Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002TO0321(01)

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Μαΐου 2003.
    Paul Vannieuwenhuyze-Morin κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
    Προσφυγή ακυρώσεως - Οδηγία 2002/58/ΕΚ - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Ενεργητική νομιμοποίηση - Απαράδεκτο.
    Υπόθεση T-321/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 II-01997

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2003:132

    62002B0321(01)

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Μαΐου 2003. - Paul Vannieuwenhuyze-Morin κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. - Προσφυγή ακυρώσεως - Οδηγία 2002/58/ΕΚ - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Ενεργητική νομιμοποίηση - Απαράδεκτο. - Υπόθεση T-321/02.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα II-01997


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Οδηγία σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών - Διατάξεις που διέπουν τις αυτόκλητες ηλεκτρονικές επικοινωνίες - Χρήστης του Διαδικτύου - Απαράδεκτο της προσφυγής

    (Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 2002/58 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 13 §§ 1 έως 3)

    Περίληψη


    $$Ένα υποκείμενο δικαίου που δεν είναι αποδέκτης πράξεως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παρά μόνο αν η απόφαση αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που το διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

    Οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου 13 της οδηγίας 2002/58 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που διέπουν τις αυτόκλητες ηλεκτρονικές κλήσεις, δεν αφορούν ατομικά τον χρήστη του Διαδικτύου ο οποίος χρησιμοποιεί το δίκτυο για την αποστολή αυθόρμητων υποψηφιοτήτων σε μελλοντικούς εργοδότες, όταν αναζητεί εργασία, καθώς και για την πραγματοποίηση πράξεων ταχυδρομικής διαφημίσεως προκειμένου να γίνει γνωστός και να διακινήσει τις ιδέες του.

    Πράγματι, οι κανόνες που περιέχονται στην εν λόγω οδηγία, και ειδικότερα εκείνοι του άρθρου 13, παράγραφοι 1 έως 3, διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό, εφαρμόζονται σε καταστάσεις καθοριζόμενες αντικειμενικά και συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που εξετάζονται γενικά και αφηρημένα, δηλαδή κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικής επικοινωνίας και κάθε χρήστη των υπηρεσιών αυτών ή κάθε συνδρομητή. Επομένως, η οδηγία 2002/58 δεν αφορά τον εν λόγω χρήστη παρά μόνο υπό την αντικειμενική του ιδιότητα του χρήστη του Διαδικτύου, και τούτο υπό την ίδια ιδιότητα όπως και όλους του λοιπούς επαγγελματίες χρήστες του δικτύου.

    ( βλ. σκέψεις 26, 28-29, 32 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση T-321/02,

    Paul Vannieuwenhuyze-Morin, κάτοικος Grigny (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον G. Dupaigne, δικηγόρο,

    προσφεύγων,

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους H. Duintjer και A. Caiola, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    και

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τη Μ.-C. Giorgi Fort,

    καθών,

    που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201, σ. 37),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους V. Tiili, Πρόεδρο, P. Mengozzi και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

    γραμματέας: H. Jung

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    Νομικό πλαίσιο

    1 Με την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201, σ. 37, στο εξής: οδηγία ή οδηγία 2002/58), εναρμονίζονται οι διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδίως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα.

    2 Προς τούτο, η οδηγία 2002/58 εξειδικεύει και συμπληρώνει την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31), και προβλέπει επιπλέον την προστασία των εννόμων συμφερόντων των συνδρομητών που είναι νομικά πρόσωπα.

    3 Στην αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγία 2002/58 αναφέρεται:

    «Θα πρέπει να παρέχονται στους συνδρομητές εγγυήσεις κατά της διείσδυσης στην ιδιωτική τους ζωή από αυτόκλητες κλήσεις με σκοπό την άμεση εμπορική προώθηση, και δη μέσω αυτοματοποιημένων συστημάτων κλήσης, τηλεομοιοτυπίας (φαξ) και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και μέσω συντόμων μηνυμάτων (SMS). Η αποστολή αυτού του είδους αυτόκλητων εμπορικών κλήσεων ενδέχεται αφενός να είναι σχετικά εύκολη και φθηνή, αφετέρου δε να επιβάλλει στον αποδέκτη κάποια επιβάρυνση ή/και δαπάνη. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις ο όγκος τους είναι πιθανόν να προξενεί δυσχέρειες στα δίκτυα και στον τερματικό εξοπλισμό ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Λόγω αυτού του είδους αυτόκλητων κλήσεων για άμεση εμπορική προώθηση, είναι δικαιολογημένη η απαίτηση να επιτυγχάνεται η εκ των προτέρων και ρητή συγκατάθεση των αποδεκτών προτού τους σταλούν τέτοιες κλήσεις. Η ενιαία αγορά απαιτεί εναρμονισμένη προσέγγιση ώστε να εξασφαλίζονται απλοί κανόνες για επιχειρηματίες και χρήστες σε όλη την Κοινότητα.»

    4 Έτσι, σύμφωνα με τις τρεις πρώτες παραγράφους του άρθρου 13, με επικεφαλίδα «Αυτόκλητες κλήσεις», της οδηγίας 2002/58:

    «1. Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (συσκευές αυτόματων κλήσεων), τηλεομοιοτυπικών συσκευών (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης επιτρέπεται μόνον στην περίπτωση συνδρομητών οι οποίοι έχουν δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή τους.

    2. Παρά την παράγραφο 1, αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκτά από τους πελάτες του στοιχεία επαφής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους στο πλαίσιο της πώλησης ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, μπορεί να χρησιμοποιεί τα εν λόγω στοιχεία για την απευθείας εμπορική προώθηση των δικών του παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι οι πελάτες του έχουν σαφώς και ευδιάκριτα την ευκαιρία να αντιτάσσονται, δωρεάν και εύκολα, σε αυτή τη συλλογή και χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών στοιχείων επαφής, και αυτό με κάθε μήνυμα, σε περίπτωση που ο χρήστης αρχικά δεν είχε διαφωνήσει με αυτή τη χρήση.

    3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται, ατελώς, ότι οι αυτόκλητες κλήσεις με σκοπό την απευθείας εμπορική προώθηση, σε άλλες, εκτός των προβλεπομένων στις παραγράφους 1 και 2, περιπτώσεις, δεν επιτρέπονται χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων συνδρομητών ή όταν πρόκειται για συνδρομητές οι οποίοι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν αυτές τις κλήσεις. Η σχετική επιλογή καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία.»

    Περιστατικά και διαδικασία

    5 Ο προσφεύγων είναι χρήστης του Διαδικτύου και δημιουργός της ιστοσελίδας Internet-libre.net. Χρησιμοποιεί το δίκτυο για την αποστολή αυθόρμητων υποψηφιοτήτων σε μελλοντικούς εργοδότες, όταν αναζητεί εργασία, καθώς και για την πραγματοποίηση πράξεων ταχυδρομικής διαφημίσεως προκειμένου να γίνει γνωστός και να διακινήσει τις ιδέες του. Τα μηνύματα αυτά εμφανίζονται ως ταχυδρομική διαφήμιση του Internet-libre στο τμήμα «αντικείμενο» της αλληλογραφίας και συνοδεύονται από μια ένδειξη που επιτρέπει την ευχερή και δωρεάν διαγραφή από τον κατάλογο των συνδρομητών.

    6 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Οκτωβρίου 2002, ο προσφεύγων άσκησε την παρούσα προσφυγή.

    7 Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στην Γραμματεία του Πρωτοδικείου αντιστοίχως, στις 3 και 5 Δεκεμβρίου 2002, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Ο προσφεύγων κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί των ενστάσεων αυτών στις 17 Φεβρουαρίου 2003.

    8 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αντιστοίχως στις 13 και 20 Φεβρουαρίου 2003, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία προς υποστήριξη των αιτημάτων των καθών. Οι διάδικοι δεν διατύπωσαν παρατηρήσεις επί των αιτήσεων αυτών.

    Αιτήματα των διαδίκων

    9 Με το δικόγραφο, ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    - να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

    - να ακυρώσει τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 13 της οδηγίας 2002/58, καθώς και την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, καθόσον περιλαμβάνει τις φράσεις «χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων συνδρομητών» και «η σχετική επιλογή καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία»·

    - να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

    10 Με την ένστασή του περί του απαραδέκτου της προσφυγής, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    - να κρίνει την προσφυγή προδήλως απαράδεκτη·

    - να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

    11 Με την ένστασή του περί του απαραδέκτου της προσφυγής, το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    - να απορρίψει, με διάταξη, την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

    - να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

    12 Με τις παρατηρήσεις του επί των ενστάσεων απαραδέκτου, ο προσφεύγων ζητεί από Πρωτοδικείο:

    - να απορρίψει τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλαν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο·

    - να διατάξει τη συνέχιση της διαδικασίας.

    Σκεπτικό

    13 Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από την εξέταση των στοιχείων του φακέλου ώστε να αποφανθεί επί των αιτημάτων που υπέβαλαν οι καθών διάδικοι χωρίς προφορική διαδικασία.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    14 Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προβάλλουν ότι η προσφυγή πρέπει να κριθεί προδήλως απαράδεκτη λόγω της φύσεως της προσβαλλόμενης πράξεως. Θεωρούν ότι το άρθρο 230 ΕΚ δεν παρέχει το δικαίωμα στα φυσικά και νομικά πρόσωπα να προσβάλλουν το κύρος μιας οδηγίας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή [προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed στην υπόθεση C-491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 49 και 50].

    15 Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προσθέτουν ότι, παρά το ότι είναι ασφαλώς αληθές ότι, κατά την κοινοτική νομολογία, μια πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως παρά μόνον κατόπιν εξετάσεως του περιεχομένου της, που να επιτρέπει έτσι να διασαφηνιστεί η νομική της φύση, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι προσβαλλόμενες διατάξεις του άρθρου 13 της επίδικης οδηγίας είναι διατάξεις οι οποίες, λόγω του περιεχομένου τους, συνιστούν κανόνες γενικού χαρακτήρα και δεν εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στις αποφάσεις οι οποίες απευθύνονται στα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα. Κατά συνέπεια, η παρούσα προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη από το γεγονός και μόνον της ομοιότητας μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου της οδηγίας 2002/58 και είναι περιττό να επιλυθεί το ζήτημα κατά πόσον η επίδικη οδηγία αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα.

    16 Επικουρικώς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις της οδηγίας 2002/58 δεν αφορούν ούτε άμεσα ούτε ατομικά τον προσφεύγοντα. Αφενός, η επίδικη οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να επηρεάσει άμεσα την έννομη κατάσταση του προσφεύγοντος, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Επιπλέον, δεν μπορεί να αναπτύξει άμεσο αποτέλεσμα παρά μόνον μετά τη λήξη της περιόδου που ορίστηκε για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, εν προκειμένω την 31η Οκτωβρίου 2003, και σε περίπτωση παραλείψεως εκ μέρους αυτών των κρατών. Αφετέρου, είναι προφανές ότι η επίδικη οδηγία δεν αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα, εφόσον αυτός βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με εκείνη όλων των άλλων επαγγελματιών χρηστών του Διαδικτύου.

    17 Ο προσφεύγων θεωρεί, κατ' αρχάς, ότι το γεγονός ότι η οδηγία 2002/58 είναι πράξη γενικής ισχύος και όχι ατομική απόφαση ληφθείσα υπό μορφή οδηγίας δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο στο παραδεκτό της παρούσας προσφυγής. Κατά τον προσφεύγοντα, το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί ενόψει των γενικών αρχών του δικαίου που είναι κοινές στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, που διασφαλίζουν σε κάθε πολίτη την πρόσβαση στον δικαστή. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, ο προσφεύγων δεν έχει καμία δυνατότητα να αμφισβητήσει την ισχύ των προσβαλλομένων διατάξεων της επίδικης οδηγίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν συνεπάγονται, κατ' αυτόν, εθνικά μέτρα εφαρμογής ή, εν πάση περιπτώσει, συνεπάγονται μέτρα εφαρμογής τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων.

    18 Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις σκέψεις, ο προσφεύγων, επικαλούμενος την απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μα_ου 2001, T-177/01, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-2365, σκέψη 51), προβάλλει, εν συνεχεία, ότι για να θεωρηθεί ότι μια κοινοτική διάταξη γενικής ισχύος η οποία αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το αφορά επίσης ατομικά αν επηρεάζει κατά τρόπο σαφή και ενεστώτα τη νομική του κατάσταση, περιορίζοντας τα δικαιώματά του ή επιβάλλοντάς του υποχρεώσεις. Αυτό συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση στον βαθμό που, από την 31η Οκτωβρίου 2003, ο προσφεύγων υποχρεούται να αποστέλλει συστημένη επιστολή σε καθένα από τα πρόσωπα με τα οποία αλληλογραφεί προτού πραγματοποιήσει την ελάχιστη ταχυδρομική διαφήμιση και, επομένως, θα αντιμετωπίζει πάρα πολύ μεγάλα εμπόδια στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του. Συναφώς, ο αριθμός και η κατάσταση άλλων προσώπων που επηρεάζονται επίσης ή επηρεάζονται δυνητικώς από τις προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αποτελούν σκέψεις ασκούσες επιρροή.

    19 Τέλος, ο προσφεύγων προσθέτει ότι οι βαλλόμενες διατάξεις τον αφορούν άμεσα διότι, για να αναπτύξουν τα αποτελέσματά τους έναντι αυτού δεν συνεπάγονται τη θέσπιση κανενός συμπληρωματικού μέτρου κοινοτικού ή εθνικού. Εξάλλου, καμία διάταξη δεν απαγορεύει να κριθεί η νομιμότητα της επίδικης οδηγίας πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    20 Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ' αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

    21 Το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν αναφέρεται μεν ρητά στο παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από ιδιώτες κατά μιας οδηγίας, πλην όμως από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι μόνο αυτό το στοιχείο δεν αρκεί για να κριθεί απαράδεκτη μια τέτοια προσφυγή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, T-135/96, UEAPME κατά Συμβούλιου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2335, σκέψη 63· διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28). Επιπλέον, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αποκλείσουν, με απλή επιλογή του τύπου της οικείας πράξεως, τη δικαστική προστασία που παρέχει στα άτομα η διάταξη αυτή της Συνθήκης (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2002, T-84/01, Association contre l'heure d'été κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-99, σκέψη 23, και Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 28). Επομένως, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν η επίδικη οδηγία συνιστά απόφαση η οποία να αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

    22 Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία 2002/58 συνιστά πράξη νομοθετικής φύσεως. Πράγματι, οι κανόνες που περιλαμβάνει, και ειδικότερα οι τρεις πρώτες παράγραφοι του άρθρου 13 αυτής, που θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες έχουν ως σκοπό να ρυθμίζουν τις αυτόκλητες ηλεκτρονικές κλήσεις, διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό, εφαρμόζονται σε καταστάσεις καθοριζόμενες αντικειμενικά και συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που εξετάζονται γενικά και αφηρημένα, δηλαδή κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικής επικοινωνίας και κάθε χρήστη των υπηρεσιών αυτών ή κάθε συνδρομητή.

    23 Πάντως, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη, ως εκ της φύσεώς της, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και δεν συνιστά απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ δεν αρκεί, αυτό καθαυτό, να αποκλειστεί η δυνατότητα για τον προσφεύγοντα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής.

    24 Πράγματι, σε ορισμένες περιστάσεις, ακόμη και μία κανονιστική πράξη εφαρμοζόμενη γενικώς στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες μπορεί να αφορά ατομικά και άμεσα ορισμένους από αυτούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μα_ου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2501, σκέψη 13, και της 18ης Μα_ου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-1853, σκέψη 19, και διάταξη Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 29).

    25 Ως εκ τούτου, ο λόγος απαραδέκτου που αντλείται από την κανονιστική φύση της προσβαλλόμενης πράξεως πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η επίδικη οδηγία αφορά ατομικά και άμεσα τον προσφεύγοντα.

    26 Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα υποκείμενο δικαίου που δεν είναι αποδέκτης πράξεως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παρά μόνο αν η απόφαση αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που το διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, UEAPME κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 69, και διάταξη Association contre l'heure d'été κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 24).

    27 Αυτή η προϋπόθεση παραδεκτού της προσφυγής που ασκεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπομνήσθηκε ακόμη πρόσφατα από το Δικαστήριο και με ταυτόσημη διατύπωση προς εκείνη που μνημονεύεται στη σκέψη 26 ανωτέρω, με την απόφασή του της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. Ι-6677, σκέψη 36).

    28 Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι κανόνες που περιέχονται στην επίδικη οδηγία, και ειδικότερα εκείνοι του άρθρου 13, παράγραφοι 1 έως 3, ρυθμίζουν τις αυτόκλητες ηλεκτρονικές κλήσεις, διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό, εφαρμόζονται σε καταστάσεις καθοριζόμενες αντικειμενικά και συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που εξετάζονται γενικά και αφηρημένα, δηλαδή κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικής επικοινωνίας και κάθε χρήστη των υπηρεσιών αυτών ή κάθε συνδρομητή.

    29 Επομένως, η οδηγία 2002/58 δεν αφορά τον προσφεύγοντα παρά μόνο υπό την αντικειμενική του ιδιότητα του χρήστη του Διαδικτύου, και τούτο υπό την ίδια ιδιότητα όπως και όλους του λοιπούς επαγγελματίες χρήστες του Δικτύου.

    30 Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί από την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος (βλ. σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω) κατά την οποία, αν ληφθεί υπόψη η προβαλλόμενη απουσία κάθε μέσου ένδικης προστασίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμά του για μια πραγματική δικαστική προστασία, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεςι της επίδικης οδηγίας τον αφορούν ατομικά στον βαθμό που αυτές θίγουν, κατά τρόπο σαφή και ενεστώτα τη νομική του κατάσταση, περιορίζοντας τα δικαιώματά του ή επιβάλλοντάς του υποχρεώσεις, κατά την έννοια του άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, όπως αυτό ερμηνεύθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Jégo-Quéré κατά Επιτροπής. Πράγματι, υπό το φως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (σκέψεις 43 και 44), επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι βάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

    31 Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που ο προσφεύγων αντλεί από το ότι, σύμφωνα με τη σκέψη 51 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Jégo-Quéré κατά Επιτροπής, ο αριθμός και η κατάσταση άλλων προσώπων που επηρεάζονται επίσης ή επηρεάζονται δυνητικώς από τις προσβαλλόμενες διατάξεις του άρθρου 13 της επίδικης οδηγίας δεν αποτελούν, συναφώς, σκέψεις ασκούσες επιρροή στην εκτίμηση του παραδεκτού της παρούσας προσφυγής. Πράγματι, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι κρίνοντας ότι οι σκέψεις αυτές δεν ασκούν επιρροή για την εξατομίκευσή του, ο προσφεύγων δεν διατείνεται ούτε αποδεικνύει, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 26 και 27 ανωτέρω, ότι θίγεται από το άρθρο 13 της οδηγίας 2002/58 λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που το διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

    32 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις της επίδικης οδηγίας αφορούν τον προσφεύγοντα ατομικά. Στον βαθμό που δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις παραδεκτού που θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν χρειάζεται να εξεταστεί το επιχείρημα των καθών κατά το οποίο οι ίδιες αυτές διατάξεις δεν αφορούν άμεσα τον προσφεύγοντα.

    33 Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    34 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των αιτήσεων παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Επιτροπής.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    35 Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

    2) Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των αιτήσεων παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Επιτροπής.

    3) Καταδικάζει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στα έξοδα που υποβλήθηκαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    Top