EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0409

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26¿¿ Μαΐου 2005.
Société d'exportation de produits agricoles SA (SEPA) κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία.
Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Βόειο κρέας - Ειδική επείγουσα σφαγή - Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 - Άρθρο 13 - Ποιότητα υγιής, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη - Χαρακτηρισμός ως εμπορεύσιμου υπό κανονικές συνθήκες.
Υπόθεση C-409/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-04321

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:319

Υπόθεση C-409/03

Société d'exportation de produits agricoles SA (SEPA)

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas

(αίτηση του Bundesfinanzhof

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Επιστροφές κατά την εξαγωγή – Βόειο κρέας – Ειδική επείγουσα σφαγή – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 – Άρθρο 13 – Ποιότητα υγιής ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη – Χαρακτηρισμός ως εμπορεύσιμου υπό κανονικές συνθήκες»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 3ης Φεβρουαρίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Μαΐου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Επιστροφές κατά την εξαγωγή – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Προϊόντα με ποιότητα υγιή, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη – Έννοια – Κρέας μη εμπορεύσιμο υπό κανονικές συνθήκες – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός 3665/87 της Επιτροπής, άρθρο 13)

Το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κρέας που πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας, του οποίου η διάθεση στο εμπόριο προς βρώση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας περιορίστηκε από την κοινοτική νομοθεσία στην τοπική αγορά λόγω του ότι προέρχεται από ζώα που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής επείγουσας σφαγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», προϋπόθεση που είναι απαραίτητη για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή. Συγκεκριμένα, το κρέας αυτό, το οποίο δεν μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο στο έδαφος της Κοινότητας υπό κανονικές συνθήκες ακόμη και αν πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας και αποτελεί αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής, δεν πληροί την εν λόγω προϋπόθεση για τη χορήγηση της επιστροφής.

(βλ. σκέψεις 22, 30, 32 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Μαΐου 2005 (*)

«Επιστροφές κατά την εξαγωγή – Βόειο κρέας – Ειδική επείγουσα σφαγή – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 – Άρθρο 13 – Ποιότητα υγιής, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη – Χαρακτηρισμός ως εμπορεύσιμου υπό κανονικές συνθήκες»

Στην υπόθεση C-409/03,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης

Société d’exportation de produits agricoles SA (SEPA)

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, N. Colneric, K. Schiemann και E. Juhász (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Νοεμβρίου 2004,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η SEPA, εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, Rechtsanwalt,

–       το Hauptzollamt Hamburg-Jonas, εκπροσωπούμενο από τον M. Blaesing,

–       η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Γ. Κανελλόπουλο και Β. Κοντόλαιμο καθώς και την Ε. Σβολοπούλου,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Paasivirta και G. Braun,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1).

2       Τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Société d’exportation de produits agricoles SA (στο εξής: SEPA) και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas (τελωνειακή αρχή του Hamburg-Jonas, στο εξής: Hauptzollamt) όσον αφορά το θέμα της αρνήσεως χορηγήσεως επιστροφών κατά την εξαγωγή για βόειο κρέας που προέρχεται από ζώα που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής επείγουσας σφαγής και εξήχθη από τη SEPA σε τρίτες χώρες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική ρύθμιση

3       Ο κανονισμός 3665/87 ορίζει, στην ένατη αιτιολογική σκέψη του:

«[Π]ρέπει τα προϊόντα να είναι τέτοιας ποιότητας ώστε να μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο υπό κανονικές συνθήκες».

4       Το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Καμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη και, αν τα προϊόντα αυτά προορίζονται [προς βρώση], όταν η χρησιμοποίησή τους γι’ αυτόν τον σκοπό αποκλείεται ή μειώνεται αισθητά λόγω των χαρακτηριστικών ή της καταστάσεώς τους.»

5       Ο κανονισμός 3665/87 αντικαταστάθηκε από την 1η Ιουλίου 1999 από τον κανονισμό (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 11), ο οποίος, στο άρθρο 11, παράγραφος 1, ορίζει:

«Η επιστροφή χορηγείται μόνο για τα προϊόντα τα οποία […] βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα […]».

6       Το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.       Καμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη κατά την ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής.

Τα προϊόντα πληρούν την απαίτηση του πρώτου εδαφίου, εφόσον μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο στην Κοινότητα υπό κανονικές συνθήκες και με την ονομασία που εμφαίνεται στην αίτηση χορήγησης της επιστροφής και εφόσον τα προϊόντα αυτά προορίζονται [προς βρώση] και η χρησιμοποίησή τους για τον σκοπό αυτό δεν αποκλείεται ή [δεν] μειώνεται αισθητά λόγω των χαρακτηριστικών τους ή της κατάστασής τους.

Η συμφωνία των προϊόντων με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να εξετάζεται με βάση τις ισχύουσες προδιαγραφές ή συνήθεις μεθόδους στα πλαίσια της Κοινότητας.»

7       Το άρθρο 2, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών νωπών κρεάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 129), όπως έχει τροποποιηθεί και κωδικοποιηθεί από την οδηγία 91/497/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991 (ΕΕ L 268, σ. 69, στο εξής: οδηγία 64/433), δίνει τον εξής ορισμό:

«“[Ε]ιδική επείγουσα σφαγή”: σφαγή με εντολή κτηνιάτρου κατόπιν ατυχήματος ή λόγω σοβαρών σωματικών και λειτουργικών διαταραχών. Η ειδική επείγουσα σφαγή γίνεται εκτός σφαγείου εάν ο κτηνίατρος κρίνει ότι η μεταφορά του ζώου είναι αδύνατη ή θα το κάνει να υποφέρει [άσκοπα].»

8       Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

[…]

ε)      το κρέας ζώων τα οποία εσφάγησαν επειγόντως να μπορεί να γίνεται δεκτό [προς βρώση] μόνο στην τοπική αγορά και μόνον εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις […]».

 Η εθνική ρύθμιση

9       Το άρθρο 13 του γερμανικού νόμου περί της υγιεινής των κρεάτων, της 19ης Ιανουαρίου 1996 (Fleischhygienegesetz, BGBl. 1996 I, σ. 59), έχει ως εξής:

«Άρθρο 13 – Σφαγή σε περίπτωση ασθένειας

(1) Τα ζώα που

1. πρόκειται να σφαγούν για ειδικό λόγο ή διότι

2. εκκρίνουν παθογόνους παράγοντες,

πρέπει να σφαγούν σε ειδικά σφαγεία (τα λεγόμενα απομονωμένα σφαγεία). Μετά από κάθε σφαγή σε απομονωμένο σφαγείο, το σφαγείο και τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν πρέπει να καθαριστούν και να απολυμανθούν.

(2) Το κρέας που προέρχεται από ζώα που εσφάγησαν κατά τον τρόπο αυτό μπορεί να διατίθεται στην αγορά ως τρόφιμο μόνο μέσω ειδικώς εγκεκριμένων προς τούτο και επιτηρουμένων από την αρμόδια αρχή τόπων παραδόσεως των προαναφερομένων σφαγείων και πρέπει να είναι ειδικώς αναγνωρίσιμο.

[…]

(4) Ο ομοσπονδιακός υπουργός εξουσιοδοτείται να θεσπίζει διατάξεις, με τη μορφή διατάγματος που εγκρίνεται από το Bundesrat, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την προστασία των καταναλωτών ή προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή τις νομοθετικές πράξεις των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά τα εξής σημεία:

1.      τους ελάχιστους κανόνες σε θέματα υγιεινής που πρέπει να εφαρμόζονται στα απομονωμένα σφαγεία για την πρόληψη κάθε κινδύνου διαδόσεως παθογόνων παραγόντων,

2.      τη σήμανση με ετικέτα των εν λόγω κρεάτων,

3.      τους ελάχιστους κανόνες υγιεινής που πρέπει να εφαρμόζονται στα σημεία πωλήσεως και όσον αφορά την έγκριση και τον έλεγχό τους καθώς και τους όρους και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται όσον αφορά την έγκρισή τους ή την αναστολή της εγκρίσεως,

4.      τους ελάχιστους κανόνες υγιεινής που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την αποθήκευση, τη μεταφορά και την πώληση, από τα σημεία πώλησης, του κρέατος που προέρχεται από νοσούντα ζώα που εσφάγησαν υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες,

5.      τους ελάχιστους κανόνες υγιεινής που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τη διενέργεια επειγουσών σφαγών και κατά την πώληση κρέατος που προέρχεται από σφαγεία αυτού του είδους.»

10     Οι διατάξεις του εν λόγω νόμου τέθηκαν σε εφαρμογή από τον κανονισμό περί της υγιεινής των κρεάτων (Fleischhygieneverordnung, BGBl. 1997 I, σ. 1138), του οποίου το άρθρο 10 ορίζει ότι τα κρέατα που προέρχονται από απομονωμένα σφαγεία «[...] διατίθενται προς πώληση μόνον από εγκεκριμένα σημεία πωλήσεως [...], και αποκλειστικά σε τελικούς καταναλωτές [...]».

 Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

11     Η SEPA, γαλλική επιχείρηση, εξήγαγε σε τρίτες χώρες κρέας προερχόμενο από γερμανικά απομονωμένα σφαγεία όπου εσφάγησαν άρρωστα ζώα και ζώα που έπρεπε να σφαγούν επειγόντως για ιδιαίτερους λόγους (π.χ., κατόπιν ατυχήματος). Μέχρι τον Οκτώβριο του 1997, της χορηγήθηκαν επιστροφές για τις εξαγωγές αυτές.

12     Η SEPA υπέβαλε τον Νοέμβριο του 1997 διασάφηση εξαγωγής για αποστολή κατεψυγμένου βoείoυ κρέατoς προερχόμενου από ζώα που εσφάγησαν στα εν λόγω σφαγεία, για την οποία ζήτησε από το Hauptzollamt τη χορήγηση επιστροφών. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε για τον λόγο ότι το προϊόν αυτό δεν ήταν «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 3665/87, διότι είχαν τεθεί αυστηροί περιορισμοί στο κύκλωμα διανομής των κρεάτων που εσφάγησαν υπό τις ανωτέρω συνθήκες δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως.

13     Η προσφυγή που άσκησε η SEPA ενώπιον του Finanzgericht Hamburg κατά της απορριπτικής αποφάσεως απορρίφθηκε για τον λόγο ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως επιστροφής κατά την εξαγωγή. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το κρέας δεν ήταν «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», για τον λόγο ότι η διάθεση στο εμπόριο κρέατος προερχόμενου από απομονωμένα σφαγεία υπέκειτο σε ειδικούς περιορισμούς της γερμανικής νομοθεσίας.

14     Στον βαθμό που τα απομονωμένα σφαγεία διέθεταν κτηνιατρικές βεβαιώσεις σύμφωνα με τις οποίες το κρέας ήταν κατάλληλο προς βρώση και πληρούσε τις απαιτήσεις της γερμανικής νομοθεσίας για την υγιεινή των κρεάτων και εφόσον, για τους σκοπούς των τελωνειακών διατυπώσεων, είχαν εκδοθεί και άλλα πιστοποιητικά, η SEPA άσκησε αναίρεση «Revision» ενώπιον του Bundesfinanzhof κατά της αποφάσεως του Finanzgericht Hamburg.

15      Eκτιμώντας ότι για την επίλυση της διαφοράς είναι αναγκαία η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Απαιτεί το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87 [...], με την έννοια της σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας, η παραγωγή και η διανομή των υποκειμένων σε αυτόν προϊόντων να υπόκεινται αποκλειστικώς σε έννομες ρυθμίσεις γενικής εφαρμογής, όπως αυτές ισχύουν για κάθε προϊόν αυτής της κατηγορίας, αποκλείει δε, κατά συνέπεια, τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή για προϊόντα, επί των οποίων έχουν εφαρμογή ειδικοί περιορισμοί, ιδίως ως προς την παραγωγή, την επεξεργασία ή τη διανομή τους, όπως είναι, επί παραδείγματι, η εντολή διενέργειας ειδικού ελέγχου της καταλληλότητας προς βρώση ή ο περιορισμός να διανέμεται το προϊόν με ορισμένους μόνον τρόπους;

2)      Απαιτεί το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87, με την έννοια της υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας, μέση ποιότητα του προς εξαγωγή εμπορεύματος, αποκλείει δε, ως εκ τούτου, από τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή, τα προϊόντα υποδεέστερης ποιότητας, τα οποία όμως μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο με την ονομασία που εμφαίνεται στην αίτηση χορηγήσεως της επιστροφής; Συμβαίνει τούτο ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η υποδεέστερη ποιότητα δεν άσκησε επιρροή επί της εκτελέσεως της εμπορικής συναλλαγής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

16     Η SEPA αναφέρει ότι μοναδική προϋπόθεση για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή αποτελεί η προσκόμιση πιστοποιητικού καταλληλότητας του προϊόντος. Κατ’ αυτήν, η «σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα» εκτιμάται σε σχέση με τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά του ίδιου του προϊόντος, τα οποία ενυπάρχουν στο προϊόν και υφίστανται ανεξάρτητα από το θέμα της «άνευ περιορισμών διαθέσεως» ή της «κατευθυνόμενης διανομής». Κατά συνέπεια, ο περιορισμός σε ορισμένα κυκλώματα διανομής δεν πρέπει να περιορίζει τον εμπορεύσιμο χαρακτήρα του προϊόντος. Υπογραμμίζει ότι, κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 3665/87, η δυνατότητα διαθέσεως του προϊόντος στην τοπική αγορά αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτό ως «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας». Η SEPA διευκρινίζει εξάλλου ότι οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου, που έχουν ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος επιστροφών, απαιτούν οι ρυθμίσεις που επιβάλλουν επιβαρύνσεις στους φορολογούμενους να είναι σαφείς και ακριβείς, ώστε αυτοί που έχουν δικαίωμα επιστροφών να μπορούν να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα.

17     Το Hauptzollamt, που δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις, προέβαλε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι αν και το κρέας που προέρχεται από ζώα που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής επείγουσας σφαγής δεν είναι καθεαυτό υποδεέστερης ποιότητας, αλλά θεωρείται κατάλληλο προς βρώση κατόπιν κτηνιατρικού ελέγχου, από νομική άποψη, δεν μπορεί να διατεθεί προς πώληση παρά μόνο στην τοπική αγορά και σε ορισμένα ειδικά σημεία πωλήσεως. Λόγω των ισχυουσών κοινοτικών και γερμανικών ρυθμίσεων, οι δυνατότητες διαθέσεως στο εμπόριο του κρέατος αυτού είναι πολύ περιορισμένες, δεν μπορεί επομένως να είναι ούτε σύμφωνο με τα συναλλακτικά ήθη ούτε εμπορεύσιμο υπό την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 3665/87. Όσον αφορά τη σημαντικότητα της αγοράς, τις δυνητικές αγορές διαθέσεως, τον ανταγωνισμό και το καθεστώς σχετικά με το κρέας, οι διαφορές μεταξύ του κρέατος αυτού και του κρέατος που εισέρχεται στα δίκτυα διαθέσεως στο εμπόριο χωρίς περιορισμούς είναι τόσο πολλές ώστε η μόνη ομοιότητα που υφίσταται είναι ότι πρόκειται για κρέας. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι το εν λόγω άρθρο 13 δεν επιδιώκει μόνον την προστασία της υγείας, αλλά επίσης τον περιορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή στα προϊόντα εκείνα που, κατά κάποιο τρόπο, το αξίζουν.

18     Η Ελληνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι οι «κανονικές συνθήκες» διαθέσεως στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων μπορούν να αποτελούν το πλαίσιο περιπτώσεων που ρυθμίζονται τόσο από κανόνες γενικής ισχύος για την παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων αυτών και ισχύουν για όλα τα προϊόντα της ίδιας κατηγορίας όσο και από ειδικούς περιορισμούς, που αφορούν ειδικά την παραγωγή, την επεξεργασία και τη διανομή ορισμένων προϊόντων. Οι ρυθμίσεις γενικής ισχύος, αφενός, και οι ειδικοί περιορισμοί, αφετέρου, αποτελούν, από κοινού, τα κριτήρια συμβατότητας των γεωργικών προϊόντων με την απαιτούμενη «υγιή, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα», οπότε δεν τίθεται θέμα διαφοροποιήσεως σε σχέση με τις «κανονικές συνθήκες» διαθέσεως στο εμπόριο.

19     Κατά την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η έννοια της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» σημαίνει ότι το προϊόν πρέπει να μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο υπό κανονικές συνθήκες. Θεωρεί ότι κρέας όπως το επίδικο της κύριας δίκης, προερχόμενο από απομονωμένα σφαγεία, δεν πληροί το κριτήριο αυτό διότι υπάρχουν περιορισμοί στη διάθεσή του στο εμπόριο. Η Επιτροπή υποστηρίζει επομένως ότι το προϊόν αυτό, αν και δεν αμφισβητείται η καταλληλότητά του, δεν πληροί την υποχρέωση της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», διότι δεν θα μπορούσε να διατεθεί στο εμπόριο υπό κανονικές συνθήκες.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

20     Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κρέας που πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας, του οποίου η διάθεση στο εμπόριο προς βρώση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας περιορίστηκε από την κοινοτική νομοθεσία στην τοπική αγορά λόγω του ότι προέρχεται από ζώα που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής επείγουσας σφαγής, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «υγιή, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα», προϋπόθεση που είναι απαραίτητη για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή.

21     Ο κανονισμός 3665/87 προβλέπει, στο άρθρο 13, ότι καμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι «ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη» και, αν τα προϊόντα αυτά προορίζονται προς βρώση, όταν η χρησιμοποίησή τους για τον σκοπό αυτό δεν αποκλείεται ή δεν μειώνεται αισθητά λόγω των χαρακτηριστικών τους ή της κατάστασής τους.

22     Συναφώς το Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο του κανονισμού 1041/67/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1967, για τους λεπτομερείς τρόπους εφαρμογής των επιστροφών κατά την εξαγωγή στο τομέα των προϊόντων που υπάγονται σε καθεστώς ενιαίας τιμής (ABl. 1967, 314, σ. 9), ότι η απαίτηση της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» αποτελεί γενική και αντικειμενική προϋπόθεση για τη χορήγηση επιστροφών, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι απαιτήσεις είδους και ποιότητας που προβλέπονται από τους κανονισμούς που καθορίζουν τα ποσά των επιστροφών για κάθε προϊόν. Προϊόν που δεν μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο στο έδαφος της Κοινότητας υπό κανονικές συνθήκες και με την ονομασία που εμφαίνεται στην αίτηση χορηγήσεως επιστροφών δεν πληροί αυτές τις απαιτήσεις ποιότητας (βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1973, 12/73, Muras, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 653, σκέψη 12).

23     Η ερμηνεία αυτή επαναλαμβάνεται στην ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3665/87, όπου ορίζεται ότι τα προϊόντα πρέπει να είναι τέτοιας ποιότητας ώστε να μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο υπό κανονικές συνθήκες (βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-235/97, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑7555, σκέψη 77).

24     Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει κοινοτικού κανόνα που να προσδιορίζει την έννοια της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», στα κράτη μέλη εναπόκειται η θέσπιση πλέον συγκεκριμένων διατάξεων, οι οποίες όμως δεν μπορεί να είναι αντίθετες με τη γενική οικονομία της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας, η οποία απαιτεί ποιότητα που να επιτρέπει τη διάθεση στο εμπόριο υπό κανονικές συνθήκες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 1994, C-371/92, Ελληνικά Δημητριακά, Συλλογή 1994, σ. I‑2391, σκέψη 23, και Γαλλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 76 και 77).

25     Τα κράτη μέλη έχουν, κατά συνέπεια, την ευχέρεια να θεσπίσουν πιο συγκεκριμένες εθνικές διατάξεις όσον αφορά την έννοια της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» του κοινοτικού δικαίου, αλλά η κανονιστική εξουσία τους περιορίζεται από την κοινοτική ρύθμιση, ιδίως από τα κριτήρια του άρθρου 13 του κανονισμού 3665/87, όπως έχει ερμηνευθεί υπό το φως της ένατης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού αυτού.

26     Το γεγονός ότι ο εμπορεύσιμος χαρακτήρας του προϊόντος «υπό κανονικές συνθήκες» αποτελεί εγγενές στοιχείο της έννοιας της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» προκύπτει εξάλλου σαφώς από τη ρύθμιση σχετικά με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή των γεωργικών προϊόντων, στο μέτρο που, μετά τον κανονισμό 1041/67, όλοι οι ισχύοντες κανονισμοί επαναλαμβάνουν τόσο την έννοια της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» όσο και το κριτήριο του εμπορεύσιμου χαρακτήρα του προϊόντος «υπό κανονικές συνθήκες» ως στοιχείων που απαιτούνται για να μπορέσει ένα προϊόν να τύχει επιστροφών κατά την εξαγωγή.

27     Όσον αφορά τον κανονισμό 800/1999, επιβάλλεται να αναφερθεί ότι στο άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, προβλέπεται ότι καμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» κατά την ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής και ότι τα προϊόντα πληρούν την απαίτηση αυτή, «εφόσον μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο στην Κοινότητα υπό κανονικές συνθήκες». Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή, που τέθηκε σε ισχύ μετά τα επίδικα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, επαναλαμβάνοντας τις προαναφερθείσες έννοιες, δεν τροποποίησε αλλά, αντιθέτως, επιβεβαίωσε την υφιστάμενη νομική κατάσταση.

28     Όσον αφορά τον όρο «διάθεση στο εμπόριο υπό κανονικές συνθήκες», η άποψη σύμφωνα με την οποία οι ειδικοί περιορισμοί που αφορούν την παραγωγή, την επεξεργασία και τη διανομή των προϊόντων αποτελούν το πλαίσιο περιπτώσεων που έχουν ρυθμιστεί νομοθετικά και συμβάλλουν έτσι στις «κανονικές συνθήκες» δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι αφαιρεί από την έννοια αυτή το περιεχόμενό της. Αν γίνει δεκτή η συλλογιστική αυτή, θα είχε ως αποτέλεσμα να γίνει επίσης δεκτό ότι κάθε προϊόν που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νόμιμης εμπορικής συναλλαγής πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «εμπορεύσιμο υπό κανονικές συνθήκες».

29     Συναφώς, πρέπει να γίνει μνεία της οδηγίας 64/433, η οποία, στο άρθρο της 6, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το κρέας που προέρχεται από ζώα που εσφάγησαν επειγόντως να μπορεί να γίνεται δεκτό προς βρώση μόνο στην τοπική αγορά και μόνον εφόσον πληρούνται διάφορες προϋποθέσεις.

30     Πάντως, κρέας όπως το επίδικο της κύριας δίκης, του οποίου η παραγωγή, η επεξεργασία και η διανομή περιορίζονται σημαντικά, ακόμη και αν πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας και αποτελεί αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «εμπορεύσιμο χαρακτήρα υπό κανονικές συνθήκες».

31     Εξάλλου, θα ήταν ανακόλουθο να υποστηρίζονται οι εξαγωγές των προϊόντων αυτών προς τρίτες χώρες όταν εντός της Κοινότητας επιτρέπεται να διατεθούν στο εμπόριο μόνο σε τοπικές αγορές.

32     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κρέας, που πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας, του οποίου η διάθεση στο εμπόριο προς βρώση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας περιορίστηκε από την κοινοτική νομοθεσία στην τοπική αγορά λόγω του ότι προέρχεται από ζώα που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής επείγουσας σφαγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», προϋπόθεση που είναι απαραίτητη για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

33     Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προϊόν που εξάγεται, το οποίο διατίθεται συνήθως στο εμπόριο, μπορεί ή όχι να θεωρηθεί ως «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», προϋπόθεση αναγκαία για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή, όταν η ποιότητά του είναι υποδεέστερη από τη μέση ποιότητα προϊόντων αυτού του είδους.

34     Κατόπιν της δοθείσας στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα απαντήσεως, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

35     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), αποφαίνεται:

Το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κρέας, που πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας, του οποίου η διάθεση στο εμπόριο προς βρώση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας περιορίστηκε από την κοινοτική νομοθεσία στην τοπική αγορά λόγω του ότι προέρχεται από ζώα που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής επείγουσας σφαγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», προϋπόθεση που είναι απαραίτητη για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Top