Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CC0511

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Stix-Hackl της 17ης Φεβρουαρίου 2005.
Staat der Nederlanden (Ministerie van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij) κατά Ten Kate Holding Musselkanaal BV και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad der Nederlanden - Κάτω Χώρες.
Υγειονομική αστυνομία - Προστασία κατά της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (νόσος των τρελών αγελάδων) - Εκτροφή μηρυκαστικών με πρωτεΐνες προερχόμενες από μη μηρυκαστικά ζώα - Ευθύνη κράτους μέλους προς αποκατάσταση ζημίας που προκάλεσε σε ιδιώτη καταλογιστέα στο εν λόγω κράτος μέλος παραβίαση του κοινοτικού δικαίου - Εφαρμοστέο δίκαιο - Υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής κατά παραλείψεως στρεφομένης κατά της Επιτροπής.
Υπόθεση C-511/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-08979

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:97

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (1)

Υπόθεση C-511/03

Staat der Nederlanden

κατά

1) Ten Kate Holding Musselkanaal BV

2) Ten Kate Europrodukten BV

3) Ten Kate Produktie Maatschappij BV

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες)  για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Γεωργία – Υγεία – Προστασία από την σπογγοειδή εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) – Εκτροφή με ζωοτροφές προερχόμενες από θηλαστικά – Απόφαση 94/381/ΕΚ – Ευθύνη του δημοσίου – Υποχρέωση κράτους μέλους να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως»





I –    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.     Η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η οποία αφορά το ζήτημα της ΣΕΒ, τίθεται κυρίως το ερώτημα αν κράτος μέλος μπορεί να λάβει μέτρα κατά της Επιτροπής, η οποία δεν χορήγησε αιτηθείσα από το κράτος αυτό έγκριση.

II – Νομικό πλαίσιο

 Κοινοτικό δίκαιο

2.     Ως μέτρο για την καταπολέμηση της ΣΕΒ η Επιτροπή έλαβε τη –μη ισχύουσα πλέον– απόφαση 94/381/ΕΚ, της 27ης Ιουνίου 1994, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων προστασίας που αφορούν τη σπογγοειδή εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών και το χορήγηση πρωτεϊνών που προέρχονται από θηλαστικά (2). Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο, έχει ως εξής:

«1. Εντός τριάντα ημερών από τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη χορήγηση στα μηρυκαστικά ζωοτροφών με πρωτεΐνη που προέρχεται από ιστούς θηλαστικών.

2. Ωστόσο, σε κράτη μέλη που θέτουν σε ισχύ σύστημα που καθιστά δυνατή τη διάκριση της πρωτεΐνης που προέρχεται από μηρυκαστικά από εκείνη που δεν προέρχεται από μηρυκαστικά πρέπει να εγκρίνεται από την Επιτροπή, βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 17 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, η χορήγηση σε μηρυκαστικά ζωοτροφών με πρωτεΐνη από είδη άλλα εκτός των μηρυκαστικών.»

3.     Το άρθρο 17 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (3) έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση αναφοράς στη διαδικασία του παρόντος άρθρου, η μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή, η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 68/361/ΕΟΚ αποφασίζει σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 17 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ.»

4.     Το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (4), λαμβανομένων υπόψη των τροποποιήσεων που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 15ης Ιουνίου 1990 (5), έχει ως εξής:

«1. Στις περιπτώσεις όπου γίνεται μνεία της διαδικασίας του παρόντος άρθρου, η Μόνιμη Κτηνιατρική Επιτροπή, η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 68/361/ΕΟΚ, στο εξής αποκαλούμενη “επιτροπή”, συγκαλείται αμέσως από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με αίτηση ενός κράτους μέλους.

2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλει στην επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας δύο ημερών (6). Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων τις οποίες το Συμβούλιο καλείται να λάβει μετά από πρόταση της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της Επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα όταν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4. Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή όταν δεν έχει διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή υποβάλλει αμέσως στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του υπεβλήθη το θέμα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με απλή πλειοψηφία κατά των εν λόγω μέτρων.»

5.     Η απόφαση 96/449/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1996, σχετικά με την έγκριση εναλλακτικών συστημάτων θερμικής επεξεργασίας για την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων με σκοπό την αδρανοποίηση των παθογόνων παραγόντων της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας (7), απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων προερχομένων από θηλαστικά, επιτρέπουσα μόνο ορισμένες διαδικασίες επεξεργασίας. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκ μέρους των επιχειρήσεων προσαρμογή ή αντικατάσταση των εγκαταστάσεών τους, ορίστηκε ως ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω αποφάσεως η 1η Απριλίου 1997.

 Η εθνική νομοθεσία

6.     Η Productschap voor veevoeder (ένωση δημοσίου δικαίου για την εμπορία ζωοτροφών) (στο εξής: Productschap) κατήρτισε σχέδιο πρωτοκόλλου (στο εξής: πρωτόκολλο), το οποίο προέβλεπε σύστημα παραγωγής και ελέγχου στο πλαίσιο του οποίου υπήρχε η δυνατότητα διαχωρισμού των προερχομένων από μηρυκαστικά πρωτεϊνών από τις πρωτεΐνες τις προερχόμενες από μη μηρυκαστικά όπως οι χοίροι.

7.     Το πρωτόκολλο αυτό επισυνάφθηκε στην Verordening Vvr regeling verwerking dierlijke produkten in diervoeders (κανονιστική απόφαση διέπουσα τη μεταποίηση προϊόντων ζωικής προελεύσεως σε ζωοτροφές), της 9ης Νοεμβρίου 1994 (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 1994). Κατά την εν λόγω κανονιστική απόφαση δεν επιτρέπεται στους παραγωγούς ζωοτροφών να μεταποιούν σε ζωοτροφές προοριζόμενες για θηλαστικά προϊόντα ζωικής προελεύσεως. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για ζωικής προελεύσεως προϊόντα τα οποία προέρχονται αποκλειστικώς από μη μηρυκαστικά, εφόσον ο παραγωγός έχει αναγνωρισθεί από την Productschap, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της κανονιστικής αποφάσεως, και η σχετική παρτίδα φέρει την προβλεπόμενη ένδειξη. Ο παραγωγός ζωικών προϊόντων αναγνωρίζεται από την Productschap, εφόσον αναπτύσσει τη δραστηριότητά του σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου του παραρτήματος Ι.

8.     Πάντως, το πρωτόκολλο αυτό, ελλείψει συμφωνίας των αρμοδίων υπουργών, ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ.

9.     Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 1994 η αρμόδια κρατική υπηρεσία ζήτησε την άδεια της Επιτροπής, σύμφωνα με την απόφαση 94/381, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του πρωτοκόλλου περί διαχωρισμού των πρωτεϊνών στις Κάτω Χώρες. Η κανονιστική απόφαση του 1994 δεν έτυχε εγκρίσεως ούτε πριν ούτε μετά τη χορήγηση αδείας εκ μέρους της Επιτροπής.  

10.   Το Ολλανδικό Δημόσιο ζήτησε από την Επιτροπή, τον Δεκέμβριο του 1995, να κινήσει τη διαδικασία χορηγήσεως εγκρίσεως. Τον Ιούνιο του 1997 ζήτησε, και πάλι, μετ’ επιτάσεως, από την Επιτροπή να δώσει οριστική απάντηση στο αίτημα, προκειμένου οι ολλανδικές αρχές να μπορέσουν να αποσαφηνίσουν το κανονιστικό πλαίσιο στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς παράγοντες.

11.   Ο Staatssecretaris van Volksgezondheid, Welzijn en Sport (υφυπουργός υγείας, ευζωίας και αθλητισμού) προχώρησε στην εφαρμογή της αποφάσεως 96/449, εκδίδοντας την «Regeling warmtebehandelingssystemen en eindproducten» (κανονιστική απόφαση περί θερμικής επεξεργασίας και τελικών προϊόντων), της 25ης Μαρτίου 1997 (8), η οποία τροποποιήθηκε με την κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου (9) και τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουλίου 1997. Μετά την ημερομηνία αυτή, πρωτεΐνες προερχόμενες από ιστούς θηλαστικών μπορούν να πωληθούν για τον εμπλουτισμό της τροφής μηρυκαστικών μόνον εφόσον έχουν υποστεί θερμική επεξεργασία. 

12.   Το μέτρο αυτό (η υποχρέωση θερμάνσεως) ίσχυε και για την μέθοδο παραγωγής της Ten Kate, η οποία όφειλε, από 30ής Ιουλίου 1997, να εφαρμόζει την προβλεπόμενη μέθοδο θερμικής επεξεργασίας. Επειδή, όμως, η διαδικασία αυτή συνεπαγόταν για την Ten Kate σημαντικές επενδύσεις, εξακολουθούσε δε να μην υπάρχει καμία ένδειξη ως προς την πρόθεση της Επιτροπής να χορηγήσει την έγκριση κατά τα προβλεπόμενα στην απόφαση 94/381, η Ten Kate ανέστειλε την παραγωγή πρωτεϊνών από λίπος χοίρων.

13.   Με έγγραφο της 9ης Μαρτίου 1998, ο υπουργός ζήτησε από την Productschap να εναρμονίσει την κανονιστική απόφαση του 1994 και την απόφαση του προέδρου, της 8ης Αυγούστου 1994, με την απόφαση 94/381, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει σύντομα απόφαση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναφορικά με το πρωτόκολλο διαχωρισμού πρωτεϊνών.  

14.   Ο πρόεδρος της Productschap εξέδωσε στις 30 Ιουνίου 1998 την Besluit PDV regeling verwerking dierlijke producten in diervoeders 1998 (απόφαση της δημοσίου δικαίου ενώσεως για την εμπορία ζωοτροφών «Productschap Diervoeder» περί μεταποιήσεως ζωικών προϊόντων σε ζωοτροφές) (10). Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως, παραγωγοί ζωοτροφών για μηρυκαστικά δεν επιτρέπεται να επεξεργάζονται ζωικά προϊόντα, προβλέποντας ότι από την απαγόρευση αυτή εξαιρούνται (μεταξύ άλλων) ζωικά προϊόντα τα οποία προέρχονται αποκλειστικώς από μη μηρυκαστικά ζώα και τα οποία έχουν παραχθεί στις Κάτω Χώρες σύμφωνα με το πρωτόκολλο του παραρτήματος Ι περί διαχωρισμού των πρωτεϊνών, από παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγνωρισθεί από την Productschap σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της αποφάσεως, και τα οποία φέρουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 8 επισήμανση. Κατά το άρθρο 3 η αναγνώριση σύμφωνα με την απόφαση αυτή θα χωρήσει μόνο εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει το πρωτόκολλο διαχωρισμού των πρωτεϊνών.  

15.   Στις 22 Φεβρουαρίου 1999, ο Staatssecretaris van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij (υπουργός γεωργίας, περιβάλλοντος και αλιείας) εξέδωσε την Regeling verbod diermelen in diervoeders (κανονιστική απόφαση περί απαγορεύσεως εμπλουτισμού των ζωοτροφών με ζωικά άλευρα) (11), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 1999. Με την απόφαση αυτή απαγορεύθηκε πλήρως ο εμπλουτισμός με ζωικές πρωτεΐνες ζωοτροφών για μηρυκαστικά (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση). 

III – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία της κύριας δίκης

16.   Η Ten Kate Musselkanaal B.V. είναι μητρική εταιρία της Ten Kate Europrodukten B.V. και της Ten Kate Produktie Maatschappij B.V. (στο εξής: Ten Kate), που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και εμπορία πρωτεϊνών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή γάλακτος για μόσχους. Οι πρωτεΐνες αυτές αποτελούν το τελικό προϊόν της επεξεργασίας λίπους προερχόμενου από σφάγια χοίρων.

17.   Η Ten Kate προσάρμοσε τη διαδικασία παραγωγής της στις διατάξεις του πρωτοκόλλου. Η Rijksdienst voor de keuring van Vee en Vlees (υπηρεσία έρευνας για τα βοοειδή και το κρέας) ( στο εξής: RVV) ενέκρινε τον τρόπο αυτό παραγωγής της Ten Kate. Η Ten Kate είναι η μοναδική εταιρία παραγωγής ζωικών αλεύρων στις Κάτω Χώρες η οποία λειτουργεί βάσει του συστήματος που προβλέπει το πρωτόκολλο περί διαχωρισμού των πρωτεϊνών .

18.   Στις 24 Φεβρουαρίου 1998 η Ten Kate άσκησε αγωγή κατά του Δημοσίου, ενώπιον του Rechtbank Den Haag, με αίτημα να αναγνωρισθεί η ευθύνη του Δημοσίου για τις ζημίες που υπέστη από την ισχύουσα από 30ής Ιουλίου 1997 απαγόρευση παραγωγής και εμπορίας πρωτεϊνών δυναμένων να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή γάλακτος για μόσχους, καθώς και την επιδίκαση σχετικής αποζημιώσεως.  

19.   Η προβαλλόμενη ζημία προέκυψε από τα μέτρα που έλαβε το Ολλανδικό Δημόσιο βάσει των αποφάσεων 94/381 και 96/449. Το Ολλανδικό Δημόσιο παρέλειψε να λάβει μέτρα προκειμένου η Επιτροπή να χορηγήσει την έγκριση που της είχε ζητηθεί. 

20.   Πράγματι, τον Νοέμβριο του 1994 το Δημόσιο είχε ζητήσει από την Επιτροπή, σύμφωνα με την απόφαση 94/381, να εγκρίνει την εφαρμογή ενός συστήματος παραγωγής και ελέγχου που επεξεργάστηκαν οι ολλανδικές αρχές για τον διαχωρισμό των πρωτεϊνών. 

21.   Το Rechtbank Den Haag απέρριψε την αγωγή, ενώ η έφεση που άσκησε η Ten Kate ενώπιον του Gerechtshof Den Haag τελεσφόρησε.

22.   Οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν ότι προσφυγή κατά παραλείψεως που θα ασκούσε η Ten Kate θα ήταν απαράδεκτη. Ενδεχόμενη δε άσκηση αγωγής αποζημιώσεως εκ μέρους της Ten Kate, στηριζόμενης στο άρθρο 288 ΕΚ, δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει τη συνέχιση της δραστηριότητάς της.

23.   Ενώπιον του Hoge Raad ανέκυψε το ζήτημα του περιθωρίου διακρίσεως που έχει το Κράτος προκειμένου να αποφασίσει την άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως. Ενώπιον του Hoge Raad έχει, επίσης, τεθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή έχει το αποκλειστικό δικαίωμα πρωτοβουλίας ως προς την υποβολή προτάσεων στην κτηνιατρική επιτροπή.

IV – Τα προδικαστικά ερωτήματα

24.   Το Hoge Raad ζητεί από το Δικαστήριο να απαντήσει στα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)         Στο ερώτημα αν το Δημόσιο σε μια περίπτωση όπως η παρούσα είναι υποχρεωμένο έναντι ενός έχοντος συμφέρον πολίτη, όπως η Ten Kate, να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητές του για την άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 232 ΕΚ) ή του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 230 ΕΚ) και, επί μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής, να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη εντεύθεν ο πιο πάνω πολίτης πρέπει να δοθεί απάντηση βάσει κανόνων του ολλανδικού δικαίου ή βάσει κανόνων του κοινοτικού δικαίου;

2)         Αν στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση εν όλω ή εν μέρει βάσει κανόνων του κοινοτικού δικαίου:

 α)      Υπάρχουν περιστάσεις όπου το κοινοτικό δίκαιο συνεπάγεται υποχρέωση και ευθύνη όπως αυτές τις οποίες αφορά το ερώτημα εκείνο;

 β)      Αν η απάντηση στο στοιχείο α΄ του δευτέρου ερωτήματος είναι καταφατική, ποιοι κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση όπως η παρούσα να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο κατά την απάντηση στο πρώτο ερώτημα;

3)         Πρέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381/ΕΚ, συνδυαζόμενο εν ανάγκη με το άρθρο 17 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, και το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εντεύθεν απορρέει υποχρέωση για την Επιτροπή ή για το Συμβούλιο να χορηγήσουν μια έγκριση όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση, αν το σύστημα που το αιτούν κράτος μέλος εφαρμόζει ή προτίθεται να εφαρμόσει έχει όντως ως σκοπό να διακρίνει τις πρωτεΐνες των μηρυκαστικών από εκείνες των μη μηρυκαστικών;

4)         Σε ποιο μέτρο η απάντηση στο τρίτο ερώτημα συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος ή της κατά το πρώτο ερώτημα υποχρεώσεως του Δημοσίου να εναντιωθεί βάσει του άρθρου 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 232 ΕΚ) στην παράλειψη χορηγήσεως εγκρίσεως όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση ή να εναντιωθεί βάσει του άρθρου 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 230 ΕΚ) στην άρνηση χορηγήσεως τέτοιας εγκρίσεως;

25.   Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα έχει αντικείμενο μόνο εφόσον στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της ολλανδικής νομοθεσίας, καθώς και εφόσον δοθεί η απάντηση ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η απάντηση στο ερώτημα 2α θα είναι αρνητική. Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να συνεξετασθεί με το προδικαστικό ερώτημα 2β.

V –    Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

26.   Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα θέτει το νομικό ζήτημα αν τα κράτη μέλη υπέχουν, ενδεχομένως, υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ή προσφυγής κατά παραλείψεως, καθώς και αν, σε περίπτωση μη ασκήσεως μιας τέτοιας προσφυγής, υπέχουν ευθύνη προς αποζημίωση.

27.   Ως ενδεχόμενη νομική βάση το αιτούν δικαστήριο εξετάζει και το ολλανδικό δίκαιο. Ως προς αυτό το ενδεχόμενο, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σκοπεί στην ερμηνεία διατάξεων του εθνικού δικαίου.

28.   Εντούτοις, στις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, όπως αυτές προκύπτουν από το άρθρο 234 ΕΚ, δεν περιλαμβάνεται η ερμηνεία διατάξεων του εθνικού δικαίου. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

VI – Επί του πρώτου και δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

29.   Με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, νοούμενα υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου στο πλαίσιο μιας προδικαστικής παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινιστεί αν το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ή προσφυγής κατά παραλείψεως και αν, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως αυτής της υποχρεώσεως, τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση αποζημιώσεως των πολιτών.

30.   Δεδομένου ότι ενδεχόμενη υποχρέωση αποζημιώσεως δυνάμει του κοινοτικού δικαίου προϋποθέτει την παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλεται, αρχικώς, να εξεταστεί αν το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει μια τέτοια υποχρέωση.

31.   Από την εξέταση του σαφούς γράμματος, και μάλιστα σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις, των άρθρων 230 ΕΚ και 232 ΕΚ προκύπτει, άνευ αμφιβολίας, ότι οι διατάξεις αυτές παρέχουν στα κράτη μέλη δικαίωμα ασκήσεως αυτών των προσφυγών.

32.   Αντίστοιχη υποχρέωση δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα των δύο διατάξεων ούτε από την όλη οικονομία του κοινοτικού συστήματος παροχής ενδίκου προστασίας. Υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής δεν προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου. Ούτε από τους σκοπούς της εννόμου προστασίας των κρατών μελών δύναται να συναχθεί υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ή προσφυγής κατά παραλείψεως. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη, τα οποία, εξάλλου, αποτελούν τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη, δηλαδή τους νομοθέτες του πρωτογενούς δικαίου, εξέφρασαν τη βούληση να παράσχουν στα έχοντα την ενεργητική νομιμοποίηση κράτη μέλη το δικαίωμα να αποφασίζουν εάν θα κάνουν χρήση της δυνατότητας προσφυγής ή όχι. Συνεπώς, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίζουν ως προς το ζήτημα αυτό. 

33.   Πρωτίστως, ελλείπει η σχετική βούληση του νομοθέτη.

34.   Η υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής συνιστά πάντοτε ιδιαιτέρως σημαντικό περιορισμό της εξουσίας του έχοντος την ενεργητική νομιμοποίηση διαδίκου. Ένας τόσο σημαντικός περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας θα απαιτούσε αντιστοίχως σαφή ρύθμιση. 

35.   Επίσης, υπέρ της απόψεως ότι δεν υφίσταται υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ή προσφυγής κατά παραλείψεως συνηγορεί η σύγκριση στην οποία προέβη η Γαλλική Κυβέρνηση με την προσφυγή κατά παραβάσεως της Συνθήκης, τη στηριζόμενη στο άρθρο 226 ΕΚ. Το Δικαστήριο έχει σχετικώς αποφανθεί, με πάγια νομολογία του, ότι δεν υφίσταται υποχρέωση της Επιτροπής προς άσκηση αυτής της προσφυγής. Αν η Επιτροπή, ως φύλακας των συνθηκών, δεν υποχρεούται να ασκήσει την κατά το άρθρο 226 ΕΚ προσφυγή, κατά μείζονα λόγο δεν είναι υποχρεωμένα τα κράτη μέλη να ασκούν την εξουσία που έχουν στον τομέα του ελέγχου της τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου.

36.   Υποχρέωση των κρατών μελών να ασκήσουν προσφυγή δεν μπορεί, επίσης, να συναχθεί από το καθήκον εντίμου συνεργασίας που υπέχουν από το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ. Βεβαίως, η διάταξη αυτή του πρωτογενούς δικαίου επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση ενέργειας, πρόκειται, όμως, για «γενικά ή ειδικά μέτρα κατάλληλα να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα Συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της Κοινότητας». Αυτό σημαίνει ότι το άρθρο 10 ΕΚ στηρίζεται στην ύπαρξη μιας απορρέουσας από το κοινοτικό δίκαιο υποχρεώσεως· προϋποθέτει, δηλαδή, την ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρεώσεως. Επιβάλλεται, όμως, να εξεταστεί αν στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται μια τέτοια υποχρέωση. 

37.   Υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ή προσφυγής κατά παραλείψεως θα μπορούσε, ίσως, να προκύπτει από τις εθνικές νομοθεσίες.

38.   Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, να κάνουν χρήση της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής που έχουν δυνάμει των άρθρων 230 ΕΚ και 232 ΕΚ. 

39.   Δεδομένου ότι η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο α΄, είναι αρνητική, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο υπό στοιχείο β΄ σκέλος του ιδίου ερωτήματος. 

40.   Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος, σε περίπτωση όπως η παρούσα, υπέχει έναντι του ενδιαφερόμενου πολίτη την υποχρέωση να προβεί σε χρήση της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής που του παρέχουν τα άρθρα 232 ΕΚ και 230 ΕΚ και, σε περίπτωση δε μη εκπληρώσεως αυτής της υποχρεώσεως, αν υπέχει έναντι του ενδιαφερόμενου πολίτη υποχρέωση αποζημιώσεως δεν μπορεί να κριθεί με βάση τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

VII – Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

41.   Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ουσιαστικώς, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του παραγώγου δικαίου υποχρεώνουν την Κοινότητα να εκδώσει εγκριτική απόφαση.

42.   Από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381, σε όλες τις υφιστάμενες κατά τον κρίσιμο χρόνο γλωσσικές αποδόσεις, προκύπτει –τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως– ότι η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση χορηγήσεως μιας τέτοιας εγκρίσεως.

43.   Πράγματι, στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως «παρέχεται στα κράτη μέλη η έγκριση» (12) ή «πρέπει να εγκρίνεται από την Επιτροπή» (13).

44.   Πάντως, η ακρίβεια αυτού του πρώτου ερμηνευτικού συμπεράσματος επιβάλλεται να εξεταστεί σε σχέση με την παραπομπή στην οποία προβαίνει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στις διατάξεις του άρθρου 17 της οδηγίας 90/425, το οποίο, με τη σειρά του, παραπέμπει στις διατάξεις του άρθρου 17 της οδηγίας 89/662.

45.   Σκοπός των παραπομπών αυτών είναι να διασφαλιστεί ότι η Επιτροπή θα λάβει την απόφασή της τηρουμένης της διαδικασίας των επιτροπών. 

46.   Η διάταξη στην οποία γίνεται παραπομπή, δηλαδή το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662, προβλέπει ειδική διαδικασία, στην οποία συμμετέχει μια επιτροπή, ειδικότερα η μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή.

47.   Το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662 προβλέπει δύο περιπτώσεις, αναλόγως με το αν τα μέτρα που προτίθεται να λάβει η Επιτροπή είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή όχι (ή αν η επιτροπή δεν γνωμοδότησε).

48.   Οι δύο αυτοί διαφορετικοί τρόπο ενέργειας, όπως, αντιστοίχως, ρυθμίζονται από την τρίτη και τέταρτη παράγραφο του άρθρου 17 της οδηγίας 89/662, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: η Επιτροπή λαμβάνει μόνο απόφαση περί των μέτρων που προτίθεται να λάβει. Μόνο αυτήν την απόφαση μπορεί να λάβει η Επιτροπή ανεξαρτήτως άλλων οργάνων. Η απόφαση, όμως, αυτή εξομοιούται με πρόταση και δεν πρέπει να συγχέεται με την απόφαση χορηγήσεως εγκρίσεως.  

49.   Η απόφαση σχετικά με την έγκριση έπεται της πρώτης αποφάσεως και της υποβολής του ζητήματος στην επιτροπή. Η εν λόγω απόφαση –αναλόγως της περιπτώσεως– λαμβάνεται είτε από την Επιτροπή είτε από το Συμβούλιο.

50.   Υποχρέωση της Επιτροπής, για λόγους καθαρώς διαδικαστικούς, μπορεί να συντρέχει μόνο αναφορικά με πράξεις τις οποίες δύναται μόνη της να εκδώσει. Δεν μπορεί να αφορά πράξεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου ή της μόνιμης κτηνιατρικής επιτροπής. Το ζήτημα αν υπέχουν υποχρέωση το Συμβούλιο ή η κτηνιατρική επιτροπή είναι διαφορετικό από το νομικό ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.  

51.   Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/662 η Επιτροπή ρητώς υπέχει την υποχρέωση, υπό συγκεκριμένη προϋπόθεση, να υποβάλει στην κτηνιατρική επιτροπή πρόταση (και όχι μόνο το αίτημα του οικείου κράτους μέλους!) και να προχωρήσει στη λήψη των προταθέντων μέτρων μόνον εφόσον τα μέτρα αυτά είναι σύμφωνα με τη γνώμη της κτηνιατρικής επιτροπής. 

52.   Πάντως, από το άρθρο 17, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο 1, της οδηγίας 89/662 προκύπτει μια υποχρέωση της Επιτροπής, συγκεκριμένα, η υποχρέωσή της να υποβάλει ανυπερθέτως στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Η υποχρέωσή της αυτή ισχύει για την περίπτωση κατά την οποία τα προταθέντα μέτρα δεν συμφωνούν με τη γνώμη της επιτροπής ή για την περίπτωση κατά την οποία η επιτροπή αυτή δεν γνωμοδότησε.  

53.   Τέλος, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 89/662 η Επιτροπή υπέχει μια ορισμένη υποχρέωση για την περίπτωση που το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή προβαίνει στη λήψη των προταθέντων μέτρων, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με απλή πλειοψηφία κατά των εν λόγω μέτρων.

54.   Υπέρ της απόψεως ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 94/381, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 της οδηγίας 90/425 και το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662, έχει την έννοια ότι ρυθμίζει υποχρεώσεις της Επιτροπής –έστω και αν αυτές υφίστανται εφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις– συνηγορεί το συμπέρασμα που συνάγεται από τη σύγκριση με άλλες διατάξεις αυτής της οδηγίας.

55.   Ειδικότερα, η οδηγία 89/662 περιλαμβάνει, όσον αφορά την Επιτροπή, πέραν των προαναφερθεισών διατάξεων, διατάξεις οι οποίες ρητώς προβλέπουν δυνατότητα ενέργειας της Επιτροπής, όπως το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, το άρθρο 8, παράγραφος 1, και το άρθρο 9, παράγραφος 3.

56.   Όσον αφορά την οδηγία 90/425, επίσης, το άρθρο 9, παράγραφος 1, αυτής μπορεί να αναφερθεί ως παράδειγμα ότι η οδηγία αυτή, όπως και άλλες πράξεις του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, διακρίνει μεταξύ του «δύναται» και «πρέπει».

57.   Στο ρυθμιζόμενο με το άρθρο 1, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 της οδηγίας 90/425 καθεστώς, δεν επιφέρει καμία αλλαγή η προτελευταία αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας. Τούτο διότι και αυτή η αιτιολογική σκέψη παραπέμπει στο άρθρο 17 της οδηγίας 89/662, «εισάγοντας», κατά κάποιο τρόπο, την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή διαδικασία της κτηνιατρικής επιτροπής. 

58.   Στο πλαίσιο αυτό απομένει, μόνο, να εξεταστεί το ζήτημα αν το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/662 τάσσει προθεσμία εντός της οποίας οφείλει να γνωμοδοτήσει η επιτροπή.

59.   Η μόνη δυσκολία που θέτει το νομικό αυτό ζήτημα οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν δύο εκδοχές του κρίσιμου αυτού δευτέρου εδαφίου του άρθρου 17, παράγραφος 2. Στην αρχική του εκδοχή, όταν θεσπίστηκε η οδηγία, δεν προέβλεπε ρητή προθεσμία. Εντούτοις, μεταγενέστερα υπήρξε τροποποίηση –η οποία, το πρώτον, δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1990. Η δεύτερη αυτή, τροποποιημένη, εκδοχή προβλέπει προθεσμία δύο ημερών για τη γνωμοδότηση της επιτροπής. Το στοιχείο που προξενεί εντύπωση είναι ότι η αρχική εκδοχή, αντιθέτως προς ό,τι συμβαίνει συνήθως με τις διορθώσεις, παρέλειπε σε όλες τις γλώσσες να ορίσει πόσες ημέρες προθεσμία είχε στη διάθεσή της η επιτροπή. Προς τούτο, απαιτήθηκε να γίνει διόρθωση σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις της διατάξεως αυτής. 

60.   Δεδομένου ότι η ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/662 πρέπει να γίνει με βάση τη διορθωμένη εκδοχή της, το συμπέρασμα που συνάγεται είναι σαφές: η κτηνιατρική επιτροπή έχει στη διάθεσή της δύο ημέρες προκειμένου να αποφασίσει.

61.   Δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή αφορά την κτηνιατρική επιτροπή και ότι το άρθρο 17 δεν προβλέπει αντίστοιχη προθεσμία για την Επιτροπή, δεν προκύπτει καμία τροποποίηση ως προς τις υποχρεώσεις της Επιτροπής. 

62.   Συνεπώς, ως ένα πρώτο συμπέρασμα μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση ενέργειας. Αποτελεί, πάντως, άλλο ζήτημα αν η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να προτείνει στη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή ή στο Συμβούλιο μέτρα με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για τη χορήγηση εγκρίσεως, ειδικότερα για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί μια τέτοια έγκριση.

63.   Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνησθεί ότι η χορήγηση εγκρίσεως δεν γίνεται μόνο από την Επιτροπή. Συναφές προς τη διαπίστωση αυτή είναι το ζήτημα ποια συγκεκριμένη υποχρέωση υπέχει κάθε ένα από τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία όργανα.

64.   Πάντως, το ζήτημα το οποίο, πρωτίστως, χρήζει διευκρινίσεως στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες υφίσταται υποχρέωση χορηγήσεως εγκρίσεως.

65.   Η απάντηση στο νομικό αυτό ζήτημα προκύπτει από το σαφές γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381. Η έγκριση χορηγείται μόνο σε εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία «θέτουν σε ισχύ σύστημα που καθιστά δυνατή τη διάκριση της πρωτεΐνης που προέρχεται από μηρυκαστικά από εκείνη που δεν προέρχεται από μηρυκαστικά». 

66.   Συνεπώς, η εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381 εξαρτάται από μια αντικειμενική προϋπόθεση και όχι από την εκφράζουσα υποκειμενικές αξιολογήσεις πεποίθηση της Επιτροπής. Επειδή, πάντως, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση, ότι αυτοδικαίως χορηγείται η έγκριση στο οικείο κράτος μέλος, αλλά ρητώς ρυθμίζει τον τρόπο χορηγήσεως εγκρίσεως, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα εμπλεκόμενα σε μια κατά το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662 διαδικασία όργανα, όπως η μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, οφείλουν να εξετάσουν αν πράγματι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

67.   Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381 έχει, επίσης, την έννοια ότι είναι παράνομη η δραστηριότητα εκείνων των επιχειρήσεων η οποία είναι, βεβαίως, σύμφωνη προς εθνικό σύστημα, ανταποκρινόμενο στις αντικειμενικές ανάγκες, ως προς το οποίο, όμως, δεν έχει χορηγηθεί έγκριση σε κοινοτικό επίπεδο. Άδεια η οποία έχει χορηγηθεί από την αρμόδια υπηρεσία του οικείου κράτους μέλους δεν μπορεί να αντικαταστήσει την απαιτούμενη κοινοτική έγκριση και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελέσει το κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι μια δραστηριότητα είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.

68.   Συνεπώς, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381 έχει την έννοια ότι τα εμπλεκόμενα σε μια κατά το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662 διαδικασία κοινοτικά όργανα δεν έχουν απλώς τη δυνατότητα να σχηματίσουν μια εικόνα για τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος την έγκριση του οποίου ζητεί το οικείο κράτος μέλος, αλλά, επίσης, υποχρεούνται να εξετάσουν επακριβώς την κατάσταση.

69.   Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να βεβαιωθεί για την καταλληλότητα του συστήματος. Προς τούτο, η Επιτροπή διαθέτει διάφορα μέσα, όπως η διεξαγωγή ελέγχων ή η αίτηση πληροφοριών. Ασφαλώς, πρέπει προς τούτο να παρασχεθεί ο αναγκαίος χρόνος στη Επιτροπή. Στην απαίτηση αυτή ανταποκρίνεται η απόφαση 94/381, η οποία δεν τάσσει καμία προθεσμία στην Επιτροπή.

70.   Το σύστημα που προκύπτει από τις ρυθμίσεις της αποφάσεως 94/381, της οδηγίας 90/425 και της οδηγίας 89/662 διαφέρει από εκείνο που είχε αποτελέσει το αντικείμενο της υποθέσεως Monsanto και σχετικά με το οποίο το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της επιτροπής κτηνιατρικών φαρμάκων (14). Εκτός από το ότι η ρύθμιση η οποία εξετάστηκε στην υπόθεση εκείνη προέβλεπε μια εντελώς διαφορετική σχέση μεταξύ της Επιτροπής και της επιτροπής κτηνιατρικών φαρμάκων, περί της οποίας επρόκειτο, κατά τη σχετική διάταξη της κρίσιμης για την υπόθεση εκείνη ρυθμίσεως, η Επιτροπή όφειλε να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα «βάσει των παρατηρήσεων που διατύπωσαν» τα μέλη της εν λόγω επιτροπής (15).

71.   Όσον αφορά το ζήτημα αν η Επιτροπή, ή άλλο κοινοτικό όργανο, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, είχε την υποχρέωση να χορηγήσει την έγκριση που ζήτησαν οι Κάτω Χώρες, πρέπει, αρχικώς, να ληφθεί υπόψη ότι τα αρμόδια κοινοτικά όργανα δεν σχημάτισαν την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος θέσπισε σύστημα που καθιστά δυνατό τον διαχωρισμό των ζωοτροφών που προέρχονται από μηρυκαστικά και εκείνων που δεν προέρχονται από μηρυκαστικά.

72.   Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αν η Επιτροπή ανταποκρίθηκε σε υποχρέωσή της θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά παραλείψεως, δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ. Το να εξετασθεί αν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μια τέτοια προσφυγή δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο μιας προδικαστικής διαδικασίας όπως η παρούσα.

73.   Πράγματι, αντικείμενο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας είναι να εξεταστεί αν το σύστημα του οποίου την έγκριση ζητούν οι Κάτω Χώρες ανταποκρίνεται στις επιταγές του κοινοτικού δικαίου. 

74.   Το αντικείμενο μιας προδικαστικής διαδικασίας ορίζεται από τα υποβληθέντα ερωτήματα, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα κεφάλαια της παραπεμπτικής αποφάσεως. Βάσει αυτών καθορίζεται το πλαίσιο της διαδικασίας. Πράγματι, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της προδικαστικής διαδικασίας όσα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα, εν όλω ή εν μέρει. Όπως, πάντως, προκύπτει από τα προδικαστικά ερωτήματα και την παραπεμπτική απόφαση στην παρούσα δίκη, το ζήτημα της καταλληλότητας του συστήματος για το οποίο ζητήθηκε η έγκριση δεν θίγεται στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου. Λόγος διευρύνσεως του αντικειμένου της προδικαστικής παραπομπής δεν υφίσταται. 

75.   Εξάλλου, το ζήτημα της καταλληλότητας του συστήματος για το οποίο ζητήθηκε η έγκριση δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, καθόσον αφορά το συμβιβαστό ενός εθνικού μέτρου με το κοινοτικό δίκαιο, ζήτημα το οποίο, κατά το άρθρο 234 ΕΚ, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας προδικαστικής διαδικασίας.  

76.   Τέλος, η εκτίμηση του τρόπου ενέργειας των κοινοτικών οργάνων που έλαβαν πράγματι μέρος ή πρόκειται να λάβουν μέρος στην επίμαχη διαδικασία ανάγεται στην εξέταση των περιστατικών μιας συγκεκριμένης υποθέσεως. Ένα τέτοιο ζήτημα, επίσης, δεν μπορεί να αποτελέσει, κατά το άρθρο 234 ΕΚ, αντικείμενο μιας προδικαστικής διαδικασίας.

77.   Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 της οδηγίας 90/425 και το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662, έχει την έννοια ότι η Επιτροπή υποχρεούται να προτείνει στη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή ή στο Συμβούλιο τη χορήγηση αιτηθείσας εγκρίσεως σε κράτος μέλος, ή να χορηγήσει την έγκριση αυτή, εφόσον υπάρχει σύμφωνη γνώμη της κτηνιατρικής επιτροπής ή εφόσον το Συμβούλιο δεν αποφάσισε εντός δεκαπέντε ημερών από της υποβολής της προτάσεως, εκτός αν το Συμβούλιο, με απλή πλειοψηφία, λάβει απόφαση κατά των εν λόγω μέτρων. Επομένως, υποχρέωση ενέργειας υπέχει και το Συμβούλιο. Υποχρέωση χορηγήσεως της εγκρίσεως προϋποθέτει ότι το οικείο κράτος μέλος έχει θεσπίσει σύστημα το οποίο καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ των ζωοτροφών που προέρχονται από μηρυκαστικά και εκείνων που δεν προέρχονται από μηρυκαστικά.   

VIII – Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

78.   Δεδομένου ότι το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, κατά το αιτούν δικαστήριο, υποβλήθηκε σε συνδυασμό με το προδικαστικό ερώτημα 2β, τούτο δε υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προδικαστικό ερώτημα 2α, δηλαδή μόνο για την περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι από το κοινοτικό δίκαιο απορρέει υποχρέωση ενέργειας και η συνακόλουθη ευθύνη, παρέλκει να δοθεί απάντηση σ’ αυτό, δεδομένης της απαντήσεως στο πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

IX – Πρόταση

79.   Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα τις ακόλουθες απαντήσεις:

1.      Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι στο ζήτημα αν ένα κράτος μέλος, σε περίπτωση όπως η παρούσα, υπέχει έναντι του ενδιαφερόμενου πολίτη την υποχρέωση να προβεί σε χρήση της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής που του παρέχουν τα άρθρα 232 ΕΚ και 230 ΕΚ, σε περίπτωση δε μη εκπληρώσεως αυτής της υποχρεώσεως, αν υπέχει έναντι του ενδιαφερόμενου πολίτη υποχρέωση αποζημιώσεως, δεν μπορεί να κριθεί με βάση τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

2.      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ και το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι η Επιτροπή υποχρεούται, 

–       να εξετάσει αν συντρέχει η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 94/381/ΕΚ προϋπόθεση·

–       να προτείνει στη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή ή στο Συμβούλιο τη χορήγηση της αντίστοιχης εγκρίσεως σε κράτος μέλος·

–       να προβεί η ίδια στη χορήγηση της εγκρίσεως, εφόσον η γνώμη της κτηνιατρικής επιτροπής είναι σύμφωνη και το Συμβούλιο δεν έλαβε απόφαση εντός δεκαπέντε ημερών από της υποβολής της προτάσεως, εκτός αν το Συμβούλιο, με απλή πλειοψηφία, λάβει απόφαση κατά των εν λόγω μέτρων.  

Υποχρέωση ενέργειας υπέχουν, επίσης, η κτηνιατρική επιτροπή και το Συμβούλιο.

3.      Υποχρέωση χορηγήσεως της εγκρίσεως προϋποθέτει ότι το οικείο κράτος μέλος θέσπισε σύστημα το οποίο καθιστά δυνατό τον διαχωρισμό μεταξύ ζωοτροφών που προέρχονται από μηρυκαστικά και ζωοτροφών που δεν προέρχονται από μηρυκαστικά.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2  – ΕΕ L 172, σ. 23.


3  – Οδηγία του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 224, σ. 29).


4  – ΕΕ L 395, σ. 13.


5  – ΕΕ 1990, L 151, σ. 40.


6  –      Προ της διορθώσεως το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17, παράγραφος 2, προέβλεπε ότι: «Η Επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον πρόεδρο σε συνάρτηση με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.»


7  – ΕΕ L 184, σ. 43.


8  – Stcrt., σ. 61.


9  – Stcrt., σ. 141.


10  – Verordeningenblad Bedrijfs-organisatie1998, αριθ. 44.


11  – Stcrt. 1999, αριθ. 37.


12  – Στις λατινογενείς γλώσσες, καθώς και στη γερμανική και ολλανδική γλώσσα.


13  – Στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται το μόριο «shall».


14  – Απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2002, C-248/99 P, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑1, σκέψεις 71 και 86 επ.).


15  – Άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2377/90 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 224, σ. 1), όπως επανειλημμένως έχει τροποποιηθεί.

Top