EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0287

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Μαΐου 2005.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
Παράβαση κράτους μέλους - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Προγράμματα επιβράβευσης σταθερής πελατείας - Βάρος αποδείξεως.
Υπόθεση C-287/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-03761

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:282

Υπόθεση C-287/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Βασιλείου του Βελγίου

«Παράβαση κράτους μέλους — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Προγράμματα επιβράβευσης σταθερής πελατείας — Βάρος αποδείξεως»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 10ης Μαρτίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Μαΐου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία — Υπερβολική διάρκεια — Γεγονός που επηρεάζει το παραδεκτό της προσφυγής μόνον σε περίπτωση που θίγει τα δικαιώματα άμυνας — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 226 ΕΚ)

2.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόδειξη της παραβάσεως — Βάρος που φέρει η Επιτροπή — Τεκμήρια — Δεν επιτρέπονται — Προσφυγή που δεν σκοπεί το περιεχόμενο αλλά την εκτέλεση εθνικής διατάξεως — Απαιτήσεις ιδιαιτέρων αποδεικτικών στοιχείων

(Άρθρο 226 ΕΚ)

1.     Μολονότι, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, η υπερβολική διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας μπορεί να δημιουργήσει ελάττωμα καθιστών απαράδεκτη την προσφυγή, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που η συμπεριφορά της Επιτροπής κατέστησε δυσχερή την αντίκρουση των επιχειρημάτων της, προσβάλλοντας έτσι τα δικαιώματα άμυνας. Εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αποδείξει την εν λόγω δυσχέρεια.

(βλ. σκέψη 14)

2.     Στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της φερομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται για την επαλήθευση εκ μέρους του Δικαστηρίου της υπάρξεως της εν λόγω παραβάσεως, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο.

3.     Συγκεκριμένα, προκειμένου για προσφυγή που αφορά την εκτέλεση εθνικής διατάξεως, η απόδειξη παραβάσεως κράτους απαιτεί την προσκόμιση ιδιαίτερων αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με αυτά που λαμβάνονται συνήθως υπόψη στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως που σκοπεί μόνον το περιεχόμενο εθνικής διατάξεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράβαση μπορεί να αποδειχθεί μόνον χάρη σε επαρκώς τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη απόδειξη της προσαπτομένης πρακτικής στη διοίκηση και/ή στα εθνικά δικαστήρια, η οποία καταλογίζεται στο κράτος μέλος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή.

4.      Εξάλλου, αν συμπεριφορά κράτους που συνίσταται σε διοικητική πρακτική αντίθετη προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αποτελέσει παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 226 ΕΚ, πρέπει η εν λόγω διοικητική πρακτική να είναι σε κάποιο βαθμό πάγια και γενική.

(βλ. σκέψεις 27-29)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2005 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Προγράμματα επιβράβευσης σταθερής πελατείας – Βάρος αποδείξεως»

Στην υπόθεση C-287/03,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 3 Ιουλίου 2003,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μ. Πατακιά και τον N. B. Rasmussen, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από την E. Dominkovits, επικουρούμενη από τον E. Balate, avocat,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος,  R. Silva de Lapuerta (εισηγητή),  R. Schintgen, P. Kūris και Γ. Αρέστη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2004,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι διάδικοι,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, το Βασίλειο του Βελγίου, εφαρμόζοντας τις προϋποθέσεις «ομοιότητας» και του «μοναδικού πωλητή» κατά τρόπο που συνεπάγεται διακριτική και δυσανάλογη μεταχείριση μεταξύ αφενός των προϊόντων και υπηρεσιών που αγοράζει ο καταναλωτής και αφετέρου των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν ή σε πολύ μειωμένη τιμή στο πλαίσιο προγραμμάτων επιβράβευσης σταθερής πελατείας, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών μεταξύ επιχειρήσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 της Συνθήκης ΕΚ.

 Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

2       Το άρθρο 54 του βελγικού νόμου, της 14ης Ιουλίου 1991, περί των πρακτικών του εμπορίου και περί της πληροφορήσεως και προστασίας του καταναλωτή (Moniteur belge της 29ης Αυγούστου 1991) απαγορεύει «κάθε κοινή προσφορά προς τον καταναλωτή που πραγματοποιείται από πωλητή». Ως κοινή προσφορά, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοείται: «η κτήση, δωρεάν ή όχι, προϊόντων, υπηρεσιών, κάθε άλλου πλεονεκτήματος, ή τίτλου που επιτρέπει την απόκτησή τους […] συνδεόμενου με την κτήση άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, ακόμη και παρεμφερών». Η κοινή προσφορά προς τον καταναλωτή απαγορεύεται επίσης όταν προέρχεται από «πολλούς πωλητές οι οποίοι δρουν με κοινή πρόθεση».

3       Το άρθρο 57 του εν λόγω νόμου αφορά τις εξαιρέσεις της απαγορεύσεως αυτής και προβλέπει τα πλεονεκτήματα που μπορεί να λάβει ένας καταναλωτής μέσω των τίτλων που προσφέρονται δωρεάν, μαζί με ένα κύριο προϊόν ή υπηρεσία. Οι παράγραφοι 1 έως 3 της διατάξεως αυτής σκοπούν τις εξαιρέσεις, που μπορεί να επικαλεστεί ένας επιχειρηματίας μόνον αν έχει προηγουμένως εγγραφεί στα μητρώα του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με το άρθρο 59 του ιδίου νόμου. Οι εν λόγω εξαιρέσεις αφορούν τις εκπτώσεις όσον αφορά την ποσότητα των αποκτωμένων προϊόντων ή υπηρεσιών (παράγραφος 1), πλεονεκτήματα όπως χρωμολιθογραφίες, γραφικές εικόνες και ζωγραφιές ελάχιστης εμπορικής αξίας καθώς και τίτλους συμμετοχής σε εγκεκριμένες λαχειοφόρους αγορές (παράγραφος 2) και επιστροφές χρημάτων (παράγραφος 3).

4       Το άρθρο 57, παράγραφος 4, του νόμου προβλέπει εξαίρεση από την απαγόρευση κοινών προσφορών, της οποίας μπορεί να απολαύει επιχειρηματίας χωρίς να έχει εγγραφεί στα οικεία μητρώα. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής:

«Επιτρέπεται επίσης να προσφέρονται δωρεάν, μαζί με ένα κύριο προϊόν ή υπηρεσία:

[…]

4. τίτλοι που συνίστανται σε έγγραφα τα οποία δημιουργούν δικαίωμα, μετά την κτήση ορισμένου αριθμού προϊόντων ή αγαθών, σε δωρεάν προσφορά ή μείωση τιμής κατά την κτήση παρεμφερούς προϊόντος ή υπηρεσίας, καθόσον το εν λόγω πλεονέκτημα παρέχεται από τον ίδιο πωλητή και δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο της τιμής των προηγουμένως κτηθέντων προϊόντων ή υπηρεσιών.

[…]»

5       Η δωρεάν προσφορά τίτλων που δεν συνάδει προς την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση θεωρείται παράνομη. Τη αιτήσει του Υπουργείου Οικονομικών, του ενδιαφερομένου επιχειρηματία ή ιδιωτικών ενώσεων που έχουν σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η εν λόγω προσφορά μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο διατάξεως επιβάλλουσας τη λήξη της προσφοράς εκ μέρους των εμπορικών δικαστηρίων.

 Το ιστορικό της διαφοράς

6       Κατόπιν καταγγελίας επιχειρήσεως εγκατεστημένης στις Κάτω Χώρες, η Επιτροπή, με το από 31 Μαρτίου 1999 έγγραφο οχλήσεως, επέσυρε την προσοχή της Βελγικής Κυβερνήσεως στις προαναφερθείσες διατάξεις από απόψεως συμβατότητάς τους προς το άρθρο 49 ΕΚ. Η Βελγική Κυβέρνηση απάντησε με το από 2 Ιουνίου 1999 έγγραφο.

7       Η Επιτροπή, κρίνοντας μη ικανοποιητική την εν λόγω απάντηση, απηύθυνε, την 1η Αυγούστου 2000, αιτιολογημένη γνώμη στο Βασίλειο του Βελγίου, καλώντας το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί συναφώς εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της γνώμης αυτής.

8       Το Βασίλειο του Βελγίου απάντησε στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη με το από 16 Οκτωβρίου 2000 έγγραφο με το οποίο βεβαίωνε ότι ήταν έτοιμο να τροποποιήσει την επίδικη κανονιστική ρύθμιση, κρίνοντας ότι θα ήταν προσφορότερο να αναμείνει τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής σχετικά με την κοινοτική εναρμόνιση στον εν λόγω τομέα.

9       Υπό αυτές ακριβώς τις συνθήκες, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

10     Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω της υπερβολικής διάρκειας της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. Πράγματι, παρήλθαν σχεδόν τρία έτη μεταξύ της απαντήσεως στην αιτιολογημένη γνώμη και της ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Η καθυστέρηση αυτή δεν συμβιβάζεται με τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

11     Η Βελγική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι νομίμως θεώρησε ότι η απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη κρίθηκε ικανοποιητική εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή, και μάλιστα εφόσον δεν παρεμβλήθηκε κανένα νέο στοιχείο.

12     Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατόπιν της απαντήσεως των βελγικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη, έγιναν τακτικές συναντήσεις μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών των δύο μερών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου είχε πληροφορηθεί ότι ενέμενε στη θέση της καθ’ όλη τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

13     Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν κατά ποιο τρόπο η διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας έθιξε τα δικαιώματα άμυνας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

14     Υπενθυμίζεται ότι μολονότι είναι αληθές ότι η υπερβολική διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας μπορεί να δημιουργήσει ελάττωμα καθιστών απαράδεκτη προσφυγή κατά παραβάσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που η συμπεριφορά της Επιτροπής κατέστησε δυσχερή την αντίκρουση των επιχειρημάτων της, προσβάλλοντας έτσι τα δικαιώματα άμυνας, και εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αποδείξει την εν λόγω δυσχέρεια (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1991, C-96/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1991, σ. I-2461, σκέψεις 15 και 16, και της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-207/97, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1999, σ. I-275, σκέψεις 24 και 25).

15     Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν προέβαλε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η διανυθείσα προθεσμία μεταξύ της απαντήσεώς του στην αιτιολογημένη γνώμη και της ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου επηρέασε την άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας.

16     Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17     Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι προϋποθέσεις «ομοιότητας» και «μοναδικού πωλητή» που προβλέπονται στον προαναφερθέντα βελγικό νόμο της 14ης Ιουλίου 1991 συνιστούν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Πράγματι, η θέση σε εφαρμογή των εν λόγω προϋποθέσεων συνεπάγεται επιζήμια και δημιουργούντα δυσμενή διάκριση αποτελέσματα ειδικότερα έναντι των αλλοδαπών επιχειρήσεων που επιθυμούν να εισέλθουν στη βελγική αγορά.

18     Η Επιτροπή φρονεί ότι ο εν λόγω νόμος απαγορεύει κατ’ αρχήν σε επιχείρηση να προσφέρει από κοινού, μέσω του προγράμματός της επιβράβευσης σταθερής πελατείας, αγαθά ή υπηρεσίες που δεν είναι παρεμφερή με αυτά που πωλούνται κυρίως. Εντούτοις, στην πράξη, ο εν λόγω κανόνας καταστρατηγείται ευρέως και εγκατεστημένες στο Βέλγιο επιχειρήσεις που διαθέτουν δικό τους δίκτυο διανομής είναι οι μόνες που μπορούν να κάνουν χρήση του εν λόγω κανόνα και να επεκτείνουν έτσι τα προγράμματά τους επιβράβευσης σταθερής πελατείας σε άλλους τομείς και/ή κυκλώματα διανομής. Εξάλλου, η καταστρατήγηση του εν λόγω κανόνα διευκολύνεται από τη βελγική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία κοινή προσφορά πληροί την προϋπόθεση της ομοιότητας όταν τα προϊόντα και/ή κύριες υπηρεσίες και τα προϊόντα και/ή υπηρεσίες που προσφέρονται δωρεάν ή σε μειωμένες τιμές τίθενται συνήθως σε πώληση από τον ίδιο κλάδο βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας.

19     Όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολόγηση των εν λόγω περιορισμών, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το γεγονός και μόνον ότι δύο προϊόντα ή δύο υπηρεσίες ανήκουν στον ίδιο βιομηχανικό ή εμπορικό κλάδο δεν αρκεί για να διασφαλίσει τη διαφάνεια των τιμών των προϊόντων ή υπηρεσιών. Το αυτό ισχύει για την προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία τα από κοινού προσφερόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες πρέπει να προσφέρονται από τον ίδιο πωλητή.

20     Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι οι προϋποθέσεις «ομοιότητας» και «μοναδικού πωλητή» δεν απαιτούνται για να διασφαλίσουν την προστασία του καταναλωτή ή την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών.

21     Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο εθνικός νόμος και η συναφής εφαρμογή του δεν μπορούν να απαγορεύσουν, να εμποδίσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες των παρεχόντων υπηρεσίες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος.

22     Η εν λόγω κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι κάθε επιχείρηση που σκοπεί να υιοθετήσει παρεμφερή εμπορική εκστρατεία με αυτή που περιγράφει η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της, υποβάλλεται στις ίδιες προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως του αν είναι εγκατεστημένη εντός ή εκτός του βελγικού εδάφους. Συναφώς, η ερμηνεία των προϋποθέσεων «ομοιότητας» ή «μοναδικού πωλητή» δεν ποικίλλουν ανάλογα με τον τόπο εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως.

23     Ως προς τη δικαιολόγηση της επίμαχης νομοθεσίας, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι απαγορεύσεις που προβλέπει στηρίζονται κατ’ ουσίαν στη διαφάνεια της αγοράς. Πράγματι, ο επιδιωκόμενος με την εν λόγω νομοθεσία σκοπός συνίσταται στο να μην πλανάται ο καταναλωτής όσον αφορά τις πραγματικές τιμές και να μην αποτελεί αντικείμενο κατάχρησης από πρακτικές κοινών προσφορών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24     Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το αίτημα του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, η παρούσα προσφυγή λόγω παραβάσεως δεν σκοπεί να θέσει σε αμφισβήτηση το συμβατό της διατυπώσεως του άρθρου 57, παράγραφος 4, του προαναφερθέντος βελγικού νόμου, της 14ης Ιουλίου 1991, με το άρθρο 49 ΕΚ, αλλά περιορίζεται στο ζήτημα της εφαρμογής των προϋποθέσεων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη από τις αρμόδιες βελγικές αρχές.

25     Η Επιτροπή, απαντώντας σε υποβληθέν από το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ερώτημα, επιβεβαίωσε εξάλλου ρητώς ότι η προσφυγή σκοπεί μόνον την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στην πραγματική κατάσταση της αγοράς, και όχι καθεαυτή την εν λόγω νομοθεσία.

26     Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζουν οι εθνικές αρχές, δηλαδή οι διοικητικές καθώς και δικαστικές αρχές, το άρθρο 57, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου, συνιστά παράβαση του άρθρου 49 ΕΚ.

27     Συναφώς, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου, ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της φερομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται για την επαλήθευση εκ μέρους του Δικαστηρίου της υπάρξεως της εν λόγω παραβάσεως, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1982, 96/81, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1982, σ. 1791, σκέψη 6, της 20ής Μαρτίου 1990, C-62/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1990, σ. I-925, σκέψη 37, της 29ης Μαΐου 1997, C-300/95, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1997, σ. I-2649, σκέψη 31, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-217/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1999, σ. I-5087, σκέψη 22).

28     Συγκεκριμένα, προκειμένου για προσφυγή που αφορά την εκτέλεση εθνικής διατάξεως και όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 41 και 43 των προτάσεών του, η απόδειξη παραβάσεως κράτους απαιτεί την προσκόμιση ιδιαίτερων αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με αυτά που λαμβάνονται συνήθως υπόψη στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως που σκοπεί μόνον το περιεχόμενο εθνικής διατάξεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράβαση μπορεί να αποδειχθεί μόνον χάρη σε επαρκώς τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη απόδειξη της προσαπτομένης πρακτικής στη διοίκηση και/ή στα εθνικά δικαστήρια, η οποία καταλογίζεται στο κράτος μέλος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή.

29     Επ’ αυτού, πρέπει να προστεθεί ότι, αν συμπεριφορά κράτους που συνίσταται σε διοικητική πρακτική αντίθετη προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αποτελέσει παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 226 ΕΚ, πρέπει η εν λόγω διοικητική πρακτική να είναι σε κάποιο βαθμό πάγια και γενική (βλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C-387/99, Επιτροπή κατά Γερμανίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42, και της 26ης Απριλίου 2005, C-494/01,Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28).

30     Πάντως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη, στο Βέλγιο, διοικητικής πρακτικής έχουσας τα απαιτούμενα από τη νομολογία του Δικαστηρίου χαρακτηριστικά. Πράγματι, η Επιτροπή αναφέρεται μόνον σε καταγγελία κατατεθείσα από επιχείρηση που διοργανώνει πρόγραμμα επιβράβευσης σταθερής πελατείας χωρίς να αποδεικνύει την «συνεπαγόμενη διακριτική και δυσανάλογη μεταχείριση» εφαρμογή των προϋποθέσεων «ομοιότητας» και «μοναδικού πωλητή» του άρθρου 57, παράγραφος 4, του επίδικου νόμου.

31     Όσον αφορά το ζήτημα αν, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω αρχής του βάρους αποδείξεως, υφίσταται στο Βέλγιο νομολογία από την οποία προκύπτει ερμηνεία της προαναφερθείσας διατάξεως ασυμβίβαστη με το άρθρο 49 ΕΚ, παρατηρείται ότι ούτε η Επιτροπή ανέφερε αποφάσεις από τις οποίες προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια ερμήνευσαν την έννοια της «ομοιότητας» και του «μοναδικού πωλητή» ως προϋποθέτουσα ότι τα προϊόντα και/ή κύριες υπηρεσίες ή τα προϊόντα και/ή υπηρεσίες που προσφέρονται δωρεάν ή σε μειωμένη τιμή πωλούνται συνήθως από το ίδιο κύκλωμα διανομής και/ή ανήκουν στον ίδιο κλάδο βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας.

32     Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ, καθόσον εφάρμοσε κατά τρόπο συνεπαγόμενο διακριτική και δυσανάλογη μεταχείριση τις προϋποθέσεις «ομοιότητας» και «μοναδικού πωλητή» μεταξύ αφενός των προϊόντων και υπηρεσιών που αγοράζει ο καταναλωτής, και αφετέρου των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν ή σε μειωμένη τιμή στο πλαίσιο προγράμματος επιβράβευσης σταθερής πελατείας, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών μεταξύ επιχειρήσεων.

33     Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή της Επιτροπής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

34     Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αν υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής, η οποία και ηττήθηκε, επιβάλλεται η καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top