Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TO0198

    Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2003.
    Bank Austria Creditanstalt AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Παραδεκτό - Ανταγωνισμός - Δημοσίευση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου - Επείγον - Δεν υφίσταται.
    Υπόθεση T-198/03 R.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 II-04879

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2003:296

    Υπόθεση T-198/03 R


    Bank Austria Creditanstalt AG
    κατά
    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων


    «Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Παραδεκτό – Ανταγωνισμός – Δημοσίευση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου – Επείγον – Δεν υφίσταται»

    Διάταξη του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2003
        

    Περίληψη της διατάξεως

    1..
    Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Σειρά εξετάσεως και τρόπος εξακριβώσεως – Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων

    (Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

    2..
    Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Εκ πρώτης όψεως παραδεκτό της κύριας προσφυγής

    (Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 1)

    3..
    Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Βάρος αποδείξεως

    (Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

    4..
    Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Οικονομική ζημία – Κατάσταση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της προσφεύγουσας εταιρίας

    (Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

    1.
    Αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διευκρινίζει τις στοιχειοθετούσες το επείγον περιστάσεις καθώς και τα πραγματικά και νομικά περιστατικά που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη χορήγηση του ζητουμένου προσωρινού μέτρου. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν μία απ' αυτές ελλείπει. Εξετάζοντας συνολικά την υπόθεση, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων. βλ. σκέψεις 18-19

    2.
    Το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής στην κύρια δίκη δεν πρέπει, κατ' αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η κρίση της ουσίας της υποθέσεως. Εντούτοις, μπορεί να καταστεί αναγκαία, όταν, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της προσφυγής στην κύρια δίκη επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η απόδειξη περί υπάρξεως ορισμένων στοιχείων που επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής. βλ. σκέψη 21

    3.
    Το επείγον μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο. Στον διάδικο αυτό εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης, χωρίς να υποστεί μια τέτοια ζημία. Η επέλευση της ζημίας δεν χρειάζεται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή πλειόνων παραγόντων, να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα. βλ. σκέψη 50

    4.
    Η χρηματική ζημία δεν μπορεί, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αντισταθμίσεως. Κατ' εφαρμογήν της αρχής αυτής, η ζητούμενη αναστολή θα δικαιολογούνταν, υπό τις παρούσες περιστάσεις, μόνον αν προέκυπτε ότι, ελλείψει τέτοιου μέτρου, η αιτούσα θα περιερχόταν σε μια κατάσταση η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια της την υπόσταση ή να μεταβάλει ανεπανόρθωτα τα μερίδιά της αγοράς. βλ. σκέψεις 53-54




    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    της 7ης Νοεμβρίου 2003 (*)

    ”Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Παραδεκτό - Ανταγωνισμός - Δημοσίευση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου - Επείγον - Δεν υφίσταται”

    Στην υπόθεση T-198/03 R,

    Bank Austria Creditanstalt AG, με έδρα τη Βιένη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους C. Zscαιτούσα,hocke και J. Beninca,

    αιτούσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον S. Rating, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    Καθής

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως του συμβούλου ακροάσεων της Επιτροπής της 5ης Μα.ου 2003 να δημοσιεύσει το μη απόρρητο κείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου 2002 στην υπόθεση COMP/36.571/D-1 - Αυστριακές Τράπεζες («.μιλος Lombard»),

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

     Νομικό πλαίσιο

    1       To άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), ορίζει ότι, στην περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ, «δύναται να υποχρεώσει με απόφαση τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση».

    2       Το άρθρο 20 του κανονισμού 17, περί επαγγελματικού απορρήτου, προβλέπει ότι οι πληροφορίες, οι οποίες συνελέγησαν κατ' εφαρμογή διαφόρων διατάξεων του κανονισμού αυτού «δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνον για τον σκοπό για τον οποίο εζητήθησαν» (παράγραφος 1), ότι η Επιτροπή και οι υπάλληλοί της «υποχρεούνται να μη κάνουν χρήση των πληροφοριών, τις οποίες συνέλεξαν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι οποίες, λόγω της φύσεώς τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο» (παράγραφος 2) και, τέλος, ότι οι δύο αυτές διατάξεις «δεν αντιτίθενται στην δημοσίευση γενικών πληροφοριών ή μελετών, οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνουν στοιχεία εξατομικευμένα για τις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων» (παράγραφος 3).

    3       Σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, η Επιτροπή υποχρεούται να δημοσιεύει «τις αποφάσεις, τις οποίες εκδίδει κατ' εφαρμογή των άρθρων 2, 3, 6, 7 και 8». Στην παράγραφο 2 διευκρινίζεται ότι η εν λόγω δημοσίευση «μνημονεύει τα ονόματα των μερών και το ουσιώδες τμήμα της αποφάσεως» και «οφείλει να λαμβάνει υπόψη το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων».

    4       Η απόφαση 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 23ης Μα.ου 2001, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (EE L 162, σ. 21), ορίζει στο άρθρο 9:

    «.ταν υπάρχει η πρόθεση να αποκαλυφθούν πληροφορίες που είναι δυνατόν να αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ενημερώνεται γραπτώς για την πρόθεση αυτή καθώς και για τους σχετικούς λόγους. Τάσσεται προθεσμία εντός της οποίας η επιχείρηση μπορεί να υποβάλει γραπτώς τυχόν παρατηρήσεις.

    .ταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αντιτίθεται στην αποκάλυψη των πληροφοριών αλλά διαπιστώνεται ότι οι πληροφορίες αυτές δεν τυγχάνουν προστασίας και μπορούν συνεπώς να αποκαλυφθούν, εκδίδεται σχετική αιτιολογημένη απόφαση, η οποία κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Στην απόφαση αυτή προσδιορίζεται η ημερομηνία μετά την οποία πρόκειτα να αποκαλυφθούν οι πληροφορίες. Η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να τοποθετείται σε απόσταση μικρότερη της μιας εβδομάδας από την ημερομηνία της κοινοποίησης.

    Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο εφαρμόζονται κατ' αναλογία και ως προς την αποκάλυψη πληροφοριών με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».      

     Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία

    5       Με την από 11 Ιουνίου 2002 απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/36.571/D-1 - Aυστριακές Τράπεζες («.μιλος Lombard»), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αιτούσα είχε μετάσχει, από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 24 Ιουνίου 1998, σε σύμπραξη με πολλές άλλες αυστριακές τράπεζες (άρθρο 1) για την οποία αποφάσισε να της επιβάλει (άρθρο 3), καθώς και στις άλλες τράπεζες που αφορά η διαδικασία, πρόστιμο (στο εξής: απόφαση περί επιβολής προστίμων).

    6       Με επιστολή της 12ης Αυγούστου 2002, η Επιτροπή διαβίβασε στην αιτούσα σχέδιο μη απορρήτου κειμένου της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων και της ζήτησε την άδεια να προβεί στη δημοσίευση του κειμένου αυτού.

    7       Στις 3 Σεπτεμβρίου 2002, η αιτούσα (όπως και η πλειοψηφία των άλλων τραπεζών) άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων, που ενεγράφη στο πρωτόκολλο με αριθμό υποθέσεως Τ-260/02. Με την προσφυγή αυτή, η αιτούσα δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε η Επιτροπή στην επίμαχη απόφαση, αλλά μόνον το ύψος του επιβληθέντος προστίμου.

    8       Με το από 10 Σεπτεμβρίου 2002 έγγραφο, η αιτούσα, σε συνέχεια της από 12 Αυγούστου 2002 αιτήσεως παροχής αδείας δημοσιεύσεως, ζήτησε από την Επιτροπή να δημοσιεύσει την απόφαση περί επιβολής προστίμων αφαιρώντας την έκθεση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με το έτος 1994 που περιλαμβανόταν στην αιτιολογική σκέψη 7 και αντικαθιστώντας τις αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 12 της αποφάσεως αυτής με ένα απόσπασμα κειμένου που της προέτεινε.

    9       Στις 7 Οκτωβρίου 2002, οι οικείες υπηρεσίες της Επιτροπής διοργάνωσαν σύσκεψη με τους δικηγόρους όλων των αποδεκτών της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων. Δεν μπόρεσαν πάντως να συμφωνήσουν συγκεκριμένα ως προς το από 10 Σεπτεμβρίου 2002 αίτημα της αιτούσας. .σον αφορά το αίτημα αυτό, ο αρμόδιος διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της Επιτροπής απηύθυνε, στις 22 Οκτωβρίου 2002, έγγραφο στην αιτούσα υπενθυμίζοντάς της τη θέση της Επιτροπής περί της δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων και κοινοποιώντας της αναθεωρηθέν μη απόρρητο κείμενο της αποφάσεως αυτής.

    10     Στις 6 Νοεμβρίου 2002, η αιτούσα απευθύνθηκε στον σύμβουλο ακροάσεων ζητώντας του να κάνει δεκτό το από 10 Σεπτεμβρίου 2002 αίτημά της.

    11     Με το από 20 Φεβρουαρίου 2003 έγγραφο, ο σύμβουλος ακροάσεων, κρίνοντας ότι το εν λόγω νέο αίτημα δεν ήταν βάσιμο, υπέβαλε στην αιτούσα ένα νέο μη απόρρητο κείμενο της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων.

    12     Με το από 28 Φεβρουαρίου 2003 έγγραφο, η αιτούσα ανέφερε ότι εξακολουθούσε να είναι αντίθετη προς τη δημοσίευση αυτού του μη απορρήτου κειμένου.

    13     Με το από 5 Μα.ου 2003 έγγραφο, ο σύμβουλος ακροάσεων, υποβάλλοντας ένα αναθεωρηθέν μη απόρρητο κείμενο της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων, αποφάσισε να απορρίψει την ένσταση της αιτούσας ως προς τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής (στο εξής: επίμαχη απόφαση). Σύμφωνα με το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/462, ο σύμβουλος αποφάσεων έκρινε ότι το κείμενο της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων (στο εξής: επίμαχο κείμενο) δεν περιλαμβάνει πληροφορίες τυγχάνουσες της προβλεπομένης από το κοινοτικό δίκαιο προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου.

    14     Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 6 Ιουνίου 2003 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, η αιτούσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως.

    15     Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε αυθημερόν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, η αιτούσα υπέβαλε, κυρίως, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της επίμαχης αποφάσεως μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας και, επικουρικώς, αίτηση με σκοπό να απαγορευθεί στην Επιτροπή μέχρι την ημερομηνία αυτή η δημοσίευση του επιμάχου κειμένου.

    16     Η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων στις 30 Ιουνίου 2003. Η ενώπιον του δικάζοντος κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δικαστή έλαβε χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου 2003.

     Επί της ουσίας

    17     Δυνάμει του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, αφενός, και του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, αφετέρου, το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή να τη λήψη των απαιτουμένων προσωρινών μέτρων.

    18     Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διευκρινίζει τις στοιχειοθετούσες το επείγον περιστάσεις καθώς και τα πραγματικά και νομικά περιστατικά που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη χορήγηση του ζητουμένου προσωρινού μέτρου. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν μία απ' αυτές ελλείπει [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4971, σκέψη 30).

    19     Υπενθυμίζεται ότι, εξετάζοντας συνολικά την υπόθεση, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 22].

     Επί του παραδεκτού

    20     Η Επιτροπή κρίνει ότι η προσφυγή στην κύρια δίκη επί της παρούσας υποθέσεως δεν είναι παραδεκτή. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η επίμαχη απόφαση δεν αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί.

    21     Συναφώς, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής στην κύρια δίκη δεν πρέπει, κατ' αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η κρίση της ουσίας της υποθέσεως. Εντούτοις, μπορεί να καταστεί αναγκαία, όταν, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της προσφυγής στην κύρια δίκη επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η απόδειξη περί υπάρξεως ορισμένων στοιχείων που επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1988, 376/87 R, Distrivet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 209, σκέψη 21· τις διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, T-13/99 R, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II-1961, σκέψη 121, στο εξής: διάταξη Pfizer, που επιβεβαιώθηκε κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-329/99 P(R), Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-8343, και της 11ης Απριλίου 2003, Τ-392/02 R, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή].

    22     Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν υφίστανται στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να συναχθεί ότι η εν λόγω προσφυγή είναι παραδεκτή.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    23     Με την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η αιτούσα εμμένει επί του ότι η επίμαχη απόφαση δύναται να προσβληθεί. Θέτοντας τέρμα σε διοικητική διαδικασία ως προς το ενδεχόμενο και τις λεπτομέρειες δημοσιεύσεως αποφάσεως περί επιβολής προστίμων, η απόφαση αυτή έχει οριστικό χαρακτήρα και επομένως δύναται να προσβληθεί. Η αιτούσα, αναφέροντας τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 17, υποστηρίζει ότι δικαιούται να δημοσιευθεί η απόφαση περί επιβολής προστίμων μόνον τηρουμένων των προβλεπομένων στο άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού προϋποθέσεων. Οι λεπτομερείς περιγραφές των πραγματικών περιστατικών που προτείνει να δημοσιεύσει η Επιτροπή δεν είναι μόνον ασυνήθεις, αλλά και αλυσιτελείς, εφόσον η αιτούσα είχε εκ προοιμίου το 1998 αναγνωρίσει την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά που της προσάπτεται. Η δημοσίευσή τους θα έθιγε τη φήμη της καθώς και τη φήμη των υπαλλήλων της.

    24     Για τον σκοπό αμφισβητήσεως του παραδεκτού της παρούσας αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η επίμαχη απόφαση δεν προσάπτει αιτίαση στην αιτούσα. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το δικαίωμα της μη δημοσιεύσεως ορισμένων τμημάτων της αποφάσεως αυτής υφίσταται μόνον αν πληρούνται δύο προϋποθέσεις: αφενός, τα εν λόγω αποσπάσματα πρέπει να συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα ή πληροφορίες τυγχάνουσες παρεμφερούς προστασίας και, αφετέρου, το συμφέρον της επιχειρήσεως για την προστασία των πληροφοριών αυτών πρέπει να είναι ανώτερο του γενικού συμφέροντος που συνιστά η δημοσίευσή τους. Πάντως, η αιτούσα δεν αναφέρθηκε ούτε σε επαγγελματικό απόρρητο ούτε σε πληροφορία τυγχάνουσα παρεμφερούς προστασίας, περιλαμβανόμενα στο επίμαχο κείνενο. Κατά συνέπεια, η αιτούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την επίμαχη απόφαση.

    25     Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εν λόγω δημοσίευση δεν προκύπτει από την επίμαχη απόφαση, αλλά απορρέει άμεσα από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 17. Το δε άρθρο 21, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να προβληθεί για να εμποδιστεί η δημοσίευση αποφάσεως όπως η επίμαχη απόφαση, ή ορισμένων τμημάτων της, αλλά μόνον περιγράφει, υπέρ των τρίτων, τις πληροφορίες που η Επιτροπή υποχρεούται να δημοσιεύσει.

    26     .σον αφορά την επίκληση της συμπεριφοράς της αιτούσας το 1994, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή αφορά κυρίως τη νομιμότητα (η οποία προσβάλλεται στην υπόθεση Τ-260/02) της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων και η οποία, επομένως, προβάλλεται εκπροθέσμως στο πλαίσιο της προσφυγής της κύριας δίκης στην παρούσα υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για δημοσίευση οποιουδήποτε επαγγελματικού απορρήτου ή πληροφορίας τυγχάνουσας παρεμφερούς προστασίας, ούτε ως προς την αιτίαση αυτή υφίσταται έννομο συμφέρον της αιτούσας.

    27     Κατά την ακρόαση, η αιτούσα αμφισβήτησε την ανάλυση της Επιτροπής. Η αιτούσα, αναφερόμενη συγκεκριμένα στο άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/462, ισχυρίστηκε ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης όταν η Επιτροπή δημοσιεύει πληροφορίες που δεν αποτελούν επαγγελματικό απόρρητο. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως ως προς ένα από τα προς δημοσίευση στοιχεία, εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής διαδικασία. Η διαδικασία αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, να δημοσιεύει μόνον το ουσιώδες τμήμα αποφάσεως, ληφθείσας κατ' εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού. Το ουσιώδες τμήμα μιας αποφάσεως δεν μπορεί να εξομοιούται με το σύνολο της εν λόγω αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η αιτούσα κρίνει ότι έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει αυτά που θεωρεί ως μη ουσιώδη στοιχεία του επιμάχου κειμένου.

    28     Απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι, ενώ το άρθρο 9, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/462 σκοπεί ρητώς την αποκάλυψη πληροφοριών «που είναι δυνατόν να αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο», το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, αφορά τη δημοσίευση αυτών των πληροφοριών. Επομένως, απόφαση του συμβούλου ακροάσεων ληφθείσα βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως μπορεί να προσβληθεί μόνον καθόσον αφορά επαγγελματικά απόρρητα.

    Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

    29     Υπενθυμίζεται κατ' αρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται [...] να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ' αυτό».

    30     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη απόφαση απευθύνεται στην αιτούσα. Εν τούτοις, πρέπει να εξακριβωθεί ότι η απόφαση αυτή συνιστά, εκ πρώτης όψεως, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί.

    31     Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, τα μέτρα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9· απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, Τ-10/92 έως Τ-12/92 και Τ-15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2667, σκέψη 28, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, Τ-219/01, Commerzbank κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53).

    32     Από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή προκύπτει ότι η Επιτροπή αμφισβητεί, κατ' ουσίαν, το παραδεκτό της προσφυγής της κύριας δίκης διότι κρίνει ότι η αιτούσα ουδόλως απέδειξε ότι το επίμαχο κείμενο περιείχε επαγγελματικά απόρρητα. Συνεπώς, σύμφωνα με την Επιτροπή, η αιτούσα δεν έχει έννομο συμφέρον διότι η αποκάλυψη των πληροφοριών τις οποίες σκοπεί δεν μπορεί να μεταβάλουν κατά τρόπο σαφή τη νομική της κατάσταση.

    33     Συναφώς, υπενθυμίζεται κατ' αρχάς ότι το άρθρο 287 ΕΚ και το άρθρο 20 του κανονισμού 17 απαγορεύουν μόνον την αποκάλυψη πληροφοριών που καλύπτονται από το «επαγγελματικό απόρρητο», του οποίου λαμβάνει γνώση η Επιτροπή κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγεται βάσει του εν λόγω κανονισμού. Από το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 προκύπτει ότι η αντίστοιχη υποχρέωση επιβάλλεται στην Επιτροπή ως προς τις αποφάσεις δημοσιεύσεως των αποφάσεων, που σκοπεί το άρθρο αυτό, στην Επίσημη Εφημερίδα. Επομένως, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή αρνείται, για τους σκοπούς της δημοσιεύσεως αυτής, να αναγνωρίσει ότι ορισμένες πληροφορίες, το απόρρητο των οποίων διεκδικείται από τον ενδιαφερόμενο, συνιστούν επαγγελματικό απόρρητο παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς αυτόν (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψεις 17 και 18· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 2ας Μα.ου 1997, Τ-90/96, Peugeot κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-663, σκέψεις 34 και 36, και Commerzbank κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 69 και 70, καθώς και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Δεκεμβρίου 2001, Τ-213/01 R, Österreichische Postsparkasse κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3963, σκέψη 49).

    34     Το γεγονός ότι η απόφαση για τη δημοσίευση αυτή λαμβάνεται επ' ονόματι της Επιτροπής, όπως εν προκειμένω, εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων βάσει του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/1462 δεν ασκεί, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, επιρροή (βλ., κατ' αναλογία, την προαναφερθείσα διάταξη Commerzbank κατά Επιτροπής, σκέψεις 69 και 70).

    35     Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το επίμαχο κείμενο περιλαμβάνει πληροφορίες δυνάμενες να συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα της αιτούσας, η δημοσίευσή του κατόπιν της εκτελέσεως της επίμαχης αποφάσεως θα έχει ως αναπόφευκτη και μη αναστρέψιμη συνέπεια την αποκάλυψη των εν λόγω απορρήτων σε τρίτους. Επομένως, η αιτούσα μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει το κύρος της αποφάσεως αυτής.

    36     Εν τούτοις, στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ακριβώς ότι οι επίδικες πληροφορίες δεν είναι προδήλως επαγγελματικά απόρρητα. Μολονότι δεν εναπόκειται στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να εξακριβώσει, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού, από τις προφορικές διευκρινίσεις της αιτούσας προκύπτει, συγκεκριμένα, ότι η αιτούσα δεν αμφισβητεί πράγματι τον εν λόγω ισχυρισμό της Επιτροπής. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, παρά το γεγονός αυτό, η αιτούσα μπορεί πάντοτε παραδεκτώς να αμφισβητήσει το κύρος της επίμαχης αποφάσεως.

    37     Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, ενόψει της παρατεθείσας ανωτέρω στη σκέψη 33 νομολογίας, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία του άρθρου 21 του κανονισμού 17, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να δημοσιεύει, τουλάχιστον, το ουσιώδες τμήμα κάθε αποφάσεως εκδοθείσας βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, μάλλον πειστική. Δεν είναι αλυσιτελές το ότι η ερμηνεία αυτή συμφωνεί με την πολιτική δημοσιεύσεως που ακολουθεί από πολλών ετών το θεσμικό αυτό όργανο, ενώ η προτεινόμενη από την αιτούσα ερμηνεία στηρίζεται σε a contrario συλλογιστική ότι δεν είναι σύννομη κάθε δημοσίευση για την οποία δεν υποχρεούται ρητώς η Επιτροπή.

    38     Πάντως, δεν αποκλείεται ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να προβεί στη δημοσίευση αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καλύπτει μόνο τη δημοσίευση του «ουσιώδους» μέρους της. Είναι πιθανό ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε, λαμβανομένης υπόψη της γενικής υποχρεώσεως της Επιτροπής να δημοσιεύει μόνον τα μη απόρρητα κείμενα των αποφάσεών της, ήτοι τα κείμενα που δεν περιέχουν καμμία μνεία των επαγγελματικών απορρήτων των αποδεκτών, να χορηγήσει συγκεκριμένο δικαίωμα στους αποδέκτες των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει των άρθρων 2, 3, 6, 7 και 8 του κανονισμού 17, το οποίο τους επιτρέπει να αντικρούουν τη δημοσίευση εκ μέρους της Επιτροπής στην Επίσημη Εφημερίδα (και, ενδεχομένως, και στην ιστοσελίδα του Διαδικτύου του οργάνου αυτού) πληροφοριών οι οποίες, αν και μη απόρρητες, δεν είναι «ουσιώδεις» για την κατανόηση του διατακτικού των αποφάσεων αυτών.

    39     Εκ πρώτης όψεως, ο σοβαρός χαρακτήρας αυτής της ερμηνείας του άρθρου 21 του κανονισμού 17 επιρρωννύεται, σε ορισμένο βαθμό, από τη διφορούμενη, εκ πρώτης όψεως, διατύπωση του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/462 (παρατεθείσα στη σκέψη 4 ανωτέρω). Δεν μπορεί να αποκλεισθεί, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στη δημοσίευση πληροφοριών γενικώς και όχι μόνο σε επαγγελματικά απόρρητα και, επομένως, δικαιούται να αντικρούσει τη δημοσίευση των πληροφοριών, οι οποίες, κατά την άποψή της, είναι ευαίσθητες και δεν είναι ουσιώδεις για την κατανόηση της αποφάσεως της Επιτροπής, της οποίας αμφισβητείται η δημοσίευση.

    40     Δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/462 καλύπτει, στην περίπτωση που γίνει δεκτή από τον δικαστή της ουσίας, τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 12 του επιμάχου κειμένου, δεν αποκλείεται ότι η ερμηνεία αυτή εκτείνεται και σε όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 7 του κειμένου αυτού. Εφόσον οι τελευταίες αυτές πληροφορίες αφορούν το έτος 1994, είναι δυσχερές να αποκλεισθεί ότι η δημοσίευσή τους δεν είναι «ουσιώδης» για να γίνει κατανοητή η αιτιολογία αποφάσεως όπως της επιβάλλουσας πρόστιμα αποφάσεως που διαπιστώνει παράβαση, σύμφωνα με το άρθρο 1 του διατακτικού της, για τη χρονική περίοδο από 1η Ιανουαρίου 1995 έως 24 Ιουνίου 1998.

    41     Στην περίπτωση αυτή, η δημοσίευση αυτών των πληροφοριών, που έχει προδήλως μη αναστρέψιμο χαρακτήρα, αν ο δικαστής της ουσίας επιβεβαιώσει την ύπαρξη του προβαλλομένου από την αιτούσα δικαιώματος αντικρούσεως της δημοσιεύσεως αυτής, μπορεί να τροποποιήσει με τρόπο σαφή τη νομική της κατάσταση.

    42     Επομένως, υφίστανται στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι, εκ πρώτης όψεως, η επίμαχη απόφαση συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί και, επομένως, ότι η αιτούσα μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωσή της δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Συνεπώς, εφόσον δεν μπορεί να αποκλεισθεί το παραδεκτό του κυρίου αιτήματος της αιτούσας, πρέπει να εξετασθεί συντόμως το παραδεκτό του επικουρικού της αιτήματος που σκοπεί την αναστολή της δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων. Πάντως, επειδή το τελευταίο αυτό αίτημα έχει πρακτικώς το ίδιο αντικείμενο με το κύριο αίτημα, δηλαδή την προσωρινή απαγόρευση της δημοσιεύσεως των επιδίκων πληροφοριών, δεν χρειάζεται να εξετασθεί μεμονωμένα.

    43     Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής κρίνει ότι, όσον αφορά το κύριο αυτό αίτημα, δηλαδή την αναστολή δημοσιεύσεως της επίμαχης αποφάσεως, πρέπει να εξετασθεί αν πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος.

     Επί του επείγοντος

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    44     Η αιτούσα φρονεί ότι πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση του επείγοντος. Συναφώς, η αιτούσα υποστηρίζει ότι θα υποστεί υλικές ζημίες και ηθική βλάβη, μη ανορθώσιμες ακόμη και μετά την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

    45     .σον αφορά τις υλικές ζημίες, η αιτούσα παραπέμπει σε συλλογική προσφυγή που ασκήθηκε ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά την ακρόαση, η αιτούσα διευκρίνισε ότι, στην υπόθεση αυτή, επρόκειτο να λάβει χώρα στις 24 Οκτωβρίου 2003 στη Νέα Υόρκη δημόσια συνεδρίαση. Εξάλλου, η αιτούσα φοβάται ότι θα ασκηθούν αγωγές αποζημιώσεως στην Αυστρία εναντίον της και κατά των άλλων αυστριακών τραπεζών που είναι αποδέκτες της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων. Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι οι Αμερικανοί και Αυστριακοί καταγγέλλοντες θα χρησιμοποιήσουν πιθανώς τις ευαίσθητες πληροφορίες που θα τεθούν στη διάθεσή τους μέσω της δημοσιεύσεως της εν λόγω αποφάσεως. Είναι επίσης δυνατό, χάρη στη δημοσίευση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμων, να μπορέσουν οι αυστριακές ποινικές αρχές να προσδιορίσουν την ταυτότητα των συνεργατών της αιτούσας και των άλλων τραπεζών και να χρησιμοποιήσουν τις πληροφορίες αυτές στο πλαίσιο των ήδη εκκρεμών ποινικών διώξεων.

    46     Προκειμένου για την ηθική βλάβη, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η αποκάλυψη της ταυτότητας των συνεργατών της μπορεί να θίξει σοβαρώς την προσωπικότητα των προσώπων αυτών. Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των επιταγών σε θέματα προστασίας των δεδομένων, η αιτούσα υποχρεούται να προστατεύει τα συμφέροντα των συνεργατών της. .τσι, η δημοσίευση των ευαίσθητων πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο επίμαχο κείμενο βλάπτει σοβαρώς τη φήμη της αιτούσας.

    47     Οι υλικές αυτές ζημίες έχουν μη αναστρέψιμο χαρακτήρα. Η μεταγενέστερη ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως δεν μπορεί να εξαλείψει τα αποτελέσματα της δημοσιεύσεως του επιμάχου κειμένου, εφόσον οι εν λόγω ευαίσθητες πληροφορίες αφορούν τον δημόσιο τομέα. Τούτο είναι κατά μείζονα λόγο αληθές διότι, σύμφωνα με την αιτούσα, ούτε το αυστριακό ούτε το αμερικανικό δίκαιο αποκλείουν τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως ως αποδεικτικών στοιχείων πληροφοριών που περιήλθαν παρανόμως στη γνώση του κοινού.

    48     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι υλικές ζημίες που επικαλείται η αιτούσα ενέχουν αμιγώς οικονομικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση που οι εν λόγω ζημίες επέλθουν, δεν θα είναι ανεπανόρθωτες ή δυσκόλως ανορθώσιμες. Εν πάση περιπτώσει, οι ζημίες αυτές είναι αμιγώς υποθετικής φύσεως, εφόσον προϋποθέτουν την επέλευση αβεβαίων γεγονότων.

    49     Προκειμένου για την ηθική βλάβη που επικαλείται η αιτούσα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αιτούσα δεν προσκομίζει στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να θεμελιωθεί με επαρκή πιθανότητα η προοπτική να θιγεί σοβαρώς και ανεπανόρθωτα η φήμη της. Οι αγωγές που ενδεχομένως θα ασκηθούν εναντίον της ιδίας και των συνεργατών της θα προκαλέσουν μόνο οικονομικής φύσεως ζημία και, επομένως, ανορθώσιμη ζημία. .σον αφορά την προβαλλομένη βλάβη της φήμης ορισμένων εκ των συνεργατών της, εφόσον δεν προσκομίστηκαν συναφώς διευκρινίσεις, δεν στοιχειοθετείται καμμία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της βλάβης αυτής και της ενδεχομένης ζημίας της φήμης της.

    Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

    50     Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το επείγον μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο [βλ., διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 2003, C-203/03 P(R), Le Pen κατά Κοινοβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 77]. Στον διάδικο αυτό εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης, χωρίς να υποστεί μια τέτοια ζημία (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-278/00 R, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-8787, σκέψη 14, διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1998, Τ-73/98 R, Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2769, σκέψη 36, και της 20ής Ιουλίου 2000, Τ-169/00 R, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2951, σκέψη 43 και Österreichische Postsparkasse κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 66). Η επέλευση της ζημίας δεν χρειάζεται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή πλειόνων παραγόντων, να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα (διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 38, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 19ης Δεκεμβρίου 1995,T-195/01 R και T-207/01 R, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3915, σκέψη 96).

    51     Μολονότι είναι ακριβές ότι, για την απόδειξη υπάρξεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η επέλευση της ζημίας με απόλυτη βεβαιότητα και αρκεί να πιθανολογείται επαρκώς, παρ' όλ' αυτά ο αιτών υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η πιθανολόγηση της σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-8705, σκέψη 67, και προπαρατεθείσα διάταξη Ελλάς κατά Επιτροπής, σκέψη 15].

    52     Οι προβαλλόμενες από την αιτούσα ζημίες αφορούν, πρώτον, την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση του επιμάχου κειμένου στις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούνται εναντίον της στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστρία, και μάλιστα, σύμφωνα με παρατήρηση που έγινε κατά την ακρόαση, στη Γερμανία. Επομένως, είναι εν προκειμένω σαφές ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, οι συνεπαγόμενες για την αιτούσα ζημίες είναι μόνον οικονομικής φύσεως. Περί αυτού πρόκειται όσον αφορά τον κίνδυνο ασκήσεως αγωγών, που επικαλείται η αιτούσα, τις οποίες μπορεί να ασκήσουν εναντίον της οι συνεργάτες της στην περίπτωση που κρίνουν ότι η αιτούσα δεν τήρησε την υποχρέωσή της να διασφαλίσει τα συμφέροντά τους.

    53     .σον αφορά τις ζημίες αυτές, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η χρηματική ζημία δεν μπορεί, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αντισταθμίσεως [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2001, C-471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, Συλλογή 1984, σ. Ι-2865, σκέψη 113, και προαναφερθείσα διάταξη Solvay Pharmaceutical κατά Συμβουλίου, σκέψη 106).

    54     Κατ' εφαρμογήν της αρχής αυτής, η ζητούμενη αναστολή θα δικαιολογούνταν, υπό τις παρούσες περιστάσεις, μόνον αν προέκυπτε ότι, ελλείψει τέτοιου μέτρου, η αιτούσα θα περιερχόταν σε μια κατάσταση η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια της την υπόσταση ή να μεταβάλει ανεπανόρθωτα τα μερίδιά της αγοράς (προαναφερθείσες διατάξεις Pfizer, σκέψη 138, και διάταξη Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, σκέψη 107).

    55     Εν προκειμένω, η αιτούσα ουδέποτε απέδειξε, ούτε καν πράγματι επικαλέστηκε, ότι η εκτέλεση της επίμαχης αποφάσεως θέτει σε κίνδυνο την ίδια της την υπόσταση. Περαιτέρω, η αιτούσα δεν προέβαλε οποιαδήποτε απώλεια των μεριδίων της αγοράς που θα υποστεί από την εκτέλεση της επίμαχης αποφάσεως.

    56     Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές οι οικονομικές φύσεως ζημίες δεν δικαιολογούν τη χορήγηση της ζητηθείσας αναστολής.

    57     Εξάλλου, η προβαλλόμενη ζημία παραμένει ευρέως, αν όχι απολύτως, υποθετική, δεδομένου ότι στηρίζεται στην επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων. Τέτοια ζημία δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων (βλ. προαναφερθείσα διάταξη Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, σκέψη 101). Στο παρόν στάδιο, είναι αδύνατο να προβλεφθεί ποια επίδραση ή επίπτωση μπορεί να έχει στην έκβαση των εν λόγω προσφυγών η ενδεχόμενη χρησιμοποίηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο επίμαχο κείμενο στο πλαίσιο των υφισταμένων και μελλουσών αστικών προσφυγών, τις οποίες αναφέρει η αιτούσα. Επομένως, η απλή άσκηση αγωγής αποζημιώσεως, ή άλλων αγωγών, δεν είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην αιτούσα [βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2001, C-180/01 P(R), Επιτροπή κατά NALOO, Συλλογή 2001, σ. Ι-5735, σκέψη 57].

    58     .σον αφορά τις προβαλλόμενες ποινικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί στην Αυστρία κατά της αιτούσας και των άλλων τραπεζών, δεν εναπόκειται στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να υπολογίσει ότι οι εν λόγω διαδικασίες είναι δυνατόν να απορρέουν από την απόφαση περί επιβολής προστίμων. Συναφώς, η προβαλλόμενη από την αιτούσα ζημία είναι αμιγώς υποθετικής φύσεως. Περαιτέρω, η αιτούσα παρατήρησε κατά την ακρόαση ότι οι κινηθείσες εναντίον της διαδικασίες θα διευθετηθούν πιθανώς χωρίς να χρειαστεί να αναγνωρίσει την ενοχή της. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν οι εθνικές αρχές δεν θέσουν τέρμα στις διαδικασίες αυτές και η αιτούσα ενδεχομένως καταδικαστεί, η συνακόλουθη ζημία είναι κατ' ουσίαν οικονομικής φύσεως.

    59     .σον αφορά την προβαλλόμενη ηθική βλάβη, η προσφεύγουσα προσκομίζει ελάχιστα στοιχεία με την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων βάσει των οποίων μπορεί να θεμελιωθεί, με την απαιτουμένη στην παρατεθείσα στις σκέψεις 50 και 51 ανωτέρω νομολογία πιθανότητα, η προοπτική σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης της φήμης της. Από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η αιτούσα κατά την ακρόαση προκύπτει ειδικότερα ότι ορισμένες από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο επίμαχο κείμενο είναι ευαίσθητες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους καταγγέλλοντες που επιθυμούν να ασκήσουν αγωγές και από αυτούς που έχουν ήδη ασκήσει αγωγές εναντίον της.

    60     Πάντως, η αιτούσα δεν ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι απόρρητες και δεν αναφέρει σε ποιο μέτρο η χρησιμοποίησή τους ενδεχομένως στις αγωγές που ασκούνται εναντίον της μπορεί να βλάψει σοβαρώς τη φήμη της. Συγκεκριμένα, ουδεμία διευκρίνιση δόθηκε όσον αφορά την επίδραση ή επίπτωση που μπορεί να έχει η χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών στη διεξαγωγή των εκκρεμών ή μελλουσών διαφορών. Επομένως, μπορεί να συναχθεί ότι η επίμαχη ηθική βλάβη είναι μόνον αμιγώς υποθετικής φύσεως.

    61     Ως προς την προβαλλομένη βλάβη της φήμης των συνεργατών της, διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, ότι η Επιτροπή αρνείται το γεγονός ότι η επίμαχη δημοσίευση επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των συνεργατών αυτών. Εφόσον ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής δεν μπορεί να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, αρκεί η παρατήρηση ότι, μολονότι κινδυνεύει να αποκαλυφθεί η ταυτότητα ορισμένων φυσικών προσώπων, η αιτούσα δεν παρείχε κανένα στοιχείο ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι αποκαλύψεις αυτές μπορούν, με επαρκή πιθανότητα, να βλάψουν σοβαρώς τη φήμη της.

    62     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτούσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με το επείγον.

    63     Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η παρούσα αίτηση, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με το fumus boni juris.

    Για τους λόγους αυτούς,

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    διατάσσει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

    2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Λουξεμβούργο, 7 Νοεμβρίου 2003.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    H. Jung

     

          B. Vesterdorf


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top