Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TJ0011

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα) της 16ης Μαρτίου 2004.
    Elizabeth Afari κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
    Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας - Δυσφήμηση - Φυλετική διάκριση - Πειθαρχική διαδικασία - Δικαιώματα άμυνας - Νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών - Αγωγή αποζημιώσεως.
    Υπόθεση T-11/03.

    Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00065; II-00267

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:77

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 16ης Μαρτίου 2004

    Υπόθεση T-11/03

    Elizabeth Afari

    κατά

    Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

    «Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ─ Δυσφήμηση ─ Φυλετική διάκριση ─ Πειθαρχική διαδικασία ─ Δικαιώματα άμυνας ─ Νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών ─ Αγωγή αποζημιώσεως»

    Πλήρες κείμενο στην αγγλική γλώσσα II - 0000

    Αντικείμενο:         Προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 5ης Νοεμβρίου 2002, με την οποία επεβλήθηκε στην προσφεύγουσα γραπτή επίπληξη, και αγωγή προς αποκατάσταση της ζημίας την οποίαν αυτή ισχυρίζεται ότι υπέστη.

    Απόφαση:         Η προσφυγή αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Περίληψη

    1.     Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Πειθαρχική κύρωση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

    2.     Υπάλληλοι – Αρχές – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Περιεχόμενο

    3.     Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Πειθαρχικό καθεστώς – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υποχρέωση που επιβάλλεται ακόμη και ελλείψει γραπτού κανόνα

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 87· όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 43)

    4.     Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Έννοια – Όρια

    5.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από τη λήψη της αποφάσεως – Μη συμμόρφωση – Πλημμέλεια δυναμένη να είχε ειδική επίπτωση επί του περιεχομένου της αποφάσεως – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    6.     Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Πειθαρχικό καθεστώς – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Παράλειψη μνείας, κατά το στάδιο της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας, των διατάξεων τις οποίες φέρεται ότι παραβίασε ο ενδιαφερόμενος – In concreto εκτίμηση των συνεπειών

    7.     Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Σεβασμός της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος – Καθήκον πίστεως – Περιεχόμενο

    [Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12 και 21, εδ.1, όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 4, στοιχ. a΄, και 9, στοιχ. γ΄]

    8.     Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Αρχή της αναλογικότητας – Έννοια – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 86 έως 89· όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 43)

    9.     Υπάλληλοι – Προσφυγές – Αγωγή αποζημιώσεως – Μη παράνομη συμπεριφορά της διοικήσεως – Απόρριψη

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

    1.     Η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητάς της και στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει εάν η απόφαση είναι βάσιμη. Η αιτιολογία μιας αποφάσεως της διοικήσεως, στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, πρέπει να εκθέτει σαφώς τις πράξεις που καταλογίζονται στον υπάλληλο καθώς και τις σκέψεις που οδήγησαν την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να επιβάλει τη συγκεκριμένη κύρωση. Εντούτοις, δεν απαιτείται παρά ταύτα η αιτιολογία της πειθαρχικής αποφάσεως να λάβει θέση επί όλων των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που έθεσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διαδικασία.

    (βλ. σκέψεις 37 και 38)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, C-188/96 P, 20 Νοεμβρίου 1997, Επιτροπή κατά V, Συλλογή 1997, σ. I-6561, σκέψη 26· ΠΕΚ, 16 Οκτωβρίου 1998, T-40/95, V κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 1998, σ. I-A 587 και II-1753, σκέψη 36)· ΠΕΚ, 19 Μαΐου 1999, T-34/96 και T-163/96, Connolly κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 1999, σ. I-A-87 και II-463, σκέψη 93)· ΠΕΚ, 23 Απριλίου 2002, T-372/00, Campolargo κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-49 και II-223, σκέψη 49)· ΠΕΚ, 30 Μαΐου 2002, T-197/00, Onid κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 2002, σ. I-A-69 και II-325, σκέψη 156)

    2.     Δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η διοίκηση έχει την υποχρέωση, όταν αποφασίζει σχετικά με την κατάσταση ενός υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να καθορίζουν την απόφασή της και, με την ενέργειά της, να σταθμίζει όχι μόνο το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου.

    (βλ. σκέψεις 42 και 217)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1987, 417/85, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1987, σ. 551, σκέψη 12)· ΠΕΚ, 7 Νοεμβρίου 2002, T-199/01, G κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-217 και II-1085, σκέψη 67)· ΠΕΚ, 6 Φεβρουαρίου 2003, T-7/01, Pyres κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 2003, σ. I-A-37 και II-239, σκέψη 77)

    3.     Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει ρητής διατάξεως. Επιπλέον, το άρθρο 43 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ορίζει, κατά τρόπο ανάλογο με το άρθρο 87 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε σε κανένα υπάλληλο να μην επιβάλλεται κύρωση χωρίς, προηγουμένως, να του έχει δοθεί η δυνατότητα να λάβει θέση επί των κατ’ αυτού αιτιάσεων.

    Δεν απαιτείται η αιτιολογία μιας πειθαρχικής αποφάσεως να λαμβάνει θέση επί όλων των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που έθεσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διαδικασία. Κατά συνέπεια, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν απαντά σε ορισμένα επιχειρήματα, τα οποία προβλήθηκαν κατά την πειθαρχική διαδικασία, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε κύρωση, δεν ανέπτυξε λυσιτελώς τις απόψεις του στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

    (βλ. σκέψεις 49, 50 και 52)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 6 Μαΐου 1997, T-169/95, Quijano κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 1997, σ. I-A-91 και II-273, σκέψη 44)· Connolly κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 93· ΠΕΚ, 15 Ιουνίου 2000, T-211/98, F κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 2000, σ. I-A-107 και II-471, σκέψη 28)· ΠΕΚ, 18 Οκτωβρίου 2001, T-333/99, X κατά ΕΚΤ (Συλλογή 2001, σ. II-3021, σκέψεις 176 και 177)· Onidi κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 156

    4.     Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εφαρμόζεται μόνο σε πρόσωπα που ευρίσκονται στην ίδια ή συγκρίσιμη κατάσταση και επιβάλλει οι διαφορές μεταχειρίσεως μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων να δικαιολογούνται βάσει αντικειμενικού και ευλόγου κριτηρίου, να υφίσταται δε αναλογία μεταξύ της διαφοράς αυτής και του σκοπού ο οποίος επιδιώκεται μέσω αυτής της διαφοροποιήσεως.

    (βλ. σκέψη 65)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Μαρτίου 1994, T-8/93, Huet κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1994, σ. II-103, σκέψη 45)

    5.     Στο πλαίσιο των πειθαρχικών διαδικασιών, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων του αμυνομένου παραβιάζεται εφόσον αποδειχθεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν διατύπωσε λυσιτελώς τη γνώμη του πριν από την έκδοση της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και δεν μπορεί ευλόγως να αποκλεισθεί ότι η πλημμέλεια αυτή θα μπορούσε να έχει ειδική επίπτωση επί του περιεχομένου της πράξεως αυτής.

    (βλ. σκέψη 90)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Ιανουαρίου 2002, T-237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2002, σ. II-163, σκέψη 113)

    6.     Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο στάδιο κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας κατά υπαλλήλου της, δεν μνημόνευσε ρητώς τις διατάξεις, των οποίων διαπιστώθηκε ρητώς η παράβαση με την απόφαση περί κυρώσεως την εκδοθείσα κατά το πέρας αυτής της διαδικασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στέρησε τον ενδιαφερόμενο από το δικαίωμά του να αναπτύξει λυσιτελώς τις απόψεις του, εφόσον, με τις εις βάρος του αιτιάσεις στο στάδιο κινήσεως της διαδικασίας, παρασχέθηκε στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να λάβει ακριβή γνώση ποιών διατάξεων η παράβαση τού προσάπτεται.

    Εξάλλου, ακόμη και εάν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος γνώριζε ότι θα του καταλογιζόταν η παράβαση συγκεκριμένης διατάξεως, η περί κυρώσεως απόφαση δεν πάσχει πλημμέλεια, εφόσον προκύπτει σαφώς από την αιτιολογία της ότι οι λοιπές παραβάσεις που του είχαν προσαφθεί, και επί των οποίων είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει λυσιτελώς τις απόψεις του, δικαιολογούσαν καθ’ εαυτές την επιβολή κυρώσεως και τη βαρύτητά της.

    (βλ. σκέψεις 111 έως 121)

    7.     Δυνάμει του άρθρου 12 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, «ο υπάλληλος πρέπει να αποφεύγει κάθε πράξη, και ειδικότερα κάθε δημόσια έκφραση, που δύναται να θίξει την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του». Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι οι κοινοτικοί υπάλληλοι παρουσιάζουν, όσον αφορά τη συμπεριφορά τους, μια εικόνα αξιοπρεπείας σύμφωνη προς την ιδιαιτέρως ορθή και άξια σεβασμού διαγωγή που δικαιούται κανείς να αναμένει από τα μέλη μιας διεθνούς δημόσιας διοικήσεως.

    Εξάλλου, το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως θεμελιώνει καθήκον πίστεως και συνεργασίας που υπέχει κάθε υπάλληλος έναντι του οργάνου στο οποίο υπάγεται και των ανωτέρων του. Το καθήκον αυτό πίστεως και συνεργασίας δεν περιλαμβάνει μόνον θετικές υποχρεώσεις, αλλά επίσης, κατά μείζονα λόγο, και αρνητική υποχρέωση, την υποχρέωση αποχής, γενικά, από συμπεριφορά που θίγει την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό που οφείλεται στο όργανο και στις αρχές του.

    Δεδομένου ότι το άρθρο 9, στοιχείο γ΄, των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παραπέμπει ρητώς στις διατάξεις που έχουν εφαρμογή επί των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η υποχρέωση, την οποίαν υπέχουν οι υπάλληλοι της Τράπεζας, δυνάμει του άρθρου 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχολήσεως, «να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που συνάδει με το λειτούργημά τους και με τη φύση της ΕΚΤ ως κοινοτικού οργάνου», πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στο προσωπικό της Τράπεζας, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις πίστεως και αξιοπρεπείας προσομοιάζουσες με αυτές που υπέχουν οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    (βλ. σκέψεις 191 έως 193)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Δεκεμβρίου 1966, 3/66, Alfieri κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 463)· ΠΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1991, T-146/89, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1991, σ. II-1293, σκέψη 72)· ΠΕΚ, 7 Μαρτίου 1996, T-146/94, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή Υπ. Υπ. 1996, σ. I-A-103 και II-329, σκέψεις 65 και 72)· ΠΕΚ, 15 Μαΐου 1997, T-273/94, N κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 1997, σ. I-A-97 και II-289, σκέψη 127)· ΠΕΚ, 12 Σεπτεμβρίου 2000, T-259/97, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου (Συλλογή Υπ. Υπ. 2000, σ. I-A-169 και II-773, σκέψεις 44 έως 47)· Onidi κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 73

    8.     Η εφαρμογή σε πειθαρχικά ζητήματα της αρχής της αναλογικότητας έχει δύο όψεις.

    Αφενός, η επιλογή της κατάλληλης ποινής εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, εφόσον αποδεικνύεται το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που καταλογίζονται εις βάρος του υπαλλήλου, και ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσει την ορθότητα της επιλογής αυτής, εκτός εάν η επιβληθείσα ποινή είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που καταλογίζονται εις βάρος του υπαλλήλου. Αφετέρου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθορίζει την ποινή βάσει μιας συνολικής εκτιμήσεως όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε ατομικής περιπτώσεως, δεδομένου ότι τα άρθρα 86 έως 89 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, όπως ακριβώς οι όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τους υπαλλήλους της, δεν προβλέπουν σταθερή σχέση μεταξύ των προβλεπομένων πειθαρχικών ποινών και των διαφόρων ειδών παραβάσεων που διαπράττουν οι υπάλληλοι και δεδομένου ότι δεν διευκρινίζουν σε ποιο βαθμό η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων μπορεί να επηρεάζει την επιλογή της ποινής. Επομένως, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται στο ζήτημα του κατά πόσον η στάθμιση των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, στην οποία προέβη η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο αναλογικό, ενώ ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εν λόγω αρχή στις σχετικές αξιολογικές εκτιμήσεις της.

    (βλ. σκέψη 203)

    Παραπομπή: X κατά ΕΚΤ, προπαρατεθείσα, σκέψη 221

    9.     Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας στοιχειοθετείται μόνον εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένης στα κοινοτικά όργανα ενέργειας, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης ενέργειας και της προβαλλομένης ζημίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί αίτημα υπαλλήλου για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης λόγω του παράνομου χαρακτήρα της ενέργειας του κοινοτικού οργάνου, εφόσον ο παράνομος αυτός χαρακτήρας δεν αποδεικνύεται.

    (βλ. σκέψη 224)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Φεβρουαρίου 1996, T-589/93, Ryan-Sheridan κατά ΕΙΒΣΔΕ (Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I-A-27 και II-77, σκέψεις 141 και 142)

    Top