Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CC0397

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 7ης Ιουνίου 2005.
    Archer Daniels Midland Co. και Archer Daniels Midland Ingredients Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Αγορά της συνθετικής λυσίνης - Πρόστιμα - Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων - Μη αναδρομικότητα - Αρχή non bis in idem - Ίση μεταχείριση - Κύκλος εργασιών δυνάμενος να ληφθεί υπόψη.
    Υπόθεση C-397/03 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-04429

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:363

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    A. Tizzano

    της 7ης Ιουνίου 20051(1)

    Υπόθεση C-397/03 P

    Archer Daniels Midland Company

    Archer Daniels Midlands Ingredients Ltd

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Λυσίνη – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Μη αναδρομικότητα – Αρχή “non bis in idem”»






    1.     Η υπό κρίση υπόθεση έχει αντικείμενο την αναίρεση που άσκησαν οι εταιρίες Archer Daniels Midland Co. (στο εξής: ADM Company) και Archer Daniels Midland Ingredients Ltd (στο εξής: ADM Ingredients) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 9 Ιουλίου 2003, T-224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση) (2) με την οποία επιβεβαιώθηκε, κατ’ ουσίαν, η απόφαση 2001/418/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2000, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση) (3).

    I –    Κανονιστικό πλαίσιο

    2.     Ως γνωστόν, κατά το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) «είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς».

    3.     Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις για την εν λόγω συμπεριφορά καθορίζοντας πρόστιμα για τις επιχειρήσεις που την υιοθέτησαν.

    4.     Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (4) προβλέπει:

    «Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, ή του άρθρου 86 της συνθήκης, ή

    β) […].

    Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.»

    5.     Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια και ο αντικειμενικός χαρακτήρας των εν λόγω αποφάσεων στον τομέα αυτόν, η Επιτροπή εξέδωσε το 1998 τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (5) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

    6.     Σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές, το ποσόν του προστίμου καθορίζεται κατ’ ουσίαν σύμφωνα με διάφορες διαδοχικές φάσεις.

    7.     Πρώτον, η Επιτροπή καθορίζει το βασικό ποσό του προστίμου «σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης» (σημείο 1 των κατευθυντηρίων γραμμών). Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, οι παραβάσεις κατατάσσονται σε «ελαφρές παραβάσεις […] σοβαρές παραβάσεις […] πολύ σοβαρές παραβάσεις» (6), λαμβανομένης υπόψη της φύσης τους, της συγκεκριμένης συνέπειάς τους στην αγορά και της έκτασης της οικείας γεωγραφικής αγοράς. Όσον αφορά τη διάρκεια, οι παραβάσεις διαιρούνται σε παραβάσεις σύντομης διάρκειας (βραχύτερες του ενός έτους), παραβάσεις μέσης διάρκειας (από ένα έως πέντε έτη) και παραβάσεις μεγάλης διάρκειας (πλέον των πέντε ετών).

    8.     Αφού καθοριστεί το βασικό ποσό του προστίμου, η Επιτροπή εκτιμά αν πρέπει να προσαυξηθεί λόγω υπάρξεως επιβαρυντικών περιστάσεων (7) ή να μειωθεί λόγω υπάρξεως ελαφρυντικών περιστάσεων (8).

    9.     Το σημείο 5, στοιχείο α΄, των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει:

    «Είναι προφανές ότι το τελικό αποτέλεσμα του υπολογισμού του προστίμου βάσει της μεθόδου αυτής (βασικό ποσό, στο οποίο εφαρμόζονται ποσοστά αύξησης ή μείωσης) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης, όπως προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2 του κανονισμού 17. […]

    10.   Τηρώντας το όριο του 10 %, το ούτως υπολογισθέν ποσόν μπορεί στη συνέχεια να υποστεί νέα προσαρμογή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών βάσει της εκτιμήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, «ορισμένων αντικειμενικών παραγόντων, όπως είναι οι συγκεκριμένες οικονομικές παράμετροι της παράβασης, το οικονομικό ή χρηματοοικονομικό όφελος που έχουν ενδεχομένως αποκομίσει οι παραβάτες […], τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, καθώς και η πραγματική τους ικανότητα να επωμισθούν το βάρος ενός προστίμου, υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, ώστε να αναπροσαρμοσθεί αναλόγως το ύψος των προστίμων που πρόκειται να επιβληθούν».

    II – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1. Το ιστορικό της διαφοράς

    11.   Στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το ιστορικό της διαφοράς περιγράφεται ως εξής:

    «1      Οι προσφεύγουσες, η εταιρία Archer Daniels Midland Co. (στο εξής: ADM Company) και η ευρωπαϊκή θυγατρική της Archer Daniels Midland Ingredients Ltd (στο εξής: ADM Ingredients), ασκούν δραστηριότητες στον τομέα της επεξεργασίας σιτηρών και ελαιούχων σπόρων. Οι εταιρίες αυτές εγκαταστάθηκαν στην αγορά της λυσίνης 1991.

    2      Η λυσίνη είναι το κύριο αμινοξέο που χρησιμοποιείται στις ζωοτροφές για διατροφικούς σκοπούς. Η συνθετική λυσίνη χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στα τρόφιμα που δεν περιέχουν επαρκώς φυσική λυσίνη, παραδείγματος χάρη τα σιτηρά, προκειμένου οι διατροφολόγοι να καταρτίζουν διαιτολόγια βάσει πρωτεϊνών καλύπτουσες τις διατροφικές ανάγκες των ζώων. Τα τρόφιμα στα οποία προστίθεται συνθετική λυσίνη μπορούν επίσης να υποκαταστήσουν τρόφιμα περιέχοντα επαρκή ποσότητα φυσικής λυσίνης, όπως η σόγια.

    3      Το 1995, κατόπιν απόρρητης έρευνας που διεξήγαγε το Federal Bureau of Investigation (FBI), πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες στις εγκαταστάσεις πολλών επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες στην αγορά της λυσίνης. Τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 1996, η ADM Company καθώς και οι εταιρίες Kyowa Hakko Kogyo Co. Ltd (στο εξής: Kyowa), Sewon Corp. Ltd, Cheil Jedang Corp. (στο εξής: Cheil) και Ajinomoto Co. Inc., κατηγορήθηκαν από τις αμερικανικές αρχές ότι συνήψαν σύμπραξη που συνίστατο στον καθορισμό των τιμών της λυσίνης και στην κατανομή των ποσοτήτων πωλήσεων που προϊόντος αυτού μεταξύ Ιουνίου 1992 και Ιουνίου 1995. Κατόπιν συμφωνιών συναφθεισών με το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο επιληφθείς του φακέλου δικαστής επέβαλε πρόστιμα στις επιχειρήσεις αυτές, ήτοι πρόστιμο 10 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (USD) στην Kyowa Hakko Kogyo και Ajinomoto, πρόστιμο 70 εκατομμυρίων USD στην ADM Company και πρόστιμο 1,25 εκατομμυρίων USD στην Cheil. Το ύψος του επιβληθέντος στη Sewon Corp. ανερχόταν, σύμφωνα με την εταιρία αυτή, σε 328 000 USD. Εξάλλου, σε τρεις διευθυντές της ADM Company επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως και πρόστιμα για τον ρόλο τους στη σύμπραξη.

    4      Τον Ιούλιο του 1996, η Ajinomoto, βάσει της ανακοινώσεως 96/C 207/04 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις […] πρότεινε στην Επιτροπή τη συνεργασία της για τη διαπίστωση της ύπαρξης καρτέλ στην αγορά της λυσίνης και των επιπτώσεών του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (EΟΧ).»

    12.   Περαιτέρω, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι, κατόπιν των πληροφοριών της Ajinomoto, η Επιτροπή κίνησε διοικητική έρευνα για να εξακριβώσει ενδεχόμενες παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ. Μετά το τέλος της έρευνας, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία:

    –       διαπίστωνε ότι πολλές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η ADM Company και η ADM Ingredients, παραβίασαν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, συμμετέχοντας «σε συμφωνίες για τιμές, ποσότητες πωλήσεων και ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις ποσότητες πωλήσεων συνθετικής λυσίνης, που καλύπτουν το σύνολο του ΕΟΧ» (άρθρο 1) (9

    –       και επέβαλε στην ADM Company και ADM Ingredients, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες, πρόστιμο 47 300 000 ευρώ (άρθρο 2).

    13.   Στην αιτιολογία της αποφάσεως, η Επιτροπή απέδειξε ότι, από τις 23 Ιουνίου 1992 και μέχρι τις 27 Ιουνίου 1995, η ADM Company και ADM Ingredients έλαβαν μέρος με τους Ασιάτες παραγωγούς λυσίνης σε πολλές συμφωνίες που εκτείνονταν στο παγκόσμιο εμπόριο της λυσίνης. Οι εν λόγω συμφωνίες προορίζονταν, κατ’ ουσίαν, α) να ρυθμίσουν την αγορά της λυσίνης με τον καθορισμό τιμών και την κατανομή των όγκων πωλήσεων και β) να συντονίσουν τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που μετέχουν ώστε να διασφαλίσουν την επιτυχία των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις αυτές σε θέματα τιμών και όγκων πωλήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 50 έως 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    14.   Όσον αφορά την πλέον σημαντική πτυχή, την οποία καλούμεθα να αναλύσουμε στην υπό κρίση υπόθεση, δηλαδή τον υπολογισμό των προστίμων που επιβλήθηκαν στις δύο εταιρίες, η Επιτροπή αναφέρεται ρητώς στις διατάξεις που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές (αιτιολογική σκέψη 255 της αποφάσεως).

    15.   Επομένως, η Επιτροπή είχε προβλέψει τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

    16.   Ως προς την πρώτη πτυχή, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση που διέπραξαν οι επιχειρήσεις στην αγορά της λυσίνης ως πολύ σοβαρή (αιτιολογικές σκέψεις 255 έως 302 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    17.   Ειδικότερα, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, για τον καθορισμό των βασικών ποσών των προστίμων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα, απαιτείται να ληφθεί υπόψη i) η πραγματική ικανότητα των εν λόγω επιχειρήσεων να προκαλέσουν σημαντική ζημία στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ και ii) η ανάγκη ώστε το ποσόν του προστίμου να έχει αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα.

    18.   Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή διαίρεσε τις επιχειρήσεις σε δύο ομάδες ανάλογα με τα αντίστοιχα μεγέθη τους. Η σύγκριση πραγματοποιήθηκε βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών και του παγκοσμίου κύκλου εργασιών στην αγορά της λυσίνης που πραγματοποιήθηκαν από τις ενεχόμενες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραβάσεως (10). Η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω κριτήριο είναι το πλέον πρόσφορο προκειμένου να εκτιμήσει τους πόρους και την πραγματική σημασία των εν λόγω επιχειρήσεων στις αγορές που επηρεάζονται από τη μη σύννομη συμπεριφορά.

    19.   Κατά συνέπεια, και σε συνάρτηση μόνο με τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως, το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην ADM Company και την ADM Ingredients καθορίστηκε από την Επιτροπή σε 30 εκατομμύρια ευρώ.

    20.   Όσον αφορά τη διάρκεια της προσαπτομένης παραβάσεως, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η παράβαση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί και ως παράβαση μέσης διάρκειας. Τούτο συνεπάγεται προσαύξηση των αρχικών ποσών των καθορισθέντων προστίμων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως ύψους 10 % ετησίως. Επομένως, το επιβληθέν στην ADM Company και στην ADM Ingredients πρόστιμο πρέπει να προσαυξηθεί κατά 30 %.

    21.   Κατά συνέπεια, το βασικό ποσό του επιβλητέου στην ADM Company και στην ADM Ingredients προστίμου καθορίστηκε σε 39 εκατομμύρια ευρώ.

    22.   Αφού καθορίστηκε το εν λόγω βασικό ποσό, η Επιτροπή αναρωτήθηκε αν μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη επιβαρυντικών και/ή ελαφρυντικών περιστάσεων ως προς τη θέση κάθε επιχειρήσεως.

    23.   Συναφώς, η Επιτροπή κατάληξε ότι η ADM Company και η ADM Ingredients άσκησαν ηγετικό ρόλο στο καρτέλ της λυσίνης με συνέπεια ότι το βασικό ποσό του προστίμου πρέπει να προσαυξηθεί κατά 50 %.

    24.   Εξάλλου, η Επιτροπή δέχθηκε ότι το ούτως καθορισθέν ποσόν πρέπει να μειωθεί i) κατά 10 %, διότι η ADM Company και η ADM Ingredients έθεσαν τέρμα στις παράνομες συμπεριφορές μετά την πρώτη εξακρίβωση που πραγματοποίησε η Επιτροπή και ii) επιπλέον κατά 10 %, διότι οι δύο εταιρίες συνεργάστηκαν με την Επιτροπή κατόπιν της παραλαβής της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    25.   Το οριστικό πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ADM Company και στην ADM Ingredients καθορίστηκε ως εκ τούτου σε 70 εκατομμύρια ευρώ.

    2. Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

    26.   Σύμφωνα με την προσφυγή που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Αυγούστου 2000, οι εταιρίες ADM Company και ADM Ingredients ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου που τους επέβαλε η Επιτροπή.

    27.   Προς στήριξη της προσφυγής τους, η ADM Company και η ADM Ingredients προέβαλαν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως διάφορες αιτιάσεις σχετικά, καθόσον μας αφορά, α) την παράβαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των ποινών· β) την προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως· γ) την προσβολή της αρχής non bis in idem· δ) την προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, και ε) την μη ακριβή εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους της Επιτροπής.

    28.   Το Πρωτοδικείο απάντησε στις εν λόγω αιτιάσεις τα εξής.

    29.   Κατ’ αρχάς, απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την προβαλλομένη προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας των ποινών που προέβαλαν οι διάδικοι λόγω του γεγονότος ότι οι κατευθυντήριες γραμμές έτυχαν εφαρμογής για τη συμπεριφορά που είχαν υιοθετήσει οι επιχειρήσεις πριν από την έναρξη ισχύος τους.

    30.   Συναφώς, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η εν λόγω αρχή, αφενός, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών, την τήρηση των οποίων πρέπει να διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής και, αφετέρου, επιβάλλει «να αντιστοιχούν οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε μια επιχείρηση για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού στις κυρώσεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως» (11).

    31.   Ωστόσο, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναλύεται ως προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας, εφόσον οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εμπίπτουν στο νομικό πλαίσιο των κυρώσεων, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού 17.

    32.   Κατά το άρθρο αυτό, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως καθώς και τη διάρκειά της. Το ούτως καθοριζόμενο ποσό δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβεί το 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση.

    33.   Ωστόσο, και οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επιβάλλουν στην Επιτροπή να καθορίσει το βασικό ποσό της κυρώσεως σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Εξάλλου, οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές επιτάσσουν ότι το ούτως υπολογιζόμενο ποσόν δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων. Επομένως, κατά τη γνώμη του Πρωτοδικείου, «σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές, ο υπολογισμός του ύψους των προστίμων εξακολουθεί να γίνεται βάσει των δύο κριτηρίων που μνημονεύονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ήτοι της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της, τηρουμένου συγχρόνως του ανωτάτου ορίου σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών κάθε επιχειρήσεως το οποίο προβλέπει η ίδια αυτή διάταξη» (12).

    34.   Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε επίσης τους λόγους που αντλούνται από την προβαλλομένη προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    35.   Συναφώς, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι «[σ]τον τομέα καταστολής των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, η τήρηση της αρχής αυτής προϋποθέτει, αναμφίβολα, ότι επιχειρήσεις που έχουν διαπράξει παραβάσεις της ίδιας φύσεως σε περιόδους που συμπίπτουν εκτίθενται στις ίδιες νόμιμες κυρώσεις, ανεξαρτήτως της κατ’ ανάγκη τυχαίας ημερομηνίας κατά την οποία λαμβάνεται απόφαση σε βάρος τους. Στο μέτρο αυτό, η αρχή αυτή συνδέεται στενά με την αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινών, δυνάμει της οποίας η κύρωση που επιβάλλεται σε επιχείρηση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού πρέπει να αντιστοιχεί με την κύρωση που προβλεπόταν κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Πάντως, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν εγκύρως να επικαλούνται προσβολή της αρχής αυτής για τον λόγο και μόνον ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές για να προβεί στον υπολογισμού του ποσού του προστίμου […]. Πράγματι, όπως ήδη τονίστηκε, η μεταβολή που επέφερε η έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών σε σχέση με την υφιστάμενη διοικητική πρακτική της Επιτροπής δεν αποτελεί αλλοίωση του νομικού πλαισίου καθορισμού του ποσού των προστίμων που είναι δυνατόν να επιβληθούν, λόγω παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού […]. Επομένως, το γεγονός ότι εφαρμόστηκε η μέθοδος που θεσπίζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου της ADM δεν μπορεί να συνιστά δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τις επιχειρήσεις που διέπραξαν παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αλλά οι οποίες, για λόγους που αφορούν την ημερομηνία ανακαλύψεως της παραβάσεως ή για λόγους που χαρακτηρίζουν τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας που αφορά τις επιχειρήσεις αυτές, αποτέλεσαν το αντικείμενο καταδικαστικών αποφάσεων σε ημερομηνίες προγενέστερες της ενάρξεως ισχύος των κατευθυντηρίων γραμμών. Πράγματι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα πρόστιμα στα οποία εκτίθεντο οι επιχειρήσεις κατά τη χρονική στιγμή διαπράξεως της παραβάσεως παραμένουν εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17» (13).

    36.   Σύμφωνα με την άποψη της ADM Company και της ADM Ingredients, η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και διότι έλαβε υπόψη τον συνολικό κύκλο εργασιών τους αντί τον κύκλο εργασιών σχετικά με τις πωλήσεις λυσίνης στον ΕΟΧ. Επομένως, οι δύο επιχειρήσεις υπέστησαν δυσμενή μεταχείριση τόσο σε σχέση με τις επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο άλλων αποφάσεων της Επιτροπής, προγενέστερων ή μεταγενέστερων της δημοσιεύσεως των κατευθυντηρίων γραμμών, όσο και σε σχέση με τις επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    37.   Ειδικότερα, οι ADM Company και ADM Ingredients συγκρίθηκαν αδίκως με την Ajinomoto παρά το γεγονός ότι το μερίδιό τους στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ ήταν 20 % και, ως εκ τούτου, πολύ χαμηλότερο του 48 % που κατείχε στην ίδια αγορά η Ajinomoto.

    38.   Η εν λόγω αιτίαση απορρίφθηκε επίσης από το Πρωτοδικείο.

    39.   Όσον αφορά την προβαλλομένη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τις επιχειρήσεις που έχουν αποτελέσει το αντικείμενο προγενεστέρων ή μεταγενεστέρων της δημοσιεύσεως των κατευθυντηρίων γραμμών αποφάσεων, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι η Επιτροπή «ευλόγως λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικά συχνά κατάφωρες παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού και, επομένως, έχει τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος των προστίμων προκειμένου να ενισχύει το προληπτικό τους αποτέλεσμα» (14).

    40.   Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι, μολονότι σε ορισμένες πρόσφατες αποφάσεις, όπου η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές, έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην αγορά, την οποία αφορά η παράβαση, εν προκειμένω «καμία άμεση σύγκριση δεν μπορεί να γίνει μεταξύ της παρούσας αποφάσεως και άλλων αποφάσεων που εφάρμοζαν επίσης τις κατευθυντήριες γραμμές. Πράγματι, όπως ήδη τονίστηκε, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν ρητώς ότι τα πρόστιμα υπολογίζονται σε σχέση με συγκεκριμένους κύκλους εργασιών, αλλά μόνον ότι λαμβάνονται υπόψη ορισμένα στοιχεία (πραγματική οικονομική δυνατότητα των επιχειρήσεων να προκαλέσουν ζημία, μέγεθος των επιχειρήσεων, συγκεκριμένη σημασία και πραγματικές επιπτώσεις της παράνομης συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως κ.λπ.) σε σχέση με τα οποία μπορεί να συνυπολογιστεί ο κύκλος εργασιών. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εναπόκειται λοιπόν στην Επιτροπή, υπό τον έλεγχο του Πρωτοδικείου, να καθορίζει αν πρέπει να αναφερθεί σε ένα ή/και άλλον κρίσιμο για την υπόθεση κύκλο εργασιών ή σε άλλους παράγοντες, όπως τα κατεχόμενα μερίδια αγοράς. Συνεπώς, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε στην οικεία αγορά δεν συνιστά, καθαυτό, δυσμενή διάκριση σε σχέση με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν άλλες αποφάσεις» (15).

    41.   Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, δεν έγινε καμία δυσμενής διάκριση στη συνέχεια από την Επιτροπή μεταξύ ADM και Ajinomoto. Συναφώς, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι, μολονότι είναι αληθές ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε το 1995 η ADM στην οικεία αγορά ήταν χαμηλότερος από αυτόν που πραγματοποίησε η Ajinomoto κατά τη διάρκεια του ιδίου έτους, «η ADM παραμένει […] σαφώς σημαντικότερη από τον όμιλο των τριών “μικρών” παραγωγών με τους οποίους δεν μπορεί να συγκριθεί, εφόσον οι κύκλοι εργασιών της λυσίνης στον ΕΟΧ της Sewon, Kyowa και Cheil ανέρχονται αντιστοίχως σε 15, 16 και 17 εκατομμύρια ευρώ το 1995 […]. Επιπροσθέτως, από τον συνολικό κύκλο εργασιών της ADM, που παραμένει ένδειξη για το μέγεθος και την οικονομική δύναμη της επιχειρήσεως, προκύπτει σαφώς ότι η ADM είναι δύο φορές σημαντικότερη της Ajinomoto, πράγμα το οποίο μπορεί συγχρόνως να αντισταθμίσει το γεγονός ότι η ADM ασκεί μικρότερη επιρροή απ’ ό,τι η Ajinomoto στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ και εξηγεί ότι το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται σε επαρκώς αποτρεπτικό ύψος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι έπρεπε να καθορίσει στο ίδιο επίπεδο το βασικό ποσό του προστίμου της ADM και της Ajinomoto» (16).

    42.   Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο απέκλεισε το γεγονός ότι η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή non bis in idem με την προσβαλλομένη απόφαση.

    43.   Πράγματι, σύμφωνα με την άποψη της ADM Company και της ADM Ingredients, με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή τους επέβαλε μόνον πρόστιμο για τη συμμετοχή τους σε σύμπραξη στην οποία είχαν ήδη επιβληθεί κυρώσεις από τις αμερικανικές και καναδικές αρχές.

    44.   Το Πρωτοδικείο απάντησε στην αιτίαση αυτή ότι «αρκεί να υπομνησθεί ότι ο κοινοτικός δικαστής δέχθηκε ότι μια επιχείρηση μπορεί νομοτύπως να αποτελεί το αντικείμενο δύο παραλλήλων διαδικασιών για την ίδια παράβαση και συνεπώς επιβολής διπλής κυρώσεως, η μία από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους και η άλλη από κοινοτική αρχή. Αυτή η δυνατότητα σωρεύσεως των κυρώσεων δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι εν λόγω διαδικασίες εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. […] Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρχή non bis in idem δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να τύχει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον οι κινηθείσες διαδικασίες και οι επιβληθείσες από την Επιτροπή κυρώσεις, αφενός, και από τις αμερικανικές και καναδικές αρχές, αφετέρου, δεν εξυπηρετούν, προδήλως, τους ίδιους σκοπούς. Αν στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για τη διασφάλιση μη νοθευμένου ανταγωνισμού στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή στον ΕΟΧ, η επιδιωκόμενη προστασία αφορά, στη δεύτερη περίπτωση, την αμερικανική ή καναδική αγορά. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το περιεχόμενο της απαγορεύσεως της σωρεύσεως των κυρώσεων, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ και εφαρμόζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι η αρχή αυτή έχει μόνον ως αποτέλεσμα ότι κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από δικαστήριο κράτους για παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε στο ίδιο αυτό κράτος. Αντιθέτως, η αρχή non bis in idem δεν απαγορεύει ένα πρόσωπο να ενάγεται ή να καταδικάζεται ποινικώς πέραν της μιας φοράς για το ίδιο γεγονός σε δύο διαφορετικά κράτη, ή περισσότερα» (17).

    45.   Το Πρωτοδικείο τόνισε επίσης ότι «δεν υφίσταται, επί του παρόντος, αρχή του δημοσίου διεθνούς δικαίου απαγορεύουσα σε αρχές ή δικαστήρια διαφορετικών κρατών να διώκουν ή καταδικάζουν ποινικώς ένα πρόσωπο για τα ίδια γεγονότα. Συνεπώς, τέτοια απαγόρευση μπορεί να προκύψει σήμερα μόνον από πολύ στενή διεθνή συνεργασία καταλήγουσα στην έκδοση κοινών κανόνων όπως αυτοί που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), που υπογράφηκε στις 19 Ιουνίου 1990 στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο). Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν στηρίχθηκαν στην ύπαρξη συμβατικού κειμένου δεσμεύοντος την Κοινότητα και τρίτα κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Καναδάς και προβλέποντος τέτοια απαγόρευση» (18).

    46.   Περαιτέρω, η ADM Company και η ADM Ingredients υποστήριξαν ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να αφαιρέσει από το καθοριζόμενο με την προσβαλλομένη απόφαση πρόστιμο το ποσόν των προστίμων που τους είχαν ήδη επιβληθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, παραβίασε την αρχή που αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής (19), σύμφωνα με την οποία μια γενική απαίτηση επιείκειας υποχρεώνει την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις αρχές τρίτου κράτους όταν πρόκειται για κυρώσεις που έχουν επιβληθεί για τα ίδια προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά.

    47.   Επ’ αυτού, το Πρωτοδικείο απέκλεισε ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως προς το αν η Επιτροπή υποχρεούται να συνυπολογίσει πρόστιμο που έχει επιβληθεί από τις αρχές τρίτου κράτους στην υποθετική περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το κοινοτικό αυτό όργανο και από τις εν λόγω αρχές κατά της επιχειρήσεως, είναι τα ίδια. Το Πρωτοδικείο αντιθέτως έκρινε ότι στην προαναφερθείσα απόφαση το Δικαστήριο απλώς έκρινε ότι «η ταύτιση των επικρινομένων πραγματικών περιστατικών από την Επιτροπή και τις αρχές τρίτου κράτους αποτελεί προϋπόθεση για το προαναφερθέν ερώτημα» (20).

    48.   Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι «λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση που προκύπτει, αφενός, από τη στενή αλληλεξάρτηση των εθνικών αγορών των κρατών μελών και της κοινής αγοράς και, αφετέρου, του ιδιαιτέρου συστήματος κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών σε θέματα συμπράξεων επί του ιδίου εδάφους, του εδάφους της κοινής αγοράς, το Δικαστήριο, έχοντας δεχθεί τη δυνατότητα διπλής διώξεως, λαμβανομένης υπόψη της συνακόλουθης ενδεχομένως επιβολής διπλής κυρώσεως, έκρινε αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πρώτη καταδικαστική απόφαση σύμφωνα με την απαίτηση επιείκειας […]. Η κατάσταση αυτή όμως δεν συντρέχει προδήλως στην παρούσα υπόθεση και, συνεπώς, εφόσον δεν προβάλλεται ρητή συμβατική διάταξη προβλέπουσα την υποχρέωση της Επιτροπής, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λαμβάνει υπόψη τις κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση για το ίδιο γεγονός από αρχές ή δικαστήρια τρίτου κράτους, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Καναδάς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν νομοτύπως να προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παραβίασε, εν προκειμένω, αυτή την προβαλλομένη υποχρέωση» (21).

    49.   Εν πάση περιπτώσει, εξακολούθησε το Πρωτοδικείο, «ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να συναχθεί, a contrario, από την απόφαση [Boehringer κατά Επιτροπής] ότι η Επιτροπή υποχρεούται να συνυπολογίζει κύρωση που επιβλήθηκε από τις αρχές τρίτου κράτους στην υποθετική περίπτωση όπου τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά κατά της επίδικης επιχειρήσεως από το θεσμικό αυτό όργανο και από τις εν λόγω αρχές είναι τα ίδια, η απόδειξη της ταυτότητας αυτής, που εναπόκειται στις προσφεύγουσες […] δεν προσκομίστηκε εν προκειμένω. Όσον αφορά την καταδίκη της ADM Company στις Ηνωμένες Πολιτείες, από την απόφαση που εκδόθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1996 από το United States District Court, κατόπιν συμφωνίας που συνάφθηκε με το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, η επιχείρηση αυτή καταδικάστηκε, αφενός, σε πρόστιμο 70 εκατομμυρίων USD για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη για τη λυσίνη και, αφετέρου, σε πρόστιμο 30 εκατομμυρίων USD για τη συμμετοχή της σε σύμπραξη για το κιτρικό οξύ. Από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι στην ADM Company επιβλήθηκε επίσης πρόστιμο στον Καναδά, ύψους 16 εκατομμυρίων καναδικών δολαρίων, για τη συμμετοχή της σε δύο συμπράξεις σχετικά με τη λυσίνη και το κιτρικό οξύ. Συνεπώς, προκύπτει ότι η επιβολή κυρώσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά σκοπούσε ευρύτερο σύνολο συμφωνιών και συμφωνηθεισών πρακτικών. Συγκεκριμένα, πρέπει να σημειωθεί ότι, για να εκτιμηθεί το ύψος του προστίμου, το αμερικανικό δικαστήριο έλαβε υπόψη το μέγεθος των εμπορικών συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν “συγχρόνως στην αγορά της λυσίνης και στην αγορά του κιτρικού οξέος”» (22).

    50.   Τέλος, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι, «ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επιβολή κυρώσεως που αφορά τη σύμπραξη για τη λυσίνη μπορεί να θεωρηθεί ως διαφορετική από την επιβολή κυρώσεως σχετικά με τη σύμπραξη για το κιτρικό οξύ, τονίζεται ότι, μολονότι η εκδοθείσα στις Ηνωμένες Πολιτείες απόφαση αναφέρει το γεγονός ότι η σύμπραξη για τη λυσίνη είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό της παραγωγής και την αύξηση των τιμών της λυσίνης «στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού», ουδόλως αποδείχθηκε ότι η επιβληθείσα στις Ηνωμένες Πολιτείες κύρωση σκοπούσε τις εφαρμογές ή τα αποτελέσματα της συμπράξεως πλην αυτών που επήλθαν στη χώρα αυτή […] και συγκεκριμένα στον ΕΟΧ […]. Η τελευταία αυτή παρατήρηση ισχύει επίσης για την κύρωση που επιβλήθηκε στον Καναδά. […]. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση των προσφευγουσών που αντλείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τη φερομένη υποχρέωση συνυπολογισμού των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί προγενέστερα από τις αρχές τρίτου κράτους […]» (23).

    51.   Όσον αφορά την προβαλλομένη προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, το Πρωτοδικείο επισήμανε κατ’ αρχάς ότι με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς τις κατευθυντήριες γραμμές καθόσον, προβαίνοντας στον καθορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, παρέλειψε να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών των δύο επιχειρήσεων επί της αγοράς της λυσίνης στον ΕΟΧ και «παρέβη το σημείο 1 Α, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών» (24).

    52.   Παρόλα αυτά, το Πρωτοδικείο απέκλεισε ότι το γεγονός ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο κύκλος εργασιών επί της οικείας αγοράς συνιστά προσβολή της αρχής της αναλογικότητας. Στην ADM Company και ADM Ingredients που ισχυρίζονταν ότι το ποσόν του προστίμου ήταν δυσανάλογο καθόσον αντιστοιχούσε στο 115 % του κύκλου εργασιών που είχαν πραγματοποιήσει στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραβάσεως, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι «στο μέτρο που το τελικό ποσό του προστίμου δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της ADM κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραβάσεως, δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως δυσανάλογο από το γεγονός και μόνον ότι υπερβαίνει τον πραγματοποιηθέντα στην οικεία αγορά κύκλο εργασιών» (25).

    53.   Εξάλλου, το Πρωτοδικείο απέρριψε την επιχειρηματολογία της ADM Company και της ADM Ingredients ότι η προσβολή της αρχής της αναλογικότητας προέκυψε από το ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε με τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται η παράβαση ήταν σχετικά μικρός σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του συνόλου των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις αυτές. Συναφώς, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι «από τη σύγκριση των διαφόρων κύκλων εργασιών των προσφευγουσών για το έτος 1995 προκύπτουν δύο πληροφοριακά στοιχεία. Αφενός, είναι αληθές ότι ο κύκλος εργασιών που προέρχεται από τις πωλήσεις της λυσίνης στον ΕΟΧ μπορεί να θεωρηθεί μικρός σε σχέση με τον συνολικό κύκλο εργασιών, εφόσον ο πρώτος αντιστοιχεί μόνο στο 0,3 % του δευτέρου. Αφετέρου, προκύπτει, αντιθέτως, ότι ο κύκλος εργασιών που αντιστοιχεί στις πωλήσεις της λυσίνης στον ΕΟΧ (41 εκατομμύρια ευρώ […]) αντιπροσωπεύει σχετικά σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η ADM στην παγκόσμια αγορά της λυσίνης (202 εκατομμύρια ευρώ […]) εν προκειμένω πλέον του 20 %. Επομένως, στο μέτρο που οι πωλήσεις της λυσίνης στον ΕΟΧ αντιπροσωπεύουν όχι ένα μικρό ποσοστό αλλά ένα σημαντικό μέρος του τελευταίου αυτού κύκλου εργασιών, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να υποστηριχθεί εγκύρως προσβολή της αρχής της αναλογικότητας τούτο δε τοσούτω μάλλον που το βασικό ποσό του προστίμου δεν καθορίστηκε μόνο βάσει του απλού υπολογισμού επί του συνολικού κύκλου εργασιών, αλλά και επί του τομεακού κύκλου εργασιών και άλλων κρισίμων για την υπόθεση στοιχείων που αφορούν την ίδια τη φύση της παραβάσεως, τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά, την έκταση της επηρεαζομένης αγοράς, το αναγκαστικό αποτρεπτικό περιεχόμενο της κυρώσεως, το μέγεθος και τη δύναμη των επιχειρήσεων» (26).

    54.   Τέλος, το Πρωτοδικείο απέκλεισε ότι με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή δεν απέδειξε πρόσφορα ότι η σύμπραξη είχε συγκεκριμένες συνέπειες στην αγορά.

    55.   Συναφώς, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η Επιτροπή προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ότι η προσαπτομένη σύμπραξη i) περιόρισε τους όγκους των πωλήσεων, ii) επέτρεψε στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν αμετάβλητα τα μερίδιά τους αγοράς και iii) προκάλεσε άνοδο των τιμών σε επίπεδο υψηλότερο από το αναμενόμενο σε διαφορετική περίπτωση (27).

    56.   Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, προέκυψε ότι «από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων που αφορούν τη φύση της παραβάσεως και τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της η Επιτροπή εκτίμησε ορθώς, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως της οικείας γεωγραφικής αγοράς (τον ΕΟΧ), ότι η σύμπραξη συνιστούσε «πολύ σοβαρή παράβαση» υπό την έννοια του σημείου 1 Α, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών» (28).

    57.   Ως συμπέρασμα της αναλύσεως αυτής, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο α) επιβεβαίωσε κατ’ ουσία την πραγματοποιηθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής εκτίμηση της παραβάσεως, β) έκανε πάντως δεκτό ότι, για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και σύμφωνα με το κείμενο των κατευθυντηρίων γραμμών, οι προσαυξήσεις ή οι μειώσεις που υπολογίζονται με την εφαρμογή επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εφαρμόζονται στο βασικό ποσό του προστίμου και όχι, όπως έπραξε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση, στο ποσό που προκύπτει από μια πρώτη προσαύξηση πραγματοποιηθείσα κατ’ εφαρμογήν άλλων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων (29), και γ) κατά συνέπεια, μείωσε το ποσό του επιβληθέντος στην ADM Company και ADM Ingredients προστίμου καθορίζοντάς το σε 43 875 000 ευρώ.

    3. Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

    58.   Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 19 Σεπτεμβρίου 2003, η ADM Company και η ADM Ingredients ζήτησαν από το Δικαστήριο να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή που στρεφόταν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ή, επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει τα πρόστιμα που τους είχαν επιβληθεί, ή, έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση και να αναπέμψει εκ νέου την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο όσον αφορά την ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.

    59.   Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αναίρεση και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    III – Νομική ανάλυση

    60.   Οι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούν:

    i)      την προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας καθόσον αφορά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών στις παραβάσεις που διεπράχθησαν προ της εκδόσεώς τους·

    ii)      την προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον επιβλήθησαν κυρώσεις στις αναιρεσείουσες διαφορετικώς από ό,τι στις επιχειρήσεις που είχαν διαπράξει παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού την ίδια εποχή με το καρτέλ της λυσίνης·

    iii)      την προσβολή της αρχής της non bis in idem όσον αφορά το ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στις προσφεύγουσες από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά και την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως του Πρωτοδικείου συναφώς·

    iv)      την μη ακριβή εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά·

    v)      την προσβολή της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησαν οι αναιρεσείουσες στην οικεία αγορά, τη συναφή έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως του Πρωτοδικείου και την πλάνη περί το δίκαιο που διέπραξε το Πρωτοδικείο παραλείποντας να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών στην οικεία αγορά αφού δέχτηκε ότι η Επιτροπή παραβίασε τις κατευθυντήριες γραμμές·

    vi)      την προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο θέμα καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου.

    61.   Θα εκτιμήσω τώρα τους διάφορους λόγους αναιρέσεως με τη σειρά που προαναφέρθηκαν.

    1. Επί της προσβολής της αρχής της μη αναδρομικότητας

    62.   Όπως μόλις υπενθύμισα, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες εταιρίες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή δεν προσέβαλε την αρχή της μη αναδρομικότητας.

    63.   Συναφώς, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, όπως αποδείχθηκε με τις αποφάσεις του 1994 σχετικά με τις συμπράξεις στον τομέα του τσιμέντου και του χαρτονιού, η Επιτροπή συνήθιζε πριν από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών, να υπολογίζει το ποσό των προστίμων στηριζόμενη στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων ο οποίος είχε πραγματοποιηθεί στην οικεία αγορά. Δυνάμει της εν λόγω μεθοδολογίας υπολογισμού, το ποσό των προστίμων αντιστοιχούσε γενικώς σε ποσοστό μεταξύ 2,5 και 9 % του προαναφερθέντος κύκλου εργασιών. Οι κατευθυντήριες γραμμές, προβλέποντας τρόπο υπολογισμού ο οποίος αντιθέτως δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων που μετέχουν στην παράβαση, συνεπάγονται επομένως ριζική τροποποίηση της πρακτικής που ακολουθούσε η Επιτροπή μέχρι το 1998.

    64.   Ωστόσο, όπως αναγνώρισε το ίδιο το Πρωτοδικείο, η αρχή της μη αναδρομικότητας απαιτεί οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού να αντιστοιχούν στις κυρώσεις που προβλέπονταν κατά την ημερομηνία που διαπράχθηκε η παράβαση. Επομένως, ως εκ τούτου, η Επιτροπή έπρεπε να επιβάλει κυρώσεις για τις παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού που διέπραξαν οι αναιρεσείουσες σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που ετύγχανε εφαρμογής κατά τον χρόνο διαπράξεως των εν λόγω παραβάσεων.

    65.   Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές στα περιστατικά που συνέβησαν πριν από την έναρξη ισχύος τους εφόσον, σύμφωνα με σαφώς θεσπισθείσα αρχή, δεν είχε την εξουσία να μη λαμβάνει υπόψη κατά την κρίση της κανόνες που έχει επιβάλει η ίδια στον εαυτόν της. Η εν λόγω αρχή ισχύει όχι μόνον ως προς γραπτούς κανόνες αλλά και σε σχέση με πάγια πρακτική, όπως η πρακτική που είχε καθορίσει η Επιτροπή πριν από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών.

    66.   Τέλος, σύμφωνα με τις αναιρεσείουσες, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνάγοντας από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και, ειδικότερα, από την απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (30), ότι κατά τη διαδικασία καθορισμού του ποσού των προστίμων η Επιτροπή είναι πλήρως ελεύθερη να αυξάνει το επίπεδό τους για να πληροί τις απαιτήσεις της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού.

    67.   Πράγματι, παρατηρούν οι αναιρεσείουσες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει την εξουσία αυτή, η εν λόγω εξουσία υπόκειται σε όρια απορρέοντα από το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα:

    –       οι διατάξεις που αφορούν τις παραβάσεις και τις κυρώσεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς και ευνοϊκώς προς το πρόσωπο στο οποίο προσάπτεται η παράβαση·

    –       προβαίνοντας στον καθορισμό του ποσού των προστίμων η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την αρχή της ασφαλείας δικαίου, της οποίας έκφραση αποτελεί η αρχή της μη αναδρομικότητας και σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις πρέπει να μπορούν να προβλέπουν τις προκύπτουσες από τη συμπεριφορά τους συνέπειες. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατά τα λοιπά, τα πρόστιμα μπορούν να έχουν αληθές αποτρεπτικό αποτέλεσμα·

    –       η εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής πρέπει να περιορίζεται σ’ αυτό που είναι αυστηρώς απαραίτητο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού·

    –       η Επιτροπή πρέπει να δρα τηρώντας την αρχή της μη αναδρομικότητας. Ωστόσο, το να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να εφαρμόζει αναδρομικώς συγκεκριμένη μεθοδολογία υπολογισμού των προστίμων συνεπάγεται μη δικαιολογημένη δυσμενή διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που διέπραξαν παραβάσεις σε θέματα ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου αλλά στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες.

    68.   Από την πλευρά της, η Επιτροπή υπερασπίζεται τη συλλογιστική που ακολούθησε το Πρωτοδικείο και απαντά στις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών παρατηρώντας ότι:

    –       στα θέματα καθορισμού του ποσού των προστίμων για παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ουδέποτε υπήρξε πάγια πρακτική, ακολουθηθείσα με συνέπεια από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της εκδόσεως των κατευθυντηρίων γραμμών·

    –       ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη τέτοιας πρακτικής, η προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής αναγνώρισε στην Επιτροπή, αν και εντός των ορίων του άρθρου 15 του κανονισμού 17 και με την τήρηση των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, την εξουσία να μη λαμβάνει υπόψη κατά την κρίση της πάγια πρακτική σε θέματα προστίμων στην περίπτωση που τούτο είναι αναγκαίο για την πραγματοποίηση των σκοπών της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού·

    –       ελλείψει κατευθυντηρίων γραμμών, επομένως, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να επιβάλει στις αναιρεσείουσες το πράγματι επιβληθέν πρόστιμο·

    –       αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, η εν λόγω εξουσία δεν είναι απόλυτη. Αφενός, περιορίζεται με τις προϋποθέσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, αφετέρου, οι επιχειρήσεις πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν τις κυρώσεις που τυγχάνουν εφαρμογής για τις παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, καθόσον οι κυρώσεις αυτές αναφέρονται ρητώς στο ίδιο το άρθρο 15·

    –       μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή πρέπει να δρα τηρώντας την αρχή της ασφαλείας του δικαίου, η εν λόγω αρχή δεν απαιτεί ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν εκ των προτέρων και με ακρίβεια το ποσόν του προστίμου που μπορεί να τους επιβληθεί λόγω παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

    69.   Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ούτε η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και σε πραγματικά περιστατικά τα οποία συνέβησαν πριν από την έναρξη ισχύος των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών συνιστά παράβαση του άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), μνημονευθείσα πλειστάκις από τις αναιρεσείουσες.

    70.   Στην υπόθεση Coëme κατά Βελγίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε πράγματι ότι η αρχή της μη αναδρομικότητας δεν προσβάλλεται όταν η επιβληθείσα ποινή μπορούσε να επιβληθεί και κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Εφόσον, δυνάμει της εξουσίας εκτιμήσεως της οποίας απολαύει στον τομέα αυτόν, ακόμα και το 1995 η Επιτροπή μπορούσε να επιβάλει στις αναιρεσείουσες το πρόστιμο που τους επέβαλε πράγματι στη συνέχεια, δεν μπορεί εν προκειμένω να υπάρξει προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας.

    71.   Προτείνοντας στο Δικαστήριο απάντηση στους προβληθέντες από τις αναιρεσείουσες ισχυρισμούς, επιβάλλεται να υπομνησθούν οι προτάσεις μου σχετικά με την απόφαση Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής (31), όπου αιτιολόγησα πλήρως τη θέση μου επί των αναφερομένων ερωτημάτων. Οι αναιρεσείουσες στις υποθέσεις εκείνες είχαν και αυτές πράγματι υποστηρίξει ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού που διαπράχθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως ισχύος των γραμμών αυτών συνιστά προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας.

    72.   Παραπέμποντας στις προτάσεις εκείνες για λεπτομερέστερη επιχειρηματολογία, περιορίζομαι εδώ να υπενθυμίσω ότι πρότεινα συναφώς στο Δικαστήριο να απορρίψει την άποψη των αναιρεσειουσών. Πράγματι, έκρινα κατ’ αρχάς ότι οι κατευθυντήριες γραμμές παραμένουν εντός των ορίων του άρθρου 15 του κανονισμού 17, διότι ο υπολογισμός των προστίμων εξακολουθεί να πραγματοποιείται ανάλογα με τα δύο κριτήρια που αναφέρονται συναφώς (τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως) και εντός του ανωτάτου ορίου του 10 %. Αφετέρου, υπενθύμισα την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί, με την προϋπόθεση να παραμένει εντός των ορίων αυτών, να αυξήσει το γενικό επίπεδο των προστίμων προκειμένου να καταστήσει αποτελεσματικότερη την πολιτική της ανταγωνισμού (32). Εξάλλου, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι αναιρεσείουσες, κατά τον χρόνο που διαπράχθησαν οι παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες μπορούσαν να προβλέψουν αύξηση του επιπέδου των προστίμων εφόσον το Δικαστήριο είχε ρητώς αναγνωρίσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβαίνει σε τέτοιου είδους αυξήσεις (33).

    73.   Επομένως, στις προαναφερθείσες προτάσεις δέχθηκα ότι η Επιτροπή δεν προσέβαλε την αρχή της μη αναδρομικότητας εφόσον, ακόμη και εφαρμόζοντας τη νέα μεθοδολογία υπολογισμού που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές, τήρησε εν πάση περιπτώσει τα όρια του άρθρου 15 του κανονισμού 17 όπως έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    74.   Επειδή η απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει ακόμη εκδοθεί συναφώς, δεν βλέπω κανέναν λόγο να μη ληφθεί υπόψη η γνώμη που εξέφρασα επί της προαναφερθείσας υποθέσεως Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής.

    75.   Κατά συνέπεια, κρίνω ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    2. Επί της προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

    76.   Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως υπολογίζοντας για ορισμένες επιχειρήσεις τις κυρώσεις που επεβλήθησαν για τις παραβάσεις που διαπράχθησαν κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου σύμφωνα με τη νέα μεθοδολογία που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές, και για άλλες, σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της.

    77.   Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαιτεί ότι οι επιχειρήσεις που διέπραξαν παραβάσεις της ίδιας φύσεως και κατά τη διάρκεια συνακολούθων χρονικών περιόδων υπόκεινται στις ίδιες κυρώσεις, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας, η οποία είναι κατ’ ανάγκη τυχαία, κατά την οποία εκδόθηκε απόφαση στρεφομένη εναντίον τους. Παρ’ όλ’ αυτά, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι εν προκειμένω δεν υπάρχει προσβολή της αρχής αυτής, έχοντας πεισθεί ακόμη μια φορά ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν τροποποίησαν το νομικό πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

    78.   Κρίνοντας τοιουτοτρόπως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, η τροποποίηση πάγιας διοικητικής πρακτικής συνιστά μεταβολή του νομικού πλαισίου, εφόσον καταλήγει σε μεταβολή των διατάξεων τις οποίες υποχρεούται να τηρεί η Επιτροπή.

    79.   Η Επιτροπή αντικρούει ότι τα προβληθέντα από τις αναιρεσείουσες επιχειρήματα συνδέονται στενώς με τα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβληθεί ως προς την αιτίαση που αντλείται από την προβαλλομένη προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας. Επομένως, προκύπτει ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα για τους ίδιους λόγους με τους λόγους που αναπτύχθηκαν προηγουμένως.

    80.   Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της προγενέστερης της εκδόσεως των κατευθυντηρίων γραμμών περιόδου, μπορούσε να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που προβλέπεται συναφώς ή να επιβάλει κυρώσεις αντιστοίχου ποσού. Με άλλα λόγια, οι κυρώσεις λόγω της προσβολής των κανόνων ανταγωνισμού, στις οποίες υπόκεινταν πριν από το 1998 οι επιχειρήσεις, είναι παρεμφερείς με τις κυρώσεις που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές.

    81.   Το γεγονός ότι τα επιβληθέντα στις επιχειρήσεις πρόστιμα πριν από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών ήταν στην πράξη λιγότερο υψηλά οφείλεται αποκλειστικώς σε πολιτική επιλογή της Επιτροπής, η οποία είχε την εξουσία εκτιμήσεως, όπως αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, να αυξήσει τα επίπεδα των προστίμων για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού.

    82.   Νομίζω επίσης, όπως και η Επιτροπή, ότι η αιτίαση που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως συνιστά επαναδιατύπωση, με άλλη νομική μορφή, των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ως προς την προβαλλομένη προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας. Πράγματι, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν την προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μόνον λόγω του γεγονότος ότι το καθεστώς των κυρώσεων στο οποίο υποβλήθηκαν δεν ήταν ίδιο με το καθεστώς που επεφύλασσε η Επιτροπή σε άλλες συμπράξεις που συνάφθηκαν κατά τον ίδιο χρόνο με τη σύμπραξη στον τομέα της λυσίνης, οι οποίες όμως αποτέλεσαν το αντικείμενο αποφάσεων προγενεστέρων της εκδόσεως των κατευθυντηρίων γραμμών.

    83.   Κατά συνέπεια, και πάλι οι αναιρεσείουσες εκκινούν από την προϋπόθεση ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού που έχουν διαπραχθεί σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεώς τους, εφόσον δεν εμπίπτουν στο κατασταλτικό σύστημα που ισχύει κατά την ημερομηνία διαπράξεως των εν λόγω παραβάσεων.

    84.   Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πάντως βάσιμος όπως είδαμε προηγουμένως. Συναφώς, παραπέμπω απλώς στις κρίσεις που εκτέθηκαν στα σημεία 70 και 71 ανωτέρω, όπου υπενθύμισα ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν προσέβαλε την αρχή της μη αναδρομικότητας εφόσον i) είχε την εξουσία να αυξήσει κατά τη διακριτική της ευχέρεια το γενικό επίπεδο των κυρώσεων με την προϋπόθεση συμμορφώσεως στις διατάξεις σε θέματα προστίμων λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού που ίσχυε κατά τον χρόνο διαπράξεως των προσαπτομένων παραβάσεων και ii) η μεθοδολογία υπολογισμού των κατευθυντηρίων γραμμών συνάδει πλήρως με το νομικό πλαίσιο του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

    85.   Επομένως, κρίνω ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    3. Επί της προσβολής της αρχής non bis in idem και επί της ελλείψεως αιτιολογίας της αποφάσεως του Πρωτοδικείου συναφώς

    86.   Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν την απόφαση του Πρωτοδικείου διότι δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να αφαιρέσει από το καθορισθέν με την προσβαλλομένη απόφαση πρόστιμο το ποσόν των ήδη επιβληθέντων στην ADM Company προστίμων στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, προσέβαλε την αρχή non bis in idem.

    87.   Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσθέτουν ότι το Πρωτοδικείο δεν απάντησε ορθώς στα επιχειρήματά τους ότι η Επιτροπή προσέβαλε την εν λόγω αρχή και διότι υποχρεούνταν να λάβει υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της ADM Company, δηλαδή κύκλο εργασιών που είχε ήδη εν μέρει ληφθεί υπόψη από τις αμερικανικές και καναδικές αρχές για τον καθορισμό των προστίμων.

    88.   Οι αναιρεσείουσες, αρχίζοντας από τον λόγο αναιρέσεως σχετικά με την προβαλλομένη προσβολή της αρχής non bis in idem, συνάγουν από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1969, υπόθεση 14/68, Wilhem κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1), και της 14ης Δεκεμβρίου 1972, υπόθεση 7/72, Boehringer κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 313), ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη κύρωση επιβληθείσα από τις αρχές τρίτης χώρας για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Η εν λόγω υποχρέωση συνιστά γενική αρχή του δικαίου που τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις καταστάσεις σωρεύσεως ποινών, ακόμη και αν οι ποινές αυτές προκύπτουν από την άσκηση διαφόρων κατασταλτικών εξουσιών στη διεθνή έννομη τάξη. Επομένως, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε κατά πολύ συσταλτικό τρόπο την προαναφερθείσα νομολογία όταν έκρινε «ότι δεν υφίσταται, επί του παρόντος, αρχή του δημοσίου διεθνούς δικαίου» (34) απαγορεύουσα τη σώρευση των κυρώσεων, όπως επίσης όταν περιόρισε το περιεχόμενο των θεσπιζομένων με τις εν λόγω αποφάσεις αρχών σε κυρώσεις που έχουν επιβληθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    89.   Εξάλλου, σύμφωνα με τις αναιρεσείουσες, το Πρωτοδικείο διαστρέβλωσε αποδεικτικά στοιχεία, δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογίας και έθιξε τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειουσών όταν έκρινε ότι οι αιτιάσεις που προσάπτει η Επιτροπή στην ADM, αφενός, και οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, αφετέρου, δεν ταυτίζονται, μολονότι η ταυτότητα αυτή προκύπτει σαφώς τόσο από την απόφαση της Επιτροπής όσο και τα από τα προσκομισθέντα από τις αναιρεσείουσες αποδεικτικά στοιχεία.

    90.   Αντιθέτως, σύμφωνα με την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο καθόρισε ορθώς, ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο της αρχής non bis in idem και τούτο διότι, κατά την άποψή της, στη διεθνή έννομη τάξη η εφαρμογή της εν λόγω αρχής μπορεί να προκύπτει μόνο από ρητές συμβατικές διατάξεις· εν προκειμένω, πάντως, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο, κανένα συμβατικό νομοθετικό κείμενο δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να αφαιρεί τα επιβληθέντα στην αλλοδαπή πρόστιμα ή να τα λαμβάνει υπόψη.

    91.   Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο ορθώς απέκλεισε στη συνέχεια ότι τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτουν στις αναιρεσείουσες η Επιτροπή και οι αμερικανικές και καναδικές αρχές ταυτίζονται. Πράγματι, πρέπει να γίνει διάκριση, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο στην απόφαση Boehringer, των συμβάσεων που συνάπτονται σε διεθνές επίπεδο οι οποίες αποτελούν την αφετηρία συμπράξεως (τα «πραγματικά περιστατικά») και μπορεί ενδεχομένως να είναι οι ίδιες, από το αντικείμενό τους και το πεδίο εφαρμογής τους. Εν προκειμένω, το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο αφορά ακριβώς μόνον την εκτέλεση της συμπράξεως στο έδαφος του ΕΟΧ, δηλαδή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από αυτά που επισήμαναν οι αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών.

    92.   Προσωπικώς, δεν συντάσσομαι με τα προβληθέντα από τις αναιρεσείουσες επιχειρήματα.

    93.   Κατ’ αρχάς, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, νομίζω επίσης ότι, εν προκειμένω, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η αρχή που απαγορεύει σε αρχές ή σε δικαστήρια διαφορετικών κρατών να ενάγουν και να καταδικάζουν πρόσωπο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά για τα οποία έχει ήδη κριθεί σε άλλο κράτος. Αντιθέτως, η άσκηση της κατασταλτικής εξουσίας θεωρείται ακόμη από τα κράτη ως μια από τις πιο σημαντικές εκφράσεις της κυριαρχίας τους, οπότε επιφυλάσσονται να παραιτηθούν από την άσκηση των εν λόγω εξουσιών όσον αφορά μη σύννομες ενέργειες που έχουν κάποια σχέση με την έννομη τάξη τους, ακόμη και αν η εν λόγω συμπεριφορά αποτέλεσε ήδη το αντικείμενο διαδικασιών εκ μέρους των αρχών άλλων κρατών.

    94.   Κατά τα λοιπά, τα ίδια πολυμερή νομοθετικά κείμενα που θεσπίζουν συναφώς την αρχή non bis in idem περιορίζουν γενικώς την εφαρμογή της μόνο στις δικαστικές αποφάσεις του ιδίου κράτους.

    95.   Υπενθυμίζω συναφώς το άρθρο 14, παράγραφος 7, της πασίγνωστης διεθνούς συμφωνίας σχετικά με τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα του 1966, το οποίο προβλέπει ότι «ουδείς διώκεται ή τιμωρείται λόγω παραβάσεως για την οποία έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί με οριστική απόφαση σύμφωνα με τη νομοθεσία και την ποινική οικονομία κάθε χώρας». Ωστόσο, κληθείσα να αποφανθεί επί του περιεχομένου της εν λόγω διατάξεως, η Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών διευκρίνισε ότι η διάταξη αυτή «απαγορεύει τη διπλή καταδίκη για το ίδιο πραγματικό περιστατικό μόνο στην περίπτωση προσώπων που έχουν δικαστεί σε ένα συγκεκριμένο κράτος» (35).

    96.   Η διατύπωση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 που συμπληρώνει την ΕΣΔΑ είναι ακόμη σαφέστερη συναφώς επιβεβαιώνοντας ότι «[ο]υδείς μπορεί να εναχθεί ή να καταδικασθεί ποινικώς από τα δικαστήρια του ιδίου κράτους λόγω παραβάσεως για την οποία είχε ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί με οριστική απόφαση σύμφωνα με τη νομοθεσία και την ποινική δικονομία του εν λόγω κράτους» (36).

    97.   Τούτο επιβεβαιώνεται περαιτέρω σαφώς με τη διεθνή νομολογία. Συγκεκριμένα, το διεθνές ποινικό δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία δεν δίστασε να αναγνωρίσει ότι «η αρχή non bis in idem εμφανίζεται κατά τον τάδε ή δείνα τρόπο ως αποτελούσα μέρος του εσωτερικού δικαίου πολλών χωρών. Η εν λόγω αρχή, ανεξαρτήτως του αν έχει καθοριστεί ως το αξίωμα non bis in idem, ή ως απαγόρευση διπλής καταδίκης ή ως η εξαίρεση που αντλείται από το δεδικασμένο σε ποινικά ζητήματα, προστατεύει υπό συνήθεις συνθήκες ένα πρόσωπο από διπλή δικαστική απόφαση ή από διπλή καταδίκη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Η εν λόγω αρχή έχει αποκτήσει ορισμένη διεθνή υπόσταση από τη στιγμή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 14, παράγραφος 7, της διεθνούς συμβάσεως σχετικά με τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα ως κανόνας για δίκαιη δίκη, αλλά εφαρμόζεται γενικώς κατά τρόπο ώστε καλύπτει μόνον τη διπλή δίωξη εντός του ιδίου κράτους. Η εν λόγω αρχή επιβάλλεται στο παρόν δικαστήριο καθόσον περιλαμβάνεται στον οργανισμό του και με τη μορφή υπό την οποίαν περιλαμβάνεται» (37).

    98.   Πολλά εθνικά συνταγματικά δικαστήρια συντάσσονται επίσης ρητώς με την προσέγγιση αυτή (38). Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 1987, παραδείγματος χάρη, το Bundesverfassungsgericht (Γερμανία) απέκλεισε ότι η εν λόγω αρχή «μπορεί να θεωρηθεί ως γενικώς αναγνωριζόμενη αρχή του διεθνούς δικαίου» (39). Επίσης, σε δύο τουλάχιστον αποφάσεις το Corte costituzionale (Ιταλία) δέχθηκε ότι το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω αρχή είναι κοινή στο σύνολο σχεδόν των εθνικών εννόμων τάξεων δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να θεωρηθεί ως γενική αρχή του διεθνούς δικαίου, εφαρμοστέα και στις αλλοδαπές αποφάσεις (40).

    99.   Πράγματι, υπενθυμίζω ότι, ακόμη και σε ένα ενσωματωμένο πλαίσιο όπως το κοινοτικό πλαίσιο, η αρχή non bis in idem επιβλήθηκε μόνο επειδή προβλέπεται σε ρητούς συμβατικούς κανόνες, όπως η σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (άρθρο 54) (41), η σύμβαση της προστασίας των δημοσιοοικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας (άρθρο 7) και η σύμβαση σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς στην οποία εμπλέκονται οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (άρθρο10).

    100. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμη προϋπόθεση της συλλογιστικής των αναιρεσειουσών, δηλαδή ότι υφίσταται γενική αρχή του δικαίου σύμφωνα με την οποία, ακόμη και αν δεν υπάρχουν ρητές συμβατικές διατάξεις, το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να καταδικαστεί πλέον της μιας φοράς σε διαφορετικά κράτη για την ίδια παράνομη συμπεριφορά, η εφαρμογή της εν λόγω αρχής εξαρτάται, όπως υπενθύμισε πρόσφατα το Δικαστήριο, «από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος» (42). Δηλαδή, μόνον υπό τις προϋποθέσεις αυτές μπορεί να γίνει λυσιτελώς λόγος για διπλή ποινή για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής αυτής. Ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη της τελευταίας αυτής αρχής, πρέπει να αποδειχθεί αν εν προκειμένω πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

    101. Ωστόσο, νομίζω ότι είναι προφανές ότι στην υπό κρίση υπόθεση ελλείπει τουλάχιστον μία από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις: η ταυτότητα του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο, «οι κινηθείσες διαδικασίες και οι επιβληθείσες από την Επιτροπή κυρώσεις, αφενός, και από τις αμερικανικές και καναδικές αρχές, αφετέρου, δεν [εξυπηρετούν], προδήλως, τους ίδιους σκοπούς. Αν στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για τη διασφάλιση μη νοθευμένου ανταγωνισμού στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή στον ΕΟΧ, η επιδιωκόμενη προστασία αφορά, στη δεύτερη περίπτωση, την αμερικανική ή καναδική αγορά» (43). Οι εν λόγω διαδικασίες δεν σκοπούν επομένως «την προστασία του ιδίου εννόμου συμφέροντος» (44).

    102. Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι η προϋπόθεση για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου των συμπράξεων και, ως εκ τούτου, για τη δράση της Επιτροπής είναι ακριβώς η ύπαρξη συμφωνίας, αποφάσεως ή συμφωνημένης πρακτικής «που μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών» καθώς και «να εμποδίσει, περιορίσει, νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς» (άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ). Αν δεν συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

    103. Επομένως, όταν η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις σε παράνομη συμπεριφορά, η οποία μπορεί όπως εν προκειμένω να έχει την αφετηρία της σε ενιαία «διεθνή στρατηγική», σκοπεί να διαφυλάξει συγκεκριμένο «συμφέρον», τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, και, κατά συνέπεια, διαφορετικό από αυτόν που προστατεύεται από τις αρχές των τρίτων χωρών. Η ιδιαιτερότητα του προστατευομένου εννόμου αγαθού δεν αντανακλάται μόνο στις αρχές και στους κανόνες που χαρακτηρίζουν το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, αλλά και στις εκτιμήσεις της Επιτροπής. Οι εν λόγω εκτιμήσεις συνίστανται κατ’ ουσίαν στη στοιχειοθέτηση κάθε φορά των αποτελεσμάτων των αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό προβαλλομένων συμπεριφορών στη συγκεκριμένη οικονομική δομή που παρουσιάζει η κοινή αγορά και μπορούν, ως εκ τούτου, να διαφέρουν ουσιωδώς από τις εκτιμήσεις στις οποίες έχουν ενδεχομένως προβεί οι αλλοδαπές αρχές.

    104. Προσθέτω ότι η απαίτηση της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (απαίτηση, η οποία, κατά τα λοιπά, ελλείπει πλήρως από την άποψη των αναιρεσειουσιών) αντιπροσωπεύει, κατά την άποψή μου, ουσιώδη πτυχή του υπό εξέταση ερωτήματος, καθόσον συνδέεται στενώς με τον θεμελιώδη σκοπό κάθε κατασταλτικού συστήματος: τον καθορισμό των συμφερόντων και αξιών που μια έννομη τάξη θεωρεί άξια προστασίας. Ωστόσο, για λόγους που προανέφερα κρίνω ότι, εν προκειμένω, πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση ως προς την ταυτότητα των εν λόγω συμφερόντων και αξιών.

    105. Δεν νομίζω ότι η αναφορά των αναιρεσειουσών στην αρχή που θέσπισε το Δικαστήριο με την απόφαση Wilhelm κ.λπ., ότι η Επιτροπή, καθορίζοντας το ποσόν του προστίμου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ήδη επιβληθείσες κυρώσεις στην επιχείρηση για πραγματικά περιστατικά διαπραχθέντα κατά παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους, μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Σύμφωνα με τις αναιρεσείουσες, δεν υπάρχει λόγος να μην επεκταθεί το περιεχόμενο της εν λόγω αρχής επιεικείας ή «φυσικού δικαίου» και σε κατασταλτικές αποφάσεις, εκδοθείσες από τις αρχές τρίτων κρατών.

    106. Παρόλα αυτά, όπως ορθώς διευκρίνισε το Πρωτοδικείο (45), το Δικαστήριο αναγνώρισε την αναφερθείσα αρχή ενόψει της ιδιαίτερης καταστάσεως που υφίσταται μεταξύ της Κοινότητας και προκύπτει, αφενός, από τη στενή αλληλεξάρτηση των εθνικών αγορών και της κοινής αγοράς και, αφετέρου, του ιδιαιτέρου συστήματος κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών σε θέματα συμπράξεων. Συγκεκριμένα, το κοινοτικό δίκαιο και τα εθνικά δίκαια του ανταγωνισμού αντιμετωπίζουν τις συμπράξεις από διαφορετικές απόψεις, οι οποίες όμως είναι συμπληρωματικές: «πράγματι ενώ το άρθρο [81 ΕΚ] τις αντιμετωπίζει με κριτήριο τα εμπόδια που μπορούν να δημιουργήσουν για το εμπόριο, μεταξύ κρατών μελών, οι εσωτερικές νομοθεσίες, εμπνεόμενες από δικές τους η καθεμιά σκέψεις, αντιμετωπίζουν τις συμπράξεις μόνο μέσα στο μοναδικό αυτό πλαίσιο» (46). Και στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο, όπου οι ίδιες παραβάσεις «που τελέστηκαν σε κοινοτικό έδαφος» (47) μπορεί να οδηγήσουν σε παράλληλες διαδικασίες ενώπιον των κοινοτικών εθνικών αρχών, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι «αν, όμως, η δυνατότητα διπλής διαδικασίας επρόκειτο να οδηγήσει σε σώρευση κυρώσεων, μια γενική απαίτηση επιεικείας […] επιβάλλει να ληφθεί υπόψη κάθε προηγούμενη κατασταλτική απόφαση για τον καθορισμό μιας ενδεχόμενης κυρώσεως» (48).

    107. Συναφώς, παρατηρείται ότι από τότε που το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση Wilhem κ.λπ. (έχουν παρέλθει πλέον των τριάντα ετών), οι πτυχές της αλληλεξάρτησης και της ενσωματώσεως των κοινοτικών και εθνικών συστημάτων προστασίας του ανταγωνισμού που ενέπνευσαν την εν λόγω απόφαση έχουν σημαντικά ενισχυθεί, ειδικότερα με την αποκέντρωση της εφαρμογής του κοινοτικού αντιμονοπωλιακού δικαίου που εισήχθη με τον πρόσφατο κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 (49). Επομένως, δημιουργήθηκε ένα πολύ πρωτότυπο σύστημα σύμφωνα με το οποίο, στο πλαίσιο και εντός των ορίων των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων, η Επιτροπή και οι αρχές των κρατών μελών προστατεύουν πράγματι «από κοινού» τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην επικράτεια της Κοινότητας (50).

    108. Αντιθέτως πρόκειται για εντελώς άλλη κατάσταση, όπως αυτή που μας απασχολεί, κυρώσεων που έχουν επιβληθεί από αρχές οι οποίες παρεμβαίνουν σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Τούτο εξηγεί, κατά την άποψή μου, γιατί η υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη ήδη επιβληθείσες κυρώσεις αναγνωρίστηκε ρητώς από το Δικαστήριο μόνο σε σχέση με αποφάσεις που προέρχονται από αρχές των κρατών μελών (51).

    109. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν συγκρίνεται με καταστάσεις όπου, κατά την κοινοτική νομολογία, η Επιτροπή υπόκειται στην εν λόγω υποχρέωση.

    110. Πάντως, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν, εκτός του τόσο ιδιαίτερου πλαισίου σχέσεων μεταξύ του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και των δικαίων των κρατών μελών, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη υπό άλλες συνθήκες, για λόγους επιεικείας, κατασταλτικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές. Αναφέρομαι κυρίως στην κατάσταση, η οποία είναι μάλλον ιδιαίτερη αλλά όχι εντελώς απίθανη, αγοράς προϊόντος που έχει πλήρως ενταχθεί στο διεθνές πεδίο, η οποία δηλαδή χαρακτηρίζεται από εντελώς ομογενείς συνθήκες ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, κατάσταση σωρεύσεως των ποινών μπορεί να κριθεί υπερβολική δεδομένου ότι όλα τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από διαφορετικές αρχές σκοπούν στην πραγματικότητα να επιβάλλουν κυρώσεις για τη ζημία που προκλήθηκε σε μια ενιαία και ακριβώς συνολική ανταγωνιστική δομή.

    111. Πρέπει παρ’ όλα αυτά να ειπωθεί ότι ακόμα και αν επιθυμούσαμε να επεκταθούμε υπό την έννοια αυτή, δεν νομίζω ότι θα αλλοιωνόταν το αποτέλεσμα στο οποία καταλήξαμε προηγουμένως, διότι εν προκειμένω δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Στην υπόθεσή μας, πράγματι, η Επιτροπή ?και το Πρωτοδικείο δεν επέκρινε την εν λόγω εξέταση? i) αναφέρθηκε ρητώς στην «αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ» και ii) επέβαλε κυρώσεις για τη συμμετοχή των αναιρεσειουσών σε συμφωνίες για τις τιμές και τους όγκους πωλήσεων που αφορούσαν συγκεκριμένα και ρητώς την εν λόγω αγορά ακόμη και εάν εντάσσονται σε σύνολο συμφωνιών και συμπεφωνημένων πρακτικών που έχουν συναφθεί σε διεθνές επίπεδο (52).

    112. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, όπως αναφέρθηκε, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογίας που υπέχει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Πράγματι, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να απαντήσει στο προβληθέν από τις αναιρεσείουσες επιχείρημα ότι η Επιτροπή προσέβαλε επίσης την αρχή της απαγορεύσεως της σωρεύσεως των κυρώσεων λαμβάνοντας υπόψη τον διεθνή κύκλο εργασιών της ADM Company, δηλαδή κύκλο εργασιών που περιλαμβάνει τον όγκο των υποθέσεων που πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και ο τελευταίος αυτός όγκος είχε ήδη ληφθεί υπόψη από τις αμερικανικές και καναδικές αρχές κατά τον υπολογισμό των προστίμων που επέβαλαν.

    113. Προκαταρτικώς, κρίνω πρόσφορο να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολόγηση αποφάσεως πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και πλήρης ώστε να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να ελέγχουν το περιεχόμενό της και να εξετάζουν, ενδεχομένως, τη σκοπιμότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητάς της και να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (53). Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι «η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των επιμάχων μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του» (54).

    114. Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, παρατηρείται ότι το υπό εξέταση ερώτημα εξαρτάται από τη λύση που έδωσε το Πρωτοδικείο στο ευρύτερο ερώτημα υπάρξεως και εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διπλών κυρώσεων. Πράγματι, είναι προφανές ότι, αν η εφαρμογή της εν λόγω αρχής είχε αποκλεισθεί εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να την παραβιάσει λαμβάνοντας υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της ADM Company.

    115. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο απέκλεισε την εφαρμογή της αρχής non bis in idem κατόπιν εμπεριστατωμένης αναλύσεως, που εκτίθεται στη σκέψη 85 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, των προβληθέντων από τους διαδίκους επιχειρημάτων. Το Πρωτοδικείο, έχοντας κρίνει συναφώς, συνήγαγε ευλόγως ότι δεν υφίσταται περαιτέρω παραβίαση της εν λόγω αρχής λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη κύκλο εργασιών ο οποίος είχε ήδη ληφθεί εν μέρει υπόψη κατά τον υπολογισμό των προστίμων που επεβλήθησαν από τις αρχές τρίτων χωρών (55).

    116. Επομένως, προφανώς, από την απόφαση προκύπτει σαφώς και πλήρως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της προαναφερθείσας νομολογίας, η συλλογιστική που οδήγησε το Πρωτοδικείο να απορρίψει και τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών σχετικά με το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών της ADM Company.

    117. Επομένως, κρίνω ότι, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

    118. Ενόψει των προηγουμένων θεωρήσεων, προτείνω κατά συνέπεια στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τρίτο και τέταρτο λόγο αναιρέσεως.

    4. Επί της αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τις συγκεκριμένες αρνητικές επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά

    119. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις συγκεκριμένες αρνητικές επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν απέδειξε, όπως αντιθέτως απαιτεί η κοινοτική νομολογία, ότι οι τιμές που εφαρμόζουν τα μέλη του καρτέλ είναι ανώτερες από τις τιμές που έπρεπε να εφαρμόζονται ελλείψει παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού. Επομένως, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως έκρινε ότι η Επιτροπή «κατέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως τις αρνητικές επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά» (56).

    120. Πριν από την ανάλυση αυτού του λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται συνοπτικώς ότι, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ και του άρθρου 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο αναιρέσεως «περιοριζόμενης σε νομικά ζητήματα». Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, νομικό ζήτημα που υπόκειται, καθ’ εαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (57).

    121. Όσον αφορά το ζήτημα της αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο, η νομολογία διευκρίνισε στη συνέχεια ότι «[τα] άρθρα 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας επιβάλλουν, ειδικότερα, στον αναιρεσείοντα, όταν προβάλλει αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Πρωτοδικείου, να παραθέσει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό αλλοίωσε και να αποδείξει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμηση της υποθέσεως, οδήγησαν το Πρωτοδικείο σ’ αυτή την αλλοίωση» (58).

    122. Ειδικότερα, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιλαμβάνει καν επιχειρηματολογία σκοπούσα ειδικώς στη διαπίστωση της νομικής πλάνης από την οποία ενδεχομένως πάσχει η απόφαση του Πρωτοδικείου, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονταν σε περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση απλώς επανεξετάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (59).

    123. Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι με την αίτηση αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες, αντίθετα προς τις τεθείσες με την προαναφερθείσα νομολογία προϋποθέσεις, δεν εξηγούν τίνι τρόπω το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία, αλλά ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν μόνον ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το επίπεδο τιμών που εξακριβώθηκε στην αγορά της λυσίνης κατόπιν της συμφωνίας του καρτέλ ήταν ανώτερο των τιμών που θα είχαν ισχύσει ελλείψει της συμπράξεως. Έναντι αυτής της ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων, το Πρωτοδικείο έπρεπε να έχει δεχθεί τα προβληθέντα από τις αναιρεσείουσες επιχειρήματα, συγκεκριμένα αυτά που περιλαμβάνονται σε δύο οικονομικές μελέτες που προσκομίστηκαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, και μπορούν να αποδείξουν ότι η σύμπραξη δεν είχε αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα.

    124. Ωστόσο, νομίζω ότι η προβληθείσα από τις αναιρεσείουσες κριτική της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου είναι αβάσιμη. Πράγματι, από την προσβαλλομένη απόφαση και την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή προσκόμισε διάφορα αποδεικτικά στοιχεία για την αύξηση των τιμών που προκλήθηκε από την σύμπραξη και τα εν λόγω στοιχεία εξετάστηκαν εμπεριστατωμένα από το Πρωτοδικείο, το οποίο επιπλέον επισήμανε ότι πολλά από τα στοιχεία αυτά δεν είχαν καν αμφισβητηθεί από τις αναιρεσείουσες (60). Περαιτέρω, παρατηρώ ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε επίσης τα αντίθετα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προτού καταλήξει ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να αντικρούσουν τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία (61).

    125. Επομένως, ο προβληθείς από τις αναιρεσείουσες λόγος αναιρέσεως δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη δυνάμενη να αποδείξει ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία. Κυρίως όμως ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αναδιατυπώνοντας τα ήδη απορριφθέντα από το Πρωτοδικείο επιχειρήματα, σκοπεί στην πραγματικότητα να αμφισβητήσει την πραγματοποιηθείσα από το εν λόγω δικαστήριο ανάλυση για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό επιπτώσεις του καρτέλ και, ως εκ τούτου, να αμφισβητήσει την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία, όπως μόλις υπενθύμισα, δεν τίθεται υπό συζήτηση στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως.

    126. Ενόψει των προηγουμένων θεωρήσεων, προτείνω επομένως στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απαράδεκτος.

    5. Επί της προσβολής της αρχής της αναλογικότητας

    127. Με τον έκτο, έβδομο και όγδοο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες θέτουν διάφορα ζητήματα που αφορούν την προβαλλομένη προσβολή της αρχής της αναλογικότητας. Προς διευκόλυνση της αναλύσεως, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω κατ’ αρχάς την αιτίαση που προβάλλεται με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως.

    128. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας κρίνοντας ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δεν είναι ανάλογο με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν στην οικεία αγορά, δηλαδή στην αγορά λυσίνης των ΕΟΧ.

    129. Κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, από τη νομολογία του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου προκύπτει, ειδικότερα από τις αποφάσεις KNP BT κατά Επιτροπής (62) και Parker Pen κατά Επιτροπής (63), ότι, στη διαδικασία καθορισμού του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά.

    130. Επομένως, στην περίπτωση που η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον εν λόγω κύκλο εργασιών, το πρόστιμο είναι οπωσδήποτε δυσανάλογο. Εξάλλου, τούτο αποδεικνύεται ακριβώς εν προκειμένω, όπου το επιβληθέν στην ADM Company και ADM Ingredients πρόστιμο είναι ίσο με το 115 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν στην οικεία αγορά.

    131. Η Επιτροπή ανταπαντά ότι ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές ούτε η κοινοτική νομοθεσία την υποχρεώνουν να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά για τους σκοπούς καθορισμού του ποσού των προστίμων. Ο εν λόγω κύκλος εργασιών είναι αντιθέτως ένα μόνον από τα στοιχεία που η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει συναφώς υπόψη.

    132. Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με την Επιτροπή, η απαίτηση της αναλογίας των προστίμων με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται στην οικεία αγορά δεν επιτρέπει την επίτευξη προστίμου, πράγματι αναλόγου προς τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, όπως απαιτεί το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Αντιθέτως, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη πολλά στοιχεία που οδηγούν στον καθορισμό του ποσού του προστίμου κατά τρόπο αρκούντως αποτρεπτικό. Εν προκειμένω, τα εν λόγω στοιχεία ελήφθησαν υπόψη.

    133. Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η μνημονευθείσα από τις αναιρεσείουσες νομολογία προς στήριξη της απόψεώς τους δεν είναι λυσιτελής.

    134. Ως προς την προαναφερθείσα υπόθεση KNP BT κατά Επιτροπής, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι τα πρόστιμα πρέπει να είναι ανάλογα με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιούνται στην οικεία αγορά, πρέπει παρ’ όλ’ αυτά να διευκρινιστεί ότι ο ισχυρισμός αυτός, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, συνδέεται στενώς με τη συγκεκριμένη περίπτωση, επίκληση της οποίας έγινε στην εν λόγω υπόθεση, και δεν τίθεται σε επίπεδο γενικής αρχής, η οποία είναι δεσμευτική για την Επιτροπή.

    135. Ως προς την προαναφερθείσα απόφαση Parker Pen κατά Επιτροπής, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην υπόθεση εκείνη το Πρωτοδικείο ουδόλως της επέβαλε να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά. Το Πρωτοδικείο της επέστησε μόνο την προσοχή να μην προσδώσει δυσανάλογη σημασία στο συνολικό κύκλο εργασιών όταν ο πραγματοποιηθείς στην οικεία αγορά αποτελεί ένα ελάχιστο μέρος του πρώτου αυτού κύκλου εργασιών. Παρ’ όλ’ αυτά, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε εν πάση περιπτώσει ότι ο κύκλος εργασιών στην οικεία αγορά είναι ένα μόνον από τα διάφορα στοιχεία που η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη κατά τη διαδικασία καθορισμού του προστίμου.

    136. Κατά τα λοιπά, η προαναφερθείσα υπόθεση Parker Pen κατά Επιτροπής είναι εντελώς διαφορετική από την υπό κρίση περίπτωση. Πράγματι, όσον αφορά κάθετη συμφωνία, είναι εύλογο ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιεί ο διανομέας, συγκεκριμένα η Parker Pen, στην αγορά του προϊόντος που αποτελεί το αντικείμενο της συμπράξεως. Η νομολογία αυτή δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση η οποία αφορά συμφωνία οριζόντιου τύπου.

    137. Κρίνω πρόσφορο να διευκρινίσω, προκαταρκτικώς, ότι η εκτίμηση της αναλογικότητας προστίμου σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως εμπίπτει στην εξουσία του δικαστικού ελέγχου επί της ουσίας που έχει απονεμηθεί στο Δικαστήριο με το άρθρο 17 του κανονισμού 17. Επομένως, μόνο το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή έκρινε ανά περίπτωση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των παρανόμων συμπεριφορών (64).

    138. Συνεπώς, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου μπορεί να φθάσει μόνον μέχρι την εξακρίβωση του αν το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη κατά τρόπο νομικώς ορθό όλα τα ουσιώδη στοιχεία για την εκτίμηση της παραβάσεως και αν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση των ζητημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες (65).

    139. Ειδικότερα, όσον αφορά τον φερόμενο δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να υποκαθιστά, για λόγους επιεικείας, την κρίση του στην κρίση του Πρωτοδικείου αποφαινομένου, κατά πλήρη δικαιοδοσία, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις, οι οποίες παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο (66).

    140. Επομένως, εν προκειμένω, και η ανάλυση του Δικαστηρίου πρέπει να περιορισθεί στο κατά πόσον το Πρωτοδικείο, επικυρώνοντας τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Επιτροπή κατά την επιμέτρηση των προστίμων και ελέγχοντας την εφαρμογή τους, ενδεχομένως δε διορθώνοντας την εφαρμογή αυτή, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (67).

    141. Λαμβανομένων υπόψη των ορίων του δικαστικού ελέγχου του Δικαστηρίου που προανέφερα, θα εξετάσω τώρα τον λόγο αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες.

    142. Συναφώς, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα δεν είναι πολύ σαφής. Πράγματι, το Πρωτοδικείο εξετάζοντας αν με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή τήρησε την αρχή της αναλογικότητας:

    –       υπενθύμισε ότι, δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών, η σοβαρότητα των παραβάσεων καθορίζεται σε σχέση με ποικίλα στοιχεία (σκέψη 183)·

    –       διευκρίνισε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές, αφενός, δεν προβλέπουν ότι το ποσόν των προστίμων υπολογίζεται με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά και, αφετέρου, δεν εμποδίζουν περαιτέρω να ληφθούν υπόψη αυτοί οι κύκλοι εργασιών κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου (σκέψη 187)·

    –       έκρινε ότι συνομολογείται ότι, κατά τη διαδικασία επιμετρήσεως του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ αλλά τον συνολικό κύκλο εργασιών και τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών στην αγορά της λυσίνης (σκέψη 191 και 192)·

    –       τόνισε ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε ρητώς ότι έλαβε υπόψη το συγκεκριμένο βάρος και συνεπώς τις πραγματικές επιπτώσεις η συνιστώσα παράβαση συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως στον ανταγωνισμό (σκέψη 194)·

    –       τόνισε ότι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι «το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως μπορεί να παράσχει ένδειξη για την έκταση της παραβάσεως στην οικεία αγορά» (68) (σκέψη 196)·

    –       έκρινε ότι η Επιτροπή, χωρίς να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών επί της οικείας αγοράς, παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές καθόσον αυτές απαιτούν να λαμβάνεται υπόψη η «πραγματική οικονομική δυνατότητα» και το «συγκεκριμένο βάρος» των εμπλεκομένων επιχειρήσεων (σκέψη 197).

    143. Παρ’ όλ’ αυτά, το Πρωτοδικείο, υποκαθιστώντας με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής, έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας εφόσον i) δεν μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία η ύπαρξη αρχής που επιβάλλει στην Επιτροπή να λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά· ii) ο κύκλος εργασιών που αντιστοιχεί στις πωλήσεις της λυσίνης στον ΕΟΧ αντιπροσωπεύει σχετικώς σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν οι αναιρεσείουσες στην παγκόσμια αγορά της λυσίνης, και iii) το βασικό ποσό του προστίμου δεν είχε καθοριστεί βάσει απλού υπολογισμού επί του συνολικού κύκλου εργασιών αλλά επίσης και σε σχέση με άλλα κρίσιμα στοιχεία (σκέψεις 200 έως 205).

    144. Η υιοθετηθείσα από το Πρωτοδικείο αιτιολόγηση είναι προφανώς εκ του λόγου αυτού αντιφατική. Πρώτον, το Πρωτοδικείο δέχθηκε προφανώς ότι η Επιτροπή πρέπει να υπολογίσει το ποσό του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά. Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο δεν δίστασε παρ’ όλ’ αυτά να δεχθεί ότι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως και, επομένως, το πρόστιμο έχει υπολογισθεί ορθώς.

    145. Ενόψει της ελλείψεως βεβαιότητας που διαφαίνεται από τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, κρίνω ως εκ τούτου πρόσφορο να εκτιμηθεί αν η αβεβαιότητα αυτή οδήγησε σε πλάνη εκτιμήσεως που μπορεί να καταστήσει ανίσχυρη την κρίση στην οποία κατέληξε το Πρωτοδικείο.

    146. Αρχίζω την εξέταση αυτή υπενθυμίζοντας, όπως ήδη έπραξα στις προτάσεις μου σχετικά με την προαναφερθείσα υπόθεση Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής (69), ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει ιδιαιτέρως ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να λάβει υπόψη για τους σκοπούς καθορισμού το ποσού των προστίμων. Όπως το ίδιο το Δικαστήριο παρατήρησε «η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη» (70). Μεταξύ των πολλών αυτών στοιχείων εκτιμήσεως της παραβάσεως μπορούν επίσης να περιλαμβάνονται, παραδείγματος χάρη, το μέγεθος και η οικονομική δύναμη των επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση, ο ρόλος που άσκησε η καθεμία από αυτές στην πραγματοποίηση της παραβάσεως, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι επιχειρήσεις (71).

    147. Ειδικότερα, όσον αφορά το ότι λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, στην απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «είναι δυνατόν, για τον καθορισμό του προστίμου, να λαμβάνεται υπόψη τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως […] όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως [χωρίς να πρέπει] να προσδίδει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα ποσά αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως» (72).

    148. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, μολονότι αποτελεί χρήσιμη και λυσιτελή ένδειξη της οικονομικής δύναμης της επιχειρήσεως, ο συνολικός κύκλος εργασιών και ο κύκλος εργασιών στην οικεία αγορά αντιπροσωπεύουν μόνον δύο από τους διάφορους παράγοντες που πρέπει να λάβει υπόψη η Επιτροπή για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά.

    149. Κατά τη γνώμη μου, το προαναφερθέν δεν αντικρούεται από την κρίση του Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα απόφαση KNP BT κατά Επιτροπής, στην οποία παρέπεμψαν πλειστάκις οι αναιρεσείουσες στην αίτησή τους αναιρέσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση εκείνη η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έλαβε εσφαλμένως υπόψη, στο στάδιο καθορισμού του προστίμου, πωλήσεις εντός του εν λόγω ομίλου, δηλαδή ένα μέρος του κύκλου εργασιών στην οικεία αγορά. Ενόψει των περιστάσεων αυτών δικαιολογείται ο ισχυρισμός του Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 61 και 62 εκείνης της αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών στην οικεία αγορά, περιλαμβανομένου του κύκλου που προκύπτει από τις εσωτερικές αγορές ενός ομίλου, έχει σημασία για τη διασφάλιση του ανάλογου χαρακτήρα του προστίμου, αποφεύγοντας ειδικότερα να ευνοηθούν αδικαιολόγητα οι ενσωματωθείσες κάθετα επιχειρήσεις.

    150. Στη συνέχεια, αντίθετα προς όσα προφανώς κρίνει το Πρωτοδικείο, η υποχρέωση αυτή δεν προκύπτει περαιτέρω από τις κατευθυντήριες γραμμές.

    151. Συναφώς, οι κατευθυντήριες γραμμές απλώς καλούν την Επιτροπή να «λαμβάνει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παράβασης να προξενεί σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές» (σημείο Α, πρώτο εδάφιο) και να λάβει υπόψη ότι, «οσάκις πρόκειται για παραβάσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις (παραδείγματος χάρη, συνασπισμοί επιχειρήσεων), θα είναι ενδεχομένως σκόπιμο να γίνεται στάθμιση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των ποσών που προκύπτουν για καθεμιά από τις τρεις κατηγορίες που προβλέπονται ανωτέρω, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης και, κατ’ επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς της για τον ανταγωνισμό ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παράβασης» (σημείο Α, έκτο εδάφιο).

    152. Άλλως, καθορίζοντας το ποσόν του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε το πρόστιμο να είναι ανάλογο προς το συγκεκριμένο βάρος και τις πραγματικές επιπτώσεις που προκάλεσε στην αγορά η συμπεριφορά κάθε επιχειρήσεως που μετείχε στη σύμπραξη. Προς τούτο όμως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε κάθε επιχείρηση στην οικεία αγορά, που κατά τα λοιπά δεν αναφέρεται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές. Πράγματι, όπως προανέφερα, ο εν λόγω κύκλος εργασιών είναι ένα μόνο από τα διάφορα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή. Πράγματι, εν προκειμένω, η Επιτροπή, όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο, στάθμισε το ποσόν των προστίμων σε σχέση με τη διάσταση και τους πόρους των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων λαμβάνοντας υπόψη άλλα λυσιτελή στοιχεία όπως ο συνολικός κύκλος εργασιών τους και ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών τους στον τομέα της λυσίνης. Βάσει των κριτηρίων αυτών, η Επιτροπή διαίρεσε στη συνέχεια τους μετέχοντες στο καρτέλ σε δύο ομίλους «για να λάβει υπόψη την πραγματική δυνατότητα των εν λόγω επιχειρήσεων να προκαλέσουν σημαντική ζημία στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ καθώς και την ανάγκη να ενεργήσει ώστε το ποσόν του προστίμου να έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα» (73), επιβάλλοντας βασικά ποσά προστίμων διαφορετικά για κάθε κατηγορία.

    153. Κατά τα λοιπά, υπενθυμίζεται ότι σε πολλές περιπτώσεις, ακριβώς ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών (συνολικός ή τομεακός) αποτελεί την κύρια ένδειξη της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως, η οποία, επομένως, διασφαλίζει την αναλογικότητα του προστίμου. Τούτο εξακριβώνεται, κατά την άποψή μου, ακριβώς παρουσία των πολυεθνικών επιχειρήσεων που δρουν σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες μπορούν να έχουν πολύ υψηλό συνολικό κύκλο εργασιών και σαφώς χαμηλότερο κύκλο εργασιών στην οικεία αγορά.

    154. Τέλος, υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι παρατηρείται ότι η εκτίμηση του κύκλου εργασιών στην οικεία αγορά δεν επιβάλλεται καν από το άρθρο 15 του κανονισμού 17, το οποίο, συναφώς, αναφέρεται αποκλειστικά στον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του προηγουμένου οικονομικού έτους.

    155. Τα προαναφερθέντα καταδεικνύουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη, εάν πρέπει να νοηθεί ούτως η αιτιολόγησή του, δεχόμενο ότι η Επιτροπή παραβίασε τις κατευθυντήριες γραμμές καθώς δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην οικεία αγορά.

    156. Πάντως, τίθεται το ερώτημα αν η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο μπορεί να καταστήσει ανίσχυρη την κρίση στην οποία κατέληξε, σύμφωνα με την οποία το ποσόν του προστίμου πρέπει να κριθεί εν πάση περιπτώσει ως ανάλογο βάσει των άλλων στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή. Πράγματι, ως γνωστόν, κατά πάγια νομολογία «αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενέχει παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, το δε διατακτικό της αποφάσεως είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί» (74).

    157. Ωστόσο, όπως μόλις επισήμανα για τον υπολογισμό των επιβληθέντων από την Επιτροπή προστίμων, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από το Πρωτοδικείο, ελήφθη προσηκόντως υπόψη η διαφορά των διαστάσεων και των πόρων των συμμετεχόντων στο καρτέλ. Επομένως, συνάγεται ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η απόφαση πάσχει από νομική πλάνη επί του σημείου αυτού, το διατακτικό της είναι παρ’ όλ’ αυτά βάσιμο.

    158. Κατά συνέπεια, κρίνω ότι ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    159. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο, αφού έκρινε ότι η Επιτροπή παραβίασε τις κατευθυντήριες γραμμές, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε στην οικεία αγορά και δεν καθόρισε, κατά συνέπεια, το ορθό ποσό των προστίμων.

    160. Συναφώς, με την επιφύλαξη των λεχθέντων ως προς τη μη ύπαρξη παραβάσεως των κατευθυντηρίων γραμμών εκ μέρους της Επιτροπής, νομίζω ότι ευκόλως μπορούμε να απαντήσουμε ότι κατά την εκτίμηση της μεθόδου που ακολουθήθηκε για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, το Πρωτοδικείο μπορεί επίσης να ασκήσει έλεγχο επί της ουσίας. Κατά τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο έχει την ευχέρεια να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση στην εκτίμηση της Επιτροπής, αν κρίνει ότι η Επιτροπή παρέβη διατάξεις ή προσέβαλε τις αρχές του δικαίου.

    161. Τούτο ακριβώς συνέβη εν προκειμένω. Πράγματι, το Πρωτοδικείο, αφού δέχθηκε ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τις κατευθυντήριες γραμμές, προέβη στη δική του εκτίμηση κρίνοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, το επιβληθέν πρόστιμο δεν ήταν δυσανάλογο.

    162. Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    163. Τέλος, με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του δεχόμενο ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε ήταν ανάλογο μολονότι η Επιτροπή προέβη σε ανακριβή εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών.

    164. Η Επιτροπή έχει σαφώς άλλη άποψη.

    165. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, και όπως παρατήρησα (βλ., ανωτέρω, σκέψη 109), η αιτιολόγηση αποφάσεως μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του ληφθέντος μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (75).

    166. Νομίζω ότι τούτο σημαίνει ότι, χωρίς να αποκλείεται ότι το Πρωτοδικείο δεν απάντησε ρητώς στο τάδε ή δείνα συγκεκριμένο επιχείρημα, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πληροί παρ’ όλ’ αυτά την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Πράγματι, το Πρωτοδικείο, αφού έκρινε ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές, εξακρίβωσε αν η εν λόγω παράβαση συνεπάγεται προσβολή της αρχής της αναλογικότητας των προστίμων. Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή τήρησε παρ’ όλ’ αυτά την εν λόγω αρχή και διευκρίνισε σαφώς τους λόγους για τους οποίους ήταν δυνατόν να καταλήξει σ’ αυτή την κρίση.

    167. Πράγματι, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 17 επιβάλλει το τελικό ποσό του προστίμου να μην υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως, ακριβώς ώστε το πρόστιμο να είναι ανάλογο της οικονομικής δύναμης της ίδιας της επιχειρήσεως. Επομένως, όταν, όπως εν προκειμένω, το ποσόν του προστίμου δεν υπερβαίνει το εν λόγω ανώτατο όριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ανάλογο.

    168. Από άλλη άποψη, το Πρωτοδικείο απέρριψε, αντικρούοντας πλήρως τα επιχειρήματα, την άποψη των αναιρεσειουσών ότι η κοινοτική νομοθεσία επιβάλλει στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών στην οικεία αγορά.

    169. Τέλος, το Πρωτοδικείο επιμελώς τόνισε ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως, η μέθοδος καθορισμού των προστίμων που ακολούθησε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση δεν οδήγησε στην επιβολή δυσανάλογου προστίμου. Ο κύκλος εργασιών που αντιστοιχεί στις πωλήσεις λυσίνης στον ΕΟΧ αντιπροσωπεύει πράγματι ένα σημαντικό σχετικά μέρος του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν οι αναιρεσείουσες στην παγκόσμια αγορά της λυσίνης. Εν πάση περιπτώσει, το βασικό ποσό του προστίμου δεν καθορίστηκε μόνο βάσει απλού υπολογισμού επί του συνολικού κύκλου εργασιών, αλλά και επί του τομεακού κύκλου εργασιών και άλλων κρισίμων για την υπόθεση στοιχείων που αφορούν την ίδια τη φύση της παραβάσεως, τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά, την έκταση της επηρεαζομένης αγοράς, το αναγκαστικό αποτρεπτικό περιεχόμενο της κυρώσεως, το μέγεθος και τη δύναμη των επιχειρήσεων (76).

    170. Επομένως, προφανώς ούτε ο έβδομος λόγος αναιρέσεως μπορεί να γίνει δεκτός.

    6. Επί της προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

    171. Τέλος, με τον ένατο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επικυρώνοντας τον καθορισμό εκ μέρους της Επιτροπής, για τους σκοπούς υπολογισμού του προστίμου, βασικού ποσού ίσου για την ADM Company και την ADM Ingredients, αφενός, και την Ajinomoto, αφετέρου, μολονότι η Ajinomoto κατέχει στην οικεία αγορά (στην αγορά της λυσίνης στον ΕΟΧ), μερίδια που αντιστοιχούν στο διπλάσιο περίπου των μεριδίων που κατέχει η ADM Company και ADM Ingredients. Επομένως, επιχειρήσεις διαφορετικών διαστάσεων αντιμετωπίστηκαν με παρεμφερή τρόπο. Ενόψει της εν λόγω διαφοράς μεγέθους και λόγω του γεγονότος ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών στην οικεία αγορά, το Πρωτοδικείο έπρεπε να μειώσει το βασικό ποσό για την ADM Company και την ADM Ingredients.

    172. Παρατηρώ κατ’ αρχάς ότι ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε υποθετική περίπτωση που νομίζω ότι είναι εσφαλμένη, δηλαδή ότι στη διαδικασία καθορισμού του ποσού των προστίμων η Επιτροπή πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο των εργασιών που πραγματοποιήθηκε στην οικεία αγορά. Ωστόσο, όπως επιδίωξα να αποδείξω προηγουμένως (ανωτέρω παράγραφοι 142 έως 151), τέτοιου είδους υποχρέωση δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την κοινοτική νομολογία, ούτε από το άρθρο 15 του κανονισμού 17, ούτε από το κείμενο των κατευθυντηρίων γραμμών.

    173. Επομένως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω βασικά ποσά δημιουργούν δυσμενή διάκριση λόγω του γεγονότος και μόνο ότι δεν καθορίστηκαν σε σχέση με τους κύκλους εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στην οικεία αγορά.

    174. Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, θα μπορούσε παρ’ όλ’ αυτά να γίνει λόγος, υποθετικώς, για προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αν το Πρωτοδικείο είχε δεχθεί τη νομιμότητα του βασικού ποσού που έτυχε εφαρμογής στην ADM Company μολονότι η επιχείρηση αυτή βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση σε σχέση με την Ajinomoto, δηλαδή σε σχέση με την επιχείρηση για την οποία υπολογίστηκε παρεμφερές βασικό ποσό. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή παραβιάζεται μόνον οσάκις παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (77).

    175. Πάντως, θεωρώ ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν παραβιάστηκε ούτε από την άποψη αυτή.

    176. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο απέδειξε ότι το βασικό ποσό των προστίμων καθορίστηκε από την Επιτροπή σε σχέση με ένα σύνολο στοιχείων μεταξύ των οποίων, περιλαμβάνεται, ιδίως, το μέγεθος και η οικονομική δύναμη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων (78). Για να ληφθεί υπόψη το τελευταίο αυτό στοιχείο, η Επιτροπή διαίρεσε τους μετέχοντες στο καρτέλ σε δύο ομάδες αναφερόμενη τόσο στον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών όσο και στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών στην αγορά της λυσίνης (79) και έκρινε, βάσει της συγκρίσεως αυτής, ότι στην ADM Company και στην Ajinomoto πρέπει να επιβληθεί το υψηλότερο βασικό ποσό.

    177. Επομένως, πρέπει να αποδειχθεί αν οι αναιρεσείουσες υπέστησαν δυσμενή μεταχείριση βάσει των δύο αυτών κριτηρίων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή (συνολικός παγκόσμιος κύκλος εργασιών και παγκόσμιος κύκλος εργασιών στον τομέα της λυσίνης), τα οποία έγιναν δεκτά από το Πρωτοδικείο, για τους σκοπούς της οριοθετήσεως των δύο ομάδων.

    178. Ωστόσο, από την εξέταση των προσκομισθέντων από τις αναιρεσείουσες με το υπόμνημά τους στοιχείων, προκύπτει ότι για τα δύο είδη του κύκλου εργασιών που έλαβε υπόψη η Επιτροπή, ο όγκος υποθέσεων που πραγματοποίησε η ADM Company ήταν σαφώς ανώτερος από τον όγκο που πραγματοποίησαν όλες οι άλλες επιχειρήσεις που μετείχαν στην σύμπραξη, περιλαμβανομένης, αν και σε μικρότερο βαθμό, της Ajinomoto (80).

    179. Επομένως, νομίζω ότι μπορώ να συμπεράνω ότι ο καθορισμός των βασικών ποσών, ο οποίος πληροί αντικειμενικά κριτήρια και έχει ιδία εσωτερική συνοχή (81), δεν οδήγησε σε προσβολή της αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε βάρος των αναιρεσειουσών.

    180. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο παρών λόγος αναιρέσεως.

    181. Τέλος, επισημαίνω ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες δεν είναι βάσιμος, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεώς τους δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    IV – Επί των δικαστικών εξόδων

    182. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, και λαμβανομένων υπόψη των προτάσεων στις οποίες κατέληξα όσον αφορά την απόρριψη της αναιρέσεως, κρίνω ότι οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

    V –    Πρόταση

    183. Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει:

    «1)      Να απορρίψει την αναίρεση.

    2)      Να καταδικάσει την Archer Daniels Midland Co. και την Archer Daniels Midland Ingredients Ltd στα δικαστικά έξοδα.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


    2 – Συλλογή 2003, σ. II-2597.


    3 – ΕΕ L 152, σ. 24.


    4 – Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).


    5 – ΕΕ 1998, C 9, σ. 3.


    6 – Σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν κατ’ αποκοπήν ποσά τα οποία θα αποτελέσουν, με την εκτίμηση της διάρκειας της παράβασης, το βασικό ποσό υπολογισμού του προστίμου. Για τις «ελαφρές» παραβάσεις, το εφαρμοστέο πρόστιμο ανέρχεται από ένα ελάχιστο ποσόν 1 000 ευρώ έως 1 εκατομμύριο ευρώ· για τις «σοβαρές» παραβάσεις, από 1 εκατομμύριο ευρώ έως 20 εκατομμύρια ευρώ και για τις «πολύ σοβαρές» παραβάσεις, το πρόστιμο ανέρχεται σε πλέον των 20 εκατομμυρίων ευρώ (σημείο 1, A, των κατευθυντηρίων γραμμών).


    7 – Το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει «προσαύξηση του βασικού ποσού για τις επιβαρυντικές περιπτώσεις όπως, π.χ.:


    – η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει/έχουν διαπιστώσει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση,


    – παντελής άρνηση συνεργασίας ή ακόμη και απόπειρες παρεμπόδισης της έρευνας κατά τη διεξαγωγή της,


    – η επιχείρηση έχει πρωτοστατήσει στην παράβαση ή έχει προτρέψει άλλες επιχειρήσεις να τη διαπράξουν,


    – επιβολή αντιποίνων εις βάρος άλλων επιχειρήσεων προκειμένου να εξασφαλισθεί η «συμμόρφωσή» τους με τις αποφασισθείσες παράνομες πρακτικές,


    – αναγκαιότητα προσαύξησης του προστίμου, ούτως ώστε αυτό να υπερβεί το ύψος του αθέμιτου οφέλους που αποκομίστηκε χάρη στην παράβαση, εφόσον είναι αντικειμενικά δυνατός ο υπολογισμός του,


    – άλλες περιστάσεις.»


    8 – Οι κατευθυντήριες γραμμές διευκρινίζουν συναφώς ότι «το βασικό ποσό ελαττώνεται αν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, π.χ. στις ακόλουθες περιπτώσεις:


    – η επιχείρηση έχει παίξει αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη διάπραξη της παράβασης ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων,


    – μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών,


    – παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (π.χ. επιτόποιοι έλεγχοι),


    – η επιχείρηση αμφέβαλε δικαιολογημένα σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της περιοριστικής πρακτικής,


    – η παράβαση διεπράχθη από αμέλεια και όχι εκ προθέσεως,


    – ουσιαστική συνεργασία της επιχείρησης στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεων της 18ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων […],


    – άλλες περιστάσεις».


    9 – Υπενθυμίζω ότι, στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στοιχειοθετείται ότι η ADM Company και η ADM Ingredients συμμετείχαν από τις 23 Ιουνίου 1992 έως τις 27 Ιουνίου 1995 στη συμφωνία για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις.


    10 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 191.


    11 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 41.


    12 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 51.


    13 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 70 έως 73.


    14 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 208.


    15 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 210.


    16 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 212 και 213.


    17 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 89 έως 91.


    18 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 92.


    19 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1972, 7/72 (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 313).


    20 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 98.


    21 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 99 και 100.


    22 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 101 και 102.


    23 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 103 και 104.


    24 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 197.


    25 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 200. Η υπογράμμιση δική μου.


    26 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 204 και 205.


    27 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 142 έως 169.


    28 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 171.


    29 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 371 έως 380.


    30 – Απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, υποθέσεις 100/80 έως 103/80 (Συλλογή 1983, σ. 1825).


    31 – Προτάσεις της 8ης Ιουλίου 2004 (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 έως 208/02 P και C-231/02 P, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


    32 – Βλ. τις προτάσεις στην προαναφερθείσα υπόθεση Dansk Rørindustri, παράγραφοι 159 έως 165.


    33 – Όπ.π., παράγραφοι 155 έως 160.


    34 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 92.


    35 – Απόφαση της 2ας Νοεμβρίου 1987, AP κατά Ιταλίας, ανακοίνωση 204/1986. Η υπογράμμιση δική μου. Η διάταξη «prohibits double jeopardy only with regard to an offence adjudicated in a given State».


    36 – Η υπογράμμιση δική μου.


    37 – Decision on the Defence Motion on the Principle of Non-bis-in-idem, Prosecutor κατά Duško Tadić, υπόθεση υπ’ αριθ. IT-94-1, T.Ch. II, 14 Νοεμβρίου 1995. Η υπογράμμιση δική μου. Το διεθνές ποινικό δικαστήριο έκρινε: «the principle of non bis in idem appears in some form as part of the internal legal code of many nations. Whether characterised as non bis in idem, double jeopardy or autrefois acquit, autrefois convict, this principle normally protects a person from being tried twice or punished twice for the same acts. This principle has gained a certain international status since it is articulated in Article 14 (7) of the International Covenant on Civil and Political Rights as standard of a fair trial, but it is generally applied so as to cover only a double prosecution within the same State. The principle is binding upon this International Tribunal to the extent that it appears in Statute, and in the form it appears there».


    38 – Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προφανώς μολονότι το μεγαλύτερο μέρος των δικαίων των κρατών της διεθνούς κοινότητας αναγνωρίζουν την αρχή non bis in idem, προβλέπουν, γενικώς, ότι η εν λόγω αρχή έχει αποκλειστικώς εσωτερικό περιεχόμενο. Παραδείγματος χάρη, πλην της περιπτώσεως πλάνης, μεταξύ των νομικών τάξεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μόνο το ολλανδικό δίκαιο αναγνωρίζει στις αλλοδαπές αποφάσεις ισχύ δεδικασμένου ανάλογη με αυτήν που προσδίδεται στις εθνικές αποφάσεις.


    39 – Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1987, 2 BvM 2/86. Ελεύθερη μετάφραση.


    40 – Ιταλικό Corte costituzionale, 18 Απριλίου 1967, υπ’ αριθ. 48, στο Giur. Cost., 1967, I, σ. 299· και 8 Απριλίου 1976, υπ’ αριθ. 69, στο Giur. Cost., 1976, σ. 432.


    41 – Όσον αφορά την εν λόγω Σύμβαση, νομίζω ότι είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, ενώ αναγνωρίζει την αρχή των non bis in idem στις σχέσεις μεταξύ συμβαλλομένων κρατών, προβλέπει πάντως στο άρθρο 55 τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή αυτή υπό διάφορες προϋποθέσεις.


    42 – Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P, C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 338).


    43 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 90. Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1987, 137/85, Maïzena κ.λπ. (Συλλογή 1987 σ. 4587), όπου το Δικαστήριο επέκλεισε την ύπαρξη προσβολής της αρχής των non bis in idem καθόσον οι δύο εγγυήσεις που ζητήθηκαν από το ίδιο πρόσωπο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά είχαν «εντελώς διαφορετικούς σκοπούς» (σκέψεις 22 και 23).


    44 – Βλ. επίσης την προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία προβλέπει στη σκέψη 338 ότι «[η αρχή non bis in idem] απαγορεύει συνεπώς την υποβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού». Η υπογράμμιση δική μου.


    45 – Βλ. αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 99 και την παρατιθέμενη νομολογία .


    46 – Προαναφερθείσα απόφαση Wilhem κ.λπ., σκέψη 3.


    47 – Προαναφερθείσα απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής, σκέψη 3.


    48 – Προαναφερθείσα απόφαση Wilhem κ.λπ., σκέψη 11.


    49 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Υπενθυμίζω ότι το νέο αυτό σύστημα θέσπισε ένα σύστημα «παράλληλων αρμοδιοτήτων», δηλαδή βάσει της συντρέχουσας εφαρμογής των αντιμονοπωλιακών κανόνων της Συνθήκης εκ μέρους της Επιτροπής καθώς και εκ μέρους των εθνικών αρχών και δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, οι εσωτερικές αρχές και τα δικαστήρια μπορούν στο εξής να εφαρμόζουν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.


    50 – Βλ. αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 99 και την παρατιθέμενη νομολογία.


    51 – Όπως ορθώς παρατήρησε το Πρωτοδικείο, το Δικαστήριο στην απόφαση Boehringer κατά Επιτροπής αναφέρθηκε μόνον υποθετικώς στην ενδεχόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη κυρώσεις που επιβλήθηκαν από αρχές τρίτου κράτους. Βλ. την προαναφερθείσα αυτή απόφαση, σκέψη 3.


    52 – Βλ. αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, μεταξύ άλλων τις σκέψεις 186 έως 212.


    53 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1998, C-259/96 P, Συμβούλιο κατά de Nil και Impens (Συλλογή 1998, σ. I-2915, σκέψεις 32-34), και της 17ης Μαΐου 2001, C-449/98 P, IECC κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-3875, σκέψη 70).


    54 – Προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 372.


    55 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 94.


    56 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 169.


    57 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2001, C-280/99 P έως C-282/99 P, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-4717, σκέψη 78), και την προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 49.


    58 – Προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50.


    59 – Βλ, μεταξύ άλλων, τη διάταξη της 9ης Ιουλίου 1998, C-317/97, Smanor κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-4269, σκέψη 21)· αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψη 35), και προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51.


    60 – Βλ. σημεία 261 έως 296 της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής και σκέψεις 153 έως 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, στη σκέψη 160, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι «οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν πραγματικά τη συσχέτιση που διαπίστωσε η Επιτροπή μεταξύ των πρωτοβουλιών τιμών και των τιμών που πράγματι εφαρμόστηκαν στην αγορά από τα μέρη του καρτέλ».


    61 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 161 έως 169.


    62 – Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-248/98 (Συλλογή 2000 σ. I-9641).


    63 – Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, T-77/92 (Συλλογή 1994, σ. II-549).


    64 – Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 128), και της 29ης Απριλίου 2004, C-359/01 P, British Sugar κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-4933, σκέψη 47).


    65 – Απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-4411, σκέψη 31).


    66 – Προαναφερθείσα απόφαση British Sugar κατά Επιτροπής, σκέψη 48.


    67 – Προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 365.


    68 – Η υπογράμμιση δική μου.


    69 – Βλ. σημεία 69 έως 75 και 103 έως 105.


    70 – Προαναφερθείσα απόφαση Ferriere Nord κατά Επιτροπής, σκέψη 33. Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, τη διάταξη της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-1611, σκέψη 54).


    71 – Προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, και απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπή (Συλλογή 1983, σ. 3461).


    72 – Προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ., σκέψη 121. Η υπογράμμιση δική μου.


    73 – Προσβαλλομένη απόφαση, παράγραφος 304.


    74 – Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico (Συλλογή2002, σ. I-11355, σκέψη 57). Συναφώς, βλ. επίσης, τις αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-3755, σκέψη 28)· της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-320/92 P, Finsider κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-5697, σκέψη 37), και της 13ης Ιουλίου 2000, C‑210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-5843, σκέψη 58).


    75 – Προαναφερθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 372, και απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I-7997, σκέψη 28).


    76 – Βλ. αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 205.


    77 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide (Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28), και της 28ης Ιουνίου 1990, C-174/89, Hoche (Συλλογή 1990, σ. I-2681, σκέψη 25).


    78 – Βλ., ειδικότερα, αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 205.


    79 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 191.


    80 – Αντιστοίχως 12 600 εκατομμύρια ευρώ και 202 εκατομμύρια ευρώ, σε σχέση με τα 5 000 εκατομμύρια ευρώ και 183 εκατομμύρια ευρώ που πραγματοποίησε η Ajinomoto.


    81 – Βλ., επίσης την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 211 έως 213.

    Top