Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0128

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 2005.
    AEM SpA (C-128/03) και AEM Torino SpA (C-129/03) κατά Autorità per l'energia elettrica e per il gas και λοιπών.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Consiglio di Stato - Ιταλία.
    Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας - Προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του - Κρατικές ενισχύσεις - Οδηγία 96/92/ΕΚ - Πρόσβαση στο δίκτυο - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/03 και C-129/03.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-02861

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:224

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/03 και C-129/03

    AEM SpA και AEM Torino SpA

    κατά

    Autorità per l’energia elettrica e per il gas κ.λπ.

    (αίτηση του Consiglio di Stato

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας — Προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του — Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 96/92/ΕΚ — Πρόσβαση στο δίκτυο — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 28ης Οκτωβρίου 2004 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 2005. 

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Μέτρα που εγκαθιδρύουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ως προς τις επιβαρύνσεις προκύπτουσα από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των σχετικών επιβαρύνσεων — Δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις

    (Άρθρο 87 ΕΚ)

    2.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Τρόπος χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως — Λαμβάνεται υπόψη — Προϋπόθεση — Τρόπος χρηματοδοτήσεως αποτελών αναπόσπαστο μέρος της ενισχύσεως — Αδήριτη σχέση επηρεασμού μεταξύ της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως και της ενισχύσεως

    3.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Μέτρα για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας — Οδηγία 96/92 — Κανόνας της άνευ διακρίσεων προσβάσεως στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας — Θέσπιση, από κράτος μέλος, μεταβατικού μέτρου επιβάλλοντος σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εν λόγω δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του προκειμένου να αντισταθμιστεί το πλεονέκτημα που δημιουργεί για τις επιχειρήσεις αυτές η ελευθέρωση της αγοράς — Επιτρέπεται

    (Οδηγία 96/92 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 5, 8 § 2 και 16)

    1.     Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως. Ωστόσο, η έννοια της ενισχύσεως δεν αφορά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων σχετικά με επιβαρύνσεις, όταν αυτή η διαφοροποίηση προκύπτει από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των σχετικών επιβαρύνσεων. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση μέτρου το οποίο επιβάλλει, επί μία μεταβατική περίοδο, προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του μόνο στις επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προερχομένης από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις και αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του πλεονεκτήματος που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την ελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/92, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διαφοροποίηση δεν συνιστά, αυτή καθαυτήν, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

    (βλ. σκέψεις 38-39, 43, διατακτ. 1)

    2.     Ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μιας ενισχύσεως μπορεί να καταστήσει ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά το σύνολο του καθεστώτος ενισχύσεων. Επομένως, η εξέταση μιας ενισχύσεως δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα αποτελέσματα του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της. Όλως αντιθέτως, όταν η Επιτροπή εξετάζει ένα μέτρο ενισχύσεως, οφείλει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη και τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως στην περίπτωση που αυτός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου. Πάντως, για να μπορεί να θεωρηθεί μια οιονεί φορολογική επιβάρυνση ως αποτελούσα αναπόσπαστο μέρος ενός μέτρου ενισχύσεως, πρέπει οπωσδήποτε να υφίσταται αδήριτη σχέση μεταξύ της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως πρέπει να προορίζεται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως. Μόνον αν υφίσταται τέτοια σχέση, το προϊόν της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως επηρεάζει άμεσα το μέγεθος της ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση περί του αν συμβιβάζεται η ενίσχυση αυτή με την κοινή αγορά. Επομένως, αν υφίσταται αδήριτη σχέση μεταξύ, αφενός, της προσαυξήσεως του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τη χρησιμοποίησή του και, αφετέρου, ενός εθνικού καθεστώτος ενισχύσεων, υπό την έννοια ότι το προϊόν της προσαυξήσεως προορίζεται οπωσδήποτε για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως αυτής, η εν λόγω προσαύξηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος αυτού και πρέπει, συνεπώς, να εξετάζεται μαζί με το καθεστώς αυτό.

    (βλ. σκέψεις 45-47, διατακτ. 1)

    3.     Το άρθρο 7, παράγραφος 5, το άρθρο 8, παράγραφος 2, και το άρθρο 16 της οδηγίας 96/92, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως και η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων της οποίας αποτελούν συγκεκριμένη έκφραση, απαγορεύουν να αντιμετωπίζονται, αφενός, παρεμφερείς καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο και, αφετέρου, διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο. Ο κανόνας της άνευ διακρίσεων προσβάσεως στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τον οποίο καθιερώνει η οδηγία 96/92, δεν απαγορεύει, ωστόσο, σε κράτος μέλος να υιοθετήσει, επί μία μεταβατική περίοδο, ένα μέτρο το οποίο επιβάλλει σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εν λόγω δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του, προκειμένου να αντισταθμιστεί το πλεονέκτημα που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την αλλαγή του νομικού πλαισίου, λόγω της ελευθερώσεως της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Πράγματι, ένα τέτοιο μέτρο αντιμετωπίζει κατά τρόπο διαφορετικό μη παρεμφερείς καταστάσεις. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να βεβαιωθεί ότι η προσαύξηση του τέλους δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς αντιστάθμιση του εν λόγω πλεονεκτήματος μέτρο.

    (βλ. σκέψεις 56-60, διατακτ. 2)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 14ης Απριλίου 2005 (*)

    «Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του – Κρατικές ενισχύσεις – Οδηγία 96/92/ΕΚ – Πρόσβαση στο δίκτυο – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-128/03 και C-129/03,

    με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τις οποίες υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία), με αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2003, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 2003, στο πλαίσιο των υποθέσεων

    AEM SpA (C-128/03),

    AEM Torino SpA (C-129/03)

    κατά

    Autorità per l’energia elettrica e per il gas κ.λπ.,

    παρισταμένης της:

    ENEL Produzione SpA,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, S. von Bahr (εισηγητή), J. Malenovský και U. Lõhmus, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2004,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –       οι AEM SpA και AEM Torino SpA, εκπροσωπούμενες από τον O. Brouwer, advocaat, και τον T. Salonico, avvocato,

    –       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον M. Fiorilli, avvocato dello Stato,

    –       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci και H. Støvlbæk,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 28ης Οκτωβρίου 2004,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 87 ΕΚ και της οδηγίας 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20), ιδίως δε των άρθρων 7 και 8 της οδηγίας.

    2       Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο προσφυγών τις οποίες άσκησαν οι εταιρίες AEM SpA (στο εξής: AEM) και AEM Torino SpA (στο εξής: AEM Torino) και με τις οποίες οι εταιρίες αυτές προσέβαλαν δύο αποφάσεις της Autorità per l’energia elettrica e per il gas (Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, στο εξής: AEEG), καθώς και μια υπουργική απόφαση, με τις οποίες επιβλήθηκε σε ορισμένους υδροηλεκτρικούς και γεωθερμοηλεκτρικούς σταθμούς προσαυξημένο τέλος για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική νομοθεσία

    3       Σύμφωνα με το άρθρο 1, η οδηγία 96/92 «θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. Ορίζει τους κανόνες σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, την πρόσβαση στην αγορά, τα κριτήρια και τις διαδικασίες που ισχύουν για τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών και τη χορήγηση αδειών καθώς και την εκμετάλλευση των δικτύων».

    4       Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 96/92 προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1. Τα κράτη μέλη ορίζουν, ή ζητούν από επιχειρήσεις που είναι ιδιοκτήτριες των δικτύων μεταφοράς να ορίσουν, για τη χρονική περίοδο που θα καθορισθεί από τα κράτη μέλη βάσει κριτηρίων απόδοσης και οικονομικής ισορροπίας, διαχειριστή ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκμετάλλευση, διασφάλιση της συντήρησης και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, ανάπτυξη του δικτύου μεταφοράς σε μια δεδομένη ζώνη, καθώς και των διασυνδέσεών του με άλλα δίκτυα προκειμένου να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός.

    [...]

    5. Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς αποφεύγει κάθε διάκριση μεταξύ των χρηστών ή των κατηγοριών χρηστών του δικτύου, και δη κάθε διάκριση υπέρ των θυγατρικών του επιχειρήσεων ή μετόχων του.»

    5       Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 3, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «1. Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς είναι υπεύθυνος για την κατανομή φορτίων στις εγκαταστάσεις παραγωγής που βρίσκονται στη ζώνη του και για τον καθορισμό της χρήσης των διασυνδέσεων με τα άλλα δίκτυα.

    2. Με την επιφύλαξη της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας βάσει συμβατικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των απορρεουσών από τους όρους της πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών, η κατανομή φορτίων στις εγκαταστάσεις παραγωγής και η χρήση των διασυνδέσεων γίνεται βάσει κριτηρίων που μπορεί να εγκρίνονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και τα οποία πρέπει να είναι αντικειμενικά, να δημοσιεύονται και να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις προκειμένου να εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Λαμβάνουν υπόψη την οικονομική προτεραιότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που προέρχεται από διαθέσιμες εγκαταστάσεις παραγωγής ή από μεταφορές μέσω διασύνδεσης καθώς και τους τεχνικούς περιορισμούς του δικτύου.

    3. Το κράτος μέλος δικαιούται να επιβάλει στο διαχειριστή, όταν κατανέμει τα φορτία στις εγκαταστάσεις παραγωγής, να δίδει προτεραιότητα στις εγκαταστάσεις παραγωγής που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή απορρίμματα ή που παράγουν συνδυασμένα ενέργεια και θερμότητα.»

    6       Το άρθρο 24, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1. Τα κράτη μέλη, στα οποία οι υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν ή οι εγγυήσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας είναι δυνατόν να μην μπορούν να τηρηθούν λόγω των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, μπορούν να ζητήσουν να τύχουν μεταβατικού καθεστώτος, το οποίο θα μπορεί να τους παραχωρήσει η Επιτροπή, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τις διαστάσεις του σχετικού δικτύου, το επίπεδο διασύνδεσής του και τη διάρθρωση της ηλεκτροβιομηχανίας του. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη για τις εφαρμογές αυτές προτού λάβει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές της εμπιστευτικότητας. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    7       Η παράγραφος 2 του άρθρου 24 της οδηγίας 96/92 διευκρινίζει ότι οι αιτήσεις μεταβατικού καθεστώτος πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή το αργότερο ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής.

     Η εθνική ρύθμιση

    8       Το νομοθετικό διάταγμα 79, της 16ης Μαρτίου 1999, για την εκτέλεση της οδηγίας 96/92/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana, αριθ. 75, της 31ης Μαρτίου 1999, σ. 8, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 79/99), προβλέπει, στο άρθρο 3, παράγραφος 10, ότι, για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τη χρησιμοποίησή του, καταβάλλεται τέλος στον διαχειριστή του δικτύου. Το τέλος αυτό καθορίζεται ανεξαρτήτως της γεωγραφικής θέσεως των μονάδων παραγωγής και των τελικών πελατών και, εν πάση περιπτώσει, βάσει κριτηρίων μη συνεπαγομένων διακρίσεις. Το τέλος αυτό καθορίζεται από την AEEG, η οποία προβαίνει και στην αναπροσαρμογή του ύψους του.

    9       Το άρθρο 3, παράγραφος 11, του νομοθετικού διατάγματος 79/99 ορίζει ότι τα γενικά έξοδα του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνουν διάφορες δαπάνες: τις δαπάνες για δραστηριότητες έρευνας, το κόστος της αποξηλώσεως πυρηνικών σταθμών που έπαυσαν να λειτουργούν, το κόστος της ολοκληρώσεως του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου καθώς και δαπάνες για συναφείς και συνακόλουθες δραστηριότητες. Τα γενικά αυτά έξοδα καθορίζονται με μία ή πλείονες αποφάσεις του Ministro dell’industria, del commercio e dell’artigianato (Υπουργού Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας), με σύμφωνη γνώμη του Ministro del tesoro, del biliancio e della programmazione economica (Υπουργού Δημόσιου Θησαυρού, Προϋπολογισμού και Οικονομικού Προγραμματισμού), κατόπιν προτάσεως της AEEG.

    10     Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως του Ministro dell’industria, del commercio e dell’artigianato, της 26ης Ιανουαρίου 2000, σχετικά με τον καθορισμό των γενικών εξόδων του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία ο ως άνω υπουργός εξέδωσε από κοινού με τον Ministro del tesoro, del bilancio e della programmazione economica, κατόπιν προτάσεως της AEEG (Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana, αριθ. 27, της 3ης Φεβρουαρίου 2000, σ. 12, στο εξής: απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2000), διευκρινίζει ότι αποτελούν γενικά έξοδα του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας:

    «a)      η αποζημίωση των επιχειρήσεων παραγωγής-διανομής, κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, για το μη αποδοτέο, κατόπιν της εφαρμογής της οδηγίας [96/92], ποσοστό του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας·

    b)      η αντιστάθμιση για την, κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας [96/92] στο εσωτερικό δίκαιο, υπεραξία της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις οι οποίες, στις 19 Φεβρουαρίου 1997, ήταν στην κυριότητα ή στη διάθεση των επιχειρήσεων παραγωγής-διανομής·

    c)      το κόστος της αποξηλώσεως των πυρηνικών σταθμών που έχουν διακόψει τη λειτουργία τους και της ολοκληρώσεως του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου, καθώς και των συναφών και συνακολούθων δραστηριοτήτων·

    d)      το κόστος των δραστηριοτήτων έρευνας και αναπτύξεως νέων τεχνολογικών μεθόδων γενικού συμφέροντος για το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας·

    e)      η εφαρμογή ευνοϊκών όρων για τα τέλη που καταβάλλονται για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 4, της αποφάσεως 70/97 της [AEEG] και την απόφαση του Ministro dell’industria, del commercio e dell’artigianato της 19ης Δεκεμβρίου 1995.»

    11     Όσον αφορά την αντιστάθμιση της υπεραξίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο b, της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2000, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της ίδιας αποφάσεως, που περιέχεται στο τμήμα που επιγράφεται: «Επιβαρύνσεις που απορρέουν από την εκτέλεση της οδηγίας [96/92]», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «προς τον σκοπό της μερικής έστω αντισταθμίσεως των γενικών εξόδων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αποδίδεται, για μια επταετία από την 1η Ιανουαρίου 2000 και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, αποκλειστικά και μόνον η υπεραξία της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από υδροηλεκτρικές και γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις και για την οποία δεν προβλέπεται η καταβολή εισφορών [υπέρ νέων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας] σύμφωνα με τις αποφάσεις της Comitato interministerale dei prezzi [διυπουργικής επιτροπής τιμών] 15 της 12ης Ιουλίου 1989, 34 της 14ης Νοεμβρίου 1990 και 6 της 29ης Απριλίου 1992, όπως οι αποφάσεις αυτές έχουν τροποποιηθεί. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται στις εγκαταστάσεις των οποίων η ωφέλιμη ονομαστική ισχύς δεν υπερβαίνει τα 3 MW και στις υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας με άντληση.»

    12     Το άρθρο 5, παράγραφος 9, της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2000 προβλέπει τα εξής:

    «Η υπεραξία που πρέπει να αποδοθεί κατά την περίοδο που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, ισούται, για το 2000, με το καθορισμένο μεταβλητό κόστος ανά μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται σε θερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν εμπορεύσιμα ορυκτά καύσιμα, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, της αποφάσεως 70/97 της [AEEG], ενώ για τα επόμενα έτη η υπεραξία αυτή θα ισούται, για κάθε εγκατάσταση και κάθε δίμηνο, σε ποσοστό της διαφοράς μεταξύ, αφενός, της μέσης σταθμισμένης αξίας των τιμών χονδρικής πωλήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας εντός της εγχώριας αγοράς κατά τις διάφορες χρονικές περιόδους του διμήνου, με γνώμονα τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν παραχθεί από την εγκατάσταση κατά τις διάφορες χρονικές περιόδους του διμήνου, και, αφετέρου, του μέσου παγίου κόστους ανά μονάδα της εγκαταστάσεως, όπως αυτό καθορίζεται ετησίως από την [AEEG] μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό αυτό ισούται με 75 % για τα έτη 2001 και 2002, με 50 % για τα έτη 2003 και 2004 και με 25 % για τα έτη 2005 και 2006. Μετά το τελευταίο αυτό έτος, το ποσοστό αυτό καθίσταται μηδενικό.»

    13     Τα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 231/00 της AEEG, της 20ής Δεκεμβρίου 2000, και 2, παράγραφοι 1, 2 και 8, της αποφάσεως 232/00 της AEEG, της 20ής Δεκεμβρίου 2000, περί καθορισμού της προσαυξήσεως του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τη χρησιμοποίησή του όσον αφορά την παραγόμενη από υδροηλεκτρικές και γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις ηλεκτρική ενέργεια για τα έτη 2000 έως 2006 (τακτικό συμπλήρωμα της Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana, αριθ. 4, της 5ης Ιανουαρίου 2001, σ. 13, στο εξής: «απόφαση 231/00» και «απόφαση 232/00»), επιβάλλουν, για την ηλεκτρική ενέργεια στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2000 και η οποία παράγεται και εισάγεται στο δίκτυο από εγκαταστάσεις οι οποίες, στις 19 Φεβρουαρίου 1997, ήταν στην κυριότητα ή στη διάθεση των επιχειρήσεων παραγωγής-διανομής, προσαύξηση του τέλους για τη χρησιμοποίηση του δικτύου, καλύπτουσα τις δυναμικές υπηρεσίες, σε αντιστάθμιση της υπεραξίας υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο b, της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2000.

    14     Το προϊόν της προσαυξήσεως του τέλους η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 2 των αποφάσεων 231/00 και 232/00 (στο εξής: προσαύξηση του τέλους) καταβάλλεται, σύμφωνα με τα άρθρα 3, παράγραφος 1, των εν λόγω αποφάσεων, στο Cassa conguaglio per il settore elettrico (Ταμείο κατανομής των τελών για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: Cassa conguaglio) από τον διαχειριστή του δικτύου. Τα άρθρα 3, παράγραφος 2, των εν λόγω αποφάσεων προβλέπουν ότι οι καταβολές αυτές τροφοδοτούν τον Conto per la gestione della compensazione della maggiore valorizzazione dell’energia elettrica nella transizione (λογαριασμό αντισταθμίσεως της υπεραξίας της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη μεταβατική περίοδο). Σύμφωνα με τα άρθρα 3, παράγραφος 3, των ίδιων αυτών αποφάσεων, το τυχόν πλεόνασμα αυτού του τελευταίου λογαριασμού μεταφέρεται στον Conto per nuovi impianti da fonti rinnovabili e assimilate (λογαριασμό για νέες εγκαταστάσεις χρησιμοποιούσες ανανεώσιμες και εξομοιούμενες προς αυτές πηγές).

     Οι διαφορές των κύριων δικών

    15     Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι οι AEM και AEM Torino άσκησαν ενώπιον του Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia προσφυγές κατά των αποφάσεων 231/00 και 232/00 και των προπαρασκευαστικών, προαπαιτουμένων και συναφών πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της υπουργικής αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2000.

    16     Κατόπιν της απορρίψεως των προσφυγών αυτών, οι AEM και AEM Torino άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Consiglio di Stato με αίτημα την εξαφάνιση των εν λόγω απορριπτικών αποφάσεων.

    17     Στις αποφάσεις περί παραπομπής, το Consiglio di Stato αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι AEM και AEM Torino υποστηρίζουν ότι η προσαύξηση του τέλους εμπίπτει πλήρως στο καθεστώς των επιδοτήσεων για τη λειτουργία ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής που χρηματοδοτούνται μέσω εισφορών που επιβάλλονται επί των παραδόσεων τις οποίες πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις του τομέα, γεγονός που τις καθιστά κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ χορηγούμενες, εν προκειμένω, χωρίς να έχει εφαρμοστεί η διαδικασία την οποία προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ. Οι AEM και AEM Torino υποστηρίζουν, επίσης, ότι η διαφοροποίηση της τιμής για την πρόσβαση στο δίκτυο μεταφοράς, η οποία συνεπάγεται μεγαλύτερη επιβάρυνση για ορισμένες επιχειρήσεις, συνιστά παραβίαση μιας των θεμελιωδών αρχών της οδηγίας 96/92, όσον αφορά την ίση και άνευ διακρίσεων πρόσβαση όλων στο εν λόγω δίκτυο.

     Τα προδικαστικά ερωτήματα

    18     Κατά το Consiglio di Stato, από την ανάλυση του συνόλου των επιδίκων διατάξεων προκύπτει ότι η προσαύξηση του τέλους υπαγορεύεται από την ανάγκη αντισταθμίσεως των αδικαιολογήτων πλεονεκτημάτων και του μη ισόρροπου ανταγωνισμού που εμφανίστηκαν κατά την πρώτη περίοδο, από το 2000 έως το 2006, της ελευθερώσεως της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 96/92 στην εσωτερική έννομη τάξη.

    19     Συναφώς, παρατηρεί ότι, στην πραγματικότητα, πριν από την ελευθέρωση, οι επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας παραγομένης από υδροηλεκτρικές και γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις εφάρμοζαν τιμολόγιο ένα από τα στοιχεία του οποίου, το στοιχείο Β, αφορούσε το κόστος του καυσίμου. Ωστόσο, το αντιστοιχούν στο στοιχείο αυτό μέρος της τιμής καταβαλλόταν από τις επιχειρήσεις στο Cassa conguaglio το οποίο, με τη σειρά του, το κατέβαλλε στις θερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις οι οποίες ήταν οι μόνες που επιβαρύνονταν με κόστος καυσίμου.

    20     Η σημειωθείσα αλλαγή συνεπάγεται διπλό πλεονέκτημα για τις εν λόγω επιχειρήσεις. Αφενός, κατόπιν της εξαλείψεως του στοιχείου Β του τιμολογίου για την αγορά των δεσμευμένων πελατών, το οποίο στο παρελθόν προοριζόταν για το Cassa conguaglio, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να εισπράττουν μια τιμή καθοριζόμενη ενιαίως σε όλη την επικράτεια για τη δεσμευμένη αγορά, η οποία ακόμα υπάγεται σε σύστημα καθορισμού των τιμών, βάσει παραμέτρων που εξακολουθούν να λαμβάνουν υπόψη ένα κόστος καυσίμου, καίτοι οι επιχειρήσεις αυτές δεν επιβαρύνονται με το κόστος αυτό. Αφετέρου, το πλεονέκτημα αυτό ισχύει και στην ελεύθερη αγορά για τους επιλέξιμους πελάτες, υπό την έννοια ότι οι χονδρικές τιμές πωλήσεως εντός της δεσμευμένης αγοράς αποτελούν στοιχείο αναφοράς για τις διμερείς συμβάσεις στην ελεύθερη αγορά. Τα δύο αυτά πλεονεκτήματα οφείλονται αποκλειστικά στην αλλαγή του νομικού πλαισίου κατόπιν της ελευθερώσεως του τομέα και όχι σε μεταβολή των παραμέτρων αποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητας.

    21     Το Consiglio di Stato διευκρινίζει ότι, σε ενημερωτική ανακοίνωση της 4ης Αυγούστου 1999 σχετική με τη ρύθμιση των τελών (στο εξής: ενημερωτική ανακοίνωση), η AEEG ανέφερε ότι η υπεραξία αυτή της υδροηλεκτρικής και γεωθερμικής παραγωγής, αν παρέμενε στη διάθεση των επιχειρήσεων παραγωγής-διανομής, θα δημιουργούσε κέρδη για τις επιχειρήσεις αυτές και θα συνεπαγόταν, ως άμεση συνέπεια της διαδικασίας ελευθερώσεως, επιβάρυνση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθόσον θα επέβαλλε στον καταναλωτή υψηλότερα επίπεδα τελών μη δικαιολογούμενα από υψηλότερο κόστος.

    22     Στην ενημερωτική ανακοίνωση διευκρινίζεται ακόμα ότι, «[σ]την περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από υδροηλεκτρικές και γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις, η συνέπεια αυτή μπορεί να αποφευχθεί με την επιβολή στην εν λόγω ενέργεια προσαυξήσεων των τελών για την πρόσβαση στα δίκτυα μεταφοράς και τη χρησιμοποίησή τους, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 10, του νομοθετικού διατάγματος 79/99, μέχρις ότου λήξουν οι νυν ισχύουσες άδειες εκμεταλλεύσεως για την παροχέτευση των υδάτων προς εξυπηρέτηση υδροηλεκτρικών σκοπών και για τη χρησιμοποίηση των γεωθερμικών πόρων προς εξυπηρέτηση θερμοηλεκτρικών σκοπών. Το προϊόν των προσαυξήσεων αυτών θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς αντιστάθμιση των χαμένων επενδύσεων που θα υπάρξουν χωρίς να μπορούν άλλως να αναγνωριστούν, ή για τη χρηματοδότηση των γενικών δαπανών που αφορούν το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως αυτών που αφορούν την προώθηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».

    23     Το παράρτημα 2 της ενημερωτικής ανακοινώσεως διευκρινίζει καταρχάς ότι η ρύθμιση των τελών που βασίζεται στο σύστημα που ίσχυε πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 96/92 στο εσωτερικό δίκαιο προέβλεπε τη χορήγηση εισφορών, καταβαλλομένων από το Cassa conguaglio, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αναλόγως του είδους της εγκαταστάσεως και της κατηγορίας του παραγωγού.

    24     Στο εν λόγω παράρτημα, διαπιστώνεται ότι η διαφοροποίηση αυτή στο πλαίσιο της συμβολής στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν συμβιβάζεται με μια φιλελεύθερη ρύθμιση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι αναπόφευκτη η διαμόρφωση, για κάθε περίοδο, μιας ενιαίας χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας την οποία όλοι οι παραγωγοί θα καθορίζουν και θα εφαρμόζουν, ανεξαρτήτως του είδους της εγκαταστάσεως που χρησιμοποιούν.

    25     Τέλος, στο παράρτημα αυτό διευκρινίζεται ότι τα έσοδα που προκύπτουν από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικές και γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις αποτελούν συνάρτηση της διαθεσιμότητας σπάνιων πηγών ενέργειας, ήτοι του νερού και των γεωθερμικών πόρων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες, στο νυν ισχύον σύστημα, δεν αξιοποιούνται δεόντως.

    26     Το Consiglio di Stato υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια που διανέμεται στην ελεύθερη αγορά, η προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς και τη χρησιμοποίησή του θεσπίστηκε από το 2000, με την απόφαση 231/00, ενώ, για την ηλεκτρική ενέργεια που διανέμεται στη δεσμευμένη αγορά, θεσπίστηκε μόλις από το 2001, με την απόφαση 232/00. Αυτό εξηγείται από το ότι, για την τελευταία αυτή αγορά, το στοιχείο Β του τιμολογίου και οι εισφορές για το αντίστοιχο κόστος καυσίμου καταργήθηκαν από το 2001 και μετά.

    27     Το Consiglio di Stato διευκρινίζει ακόμα ότι η αναζήτηση αυτής της υπεραξίας θα πραγματοποιηθεί βάσει φθίνουσας κλίμακας έως το τέλος του 2006, ούτως ώστε να μπορέσει η αγορά να λειτουργήσει υπό συνθήκες ισόρροπου ανταγωνισμού.

    28     Αναφέρει, εξάλλου, ότι έλαβε υπόψη του το ότι η προσαύξηση του τέλους δεν στηρίζεται στο άρθρο 24 της οδηγίας 96/92.

    29     Βάσει αυτών των σκέψεων, το Consiglio di Stato κρίνει αναγκαίο να εξετάσει, κατά πρώτον, κατά πόσον ένα σύστημα όπως το επίδικο στις κύριες δίκες ενέχει κρατική ενίσχυση υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 87 ΕΚ επ.

    30     Συναφώς, το Consiglio di Stato παρατηρεί ότι το προϊόν της προσαυξήσεως του τέλους δεν προορίζεται για συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κατηγορίες επιχειρήσεων που δρουν στην αγορά σύμφωνα με μια λογική σταυροειδών επιδοτήσεων, αλλ’ αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των γενικών εξόδων του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των χρηστών. Πρόκειται, συνεπώς, για γενικό μέτρο οικονομικής πολιτικής, σκοπός του οποίου δεν είναι η παροχή πλεονεκτήματος σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής, αλλά, αντιθέτως, η εξυπηρέτηση γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, κατά το Consiglio di Stato, αντίθετα προς τα συναγόμενα από ορισμένα στοιχεία των προπαρασκευαστικών εργασιών, οι επίδικες διατάξεις δεν αποσκοπούν στην αναδιανομή εσόδων προς όφελος συγκεκριμένης κατηγορίας επιχειρήσεων με στόχο την κάλυψη χαμένων επενδύσεων. Εξ άλλου, οι αποφάσεις 231/00 και 232/00 προβλέπουν μόνον ως απλό ενδεχόμενο τη μεταφορά των τυχόν πλεονασμάτων του λογαριασμού για την αντιστάθμιση της υπεραξίας της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη μεταβατική περίοδο στον λογαριασμό για τις νέες εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες και εξομοιούμενες προς αυτές πηγές ενέργειας. Σε τελική ανάλυση, ως κρατικές ενισχύσεις μπορούν να χαρακτηριστούν όχι οι επίδικες διατάξεις της υπουργικής αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2000, που προβλέπει τη συγκέντρωση των εν λόγω ποσών σε λογαριασμό που προορίζεται να συμβάλει στην κάλυψη των γενικών εξόδων του συστήματος, αλλά, ενδεχομένως, η αυτοτελής και μεταγενέστερη χρησιμοποίηση των εν λόγω ποσών, που αποτελούν πλέον κρατικούς πόρους, υπέρ συγκεκριμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

    31     Δεύτερον, το Consiglio di Stato θεωρεί αναγκαίο να εξετάσει το συμβατό ενός τέτοιου καθεστώτος με τις αρχές και τις διατάξεις της οδηγίας 96/92, ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής, και με την εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της, όσον αφορά την εξασφάλιση σε όλους της άνευ διακρίσεων προσβάσεως στο δίκτυο, καθώς και με τις διατάξεις του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων κατανομής μεταξύ των εγκαταστάσεων παραγωγής.

    32     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Consiglio di Stato αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα, πανομοιότυπα στις δύο υποθέσεις C-128/03 και C-129/03:

    «1)      Μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια των άρθρων 87 [ΕΚ] επ. της Συνθήκης το διοικητικό μέτρο που επιβάλλει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας σχετικά με τον τρόπο επιβολής και τους αναφερόμενους σκοπούς, σε ορισμένες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την καταβολή προσαυξημένου τέλους για την πρόσβαση στο δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του, με σκοπό τη χρηματοδότηση των γενικών εξόδων του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας;

    2)      Έχουν οι γενικές αρχές που καθιερώνει η οδηγία 96/92, σχετικά με την ελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων 7 και 8 που διέπουν τη διαχείριση του δικτύου μεταφοράς της ενέργειας, την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να θεσπίζει μέτρα μεταβατικής ισχύος με τα οποία επιβάλλεται σε ορισμένες επιχειρήσεις η καταβολή προσαυξημένου τέλους με σκοπό την αντιστάθμιση της υπεραξίας της υδροηλεκτρικής και γεωθερμοηλεκτρικής ενέργειας που προκύπτει, όπως εκτίθεται στο σκεπτικό, από την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου καθώς και τη χρηματοδότηση των γενικών δαπανών του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας;»

    33     Με διάταξη της 6ης Μαΐου 1993, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C-128/03 και C-129/03.

     Επί της ουσίας

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    34     Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, με το οποίο ένα κράτος μέλος επιβάλλει σε ορισμένους μόνο χρήστες του εθνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο δίκτυο αυτό και τη χρησιμοποίησή του, αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

     Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

    35     Οι AEM και AEM Torino υπενθυμίζουν ότι η υπουργική απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2000 και οι αποφάσεις 231/00 και 232/00, καθώς και η απόφαση 228/01 της AEEG, της 18ης Οκτωβρίου 2001, περί εγκρίσεως κωδικοποιημένου κειμένου των διατάξεων της AEEG για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, μετρήσεως και πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας (τακτικό συμπλήρωμα της Gazetta ufficiale della Repubblica italiana, αριθ. 277 της 22ας Δεκεμβρίου 2001, σ. 5), επιβάλλουν σε ορισμένους παραγωγούς-διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις την υποχρέωση καταβολής προσαυξημένου τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς, με σκοπό την αντιστάθμιση των γενικών δαπανών του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και του κόστους παραγωγής των σταθμών που έχουν ενταχθεί στο σύστημα εισφορών υπέρ των νέων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι AEM και AEM Torino υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις αυτές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων τα οποία προβλέπονται από την υπουργική απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2000, για τη χρηματοδότηση των γενικών εξόδων του ιταλικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας (αποτυχημένες επενδύσεις), και από το άρθρο 22, παράγραφος 3, του νόμου 9/91, της 9ης Ιανουαρίου 1991, περί των κανόνων εκτελέσεως του νέου εθνικού σχεδίου ηλεκτρικής ενέργειας: θεσμικά θέματα, υδροηλεκτρικοί σταθμοί και ηλεκτρικές γραμμές, υδρογονάνθρακες και γεωθερμική, αυτοπαραγωγή και φορολογικές διατάξεις (τακτικό συμπλήρωμα της Gazetta ufficiale della Repubblica italiana, αριθ. 13 της 16ης Ιανουαρίου 1991, σ. 3), για την παροχή κινήτρων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες ή εξομοιούμενες προς αυτές πηγές.

    36     Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ένα διοικητικό μέτρο το οποίο, στο πλαίσιο μειώσεως του κόστους παραγωγής, επιβάλλει σε ορισμένες επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής υδροηλεκτρικής και γεωθερμοηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες χρησιμοποιούν το εθνικό δίκτυο μεταφοράς προσωρινή και φθίνουσα προσαύξηση του τέλους προσβάσεως στο δίκτυο και χρησιμοποιήσεώς του, με σκοπό τη χρηματοδότηση των γενικών εξόδων του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.

    37     Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποστηρίζει ότι ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, το οποίο, σύμφωνα με συγκεκριμένους όρους και για συγκεκριμένους λόγους, προβλέπει, για ορισμένες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τις γραμμές του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του, προοριζόμενη για τη χρηματοδότηση των γενικών εξόδων του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια των άρθρων 87 ΕΚ επ.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    38     Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τις κρατικές ενισχύσεις που ρυθμίζονται κανονιστικώς από τη Συνθήκη ΕΚ ως τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά τη διάταξη αυτή είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 541, σκέψη 39· της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψη 19, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C-276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. Ι-8091, σκέψη 24).

    39     Ωστόσο, η έννοια της ενισχύσεως δεν αφορά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων σχετικά με επιβαρύνσεις, όταν αυτή η διαφοροποίηση προκύπτει από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των σχετικών επιβαρύνσεων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-8031, σκέψη 42, και της 29ης Απριλίου 2004, C-159/01, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. Ι-4461, σκέψη 42).

    40     Στις υποθέσεις των κύριων δικών, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του, η οποία επιβλήθηκε μόνο στις επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προερχομένης από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις, αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του πλεονεκτήματος που δημιουργήθηκε, για τις επιχειρήσεις αυτές, από την ελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 96/92 στο εσωτερικό δίκαιο. Πράγματι, το μεταβατικό καθεστώς της πρώτης περιόδου της εν λόγω ελευθερώσεως επιτρέπει στις εν λόγω επιχειρήσεις να εισπράττουν, αφενός, στη δεσμευμένη αγορά, μια τιμή καθοριζόμενη βάσει παραμέτρων οι οποίες λαμβάνουν υπόψη ένα κόστος καυσίμου με το οποίο δεν επιβαρύνονται οι ίδιες και το οποίο δεν αντισταθμίζεται πλέον από κάποιο στοιχείο του τιμολογίου που αποδίδουν οι επιχειρήσεις αυτές στο Cassa conguaglio και, αφετέρου, στην ελεύθερη αγορά, μια τιμή για την οποία η χονδρική τιμή πωλήσεως στη δεσμευμένη αγορά αποτελεί στοιχείο αναφοράς, ενώ, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από το παράρτημα 2 της ενημερωτικής ανακοινώσεως, στο πλαίσιο των αδειών εκμεταλλεύσεως για την εκτροπή των υδάτων προς εξυπηρέτηση υδροηλεκτρικών σκοπών και για τη χρησιμοποίηση των γεωθερμικών πόρων προς εξυπηρέτηση θερμοηλεκτρικών σκοπών, οι πόροι αυτοί δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί δεόντως.

    41     Όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, το πλεονέκτημα αυτό δεν οφείλεται σε μεταβολή των παραμέτρων αποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητας, αλλά στην αλλαγή του νομικού πλαισίου κατόπιν της ελευθερώσεως του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

    42     Εξάλλου, από την ενημερωτική ανακοίνωση προκύπτει ότι στην ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν οι επιχειρήσεις αυτές θα εφαρμόζεται προσαύξηση του τέλους μόνο μέχρις ότου λήξουν οι νυν ισχύουσες άδειες εκμεταλλεύσεως για την παροχέτευση των υδάτων προς εξυπηρέτηση υδροηλεκτρικών σκοπών και για τη χρησιμοποίηση των γεωθερμικών πόρων προς εξυπηρέτηση θερμοηλεκτρικών σκοπών. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι η προσαύξηση του τέλους έχει καθοριστεί βάσει φθίνουσας κλίμακας έως το τέλος του 2006.

    43     Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, το οποίο επιβάλλει, επί μία μεταβατική περίοδο, προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του μόνο στις επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προερχομένης από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις και αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του πλεονεκτήματος που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την ελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 96/92 στο εσωτερικό δίκαιο, αποτελεί διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ως προς τις επιβαρύνσεις προκύπτουσα από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των σχετικών επιβαρύνσεων. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διαφοροποίηση δεν συνιστά, αυτή καθαυτήν, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

    44     Ωστόσο, οι AEM και AEM Torino υποστήριξαν ότι η προσαύξηση του τέλους αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων τα οποία προβλέπονται από την υπουργική απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2000 για τη χρηματοδότηση των γενικών εξόδων του ιταλικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας (αποτυχημένες επενδύσεις) και από το άρθρο 22, παράγραφος 3, του νόμου 9/91 για την παροχή κινήτρων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες ή εξομοιούμενες προς αυτές πηγές.

    45     Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μιας ενισχύσεως μπορεί να καταστήσει ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά το σύνολο του καθεστώτος ενισχύσεων. Επομένως, η εξέταση μιας ενισχύσεως δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα αποτελέσματα του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της. Όλως αντιθέτως, όταν η Επιτροπή εξετάζει ένα μέτρο ενισχύσεως, οφείλει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη και τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως στην περίπτωση που αυτός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου (βλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, C-261/01 και C-262/01, Van Calster κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑12249, σκέψη 49).

    46     Πάντως, για να μπορεί να θεωρηθεί μια οιονεί φορολογική επιβάρυνση ως αποτελούσα αναπόσπαστο μέρος ενός μέτρου ενισχύσεως, πρέπει οπωσδήποτε να υφίσταται αδήριτη σχέση μεταξύ της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως πρέπει να προορίζεται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως. Μόνον αν υφίσταται τέτοια σχέση, το προϊόν της οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως επηρεάζει άμεσα το μέγεθος της ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση περί του αν συμβιβάζεται η ενίσχυση αυτή με την κοινή αγορά (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-174/02, Streekgewest, Συλλογή 2005, σ. Ι-85, σκέψη 26, και C-175/02, Pape, Συλλογή 2005, σ. Ι-127, σκέψη 15).

    47     Επομένως, αν, σε μια κατάσταση όπως η επίδικη στις κύριες δίκες, υφίσταται αδήριτη σχέση μεταξύ, αφενός, της προσαυξήσεως του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τη χρησιμοποίησή του και, αφετέρου, ενός εθνικού καθεστώτος ενισχύσεων, υπό την έννοια ότι το προϊόν της προσαυξήσεως προορίζεται οπωσδήποτε για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως αυτής, η εν λόγω προσαύξηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος αυτού και πρέπει, συνεπώς, να εξετάζεται μαζί με το καθεστώς αυτό.

    48     Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η δικογραφία δεν περιέχει επαρκώς ακριβή πληροφοριακά στοιχεία ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

    49     Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή ανέφερε ότι, στις 25 Ιουλίου 2000, οι ιταλικές αρχές τής κοινοποίησαν την υπουργική απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2000 ως μέτρα ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και ότι η εν λόγω απόφαση αναφέρεται στην αντιστάθμιση της υπεραξίας και, συνεπώς, εμμέσως στην προσαύξηση του τέλους. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι η διαδικασία εξετάσεως της υπουργικής αυτής αποφάσεως δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

    50     Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, το οποίο επιβάλλει, επί μία μεταβατική περίοδο, προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του μόνον στις επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προερχομένης από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις και αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του πλεονεκτήματος που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την ελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 96/92 στο εσωτερικό δίκαιο, αποτελεί διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ως προς τις επιβαρύνσεις προκύπτουσα από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των σχετικών επιβαρύνσεων. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διαφοροποίηση δεν συνιστά, αυτή καθαυτήν, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

    51     Ωστόσο, η εξέταση μιας ενισχύσεως δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα αποτελέσματα του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της. Αν, σε μια κατάσταση όπως η επίδικη στις κύριες δίκες, υφίσταται αδήριτη σχέση μεταξύ, αφενός, της προσαυξήσεως του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τη χρησιμοποίησή του και, αφετέρου, ενός εθνικού καθεστώτος ενισχύσεων, υπό την έννοια ότι το προϊόν της προσαυξήσεως προορίζεται οπωσδήποτε για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως αυτής, η εν λόγω προσαύξηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος αυτού και πρέπει, συνεπώς, να εξετάζεται μαζί με το καθεστώς αυτό.

     Επί του δευτέρου ερωτήματος

    52     Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν τα άρθρα 7, παράγραφος 5, και 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/92, στο μέτρο που απαγορεύουν κάθε διάκριση μεταξύ χρηστών του εθνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, απαγορεύουν σε κράτος μέλος να υιοθετήσει, επί μία μεταβατική περίοδο, ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, το οποίο επιβάλλει σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εν λόγω δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του.

     Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

    53     Οι AEM και AEM Torino υποστηρίζουν ότι μια προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του, η οποία επιβάλλεται, έστω και μεταβατικώς, σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του ότι η περίοδος ισχύος της προσαυξήσεως συμπίπτει με τη φάση εγκαθιδρύσεως του ανταγωνισμού στην ιταλική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μετά την ελευθέρωσή της, αντίκειται στη θεμελιώδη αρχή της προσβάσεως στο δίκτυο βάσει αντικειμενικών, διαφανών και άνευ διακρίσεων εφαρμοζομένων κριτηρίων, την οποία προβλέπει η οδηγία 96/92.

    54     Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εκ μέρους κράτους μέλους επιβολή, σε ορισμένες επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής υδροηλεκτρικής και γεωθερμοηλεκτρικής ενέργειας, προσωρινής και φθίνουσας προσαυξήσεως του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του, με σκοπό την πρόληψη του πλεονεκτήματος που προκύπτει από την υπεραξία της παραγομένης από υδροηλεκτρικές και γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία οφείλεται στο νέο νομοθετικό πλαίσιο κατόπιν της ελευθερώσεως της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δεν είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές τις οποίες καθιερώνει η οδηγία 96/92.

    55     Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αρχές τις οποίες καθιερώνει η οδηγία 96/92 όσον αφορά την ελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως δε οι διατάξεις των άρθρων 7 και 8 που αφορούν την εκμετάλλευση του εθνικού δικτύου μεταφοράς, δεν απαγορεύουν σε κράτος μέλος να θεσπίσει μέτρο μεταβατικής ισχύος το οποίο να προβλέπει, για συγκεκριμένες επιχειρήσεις, προσαύξηση του τέλους αποσκοπούσα στην αντιστάθμιση της υπεραξίας της παραγομένης από υδροηλεκτρικές και γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις ηλεκτρικής ενέργειας που προκύπτει από την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου καθώς και στη χρηματοδότηση των γενικών εξόδων του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    56     Πρέπει, καταρχάς, να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας 96/92 αφορά τον διαχειριστή του εθνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το δε άρθρο 8, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας την προτεραιότητα κατά την κατανομή των φορτίων μεταξύ των εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως, αφενός, τα επίδικα στις κύριες δίκες μέτρα είναι μια υπουργική απόφαση καθώς και αποφάσεις δημόσιας αρχής και όχι αποφάσεις του διαχειριστή του δικτύου. Αφετέρου, οι εθνικές διατάξεις τις οποίες αφορούν οι προσφυγές των AEM και AEM Torino αφορούν τους όρους προσβάσεως στο δίκτυο και όχι την προτεραιότητα κατά την κατανομή των φορτίων μεταξύ των εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

    57     Ωστόσο, από το άρθρο 16 της οδηγίας 96/92 προκύπτει ότι, για την οργάνωση της προσβάσεως στο δίκτυο, τα κράτη μέλη μπορούν μεν να επιλέγουν μεταξύ του συστήματος της προσβάσεως στο δίκτυο κατόπιν διαπραγματεύσεων ή του συστήματος του μοναδικού αγοραστή, τα δύο αυτά συστήματα, όμως, πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με κριτήρια αντικειμενικά, διαφανή και μη συνεπαγόμενα διακρίσεις.

    58     Εν πάση περιπτώσει, οι διατάξεις αυτές, όπως και η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων της οποίας αποτελούν συγκεκριμένη έκφραση, απαγορεύουν να αντιμετωπίζονται, αφενός, παρεμφερείς καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο και, αφετέρου, διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο (βλ., όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-442/00, Rodríguez Caballero, Συλλογή 2002, σ. I-11915, σκέψη 32).

    59     Όμως, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 42 και 43 της παρούσας αποφάσεως, το επίδικο στις κύριες δίκες εθνικό μέτρο προβλέπει μόνο για τις επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προερχομένης από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις την προσαύξηση, επί μία μεταβατική περίοδο, του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του, προκειμένου να αντισταθμιστεί το πλεονέκτημα που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την αλλαγή του νομικού πλαισίου, λόγω της ελευθερώσεως της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, με τη μεταφορά της οδηγίας 96/92 στο εσωτερικό δίκαιο. Πάντως, καίτοι το μέτρο αυτό αντιμετωπίζει κατά τρόπο διαφορετικό μη παρεμφερείς καταστάσεις, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να βεβαιωθεί ότι η προσαύξηση του τέλους δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς αντιστάθμιση του εν λόγω πλεονεκτήματος μέτρο.

    60     Συνεπώς, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι ο κανόνας της άνευ διακρίσεων προσβάσεως στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τον οποίο καθιερώνει η οδηγία 96/92, δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να υιοθετήσει, επί μία μεταβατική περίοδο, ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, το οποίο επιβάλλει σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εν λόγω δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του, προκειμένου να αντισταθμιστεί το πλεονέκτημα που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την αλλαγή του νομικού πλαισίου, λόγω της ελευθερώσεως της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να βεβαιωθεί ότι η προσαύξηση του τέλους δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς αντιστάθμιση του εν λόγω πλεονεκτήματος μέτρο.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    61     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ανωτέρω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, το οποίο επιβάλλει, επί μία μεταβατική περίοδο, προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρησιμοποίησή του μόνον στις επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προερχομένης από υδροηλεκτρικές ή γεωθερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις και αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του πλεονεκτήματος που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την ελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, στο εσωτερικό δίκαιο, αποτελεί διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ως προς τις επιβαρύνσεις προκύπτουσα από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των σχετικών επιβαρύνσεων. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διαφοροποίηση δεν συνιστά, αυτή καθαυτήν, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87.

    Ωστόσο, η εξέταση μιας ενισχύσεως δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα αποτελέσματα του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της. Αν, σε μια κατάσταση όπως η επίδικη στις κύριες δίκες, υφίσταται αδήριτη σχέση μεταξύ, αφενός, της προσαυξήσεως του τέλους για την πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τη χρησιμοποίησή του και, αφετέρου, ενός εθνικού καθεστώτος ενισχύσεων, υπό την έννοια ότι το προϊόν της προσαυξήσεως προορίζεται οπωσδήποτε για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως αυτής, η εν λόγω προσαύξηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος αυτού και πρέπει, συνεπώς, να εξετάζεται μαζί με το καθεστώς αυτό.

    2)      Ο κανόνας της άνευ διακρίσεων προσβάσεως στο εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τον οποίο καθιερώνει η οδηγία 96/92, δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να υιοθετήσει, επί μία μεταβατική περίοδο, ένα μέτρο όπως το επίδικο στις κύριες δίκες, το οποίο επιβάλλει σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προσαύξηση του τέλους για την πρόσβαση στο εν λόγω δίκτυο και τη χρησιμοποίησή του, προκειμένου να αντισταθμιστεί το πλεονέκτημα που δημιουργήθηκε για τις επιχειρήσεις αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο, από την αλλαγή του νομικού πλαισίου, λόγω της ελευθερώσεως της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας κατόπιν της μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να βεβαιωθεί ότι η προσαύξηση του τέλους δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς αντιστάθμιση του εν λόγω πλεονεκτήματος μέτρο.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top