EUR-Lex L'accesso al diritto dell'Unione europea

Torna alla homepage di EUR-Lex

Questo documento è un estratto del sito web EUR-Lex.

Documento 62003CJ0040

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2005.
Rica Foods (Free Zone) NV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Καθεστώς συνδέσεως υπερποντίων χωρών και εδαφών - Εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων ζάχαρης και κακάου - Κανονισμός (ΕΚ) 2081/2000 - Μέτρα διασφαλίσεως - Άρθρο 109 της αποφάσεως YXE - Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής - Αρχή της αναλογικότητας - Αιτιολόγηση.
Υπόθεση C-40/03 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-06811

Identificatore ECLI: ECLI:EU:C:2005:455

Υπόθεση C-40/03 P

Rica Foods (Free Zone) NV

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως — Καθεστώς συνδέσεως υπερποντίων χωρών και εδαφών — Εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων ζάχαρης και κακάου — Κανονισμός (ΕΚ) 2081/2000 — Μέτρα διασφαλίσεως — Άρθρο 109 της αποφάσεως YXE — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Αρχή της αναλογικότητας — Αιτιολόγηση»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 17ης Φεβρουαρίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών — Μέτρα διασφαλίσεως — Προϋποθέσεις λήψεως — Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Απόφαση 91/482 του Συμβουλίου, άρθρο 109)

2.     Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών — Μέτρα διασφαλίσεως σχετικά με τις εισαγωγές από υπερπόντιες χώρες και εδάφη προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ — Αρχή της αναλογικότητας — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Απόφαση 91/482 του Συμβουλίου, άρθρο 109 § 2)

3.     Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών — Μέτρα διασφαλίσεως σχετικά με τις εισαγωγές από υπερπόντιες χώρες και εδάφη — Μέτρα διασφαλίσεως που δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το προτιμησιακό καθεστώς των προϊόντων καταγωγής των χωρών αυτών — Τα μέτρα αυτά έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και είναι προσωρινά

(Απόφαση 91/482 του Συμβουλίου, άρθρο 109 § 1)

1.     Τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την εφαρμογή του άρθρου 109 της αποφάσεως 91/482, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών, που τους παρέχει την εξουσία να λαμβάνουν ή να επιτρέπουν μέτρα διασφαλίσεως όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η άσκηση της ευχέρειας αυτής πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή, ακόμη, του αν τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν προφανώς τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Ο περιορισμός του ελέγχου του κοινοτικού δικαστή επιβάλλεται ιδιαιτέρως όταν τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να συμβιβάσουν διιστάμενα συμφέροντα και, συνεπώς, να προβούν, κατά τη λήψη των πολιτικής φύσεως αποφάσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους, σε επιλογή μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών λύσεων.

Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή συνιστά εξαίρεση, πράγμα το οποίο απορρέει από την ίδια τη φύση της, ουδόλως μειώνει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όταν, στο πλαίσιο των πολιτικών ευθυνών που έχει, καλείται να προβεί σε δυσχερείς συμβιβασμούς διισταμένων συμφερόντων.

(βλ. σκέψεις 53-55, 57)

2.     Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, την οποία θέτει το άρθρο 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως 91/482, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στον τομέα των μέτρων διασφαλίσεως που προβλέπει το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής, η νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου μπορεί να θιγεί μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το αρμόδιο κοινοτικό όργανο.

(βλ. σκέψη 84)

3.     Το άρθρο 109 της αποφάσεως 91/482, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών (ΥΧΕ), προβλέπει ειδικά τη δυνατότητα της Επιτροπής να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που αυτό παραθέτει. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε ένα τέτοιο μέτρο έναντι ορισμένων προϊόντων καταγωγής YXE δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το προτιμησιακό καθεστώς που έχουν, δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, τα προϊόντα καταγωγής των χωρών αυτών, δεδομένου ότι ένα μέτρο διασφαλίσεως είναι εκ της φύσεώς του εξαιρετικού χαρακτήρα και προσωρινό.

(βλ. σκέψη 92)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2005(*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Καθεστώς συνδέσεως υπερποντίων χωρών και εδαφών – Εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων ζάχαρης και κακάου – Κανονισμός (ΕΚ) 2081/2000 – Μέτρα διασφαλίσεως – Άρθρο 109 της αποφάσεως YXE – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Αρχή της αναλογικότητας – Αιτιολόγηση»

Στην υπόθεση C-40/03 P,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2003,

Rica Foods (Free Zone) NV, με έδρα το Oranjestad (Αρούμπα), εκπροσωπούμενη από τον G. van der Wal, advocaat,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι ήταν:

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον T. van Rijn, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την H. Sevenster, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την N. Díaz Abad και τον D. Miguel Muñez Pérez, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, R. Schintgen (εισηγητή), Γ. Αρέστη και J. Klučka, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2004,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Φεβρουαρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την αίτηση αναιρέσεως η εταιρία Rica Foods (Free Zone) NV (στο εξής: Rica Foods) ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Νοεμβρίου 2002, T-332/00 και T-350/00, Rica Foods και Free Trade Foods κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-4755, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία αυτό απέρριψε την προσφυγή της περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2081/2000 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές, από τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (ΕΕ L 246, σ. 64, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα της ζάχαρης

2       Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2038/1999, της 13ης Σεπτεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 252, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προέβη σε κωδικοποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1785/81, της 30ής Ιουνίου 1981, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 177, σ. 4), επανειλημμένα τροποποιηθέντος. Η εν λόγω οργάνωση έχει ως σκοπό τη ρύθμιση της αγοράς κοινοτικής ζάχαρης προς αύξηση της απασχολήσεως και προς βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κοινοτικών παραγωγών ζάχαρης.

3       Η πραγματοποιούμενη μέσω εγγυημένων τιμών στήριξη της κοινοτικής παραγωγής περιορίζεται στις εθνικές ποσοστώσεις παραγωγής (ποσοστώσεις Α και Β) που χορηγούνται από το Συμβούλιο, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 2038/1999, σε κάθε κράτος μέλος, το οποίο τις κατανέμει στη συνέχεια μεταξύ των παραγωγών του. Η ζάχαρη της ποσοστώσεως B (καλούμενη ζάχαρη B) υπόκειται, σε σχέση με εκείνη της ποσοστώσεως A (καλούμενη ζάχαρη A), σε υψηλότερη εισφορά στην παραγωγή. Η ζάχαρη που παράγεται επιπλέον των ποσοστώσεων Α και Β καλείται «ζάχαρη Γ» και δεν μπορεί να πωλείται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εκτός αν περιληφθεί στις ποσοστώσεις Α και Β της επομένης περιόδου.

4       Με εξαίρεση τις εξαγωγές ζάχαρης Γ, στις εξαγωγές εκτός της Κοινότητας καταβάλλονται, δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού 2038/1999, επιστροφές κατά την εξαγωγή αντισταθμίζουσες τη διαφορά μεταξύ της τιμής στην κοινοτική αγορά και της τιμής στη διεθνή αγορά.

5       Η ποσότητα ζάχαρης στην οποία μπορεί να χορηγηθεί επιστροφή κατά την εξαγωγή και το συνολικό ετήσιο ποσό των επιστροφών διέπονται από τις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: συμφωνίες ΠΟΕ), στις οποίες μετέχει η Κοινότητα, που έγιναν δεκτές με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 1). Το αργότερο από την περίοδο εμπορίας 2000/2001 η εξαγόμενη με καταβολή επιστροφών ποσότητα ζάχαρης και το συνολικό ποσό των επιστροφών θα περιορίζονταν σε 1 273 500 τόνους και σε 499,1 εκατομμύρια ευρώ, πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει μείωση, αντιστοίχως, 20 και 36 % σε σχέση με τα στοιχεία της περιόδου εμπορίας 1994/1995.

 Το καθεστώς συνδέσεως των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα

6       Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο σ΄, ΕΚ, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει τη σύνδεση με τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη (YXE), «με σκοπό την αύξηση των συναλλαγών και την προώθηση με κοινή προσπάθεια της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης».

7       Οι Ολλανδικές Αντίλλες και η Αρούμπα αποτελούν μέρη των YXE.

8       Η σύνδεση των προαναφερόμενων εδαφών με την Κοινότητα διέπεται από το τέταρτο μέρος της Συνθήκης ΕΚ.

9       Βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 187 ΕΚ), εκδόθηκαν διάφορες αποφάσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η απόφαση 91/482/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΕ L 263, σ. 1), η οποία έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 240, παράγραφος 1, αυτής για περίοδο δέκα ετών από την 1η Μαρτίου 1990.

10     Διάφορες διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως τροποποιήθηκαν με την απόφαση 97/803/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1997, για την ενδιάμεση αναθεώρηση της απόφασης 91/482 (ΕΕ L 329, σ. 50). Η απόφαση 91/482, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 97/803 (στο εξής: απόφαση YXE»), παρατάθηκε μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2001 με την απόφαση 2000/169/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2000 (ΕΕ L 55, σ. 67).

11     Το άρθρο 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE ορίζει:

«Τα προϊόντα καταγωγής των ΥΧΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών και φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος.»

12     Το άρθρο 102 της ίδιας αποφάσεως προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη [του άρθρου 108β], η Κοινότητα δεν επιβάλλει στις εισαγωγές των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ ούτε ποσοτικούς περιορισμούς, ούτε μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος.»

13     Το άρθρο 108, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της ως άνω αποφάσεως παραπέμπει στο παράρτημα ΙΙ αυτής για τον ορισμό της εννοίας των προϊόντων καταγωγής και των σχετικών μεθόδων διοικητικής συνεργασίας. Δυνάμει του άρθρου 1 του παραρτήματος αυτού, ένα προϊόν θεωρείται ότι είναι καταγωγής YXE, της Κοινότητας ή των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (στο εξής: κράτη ΑΚΕ) αν έχει εξ ολοκλήρου παραχθεί εκεί ή αν έχει υποστεί εκεί επαρκή μεταποίηση.

14     Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του ως άνω παραρτήματος ΙΙ περιλαμβάνει κατάλογο των εργασιών επεξεργασίας ή μεταποιήσεως που θεωρούνται ανεπαρκείς για να προσδώσουν τον χαρακτήρα καταγωγής σε προϊόν προερχόμενο, μεταξύ άλλων, από τις YXE.

15     Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του παραρτήματος αυτού θεσπίζει ωστόσο κανόνες λεγόμενους «σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/YXE και ΑΚΕ/YXE». Τούτο ορίζει τα εξής:

«Όταν προϊόντα εξ ολοκλήρου παραγόμενα στην Κοινότητα ή στα κράτη ΑΚΕ υφίστανται κατεργασίες ή μεταποιήσεις στις ΥΧΕ, θεωρούνται ότι έχουν εξ ολοκλήρου παραχθεί στις ΥΧΕ.»

16     Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, του εν λόγω παραρτήματος, οι κανόνες σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/YXE και ΑΚΕ/YXE εφαρμόζονται σε «όλες τις κατεργασίες ή μεταποιήσεις που πραγματοποιούνται στις ΥΧΕ, συμπεριλαμβανομένων και των εργασιών που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 3».

17     Η απόφαση 97/803 προσέθεσε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση YXE ένα άρθρο 108β, η παράγραφος 1 του οποίου ορίζει ότι «η σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ, που αναφέρεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙΙ γίνεται δεκτή για ετήσια ποσότητα 3 000 τόνων ζάχαρης». Η απόφαση 97/803 ωστόσο δεν περιόρισε την εφαρμογή του κανόνα σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/YXE.

18     Το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE παρέχει την εξουσία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να λαμβάνει «τα αναγκαία μέτρα διασφαλίσεως» αν «η εφαρμογή της […] απόφασης [αυτής] προκαλεί σοβαρές διαταραχές σε τομέα οικονομικής δραστηριότητας της Κοινότητας ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών ή θέτει σε κίνδυνο την εξωτερική οικονομική τους σταθερότητα, ή αν δημιουργούνται δυσκολίες, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν επιδείνωση τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας ή περιφέρειας αυτής […]». Δυνάμει του άρθρου 109, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή πρέπει να επιλέγει «τα μέτρα που δημιουργούν τις ελάχιστες διαταραχές στη λειτουργία της σύνδεσης και της Κοινότητας». Επιπλέον, «τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απολύτως αναγκαία όρια για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκύπτουν».

 Τα μέτρα διασφαλίσεως που ελήφθησαν έναντι των εισαγωγών ζάχαρης και μιγμάτων ζάχαρης και κακάου με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE

19     Βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως YXE, εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 2423/1999 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 1999, για την καθιέρωση μέτρων διασφαλίσεως όσον αφορά τη ζάχαρη του κωδικού ΣΟ 1701 και τα μίγματα ζάχαρης και κακάου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1806 10 30 και 1806 10 90 καταγωγής των υπερποντίων χωρών και εδαφών (ΕΕ L 294, σ. 11).

20     Με τον κανονισμό αυτό, που ίσχυε μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή υπέβαλε τις εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE σε σύστημα κατώτατων τιμών και υπέβαλε τις εισαγωγές μιγμάτων ζάχαρης και κακάου (στο εξής: «μίγματα») καταγωγής YXE στη διαδικασία κοινοτικής επιτηρήσεως σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 308δ του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1).

21     Επίσης βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως YXE εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 465/2000 της Επιτροπής, της 29ης Φεβρουαρίου 2000, για την καθιέρωση μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές, από τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (ΕΕ L 56, σ. 3). Για την περίοδο από 1ης Μαρτίου 2000 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2000 ο κανονισμός αυτός περιόρισε τη σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ σε 3 340 τόνους ζάχαρης για τα προϊόντα των δασμολογικών κωδικών ΣΟ 1701, 1806 10 30 και 1806 10 90.

22     Στις 29 Σεπτεμβρίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό επίσης βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ.

23     Από την πρώτη, την τέταρτη, την πέμπτη και την έκτη αιτιολογική σκέψη του τελευταίου αυτού κανονισμού προκύπτουν τα ακόλουθα:

«(1) Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές ζάχαρης (κωδικός ΣΟ 1701) και μειγμάτων ζάχαρης και κακάου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1806 10 30 και 1806 10 90, προέλευσης των [ΥΧΕ], παρουσίασαν μεγάλη αύξηση από το έτος 1997 έως το 1999, ιδίως με σώρευση της καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ. Οι εν λόγω εισαγωγές εξελίχθηκαν από 0 τόνους το 1996 σε περισσότερους από 53 000 τόνους το 1999. Τα υπόψη προϊόντα κατά την εισαγωγή τους στην Κοινότητα τυγχάνουν απαλλαγής από τους εισαγωγικούς δασμούς και γίνονται δεκτά χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 της απόφασης ΥΧΕ.

[...].

(4)      Τα τελευταία έτη ανέκυψαν δυσχέρειες στην κοινοτική αγορά ζάχαρης. Η εν λόγω αγορά είναι πλεονασματική. Η κατανάλωση ζάχαρης είναι σταθερή σε επίπεδο περίπου 12,8 εκατομμυρίων τόνων ετησίως. Η παραγωγή εντός ποσοστώσεων ανέρχεται περίπου σε 14,3 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Τοιουτοτρόπως, κάθε εισαγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα εκτοπίζει ωθώντας στην εξαγωγή αντίστοιχη ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης, η οποία δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά της· για τη ζάχαρη αυτή πληρώνονται επιστροφές –µε όριο ορισμένες ποσοστώσεις– από τον κοινοτικό προϋπολογισμό (το ποσό ανέρχεται σήμερα σε 520 ευρώ ανά τόνο περίπου). Εντούτοις, οι εξαγωγές µε χορήγηση επιστροφής περιορίζονται όσον αφορά τον όγκο τους από τη συμφωνία για τη γεωργία που έχει συναφθεί στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης και μειώνονται από 1 555 600 τόνους για την περίοδο 1995/96 σε 1 273 500 τόνους κατά την περίοδο 2000/01.

(5)      Οι δυσχέρειες αυτές ενέχουν τον κίνδυνο ισχυρής [αποσταθεροποίησης] της ΚΟΑ (κοινής οργάνωσης αγοράς) ζάχαρης. Για την περίοδο εμπορίας 2000/01, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει τις ποσοστώσεις των κοινοτικών παραγωγών κατά περίπου 500 000 τόνους […]. Κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης και προϊόντων µε μεγάλο ποσοστό ζάχαρης προέλευσης ΥΧΕ θα συνεπάγεται μεγαλύτερη μείωση των ποσοστώσεων των κοινοτικών παραγωγών και επομένως μεγαλύτερη απώλεια της κατοχύρωσης του εισοδήματός των.

(6)      Κατά συνέπεια, εξακολουθούν να υπάρχουν δυσχέρειες που ενέχουν τον κίνδυνο επιδείνωσης ενός τομέα δραστηριότητας της Κοινότητας […]»

24     Κατά το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού:

«Για τα προϊόντα που υπάγονται στους [δασμολογικούς] κωδικούς ΣΟ 1701, 1806 10 30 και 1806 10 90, η σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ, που αναφέρεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙΙ της απόφασης [ΥΧΕ], γίνεται δεκτή για ποσότητα 4 848 τόνων ζάχαρης στη διάρκεια εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Για να τηρηθεί το ανωτέρω όριο, για τα άλλα προϊόντα πλην της ζάχαρης ως έχει λαμβάνεται υπόψη η περιεκτικότητα σε ζάχαρη του εισαγομένου προϊόντος.»

25     Από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή όρισε την εν λόγω ποσόστωση των 4 848 τόνων λαμβάνοντας υπόψη «το άθροισμα των υψηλότερων ετήσιων ποσοτήτων των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων, οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά την τριετία που προηγήθηκε του έτους 1999, έτους κατά το οποίο σημειώθηκε αλματώδης αύξηση των εισαγωγών. Για τον καθορισμό των ποσοτήτων ζάχαρης που πρέπει να ληφθούν υπόψη, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη θέση που έλαβε ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις διατάξεις που εξέδωσε στις 12 Ιουλίου και 8 Αυγούστου 2000 στις υποθέσεις Τ-94/00 R, Τ-110/00 R και Τ-159/00 R, χωρίς πάντως να την αναγνωρίζει ως δικαιολογημένη. Έτσι, για να αποφευχθούν άσκοπες διαδικασίες και με τον μόνο σκοπό την έκδοση των παρόντων μέτρων διασφάλισης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, για τη ζάχαρη που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1701 και για το έτος 1997, τον συνολικό αριθμό των 10 372,2 τόνων, αριθμό που ισούται με τις συνολικές διαπιστωμένες από την Eurostat εισαγωγές ζάχαρης προέλευσης ΥΧΕ με σώρευση των δύο καταγωγών ΕΚ/ΥΧΕ και ΑΚΕ/ΥΧΕ.»

26     Κατά το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η εισαγωγή των προϊόντων του άρθρου 1 του κανονισμού αυτού υπόκειται στην έκδοση πιστοποιητικού εισαγωγής, το οποίο χορηγείται σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα 2 έως 6 του κανονισμού (ΕΚ) 2553/97 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1997, για λεπτομέρειες έκδοσης πιστοποιητικών εισαγωγής όσον αφορά ορισμένα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701, 1702, 1703 και 1704, με σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ (ΕΕ L 349, σ. 26), που εφαρμόζονται mutatis mutandis.

27     Τέλος, κατά το άρθρο 3 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο κανονισμός αυτός εφαρμοζόταν από την 1η Οκτωβρίου 2000 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2001.

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

28     Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Οκτωβρίου και στις 20 Νοεμβρίου 2000, αντιστοίχως, η Rica Foods και μία άλλη εταιρία (στο εξής από κοινού: «προσφεύγουσες»), οι οποίες είναι επιχειρήσεις μεταποιήσεως ζάχαρης εγκατεστημένες σε YXE (στην Αρούμπα και στις Ολλανδικές Αντίλλες), άσκησαν προσφυγές-αγωγές με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που υποστήριζαν ότι υπέστησαν λόγω της εκδόσεως του εν λόγω κανονισμού (υποθέσεις T-332/00 και T-350/00).

29     Με διατάξεις του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου και της 30ής Απριλίου 2000, επετράπη στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να παρέμβει υπέρ της Rica Foods στην υπόθεση Τ-332/00, ενώ επετράπη και στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής στις υποθέσεις T-332/00 και Τ-350/00.

30     Προς στήριξη της προσφυγής της η Rica Foods επικαλέστηκε μεταξύ άλλων τρεις λόγους στηριζόμενους, αντιστοίχως, σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε προσβολή του προτιμησιακού καθεστώτος που έχουν οι YXE δυνάμει της Συνθήκης.

31     Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο, αφού αποφάσισε την ένωση και συνεκδίκαση των δύο προσφυγών, τις απέρριψε ως αβάσιμες.

32     Όσον αφορά, ειδικότερα, τους τρεις λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, το Πρωτοδικείο δέχθηκε τα ακόλουθα.

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE

33     Κατά το Πρωτοδικείο, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την εφαρμογή του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ. Λαμβανομένης υπόψη μιας τέτοιας ευχέρειας, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η άσκηση της ευχέρειας αυτής πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή του, ακόμη, αν τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν προφανώς τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-110/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8763, σκέψη 61, και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία) (σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

34     Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο διασφαλίσεως υπάγεται στη δεύτερη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE. Επιβεβαίωσε επίσης την ακρίβεια των στοιχείων που επικαλείτο η Επιτροπή, ιδίως στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, για τη λήψη του εν λόγω μέτρου, κατά τα οποία, λόγω της πλεονασματικής καταστάσεως της αγοράς, κάθε συμπληρωματικός εισαγόμενος τόνος οδηγούσε σε αύξηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων, η οποία με τη σειρά της ενδέχετο να οδηγήσει σε υπέρβαση των ορίων που προβλέπουν οι συμφωνίες ΠΟΕ (σκέψεις 75 έως 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά, εξεταζόμενα συνολικά, αποδεικνύουν την ύπαρξη δυσκολιών υπό την έννοια της διατάξεως αυτής (σκέψεις 89 έως 103 της αποφάσεως αυτής).

35     Το Πρωτοδικείο έκρινε στη συνέχεια ότι η Επιτροπή ευλόγως θεώρησε, όπως προκύπτει από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι αυξανόμενες εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων υπό το καθεστώς της σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/YXE υπήρχε κίνδυνος να αποσταθεροποιήσουν έντονα την κοινή οργάνωση αγοράς ζάχαρης (σκέψεις 104 έως 141 της εν λόγω αποφάσεως).

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

36     Οι προσφεύγουσες προέβαλαν συναφώς διάφορα επιχειρήματα.

37     Πρώτον, το Συμβούλιο όφειλε να λάβει υπόψη όταν εξέδωσε την απόφαση 91/482 το γεγονός ότι οι εισαγωγές στην Κοινότητα γεωργικών προϊόντων προελεύσεως YXE μπορούσαν να προκαλέσουν πρόσθετες δαπάνες σε βάρος του προϋπολογισμού της κοινής γεωργικής πολιτικής. Η αύξηση των εισαγωγών ήταν άμεσο αποτέλεσμα της αποφάσεως YXE.

38     Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το γεγονός ότι ήδη το 1991 προβλεπόταν μια αύξηση των εισαγωγών δεν έχει σημασία για την εκτίμηση του αν το ληφθέν τον Φεβρουάριο του 2000 μέτρο αποτελεί πρόσφορη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας απάντηση προς αντιμετώπιση δυσκολιών υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως YXE (σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

39     Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του προσωρινού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου διασφαλίσεως.

40     Επί του σημείου αυτού, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχουν τα κοινοτικά όργανα για την εφαρμογή του άρθρου 109 της αποφάσεως YXE και έκρινε ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, που ίσχυε από 1ης Οκτωβρίου μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2000, «που περιόριζε την ελεύθερη πρόσβαση της ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ στην κοινοτική αγορά εντός ορίων συμβατών με την κατάσταση αυτής της αγοράς, διατηρώντας προτιμησιακή μεταχείριση για αυτό το προϊόν, κατά τρόπο σύμφωνο με τους στόχους της αποφάσεως ΥΧΕ […], μπορούσε να πραγματοποιήσει τον στόχο της Επιτροπής και δεν έβαινε πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή του» (σκέψεις 151 έως 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

41     Τρίτον, οι προσφεύγουσες προσήψαν στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε στον προσβαλλόμενο κανονισμό τους λόγους για τους οποίους η θέσπιση μιας ελάχιστης τιμής, όπως είχε γίνει με τον κανονισμό 2423/1999, δεν εθεωρείτο πλέον κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

42     Συναφώς, το Πρωτοδικείο σημείωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποδείξει «ότι η Επιτροπή, περιορίζοντας τις εισαγωγές προς την Κοινότητα ζάχαρης ή μιγμάτων που υπάγονται στο καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ σε 4 848 τόνους για τη διάρκεια της εφαρμογής του προσβαλλομένου κανονισμού, έλαβε μέτρο προδήλως απρόσφορο ή προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των στοιχείων που διέθετε κατά την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού», διαπίστωσε δε ότι, εν πάση περιπτώσει, «οι εισαγωγές ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ ήταν, κατά την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού, αυξημένες σε σχέση με εκείνες κατά την έκδοση του κανονισμού 2423/1999, γεγονός που [επέτρεπε] την αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του μέτρου που ελήφθη με τον τελευταίο κανονισμό, ήτοι της ελάχιστης τιμής κατά την εισαγωγή για το οικείο προϊόν» (σκέψεις 156 και 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

43     Τέταρτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι η θέσπιση ενός ανωτάτου ορίου 4 848 τόνων ζάχαρης για περίοδο πέντε μηνών προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας διότι, αφενός, οι εισαγωγές που είχαν πραγματοποιηθεί το 1999 δεν ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό της εν λόγω ποσοστώσεως και, αφετέρου, το αριθμητικό όριο που επελέγη είναι ακατανόητο και δεν καθιστά δυνατή την προσοδοφόρο λειτουργία έστω και μιας μόνο βιομηχανίας μεταποιήσεως ζάχαρης.

44     Επί του σημείου αυτού, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, η οποία καλείται να συμβιβάσει αντικρουόμενα συμφέροντα, ευλόγως καθόρισε την ως άνω ποσόστωση σε 4 848 τόνους, βάσει του υψηλότερου όγκου των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων που είχε διαπιστωθεί τα τρία έτη που προηγούνταν του έτους 1999, όπως προκύπτει από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, λαμβανομένης υπόψη της αλματώδους αυξήσεως των εισαγωγών στην Κοινότητα ζάχαρης και μιγμάτων υπό το καθεστώς της σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/YXE το 1999, που ενείχε τον κίνδυνο επιδεινώσεως της καταστάσεως στον τομέα της κοινοτικής ζάχαρης (σκέψεις 164 έως 174 της εν λόγω αποφάσεως).

45     Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του προσβαλλόμενου κανονισμού, που ορίζει ότι «οι αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής συνοδεύονται από αντίγραφο των πιστοποιητικών εξαγωγής», προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας.

46     Το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό με την αιτιολογία ότι «η προϋπόθεση διασφαλίζει ότι οι αιτήσεις εισαγωγής που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του προσβαλλομένου κανονισμού αφορούν ζάχαρη που πράγματι υπάγεται στο καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ» (σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε προσβολή του προτιμησιακού καθεστώτος των προϊόντων καταγωγής YXE

47     Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι απλώς και μόνον από τη λήψη ενός μέτρου διασφαλίσεως δυνάμει του άρθρου 109 της αποφάσεως YXE δεν προκύπτει προσβολή του προτιμησιακού καθεστώτος των προϊόντων καταγωγής YXE όταν το μέτρο αυτό είναι ικανό να εξαλείψει ή να μετριάσει τις ανακύψασες δυσχέρειες. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επιβάλλει κανένα ανώτατο όριο στις εισαγωγές ζάχαρης καταγωγής YXE σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες καταγωγής, αν υπήρχε μια τέτοια παραγωγή (σκέψεις 182 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Η αίτηση αναιρέσεως

48     Η Rica Foods ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να κηρύξει παραδεκτή την αίτηση αναιρέσεως·

–       να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να δεχθεί τα πρωτοδίκως υποβληθέντα αιτήματά της.

49     Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να κηρύξει αβάσιμη την αίτηση αναιρέσεως·

–       να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

50     Η Ισπανική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

51     Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Rica Foods προβάλλει πέντε λόγους, που στηρίζονται, αντιστοίχως:

–       σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE, καθόσον το Πρωτοδικείο αναγνώρισε υπέρ των κοινοτικών οργάνων ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής·

–       σε παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–       σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE καθόσον το Πρωτοδικείο πεπλανημένα χαρακτήρισε ως «δυσκολίες» και ως «επιδείνωση», υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, τις περιστάσεις που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τη λήψη του επίμαχου μέτρου διασφαλίσεως·

–       σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως YXE·

–       σε παραβίαση του προτιμησιακού καθεστώτος των YXE.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE και αφορά την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχουν τα κοινοτικά όργανα

52     Με τον πρώτο λόγο η Rica Foods προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρέβλεψε το περιεχόμενο του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE δεχόμενο, στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Η εν λόγω παράγραφος, επειδή συνιστά εξαίρεση από την αρχή την οποία θέτει το άρθρο 101, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως, που απαγορεύει την επιβολή εισαγωγικών δασμών εντός της Κοινότητας επί των προϊόντων καταγωγής YXE, έπρεπε να ερμηνευθεί στενά.

53     Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κοινοτικά όργανα έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την εφαρμογή του άρθρου 109 της αποφάσεως YXE (βλ. επ’ αυτού τις αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 P, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-769, σκέψη 48)· C-110/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 61, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-301/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I‑8853, σκέψη 73).

54     Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η άσκηση της ευχέρειας αυτής πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή, ακόμη, του αν τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν προφανώς τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 48· C-110/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, σκέψη 62, και C-301/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, σκέψη 74).

55     Ο περιορισμός αυτός του ελέγχου του κοινοτικού δικαστή επιβάλλεται ιδιαιτέρως όταν, όπως εν προκειμένω, το Συμβούλιο υποχρεούται να συμβιβάσει διιστάμενα συμφέροντα και, συνεπώς, να προβεί, κατά τη λήψη των πολιτικής φύσεως αποφάσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του, σε επιλογή μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών λύσεων (βλ. επ’ αυτού την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2000, C-17/98, Emesa Sugar, Συλλογή 2000, σ. Ι-675, σκέψη 53).

56     Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε ορθά, στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE.

57     Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή συνιστά εξαίρεση, πράγμα το οποίο απορρέει από την ίδια τη φύση της, ουδόλως μειώνει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όταν, στο πλαίσιο των πολιτικών ευθυνών που έχει, καλείται να προβεί σε δυσχερείς συμβιβασμούς διισταμένων συμφερόντων.

58     Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

59     Με τον δεύτερο λόγο η Rica Foods θεωρεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω εσφαλμένης αιτιολογίας, διότι το Πρωτοδικείο στήριξε την απόφασή του σε εσφαλμένα ή ακατανόητα στοιχεία, κατά τα οποία:

–       κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης προελεύσεως YXE υπό το καθεστώς της σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/YXE αύξαινε το πλεόνασμα ζάχαρης στην κοινοτική αγορά·

–       η ως άνω συμπληρωματική εισαγωγή δημιουργούσε πρόσθετες δαπάνες σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού.

60     Αφενός, όσον αφορά τις αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά τις οποίες οι εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πλεονάσματος ζάχαρης στην κοινοτική αγορά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (βλ. μεταξύ άλλων την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 24). Επομένως η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει αλλοίωση των στοιχείων αυτών (βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, C-8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑3175, σκέψη 26)· της 7ης Νοεμβρίου 2002, C-24/01 P και C-25/01 P, Glencore και Compagnie Continentale κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-10119, σκέψη 65), και της 8ης Μαΐου 2003, C-122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-4261, σκέψη 27).

61     Όμως, εν προκειμένω, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε:

–       στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας που διέθετε, ότι η κοινοτική αγορά ζάχαρης ήταν πλεονασματική·

–       στη σκέψη 80 της αποφάσεως αυτής, ότι η Κοινότητα ήταν υποχρεωμένη να εισάγει ορισμένη ποσότητα ζάχαρης από τρίτες χώρες δυνάμει των συμφωνιών ΠΟΕ και,

–       στη σκέψη 81 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, «αν η κοινοτική παραγωγή ζάχαρης δεν μειωθεί, κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ θα αυξάνει το πλεόνασμα ζάχαρης στην κοινοτική αγορά και θα οδηγ[εί] σε αύξηση των επιχορηγούμενων εξαγωγών».

62     Εξ αυτών το Πρωτοδικείο συνήγαγε, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η [Επιτροπή] ορθώς θεώρησε […] ότι “κάθε εισαγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα ωθεί στην εξαγωγή αντίστοιχης ποσότητας κοινοτικής ζάχαρης η οποία δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά της”».

63     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτίμηση του Πρωτοδικείου σχετικά με την αύξηση του πλεονάσματος ζάχαρης στην κοινοτική αγορά συνιστά εκτίμηση πραγματικών περιστατικών που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε, αλλ’ ούτε καν υποστήριξε, όπως σημείωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία.

64     Αφετέρου, όσον αφορά τις προβαλλόμενες αυξημένες δαπάνες σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού τις οποίες προκαλούσαν οι εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE, η Rica Foods υπογραμμίζει ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης Α και Β χρηματοδοτούνται πλήρως από τους παραγωγούς μέσω εισφορών που μετακυλίονται στους καταναλωτές, οπότε οι επίδικες εισαγωγές δεν είχαν επίπτωση επί του προϋπολογισμού της Κοινότητας.

65     Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, στις σκέψεις 99 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων βάλλει ειδικότερα η Rica Foods, το Πρωτοδικείο ουδόλως έκρινε ότι οι επίμαχες εισαγωγές είχαν δημιουργήσει πρόσθετες δαπάνες σε βάρος του προϋπολογισμού της Κοινότητας. Πράγματι, αφού υπενθύμισε,

–       στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι δυσχέρειες για τις οποίες γίνεται λόγος στον προσβαλλόμενο κανονισμό είναι η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης ή μιγμάτων, υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ, η πλεονασματική κατάσταση της αγοράς κοινοτικής ζάχαρης που οδηγεί σε επιδοτούμενες εξαγωγές και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ», και

–       δέχθηκε, στη σκέψη 100 της αποφάσεως αυτής, ότι, «ενόψει της πλεονασματικής καταστάσεως της κοινοτικής αγοράς, η εισαγόμενη ζάχαρη καταγωγής ΥΧΕ θα αντικαταστήσει την κοινοτική ζάχαρη, η οποία, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία της κοινής οργανώσεως των αγορών, θα πρέπει να εξάγεται»,

το Πρωτοδικείο συνήγαγε, στη σκέψη 101 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, «ακόμη και αν οι εξαγωγές κοινοτικής ζάχαρης χρηματοδοτούνται εν πολλοίς από τη βιομηχανία κοινοτικής ζάχαρης και επομένως από τον καταναλωτή, […] οι συμφωνίες ΠΟΕ περιορίζουν τις επιδοτήσεις κατά την εξαγωγή, ανεξαρτήτως του ποιος βαρύνεται τελικώς με το κόστος αυτών των επιδοτήσεων, και ότι κάθε επιπλέον εισαγωγή επιδεινώνει την κατάσταση σε μια ήδη πλεονασματική αγορά».

66     Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE και αφορά τις έννοιες της «δυσκολίας» και της «επιδεινώσεως» που χρησιμοποιεί η διάταξη αυτή

67     Με τον τρίτο λόγο η Rica Foods υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο πεπλανημένα χαρακτήρισε ως «δυσκολίες» και ως «επιδείνωση», υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE, τα στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, δηλαδή την αύξηση των εισαγωγών στην Κοινότητα ζάχαρης και μιγμάτων με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE, το πλεόνασμα της κοινοτικής παραγωγής στην ευρωπαϊκή αγορά ζάχαρης, τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συμφωνίες ΠΟΕ και τις συνέπειες για την κοινή οργάνωση της αγοράς ζάχαρης.

68     Πρώτον, η Rica Foods διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τις δικαιολογίες που επικαλέστηκε η Επιτροπή, δεχόμενο, στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτή ουδέποτε υποστήριξε ότι καθεμία από τις δυσκολίες που είχαν ανακύψει θα μπορούσε να δικαιολογήσει από μόνη της τη λήψη μέτρου διασφαλίσεως, αλλά και ότι, αντιθέτως, οι δυσκολίες αυτές συνδέονταν στενά μεταξύ τους.

69     Συναφώς, από την ανάγνωση της πρώτης, της τέταρτης και της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι ο συνδυασμός διαφόρων παραγόντων, δηλαδή η αύξηση των επίμαχων εισαγωγών, η πλεονασματική κατάσταση της κοινοτικής αγοράς και ο περιορισμός των επιστροφών κατά την εξαγωγή που απορρέει από τις συμφωνίες ΠΟΕ ήταν η αιτία των δυσκολιών υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο καμία αλλοίωση των δικαιολογιών που επικαλέστηκε Επιτροπή προς στήριξη του επίμαχου μέτρου διασφαλίσεως.

70     Δεύτερον, η Rica Foods υποστηρίζει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης μπορούσε να προβλέψει ότι η απόφαση YXE θα οδηγούσε σε ανάπτυξη των επίμαχων εισαγωγών ή ίσως και να το επιθυμούσε. Επιπλέον, οι προβαλλόμενες «δυσκολίες» και η «επιδείνωση» που επικαλέστηκε η Επιτροπή και αναγνώρισε το Πρωτοδικείο υπήρχαν ήδη κατά την έκδοση της αποφάσεως 91/482 και, εν πάση περιπτώσει, κατά την αναθεώρησή της το 1997. Όχι μόνον υφίστατο από το 1968 πλεονασματική κατάσταση στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αγοράς ζάχαρης αλλά, έκτοτε, επανειλημμένα, με διάφορες ευκαιρίες, επιτράπηκε να δημιουργηθεί νέο παραγωγικό δυναμικό και να πραγματοποιηθούν νέες εισαγωγές.

71     Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να θεωρήσει τα στοιχεία αυτά ως «δυσκολίες» που υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσουν «επιδείνωση [της καταστάσεως] τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας» υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE.

72     Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εισαγωγές στην Κοινότητα ζάχαρης και μιγμάτων όπως είχαν, με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE, σημείωσαν έντονη αύξηση από το 1997, ήτοι μετά την έκδοση της αποφάσεως 91/482, το 1991, ή ακόμα μετά την αναθεώρησή της, το 1997.

73     Επιπλέον, η ως άνω περίσταση, έστω και αν αυτή θεωρηθεί αποδεδειγμένη, ότι η εν λόγω αύξηση ήταν προβλέψιμη ή ακόμα και επιθυμητή από την Κοινότητα κατά την έκδοση της αποφάσεως 91/482, δεν ήταν ικανή να εμποδίσει την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η αύξηση αυτή, λαμβανομένου υπόψη του πλεονάσματος της κοινοτικής παραγωγής και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ, αποτελούσε πηγή δυσκολιών υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών του.

74     Επομένως, επιβεβαιώνοντας τη θέση της Επιτροπής επ’ αυτού, στις σκέψεις 91 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν παρέβλεψε το περιεχόμενο του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE.

75     Τρίτον, η Rica Foods υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής, που θα προκαλούσαν οι επίμαχες εισαγωγές, δεν θα επηρέαζε το εισόδημα των κοινοτικών παραγωγών. Μια τέτοια μείωση θα είχε ως μόνο αποτέλεσμα να παροτρύνει τους κοινοτικούς παραγωγούς να καλλιεργήσουν ένα άλλο προϊόν επίσης υπαγόμενο σε σύστημα γεωργικών εγγυήσεων.

76     Συναφώς, και αν ακόμα υποτεθεί ότι η δυνατότητα που είχαν οι κοινοτικοί παραγωγοί να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες είναι ικανή να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου, στις σκέψεις 104 έως 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περί της υπάρξεως επιδεινώσεως ή απειλής επιδεινώσεως της καταστάσεως τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας, αρκεί η διαπίστωση ότι η Rica Foods δεν προσκόμισε ενώπιον του Πρωτοδικείου κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς της, οπότε ορθά το Πρωτοδικείο δεν τους έλαβε υπόψη.

77     Τέλος, η Rica Foods διατείνεται ότι οι εισαγόμενες από τις YXE ποσότητες ζάχαρης και μιγμάτων, που αντιπροσώπευαν το 1999 0,32 % (για τη ζάχαρη) και 0,102 % (για τα μίγματα) της κοινοτικής παραγωγής, δεν μπορούσαν να αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για την κοινή οργάνωση αγοράς ζάχαρης. Δεχόμενο το αντίθετο, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη.

78     Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο στη σκέψη 56 της προαναφερθείσας αποφάσεως Emesa Sugar, ήδη το 1997 υπήρχε πλεόνασμα της κοινοτικής παραγωγής ζάχαρης από ζαχαρότευτλα σε σχέση με την κατανάλωση εντός της Κοινότητας, στο οποίο προσετίθεντο οι εισαγωγές ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο από τα κράτη ΑΚΕ, οι οποίες πραγματοποιούνταν προς κάλυψη της συγκεκριμένης ζητήσεως για το προϊόν αυτό και προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως της Κοινότητας να εισάγει ορισμένη ποσότητα ζάχαρης από τρίτες χώρες δυνάμει των συμφωνιών ΠΟΕ. Ακόμη, η Κοινότητα ήταν επίσης υποχρεωμένη να επιδοτεί τις εξαγωγές ζάχαρης μέσω των επιστροφών λόγω εξαγωγής και εντός των ορίων των ως άνω συμφωνιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένης υπόψη της συνεχώς αυξανόμενης ποσότητας των εισαγωγών ζάχαρης από τις ΥΧΕ από το 1997, η Επιτροπή, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 93 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θεώρησε ότι κάθε συμπληρωματική ποσότητα του προϊόντος αυτού, έστω και ελάχιστη σε σύγκριση με την κοινοτική παραγωγή, θα ανάγκαζε τα κοινοτικά όργανα, αν έφθανε στην αγορά της Κοινότητας, να αυξήσουν τις επιδοτήσεις των εξαγωγών εντός των προαναφερθέντων ορίων ή να μειώσουν τις ποσοστώσεις των Ευρωπαίων παραγωγών και ότι τα εν λόγω αντίθετα προς τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής μέτρα διατάρασσαν την κοινοτική αγορά ζάχαρης, της οποίας η ισορροπία ήταν ιδιαίτερα λεπτή.

79     Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως YXE

80     Με τον τέταρτο λόγο η Rica Foods προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δέχθηκε, στις σκέψεις 142 έως 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την αρχή της αναλογικότητας, την οποία θέτει το άρθρο 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως YXE, περιορίζοντας τις εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE σε 8 848 τόνους.

81     Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει, σε σχέση με τα συμφέροντα που επεδίωκε να προστατεύσει, το επίπεδο στο οποίο περιορίστηκαν οι επίδικες εισαγωγές, ενώ το επίπεδο αυτό είναι αμελητέο συγκρινόμενο με την παραγωγή και τις κοινοτικές εισαγωγές ή εξαγωγές, αλλά και ιδιαίτερα ανεπαρκές για να παράσχει στη ζαχαροβιομηχανία των YXE εύλογες προοπτικές λειτουργίας για το μέλλον. Μη αναγνωρίζοντας τον αυθαίρετο και παράλογο χαρακτήρα του επιβληθέντος ποσοτικού περιορισμού, χωρίς καμία σχέση με τις δυσκολίες και με την επιδείνωση των οποίων έγινε επίκληση, το Πρωτοδικείο παρέβη την αρχή της αναλογικότητας.

82     Συναφώς, κατά το άρθρο 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως YXE:

«Πρέπει κατά προτεραιότητα να επιλεγούν τα μέτρα που δημιουργούν τις ελάχιστες διαταραχές στη λειτουργία της σύνδεσης και της Κοινότητας. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απολύτως αναγκαία όρια για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκύπτουν.»

83     Όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία εντάσσεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο περιοριστικό μέτρο, και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I-4023, σκέψη 13· της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-4863, σκέψη 41· Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 52, και της 12ης Ιουλίου 2001, C-189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-5689, σκέψη 81).

84     Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής αυτής, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στον τομέα των μέτρων διασφαλίσεως, η νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου που θεσπίστηκε στον εν λόγω τομέα μπορεί να θιγεί μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το αρμόδιο κοινοτικό όργανο, όπως ορθά υπενθύμισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις C-301/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, σκέψη 145· Fedesa κ.λπ., σκέψη14· Crispoltoni κ.λπ., σκέψη 42, και Jippes κ.λπ., σκέψη 82).

85     Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή ευλόγως εκτίμησε ότι οι δυσχέρειες που ενείχαν τον κίνδυνο επιδεινώσεως ενός τομέα δραστηριότητας της Κοινότητας υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλομένου κανονισμού». Επιπλέον, από τη σκέψη 171 της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν «ότι η Επιτροπή, περιορίζοντας τις εισαγωγές προς την Κοινότητα ζάχαρης ή μιγμάτων που υπάγονται στο καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ σε 8 848 τόνους για τη διάρκεια της εφαρμογής του προσβαλλομένου κανονισμού, έλαβε μέτρο προδήλως απρόσφορο ή προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των στοιχείων που διέθετε κατά την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού».

86     Ειδικότερα, όσον αφορά το ύψος της επίδικης ποσοστώσεως, από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι ο σχετικός όγκος αντιπροσωπεύει «το άθροισμα των υψηλότερων ετήσιων ποσοτήτων των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων, οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά την τριετία που προηγήθηκε του έτους 1999, έτους κατά το οποίο σημειώθηκε αλματώδης αύξηση των εισαγωγών». Αφού εξέτασε, στις σκέψεις 165 και 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις στατιστικές της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat) και τα λοιπά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, στη σκέψη 168 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ορθώς απέκλεισε το 1999 ως έτος αναφοράς για τον υπολογισμό της ποσοστώσεως αυτής. Η εν λόγω πραγματική εκτίμηση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως όταν δεν υφίσταται αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου.

87     Το Πρωτοδικείο προσέθεσε, στη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα συμφέροντα των παραγωγών ζάχαρης των ΥΧΕ, καθόσον δεν ανέστειλε πλήρως τις εισαγωγές ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ», και ότι «θέσπισε, με το άρθρο 1 του προσβαλλομένου κανονισμού, ποσόστωση 4 848 τόνων βάσει του υψηλοτέρου επιπέδου εισαγωγών ζάχαρης και μιγμάτων για την περίοδο 1996-1998».

88     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Rica Foods δεν προβάλλει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι το Πρωτοδικείο, διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις αυτές, προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας, τούτο δε λαμβανομένων υπόψη των ορίων του δικαιοδοτικού ελέγχου που ασκείται σε τομέα στον οποίο η Επιτροπή καλείται να προβεί σε δύσκολους συμβιβασμούς διισταμένων συμφερόντων.

89     Κατά συνέπεια, και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε παραβίαση του προτιμησιακού καθεστώτος των YXE

90     Με τον πέμπτο λόγο η Rica Foods υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, μη λαμβάνοντας υπόψη, στις σκέψεις 178 έως 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη σημαντική διαφορετική μεταχείριση που εισήγαγε το επίμαχο μέτρο διασφαλίσεως μεταξύ, αφενός, των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής των κρατών ΑΚΕ και των χωρών υπέρ των οποίων ίσχυε η ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους, καθώς και ορισμένων τρίτων χωρών, και, αφετέρου, των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής YXE, παραβίασε το το προτιμησιακό καθεστώς των τελευταίων.

91     Όμως, από τις σκέψεις 178 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη την επιχειρηματολογία της Rica Foods, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τα κράτη ΑΚΕ και τις τρίτες χώρες σε ευνοϊκότερη κατάσταση ως προς τον ανταγωνισμό έναντι εκείνης που προβλέπεται υπέρ των YXE.

92     Στη σκέψη 183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το άρθρο 109 της αποφάσεως YXE προβλέπει ειδικά τη δυνατότητα της Επιτροπής να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που παραθέτει. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε ένα τέτοιο μέτρο έναντι ορισμένων προϊόντων καταγωγής YXE δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το προτιμησιακό καθεστώς που έχουν, δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE, τα προϊόντα καταγωγής των χωρών αυτών. Πράγματι, ένα μέτρο διασφαλίσεως είναι εκ της φύσεώς του εξαιρετικού χαρακτήρα και προσωρινό.

93     Επιπλέον, όπως σημείωσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μόνον η ζάχαρη και τα μίγματα που εισάγονται υπό το καθεστώς της σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/YXE καλύπτονται από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ενώ δεν επιβάλλεται κανένα ανώτατο όριο όσον αφορά τις εισαγωγές ζάχαρης καταγωγής YXE σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες καταγωγής, στην περίπτωση που υφίσταται μια τέτοια παραγωγή.

94     Με την αίτηση αναιρέσεως η Rica Foods δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η συλλογιστική του Πρωτοδικείου η οποία παρατίθεται συνοπτικώς ανωτέρω πάσχει νομική πλάνη.

95     Δεδομένου ότι ούτε ο πέμπτος λόγος μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

96     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως βάσει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Rica Foods στα έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 69, που εφαρμόζεται επίσης στη διαδικασία αιτήσεως αναιρέσεως βάσει του άρθρου 118, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Rica Foods (Free Zone) NV στα δικαστικά έξοδα.

3)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

In alto