This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62003TO0196
Order of the Court of First Instance (Third Chamber) of 10 December 2004. # European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI) v European Parliament and Council of the European Union. # Manifest inadmissibility - Concept of measure of individual concern to an applicant - European Economic Interest Group - Contracts being performed - Intellectual property rights. # Case T-196/03.
Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2004.
European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI) κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Προδήλως απαράδεκτο - Πότε ένας κανονισμός αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα - ΕΟΟΣ - Συμβάσεις εν εξελίξει - Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Υπόθεση T-196/03.
Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2004.
European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI) κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Προδήλως απαράδεκτο - Πότε ένας κανονισμός αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα - ΕΟΟΣ - Συμβάσεις εν εξελίξει - Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Υπόθεση T-196/03.
Συλλογή της Νομολογίας 2004 II-04263
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:355
Υπόθεση T-196/03
European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI)
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
«Προδήλως απαράδεκτο — Πότε ένας κανονισμός αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα — ΕΟΟΣ — Συμβάσεις εν εξελίξει — Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας»
Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2004
Περίληψη της διατάξεως
1. Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Κανονιστική πράξη — Οδηγία
(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ και 249 ΕΚ)
2. Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή ασκηθείσα από ευρωπαϊκό όμιλο οικονομικού συμφέροντος — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· κανονισμός 2137/85 του Συμβουλίου)
3. Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα καλλυντικά προϊόντα — Προσφυγή ευρωπαϊκού ομίλου οικονομικού ενδιαφέροντος που αποτελείται από ενώσεις επιχειρήσεων που παράγουν χημικά προϊόντα — Απαράδεκτο
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 2003/15 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
4. Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα καλλυντικά προϊόντα — Πράξη που ενδέχεται να αφορά άμεσα και/ή ατομικά ορισμένους φορείς, λόγω συμβάσεων συναφθεισών πριν από τη θέση σε ισχύ της — Προϋποθέσεις
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 2003/15 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
5. Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Προσφυγή ασκηθείσα από ένωση επιχειρήσεων που μετείχε στη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)
6. Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων — Πράξεις γενικής ισχύος — Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η αμφισβήτηση της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων γενικής ισχύος — Άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή σε περίπτωση ανυπέρβλητου εμποδίου λόγω των εθνικών δικονομικών κανόνων — Αποκλείεται
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)
1. Μολονότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν πραγματεύεται ρητώς το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως οι οποίες ασκούνται από ιδιώτες κατά οδηγίας, το γεγονός αυτό και μόνο δεν αρκεί για να κριθούν απαράδεκτες οι εν λόγω προσφυγές. Εξάλλου, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αποκλείουν, απλώς και μόνο διά της επιλογής του τύπου της επίμαχης πράξεως, τη δικαστική προστασία που παρέχει στους ιδιώτες αυτή η διάταξη της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι, από τη φύση της, γενικής ισχύος και δεν αποτελεί απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ δεν αρκεί καθεαυτό για να αποκλειστεί η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αυτής.
(βλ. σκέψεις 34, 37)
2. Το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκούμενης από ένωση, η οποία συστήθηκε για την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας διαδίκων, εξαρτάται, πλην εάν νομιμοποιείται η ίδια να ασκήσει προσφυγή, από το αν τα μέλη της θα μπορούσαν να ασκήσουν ατομικώς την εν λόγω προσφυγή. Η λύση αυτή ισχύει επίσης στην περίπτωση ενός ευρωπαϊκού ομίλου οικονομικού σκοπού (ΕΟΟΣ) που, κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 2137/85, σχετικά με την ίδρυση ΕΟΟΣ, προκύπτει ότι σκοπός ενός τέτοιου ομίλου είναι μόνον η διευκόλυνση ή ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας των μελών του, προκειμένου αυτά να είναι σε θέση να αυξήσουν τα κέρδη τους, οπότε ο όμιλος διαδραματίζει απλώς επικουρικό ρόλο.
(βλ. σκέψη 43)
3. Είναι απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως που ασκεί ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού, συγκροτούμενος από δύο ενώσεις επιχειρήσεων που παράγουν χημικά προϊόντα, κατά της οδηγίας 2003/15, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/768, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα.
Συγκεκριμένα, τα δυσμενή αποτελέσματα που έχουν οι απαγορεύσεις που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία και η επισήμανση περί μη διεξαγωγής δοκιμών σε ζώα, την οποία αυτή επιτρέπει, επί της ανταγωνιστικής θέσεως των επιχειρήσεων τις οποίες εκπροσωπούν οι εν λόγω ενώσεις δεν τις διαφοροποιούν σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις οι οποίες δεν προμηθεύουν τον τομέα των καλλυντικών ή οι οποίες ασκούν μεν τη δραστηριότητά τους μόνον εντός της αγοράς αυτής, αλλά δεν προβαίνουν σε δοκιμή των συστατικών των καλλυντικών σε ζώα, ή δεν χρησιμοποιούν ουσίες ταξινομηθείσες ως καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για την αναπαραγωγή. Συναφώς, δεν αρκεί το γεγονός ότι ορισμένοι επιχειρηματίες θίγονται οικονομικώς από μια πράξη περισσότερο απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη τούς αφορά ατομικώς.
Εξάλλου, από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές είναι, σε ορισμένες χώρες, οι κυριότερες επιχειρήσεις του τομέα δεν μπορεί να συναχθεί ότι ανήκουν σε ομάδα επιχειρήσεων εξατομικευμένων και δυναμένων να αναγνωριστούν βάσει κριτηρίων που αναφέρονται στα εν λόγω προϊόντα ή στις οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσουν, καθότι μια εμπορική δραστηριότητα μπορεί κατ’ αρχήν να ασκηθεί από οποιαδήποτε επιχείρηση, ευρισκομένη επί του παρόντος ή δυναμένη να ευρεθεί σε όμοια κατάσταση με αυτές.
Ομοίως, η ύπαρξη έννομης προστασίας, όπως το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, για την τεχνογνωσία και τα επιχειρηματικά απόρρητα των επιχειρήσεων, τις οποίες εκπροσωπούν οι ενώσεις μέλη του προσφεύγοντος ομίλου, δεν δύναται να τις διαφοροποιήσει σε σχέση με όλους τους λοιπούς παραγωγούς χημικών προϊόντων τους οποίους αφορά η οδηγία 2003/15. Αφενός, αυτοί μπορούν εξίσου να επικαλεστούν προς όφελός τους την εν λόγω προστασία, καθόσον η παραγωγή και η εμπορία προϊόντων καλύπτονται συχνά από δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Αφετέρου, ακόμη και αν κάθε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προσδιορίζει το προϊόν που προστατεύει, η επίδικη οδηγία δεν εμποδίζει τη χρήση ενός συγκεκριμένου διπλώματος, οπότε δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας θίγονται ενδεχομένως μόνο λόγω του ανεξάρτητου από συγκεκριμένα πρόσωπα γεγονότος της παραγωγής ουσιών προς χρήση της βιομηχανίας καλλυντικών.
(βλ. σκέψεις 46-47, 49, 57)
4. Προκειμένου η επίκληση ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων να έχει ως συνέπεια το παραδεκτό μιας προσφυγής ακυρώσεως κατά κανονιστικής πράξεως, όπως η οδηγία 2003/15, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/768, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει κατ’ αρχάς κανόνας δικαίου υπέρτερης ισχύος από την επίδικη κανονιστική πράξη να έχει επιβάλει στα θεσμικά όργανα να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση των προσφευγουσών ειδικά σε σχέση με την κατάσταση κάθε άλλου προσώπου το οποίο αφορούσε η εν λόγω πράξη. Δεύτερον, πρέπει οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις να έχουν ήδη συνάψει συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση, η οποία είχε προβλεφθεί για την περίοδο εφαρμογής του επιδίκου μέτρου, να παρακωλύεται εν όλω ή εν μέρει.
(βλ. σκέψη 53)
5. Εφόσον το γεγονός ότι μια ένωση επιχειρήσεων διαδραμάτισε ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της πράξεως γενικής ισχύος μπορεί να δικαιολογήσει το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από την εν λόγω ένωση κατά της πράξεως αυτής, ακόμη και αν η πράξη αυτή δεν αφορά άμεσα και ατομικά τα μέλη της εν λόγω ενώσεως, η οικειοθελής συμμετοχή στην κατάρτιση πράξεως νομοθετικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο διαδικασίας που δεν προβλέπει την παρέμβαση ιδιωτών, δεν μπορεί να γεννήσει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της πράξεως αυτής, σε αντίθεση με τη συμμετοχή σε διαδικασία στην οποία προβλέπεται μια τέτοια παρέμβαση.
(βλ. σκέψεις 63-65)
6. Εκτός του ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να προβλέψουν σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών, προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του δικαιώματος για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και την πλήρωση των ενδεχομένως υφισταμένων σχετικών κενών στις Συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια ερμηνεία των περί παραδεκτού κανόνων του άρθρου 230 ΕΚ, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή αν αποδεικνυόταν, κατόπιν συγκεκριμένου ελέγχου των εθνικών δικονομικών κανόνων εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, ότι οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπουν στον ιδιώτη την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξεως. Πράγματι, ένα τέτοιου είδους σύστημα θα απαιτούσε, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από τον κοινοτικό δικαστή να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα το οποίο θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του που έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων.
(βλ. σκέψη 70)
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 10ης Δεκεμβρίου 2004 (*)
«Προδήλως απαράδεκτο – Πότε ένας κανονισμός αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα – ΕΟΟΣ – Συμβάσεις εν εξελίξει – Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας»
Στην υπόθεση T-196/03,
European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους K. Van Maldegem και C. Mereu, δικηγόρους,
προσφεύγουσα,
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους J. L. Rufas Quintana, M. Moore και K. Bradley, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
και
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις E. Karlsson και C. Giorgi Fort,
καθών,
με αντικείμενο αίτηση περί ακυρώσεως: ·του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντων (ΕΕ L 66, σ. 26), καθόσον προσθέτει στην οδηγία 76/768 ένα νέο άρθρο 4α, παράγραφοι 2 και 2.1, καθώς και ένα νέο άρθρο 4β,·του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/15, καθόσον προσθέτει ένα νέο εδάφιο στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/768,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα)
συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Jaeger και F. Dehousse, δικαστές,
γραμματέας: H. Jung
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
Νομικό πλαίσιο, πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
1 Πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145),
– είχε συμπληρωθεί με την οδηγία 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, για την έκτη τροποποίηση της οδηγίας 76/768 (ΕΕ L 151, σ. 32), η οποία είχε προσθέσει το στοιχείο θ΄,
– το τελευταίο αυτό δε τροποποιήθηκε, για τελευταία φορά, με την οδηγία 2000/41/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2000, για τη δεύτερη μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της απαγόρευσης των πειραμάτων σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων (ΕΕ L 145, σ. 25).
Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 76/768 είχε ως ακολούθως:
«Υπό την επιφύλαξη των γενικών τους υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 2, τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά καλλυντικών προϊόντων, τα οποία περιέχουν:
[...]
θ) συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών που δοκιμάζονται σε ζώα από τις 30 Ιουνίου 2002, προκειμένου να τηρηθούν οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.»
2 Πάντοτε κατά την προτεραία της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, η οδηγία 76/768
– είχε συμπληρωθεί με ένα άρθρο 6, παράγραφος 3, διά του άρθρου 1 της οδηγίας 88/667/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, η οποία τροποποιούσε για τέταρτη φορά την οδηγία 76/768 (ΕΕ L 382, σ. 46),
– το τελευταίο δε αυτό άρθρο είχε συμπληρωθεί διά του άρθρου 1, σημείο 9, της οδηγίας 93/35.
Κατά συνέπεια, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/768 προέβλεπε:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο ώστε στην επισήμανση, την παρουσίαση προς πώληση και τη διαφήμιση των καλλυντικών προϊόντων, το κείμενο, οι ονομασίες, τα σήματα, οι εικόνες ή τα άλλα σύμβολα, παραστατικά ή μη, να μη χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν στα προϊόντα αυτά ιδιότητες που δεν έχουν. Επιπλέον, οποιαδήποτε αναφορά σε πειράματα σε ζώα πρέπει να δηλώνει σαφώς αν τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν αφορούσαν το τελικό προϊόν ή/και τα συστατικά του.»
3 Στις 27 Φεβρουαρίου 2003, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 2003/15/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 76/768 (ΕΕ L 66, σ. 26).
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/15 προβλέπει:
«Η οδηγία 76/768/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:
[...]
2) Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:
“Άρθρο 4α
1. Υπό την επιφύλαξη των γενικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 2, τα κράτη μέλη απαγορεύουν:
α) τη διάθεση στην αγορά καλλυντικών προϊόντων η τελική σύνθεση των οποίων, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, έχει αποτελέσει αντικείμενο δοκιμών σε ζώα με χρήση μεθόδου διαφορετικής από εναλλακτική μέθοδο, μετά την επικύρωση και την υιοθέτηση της εν λόγω εναλλακτικής μεθόδου σε κοινοτικό επίπεδο, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάπτυξης επικυρωμένων μεθόδων στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ·
β) τη διάθεση στην αγορά καλλυντικών προϊόντων που περιέχουν συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών τα οποία, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, έχουν αποτελέσει αντικείμενο δοκιμών σε ζώα με χρήση μεθόδου διαφορετικής από εναλλακτική μέθοδο, μετά την επικύρωση και την υιοθέτηση της εν λόγω εναλλακτικής μεθόδου σε κοινοτικό επίπεδο, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάπτυξης επικυρωμένων μεθόδων στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ·
γ) τη διενέργεια, στο έδαφός τους, δοκιμών σε ζώα που αφορούν τελικά καλλυντικά προϊόντα, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·
δ) τη διενέργεια, στο έδαφός τους, δοκιμών σε ζώα που αφορούν συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, το αργότερο την ημερομηνία κατά την οποία οι δοκιμές αυτές απαιτείται να αντικατασταθούν από μια ή περισσότερες επικυρωμένες εναλλακτικές μεθόδους που απαριθμούνται στο παράρτημα V της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών ή στο παράρτημα ΙΧ της παρούσας οδηγίας.
Το αργότερο στις 11 Σεπτεμβρίου 2004 η Επιτροπή καταρτίζει το περιεχόμενο του παραρτήματος ΙΧ, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10, παράγραφος 2, και αφού ζητήσει τη γνώμη της επιστημονικής επιτροπής για τα καλλυντικά προϊόντα και τα μη εδώδιμα προϊόντα που προορίζονται για τον καταναλωτή (SCCNFP).
2. Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιστημονική επιτροπή για τα καλλυντικά προϊόντα και τα μη εδώδιμα προϊόντα που προορίζονται για τον καταναλωτή και το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Επικύρωση Εναλλακτικών Μεθόδων (ECVAM) και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάπτυξη επικυρωμένων μεθόδων στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, θεσπίζει χρονοδιαγράμματα για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών για τη σταδιακή εξάλειψη των διαφόρων δοκιμών. Τα χρονοδιαγράμματα διατίθενται στο κοινό το αργότερο στις 11 Σεπτεμβρίου 2004 και διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η περίοδος για την εφαρμογή περιορίζεται το ανώτερο σε έξι έτη όσον αφορά την παράγραφο 1, στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/15/ΕΚ.
2.1. Όσον αφορά τις δοκιμές σχετικά με την τοξικότητα από πολλαπλές δόσεις, την τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή και την τοξικοκινητική, για τις οποίες δεν εξετάζονται προς το παρόν εναλλακτικές δυνατότητες, η περίοδος για την εφαρμογή της παραγράφου 1, στοιχεία α΄ και β΄, περιορίζεται το ανώτατο σε δέκα έτη, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/15.
[...]
Άρθρο 4β
Η χρησιμοποίηση στα καλλυντικά προϊόντα ουσιών που έχουν ταξινομηθεί ως καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για αναπαραγωγή, κατηγορίας 1, 2 και 3, δυνάμει του παραρτήματος Ι της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ απαγορεύεται. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2. Ουσία που έχει ταξινομηθεί στην κατηγορία 3 μπορεί να χρησιμοποιείται στα καλλυντικά προϊόντα εάν έχει αξιολογηθεί από την επιστημονική επιτροπή για τα καλλυντικά προϊόντα και τα μη εδώδιμα προϊόντα που προορίζονται για τον καταναλωτή και έχει κριθεί κατάλληλη για χρήση σε καλλυντικά προϊόντα.”
[...]
5) Στο άρθρο 6, παράγραφος 3, η τελευταία περίοδος απαλείφεται και προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
“Επιπλέον, ο παραγωγός ή ο υπεύθυνος για τη διάθεση του προϊόντος στην κοινοτική αγορά μπορεί να επικαλεσθεί, στη συσκευασία του προϊόντος ή σε οιοδήποτε έγγραφο, οδηγίες χρήσεως, επισήμανση, δακτύλιο ή ταινία που συνοδεύει το προϊόν ή αναφέρεται σε αυτό, το γεγονός ότι δεν έχουν διενεργηθεί δοκιμές σε ζώα, μόνο εφόσον ούτε ο κατασκευαστής ούτε οι προμηθευτές του έχουν διενεργήσει, ή έχουν αναθέσει σε άλλους να διενεργήσουν, δοκιμές σε ζώα του τελικού προϊόντος, ή του πρωτοτύπου του, ή οιουδήποτε από τα συστατικά που περιέχονται σε αυτό, ούτε έχουν χρησιμοποιήσει συστατικά που έχουν δοκιμασθεί σε ζώα από άλλους με σκοπό την ανάπτυξη νέων καλλυντικών προϊόντων. Θεσπίζονται κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 παράγραφος 2 και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει αντίγραφο των σχεδιαζόμενων μέτρων που υποβάλλονται στην επιτροπή”.
[...]»
5 Η προσφεύγουσα είναι ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού (ΕΟΟΣ) συγκροτούμενος από δύο ενώσεις επιχειρήσεων που παράγουν χημικά προϊόντα.
6 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Ιουνίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή περί μερικής ακυρώσεως της οδηγίας 2003/15.
7 Με χωριστά δικόγραφα τα οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αντιστοίχως, στις 17 Ιουλίου και 14 Αυγούστου 2003, τα καθών προέβαλαν δύο ενστάσεις απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των εν λόγω ενστάσεων στις 29 Σεπτεμβρίου 2003.
Αιτήματα των διαδίκων
8 Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
– να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη ή, επικουρικώς, να εξετάσει τα ζητήματα παραδεκτού μαζί με την ουσία της υποθέσεως·
– να ακυρώσει το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/15 καθόσον προσθέτει στην οδηγία 76/768 το άρθρο 4α, παράγραφοι 2 και 2.1, και το άρθρο 4β, καθώς και ένα νέο εδάφιο στο άρθρο 6, παράγραφος 3·
– να καταδικάσει τα καθών στα δικαστικά έξοδα.
9 Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούν από το Πρωτοδικείο:
– να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
Επί της διαδικασίας
1. Επί της συνεκδικάσεως των ενστάσεων απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
10 Το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ζητούν από το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να κρίνει επί του παραδεκτού της προσφυγής χωρίς να εισέλθει στην ουσία.
11 Αντιθέτως, ο προσφεύγων όμιλος ζητεί από το Πρωτοδικείο «να εξετάσει την ουσία πριν αποφανθεί επί του παραδεκτού ή, επικουρικώς, να συνεκδικάσει το παραδεκτό με την ουσία της υποθέσεως». Η European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI) διατείνεται ότι «η παρούσα υπόθεση αφορά άκρως πολύπλοκο τομέα του δικαίου, στο πλαίσιο του οποίου η νομική [της] κατάσταση […] συνδέεται στενώς με τα υποκείμενα ζητήματα ουσίας». Η πολυπλοκότητα αυτή πιστοποιείται από την εσφαλμένη έκθεση των λόγων προς στήριξη της προσφυγής, στην οποία προέβη το Κοινοβούλιο με την ένστασή του περί απαραδέκτου. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξετάσει την ουσία «πριν από το ζήτημα παραδεκτού ή συγχρόνως με αυτό». Η EFfCI προσθέτει ότι η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εξάλλου, χρήση αυτής έγινε με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Δεκεμβρίου 1999, T-125/96 και T-152/96, Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑3427).
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
12 Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο δύναται να επιλέξει είτε να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου, την οποία ήγειρε διάδικος σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, είτε να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.
13 Από την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C-23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer (Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψη 52), προκύπτει ότι εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να κρίνει, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, τι επιτάσσει η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επομένως, στην εν λόγω υπόθεση, το Πρωτοδικείο είχε τη δυνατότητα να επιλέξει κατ’ εξαίρεση να κρίνει τη νομιμότητα μιας από τις προσβαλλόμενες πράξεις πριν από το παραδεκτό της πρώτης από τις δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές, για λόγους οικονομίας της δίκης (απόφαση Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 11).
14 Ζήτημα οικονομίας της δίκης δεν τίθεται εν προκειμένω. Αντιθέτως, το επιχείρημα της EFfCI ότι η προσφυγή εγείρει άκρως πολύπλοκα νομικά ζητήματα συνηγορεί υπέρ του να αποφευχθεί η εξέταση της υποθέσεως επί της ουσίας, αν το επέτρεπε το ενδεχομένως απαράδεκτο της προσφυγής. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό, συναφώς, το επιχείρημα ότι αυτή η πολυπλοκότητα και η αδυναμία να κριθεί αμέσως το απαράδεκτο της προσφυγής απορρέουν από την κακή κατανόηση, εκ μέρους του Κοινοβουλίου, των προβαλλομένων με την προσφυγή λόγων ακυρώσεως. Το Κοινοβούλιο δεν αντλεί τις ενστάσεις απαραδέκτου, τις οποίες προβάλλει, από τον τρόπο με τον οποίο αντελήφθη τους λόγους αυτούς, οπότε ο τρόπος με τον οποίο τους αντιλαμβάνεται, ακόμη και αν υποτεθεί εσφαλμένος, δεν καθιστά απαραίτητη τη συνεκδίκαση.
15 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα της EFfCI δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, αν η προσφυγή ακυρώσεως μετατραπεί σε απλή νομική γνωμοδότηση επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης οδηγίας, το άρθρο 230 ΕΚ θα εξετρέπετο του σκοπού του.
16 Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθεί απόφαση επί του απαραδέκτου χωρίς να γίνει συζήτηση επί της ουσίας, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.
17 Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη μελέτη των εγγράφων της δικογραφίας ώστε να αποφανθεί επί των αιτημάτων των καθών χωρίς προφορική διαδικασία.
2. Επί της αιτήσεως περί τηρήσεως του απορρήτου
18 Στις 29 Σεπτεμβρίου 2003, η EFfCI ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, την τήρηση του απορρήτου ως προς ορισμένα έγγραφα.
19 Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αίτηση περί τηρήσεως του απορρήτου συνδέεται με παρέμβαση. Ελλείψει ασκήσεως παρεμβάσεως εν προκειμένω, η αίτηση είναι πρόωρη. Ως εκ τούτου, παρέλκει να ληφθεί απόφαση επί του σημείου αυτού.
Επί του απαραδέκτου της προσφυγής
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
20 Τα καθών υποστηρίζουν ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, με το σκεπτικό ότι οι επίδικες διατάξεις δεν αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.
21 Κατά την άποψή τους, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα όμιλο εκ του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις, τις οποίες αυτός εκπροσωπεί, θίγονται οικονομικώς περισσότερο απ’ ό,τι άλλες από την εν λόγω πράξη, εφόσον η πράξη αυτή δεν τις θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους.
22 Εξάλλου, τα καθών προβάλλουν ότι, με την απόφαση της 18ης Μαΐου 1994, C‑309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I‑1853), το Δικαστήριο δεν συνήγαγε ότι το επίδικο μέτρο «αφορούσε ατομικά» ένα πρόσωπο εκ μόνου του γεγονότος ότι τα δικαιώματά του βιομηχανικής ιδιοκτησίας επλήττοντο από το μέτρο αυτό. Το Δικαστήριο συνήγαγε μάλλον το παραδεκτό της προσφυγής εκ του ότι η εταιρία Codorniu βρέθηκε αντιμέτωπη με ρύθμιση που επέτρεπε τη χρήση του όρου «crémant» μόνο σε ορισμένους Γάλλους και Λουξεμβουργιανούς αμπελουργούς, ήτοι σε σαφώς καθορισμένο κύκλο παραγωγών, ενώ ο όρος αυτός αποτελούσε το κατατεθειμένο εμπορικό σήμα της. Αντιθέτως, το γεγονός ότι η EFfCI αντιπροσωπεύει και προασπίζει τα συμφέροντα μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων δικαιούχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τη διάθεση στην αγορά ουσιών, οι οποίες υπεισέρχονται στην παρασκευή καλλυντικών προϊόντων, δεν τη διαφοροποιεί επαρκώς. Συγκεκριμένα, τα καλλυντικά προϊόντα παρασκευάζονται, στην πλειονότητά τους, υπό την κάλυψη δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
23 Επιπλέον, αν γινόταν δεκτό ότι αρκεί ότι ο προσφεύγων εκπροσωπεί το σύνολο ενός τομέα για να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη τον αφορά ατομικά, η προϋπόθεση αυτή θα καθίστατο άνευ σημασίας.
24 Κατά την άποψη των καθών, από τη νομολογία συνάγεται, εν τέλει, ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν, με την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων, την πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία την οποία δικαιούται να ζητήσει ο προσφεύγων.
25 Αντιθέτως, η EFfCI διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη την αφορά ατομικά σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο οικονομικό παράγοντα, καθόσον οι εμπορικές δραστηριότητες των παραγωγών συστατικών, τα οποία υπεισέρχονται στη σύνθεση καλλυντικών, θα επλήττοντο ιδιαιτέρως από την απαγόρευση εμπορίας των καλλυντικών προϊόντων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο δοκιμών στα ζώα ή περιέχουν ουσίες ταξινομηθείσες ως καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για την αναπαραγωγή (στο εξής: ΚΜΤ).
26 Η EFfCI εκθέτει ότι προσβαλλόμενες διατάξεις θα απαγορεύσουν, αφενός, την επί ζώων δοκιμή χημικών ουσιών που υπεισέρχονται στην παρασκευή καλλυντικών προϊόντων και, αφετέρου, τη διάθεση στην αγορά τελικών καλλυντικών προϊόντων ή συστατικών τους που έχουν αποτελέσει αντικείμενο δοκιμών κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι εν λόγω απαγορεύσεις τυγχάνουν εφαρμογής, ακόμη και αν οι δοκιμές σε ζώα διεξήχθησαν προς συμμόρφωση με άλλες διατάξεις. Σύμφωνα με την EFfCI, οι απαγορεύσεις πλήττουν τη θέση της από απόψεως ανταγωνισμού, καθόσον οι εταιρίες, τις οποίες εκπροσωπεί, περιέρχονται σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων επιχειρήσεων οι οποίες είτε δεν δρουν στον τομέα των καλλυντικών, είτε διαθέτουν στην αγορά συστατικά χρησιμοποιούμενα αποκλειστικώς στην εν λόγω βιομηχανία, τα οποία δεν αποτελούν όμως αντικείμενο δοκιμών σε ζώα. Το μειονέκτημα απορρέει εκ του ότι οι επιχειρήσεις, οι οποίες συγκροτούν την EFfCI, έχουν ποικίλες δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, υποχρεούνται να συμμορφωθούν επίσης προς απαιτήσεις απορρέουσες από άλλες διατάξεις οι οποίες επιβάλλουν τη διεξαγωγή δοκιμών σε ζώα. Όπως διευκρινίζει η προσφεύγουσα, η επίπτωση των απαγορεύσεων αυτών επιτείνεται περαιτέρω εκ του γεγονότος ότι η καινοτομία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ανταγωνιστικής θέσεως των επιχειρήσεων καλλυντικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν διαρκώς ανάγκη από νέες χημικές ουσίες «οι οποίες, λόγω των απαιτήσεων της οδηγίας περί των επικίνδυνων ουσιών, πρέπει να υπόκεινται σε ενδελεχείς δοκιμές επί ζώων».
27 Η EFfCI προβάλλει, ακολούθως, ότι «η [δεύτερη] προσβαλλόμενη προσθήκη επηρεάζει προδήλως τη νομική [της] κατάσταση [...] καθόσον δεν θα είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιεί ουσίες ταξινομηθείσες ως ΚΜΤ των κατηγοριών 1, 2 ή 3, οι οποίες υπεισέρχονται στη σύνθεση των καλλυντικών προϊόντων. Και εν προκειμένω οι εταιρίες μέλη […] παρασκευάζουν, κατά την προσφεύγουσα, και παρέχουν επί του παρόντος στη βιομηχανία καλλυντικών προϊόντων χημικές ουσίες εμπίπτουσες στις κατηγορίες αυτές».
28 Κατά την EFfCI, οι εταιρίες, οι οποίες τη συγκροτούν, πλήττονται επίσης από την τρίτη προσβαλλόμενη προσθήκη, καθόσον επιτρέπει στους παραγωγούς καλλυντικών προϊόντων να χρησιμοποιούν επισήμανση εμφαίνουσα ότι δεν έχουν διενεργηθεί δοκιμές σε ζώα κατά την παρασκευή του καλλυντικού προϊόντος και των συστατικών που περιέχει. Δεδομένου ότι οι χημικές ουσίες, σχεδόν στο σύνολό τους, έχουν δοκιμασθεί σε ζώα και ότι δεν θα υπάρχουν εναλλακτικές μέθοδοι επί πολλά ακόμη έτη, η EFfCI διατείνεται ότι, από της θέσεως σε ισχύ της προσβαλλόμενης οδηγίας, οι εταιρίες, των οποίων προασπίζει τα συμφέροντα, σπανίως θα έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν ότι τέτοιες δοκιμές δεν διεξήχθησαν. Οι εν λόγω επιχειρήσεις θα περιέρχονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων επιχειρήσεων οι οποίες θα μπορούσαν να αντλήσουν οφέλη από μια τέτοια ένδειξη. Επιπλέον, θα υφίσταντο «επιδείνωση της θέσεώς τους, όσον αφορά τον ανταγωνισμό, έναντι άλλων παραγωγών καλλυντικών προϊόντων οι οποίοι θα χρησιμοποιήσουν παραπλανητική επισήμανση εμφαίνουσα ότι δεν διεξήχθη δοκιμή σε ζώα».
29 Η EFfCI υποστηρίζει ακόμη ότι οι εταιρίες, οι οποίες τη συγκροτούν, εξατομικεύονται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας τα οποία κατέχουν. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτήν, τα εν λόγω διπλώματα τους παρέχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως και διαθέσεως στην αγορά των προϊόντων που καλύπτουν. Το δικαίωμα αυτό, κατά την προσφεύγουσα, τυγχάνει ειδικής προστασίας, ανάλογης με αυτή που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο με την απόφασή του της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1965). Η επίδικη οδηγία έχει όμως αρνητικές επιπτώσεις επί των πλεονεκτημάτων τα οποία οι παραγωγοί μπορούν να αντλήσουν από τα διπλώματα αυτά. Αναφερόμενη στην απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, η EFfCI τονίζει το γεγονός ότι το δικαίωμα διαθέσεως στην αγορά, κατ’ αποκλειστικότητα, προϊόντων που προήλθαν από εφευρέσεις προγενέστερες της εκδόσεως της επίδικης οδηγίας είναι όμοιο προς το δικαίωμα, του οποίου απήλαυε η εταιρία Codorniu από την καταχώριση του σήματος «crémant» και χάρη στο οποίο η προσφυγή της κρίθηκε παραδεκτή.
30 Ο προσφεύγων όμιλος υποστηρίζει επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρίες, των οποίων εκπροσωπεί τα συμφέροντα, υποχρεούνται να καταγγείλουν συμβάσεις τις οποίες είχαν συνάψει προηγουμένως με πελάτες, πράγμα που συνεπάγεται σοβαρές ζημίες για τα συμβαλλόμενα μέρη των εν λόγω συμβάσεων όσον αφορά, αφενός, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και, αφετέρου, τα μερίδια αγοράς.
31 Ο προσφεύγων όμιλος επικαλείται, εξάλλου, το γεγονός ότι «συμμετέσχε στη διοικητική διαδικασία παρέχοντας επιστημονικά στοιχεία και υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εγκρίσεως» της επίδικης οδηγίας. Επίσης τυγχάνει ιδιαίτερης προστασίας από το άρθρο 13 της οδηγίας 76/768, το οποίο επιβάλλει να λαμβάνουν γνώση οι ενδιαφερόμενοι της ακριβούς αιτιολογίας «οποιωνδήποτε περιοριστικών ή απαγορευτικών της διαθέσεως στην αγορά καλλυντικών προϊόντων ατομικών μέτρων λαμβανομένων συμφώνως προς την [παρούσα] οδηγία».
32 Τέλος, ο προσφεύγων όμιλος προβάλλει ότι «η παροχή σε αυτόν της δυνατότητας [...] να προστατεύσει τα δικαιώματά του βιομηχανικής ιδιοκτησίας (δίπλωμα ευρεσιτεχνίας) και της δυνατότητας να υπερασπίσει τα προϊόντα του κατά το ισχύον κοινοτικό δίκαιο (δικαιώματα άμυνας) είναι υπέρτερη αρχή του δικαίου, η οποία πρέπει να τυγχάνει σεβασμού σε κάθε περίπτωση όταν διακυβεύονται ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες». Κατά τον προσφεύγοντα όμιλο, η εν λόγω αρχή του δικαίου «εκπορεύεται από τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [(ΕΣΔΑ), η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950]».
2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Γενικά ζητήματα
33 Δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται [...] να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».
34 Μολονότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν πραγματεύεται ρητώς το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως οι οποίες ασκούνται από ιδιώτες κατά οδηγίας, από τη νομολογία προκύπτει, παρά ταύτα, ότι το γεγονός αυτό και μόνο δεν αρκεί για να κριθούν απαράδεκτες οι εν λόγω προσφυγές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, T-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2335, σκέψη 63· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3259, σκέψη 28, και της 6ης Μαΐου 2003, T-321/02, Vannieuwenhuyze-Morin κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑1997, σκέψη 21). Εξάλλου, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αποκλείουν, απλώς και μόνο διά της επιλογής του τύπου της επίμαχης πράξεως, τη δικαστική προστασία που παρέχει στους ιδιώτες η διάταξη αυτή της Συνθήκης (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2002, T-84/01, Association contre l’heure d’été κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑99, σκέψη 23, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 28, και Vannieuwenhuyze-Morin κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 21). Κατά συνέπεια, πρέπει να ελεγχθεί αν η επίδικη οδηγία αφορά «άμεσα και ατομικά» τον προσφεύγοντα όμιλο, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.
35 Λαμβανομένου υπόψη του σωρευτικού χαρακτήρα των δύο αυτών προϋποθέσεων, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εκτιμηθεί κατ’ αρχάς αν η επίδικη οδηγία αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα όμιλο, καθόσον, στην περίπτωση που αυτό δεν θα συνέβαινε, θα παρείλκε να εξεταστεί αν τον αφορά άμεσα.
Επί της προϋποθέσεως η προσβαλλόμενη πράξη να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα
36 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα άρθρα 4α, 4β και το άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, τα οποία εισήχθησαν στην οδηγία 76/768 με τις επίδικες διατάξεις, διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε αντικειμενικώς καθορισμένες καταστάσεις και επιφέρουν έννομες συνέπειες έναντι επιχειρήσεων που παράγουν ουσίες χρησιμοποιούμενες στην παρασκευή καλλυντικών, ήτοι έναντι μιας κατηγορίας νομικών προσώπων θεωρουμένης κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.
37 Ωστόσο, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι, από τη φύση της, γενικής ισχύος και δεν αποτελεί απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ, δεν αρκεί καθεαυτό για να αποκλειστεί η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αυτής εκ μέρους ιδιώτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου Codorniu κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, σκέψη 19, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑8949, σκέψη 49· διατάξεις του Πρωτοδικείου Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 34, σκέψη 29, και της 21ης Μαρτίου 2003, T-167/02, Établissements Toulorge κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑1111, σκέψη 26).
38 Πράγματι, υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη και κανονιστική πράξη έχουσα εφαρμογή στο σύνολο των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών ενδέχεται να αφορά ατομικώς ορισμένους εξ αυτών, λαμβάνουσα, ως εκ τούτου, τον χαρακτήρα αποφάσεως έναντι αυτών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C‑358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑2501, σκέψη 13, και Codorniu κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, σκέψη 19· διάταξη Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 34, σκέψη 29). Τούτο συμβαίνει όταν η εν λόγω πράξη τούς θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, κατ’ αυτό τον τρόπο, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη μιας αποφάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, και της 1ης Απριλίου 2004, C-263/02 , Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, Συλλογή 2004, σ. Ι-3425, σκέψη 45).
39 Συνεπώς, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών.
40 Κατ’ αρχάς, τίθεται το ζήτημα ποιες συνέπειες μπορεί να έχει επί του παραδεκτού της προσφυγής η φύση της EFfCI ως ΕΟΟΣ.
41 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αρχή ότι ένωση προσώπων, υπό την ιδιότητά της ως εκπροσώπου κατηγορίας επιχειρήσεων, θίγεται ατομικά από πράξη που θίγει τα γενικά συμφέροντα της κατηγορίας αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 16/62 και 17/62, Confédération nationale des producteurs de fruits και légumes κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 829· της 18ης Μαρτίου 1975, 72/74, Union syndicale κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1975, σ. 141· της 28ης Οκτωβρίου 1982, Groupement des agences de voyages κατά Επιτροπής, 135/81, Συλλογή 1982, σ. 3799· της 10ης Ιουλίου 1986, 282/85, DEFI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2469· διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 1986, 117/86, UFADE κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3255· διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 1993, T-476/93, FRSEA και FNSEA κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑1187, σκέψη 25, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1995, T-447/93 έως T-449/93, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1971, σκέψη 54).
42 Ωστόσο, προσφυγές ασκούμενες από ένωση προσώπων μπορεί να θεωρηθούν παραδεκτές σε τρεις, τουλάχιστον, κατηγορίες περιπτώσεων:
– όταν νομοθετική διάταξη αναγνωρίζει ρητώς στις επαγγελματικές ενώσεις σειρά δυνατοτήτων διαδικαστικού χαρακτήρα·
– όταν η ένωση εκπροσωπεί τα συμφέροντα επιχειρήσεων οι οποίες νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή·
– όταν η ένωση εξατομικεύεται εκ του γεγονότος ότι θίγονται τα ίδια συμφέροντά της ως ενώσεως, ιδίως δε επειδή η πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση, θίγει τη θέση της ως διαπραγματεύτριας (διάταξη του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 1999, T-173/98, UPA κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3357, σκέψη 47).
43 Κατά συνέπεια, το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκούμενης από ένωση, η οποία συστήθηκε για την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας διαδίκων, εξαρτάται, πλην εάν νομιμοποιείται η ίδια να ασκήσει προσφυγή, από το ζήτημα αν τα μέλη της θα μπορούσαν να ασκήσουν ατομικώς την εν λόγω προσφυγή. Η λύση αυτή ισχύει επίσης στην περίπτωση ενός ΕΟΟΣ. Ειδικότερα, από το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2137/85 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ομίλου Οικονομικού Σκοπού (ΕΟΟΣ) (ΕΕ L 199, σ. 1), προκύπτει ότι σκοπός ενός τέτοιου ομίλου είναι μόνον η διευκόλυνση ή ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας των μελών του, προκειμένου αυτά να είναι σε θέση να αυξήσουν τα κέρδη τους, οπότε ο όμιλος διαδραματίζει απλώς επικουρικό ρόλο.
44 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη πράξη θίγει ατομικώς τα μέλη του προσφεύγοντος ομίλου.
45 Το Πρωτοδικείο επισημαίνει συναφώς ότι τα μέλη του προσφεύγοντος ομίλου είναι και τα ίδια ενώσεις επιχειρήσεων. Συνεπώς, το ζήτημα αν οι ενώσεις αυτές θα νομιμοποιούνταν να ασκήσουν την παρούσα προσφυγή εξαρτάται και αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία της οποίας έγινε υπόμνηση στη σκέψη 42, από ιδιαίτερες συνθήκες ή από το αν οι επιχειρήσεις, οι οποίες τις συγκροτούν, θίγονται ατομικώς από την προσβαλλόμενη πράξη.
Επί του ζητήματος αν οι επιχειρήσεως του τομέα θίγονται ατομικώς
– Επίπτωση της επίδικης οδηγίας επί της ανταγωνιστικής θέσεως των επιχειρήσεων του τομέα
46 Η EFfCI προβάλλει ότι οι απαγορεύσεις της οδηγίας 2003/15 και η επισήμανση περί μη διεξαγωγής δοκιμών σε ζώα, την οποία αυτή επιτρέπει, έχουν δυσμενή αποτελέσματα επί της ανταγωνιστικής θέσεως των επιχειρήσεων τις οποίες εκπροσωπούν οι δύο ενώσεις που συγκροτούν την EFfCI.
47 Τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα όμως δεν τις διαφοροποιούν σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις οι οποίες δεν προμηθεύουν τον τομέα των καλλυντικών, ή οι οποίες ασκούν μεν τη δραστηριότητά τους μόνον εντός της αγοράς αυτής, αλλά δεν προβαίνουν σε δοκιμή των συστατικών των καλλυντικών σε ζώα, ή δεν χρησιμοποιούν ουσίες ΚΜΤ. Συγκεκριμένα, δεν αρκεί το γεγονός ότι ορισμένοι επιχειρηματίες θίγονται οικονομικώς από μια πράξη περισσότερο απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη τούς αφορά ατομικώς (διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1999, T-11/99, Van Parys κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2653, σκέψεις 50 και 51).
48 Επιπλέον, οι εν λόγω επιχειρήσεις θίγονται μόνον λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως επιχειρήσεων που παράγουν ουσίες χρησιμοποιούμενες τόσο από τις επιχειρήσεις καλλυντικών όσο και από άλλες, όπως και κάθε άλλος επιχειρηματίας που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, τις διατάξεις του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T-14/97 και T-15/97, Sofivo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2601, σκέψη 37, και της 15ης Ιανουαρίου 2004, T-393/03, Valenergol κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 19).
49 Εξάλλου, από το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, είναι, σε ορισμένες χώρες, οι κυριότερες επιχειρήσεις του τομέα δεν μπορεί να συναχθεί ότι ανήκουν σε ομάδα επιχειρήσεων εξατομικευμένων και δυναμένων να αναγνωριστούν βάσει κριτηρίων που αναφέρονται στα εν λόγω προϊόντα ή στις οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσουν. Πράγματι, μια εμπορική δραστηριότητα μπορεί κατ’ αρχήν να ασκηθεί από οποιαδήποτε επιχείρηση, ευρισκομένη επί του παρόντος ή δυναμένη να ευρεθεί σε όμοια κατάσταση με αυτές (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 12 έως 14).
50 Τέλος, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη ότι οι επιχειρήσεις μέλη των ενώσεων, οι οποίες εκπροσωπούνται από τον προσφεύγοντα όμιλο, θα περιέρχονταν σε δυσμενέστερη θέση από πλευράς ανταγωνισμού εκ του γεγονότος ότι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με άλλους παραγωγούς καλλυντικών που χρησιμοποιούν «παραπλανητική επισήμανση». Η επιχειρηματολογία αυτή βασίζεται επί της απλής ατεκμηρίωτης υποθέσεως ότι ορισμένες επιχειρήσεις δεν συμμορφώνονται προς τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τους. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο ενδέχεται να συμβεί, ο προσφεύγων όμιλος δεν θα απαλλασσόταν, εξ αυτού του λόγου, από την υποχρέωσή του να συμμορφωθεί προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού οι οποίες τίθενται με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.
51 Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί, εν προκειμένω, αν υπάρχουν άλλες συνθήκες που θα διαφοροποιούσαν τις επιχειρήσεις μέλη του EFfCI.
– Ύπαρξη ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων
52 Αναφερόμενος στις αποφάσεις του Δικαστηρίου Πειραϊκή-Πατραΐκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 49, και της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I‑2477), ο προσφεύγων όμιλος αφήνει να εννοηθεί ότι η απαγόρευση των δοκιμών σε ζώα και των ουσιών ΚΜΤ θα εξανάγκαζε τις επιχειρήσεις μέλη των ενώσεων, τις οποίες υπερασπίζει, να καταγγείλουν συμβάσεις τις οποίες είχαν συνάψει προηγουμένως με πελάτες, με κίνδυνο να υποστούν σημαντική οικονομική ζημία.
53 Ωστόσο, όπως ήδη επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη διάταξή του Établissements Toulorge κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 37 (σκέψη 64), το Δικαστήριο εξέτασε, σε εκάστη αυτών των υποθέσεων, αν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη ορισμένων ειδικών χαρακτηριστικών ή μιας πραγματικής καταστάσεως που χαρακτηρίζει τις προσφεύγουσες σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τις εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με τους αποδέκτες μιας αποφάσεως. Ειδικότερα, από αυτές τις αποφάσεις και την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, C-142/00 P, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen (Συλλογή 2003, σ. I‑3483), προκύπτει ότι η συνδρομή των δύο αυτών σωρευτικών προϋποθέσεων είναι αναγκαία, προκειμένου η επίκληση ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων να έχει ως συνέπεια το παραδεκτό μιας προσφυγής ακυρώσεως. Κατ’ αρχάς, πρέπει κανόνας δικαίου υπέρτερης ισχύος από την επίδικη κανονιστική πράξη να έχει επιβάλει στα θεσμικά όργανα να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση των προσφευγουσών ειδικά σε σχέση με την κατάσταση κάθε άλλου προσώπου το οποίο αφορούσε η εν λόγω πράξη. Δεύτερον, πρέπει οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις να έχουν ήδη συνάψει συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση, η οποία είχε προβλεφθεί για την περίοδο εφαρμογής του επιδίκου μέτρου, να παρακωλύεται εν όλω ή εν μέρει.
54 Εν προκειμένω, ο αιτών όμιλος, πρώτον, δεν αναφέρει διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος από την επίδικη οδηγία, η οποία θα έπρεπε να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λάβουν υπόψη τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε ενδεχομένως η οδηγία επί της οικονομικής καταστάσεως των επιχειρήσεων μελών των ενώσεων, τις οποίες αυτός εκπροσωπεί.
55 Δεύτερον, ο προσφεύγων όμιλος δεν απέδειξε την ύπαρξη εγκύρως συναφθεισών συμβάσεων, των οποίων η εκτέλεση θα καθίστατο αδύνατη λόγω της εκδόσεως και της θέσεως σε ισχύ της προσβαλλομένης πράξεως.
– Επίπτωση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας
56 Η EFfCI υποστηρίζει ακόμη ότι τα μέλη της εξατομικεύονται από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των δικαιωμάτων που αντλούνται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας των οποίων είναι δικαιούχοι, καθόσον τα διπλώματα αυτά τους παρέχουν, κατά τους ισχυρισμούς της, την αποκλειστική χρήση και διάθεση στην αγορά των προϊόντων τα οποία αφορούν τα διπλώματα.
57 Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η ύπαρξη έννομης προστασίας για την τεχνογνωσία και τα επιχειρηματικά απόρρητα των επιχειρήσεων, τις οποίες υπερασπίζουν οι ενώσεις μέλη της EFfCI, δεν δύναται να τις διαφοροποιήσει σε σχέση με όλους τους λοιπούς παραγωγούς χημικών προϊόντων τους οποίους αφορά η επίδικη οδηγία. Αυτοί μπορούν εξίσου να επικαλεστούν προς όφελός τους την εν λόγω προστασία, καθόσον η παραγωγή και η εμπορία προϊόντων καλύπτονται συχνά από δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Εξάλλου, ακόμη και αν κάθε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προσδιορίζει το προϊόν που προστατεύει, η επίδικη οδηγία δεν εμποδίζει τη χρήση ενός συγκεκριμένου διπλώματος οπότε δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας θίγονται ενδεχομένως μόνον λόγω του ανεξάρτητου από συγκεκριμένα πρόσωπα γεγονότος της παραγωγής ουσιών προς χρήση της βιομηχανίας καλλυντικών.
58 Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της υποθέσεως Codorniu κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, και της προκείμενης υποθέσεως. Σε εκείνη την υπόθεση, η αμφισβητούμενη ρύθμιση επέτρεπε τη χρήση της ονομασίας «crémant» αποκλειστικώς σε καθορισμένο κύκλο παραγωγών, μολονότι η προσφεύγουσα επιχείρηση είχε καταχωρίσει την ονομασία αυτή ως σήμα και την είχε χρησιμοποιήσει επί μακρόν πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσφεύγουσα διαφοροποιούνταν έναντι όλων των λοιπών επιχειρήσεων. Περισσότερο απ’ ό,τι η in abstracto άσκηση ενός δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τη λύση που επελέγη με την απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, καθόρισε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της προστατευόμενης με αυτό το δικαίωμα ονομασίας, την «κυριότητα» της οποίας στέρησε, κατά κάποιον τρόπο, η προσβαλλόμενη πράξη από την προσφεύγουσα. Αντιθέτως, η επίδικη οδηγία δεν παρέχει συγκεκριμένο δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας αποκλειστικώς σε ορισμένες επιχειρήσεις επί ζημία των επιχειρήσεων τις οποίες υπερασπίζει ο προσφεύγων όμιλος.
59 Η EFfCI επικαλείται, παρά ταύτα, το γεγονός ότι προασπίζει τα συμφέροντα ενώσεων, των οποίων τα μέλη είναι εταιρίες κατέχουσες διπλώματα ευρεσιτεχνίας που μπορούν να αντιταχθούν στους τρίτους και προστατεύουν τεχνογνωσία κτηθείσα με συνεχείς προσπάθειες καινοτομίας, απαραίτητες για τη διαφύλαξη της ανταγωνιστικής θέσεως των επιχειρήσεων.
60 Ωστόσο, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η ανάγκη καινοτομίας για τη διατήρηση της ανταγωνιστικής θέσεως δεν μπορεί, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, να εξατομικεύσει τις εν λόγω επιχειρήσεις. Τέλος, τουλάχιστον στην προκειμένη υπόθεση, η δυνατότητα προβολής έναντι των τρίτων των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν εξατομικεύει τα προστατευόμενα δι’ αυτών δικαιώματα έναντι άλλων δικαιωμάτων, των οποίων οι επιχειρήσεις είναι συνήθως δικαιούχοι και παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η εν λόγω δυνατότητα προβολής δικαιωμάτων έναντι των τρίτων δεν διαφοροποιεί τις επιχειρήσεις που κατέχουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας έναντι άλλων.
61 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι επίδικες διατάξεις της οδηγίας 2003/15 δεν αφορούν ατομικώς τις επιχειρήσεις, των οποίων ο προσφεύγων όμιλος προασπίζει τα συμφέροντα.
62 Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την απόφαση AKZO Chemie κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29 (σκέψη 28), σύμφωνα με την οποία «εξασφαλίζεται […] στα απόρρητα των επιχειρήσεων μια εντελώς ειδική προστασία». Συγκεκριμένα, η προστασία, περί της οποίας έγινε λόγος σ’ αυτή την απόφαση, σχετιζόταν με τη μη ανακοίνωση απορρήτων στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 3, και του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25). Εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα ως προς το παραδεκτό της προσφυγής σε σχέση με την προϋπόθεση η προσβαλλόμενη πράξη να αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα. Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται ο προσφεύγων όμιλος, από την απόφαση AKZO Chemie κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κάθε πρόσωπο που έχει δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας θίγεται ατομικώς από διάταξη δικαίου δυναμένη να τα επηρεάσει.
Επί της υπάρξεως ιδιαίτερων διαδικαστικών δικαιωμάτων
– Υπέρ του προσφεύγοντος ομίλου
63 Κατά τη νομολογία, ιδιαίτερες περιστάσεις μπορούν να δικαιολογήσουν το παραδεκτό προσφυγής ασκουμένης από ένωση προσώπων κατά πράξεως γενικής ισχύος, ακόμη και αν η πράξη αυτή δεν αφορά άμεσα και ατομικά τα μέλη της εν λόγω ενώσεως. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν η ένωση διαδραμάτισε ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της πράξεως αυτής (διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2004, T-231/02, Gonnelli και AIFO κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-1051).
64 Ο προσφεύγων όμιλος προβάλλει συναφώς ότι έλαβε μέρος στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της επίδικης οδηγίας, παρέχοντας επιστημονικά στοιχεία και διατυπώνοντας την άποψή του επί των συζητουμένων θεμάτων.
65 Ωστόσο, η οικειοθελής συμμετοχή στην κατάρτιση πράξεως νομοθετικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο διαδικασίας που δεν προβλέπει την παρέμβαση ιδιωτών, δεν μπορεί να ιδρύσει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της πράξεως αυτής, σε αντίθεση με τη συμμετοχή σε διαδικασία στην οποία προβλέπεται μια τέτοια παρέμβαση (διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-10/95 P, Asocarne κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. I‑4149).
66 Επιπλέον, το άρθρο 13 της οδηγίας 76/768, του οποίου γίνεται επίκληση από τον προσφεύγοντα όμιλο, δεν του παρείχε δικαίωμα συμμετοχής στην εκπόνηση της προσβαλλομένης πράξεως. Το άρθρο αυτό αφορά μόνο την εκ των υστέρων πληροφόρηση των επιχειρήσεων, τις οποίες αφορούν τα λαμβανόμενα συμφώνως προς την εν λόγω οδηγία ατομικά μέτρα.
67 Δεδομένου ότι η EFfCI δεν επικαλείται άλλες διατάξεις προς στήριξη του επιχειρήματός της, πρέπει να συναχθεί ότι οι ενέργειές της είχαν ανεπίσημο χαρακτήρα και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως.
– Υπέρ των ενώσεων που είναι μέλη του προσφεύγοντος ομίλου ή των επιχειρήσεων που τις απαρτίζουν
68 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων όμιλος δεν προέβαλε ότι οι ενώσεις, οι οποίες είναι μέλη του ή οι επιχειρήσεις, οι οποίες τις συγκροτούν, έχουν ειδικά διαδικαστικά δικαιώματα.
Επί του ζητήματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας
69 Η EFfCI αντλεί ένα τελευταίο επιχείρημα από τις απαιτήσεις αποτελεσματικής δικαστικής εξουσίας.
70 Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών, προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του δικαιώματος για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και την πλήρωση των ενδεχομένως υφισταμένων σχετικών κενών στις Συνθήκες. Εξάλλου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια ερμηνεία των περί παραδεκτού κανόνων του άρθρου 230 ΕΚ, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή αν αποδεικνυόταν, κατόπιν συγκεκριμένου ελέγχου των εθνικών δικονομικών κανόνων εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, ότι οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπουν στον ιδιώτη την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξεως. Πράγματι, «ένα τέτοιου είδους σύστημα θα απαιτούσε, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από τον κοινοτικό δικαστή να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα το οποίο θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του που έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων» (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 43, και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, προπαρατεθείσα στη σκέψη 38, σκέψη 33). Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν, στο εσωτερικό δίκαιο, ένδικα βοηθήματα που παρέχουν τη δυνατότητα στον εθνικό δικαστή να θέσει εν αμφιβόλω το κύρος της επίδικης οδηγίας (διάταξη Établissements Toulorge κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 37, σκέψη 66).
Συμπέρασμα
71 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι επίδικες διατάξεις δεν αφορούν ατομικώς τον προσφεύγοντα όμιλο. Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν συντρέχει η προϋπόθεση να αφορά άμεσα η προσβαλλόμενη πράξη τον προσφεύγοντα, ούτε οι λοιπές ενστάσεις απαραδέκτου που ήγειραν τα καθών.
Επί των δικαστικών εξόδων
72 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα των καθών.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)
διατάσσει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή.
2) Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα των καθών.
Λουξεμβούργο, 10 Δεκεμβρίου 2004.
Ο Γραμματέας |
Ο Πρόεδρος |
H. Jung |
J. Azizi |
* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.