείου κρέατος των περιφερειακών ομοσπονδιών και των ενώσεων εκτροφέων. Το 2001 τα συνολικά έσοδά της ανήλθαν σε 816 935 ευρώ. Επομένως, το εξ 1 440 000 ευρώ πρόστιμο, το οποίο επέβαλε η Επιτροπή στην FNB, υπερβαίνει το 176 % των εσόδων της του έτους 2001. Το ποσό αυτό είναι υπέρογκο αν ληφθούν υπόψη το γεγονός ότι αποτελεί σωματείο καθώς και οι οικονομικές της δυνατότητες. Στις 31 Δεκεμβρίου 2002, διέθετε ελεύθερα στοιχεία ενεργητικού ύψους 1,091 εκατομμυρίων ευρώ. Κατά συνέπεια, η FNB δεν μπορεί να συγκεντρώσει ποσό άνω των 750 000 ευρώ.

    65     Τρεις γαλλικές τράπεζες της αρνήθηκαν τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως για το επιβληθέν πρόστιμο. Μία από τις εν λόγω τράπεζες δήλωσε διατεθειμένη να παράσχει τραπεζική εγγύηση ύψους 670 000 ευρώ έναντι ενεχυριάσεως των ελεύθερων στοιχείων του ενεργητικού.

    66     Όσον αφορά την JA, οι αιτούσες υπενθυμίζουν, εκ προοιμίου, ότι αυτή αποτελεί επίσης ομοσπονδία διεπόμενη από τον γαλλικό Code du travail (άρθρο 1 του καταστατικού), της οποίας μέλη είναι τα περιφερειακά κέντρα νέων γεωργών που πρέπει να έχουν προηγουμένως προσχωρήσει στην FDSEA ή στην UDSEA της περιφέρειάς τους (département) (άρθρο 3 του καταστατικού). Η JA έχει σκοπό «να οργανώνει, να συντονίζει και να εναρμονίζει το σύνολο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, να προβάλλει και να προασπίζει τα συμφέροντα των περιφερειακών κέντρων που [τη] συγκροτούν», αποστολή της δε είναι, επομένως, μεταξύ άλλων, «να εκπροσωπεί τους νέους γεωργούς ενώπιον των επαγγελματικών οργανώσεων, ενώπιον των δημόσιων αρχών, ενώπιον της κοινής γνώμης και να προασπίζει τα συμφέροντα των νέων γεωργών παντού όπου μπορεί να γίνει τούτο» (άρθρο 6 του καταστατικού). Επομένως, η κύρια δραστηριότητα της JA δεν της παρέχει τη δυνατότητα κτήσεως εισοδημάτων.

    67     Το επιβληθέν στην JA πρόστιμο αντιπροσωπεύει πλέον του 200 % του προϊόντος των εισφορών των μελών και πλέον του 200 % της αξίας των ιδίων κεφαλαίων και του αποθεματικού της.

    68     Το ποσό των απαιτητών χρεών της JA είναι υψηλό, ανερχόμενο σε 1,51 εκατομμύρια ευρώ το 2001 και 2,9 εκατομμύρια ευρώ στα τέλη του 2002. Εξάλλου, η JA υπέστη ζημίες κατά τα προηγούμενα έτη, εμφανίζοντας έλλειμμα 64 775 ευρώ το 2001 και 42 175 ευρώ το 2002.

    69     Τα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία διαθέτει η JA, δεν παρέχουν δυνατότητα συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως. Όλες οι τράπεζες, προς τις οποίες διατυπώθηκε σχετικό αίτημα, αρνήθηκαν τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, λόγω, ιδίως, της απουσίας ιδίων κεφαλαίων, καθώς και εξαιτίας των ελλειμμάτων της και του ύψους των απαιτητών χρεών της.

    70     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτούσες δεν απέδειξαν σε επαρκή βαθμό ότι πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση του επείγοντος.

    71     Επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι, δεδομένου ότι οι αιτούσες μπορούν να δεσμεύσουν τα μέλη τους, τα συμφέροντά τους συμπίπτουν με αυτά των τελικών μελών τους, ήτοι των κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Επομένως, οι αιτούσες συνήψαν τις επίδικες συμφωνίες για λογαριασμό και προς το συμφέρον των μελών τους.

    72     Υπό τις συνθήκες αυτές, η προβαλλόμενη σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των οικονομικών δυνατοτήτων των μελών των αιτουσών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, με τη βοήθειά τους, οι αιτούσες μπορούν να συστήσουν την απαιτουμένη τραπεζική εγγύηση, επί παραδείγματι, επιβάλλοντας έκτακτη εισφορά. Συναφώς, τονίζει ότι το επιβληθέν στην FNSEA πρόστιμο αντιπροσωπεύει 20 ευρώ περίπου, για καθένα από τους 600 000 γεωργούς τους οποίους αυτή εκπροσωπεί, το δε πρόστιμο, το οποίο επιβλήθηκε στην JA, αντιπροσωπεύει περίπου 12 ευρώ για καθένα από τα 50 000 μέλη της. Κατά την ακρόαση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η FNSEA έχει 68 άμεσα μέλη, μεταξύ των οποίων η FNPL, η οποία είναι σε θέση να συστήσει την τραπεζική εγγύηση. Επομένως, είναι σαφές ότι, ακόμη και αν περιοριζόταν σε αυτό το επίπεδο, η FNSEA θα μπορούσε να στηριχθεί οικονομικά στα μέλη της. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να συνέλθει το διοικητικό της συμβούλιο, να καθορίσει εισφορά για το επόμενο έτος, ακολούθως δε να υποχρεώσει τα 68 μέλη της να καταβάλουν την εισφορά. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν γνωρίζει την ακριβή οικονομική κατάσταση των μελών της FNSEA, διότι η τελευταία ουδέποτε της κοινοποίησε τα αιτηθέντα σχετικά στοιχεία.

    73     Η Επιτροπή προσθέτει ότι αν τα μέλη των αιτουσών αποφάσιζαν να μη συστήσουν την τραπεζική εγγύηση και, ενδεχομένως, η διά της δικαστικής οδού είσπραξη του προστίμου οδηγούσε στην εξαφάνιση ορισμένων ομοσπονδιών, η συνέπεια αυτή δεν θα απέρρεε από την υποχρέωση που επέβαλε η ίδια, αλλά από την απόφαση των μελών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν υφίσταται άμεση και αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω διαλύσεως ομοσπονδιών και των ενεργειών της Επιτροπής [διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουνίου 1996, T‑18/96 R, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑407, σκέψεις 36 έως 38, κυρωθείσα, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971· προπαρατεθείσα διάταξη Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψεις 52, 54, 58 και 59, κυρωθείσα, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2001, C‑7/01 P(R), FEG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-2559, σκέψεις 42 έως 44 και 46]. Εξάλλου, η συλλογιστική, δυνάμει της οποίας λαμβάνονται υπόψη οι πόροι που διαθέτει ο όμιλος επιχειρήσεων στον οποίο ανήκει η επιχείρηση, ισχύει εξίσου για ένωση επιχειρήσεων [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C‑335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑8705, σκέψεις 62 και 63].

    74     Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, αν οι αιτούσες υπάγονταν σε διαδικασία δικαστικής εξυγιάνσεως ή δικαστικής εκκαθαρίσεως, μια τέτοια διαδικασία θα αποσκοπούσε στη διάσωση των ομοσπονδιών τις οποίες θα αφορούσε, είναι δε πιθανόν ότι οι επιχειρήσεις μέλη θα παρείχαν την αναγκαία συνδρομή για την ανασυγκρότηση αυτών. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι συμφέρον να παρατείνεται η ύπαρξη ομοσπονδίας τα μέλη της οποίας δεν επιθυμούν την επιβίωσή της.

    75     Δεδομένου ότι οι αιτούσες δεν απέδειξαν την αδυναμία τους να επιτύχουν τις απαιτούμενες τραπεζικές εγγυήσεις διά της παροχής εγγυήσεως εκ μέρους των μελών τους, δεν συντρέχει η σχετική με το επείγον προϋπόθεση.

    76     Επικουρικώς, η Επιτροπή προβαίνει σε ανάλυση της οικονομικής καταστάσεως εκάστης των αιτουσών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτές διαθέτουν επαρκείς πόρους για τη σύσταση των αναγκαίων τραπεζικών εγγυήσεων. Προσθέτει ότι τα λογιστικά στοιχεία, τα οποία προσκόμισαν η FNB και η JA δεν έχουν πλήρη αποδεικτική δύναμη, ως μη επικυρωμένα, και ότι οι επιστολές τραπεζών, τις οποίες επικαλούνται οι αιτούσες προς απόδειξη της αδυναμίας συστάσεως των απαιτούμενων εγγυήσεων, δεν ασκούν επιρροή, εφόσον δεν προκύπτει ότι οι αιτούσες ήταν διατεθειμένες να δεσμεύσουν το σύνολο των ιδίων περιουσιακών στοιχείων που είχαν στη διάθεσή τους, προκειμένου να επιτύχουν τραπεζική εγγύηση.

     Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

    77     Κατά πάγια νομολογία, το αίτημα περί αναστολής εκτελέσεως με αντικείμενο την απαλλαγή από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως, η οποία επιβλήθηκε ως προϋπόθεση για τη μη άμεση είσπραξη του ποσού του προστίμου, μπορεί να γίνει δεκτό μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 1982, 107/82 R, AEG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1549, σκέψη 6, και FEG κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 44). Πράγματι, η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως προβλέπεται ρητώς στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων από τους Κανονισμούς Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου και αποτελεί γενικό και εύλογο τρόπο συμπεριφοράς της Επιτροπής (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 5ης Αυγούστου 2003, T‑79/03 R, IRO κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-3027, σκέψη 25).

    78     Η ύπαρξη τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ότι έχει αποδειχθεί όταν ο διάδικος που ζητεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση συστάσεως της αιτούμενης τραπεζικής εγγυήσεως αποδεικνύει ότι του είναι αντικειμενικώς αδύνατο να συστήσει την εν λόγω εγγύηση (προπαρατεθείσα διάταξη IRO κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

    79     Εν προκειμένω, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως της FNSEA, της FNB και της JA, η σύσταση της τραπεζικής εγγυήσεως για το σύνολο του ποσού, μαζί με τις σχετικές δαπάνες, δεν μπορεί παρά να επιφέρει τον αφανισμό τους. Προς στήριξη του εν λόγω ισχυρισμού, παραπέμπουν στην οικονομική κατάσταση εκάστης εξ αυτών την 31η Δεκεμβρίου 2002 (βλ. τις σκέψεις 61, 62, 64 και 68 της παρούσας). Εξάλλου, προσκομίζουν σειρά επιστολών από τρεις –όσον αφορά δε την JA, από τέσσερις – γαλλικές τράπεζες οι οποίες αρνούνται να τους παράσχουν τραπεζική εγγύηση καλύπτουσα το ποσό των επιβληθέντων προστίμων, προ πάντων ένεκα της ανεπάρκειας των περιουσιακών τους στοιχείων. Όσον αφορά την FNSEA και την FNB, μία από τις τράπεζες στις οποίες απευθύνθηκαν πρότεινε τη σύσταση εγγυήσεως για ποσό μικρότερο του αιτηθέντος.

    80     Κατά την ακρόαση, οι αιτούσες απάντησαν σε σειρά ερωτήσεων ως προς την περιουσιακή τους κατάσταση και παρέσχον εξηγήσεις για τα στοιχεία των ισολογισμών τους. Κατόπιν της ακροάσεως, οι αιτούσες ανέλαβαν την υποχρέωση να εξετάσουν τη δυνατότητα συμφωνίας για την καταβολή των επίδικων προστίμων με δόσεις και να υποβάλουν σχετική πρόταση στην Επιτροπή.

    81     Στις 7 Νοεμβρίου 2003, οι αιτούσες και η Επιτροπή ανακοίνωσαν το αποτέλεσμα των συζητήσεών τους. Εξ αυτού προκύπτει ότι η FNSEA πρότεινε την άμεση σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως ύψους 1,7 εκατομμυρίων ευρώ, την καταβολή 1,5 εκατομμυρίων ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2003 και την καταβολή 1,5 εκατομμυρίων ευρώ στις 15 Μαΐου 2004. Η FNB πρότεινε την άμεση σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως ύψους 670 000 ευρώ και την καταβολή 200 000 ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2003. Η JA πρότεινε την καταβολή 15 000 ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2003 και την καταβολή 85 000 ευρώ στις 15 Ιουλίου 2004.

    82     Οι προτάσεις των αιτουσών απορρίφθηκαν από την Επιτροπή. Κατ’ αυτήν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αιτούσες, με τη συνδρομή των άμεσων και έμμεσων μελών τους, δύνανται να καταβάλουν το πρόστιμο ή να χρηματοδοτήσουν τη σύσταση των απαιτούμενων τραπεζικών εγγυήσεων. Επισημαίνει, ιδίως, ότι οι αιτούσες δεν εξηγούν για ποιο λόγο, κατόπιν γενικής συνελεύσεως, αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να επιτύχουν τις πρόσθετες τραπεζικές εγγυήσεις ή να καταβάλουν το πρόστιμο. Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι η περιουσιακή τους κατάσταση είναι τέτοια που να καθιστά αντικειμενικώς αδύνατη τη σύσταση των εν λόγω εγγυήσεων.

    83     Υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων που παρέσχον οι αιτούσες, καθώς και του περιεχομένου των προτάσεών τους, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει επαρκώς αιτιολογημένους τους ισχυρισμούς των αιτουσών ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να αποδεσμεύσουν, εκ της ιδίας αυτών περιουσίας, πρόσθετα κονδύλια πέραν αυτών που ήδη πρότειναν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

    84     Ωστόσο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η ζημία μιας ενώσεως επιχειρήσεων πρέπει να κρίνεται λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως των μελών της, όταν τα αντικειμενικά συμφέροντα της ενώσεως δεν έχουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που έχουν προσχωρήσει στην ένωση (βλ. τις προπαρατεθείσες διατάξεις της 14ης Οκτωβρίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκέψεις 35 έως 38, και HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 63).

    85     Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η οικονομική κατάσταση των αιτουσών πρέπει να κριθεί λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως των μελών της.

    86     Οι αιτούσες προβάλλουν, με τα δικόγραφά τους, ότι, δεδομένου ότι, βάσει των καταστατικών τους, δεν μπορούν να δεσμεύουν τα μέλη τους, είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα συμφέροντα των μελών τους.

    87     Είναι μεν αληθές ότι εν προκειμένω οι εσωτερικοί κανόνες της FNSEA, της FNB και της JA δεν επιτρέπουν, εκ πρώτης όψεως, στις εν λόγω ομοσπονδίες να δεσμεύουν τα μέλη τους κατά την έννοια της εφαρμοστέας νομολογίας (βλ. τις σκέψεις 40 και 46 της παρούσας), από το γεγονός αυτό, όμως, δεν συνάγεται αυτομάτως ότι οι ενέργειες των αιτουσών, στο πλαίσιο της κρίσεως του βοείου κρέατος το 2001, δεν ανταποκρίνονταν στα αντικειμενικά συμφέροντα των μελών τους. Συγκεκριμένα, από την προπαρατεθείσα νομολογία (βλ., ιδίως, την προπαρατεθείσα διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκέψη 37) προκύπτει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί ο βαθμός αυτοτέλειας που παρουσιάζουν τα αντικειμενικά συμφέροντα ενώσεως σε σχέση με αυτά των μελών της, μπορεί να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη εσωτερικών κανόνων που παρέχουν στην ένωση τη δυνατότητα να δεσμεύει τα μέλη της. Ωστόσο, η ταύτιση των αντικειμενικών συμφερόντων της ενώσεως και των μελών της μπορεί να απορρέει από άλλες περιστάσεις, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή της απουσίας τέτοιων κανόνων.

    88     Με το δικόγραφό τους περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτούσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα, διά του οποίου να είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι οι ενέργειές τους δεν ανταποκρίνονταν στα αντικειμενικά συμφέροντα των μελών τους και, ιδίως, των μελών που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τομέα της παραγωγής βοείου κρέατος.

    89     Απαντώντας σε ερώτηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την ακρόαση επί του θέματος, οι αιτούσες επέστησαν την προσοχή στο γεγονός ότι, όπως εκτίθεται με τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της Αποφάσεως, στη Γαλλία υπάρχουν περίπου 240 000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις κατέχουσες πλέον των πέντε χονδρών βοοειδών. Επομένως, τονίζουν οι αιτούσες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ποσοστό συμμετοχής σε συνδικάτα είναι 50 %, παραγωγοί βοείου κρέατος είναι 120 000 επί των 650 000 μελών της FNSEA, ήτοι ποσοστό κάτω του 20 %. Εξ αυτού του λόγου είναι πρόδηλο ότι η πλειονότητα των μελών της FNSEA δεν έχει συμφέρον να τη συνδράμει για την καταβολή του προστίμου ή τη σύσταση της τραπεζικής εγγυήσεως.

    90     Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει ότι οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι έχουν τον χαρακτήρα απλών υποθέσεων και αφορούν, εξάλλου, μόνον την FNSEA όχι δε την FNB ούτε την JA, δεν αρκούν για να συναχθεί ότι οι ενέργειες της FNSEA κατά τη σύναψη των επίδικων συμφωνιών ανταποκρίνονταν σε συμφέρον αυτοτελές σε σχέση με αυτό των μελών της.

    91     Συγκεκριμένα, όσον αφορά δε την FNSEA, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 8 του καταστατικού της, η εν λόγω ομοσπονδία έχει «κυρίως σκοπό να εκπροσωπεί και να προασπίζει τα συμφέροντα του γεωργικού επαγγέλματος στον ηθικό, τεχνικό, κοινωνικό, οικονομικό και νομοθετικό τομέα», αποστολή της δε είναι, μεταξύ άλλων, «να διασφαλίζει την εκπροσώπηση και την προάσπιση των γεωργικών συμφερόντων παντού, ιδίως έναντι των δημόσιων αρχών και στο πλαίσιο διεπαγγελματικών οργανισμών, να προπαρασκευάζει, να αποφασίζει και να διευθύνει οποιαδήποτε ενέργεια υπό τη μορφή που οι περιστάσεις επιτρέπουν ή απαιτούν».

    92     Εξ αυτού προκύπτει ότι η αποστολή και οι ενέργειες της FNSEA βασίζονται επί της αρχής της αλληλεγγύης, δυνάμει της οποίας η εν λόγω ομοσπονδία προασπίζει τα συμφέροντα του συνόλου των μελών της. Οσάκις ομοσπονδία, όπως η FNSEA, περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό μελών που ανήκουν σε διαφόρους κλάδους της γεωργικής παραγωγής, οι ενέργειές της δεν είναι δυνατόν πάντοτε να αφορούν –ή να επηρεάζουν αμέσως– όλα τα μέλη της. Εντούτοις, τα μέλη έχουν κοινό συμφέρον, βάσει της αρχής της αλληλεγγύης, η FNSEA να υποστηρίζει με ενέργειές της τα πλέον εκτεθειμένα μέλη, ιδίως οσάκις ορισμένη αγορά βρίσκεται σε κατάσταση κρίσεως.

    93     Επομένως, είναι αληθές ότι οι ενέργειες της FNSEA, ακόμη και αν, στο πλαίσιο της κρίσεως των τρελών αγελάδων, αποσκοπούσαν στην παροχή συνδρομής σε ορισμένη μόνον κατηγορία των μελών της, ήτοι τους συνδικαλισμένους παραγωγούς βοείου κρέατος, εξέφραζαν τα αντικειμενικά συμφέροντα του συνόλου των μελών της.

    94     Κατά συνέπεια, είναι άνευ σημασίας αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι παραγωγοί, τους οποίους αφορούσαν οι ενέργειες της FNSEA, αντιπροσωπεύουν, ή όχι, μικρή μερίδα του συνόλου των μελών.

    95     Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η FNSEA δεν θα είχε συνάψει τις επίδικες συμφωνίες αν δεν διέθετε την αναγκαία στήριξη της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού της συμβουλίου. Η πλειοψηφία των μελών διοικητικού συμβουλίου θεώρησε ότι η σύναψη συμφωνίας για την προάσπιση των συμφερόντων των παραγωγών βοείου κρέατος είναι τόσο σημαντική ώστε να μετάσχει η FNSEA, αντί να αφεθούν να ενεργήσουν οι ειδικές ενώσεις του κλάδου παραγωγής βοείου κρέατος.

    96     Όσον αφορά την JA, αυτή έχει ως σκοπό «να οργανώνει, να συντονίζει και να εναρμονίζει το σύνολο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, να προβάλλει και να προασπίζει τα συμφέροντα των περιφερειακών κέντρων που [τη] συγκροτούν», επομένως δε αποστολή της είναι, ιδίως, «να εκπροσωπεί τους νέους γεωργούς ενώπιον των επαγγελματικών οργανώσεων, ενώπιον των δημόσιων αρχών, ενώπιον της κοινής γνώμης και να προασπίζει τα συμφέροντα των νέων γεωργών παντού όπου μπορεί να γίνει τούτο» (άρθρο 6 του καταστατικού).

    97     Όσον αφορά την FNB, από το άρθρο 7 του καταστατικού της προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό «την οργανωμένη έκφραση, την εκπροσώπηση και την προάσπιση των κοινών συμφερόντων όλων των παραγωγών βοοειδών και παρεμφερών ζωικών ειδών, οι οποίοι το επιθυμούν, κατ’ εφαρμογήν του καταστατικού της FNSEA».

    98     Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι οι σκοποί της JA και της FNB φαίνονται, σε μεγάλο βαθμό, ανάλογοι αυτών της FNSEA και ότι το συμφέρον τους ως προς τη σύναψη των επίδικων συμφωνιών δεν είναι, εκ πρώτης όψεως, αυτοτελές εν σχέσει προς αυτό των μελών τους. Τούτο ισχύει ακόμη προφανέστερα για την FNB, μέλη της οποίας είναι οι κάτοχοι γεωργικών εκμεταλλεύσεων τους οποίους περισσότερο αφορούν οι εν λόγω συμφωνίες, ήτοι οι γεωργοί που απασχολούνται στην παραγωγή βοοειδών.

    99     Επομένως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ή επιχείρημα των αιτουσών δεν μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι ενέργειες των αιτουσών ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα των μελών τους. Κατά συνέπεια, τα αντικειμενικά συμφέροντα των αιτουσών δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυτοτελή εν σχέσει προς αυτά των μελών τους.

    100   Το συμπέρασμα τούτο επιρρωννύεται, εξάλλου, από τις διευκρινίσεις των αιτουσών. Συγκεκριμένα, κατά την ακρόαση, οι αιτούσες βεβαίωσαν ότι είναι αδιανόητο συνδικαλιστική οργάνωση να ισχυρισθεί ότι έδρασε αντιθέτως προς τα συμφέροντα των μελών της.

    101   Συνεπώς, βάσει της νομολογίας η οποία παρατέθηκε με τη σκέψη 84 της παρούσας, ο κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, απορρέουσας από τη σύσταση τραπεζικών εγγυήσεων, πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα το μέγεθος και την οικονομική ισχύ των επιχειρήσεων που έχουν προσχωρήσει στις αιτούσες ομοσπονδίες.

    102   Αν, όπως προέβαλαν οι αιτούσες κατά την ακρόαση, είναι δυνατόν η πλειοψηφία των μελών τους να μη ψηφίσει υπέρ της αναγκαίας για την επιβίωση των αιτουσών οικονομικής συνδρομής, πράγμα το οποίο δεν αποδείχθηκε εξάλλου, το ερώτημα αυτό είναι άνευ σημασίας όσον αφορά την εκτίμηση της οικονομικής τους ισχύος (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, την προπαρατεθείσα διάταξη FEG κατά Επιτροπής, σκέψη 46). Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι θα ήταν αδιανόητο να αποφασίσει η πλειοψηφία των μελών αύξηση των συνδρομών των μελών τα οποία αφορούν περισσότερο οι επίδικες συμφωνίες, ήτοι των γεωργών που απασχολούνται στην παραγωγή βοοειδών.

    103   Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι αιτούσες δεν προέβαλαν, ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξαν ότι το σύνολο των συνδικαλισμένων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων ή μόνον οι γεωργοί που απασχολούνται στην παραγωγή βοείου κρέατος δεν είχαν τη χρηματοοικονομική δυνατότητα να παράσχουν την αναγκαία συνδρομή για την καταβολή του προστίμου ή τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως επί του συνόλου του ποσού.

    104   Ωστόσο, κατά την ακρόαση, οι αιτούσες ισχυρίστηκαν ότι, προκειμένου να γίνει αύξηση των ετήσιων εισφορών, είναι αναγκαία η σύγκληση γενικής συνελεύσεως, πράγμα που θα απαιτούσε χρόνο. Επί παραδείγματι, η τακτική γενική συνέλευση της FNSEA θα διεξαχθεί, κατά τις αιτούσες, μόλις τον Απρίλιο του 2004. Εξάλλου, πρέπει να διεξαχθεί σειρά γενικών συνελεύσεων διαφόρων επιπέδων. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της διαρθρώσεως των αιτουσών, προκειμένου να υποχρεωθούν να καταβάλουν εισφορές οι συνδικαλισμένοι γεωργοί, είναι αναγκαίο τα μέλη των αιτουσών, καθώς και τα μέλη αυτών, να ζητήσουν έκτακτη εισφορά μέλους.

    105   Συναφώς, επιβάλλεται να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις τους, οι αιτούσες αναγνωρίζουν ότι είναι δυνατή η κατ’ εξαίρεση αύξηση των εισφορών των συνδικαλισμένων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, με σκοπό την καταβολή του προστίμου ή τη σύσταση της τραπεζικής εγγυήσεως.

    106   Ακολούθως, ακόμη και αν οι αιτούσες προέβαλαν ότι τα άμεσα μέλη τους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν το πρόστιμο ή να συστήσουν την απαιτούμενη τραπεζική εγγύηση, η δικογραφία ενέχει, παρά ταύτα, αρκετά σοβαρά στοιχεία, ώστε να είναι δυνατό να θεωρήσει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ότι αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει πράγματι. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η FNPL, η οποία είναι μέλος της FNSEA, φέρεται να έχει συστήσει την απαιτούμενη τραπεζική εγγύηση και, εξ αυτού του λόγου, επέδειξε κάποια οικονομική ισχύ, το ποσό το οποίο πρέπει να καταβάλει κάθε άμεσο μέλος των αιτουσών ομοσπονδιών παραμένει σημαντικό.

    107   Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να εξεταστεί αν, και, ενδεχομένως, υπό ποιες συνθήκες, οι αιτούσες μπορούν να αυξήσουν τις εισφορές των συνδικαλισμένων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων στο σχετικώς προσεχές μέλλον.

    108   Συναφώς, από τα καταστατικά των αιτουσών προκύπτει ότι κάθε αύξηση των εισφορών των μελών πρέπει να εγκριθεί από τη γενική συνέλευση εκάστου (άρθρο 44 του καταστατικού της FNSEA, άρθρο 9 του καταστατικού της JA και άρθρο 20 του καταστατικού της FNB). Εξάλλου, τίποτε δεν φαίνεται να εμποδίζει τις αιτούσες, αντί να αναμείνουν τακτική γενική συνέλευση, να συγκαλέσουν έκτακτη γενική συνέλευση προς τούτο. Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 44 του καταστατικού της FNSEA ορίζει ότι «το καταβαλλόμενο από τις ομοσπονδίες και ενώσεις ποσό εισφορών προτείνεται κάθε χρόνο από το διοικητικό συμβούλιο και υποβάλλεται προς έγκριση στη γενική συνέλευση», από το άρθρο 14 του καταστατικού προκύπτει ότι «η γενική συνέλευση συνέρχεται οσάκις το απαιτεί το συμφέρον της [FNSEA]». Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 17, βάσει του οποίου μπορεί να συγκληθεί έκτακτη γενική συνέλευση οσάκις το απαιτούν τα συμφέροντα της FNSEA.

    109   Παρεμφερείς διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 9 του καταστατικού της FNB και το άρθρο 8 του καταστατικού της JA.

    110   Ακολούθως, από το καταστατικό της FNSEA (άρθρο 14) προκύπτει ότι η γενική συνέλευση συγκαλείται με απλή επιστολή ένα, τουλάχιστον, μήνα πριν. Το καταστατικό της JA (άρθρο 8) ορίζει ότι η έκτακτη γενική συνέλευση μπορεί να συγκληθεί με απλή επιστολή δεκαπέντε, τουλάχιστον, ημέρες πριν, ενώ το καταστατικό της FNB (άρθρο 20) ορίζει ότι παρέλκει η τήρηση προθεσμίας για τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνελεύσεως σε περίπτωση επείγοντος.

    111   Όσον αφορά τη δυνατότητα αυξήσεως των εισφορών των συνδικαλισμένων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οι αιτούσες υποστήριξαν, κατά την ακρόαση, ότι απαιτούνται προς τούτο τέσσερα στάδια. Σε πρώτο στάδιο, οι αιτούσες πρέπει να αυξήσουν τις εισφορές των ομοσπονδιών μελών τους, οι οποίες πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να συγκαλέσουν γενική συνέλευση και να ζητήσουν έκτακτη εισφορά από τα μέλη τους, ήτοι τις περιφερειακές ομοσπονδίες. Σε τρίτο στάδιο, οι τελευταίες πρέπει να απαιτήσουν τις εν λόγω εισφορές από τα μέλη τους, ήτοι τα συνδικάτα, τα οποία πρέπει, σε τέταρτο στάδιο, να απαιτήσουν τις εισφορές από τους συνδικαλισμένους γεωργούς.

    112   Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει ότι οι δηλώσεις των αιτουσών ως προς τη διάρθρωσή τους και ως προς τους περιορισμούς, οι οποίοι δυσχεραίνουν την αύξηση των εισφορών των κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, θεμελιώνονται επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας. Υπάρχει αμφιβολία ακόμη μόνον ως προς τον αριθμό των σταδίων που απαιτούνται για την αύξηση των εισφορών των κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, φαίνεται ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τρία στάδια είναι αρκετά, ήτοι, πρώτον, οι γενικές συνελεύσεις των αιτουσών, δεύτερον, οι γενικές συνελεύσεις των μελών τους, ήτοι των FDSEA και των UDSEA, και, τρίτον, οι γενικές συνελεύσεις των τοπικών συνδικάτων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

    113   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι αιτούσες απέδειξαν επαρκώς τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων υπό την έννοια ότι κινδυνεύουν να υποστούν σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη αν δεν ανασταλεί η υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως επί του συνόλου του ποσού εντός πενταμήνου από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως.

     Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    114   Οι αιτούσες προβάλλουν ότι τα συμφέροντα της Επιτροπής δεν θίγονται αν ευδοκιμήσει η παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους αποστολής της FNSEA, από της ιδρύσεώς της το 1946, στον χώρο της γαλλικής γεωργίας, του ρόλου της έναντι των γαλλικών δημόσιων αρχών και των κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιοτήτων της, η εν λόγω ομοσπονδία θα συνεχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κατά τη διάρκεια της δίκης. Οι JA και FNB θα εξακολουθήσουν επίσης τη δραστηριότητά τους με τον ίδιο τρόπο.

    115   Η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ αρχάς, ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί των αιτουσών, ως προς την εξακολούθηση της δραστηριότητάς τους, δεν είναι συμβατοί με τα επιχειρήματά τους περί δήθεν ανεπανόρθωτης βλάβης από ενδεχόμενη αναγκαστική εκτέλεση. Εξάλλου, δεδομένου ότι η εξακολούθηση της δραστηριότητάς τους εξαρτάται από τη βούλησή τους, υφίσταται ο κίνδυνος να τεθούν σε εκκαθάριση προκειμένου να συστήσουν νέα ένωση με τα ίδια μέλη.

    116   Ακολούθως, υφίσταται κίνδυνος μειώσεως της περιουσίας των αιτουσών προϊόντος του χρόνου, οπότε ενδέχεται να μειωθεί σταδιακώς το δυνάμενο να εισπραχθεί μέρος του προστίμου.

    117   Γενικότερα, η Επιτροπή προβάλλει ότι, αν οι ενώσεις επιχειρήσεων, λόγω των πενιχρών ιδίων χρηματοοικονομικών μέσων τους, μπορούσαν να απαλλαχθούν από τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως χωρίς να συνεκτιμώνται τα χρηματοοικονομικά μέσα των μελών τους, οι επιχειρήσεις οι οποίες προτίθενται να υιοθετήσουν αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά θα έχουν πάντοτε συμφέρον να συνιστούν ένωση επιχειρήσεων προκειμένου να συνάπτουν συμφωνίες αντιβαίνουσες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού.

    118   Τέλος, η ανάγκη να διαφυλαχθούν η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα είναι εντονότερη εν προκειμένω, καθόσον οι αιτούσες συμμετέσχαν στη διάπραξη σοβαρότατης παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2000, T‑191/98 R II, Cho Yang Shipping κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2551, σκέψη 54).

     Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

    119   Πρέπει να σταθμιστεί το συμφέρον των αιτουσών να αποτρέψουν, σε περίπτωση αδυναμίας τους να συστήσουν τραπεζική εγγύηση, την άμεση είσπραξη του προστίμου, με το δημοσιονομικό συμφέρον της Κοινότητας να μπορεί να εισπράξει το ποσό, καθώς και, γενικότερα, με το δημόσιο συμφέρον που αφορά τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και της αποτρεπτικής ισχύος των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 1989, 56/89 R, Publishers Association κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 1693, σκέψη 35· τις διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουνίου 1992, T‑24/92 R και T‑28/92 R, Langnese-Iglo και Schöller Lebensmittel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1839, σκέψη 28· της 15ης Ιουνίου 1994, T‑88/94 R, Société commerciale des potasses et de l’azote και Entreprise minière et chimique κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-401, σκέψη 32, και Cho Yang Shipping κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 53).

    120   Ως προς τα δημοσιονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, η περιουσιακή κατάσταση των αιτουσών δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να καταβάλουν το σύνολο του προστίμου ούτε να συστήσουν την απαιτούμενη τραπεζική εγγύηση. Εξάλλου, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, τα μέλη των αιτουσών δεν υπέχουν νόμιμη υποχρέωση καταβολής του προστίμου. Επομένως, αν η Επιτροπή προέβαινε σε αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη των προστίμων από τις αιτούσες, είναι πιθανόν ότι δεν θα επετύγχανε την είσπραξη ποσού αντιστοίχου προς το επιβληθέν πρόστιμο. Πέραν τούτου, δεν αμφισβητείται ότι, σε περίπτωση πτωχεύσεως των αιτουσών, η Επιτροπή δεν θα είχε τη δυνατότητα να αναγγείλει τις ανεξόφλητες απαιτήσεις της προς τις νέες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, οι οποίες, ενδεχομένως, θα συνιστώντο σε αυτόν τον τομέα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι τα δημοσιονομικά συμφέροντα της Επιτροπής προστατεύονται καλύτερα διά της παροχής προς τις αιτούσες του χρόνου που απαιτείται για να ζητήσουν την οικειοθελή οικονομική συνδρομή των άμεσων και έμμεσων μελών τους.

    121   Ακολούθως, τα δημοσιονομικά συμφέροντα της Επιτροπής προστατεύονται επίσης με την ανάληψη της υποχρεώσεως εκ μέρους της FNSEA και της FNB να συστήσουν τραπεζικές εγγυήσεις καλύπτουσες σημαντικό μέρος του προστίμου (βλ. τη σκέψη 81 της παρούσας).

    122   Τέλος, όσον αφορά το ενδεχόμενο οι αιτούσες να περιέλθουν σε εκκαθάριση και να επανασυσταθούν αμέσως μετά, οι αιτούσες προβάλλουν ότι δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος ένεκα της αποστολής τους και του ρόλου τους ενώπιον των γαλλικών δημόσιων αρχών. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός των αιτουσών, ο οποίος, εξάλλου, δυσχερώς συμβιβάζεται με τη θέση τους ότι θα υφίσταντο ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση απορρίψεως της παρούσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, είναι αστήρικτος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι αιτούσες πρέπει να υποχρεωθούν να κοινοποιούν στην Επιτροπή, επί μηνιαίας βάσεως και μέχρι συστάσεως των απαιτούμενων τραπεζικών εγγυήσεων, αφενός, τα κυριότερα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής τους καταστάσεως, τα οποία πρέπει να καθορίσει η Επιτροπή από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, και, αφετέρου, οποιαδήποτε απόφαση δυναμένη να επηρεάσει ουσιωδώς την οικονομική τους κατάσταση ή τείνουσα σε μεταβολή του νομικού τους καθεστώτος, και μάλιστα προ της λήψεως τέτοιας αποφάσεως.

    123   Επί του δημοσίου συμφέροντος που σχετίζεται με τη διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και της αποτρεπτικής ισχύος των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η χορήγηση μερικής και κατά χρόνον περιορισμένης αναστολής θα έθετε, εν προκειμένω, σε κίνδυνο το εν λόγω συμφέρον.

    124   Στα προεκτεθέντα προστίθεται το γεγονός ότι λόγω της ιδιαίτερης και άκρως εξειδικευμένης αποστολής των αιτουσών, ιδίως δε του ρόλου που τους ανέθεσαν οι γαλλικές δημόσιες αρχές στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων προς σύναψη συλλογικών συμβάσεων (βλ. τη σκέψη 37 της παρούσας), οι αιτούσες δεν βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση προς αυτή όλων των λοιπών ενώσεων επιχειρήσεων. Επομένως, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η διάλυση των αιτουσών, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως της Αποφάσεως, θα επέφερε σοβαρή βλάβη στην οργάνωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας του γεωργικού τομέα στη Γαλλία και ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, η ανασύσταση των αιτουσών, μετά τη διάλυσή τους, δεν θα μπορούσε να επανορθώσει την εξ αυτής ζημία.

    125   Κατόπιν των προεκτεθέντων, προσήκει να χορηγηθεί στην FNSEA η αιτηθείσα αναστολή υπό τον όρο, αφενός, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, να καταβάλει στην Επιτροπή 1,5 εκατομμύρια ευρώ και να συστήσει υπέρ αυτής εγγύηση ύψους 1,7 εκατομμυρίων ευρώ ή, εναλλακτικώς, να συστήσει υπέρ της Επιτροπής τραπεζική εγγύηση ύψους 3,2 εκατομμυρίων ευρώ και, αφετέρου, εντός προθεσμίας πέντε μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, να καταβάλει εντόκως στην Επιτροπή το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο του προστίμου ή να συστήσει τραπεζική εγγύηση μέχρι του ύψους του ποσού αυτού.

    126   Όσον αφορά την FNB, προσήκει να της χορηγηθεί η παρούσα αναστολή υπό τον όρο, αφενός, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, να καταβάλει 200 000 ευρώ στην Επιτροπή και να συστήσει υπέρ αυτής εγγύηση ύψους 670 000 ευρώ ή, εναλλακτικώς, να συστήσει υπέρ της Επιτροπής τραπεζική εγγύηση ύψους 870 000 ευρώ και, αφετέρου, εντός προθεσμίας πέντε μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως να καταβάλει εντόκως στην Επιτροπή το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο του προστίμου ή να συστήσει τραπεζική εγγύηση μέχρι το ύψος του ποσού αυτού.

    127   Όσον αφορά την JA, προσήκει να της χορηγηθεί η αιτηθείσα αναστολή υπό τον όρο, αφενός, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, να καταβάλει 15 000 ευρώ στην Επιτροπή ή, εναλλακτικώς, να συστήσει υπέρ αυτής εγγύηση μέχρι το ύψος του ποσού αυτού και, αφετέρου, εντός προθεσμίας πέντε μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, να καταβάλει εντόκως στην Επιτροπή το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο του προστίμου ή να συστήσει τραπεζική εγγύηση μέχρι το ύψος του ποσού αυτού.

    128   Η κατά τις σκέψεις 126 και 127 της παρούσας διατάξεως αναστολή θα παύσει να παράγει τα αποτελέσματά της εάν οι αιτούσες δεν κοινοποιήσουν στην Επιτροπή, εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, τους ετήσιους λογαριασμούς της FNB και της JA για τις χρήσεις 2001 και 2002, ελεγμένους και θεωρημένους από διεθνώς προβεβλημένο ελεγκτικό οίκο.

    129   Επισημαίνεται, κατά τα λοιπά, ότι το άρθρο 108 του Κανονισμού Διαδικασίας παρέχει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή τη διάταξη περί ασφαλιστικών μέτρων λόγω μεταβολής των περιστάσεων [διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 2002, T‑198/01 R, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2153, σκέψη 123, επιβεβαιωθείσα, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2002, C‑232/02 P(R), Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, Συλλογή 2002, σ. I‑8977]. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ως «μεταβολή των περιστάσεων» ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εννοεί, ιδίως, πραγματικά περιστατικά ικανά να τροποποιήσουν την εν προκειμένω εκτίμηση του κριτηρίου του επείγοντος. Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, η δυνατότητα αυτή αποτελεί απόρροια του κατ’ εξοχήν προσωρινού χαρακτήρα, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, των μέτρων που εκδίδει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων [διάταξη του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2002, C‑440/01 P(R), Επιτροπή κατά Artegodan, Συλλογή 2002, σ. I‑1489].

    130   Επομένως, εναπόκειται στην Επιτροπή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να απευθυνθεί στο Πρωτοδικείο αν, ιδίως από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 122 και 128 της παρούσας διατάξεως, προέκυπτε μεταβολή των περιστάσεων δυναμένη να οδηγήσει σε μεταρρύθμιση της παρούσας αποφάσεως.

    Για τους λόγους αυτούς,

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    διατάσσει:

    1)      Αναστέλλει, υπό τους όρους που ακολουθούν, την υποχρέωση της Fédération nationale des syndicats d’exploitants agricoles να συστήσει, υπέρ της Επιτροπής, τραπεζική εγγύηση προς αποφυγή της άμεσης εισπράξεως του προστίμου το οποίο της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2003/600/ΕΚ, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/C.38.279/F3 – Γαλλικό βόειο κρέας):

    α)      εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, η Fédération nationale des syndicats d’exploitants agricoles θα καταβάλει 1,5 εκατομμύρια ευρώ στην Επιτροπή και θα συστήσει υπέρ αυτής εγγύηση μέχρι ποσού 1,7 εκατομμυρίων ευρώ ή, εναλλακτικώς, η Fédération nationale des syndicats d’exploitants agricoles θα συστήσει υπέρ της Επιτροπής τραπεζική εγγύηση μέχρι του ποσού των 3,2 εκατομμυρίων ευρώ·

    β)      εντός προθεσμίας πέντε μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, η Fédération nationale des syndicats d’exploitants agricoles θα καταβάλει, εντόκως, στην Επιτροπή το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο του προστίμου ή θα συστήσει τραπεζική εγγύηση μέχρι του ύψους αυτού του ποσού.

    2)      Αναστέλλει, υπό τους όρους που ακολουθούν, την υποχρέωση της Fédération nationale bovine να συστήσει, υπέρ της Επιτροπής, τραπεζική εγγύηση προς αποφυγή άμεσης εισπράξεως του προστίμου το οποίο της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2003/600:

    α)      εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, η Fédération nationale bovine θα καταβάλει 200 000 ευρώ στην Επιτροπή και θα συστήσει υπέρ αυτής εγγύηση ύψους 670 000 ευρώ ή, εναλλακτικώς, η Fédération nationale bovine θα συστήσει, υπέρ της Επιτροπής, τραπεζική εγγύηση ύψους 870 000 ευρώ·

    β)      εντός προθεσμίας πέντε μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, η Fédération nationale bovine θα καταβάλει, εντόκως, στην Επιτροπή το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο του προστίμου ή θα συστήσει τραπεζική εγγύηση μέχρι του ύψους του ποσού αυτού.

    3)      Αναστέλλει, υπό τους όρους που ακολουθούν, την υποχρέωση της Jeunes agriculteurs να συστήσει, υπέρ της Επιτροπής, τραπεζική εγγύηση προς αποφυγή άμεσης εισπράξεως του προστίμου το οποίο της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2003/600:

    α)      εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, η Jeunes agriculteurs θα καταβάλει 15 000 ευρώ στην Επιτροπή ή, εναλλακτικώς, θα συστήσει υπέρ αυτής τραπεζική εγγύηση μέχρι του ύψους του εν λόγω ποσού·

    β)      εντός προθεσμίας πέντε μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, η Jeunes agriculteurs θα καταβάλει, εντόκως, στην Επιτροπή το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο του προστίμου ή θα συστήσει τραπεζική εγγύηση μέχρι του ύψους του ποσού αυτού.

    4)      Η αναστολή η οποία χορηγείται κατά τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της παρούσας διατάξεως παύει να παράγει τα αποτελέσματά της αν οι αιτούσες δεν κοινοποιήσουν στην Επιτροπή, εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως, τους ετήσιους λογαριασμούς της Fédération nationale bovine και της Jeunes agriculteurs για τις χρήσεις 2001 και 2002, ελεγμένους και θεωρημένους από διεθνώς προβεβλημένο ελεγκτικό οίκο.

    5)      Μέχρι να συσταθούν οι τραπεζικές εγγυήσεις, περιλαμβανομένων των τόκων, οι αιτούσες θα κοινοποιήσουν στην Επιτροπή:

    α)      επί μηνιαίας βάσεως, τα κυριότερα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής τους καταστάσεως, τα οποία πρόκειται να καθορίσει η Επιτροπή από της κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως·

    β)      οποιαδήποτε απόφαση δυναμένη να επηρεάσει ουσιωδώς την οικονομική τους κατάσταση ή τείνουσα σε μεταβολή του νομικού τους καθεστώτος και μάλιστα τούτο προ της λήψεως μιας τέτοιας αποφάσεως.

    6)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Λουξεμβούργο, 21 Ιανουαρίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    H. Jung

     

          B. Vesterdorf


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top