Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CC0265

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Stix-Hackl της 11ης Ιανουαρίου 2005.
    Igor Simutenkov κατά Ministerio de Educación y Cultura και Real Federación Española de Fútbol.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Audiencia Nacional - Ισπανία.
    Συμφωνία εταιρικής σχέσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-Ρωσίας - Άρθρο 23, παράγραφος 1 - Άμεσο αποτέλεσμα - Όροι εργασίας - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Ποδόσφαιρο - Περιορισμός του ανά ομάδα αριθμού επαγγελματιών παικτών υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιούνται σε αγώνα πρωταθλήματος.
    Υπόθεση C-265/03.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-02579

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:6

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ

    CHRISTINE STIX-HACKL

    της 11ης Ιανουαρίου 2005 (1)

    Υπόθεση C-265/03

    Igor Simutenkov

    κατά

    Ministerio de Educación y Cultura

    και

    Real Federación Española de Fútbol

    [αίτηση της Audiencia Nacional (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Άρθρο 23 της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και συνεργασίας ΕΚ/Ρωσικής Ομοσπονδίας – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Περιορισμός του αριθμού παικτών από τρίτες χώρες οι οποίες δεν ανήκουν στον ΕΟΧ – Ποδόσφαιρο»





    I –    Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    1.     Αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως προδικαστικής παραπομπής είναι η ερμηνεία της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας (2) (στο εξής: συμφωνία), και μάλιστα το άμεσο αποτέλεσμα καθώς και η έννοια του άρθρου 23 αυτής σχετικά με τους όρους εργασίας. Η κύρια δίκη έχει ως αντικείμενο κανόνα θεσπισθέντα από αθλητική ομοσπονδία, ο οποίος περιορίζει τον αριθμό ποδοσφαιριστών από τρίτες χώρες στο πλαίσιο ορισμένων αγώνων.

    II – Το νομικό πλαίσιο

     Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

    2.     Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας ορίζει:

    «Με την επιφύλαξη των νόμων, των όρων και των διαδικασιών που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσουν ότι, σε σύγκριση με τους υπηκόους κράτους μέλους, δεν επιβάλλεται διακριτική μεταχείριση, λόγω ιθαγένειας, των νομίμως απασχολουμένων Ρώσων υπηκόων, στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους όσον αφορά τους όρους εργασίας, τις αποδοχές τους ή την απόλυσή τους.»

     Β –       Το εθνικό δίκαιο

    3.     Η άδεια ποδοσφαιριστή είναι το εκδιδόμενο από την Real Federación Española de Fútbol (RFEF) έγγραφο που επιτρέπει [σε αθλητή] την άσκηση του αθλήματος αυτού υπό την ιδιότητα του εγγεγραμμένου στην Ομοσπονδία παίκτη καθώς και τη συμμετοχή σε επίσημους αγώνες και αγώνες πρωταθλήματος ως παίκτη συγκεκριμένης ομάδας, σύμφωνα με το άρθρο 129.2 του γενικού κανονισμού της RFEF. Μεταξύ των εν λόγω αγώνων εθνικού επιπέδου πρέπει να επισημανθούν τα Campeonatos Nacionales (εθνικά πρωταθλήματα) της Liga de Primera y Segunda Diνisión (πρώτης και δεύτερης κατηγορίας), το Πρωτάθλημα Iσπανίας/Κύπελλο της Α.Μ. του Βασιλέως και η Supercopa. Ως εκ τούτου, για να συμμετάσχει ένας αθλητής στους αγώνες αυτούς απαιτείται να διαθέτει τη σχετική άδεια από την Ομοσπονδία.

    4.     Το άρθρο 173 του γενικού κανονισμού προβλέπει:

    «Οι ποδοσφαιριστές πρέπει να έχουν την ισπανική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου για να μπορούν να εγγραφούν και να αποκτήσουν την άδεια επαγγελματία παίκτη, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.»

    Το άρθρο 176 του γενικού κανονισμού ορίζει:

    «1. Οι ομάδες που συμμετέχουν σε επίσημες εθνικές αθλητικές συναντήσεις επαγγελματικού χαρακτήρα μπορούν να εγγράφουν αλλοδαπούς μη κοινοτικούς παίκτες των οποίων ο αριθμός ορίζεται στις σχετικές συμφωνίες μεταξύ της RFEF, του φορέα διοργανώσεως του εθνικού πρωταθλήματος επαγγελματικού ποδοσφαίρου και της ενώσεως Ισπανών ποδοσφαιριστών, οι οποίες ρυθμίζουν επίσης τον αριθμό των ποδοσφαιριστών της κατηγορίας αυτής που μπορούν να συμμετέχουν ταυτοχρόνως σε αγώνα.

    2. Δυνάμει της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των ως άνω φορέων στις 28 Μαΐου 1999, ο σχετικός κανόνας από την αγωνιστική περίοδο 2000/2001 έως την αγωνιστική περίοδο 2004/2005, συμπεριλαμβανομένων αυτών, είναι ο ακόλουθος […]

    3. Οι ποδοσφαιριστές που υπόκεινται στο καθεστώς που προβλέπει το παρόν άρθρο εντάσσονται στην ομοσπονδιακή οργάνωση με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις και υπόκεινται στους ίδιους κανόνες με τους εγγεγραμμένους επί τη βάσει του γενικού καθεστώτος.»

    5.     Το μη παρατεθέν χωρίο της παραγράφου 2 του άρθρου 176 αναφέρεται στον αριθμό αδειών για κάθε αγωνιστική περίοδο (στην πρώτη κατηγορία, 5 κατά την αγωνιστική περίοδο 2000/2001, 4 για καθεμία από τις επόμενες τρεις περιόδους και 3 για την περίοδο 2004/2005· στη δεύτερη κατηγορία, 4 για την αγωνιστική περίοδο 2000/2001, 3 για καθεμία από τις δύο επόμενες περιόδους και 2 για την τελευταία περίοδο) και στον αριθμό μη κοινοτικών παικτών που μπορούν να συμμετέχουν ταυτόχρονα στη σύνθεση της ομάδας σε ένα αγώνα (3 για την πρώτη κατηγορία σε καθεμία από τις πέντε αγωνιστικές περιόδους και στη δεύτερη κατηγορία 3 για καθεμία από τις δύο πρώτες και 2 για καθεμία από τις τρεις επόμενες αγωνιστικές περιόδους).

    III – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    6.     Ο Igor Simutenkov είναι Ρώσος υπήκοος, με άδεια παραμονής και εργασίας στο Βασίλειο της Ισπανίας. Ο I. Simutenkov εργάζεται ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, βάσει συμβάσεως με την Club Deportivo Teneriffa, και διαθέτει άδεια από την Ομοσπονδία ως παίκτης που δεν είναι υπήκοος χώρας της Κοινότητας ή του ΕΟΧ. Τον Ιανουάριο του 2001, επικαλούμενος τη συμφωνία, υπέβαλε, διά της ομάδας του, αίτηση στη RFEF να αντικατασταθεί η άδειά του με αυτή του κοινοτικού παίκτη. Η εν λόγω Ομοσπονδία απέρριψε την αίτηση δυνάμει των άρθρων 173 επ. του γενικού κανονισμού της και της συμφωνίας της 28ης Μαΐου 1999 μεταξύ της RFEF και της Liga Nacional de Fútbol Profesional.

    7.     Κατόπιν αυτού, ο I. Simutenkov προσέφυγε ενώπιον του τρίτου Juzgado de lo Social (δικαστηρίου εργατικών διαφορών) της Santa Cruz, Teneriffa, κατά της RFEF, ζητώντας την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματός του να μην υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω της ρωσικής του ιθαγένειας.

    8.     Το αίτημά του κρίθηκε βάσιμο από το 3ο Juzgado de lo Social της Santa Cruz, Teneriffa, το οποίο, με απόφαση της 19ης Απριλίου 2001, δέχθηκε την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως και του αναγνώρισε το δικαίωμα να αντιμετωπίζεται ως υπήκοος κράτους μέλους ως προς όλα τα αποτελέσματα στους όρους εργασίας του. Η απόφαση δεν τελεσιδίκησε, διότι τέθηκε ζήτημα συγκρούσεως δικαιοδοσιών.

    9.     Το Tribunal Supremo αποφάνθηκε ότι έχει δικαιοδοσία το Juzgado Central de lo Contencioso Administrativo. Το τελευταίο, με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, απέρριψε την προσφυγή του I. Simutenkov.

    10.   Ο I. Simutenkov άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως της Audiencia Nacional (Sala de lo Contencioso Administrativo). Με διάταξη της 4ης Μαρτίου 2003, η τελευταία αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Αποκλείει το άρθρο 23 της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφετέρου, υπογραφείσας στην Κέρκυρα στις 24 Ιουνίου 1994, την εφαρμογή, εκ μέρους αθλητικής ομοσπονδίας, σε επαγγελματία αθλητή ρωσικής ιθαγένειας απασχολούμενο νομίμως από ισπανική ομάδα ποδοσφαίρου, όπως αυτός της κύριας δίκης, κανόνα δυνάμει του οποίου οι ομάδες μπορούν να χρησιμοποιούν σε αγώνα πρωταθλήματος περιορισμένο αριθμό παικτών προερχομένων από τρίτα κράτη τα οποία δεν μετέχουν στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο;»

    IV – Νομική εκτίμηση

    11.   Επί του περιεχομένου του προδικαστικού ερωτήματος και προς εξέταση αυτού επιβάλλεται η επισήμανση ότι πρέπει να διερευνηθεί εκ προοιμίου το ζήτημα αν η οικεία διάταξη της συμφωνίας μπορεί να εφαρμοστεί απ’ ευθείας μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε ρητώς σχετικό ερώτημα.

     Α –       Επί του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 23 της συμφωνίας

    12.   Κατά πάγια νομολογία, διάταξη περιεχόμενη σε συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα με τρίτη χώρα πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται απ’ ευθείας όταν συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως.

    13.   Η συνδρομή αυτής της προϋποθέσεως πρέπει να εξεταστεί διττώς. Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η διάταξη μεμονωμένα με βάση το γράμμα της. Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί η συμφωνία ως τέτοια, ήτοι το αντικείμενο και η φύση της (ή οι σκοποί και το πλαίσιο). Το Δικαστήριο εφάρμοσε αυτή τη μέθοδο τόσο επί συμφωνιών συνδέσεως (3) όσο και επί συμφωνιών συνεργασίας (4).

    1)      Εξέταση της διατάξεως μεμονωμένα

    14.   Η μεμονωμένη εξέταση του άρθρου 23 της συμφωνίας πρέπει να έχει ως βάση το γράμμα του. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου διατυπώνονται σε πολλές γλώσσες και ότι οι αποδόσεις τους στις διάφορες γλώσσες είναι εξίσου αυθεντικές. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία μιας διατάξεως κοινοτικού δικαίου απαιτεί σύγκριση των αποδόσεών της στις διάφορες γλώσσες (5).

    15.   Η σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας δείχνει ότι το γράμμα και η σημασία του δεν συμπίπτουν σε όλες τις γλώσσες. Αν ληφθούν ως βάση οι δέκα επίσημες γλώσσες κατά τον χρόνο της υπογραφής, διαπιστώνονται τα ακόλουθα: Ενώ σε επτά γλώσσες (6), περιλαμβανομένης της ρωσικής, από τη διατύπωση της διατάξεως μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη υποχρεώσεως υπό την έννοια του «εξασφαλίζουν», σε τρεις γλώσσες (7) η διατύπωση παραπέμπει σε υποχρέωση καταβολής προσπαθειών προς επίτευξη αποτελέσματος. Η διατύπωση της διατάξεως στην ελληνική γλώσσα είναι «η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσουν», στην ισπανική γλώσσα «μεριμνούν ώστε» (velarán por que) και στην ολλανδική γλώσσα «φροντίζουν να […]».

    16.   Προς εξεύρεση του νοήματος του άρθρου 23 της συμφωνίας, θα μπορούσε να ληφθεί ως βάση το ελάχιστο κοινό περιεχόμενο των αποδόσεών της σε όλες τις γλώσσες και να συναχθεί η ύπαρξη υποχρεώσεως μόνον ως προς την καταβολή προσπαθειών για την επίτευξη αποτελέσματος. Ωστόσο, υπέρ αυτής της μεθόδου δεν συνηγορούν πειστικά επιχειρήματα ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου.

    17.   Άλλη λύση θα ήταν να αναζητηθεί το σαφέστερο κείμενο, ήτοι να μη ληφθούν υπόψη τα μη αντιπροσωπευτικά κείμενα (8) ή οι γλωσσικές αποδόσεις που περιλαμβάνουν μεταφραστικά σφάλματα (9). Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου είναι μεν κατ’ αρχήν εφικτή και ευρίσκει επίσης έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου, πλην όμως δεν παρέχει πειστική λύση στην παρούσα περίπτωση, οπότε δεν είναι μία μόνον απόδοση που παρεκκλίνει από τις άλλες.

    18.   Η άποψη ότι πρέπει να προκριθούν οι γλωσσικές αποδόσεις που προβλέπουν υποχρέωση επιρρωννύεται, εξάλλου, από τη μέθοδο ερμηνείας που πρότεινε η Επιτροπή, ήτοι ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο που προκύπτει από την πλειονότητα των γλωσσικών αποδόσεων. Η μέθοδος αυτή απαντά επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου (10). Αντιθέτως προς αυτή την άποψη, μπορεί επίσης να ακολουθηθεί η νομολογιακή γραμμή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, πρέπει να προκριθεί μία γλωσσική απόδοση αντί της πλειονότητας (11).

    19.   Τούτο συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής τελείως διαφορετικής μεθόδου και μάλιστα υπέρ της επανόδου στο πρωτότυπο κείμενο, ήτοι της διατυπώσεως της συμφωνίας στη γλώσσα που αποτέλεσε τη βάση για τη μετάφραση στις άλλες γλώσσες. Εν προκειμένω είναι το κείμενο στη γλώσσα διαπραγματεύσεων, ήτοι στην αγγλική. Το κείμενο αυτό («shall ensure») προβλέπει σαφώς υποχρέωση.

    20.   Ωστόσο, λόγω των αποκλίσεων που παρουσιάζουν οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις, κρίνεται επιβεβλημένο να αναζητηθούν η πρόθεση των συμβαλλομένων και ο σκοπός της ερμηνευτέας διατάξεως (12).

    21.   Σε αυτό το πλαίσιο επιβάλλεται η επισήμανση ότι αυτό το στάδιο ελέγχου δεν διακρίνεται πάντοτε από το δεύτερο στάδιο (13), ήτοι αυτό που αφορά τους σκοπούς, την ουσία ή άλλες παρόμοιες πτυχές της συμφωνίας.

    22.   Η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών έχει καθοριστική σημασία για την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας. Τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή έγγραφα, τα οποία χρησίμευσαν στην προπαρασκευή των διαπραγματεύσεων ενόψει της συμφωνίας, συνηγορούν υπέρ του ότι τα μέρη είχαν πρόθεση να συνομολογήσουν σαφή υποχρέωση πέραν της απλής υποχρεώσεως καταβολής προσπαθειών προς επίτευξη σκοπού.

    23.   Επιπλέον, η σύγκριση με παρεμφερείς συμφωνίες συνηγορεί υπέρ του δεσμευτικού χαρακτήρα του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας. Συγκεκριμένα, η σύγκριση του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της συμφωνίας με την Ουκρανία (14) καθώς και με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας με τη Μολδαβία (15), καταδεικνύει ότι οι δύο αυτές παράλληλες διατάξεις περιλαμβάνουν ρητώς την έκφραση «καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσουν».

    24.   Υπέρ της απόψεως ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας επιβάλλει υποχρέωση πέραν της απλής υποχρεώσεως καταβολής προσπαθειών συνηγορεί επίσης το γεγονός ότι, όπως τεκμηριώνεται με τα έγγραφα των διαπραγματεύσεων συνάψεως της συμφωνίας, η Ρωσία είχε εκφράσει σχετική επιθυμία.

    25.   Κατά του δεσμευτικού χαρακτήρα και, επομένως, κατά του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 23 της συμφωνίας μπορεί να προβληθεί ο ακόλουθος περιορισμός στην αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού: «Με την επιφύλαξη των νόμων, των όρων και των διαδικασιών που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος […]».

    26.   Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου επί παρεμφερούς διατάξεως περιλαμβανομένης στις συμφωνίες συνδέσεως, οι όροι «υπό την επιφύλαξη των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος», δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στα κράτη μέλη να εξαρτούν από προϋποθέσεις ή να περιορίζουν κατά το δοκούν την εφαρμογή της εξαγγελλόμενης με την ανωτέρω διάταξη αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, εφόσον παρόμοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί κενή περιεχομένου η ως άνω διάταξη και υπό την έννοια αυτή να αναιρεθεί πλήρως η πρακτική αποτελεσματικότητά της (16).

    27.   Εν κατακλείδι, από την ανάλυση του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας μεμονωμένα προκύπτει ότι η πρωτότυπη απόδοση –στην αγγλική–, η πλειονότητα των αποδόσεων στις διάφορες γλώσσες, καθώς και η πρόθεση των διαπραγματευτών συνηγορούν σαφώς υπέρ της υπάρξεως υποχρεώσεως της Κοινότητας και των κρατών μελών και, επομένως, υπέρ του άμεσου αποτελέσματος της διατάξεως αυτής.

    2)      Περιεχόμενο και προσανατολισμός της συμφωνίας

    28.   Ακόμη και αν η εξέταση μεμονωμένα μιας διατάξεως, για την οποία διερευνάται αν αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα, συνηγορεί υπέρ της αναγνωρίσεως άμεσου αποτελέσματος, πρέπει να εξεταστεί επίσης αν τούτο επιβεβαιώνεται από το αντικείμενο και τη φύση (ή τους σκοπούς και το πλαίσιο) της συμφωνίας.

    29.   Όσον αφορά την ερμηνεία των Συνθηκών, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, ότι «οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων τους, λαμβανομένων υπόψη των συμφραζομένων και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους» (17).

    30.   Το γράμμα μιας διατάξεως δεν ασκεί καθεαυτό αποφασιστική επιρροή, όπως δείχνει το γεγονός ότι το Δικαστήριο ερμηνεύει διάταξη Συνθήκης επαναλαμβάνουσα αυτολεξεί μια διάταξη της Συνθήκης ΕΚ άλλοτε μεν όπως την αντίστοιχη διάταξη της Συνθήκης ΕΚ και άλλοτε διαφορετικά (18).

    31.   Οι θεωρητικοί του δικαίου φρονούν, στην πλειονότητά τους, ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας δεν μπορεί να έχει απ’ ευθείας εφαρμογή. Η άποψη αυτή στηρίζεται είτε στο γεγονός ότι το άρθρο 27 της συμφωνίας προβλέπει συστάσεις του Συμβουλίου Συνεργασίας (19), είτε στο γεγονός ότι η συμφωνία έχει περιορισμένο σκοπό (20).

    32.   Επομένως, η συμφωνία πρέπει να εξεταστεί ακολούθως υπό το πρίσμα της φύσεως και του αντικειμένου της ή του επιδιωκομένου με αυτήν σκοπού.

    33.   Συναφώς, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η συμφωνία αποτελεί, ούτως ή άλλως, εξέλιξη έναντι της εμπορικής συμφωνίας που είχε συναφθεί προηγουμένως με τη Ρωσία. Αφετέρου, η συμφωνία υπολείπεται πολλαπλώς έναντι των λεγομένων συμφωνιών συνδέσεως. Οι αποκλίσεις αφορούν, αφενός, το ουσιαστικό περιεχόμενο, δεδομένου ότι η συμφωνία δεν δημιουργεί καν ζώνη ελευθέρων συναλλαγών και, όσον αφορά ακριβώς το ζήτημα της ελεύθερης κυκλοφορίας, υπολείπεται των διατάξεων των συμφωνιών συνδέσεως. Αφετέρου, οι θεσμικές διατάξεις της εμφανίζουν επίσης σειρά αποκλίσεων, όπως, επί παραδείγματι, στον μηχανισμό επιλύσεως των διαφορών.

    34.   Σε αυτό προστίθεται το γεγονός ότι η συμφωνία δεν έχει σκοπό τη σύνδεση και, ακόμη λιγότερο, την ένταξη του μη ανήκοντος στην ΕΕ συμβαλλομένου μέρους, όπως η συμφωνία με τη Σλοβακία, η οποία είχε εφαρμογή στην υπόθεση Deutscher Handballbund κατά Kolpak.

    35.   Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, για την αναγνώριση άμεσου αποτελέσματος σε διάταξη συμφωνίας δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή το γεγονός ότι η εν λόγω συμφωνία περιλαμβάνει ρητή αναφορά στην προοπτική εντάξεως.

    36.   Αυτό προκύπτει επίσης από την εν τω μεταξύ παγιωθείσα νομολογία σχετικά με τις συμφωνίες συνεργασίας, επί παραδείγματι τις συμφωνίες με την Αλγερία και το Μαρόκο. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ως ακολούθως όσον αφορά τη συμφωνία με το Μαρόκο:

    «[…] η συμφωνία έχει ως στόχο να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ιδίως στον τομέα του εργατικού δυναμικού. Το γεγονός ότι η συμφωνία αποσκοπεί κυρίως στην προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως του Μαρόκου και ότι απλώς καθορίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των μερών, χωρίς να αναφέρεται σε σύνδεση του Μαρόκου με τις Κοινότητες ή σε μελλοντική ένταξή του, δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εμποδίζει την απ’ ευθείας εφαρμογή ορισμένων από τις διατάξεις της» (21).

    37.   Βεβαίως, η συμφωνία με τη Ρωσία προσομοιάζει, σε συγκεκριμένο σημείο, με τις συμφωνίες συνδέσεως. Ειδικότερα, η εν λόγω συμφωνία επίσης αποσκοπεί στη «σταδιακή προσέγγιση» του αντισυμβαλλομένου μέρους. Η πτυχή αυτή άσκησε αποφασιστική επιρροή στην εκ μέρους του Δικαστηρίου εκτίμηση του άμεσου αποτελέσματος ορισμένων διατάξεων των συμφωνιών συνδέσεως (22).

    38.   Επιπλέον, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις συμφωνίες συνεργασίας προκύπτει ότι, όσον αφορά τον σκοπό μιας συμφωνίας, αρκεί να επιδιώκουν τα συμβαλλόμενα μέρη την προαγωγή ευρείας εκτάσεως συνεργασίας, ιδίως στον τομέα του εργατικού δυναμικού, ώστε διάταξη περιεχομένη στην εν λόγω συμφωνία να είναι ικανή να διέπει απ’ ευθείας τη νομική κατάσταση των ιδιωτών (23).

    39.   Οι σκοποί των συμφωνιών συνεργασίας με την Αλγερία και το Μαρόκο ορίζονται ως εξής:

    «Η παρούσα συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και […] έχει ως στόχο να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε όλους τους τομείς, για να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη [...] και να ευνοήσει την ενίσχυση των σχέσεων των δύο μερών. Για τον σκοπό αυτό, θα θεσπισθούν και θα εφαρμοσθούν διατάξεις και ενέργειες στον τομέα της οικονομικής, τεχνικής και χρηματοδοτικής συνεργασίας, στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών, καθώς και στον κοινωνικό τομέα».

    40.   Με την αντίστοιχη διάταξη της συμφωνίας, ήτοι με το άρθρο της 1, συμφωνείται ότι η εταιρική σχέση με τη Ρωσία έχει τους ακόλουθους στόχους: «να προωθήσει το εμπόριο, τις επενδύσεις και τις αρμονικές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών με βάση τις αρχές της οικονομίας της αγοράς, και να ευνοήσει έτσι τη σταθερή και διαρκή ανάπτυξη των μερών»· «να αποτελέσει τη βάση για την οικονομική, κοινωνική, χρηματοδοτική και πολιτιστική συνεργασία, βάσει των αρχών του αμοιβαίου συμφέροντος, της αμοιβαίας ευθύνης και της αμοιβαίας υποστήριξης»· «να παράσχει το κατάλληλο πλαίσιο για τη σταδιακή προσέγγιση μεταξύ της Ρωσίας και ενός ευρύτερου χώρου συνεργασίας στην Ευρώπη»· «να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για τη μελλοντική θέσπιση ζώνης ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ της Κοινότητας και της Ρωσίας που να καλύπτει ουσιαστικά το σύνολο του μεταξύ τους εμπορίου, καθώς και τους όρους που θα επιτρέψουν να ελευθερωθεί η εγκατάσταση εταιριών, οι διαμεθοριακές συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών και η διακίνηση κεφαλαίων».

    41.   Επομένως, από τη σύγκριση των σκοπών της συμφωνίας με αυτούς των συμφωνιών συνεργασίας προκύπτει ότι οι σκοποί της πρώτης συμπίπτουν, σε πολλά, με τους σκοπούς των δεύτερων.

    42.   Τέλος, ούτε η διαφορά μεταξύ του τίτλου του κεφαλαίου («Κεφάλαιο Ι – Όροι εργασίας»), στο οποίο ανήκει το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας, και του αντίστοιχου κεφαλαίου στις συμφωνίες συνδέσεως («Κεφάλαιο Ι – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων») αποκλείει το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 23, παράγραφος 1.

    43.   Βεβαίως, από το γεγονός ότι το τμήμα, στο οποίο ανήκει το κεφάλαιο Ι της συμφωνίας, επιγράφεται «Τίτλος IV – Διατάξεις περί των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των επενδύσεων» προκύπτει ότι η χρησιμοποιούμενη ορολογία καθώς και το ουσιαστικό περιεχόμενο διαφέρουν από αυτά των συμφωνιών συνδέσεως, πλην όμως δεν αντλούνται συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα των περιλαμβανομένων σε αυτή διατάξεων.

    44.   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το αντικείμενο και η φύση ή οι σκοποί και το πλαίσιο της συμφωνίας συνηγορούν υπέρ της αναγνωρίσεως άμεσου αποτελέσματος στην επίδικη διάταξη.

    45.   Απομένει να διερευνηθεί αν οι διατάξεις των άρθρων 27 και 48 της συμφωνίας αποκρούουν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 23.

    46.   Το άρθρο 27 της συμφωνίας δεν αποκρούει το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου της 23. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι το Συμβούλιο Συνεργασίας διατυπώνει συστάσεις για την εφαρμογή των άρθρων 23 έως 26.

    47.   Το γράμμα του άρθρου 27, το οποίο αφορά μόνον τις νομικές πράξεις που έχουν τη μορφή «συστάσεως», αποκλείει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του άρθρου 23 εξαρτάται από τη θέσπιση άλλης πράξεως. Επομένως, το αντικείμενο της αρμοδιότητας, την οποία το άρθρο 27 παρέχει στο Συμβούλιο Συνεργασίας, είναι, όσον αφορά το άρθρο 23, περιορισμένο –έχει σκοπό να διευκολύνει την εφαρμογή της διατάξεως– και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαρτά την απ’ ευθείας εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων από προϋπόθεση, ήτοι από την έκδοση πράξεως (24).

    48.   Το συμπέρασμα αυτό αντιστοιχεί, κατά τα λοιπά, στην πάγια νομολογία σχετικά με τις συμφωνίες συνεργασίας με την Αλγερία και τα Μαρόκο. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η απαγόρευση των διακρίσεων στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως έχει άμεσο αποτέλεσμα, ακόμη και αν το Συμβούλιο Συνεργασίας δεν έκανε χρήση της εκτελεστικής του αρμοδιότητας, ήτοι ακόμη και αν δεν θέσπισε μέτρα προς εφαρμογή των αρχών που θέτουν οι οικείες διατάξεις της συμφωνίας (25).

    49.   Ομοίως, το άρθρο 48 της συμφωνίας δεν αποκλείει να συνεπάγεται σαφή υποχρέωση το άρθρο 23, παράγραφος 1, αυτής. Δυνάμει του άρθρου 48, «για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν παρεμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να εφαρμόζουν τη νομοθεσία και τις ρυθμίσεις τους, όσον αφορά την είσοδο και την παραμονή, την εργασία, τους όρους εργασίας, την εγκατάσταση φυσικών προσώπων και την παροχή υπηρεσιών, υπό τον όρο ότι, κατά την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας και ρυθμίσεων, δεν εξουδετερώνονται, ούτε περιορίζονται, τα οφέλη που απορρέουν για κάθε μέρος από ειδική διάταξη της παρούσας συμφωνίας».

    50.   Το άρθρο 48 της συμφωνίας συμπίπτει σχεδόν αυτολεξεί με το άρθρο 59 της συμφωνίας με τη Σλοβακία, καθώς και με το άρθρο 58 της συμφωνίας με την Πολωνία. Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί (26), ως προς τις δύο τελευταίες διατάξεις, ότι δεν αποκλείεται το άμεσο αποτέλεσμα.

    1.      Συμπέρασμα

    51.   Από το σύνολο των πτυχών, που ασκούν επιρροή στην εκτίμηση του άμεσου αποτελέσματος διατάξεως περιλαμβανόμενης σε συμφωνία, προκύπτει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει άμεσο αποτέλεσμα η επιβαλλόμενη με αυτό υποχρέωση στην Κοινότητα και τα κράτη μέλη της να εξασφαλίζουν ότι, σε σύγκριση με τους υπηκόους κράτους μέλους, δεν επιβάλλεται διακριτική μεταχείριση, λόγω ιθαγένειας, των νομίμως απασχολουμένων Ρώσων υπηκόων στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, τις αποδοχές τους ή την απόλυσή τους.

     Το περιεχόμενο του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας: περιεχόμενο της υποχρεώσεως

    52.   Αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως είναι το ζήτημα αν το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποκλείει ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 39 ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας και να εξεταστεί αν το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας έχει το ίδιο περιεχόμενο, τουλάχιστον όσον αφορά ρύθμιση όπως η επίδικη της κύριας δίκης.

    53.   Σε σχέση με το περιεχόμενο της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία τίθεται με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας, πρέπει να εξεταστεί αν η ρύθμιση, η οποία είναι επίδικη στην κύρια δίκη, αποτελεί όρο εργασίας. Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο ζητημάτων: Πρώτον, να εξεταστεί αν καταλαμβάνει επίσης τις ρυθμίσεις που θεσπίζονται από αθλητικές ομοσπονδίες· δεύτερον, να οριοθετηθεί το περιεχόμενο της απαγορεύσεως των διακρίσεων η οποία τίθεται με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας.

    54.   Αφετηρία για τη διερεύνηση του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποτελεί η απόφαση του Δικαστηρίου Deutscher Handballbund κατά Kolpak, σχετικά με το περιεχόμενο περιλαμβανόμενης σε άλλη συμφωνία διατάξεως η οποία προσομοίαζε με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας, ήτοι του άρθρου 38 της συμφωνίας με τη Σλοβακία.

    55.   Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 38 της συμφωνίας με τη Σλοβακία επί των ρυθμίσεων που θεσπίζονται από αθλητικές ομοσπονδίες το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η εν λόγω διάταξη καταλαμβάνει επίσης κανόνα θεσπισθέντα από αθλητική ομοσπονδία, όπως η Deutscher Handballbund, η οποία προσδιορίζει τους όρους ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας εκ μέρους επαγγελματιών αθλητών (27).

    56.   Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας συνεπάγεται, κατ’ ουσίαν, υποχρέωση εξαγγελλόμενη υπό τους ίδιους σχεδόν όρους με αυτήν του άρθρου 38, παράγραφος 1, της συμφωνίας με τη Σλοβακία, και μάλιστα ότι, σε σύγκριση με τους υπηκόους κράτους μέλους, δεν επιβάλλεται διακριτική μεταχείριση, λόγω ιθαγένειας, των νομίμως απασχολουμένων υπηκόων του αντισυμβαλλομένου μέρους, στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, τις αποδοχές τους ή την απόλυσή τους.

    57.   Επομένως, όπως και στην υπόθεση Deutscher Handballbund κατά Kolpak, συντρέχουν οι προϋποθέσεις ώστε να μπορούν να μεταφερθούν και στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας οι αρχές που διέπλασε το Δικαστήριο με την υπόθεση Bosman (28) στο πλαίσιο του άρθρου 39 ΕΚ.

    58.   Επί του ζητήματος αν η ρύθμιση, η οποία είναι επίδικη στην κύρια δίκη, αποτελεί όρο εργασίας υποστηρίχθηκε, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ότι οι άδειες ρυθμίζουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως όροι εργασίας. Ωστόσο, οι διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, δεν εμπίπτουν αναμφισβήτητα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας.

    59.   Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (29) προκύπτει σαφώς ότι ρήτρες, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, δεν αφορούν την απασχόληση των επαγγελματιών παικτών, η οποία δεν περιορίζεται, αλλά τη δυνατότητα να τους χρησιμοποιούν οι ομάδες τους σε επίσημες αθλητικές συναντήσεις και, αφετέρου, ότι η συμμετοχή στις συναντήσεις αυτές αποτελεί το κύριο αντικείμενο της δραστηριότητάς τους.

    60.   Εφόσον αθλητικού δικαίου κανόνας, όπως ο επίδικος στην κύρια δίκη, έχει άμεσο αποτέλεσμα επί της συμμετοχής σε αγώνες ενός Ρώσου επαγγελματία ποδοσφαιριστή, ο οποίος ήδη απασχολείται νομίμως βάσει των εθνικών διατάξεων του κράτους μέλους υποδοχής, ο εν λόγω κανόνας άπτεται των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας.

    61.   Οι διαφορές μεταξύ, αφενός, των αθλητικού δικαίου ρυθμίσεων, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της κύριας δίκης, ιδίως ως προς τη νομική φύση τους, και, αφετέρου, αυτών, οι οποίες ήταν επίδικες στο πλαίσιο της υποθέσεως Deutscher Handballbund κατά Kolpak, δεν ασκούν επιρροή επί της νομικής αυτής εκτιμήσεως.

    62.   Απομένει να εξεταστεί αν η επίδικη, στην κύρια δίκη, ρύθμιση συνεπάγεται δυσμενή διάκριση που απαγορεύεται από το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας.

    63.   Από τη νομολογία του Δικαστηρίου (30) προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ αποκλείει την εφαρμογή κανόνων θεσπιζομένων από τις αθλητικές ομοσπονδίες, σύμφωνα με τους οποίους, στους αγώνες που αυτές διοργανώνουν, επιτρέπεται η συμμετοχή, στη σύνθεση των ομάδων, περιορισμένου αριθμού επαγγελματιών παικτών υπηκόων άλλων κρατών μελών.

    64.   Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας παρέχει στους εργαζομένους ρωσικής ιθαγενείας, οι οποίοι απασχολούνται νομίμως στο έδαφος κράτους μέλους, δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, με περιεχόμενο ίδιο με εκείνο που αναγνωρίζεται, υπό παρεμφερείς όρους, στους υπηκόους των κρατών μελών από το άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ.

    65.   Κατά τα λοιπά, ο επίδικος στην κύρια δίκη κανόνας είναι αντίστοιχος προς τις ρήτρες ιθαγένειας που αποτέλεσαν αντικείμενο των υποθέσεων Bosman και Deutscher Handballbund κατά Kolpak.

    66.   Ως εκ τούτου, η λύση, η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο με τη νομολογία του ως προς την ερμηνεία του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ, μπορεί επίσης να μεταφερθεί στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας.

    67.   Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποκλείει την εφαρμογή στον I. Simutenkov κανόνα όπως ο επίδικος στην κύρια δίκη, εφόσον αυτός έχει ως συνέπεια ότι ο I. Simutenkov, ως Ρώσος υπήκοος, μολονότι απασχολείται νομίμως εντός κράτους μέλους, έχει κατ’ αρχήν περιορισμένη δυνατότητα, σε σύγκριση με τους παίκτες υπηκόους κράτους μέλους ή κράτους που μετέχει στον ΕΟΧ, να συμμετάσχει σε ορισμένους αγώνες, ήτοι στα Campeonatos Nacionales (εθνικά πρωταθλήματα) της Liga de Primera y Segunda División (πρώτης και δεύτερης κατηγορίας), το Πρωτάθλημα Iσπαvίας/Copa (Κύπελλo) της Α.Μ. του Βασιλέως και στην Supercopa, που αποτελούν, εξάλλου, το κύριο αντικείμενο της δραστηριότητάς του ως επαγγελματία ποδοσφαιριστή (31).

    68.   Η ρύθμιση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, όπως εξάλλου και οι ρυθμίσεις που είχαν εφαρμογή στο πλαίσιο των υποθέσεων Bosman και Deutscher Handballbund κατά Kolpak, δεν αφορά ειδικές συναντήσεις, στις οποίες αντιπαρατίθενται αντιπροσωπευτικές των χωρών τους ομάδες, αλλά εφαρμόζεται σε όλες τις επίσημες συναντήσεις μεταξύ ομάδων και, επομένως, στο κύριο μέρος της δραστηριότητας των επαγγελματιών παικτών (32).

    69.   Τέλος, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά τη διαδικασία, δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα παρέχοντα τη δυνατότητα να συναχθεί ότι η ρύθμιση, η οποία αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη εκ λόγων αποκλειστικώς αθλητικών.

    V –    Πρόταση

    70.   Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως ακολούθως στο προδικαστικό ερώτημα:

    «Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφετέρου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει κανονισμό, δυνάμει του οποίου αθλητική ομοσπονδία κράτους μέλους εφαρμόζει, επί επαγγελματία αθλητή ρωσικής ιθαγενείας, νομίμως απασχολουμένου από ποδοσφαιρική ομάδα αυτής της ομοσπονδίας, διάταξη προβλέπουσα ότι οι ομάδες μπορούν να χρησιμοποιούν, σε αγώνες εθνικού επιπέδου, περιορισμένο αριθμό παικτών προερχομένων από τρίτες χώρες οι οποίες δεν ανήκουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2 – ΕΕ L 327, σ. 3· απόφαση του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 1997, για τη σύναψη της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας αφετέρου (ΕΕ L 327, σ. 1).


    3 – Αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, C-63/99, Gloszczuk (Συλλογή 2001, σ. I-6369, σκέψη 30), της 29ης Ιανουαρίου 2002, C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer (Συλλογή 2002, σ. I-1049, σκέψεις 20 και 25), και της 8ης Μαΐου 2003, C-438/00, Deutscher Handballbund (Συλλογή 2003, σ. I-4135, σκέψεις 25 επ.).


    4 – Αρκεί η παραπομπή στην απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, C-162/96, Racke (Συλλογή 1998, σ. I-3655, σκέψη 31).


    5 – Συναφώς, αρκεί η παραπομπή στις αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, CILFIT (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 18), και της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-5403, σκέψη 28).


    6 – Πρόκειται για τη διατύπωση της διατάξεως, εκτός από τη ρωσική, στη δανική («sikrer»), τη γερμανική («stellen […] sicher»), την αγγλική («shall ensure»), τη γαλλική («assurent»), την ιταλική («evitano») και την πορτογαλική («assegurarão») γλώσσα.


    7 – Πρόκειται για την απόδοση της διατάξεως στην ελληνική, την ισπανική και την ολλανδική γλώσσα.


    8 – Αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1965, 16/65, Schwarze (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 191), της 23ης Οκτωβρίου 1975, 35/75, Matisa (Συλλογή τόμος 1975, σ. 365), και της 26ης Ιανουαρίου 1984, 45/83, Universität München (Συλλογή 1984, σ. 267).


    9 – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 147).


    10 – Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1988, 55/87, Moksel (Συλλογή 1988, σ. 3845, σκέψεις 16 επ.), και της 17ης Οκτωβρίου 1996, C-64/95, Konservenfabrik Lubella (Συλλογή 1996, σ. I-5105, σκέψη 18).


    11 – Αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1977, 76/77, Dufour (Συλλογή τόμος 1977, σ. 779), και της 28ης Ιουνίου 1979, 233/78 έως 235/78, Lentes κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 137).


    12 – Αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1973, 61/72, Mij PPW (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 497), της 21ης Νοεμβρίου 1974, 6/74, Moulijn (Συλλογή τόμος 1974, σ. 511), της 3ης Μαρτίου 1977, 80/76, Kerry Milk (Συλλογή τόμος 1977, σ. 129), και της 16ης Μαρτίου 1977, 93/76, Liégeois (Συλλογή 1977, σ. 141).


    Βλ. επίσης τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 173/88, Henriksen (Συλλογή 1989, σ. 2763, σκέψη 11), της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-449/93, Rockfon (Συλλογή 1995, σ. I-4291, σκέψη 28), και C-72/95 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 5), σκέψη 28.


    13 – Αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617), 76/77 (παρατεθείσα στην υποσημείωση 11), και της 24ης Ιουνίου 1981, 150/80, Elefanten Schuh (Συλλογή 1981, σ. 1671).


    14 – ΕΕ 1998, L 49.


    15 – ΕΕ 1998, L 181.


    16 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις Pokrzeptowicz-Meyer (σκέψεις 23 επ.) και Deutscher Handballbund (σκέψη 29).


    17 – Γνωμοδότηση 1/91, της 14ης Δεκεμβρίου 1991 (Συλλογή 1991, σ. Ι-6079, σκέψη 14), και απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2001, C-268/99, Jany κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. Ι-8615, σκέψη 35).


    18 – Βλ. τις αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1993, C-207/91, Eurim-Pharm (Συλλογή 1993, σ. I-3723), και C-312/91, Metalsa (Συλλογή 1993, σ. I-3751).


    19 – M. Cremona, «Citizens of Third Countries: movement and employment of migrant workers within the European Union», Legal Issues of European integration 1997, 87 (112).


    20 – M. Cremona (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19), 87 (112).


    Οι M. Maresceau/E. Montaguti, «The Relations between the European Union and Central and Eastern Europe: A legal Appraisal», Common Market Law Review 1995, 1327 (1341 επ.), συνάγουν από τις επιλεγείσες νομικές βάσεις ότι ακολουθείται μια άλλη πολιτική.


    21 –       Επί της συμφωνίας με το Μαρόκο, βλ. την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-18/90, Kziber (Συλλογή 1991, σ. I-199, σκέψη 21).


    22 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις Gloszczuk (σκέψη 50) και Pokrzeptowicz (σκέψη 42).


    23 – Βλ. την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Kziber (σκέψεις 15 έως 22) και αποφάσεις της 20ής Απριλίου 1994, C-58/93, Yousfi (Συλλογή 1994, σ. I-1353, σκέψεις 16 έως 18), της 5ης Απριλίου 1995, C-103/94, Krid (Συλλογή 1995, σ. I-719, σκέψεις 21 έως 23), της 3ης Οκτωβρίου 1996, C-126/95, Hallouzi-Choho (Συλλογή 1996, σ. I-4807, σκέψη 19), και της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-113/97, Babahenini (Συλλογή 1998, σ. I-183, σκέψη 17).


    24 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Kziber (σκέψη 19).


    25 – Βλ. την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Kziber και τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 23 αποφάσεις Yousfi, Krid, Hallouzi-Choho και Babahenini.


    26 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις Pokrzeptowicz-Meyer (σκέψη 28) και Deutscher Handballbund (σκέψη 28).


    27 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση (σκέψη 37).


    28 – Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 87).


    29 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28 απόφαση Bosman (σκέψη 120) και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Deutscher Handballbund (σκέψεις 45 επ.).


    30 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28 απόφαση Bosman (σκέψη 137) και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Deutscher Handballbund (σκέψεις 48 επ.).


    31 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Deutscher Handballbund (σκέψη 51).


    32 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28 απόφαση Bosman (σκέψη 128) και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Deutscher Handballbund (σκέψη 54).

    Top