Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TJ0165

Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2004.
Eduard Vonier κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Διαγωνισμός.
Υπόθεση T-165/03.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00343; II-01575

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:331

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Νοεμβρίου 2004

Υπόθεση T-165/03

Eduard Vonier

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Μη εγγραφή στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων – Εθνικό σεμινάριο – Σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής – Προφορική δοκιμασία – Ιδιωτική ζωή – Γνώσεις ξένων γλωσσών»

Πλήρες κείμενο στη γερμανική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο:         Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2002, με την οποία η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού COM/A/6/01 αποφάσισε να μην περιλάβει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων και, αφετέρου, αίτημα περί αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

Απόφαση:         Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση – Αναπλήρωση του προέδρου – Προϋποθέσεις – Παράβαση – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 3)

2.     Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση – Επαρκής σταθερότητα για να διασφαλιστεί η ομοιογενής βαθμολόγηση των υποψηφίων – Έλλειψη – Παράβαση ουσιωδών τύπων – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 3)

3.     Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων – Περιεχόμενο των εξετάσεων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

4.     Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής – Περιορισμός στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων που καθορίζονται από το γενικό συμφέρον

5.     Διαδικασία – Εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Exigences de forme ─ Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων – Αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε κοινοτικό όργανο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχ. γ΄)

6.     Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των κοινοτικών οργάνων ─ Προϋποθέσεις – Παράνομη πράξη – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Σωρευτικές προϋποθέσεις

1.     Ο αναπληρωτής πρόεδρος εξεταστικής επιτροπής δεν μπορεί να ενεργήσει ως πρόεδρος της επιτροπής αυτής παρά μόνο σε περίπτωση παραιτήσεως του προέδρου ή οσάκις ο πρόεδρος αδυνατεί να παραστεί για λόγους που δεν εξαρτώνται από τη βούληση της διοίκησης.

Ωστόσο, η παράβαση του κανόνα αυτού δεν καθιστά παράνομες τις αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής, δεδομένου ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση ουσιώδους τύπου, εφόσον δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων, ιδίως όταν η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού ευρείας συμμετοχής που περιλαμβάνει δύο τομείς και πρόκειται να καταρτίσει δύο διαφορετικούς εφεδρικούς πίνακες μελλοντικών προσλήψεων διαιρείται σε δύο τμήματα για τις προφορικές εξετάσεις, εκ των οποίων το πρώτο εξετάζει τους υποψηφίους ενός τομέα και το δεύτερο του άλλου τομέα.

(βλ. σκέψεις 37, 38, 40 και 41)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Μαρτίου 1994, T-44/91, Smets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-97 και II-319, σκέψη 58· ΠΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 2002, T-193/00, Félix κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-23 και II-101, σκέψη 37

2.     Για να εξασφαλίζεται ότι οι εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής για τους εξεταζόμενους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση θα γίνονται υπό συνθήκες ισότητας και αντικειμενικότητας, η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής πρέπει να παραμένει σταθερή, στο μέτρο του δυνατού, ώστε τα κριτήρια βαθμολογήσεως να είναι ενιαία και να εφαρμόζονται με συνέπεια στους υποψηφίους.

Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στη διαδικασία προσλήψεως, η μη τήρηση εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής της σταθερότητας της συνθέσεώς της μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου. Κατά συνέπεια, η απόφαση που πάσχει από το ελάττωμα αυτό πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να οφείλει ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει συγκεκριμένη αρνητική συνέπεια επί των δικαιωμάτων του ή ότι η έκβαση του διαγωνισμού θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν είχε τηρηθεί ο συγκεκριμένος ουσιώδης τύπος.

(βλ. σκέψη 39)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Μαρτίου 2000, T-95/98, Gogos κατά Επιτροπή, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-51 και II-219, σκέψη 41· Félix κατά Επιτροπή, προπαρατεθείσα, σκέψη 37

3.     Το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να ελέγξει το συγκεκριμένο περιεχόμενο μιας εξετάσεως ενός διαγωνισμού, εκτός εάν το περιεχόμενο αυτό εκφεύγει από το καθορισθέν με την προκήρυξη του διαγωνισμού πλαίσιο ή δεν έχει καμία σχέση με τους σκοπούς της εξετάσεως.

(βλ. σκέψη 51)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 20 Ιανουαρίου 2004, Briganti κατά Επιτροπής, T-195/02, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 50

4.     Το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο διακηρύσσεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών καθώς και από το άρθρο 7 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται εντός της κοινοτικής έννομης τάξης. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν θεωρείται ως απόλυτο προνόμιο. Μπορεί να συνεπάγεται περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί πράγματι εξυπηρετούν τους επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος.

(βλ. σκέψη 56)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 5 Οκτωβρίου 1994, C-404/92 P, X κατά Επιτροπή, Συλλογή 1994, σ. I-4737, σκέψη 18· ΠΕΚ, 15 Μαΐου 1997, T-273/94, N κατά Επιτροπή, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-97 και II-289, σκέψη 73

5.     Σύμφωνα με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Η ένδειξη αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής-αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς πρόσθετα στοιχεία. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή-αγωγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο.

Για να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών που προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη καθώς και τον προσδιορισμό του χαρακτήρα και της εκτάσεως της ζημίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 74 και 75)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 29 Ιανουαρίου 1998, T-157/96, Affatato κατά Επιτροπή, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-41 και II-97, σκέψεις 44 και 45

6.     Εφόσον επομένως η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή δέσμης προϋποθέσεων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας, αρκεί να μην συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές για να απορριφθεί η αγωγή αποζημιώσεως στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω ευθύνης.

(βλ. σκέψη 78)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Οκτωβρίου 1999, C-104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Συλλογή 1999, σ. I-6983, σκέψη 65

Top