EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TJ0216

Απόφαση του Πρωτοδικείου (μονομελούς) της 28ης Σεπτεμβρίου 2004.
Mario Paulo Tenreiro κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι.
Υπόθεση T-216/03.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00245; II-01087

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:276

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (μονομελούς)

της 28ης Σεπτεμβρίου 2004

Υπόθεση T-216/03

Mario Paulo Tenreiro

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Κινητικότητα – Mη προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο:      Προσφυγή με αντικείμενο, κατ’ ουσίαν, αίτηση ακυρώσεως της δημοσιευθείσας στις 14 Αυγούστου 2002 αποφάσεως της Επιτροπής, περί καταρτίσεως του πίνακα των υπαλλήλων που, κατά την περίοδο προαγωγών 2002, προήχθησαν στον βαθμό Α 4, καθόσον ο εν λόγω πίνακας δεν περιλαμβάνει το όνομα του προσφεύγοντος.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Σύμπτωση αντικειμένου και αιτίας – Ισχυρισμοί και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Μη εγγραφή στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων – Πράξη προπαρασκευαστική ως μη αποκλείουσα τη δυνατότητα προαγωγής μη εγγεγραμμένων στον πίνακα υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

4.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

5.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Διαδικασία –Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

6.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Κριτήρια – Προσόντα – Συνεκτίμηση της αρχαιότητας και της ηλικίας – Επικουρικότητα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

7.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Αυτόματη προαγωγή των υπαλλήλων που καταλέγονται στον καταρτισθέντα κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών πίνακα των υπαλλήλων με τα περισσότερα προσόντα – Έλλειψη νομιμότητας – Συνεκτίμηση του γεγονότος ότι υπάλληλος είχε περιληφθεί στον εν λόγω πίνακα – Επιτρέπεται – Προϋπόθεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

8.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων – Μετατεθέντες υπάλληλοι

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

9.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Διαδικασία – Προσφυγή σε μεθόδους που σκοπούν στον εκμηδενισμό του βαθμού υποκειμενικότητας που ενέχουν οι αξιολογήσεις διαφορετικών βαθμολογητών – Νόμιμη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.     Ο κανόνας κατά τον οποίο η διοικητική ένσταση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), πρέπει να συμφωνεί με την επακόλουθη προσφυγή επιτάσσει, επί ποινή απαραδέκτου, η αιτίαση που προβάλλεται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή να έχει ήδη προβληθεί κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ώστε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να είναι σε θέση να γνωρίζει τις πλημμέλειες που ο ενδιαφερόμενος αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό της προς της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ήτοι τη δυνατότητα φιλικής διευθετήσεως των διαφορών που αναφύονται μεταξύ των υπαλλήλων και της διοικήσεως.

Μολονότι τα αιτήματα που υποβάλλονται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή μπορούν να περιλαμβάνουν μόνον αιτιάσεις που θεμελιώνονται στην ίδια αιτία με αυτή των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν με την ένσταση, οι αιτιάσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή με την προβολή ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν προβλήθηκαν κατ’ ανάγκη με την ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή.

(βλ. σκέψεις 38 έως 40)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 20 Μαΐου 1987, 242/85, Geist κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2181, σκέψη 9· ΔΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψη 10· ΔΕΚ, 14 Μαρτίου 1989, 133/88, Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψεις 9 και 10· ΠΕΚ, 29 Μαρτίου 1990, T-57/89, Αλεξανδράκης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-143, σκέψη 8· ΠΕΚ, 7 Ιουλίου 2004, Schmitt κατά AER, T-175/03, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.     Η εγγραφή ενός υπαλλήλου στον πίνακα των υπαλλήλων με τα περισσότερα προσόντα για προαγωγή στο πλαίσιο μιας υπηρεσίας αποτελεί προπαρασκευαστική μόνο πράξη και, επομένως, δεν συνιστά βλαπτική πράξη. Συγκεκριμένα, καθόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται κατ’ ανάγκη να προαγάγει έναν υπάλληλο που περιλαμβάνεται στον πίνακα αυτόν, η εγγραφή καθαυτή δεν επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση του υπαλλήλου, καθώς η σχετική με την ενδεχόμενη προαγωγή του απόφαση παραμένει εκκρεμής. Ομοίως, η εγγραφή υπαλλήλου στον πίνακα αυτό δεν επηρεάζει τη νομική κατάστασή των μη περιληφθέντων σε αυτόν υπαλλήλων, η οποία δύναται να επηρεασθεί μόνο με την πραγματική προαγωγή του εγγεγραμμένου στον πίνακα αυτόν υπαλλήλου. Το σύννομο του εν λόγω πίνακα μπορεί, επομένως, να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως που ελήφθη κατά το πέρας της περιόδου προαγωγών.

Η απόφαση περί μη εγγραφής υπαλλήλου στον πίνακα αυτό θα μπορούσε να μεταβάλει άμεσα τη νομική του κατάσταση και θα αποτελούσε βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, μόνον εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θεωρούσε ότι δεσμεύεται από τον πίνακα που καταρτίσθηκε κατά το πέρας των εργασιών της επιτροπής προαγωγής προσωπικού, ώστε να υποχρεούται να αποκλείει την προαγωγή υπαλλήλων που δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτό.

(βλ. σκέψεις 47 και 48)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 5 Δεκεμβρίου 1990, T-82/89, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-735, σκέψεις 40 και 52· ΠΕΚ, 3 Οκτωβρίου 2000, T-187/98, Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-195 και II-885, σκέψη 3

3.     Στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των υποψηφίων προς προαγωγή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και, στον τομέα αυτό, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο αν η διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων βάσει των οποίων διαμόρφωσε την κρίση της, παρέμεινε εντός μη επίμεμπτων ορίων και δεν άσκησε την εξουσία της κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο. Ο δικαστής δεν μπορεί συνεπώς να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση περί των ικανοτήτων και των προσόντων των υποψηφίων την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

(βλ. σκέψη 50)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Μαρτίου 1989, 140/87, Bevan κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 701, σκέψη 34· ΠΕΚ, 6 Ιουνίου 1996, T-262/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑257 και II-739, σκέψεις 66 και 138· ΠΕΚ, 5 Μαρτίου 1998, T‑221/96, Manzo-Tafaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-115 και II-307, σκέψη 16· ΠΕΚ, 13 Ιουλίου 2000, T-157/99, Griesel κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-151 και II‑699, σκέψη 41

4.     Όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της πραγματοποιήσεως συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων προ της εκδόσεως αποφάσεως περί προαγωγής, ο προσφεύγων που αμφισβητεί τη διενέργεια τέτοιας εξετάσεως οφείλει τουλάχιστον να προσκομίσει ένα σύνολο αρκούντως συγκλινουσών ενδείξεων προς θεμελίωση της επιχειρηματολογίας του περί μη πραγματοποιήσεως τέτοιας εξετάσεως, ώστε το οικείο κοινοτικό όργανο να φέρει το βάρος να αποδείξει ότι προέβη πράγματι σε τέτοια συγκριτική εξέταση.

(βλ. σκέψη 59)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Ιανουαρίου 1992, T-25/90, Schönherr κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1992, σ. II-63, σκέψη 25· ΠΕΚ, 19 Μαρτίου 2003, T-188/01 έως T-190/01, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-95 και II-495, σκέψη 115

5.     Κατά τη συγκριτική εξέταση των εκθέσεων βαθμολογίας και των αντίστοιχων προσόντων των υποψηφίων προς προαγωγή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει την ευχέρεια να εφαρμόσει τη μέθοδο που κρίνει καταλληλότερη, υπό τον όρο, βεβαίως, ότι η προκρινόμενη μέθοδος θα εγγυάται ότι η συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων θα πραγματοποιείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, επί ίσοις όροις και βάσει ανάλογων πηγών πληροφορήσεως.

(βλ. σκέψη 68)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1993, T-78/92, Περάκης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-1299, σκέψη 14· ΠΕΚ, 13 Ιουλίου 1995, T-557/93, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-195 και II-603, σκέψη 20

6.     Μολονότι τα προσόντα των προαγώγιμων υπαλλήλων αποτελούν το καθοριστικό κριτήριο κάθε προαγωγής, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε περίπτωση ισότητας προσόντων, να λάβει υπόψη, επικουρικώς, άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία των υποψηφίων και η αρχαιότητά τους στον βαθμό ή στην υπηρεσία.

(βλ. σκέψη 79)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 9 Απριλίου 2003, T­-134/02, Tejada Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-125 και II-609, σκέψη 42, και παρατιθέμενη νομολογία

7.     Μια πρακτική που συνίσταται στην αυτόματη προαγωγή υπαλλήλου ο οποίος περιλαμβανόταν στον καταρτισθέντα κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών πίνακα των υπαλλήλων με τα περισσότερα προσόντα, χωρίς, ωστόσο, να προαχθεί, θα συνιστούσε παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 45 του ΚΥΚ αρχής της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων.

Εντούτοις, η επιταγή περί συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων δεν αποκλείει τη δυνατότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι ένας υποψήφιος είχε περιληφθεί, σε προηγούμενη περίοδο προαγωγών, στον πίνακα των υποψηφίων με τα περισσότερα προσόντα, καθόσον τα προσόντα κάθε υποψηφίου αξιολογούνται σε σχέση με τα προσόντα των λοιπών υποψηφίων προς προαγωγή. Επομένως, η συνεκτίμηση του «υπολοίπου» των προαγώγιμων αλλά μη προαχθέντων κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών υπαλλήλων δεν μπορεί, καθαυτή να επικριθεί, εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν αποδίδει στην παράμετρο αυτή υπέρμετρη σημασία.

(βλ. σκέψεις 82 και 84)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 25 Μαρτίου 1999, T-76/98, Hamptaux κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-59 και II-303, σκέψη 44

8.     Τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να βεβαιώνονται ότι η κινητικότητα δεν ανακόπτει την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων που μετακινούνται. Εναπόκειται, επομένως, στα κοινοτικά όργανα να μεριμνούν ώστε οι μετατεθέντες υπάλληλοι να μην υφίστανται δυσμενή μεταχείριση, κατά την περίοδο προαγωγών, λόγω της μεταθέσεώς τους.

Εντούτοις, ο υπάλληλος δεν δύναται βασίμως και προς θεμελίωση παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων να συγκρίνει την τρέχουσα κατάστασή του με την κατάσταση στην οποία εκτιμά ότι θα βρισκόταν εάν δεν είχε μετατεθεί. Δεδομένου ότι πρόκειται για μια αμιγώς υποθετική κατάσταση ενός υπαλλήλου, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν κατά τρόπο συγκεκριμένο οι πιθανότητες ανελίξεως που αυτός θα είχε, καθώς οι πιθανότητες αυτές είναι υπερβολικά αβέβαιες.

(βλ. σκέψεις 92 και 95)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Οκτωβρίου 1977, 126/75, 34/76 και 92/76, Giry κατά Επιτροπής, Συλλογή 1977, σ. 609, σκέψεις 27 και 28· ΔΕΚ, 5 Μαΐου 1983, 785/79, Pizziolo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1343, σκέψη 16· προπαρατεθείσα απόφαση Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, σκέψεις 68 και 69

9.     Η μέθοδος που εφαρμόζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για τις προαγωγές υπαλλήλων και η οποία συνίσταται στη σύγκριση του μέσου όρου της αναλυτικής βαθμολογίας υπαλλήλων που υπάγονται σε δύο διαφορετικές γενικές διευθύνσεις, αφενός, με τον μέσο όρο των αναλυτικών βαθμολογιών των αντίστοιχων γενικών διευθύνσεων, αφετέρου, πρέπει να θεωρείται νόμιμη, καθόσον σκοπεί στον εκμηδενισμό του βαθμού υποκειμενικότητας που ενέχουν οι κρίσεις διαφορετικών βαθμολογητών.

(βλ. σκέψη 97)

Παραπομπή: Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 85

Top