EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002TO0213

Διάταξη του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2004.
SNF SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Προσφυγή ακυρώσεως - Οδηγία 2002/34/ΕΚ - Περιορισμοί στη χρήση των πολυακρυλαμιδίων εντός των καλλυντικών προϊόντων - Πρόσωπο το οποίο η οδηγία αφορά ατομικά - Παραδεκτό.
Υπόθεση T-213/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 II-03047

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:255

Υπόθεση T-213/02

SNF SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως — Οδηγία 2002/34/ΕΚ — Περιορισμοί στη χρήση των πολυακρυλαμιδίων εντός των καλλυντικών προϊόντων — Πρόσωπο το οποίο η οδηγία αφορά ατομικά — Παραδεκτό»

Διάταξη του Πρωτοδικείου  (πέμπτο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2004  

Περίληψη της διατάξεως

1.     Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Κανονιστική πράξη — Οδηγία

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.     Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Κανονιστική πράξη — Προσφυγή ασκηθείσα από οικονομική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και ανήκει σε περιορισμένο κύκλο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

3.     Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Οδηγία 2002/34 για τον περιορισμό στη χρήση των πολυακρυλαμιδίων εντός των καλλυντικών προϊόντων — Προσφυγή από επιχείρηση δικαιούχο σήματος εντός κράτους μέλους για την παρασκευή πολυακρυλαμιδίων — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 2002/34 της Επιτροπής)

1.     Ναι μεν το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν αναφέρεται ρητά στο παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από ιδιώτες κατά οδηγίας, πλην όμως μόνον αυτό το στοιχείο δεν αρκεί για να κριθεί απαράδεκτη μια τέτοια προσφυγή. Επιπλέον, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δεν μπορούν, μέσω της επιλογής και μόνον της μορφής της εν λόγω πράξεως, να αποκλείσουν τη δικαστική προστασία που παρέχει στους ιδιώτες η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης. Εξάλλου, υπό ορισμένες περιστάσεις, ακόμη και μια κανονιστική πράξη εφαρμοζόμενη γενικώς στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένους από αυτούς.

(βλ. σκέψεις 54-55)

2.     Η δυνατότητα προσδιορισμού, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμα και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται μια κανονιστική πράξη ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό αφορά τα εν λόγω υποκείμενα ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, όταν είναι δεδομένο ότι η εφαρμογή γίνεται βάσει μιας αντικειμενικής, πραγματικής ή νομικής καταστάσεως η οποία προσδιορίζεται από την επίμαχη πράξη.

Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι ένα μέτρο αφορά κάποιον λόγω της ιδιότητάς του ως επιχειρηματία που ασκεί τις δραστηριότητές του στον οικείο τομέα δεν είναι αρκετό για να θεωρηθεί ότι ο επιχειρηματίας αυτός εξατομικεύεται, ιδίως αν δεν συντρέχει ένα πρόσθετο στοιχείο, ήτοι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του εν λόγω επιχειρηματία και της παρεμβάσεως του οργάνου που, εκδίδοντας το επίδικο μέτρο, καθόρισε τον τρόπο αντιμετώπισής του.

Συνεπώς, στο πλαίσιο προσφυγής για την ακύρωση οδηγίας που εφαρμόζεται σε καταστάσεις αντικειμενικά προσδιοριζόμενες και παράγει νομικά αποτελέσματα ως προς κατηγορίες προσώπων θεωρούμενες κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, λίγη σημασία έχει αν ο αριθμός των οικείων επιχειρηματιών είναι περιορισμένος, στο μέτρο που ο κύκλος των επιχειρηματιών αυτών δεν ήταν κλειστός κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης οδηγίας, δεδομένου ότι τίποτα στην οδηγία αυτή δεν αποκλείει επιχειρηματίες, που δεν είχαν ακόμη δραστηριοποιηθεί πριν από την έκδοσή της, να αποφασίσουν μεταγενέστερα να ασχοληθούν με τη δραστηριότητα αυτή.

(βλ. σκέψεις 59-63)

3.     Είναι απαράδεκτη η προσφυγή που ασκεί ο δικαιούχος σήματος που έχει κατατεθεί σε κράτος μέλος για την παρασκευή στερεών πολυακρυλαμιδίων για καλλυντικές χρήσεις κατά της οδηγίας 2002/34, για προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων II, III και VII της οδηγίας 76/768, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα, στο μέτρο που περιορίζει τη χρήση πολυακρυλαμιδίων στη σύνθεση των καλλυντικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα για την παραγωγή ενός καλλυντικού προϊόντος, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 76/768 και, κατά συνέπεια, η επίδικη οδηγία δεν την αφορά υπό την ιδιότητα του δικαιούχου αποκλειστικών δικαιωμάτων, αλλά μόνον υπό την ιδιότητα του παραγωγού πρώτων υλών ή συστατικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή των καλλυντικών προϊόντων, όπως ακριβώς αφορά και όλους τους άλλους επιχειρηματίες που παράγουν αυτές τις πρώτες ύλες ή τα συστατικά. Επιπλέον, τα αποκλειστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας παραμένουν ισχυρά και η εκμετάλλευσή τους δεν περιορίζεται αναγκαστικά στα καλλυντικά προϊόντα, αλλά δυνητικά μπορεί να επεκταθεί και στα φαρμακευτικά, κτηνιατρικά και απορρυπαντικά προϊόντα.

(βλ. σκέψεις 67, 69-70)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Οδηγία 2002/34/ΕΚ – Περιορισμοί στη χρήση των πολυακρυλαμιδίων εντός των καλλυντικών προϊόντων – Πρόσωπο το οποίο η οδηγία αφορά ατομικά – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση T-213/02,

SNF SA, με έδρα το Saint-Étienne (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους K. Van Maldegem και C. Mereu,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον X. Lewis, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της εικοστής έκτης οδηγίας 2002/34/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2002, για προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων II, III και VII της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 19), στο μέτρο που περιορίζει τη χρήση των πολυακρυλαμιδίων στη σύσταση των καλλυντικών προϊόντων,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Lindh, πρόεδρο, R. García-Valdecasas και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το νομοθετικό πλαίσιο

1       Η οδηγία 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976,  περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145), όπως τροποποιήθηκε τελευταία, πριν την έκδοση της οδηγίας που αποτελεί αντικείμενο της κρινόμενης  προσφυγής, με την οδηγία 2000/41/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2000, για τη δεύτερη μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της απαγόρευσης των πειραμάτων σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων (ΕΕ L 145, σ. 25, στο εξής: οδηγία για τα καλλυντικά), προβλέπει ρητώς ότι τα καλλυντικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά στο εσωτερικό της Κοινότητας δεν πρέπει να βλάπτουν την ανθρώπινη υγεία όταν χρησιμοποιούνται υπό κανονικές ή εύλογα αναμενόμενες συνθήκες χρήσης, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την παρουσίαση του προϊόντος, την επισήμανσή του, τις τυχόν οδηγίες χρήσης του και τον τρόπο απόρριψής του, καθώς και κάθε άλλη ένδειξη ή πληροφορία που προέρχεται από τον κατασκευαστή ή τον εντολοδόχο του ή κάθε άλλο υπεύθυνο της κυκλοφορίας αυτών των προϊόντων στην κοινοτική αγορά.

2       Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα καλλυντικά προβλέπει:

«Υπό την επιφύλαξη των γενικών τους υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 2, τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά καλλυντικών προϊόντων, τα οποία περιέχουν:

[…]

β)       ουσίες που απαριθμούνται στο πρώτο μέρος του παραρτήματος III, πέραν των ορίων και εκτός των προϋποθέσεων που αναφέρονται.

[…]»

3       Το άρθρο 8 της οδηγίας για τα καλλυντικά προβλέπει:

«1.      Σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία προβλέπεται από το άρθρο 10, πρέπει να καθορίζονται τα εξής:

–       οι μέθοδοι αναλύσεως, που είναι απαραίτητες για τον έλεγχο της συνθέσεως των καλλυντικών προϊόντων,

–       τα κριτήρια μικροβιολογικής και χημικής καθαριότητος για τα καλλυντικά προϊόντα, και οι μέθοδοι ελέγχου των κριτηρίων αυτών.

2.      Σύμφωνα με την ίδια διαδικασία θεσπίζονται ενδεχομένως η κοινή ονοματολογία των συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά και, ύστερα από διαβούλευση με την επιστημονική επιτροπή καλλυντικών, οι αναγκαίες τροποποιήσεις για να προσαρμόζονται στην τεχνολογική πρόοδο τα παραρτήματα.»

4       Το άρθρο 9 της οδηγίας για τα καλλυντικά προβλέπει:

«1.      Συνιστάται επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα των καλλυντικών προϊόντων, η οποία καλείται “επιτροπή”, που αποτελείται από εκπροσώπους των Κρατών μελών, και προεδρεύεται από εκπρόσωπο της Επιτροπής.

2.      Η επιτροπή συντάσσει τον εσωτερικό της κανονισμό.»

5       Το άρθρο 10 της οδηγίας για τα καλλυντικά προβλέπει:

«1.      Στην περίπτωση που γίνεται παραπομπή στη διαδικασία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της, είτε εξ ιδίας του πρωτοβουλίας, είτε κατόπιν αιτήσεως εκπροσώπου ενός κράτους μέλους.

2.      Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των προς λήψη μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της επί του σχεδίου, εντός προθεσμίας οριζομένης από τον πρόεδρο, αναλόγως του επείγοντος του θέματος. [...]

3.α )  Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον συμφωνούν με τη γνώμη της επιτροπής.

β )      Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει αμελλητί στο Συμβούλιο πρόταση σχετική με τα προς λήψη μέτρα. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

γ )      Αν εντός τριών μηνών από της υποβολής της προτάσεως στο Συμβούλιο τούτο δεν έχει αποφασίσει, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή.»

6       Το άρθρο 13 της οδηγίας για τα καλλυντικά προβλέπει:

«Οποιαδήποτε περιοριστικά ή απαγορευτικά της διαθέσεως στην αγορά καλλυντικών προϊόντων ατομικά μέτρα λαμβανόμενα συμφώνως προς την παρούσα οδηγία πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένα. Πρέπει να κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο με υπόδειξη των υφισταμένων ενδίκων μέσων της ισχυούσης νομοθεσίας στα κράτη μέλη και των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται τα ένδικα αυτά μέσα να ασκηθούν.»

7       Στις 15 Απριλίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την εικοστή έκτη οδηγία 2002/34/ΕΚ για προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ και VII της οδηγίας 76/768 (ΕΕ L 102, σ. 19, στο εξής: επίδικη οδηγία), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για τα καλλυντικά και κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιστημονική επιτροπή καλλυντικών προϊόντων και μη διατροφικών προϊόντων προοριζομένων για τους καταναλωτές (στο εξής: SCCNFP).

8       Το άρθρο 1 της επίδικης οδηγίας ορίζει ότι η οδηγία για τα καλλυντικά τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της επίδικης οδηγίας. Το παράρτημα αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, την προσθήκη της υπ’ αριθ. 66 αναφοράς στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας για τα καλλυντικά και καθορίζει, για τα πολυακρυλαμίδια, τη μέγιστη υπολειπόμενη περιεκτικότητα σε ακρυλαμίδιο στο 0,1 mg/kg στα μη εκπλυνόμενα προϊόντα περιποίησης σώματος και στο 0,5 mg/kg στα λοιπά καλλυντικά προϊόντα.

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

9       Η προσφεύγουσα είναι ένας από τους κύριους παραγωγούς ακρυλαμιδίων και πολυμερών ακρυλαμιδικής βάσεως, όπως τα πολυακρυλαμίδια, τα οποία πωλεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Βάσει της πείρας και της τεχνογνωσίας της στον τομέα της αναλύσεως των πολυμερών, ανέπτυξε μια σειρά πολυακρυλαμιδίων, πολυμερών που έχουν δημιουργηθεί ειδικά για να χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά και στα προϊόντα προσωπικής περιποίησης, υπό το σήμα FLOCARE.

10     Τα πολυακρυλαμίδια χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα λόγω της ικανότητάς τους να χρησιμεύουν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ως βελτιωτικά της υφής των μαλλιών και υλικά διαμόρφωσης λεπτού επιστρώματος, πολυμερή απολέπισης, πηκτοποιητές, γαλακτωματοποιητές και διασπαρτικά για προϊόντα για την ψιμυθίωση.

11     Η προσφεύγουσα είναι μέλος του Polyacrylamide Producers Group (στο εξής: PPG), στο οποίο μετέχουν οι επτά παραγωγοί πολυακρυλαμιδίων που δραστηριοποιούνται εντός της Κοινότητας. Δύο από τους παραγωγούς αυτούς, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, παράγουν και ακρυλαμίδια. Σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις, το 99,9 % του ακρυλαμιδίου εντός της Κοινότητας χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολυακρυλαμιδίων.

12     Η SCCNFP περιέλαβε τα πολυακρυλαμίδια που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα στην ημερησία διάταξη της από 14 Νοεμβρίου 1997 συνόδου. Στα μέσα του 1998, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλλυντικών, ειδών καλλωπισμού και αρωματοποιίας (στο εξής: Colipa), μια κλαδική ένωση, στην οποία μετέχουν παραγωγοί καλλυντικών προϊόντων (δεν μετέχουν όμως παραγωγοί πρώτων υλών, όπως η προσφεύγουσα), έλαβε αντίγραφο ενός πρώτου σχεδίου γνώμης της SCCNFP σχετικά με τον κίνδυνο καρκίνου που συνδέεται με τη χρήση πολυακρυλαμιδίων στα καλλυντικά προϊόντα. Ούτε το PPG ούτε η προσφεύγουσα έλαβαν απευθείας αντίγραφο του εγγράφου αυτού. Η άποψη που υποστήριζε η SCCNFP έγκειτο συγκεκριμένα στο ότι η χρήση, κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, καλλυντικών προϊόντων που περιέχουν πολυακρυλαμίδια δημιουργούσε απαράδεκτα υψηλό πρόσθετο κίνδυνο καρκίνου, λόγω της υπολειπομένης συγκεντρώσεως σε ακρυλαμίδιο. Η Colipa απηύθυνε το σχέδιο γνώμης στο PPG.

13     Στις 3 Σεπτεμβρίου 1998, η Colipa έδωσε κοινή απάντηση του τομέα στη SCCNFP, ένα τμήμα της οποίας είχε ετοιμαστεί από το PPG. Στην απάντηση αυτή επισήμανε ότι το σχέδιο γνώμης της SCCNFP έπρεπε να αναθεωρηθεί υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων και της σύγχρονης μεθοδολογίας εκτιμήσεως των κινδύνων. Στη συνέχεια η SCCNFP, η Colipa και το PPG αντάλλαξαν άφθονη αλληλογραφία. Η Colipa και το PPG συμμετέσχαν σε συνεδριάσεις με τη SCCNFP και της υπέβαλαν πολλές εκτιμήσεις σχετικές με τους κινδύνους που συνδέονται με τη χρήση των πολυακρυλαμιδίων στα καλλυντικά προϊόντα πριν την έκδοση της επίδικης οδηγίας, στις 15 Απριλίου 2002.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

14     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Ιουλίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε την κρινόμενη προσφυγή.

15     Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 22 Αυγούστου 2002, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως αυτής στις 10 Οκτωβρίου 2002.

16     Στο πλαίσιο των μέτρων για την οργάνωση της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) κάλεσε την προσφεύγουσα, στις 28 Νοεμβρίου 2002, να απαντήσει σε ερωτήσεις και, ιδίως, να διευκρινίσει τη θέση της σχετικά με την άποψή της ότι ορισμένα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που κατείχε κατέστησαν στην πράξη άνευ αξίας, λόγω της έκδοσης της επίδικης οδηγίας, και να προσκομίσει στο Πρωτοδικείο αντίγραφα καθενός από τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Η προσφεύγουσα συμμορφώθηκε προς την απαίτηση του Πρωτοδικείου εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

17     Με το δικόγραφο της προσφυγής και τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη ή, επικουρικώς, να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως·

–       να ακυρώσει μερικώς την επίδικη οδηγία·

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

18     Με την ένσταση απαραδέκτου η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–       να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η κρινόμενη προσφυγή είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, εφόσον η επίδικη οδηγία είναι δεσμευτική πράξη, προορισμένη να αναπτύξει έννομες συνέπειες οριστικής φύσεως, που την αφορούν άμεσα και ατομικά. Καταρχάς, ζητεί από το Πρωτοδικείο να εξετάσει την ουσία της υποθέσεως πριν αποφανθεί επί του παραδεκτού ή, επικουρικώς, να επιφυλαχθεί να αποφανθεί μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια διαδικασία. Υποστηρίζει, ιδίως, ότι η παρούσα υπόθεση αφορά έναν ιδιαίτερα εξειδικευμένο και διεπόμενο από κανονισμούς τομέα και ότι η νομική της κατάσταση δεν μπορεί να εκτιμηθεί ανεξάρτητα από την ουσία. Εκθέτει ότι η υπό κρίση διαφορά αφορά ιδίως τη σχέση μεταξύ της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34), και της οδηγίας για τα καλλυντικά.

20     Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε επιχειρήματα προς υποστήριξη της απόψεώς της.

21     Πρώτον, υποστηρίζει ότι η επίδικη οδηγία, αν και είναι διατυπωμένη με γενικούς όρους, δεν αφορά παρά μόνον τους επτά παραγωγούς πολυακρυλαμιδίων εντός της Κοινότητας που αποτελούν το PPG. Τόσο από πλευράς πραγματικών περιστατικών όσο και από νομική άποψη, οι εταιρίες αυτές αποτελούν μια κλειστή κατηγορία επιχειρηματιών, λόγω των πραγματικών συνθηκών που τις διακρίνουν από όλους τους άλλους επιχειρηματίες. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η ίδια η οδηγία για τα καλλυντικά τις εξατομικεύει ως «ενδιαφερόμενους» (βλ. το άρθρο 5α). Υπογραμμίζει ότι η ίδια η παρουσία των πολυακρυλαμιδίων στην κοινοτική αγορά και στα καλλυντικά προϊόντα οφείλεται εξ ολοκλήρου στις συνεχείς προσπάθειες των εταιριών που είναι μέλη του PPG. Επισημαίνει ότι, αν το PPG δεν είχε επενδύσει στην υποστήριξη της αναπτύξεως των πολυακρυλαμιδίων και δεν είχε παράσχει στοιχεία στην Επιτροπή, το συστατικό αυτό δεν θα επωλείτο στον τομέα των καλλυντικών και η επίδικη οδηγία ουδέποτε θα είχε πιθανότατα εκδοθεί.

22     Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, δεδομένου ότι η τεχνική και εμπορική τεχνογνωσία για την παραγωγή πολυακρυλαμιδίων είναι σημαντική, δεν είναι δυνατόν, βραχυπρόθεσμα, να εισέλθουν στην αγορά αυτή τρίτες εταιρίες. Προσθέτει ότι η επίδικη οδηγία, θεσπίζοντας αυστηρότερα όρια συγκεντρώσεως για την υπολειπόμενη περιεκτικότητα των καλλυντικών προϊόντων σε ακρυλαμίδιο, δημιούργησε ένα πρόσθετο εμπόδιο κανονιστικής φύσεως για ενδεχόμενους νεοεισερχόμενους στην αγορά.

23     Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, με αυτά τα νέα όρια συγκεντρώσεως, είναι τεχνικώς αδύνατη η παραγωγή στερεών κονιαμάτων πολυακρυλαμιδίων συμφώνων προς τα νέα όρια υπολειπόμενης περιεκτικότητας σε ακρυλαμίδιο, διότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν επιτρέπει την εξάλειψη όλων των υπολειμμάτων ακρυλαμιδίου που περιέχονται στα στερεά πολυακρυλαμίδια. Κατά συνέπεια, η αγορά των στερεών πολυακρυλαμιδίων για καλλυντικές χρήσεις θα ήταν κλειστή de jure.

24     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εξάλλου, ότι οι επίδικοι περιορισμοί εφαρμόζονται ειδικώς στα δικά της προϊόντα. Υποστηρίζει ότι τα προϊόντα της είναι ο λόγος και το αντικείμενο των επίδικων περιορισμών και αποτελούν την αιτία των σχετικών ενεργειών των κοινοτικών οργάνων. Υφίσταται συνεπώς αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επίδικης οδηγίας και της καταστάσεως της προσφεύγουσας. Η τελευταία είναι ο μόνος επιχειρηματίας που παράγει στερεά πολυακρυλαμίδια και τα εμπορεύεται με τη μορφή κονιάματος για καλλυντική χρήση. Οι άλλοι επιχειρηματίες παράγουν υγρά γαλακτώματα, που δεν θίγονται από τα νέα όρια συγκεντρώσεως για την υπολειπόμενη περιεκτικότητα σε ακρυλαμίδιο. Κατά συνέπεια η επίδικη οδηγία αφορά κατά τρόπο ειδικό την προσφεύγουσα, στο μέτρο που είναι ο μόνος επιχειρηματίας που παράγει στερεά κονιάματα πολυακρυλαμιδίων για τη βιομηχανία καλλυντικών και λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών του προϊόντος της.

25     Δεύτερον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η επίδικη οδηγία την αφορά ατομικά, διότι επηρεάζει αρνητικά ορισμένα προϋφιστάμενα ειδικά δικαιώματά της, πράγμα που τη διακρίνει από τους λοιπούς επιχειρηματίες.

26     Υποστηρίζει σχετικά ότι η επίδικη οδηγία θα της στερήσει οπωσδήποτε την προστασία που απορρέει από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της στη Γαλλία από το 2004, στο μέτρο που αυτό το κράτος μέλος δεν θα έχει πλέον άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει τους περιορισμούς που προβλέπει σχετικά με τα πολυακρυλαμίδια η επίδικη οδηγία, πράγμα που θα καταστήσει, στην πράξη, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της άνευ αξίας. Υποστηρίζει ότι το δικαίωμά της να εμπορεύεται, κατ’ αποκλειστικότητα, τα προϊόντα που αποτελούν το αποτέλεσμα των εφευρέσεών της είναι πανομοιότυπο με το δικαίωμα που είχε, δυνάμει του κατατεθειμένου σήματός της, η προσφεύγουσα στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-1853).

27     Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι παράγει προϊόντα στερεών πολυακρυλαμιδίων, που προορίζονται για τη βιομηχανία καλλυντικών, χρησιμοποιώντας ειδική μέθοδο παραγωγής, που είναι αποτέλεσμα μακρόχρονων ερευνών και δραστηριοτήτων αναπτύξεως και τεράστιων οικονομικών επενδύσεων. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της καλύπτει μια τεχνολογική μέθοδο που χρησιμοποιείται για τα καλλυντικά, με την οποία παράγει στερεά πηκτικά πολυμερή που μεταβάλλουν το ιξώδες και την υφή των καλλυντικών προϊόντων, όπως τα σαμπουάν και οι κρέμες, εξαλείφοντας τους διαλύτες (μεταλλικά έλαια) και τα επιφανειοδραστικά (εννεϋλ-φαινόλη και άλλα αιθοξι-παράγωγα), η παρουσία των οποίων είναι αδύνατον να εξαλειφθεί από τα γαλακτώματα που παράγουν οι ανταγωνιστές της, οι οποίοι χρησιμοποιούν την παραδοσιακή τεχνολογία.

28     Με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου (βλ. πιο πάνω, σκέψη 16), η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι στην προκειμένη περίπτωση στηριζόταν ιδίως στις δύο αιτήσεις για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας υπ’ αριθ. 00 02664 (2805461) και 01 00963 (2819719), που κατέθεσε στις 28 Φεβρουαρίου 2000 και 19 Ιανουαρίου 2001 αντιστοίχως. Τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας καλύπτουν τόσο τις μεθόδους όσο και τις καλλυντικές συνθέσεις.

29     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι προσφέρει στους πελάτες της και στους τελικούς καταναλωτές προϊόντα που συνδυάζουν δύο σημαντικούς παράγοντες, δηλαδή μια στερεή κατάσταση και μικρότερες υπολειπόμενες περιεκτικότητες σε μονομερή ακρυλαμιδίου. Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν ίδιον της προσφεύγουσας και της εξασφαλίζουν μείζον πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της. Η επίδικη οδηγία τής στερεί όμως την εκμετάλλευση της μεθόδου παραγωγής που καλύπτει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της για τις εφαρμογές στον τομέα των καλλυντικών, διότι η καλυπτόμενη από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τεχνολογία της δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στις νέες τιμές συγκεντρώσεως που ορίζει η επίδικη οδηγία για την υπολειπόμενη περιεκτικότητα των καλλυντικών προϊόντων σε ακρυλαμίδιο.

30     Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της καλύπτει άλλες πιθανές χρήσεις στους τομείς της φαρμακευτικής και κτηνιατρικής βιομηχανίας. Υποστηρίζει ότι αποτελεί φυσιολογική πρακτική, κατά την κατάθεση αιτήσεως για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, να αναφέρει ο αιτών όσο το δυνατόν περισσότερες χρήσεις για να προκαταλάβει πιθανές μελλοντικές αγορές, έστω και αν τα προϊόντα δεν είναι πράγματι έτοιμα να διατεθούν στο εμπόριο για όλες αυτές τις χρήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της προσφεύγουσας δεν ήταν έτοιμο παρά μόνο για τις χρήσεις στον τομέα των καλλυντικών. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να καλύπτει συγχρόνως καλλυντικές και φαρμακευτικές χρήσεις, λόγω κανονιστικών περιορισμών.

31     Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η προστασία των δικαιωμάτων της αποτελεί υπέρτερη αρχή του δικαίου, που πρέπει να γίνεται σεβαστή σε κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται θέμα ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η αρχή αυτή απορρέει από τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

32     Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικονομικά δικαιώματα που της παρέχει το άρθρο 13 της οδηγίας για τα καλλυντικά. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το άρθρο αυτό προβλέπει, ιδίως, ότι οποιαδήποτε περιοριστικά μέτρα λαμβάνονται δυνάμει της οδηγίας αυτής κοινοποιούνται σε κάθε «ενδιαφερόμενο», με ενημέρωση για τα υφιστάμενα ένδικα μέσα. Επισημαίνει ειδικότερα ότι το εν λόγω άρθρο δεν διακρίνει μεταξύ των πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή για να περιορίσει τη χρήση χημικών ουσιών στα καλλυντικά προϊόντα και των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να εξασφαλίσουν ότι τα τελικά καλλυντικά προϊόντα θα είναι σύμφωνα προς τους περιορισμούς αυτούς στην επικράτειά τους. Η προσφεύγουσα εκτιμά, συνεπώς, ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να της κοινοποιήσει κάθε περιορισμό που αφορά τη χρήση των πολυακρυλαμιδίων στα καλλυντικά προϊόντα.

33     Ως προς το ζήτημα αυτό, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ερμηνεία της οδηγίας για τα καλλυντικά, στην οποία προβαίνει η Επιτροπή. Αντιτάσσει ότι, στον τομέα που διέπει η οδηγία αυτή, η Επιτροπή δεν διαθέτει το ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, που συνήθως της αναγνωρίζεται, διότι οφείλει να συμβουλευτεί τους εμπειρογνώμονες της βιομηχανίας και τις αρμόδιες επιστημονικές επιτροπές και δεν μπορεί να υιοθετήσει παρά μόνον τα μέτρα προσαρμογής που εγκρίνει η επιτροπή ad hoc. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, αυτό είναι το σαφές αποτέλεσμα των δικονομικών κανόνων που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 13 της οδηγίας για τα καλλυντικά. Η ειδική προστασία που παρέχουν τα άρθρα αυτά στις οικείες επιχειρήσεις τις εξατομικεύει κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

34     Ως προς την επίκληση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, T-199/96, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-2805, σκέψη 58) από την Επιτροπή, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ρητώς την ύπαρξη διαδικασίας στηριζόμενης στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Επισημαίνει ότι το Πρωτοδικείο διακρίνει μεταξύ των «διοικητικών» διαδικασιών και των «νομοθετικών» διαδικασιών που οδηγούν στη θέσπιση κοινοτικού μέτρου και δέχεται ότι τα πρόσωπα που έχουν άμεσο συμφέρον σχετικά με την έκβαση της διοικητικής διαδικασίας και/ή συμμετέσχαν στη διοικητική διαδικασία που οδηγεί στη θέσπιση κοινοτικού μέτρου έχουν δικονομικά δικαιώματα σχετικά με το μέτρο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αντλεί ειδικά δικαιώματα από την επίδικη οδηγία, διότι έλαβε μέρος στη διοικητική διαδικασία, υποβάλλοντας επιστημονικά στοιχεία και διατυπώνοντας τα σχόλιά της καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας θεσπίσεως της οδηγίας. Η Επιτροπή όμως αξιολόγησε το προϊόν της προσφεύγουσας, χωρίς να λάβει υπόψη τα στοιχεία που υπέβαλε η τελευταία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, που οδήγησε στην υιοθέτηση της προτάσεως της Επιτροπής. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη οδηγία χωρίς να τηρήσει τη διαδικασία και σε αντίθεση προς το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα των πολυακρυλαμιδίων.

35     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν το Πρωτοδικείο δεχόταν την άποψη της Επιτροπής ότι το άρθρο 13 της οδηγίας για τα καλλυντικά δεν της παρέχει κανένα δικονομικό δικαίωμα, διότι το επίδικο μέτρο θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, η τελευταία αυτή διάταξη καθιερώνει και αυτή μια διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα απολαμβάνει των θεμελιωδών δικαιωμάτων άμυνας. Επισημαίνει, ειδικότερα, ότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οι τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων της οδηγίας αυτής στην τεχνική πρόοδο θεσπίζονται κατόπιν διαβουλεύσεως με τη SCCNFP.

36     Τέταρτον, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. I-2501), υποστηρίζει ότι οι συνέπειες της επίδικης οδηγίας επί της καταστάσεώς της είναι ικανές να την εξατομικεύσουν σε σχέση με όλους τους άλλους επιχειρηματίες, ακόμη και στο πλαίσιο του PPG, λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών που προσιδιάζουν σ’ αυτήν. Επισημαίνει σχετικά ότι ανήκει στον μικρό αριθμό εταιριών από τις ανήκουσες στο PPG, που παράγουν τόσο ακρυλαμίδιο όσο και πολυακρυλαμίδια. Οι συνέπειες της επίδικης οδηγίας επί της καταστάσεώς της θα ήταν τέτοιες, ώστε η οδηγία θα την έθιγε κατά τον ίδιο τρόπο που θα θιγόταν ένας αποδέκτης, διότι στην πραγματικότητα η έκδοση της οδηγίας θα έθετε σε κίνδυνο όλη τη δραστηριότητα παραγωγής ακρυλαμιδίου από την προσφεύγουσα. Με την πάροδο των ετών, η προσφεύγουσα ανέπτυξε ένα «θύλακα αγοράς», χρησιμοποιώντας μια μοναδική, υψηλής τεχνολογίας, μέθοδο για την παραγωγή πολυακρυλαμιδίων. Κατά συνέπεια, η θέση της είναι ειδική και διαφέρει από αυτήν των ανταγωνιστών που δραστηριοποιούνται στην παραδοσιακή αγορά των πηκτικών. Η επίδικη οδηγία ασκεί, συνεπώς, ιδιαίτερη οικονομική επίδραση στην προσφεύγουσα, εφόσον την υποχρεώνει να εγκαταλείψει τις δραστηριότητές της στον τομέα των καλλυντικών καθώς και όλες τις οικονομικές επενδύσεις της και τα δικαιώματά της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

37     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι δεν διαθέτει κανένα ένδικο βοήθημα ενώπιον δικαστικού, διοικητικού ή κυβερνητικού οργάνου στο πλαίσιο της Κοινότητας. Προσθέτει ότι τα μέτρα που θα λάβουν τα κράτη μέλη για τη μεταφορά της επίδικης οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν θα την αφορούν άμεσα και ατομικά.

38     Πέμπτον, η προσφεύγουσα επικαλείται την πρόσφατ? εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, που προκύπτει από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαΐου 2002, T-177/01, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής (Συλλογή, σ. II-2365), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή, σ. I-6677, I-6681).

39     Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα περί παραδεκτού της προσφυγής, που προβάλλει η προσφεύγουσα. Θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού της κρινόμενης προσφυγής ανεξάρτητα από την ουσία και ότι, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, δεν υφίσταται σχέση μεταξύ των υποβληθέντων δυνάμει της οδηγίας 67/548 επιστημονικών στοιχείων και της καταστάσεως της προσφεύγουσας υπό το πρίσμα της οδηγίας για τα καλλυντικά.

40     Πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν ανήκει σε κλειστή κατηγορία παραγωγών ακρυλαμιδίου. Επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους άλλοι παραγωγοί, πλην των επτά παραγωγών πολυακριλαμιδίων με παρουσία στην Κοινότητα, αποκλείονται από την αγορά αυτή και εμποδίζονται να ανταγωνιστούν τους υπάρχοντες παραγωγούς.

41     Θεωρεί ότι το άρθρο 5α της οδηγίας για τα καλλυντικά δεν έχει ως αντικείμενο να δημιουργήσει μια κλειστή κατηγορία παραγωγών συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα. Η διάταξη αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να καταρτίσει ενδεικτικό ευρετήριο των συστατικών, αλλά όχι των παραγωγών τέτοιων συστατικών.

42     Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτήσεις για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν εξατομικεύουν την προσφεύγουσα και δεν τη θέτουν σε κατάσταση όμοια ή ανάλογη προς αυτή της προσφεύγουσας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου.

43     Κατά την άποψη της Επιτροπής, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί πώς η επίδικη οδηγία καθιστά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανίσχυρα ή την προστασία που αυτά μπορούν να προσφέρουν αναποτελεσματική. Επισημαίνει ότι η επίδικη οδηγία καθορίζει τις μέγιστες υπολειπόμενες περιεκτικότητες σε ακρυλαμίδιο των τελικών καλλυντικών προϊόντων, ότι δεν απαγορεύεται η χρήση ακρυλαμιδίου και ότι η προσφεύγουσα δεν ανέφερε ποια ήταν η πραγματική υπολειπόμενη περιεκτικότητα σε ακρυλαμίδιο των καλυπτομένων από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας προϊόντων της πριν την έκδοση της επίδικης οδηγίας. Από την εξέταση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν προκύπτουν στοιχεία σχετικά με τις ποσότητες υπολειμμάτων ακρυλαμιδίου στα προστατευόμενα από τα διπλώματα προϊόντα. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η εφαρμογή νέων ορίων για τα τελικά καλλυντικά προϊόντα θίγει πραγματικά τις χημικές συνθέσεις που καλύπτονται από τις αιτήσεις για τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

44     Η Επιτροπή αναφέρεται στις υπ’ αριθ. 00 02664 (2805461) και 01 00963 (2819719) αιτήσεις για τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της 28ης Φεβρουαρίου 2000 και 19ης Ιανουαρίου 2001. Επισημαίνει ότι η δεύτερη αίτηση καλύπτει προϊόντα που δεν περιορίζονται στα καλλυντικά, αλλά αφορά και φαρμακευτικά, κτηνιατρικά και απορρυπαντικά προϊόντα, τα οποία ουδόλως αφορά η επίδικη οδηγία. Επισημαίνει επίσης ότι η πρώτη αίτηση για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας καλύπτει τη χρήση «ενός ή περισσοτέρων» μη ιοντικών μονομερών, μεταξύ των οποίων το ακρυλαμίδιο. Προσθέτει ότι ο τρόπος με τον οποίο τα προϊόντα αυτά επαναλαμβάνονται στον κατάλογο φαίνεται να υποδηλώνει ότι το καθένα μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση στις 28 Φεβρουαρίου 2000, ουδόλως θα έχανε την αξία ή την αποτελεσματικότητά του, ακόμη και αν απαγορεύονταν πλήρως τα ακρυλαμίδια.

45     Όσον αφορά την κατάσταση της προσφεύγουσας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στην υπόθεση αυτή, η προσβαλλόμενη διάταξη επιφύλασσε τη χρησιμοποίηση της ενδείξεως «crémant» σε αφρώδεις οίνους ποιότητας, παραγόμενους υπό ειδικές συνθήκες στη Γαλλία ή στο Λουξεμβούργο. Η Codorniu, ισπανική εταιρία παραγωγής, κατέθεσε το γραφικό σήμα «Gran Crémant de Codorniu» στην Ισπανία το 1924 και χρησιμοποίησε κατά παράδοση το σήμα αυτό τόσο πριν όσο και μετά την κατάθεσή του. Παρέχοντας τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της ενδείξεως «crémant» μόνο στους Γάλλους και Λουξεμβουργιανούς παραγωγούς, η επίδικη διάταξη είχε ως αποτέλεσμα να απαγορεύει στην Codorniu τη χρησιμοποίηση του σήματός της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα (βλ., ιδίως, τις ανωτέρω σκέψεις 26 έως 28), τα αιτούμενα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν παρέχουν στην προσφεύγουσα «ειδικά δικαιώματα σχετικά με την εμπορία των πολυακρυλαμιδίων ως συστατικών καλλυντικών προϊόντων», αλλά μόνον το δικαίωμα να εμποδίζει την πώληση παρόμοιων χημικών σκευασμάτων από άλλους παραγωγούς.

46     Τρίτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα δικονομικά δικαιώματα της προσφεύγουσας δεν εθίγησαν με την έκδοση της επίδικης οδηγίας. Επισημαίνει ότι η οδηγία αυτή εκδόθηκε όχι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της οδηγίας για τα καλλυντικά, αλλά κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της τελευταίας αυτής οδηγίας. Οι ατομικές επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων δεν παίζουν όμως κανένα ρόλο στη διαδικασία που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη· δεν κινούν τη διαδικασία και δεν συμμετέχουν στην εξέλιξή της.

47     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε σαφώς, με την προαναφερθείσα απόφασή του Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (σκέψη 59), ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για τα καλλυντικά είναι διαδικασία που καταλήγει στη θέσπιση κανονιστικής πράξεως. Η θέσπιση, όμως, κανονιστικών διατάξεων δεν απαιτεί τη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας, εκτός αν υπάρχουν σχετικά ρητές διατάξεις, και η οδηγία για τα καλλυντικά δεν περιλαμβάνει τέτοιες διατάξεις.

48     Τέταρτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν εξήγησε για ποιο λόγο το γεγονός ότι είναι «ένας από τους σπάνιους» παραγωγούς ακρυλαμιδίου και πολυακρυλαμιδίων εξατομικεύει την κατάστασή της σε σχέση με αυτή των άλλων παραγωγών. Υποστηρίζει ότι το γεγονός και μόνον ότι η επίδικη οδηγία θίγει τη δραστηριότητα της προσφεύγουσας στον τομέα του ακρυλαμιδίου δεν αρκεί για να της παράσχει το δικαίωμα να επιδιώξει την ακύρωση της επίδικης οδηγίας.

49     Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που εκτίθεται ανωτέρω, στη σκέψη 37, η Επιτροπή παρατηρεί ότι είναι δύσκολο να συνδυασθεί, αφενός, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η επίδικη οδηγία παράγει συγκεκριμένα, μη υποκείμενα σε αιρέσεις και οριστικά, αποτελέσματα που στερούν από τα κράτη μέλη κάθε περιθώριο διακριτικής ευχέρειας κατά την εφαρμογή της και, αφετέρου, ο ισχυρισμός της ότι τα εθνικά μέτρα για την εκτέλεση της οδηγίας δεν την αφορούν άμεσα. Υποστηρίζει ότι, αν η επίδικη οδηγία αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, την αφορούν και τα εθνικά εκτελεστικά μέτρα, αφού αντικατοπτρίζουν την οδηγία.

50     Πέμπτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες καινοτομίες που επέφεραν, στο ζήτημα του παραδεκτού, το Πρωτοδικείο με την προαναφερθείσα απόφασή του Jégo-Quéré κατά Επιτροπής και οι προαναφερθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην απόφαση Unión Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, δεν βοηθούν την προσφεύγουσα. Προσθέτει ότι, με την τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε σαφώς την υφιστάμενη νομολογία στο ζήτημα του παραδεκτού. Σε κάθε περίπτωση, στην κρινόμενη υπόθεση η προσφεύγουσα δεν ζητεί την ακύρωση κανονισμού, όπως στις δύο προαναφερθείσες υποθέσεις, αλλά την ακύρωση οδηγίας. Η οδηγία όμως, αντίθετα από τον κανονισμό, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται.

 Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου

51     Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) εκτιμά ότι, στην κρινόμενη υπόθεση, έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και δεν συντρέχει λόγος να λάβει χώρα προφορική διαδικασία. Θεωρεί, εξάλλου, ότι δεν συντρέχει λόγος να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

52      Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό, καθώς και κατά των αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

53     Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να κριθεί το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε, δυνάμει της διατάξεως αυτής, ένα νομικό πρόσωπο κατά ορισμένων διατάξεων οδηγίας που εξέδωσε η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για τα καλλυντικά.

54     Το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν αναφέρεται μεν ρητά στο παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από ιδιώτες κατά οδηγίας, πλην όμως από τη νομολογία προκύπτει ότι μόνον αυτό το στοιχείο δεν αρκεί για να κριθεί απαράδεκτη μια τέτοια προσφυγή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, T-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2335, σκέψη 63· διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, Τ-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3259, σκέψη 28). Εξάλλου, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αποκλείουν, απλώς και μόνο με την επιλογή του τύπου της επίμαχης πράξεως, τη δικαστική προστασία που παρέχει στους ιδιώτες η διάταξη αυτή της Συνθήκης (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2002, T-84/01, Association contre l’heure d’été κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή, σ. II-99, σκέψη 23, και προπαρατεθείσα Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 28).

55     Εξάλλου, υπό ορισμένες περιστάσεις, ακόμη και μία κανονιστική πράξη εφαρμοζομένη γενικώς στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένους από αυτούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 11 έως 32, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2000, T-172/98, T-175/98 έως T-177/98, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II-2487, σκέψη 30).

56     Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι κατά παγία νομολογία ένα υποκείμενο δικαίου που δεν είναι αποδέκτης πράξεως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παρά μόνον αν η πράξη αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που το διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, προπαρατεθείσα απόφαση UEAPME κατά Συμβουλίου, σκέψη 69, και προπαρατεθείσα διάταξη Association contre l’heure d’été κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 24).

57     Το Δικαστήριο επανέλαβε και πρόσφατα αυτή την προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με τις αποφάσεις Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, που προαναφέρθηκε (σκέψη 36), και της 1ης Απριλίου 2004, C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré (Συλλογή 2004, σ. Ι-3425, σκέψη 45).

58     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η επίδικη οδηγία την αφορά ατομικά, διότι ανήκει σε έναν περιορισμένο κύκλο επιχειρηματιών τους οποίους αφορά η οδηγία.

59     Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα προσδιορισμού με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια του αριθμού ή ακόμα και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό αφορά τα εν λόγω υποκείμενα ατομικά όταν είναι δεδομένο ότι η εφαρμογή γίνεται βάσει μιας αντικειμενικής, πραγματικής ή νομικής καταστάσεως η οποία προσδιορίζεται από την επίμαχη πράξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1993, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-213/91, Συλλογή 1993, σ. Ι‑3177, σκέψη 17, και της 15ης Φεβρουαρίου 1996, Buralux κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-209/94 P, Συλλογή 1996, σ. Ι-615, σκέψη 24).

60     Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι το γεγονός και μόνον ότι ένα μέτρο αφορά κάποιον βάσει της ιδιότητας του επιχειρηματία που ασκεί τις δραστηριότητές του στον τομέα τον οποίο αφορά το μέτρο δεν είναι αρκετό για να θεωρηθεί ότι ο επιχειρηματίας αυτός εξατομικεύεται, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., στο πνεύμα αυτό, την προπαρατεθείσα απόφαση Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 14, και τις διατάξεις του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1993, C-276/93, Chiquita Banana κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I-3345, σκέψη 12, και της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-10/95 P, Asocarne κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. I-4149, σκέψη 42). Πράγματι η νομολογία αυτή εξηγείται από την παρουσία, στις υποθέσεις αυτές, ενός πρόσθετου στοιχείου, δηλαδή της υπάρξεως σχέσεως αιτιότητας μεταξύ του εν λόγω επιχειρηματία και της παρεμβάσεως του οργάνου, που υποδηλώνει ότι, λαμβάνοντας το επίδικο μέτρο, το κοινοτικό όργανο καθόρισε τη μεταχείριση της οποίας θα ετύγχανε ο επιχειρηματίας (βλ., στο πνεύμα αυτό, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαΐου 1971, 41/70 έως 44/70, International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 783, σκέψη 20, και της 6ης Νοεμβρίου 1990, C-354/87, Weddel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-3847, σκέψη 22). Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν πληρούται υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως.

61     Πράγματι η επίδικη οδηγία τροποποιεί την οδηγία για τα καλλυντικά, ενσωματώνοντας, μεταξύ άλλων, τα πολυακρυλαμίδια στον κατάλογο των ουσιών που δεν μπορούν να περιέχονται στα καλλυντικά προϊόντα πέραν των ορίων και χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας για τα καλλυντικά και καθορίζοντας, για τα πολυακρυλαμίδια, τη μέγιστη υπολειπόμενη περιεκτικότητα σε 0,1 mg/kg στα μη εκπλυνόμενα προϊόντα περιποίησης σώματος και σε 0,5 mg/kg στα λοιπά καλλυντικά προϊόντα. Από αυτό συνάγεται ότι η επίδικη οδηγία εφαρμόζεται σε καταστάσεις αντικειμενικά προσδιοριζόμενες και παράγει νομικά αποτελέσματα ως προς κατηγορίες προσώπων θεωρούμενες κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και, συγκεκριμένα, προς όλους τους παραγωγούς καλλυντικών.

62     Είναι προφανές ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν αφορούν την προσφεύγουσα παρά μόνον υπό την αντικειμενική της ιδιότητα του επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής πολυακρυλαμιδίων, όπως ακριβώς αφορά και όλους τους άλλους επιχειρηματίες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Όπως όμως προκύπτει από την προπαρατεθείσα, στις σκέψεις 59 και 60, νομολογία, μόνη η ιδιότητα αυτή δεν αρκεί για να αποδείξει ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα. Ως προς αυτό, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι τα πολυακρυλαμίδια κατασκευάζονται στην Κοινότητα από επτά μόνον επιχειρήσεις και ότι, κατά την προσφεύγουσα, η ίδια είναι ο μοναδικός επιχειρηματίας που παράγει στερεά πολυακρυλαμίδια και τα εμπορεύεται με τη μορφή κονιάματος για καλλυντική χρήση.

63     Σε κάθε περίπτωση, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ο κύκλος των παραγωγών πολυακρυλαμιδίων δεν ήταν κλειστός κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης οδηγίας, δεδομένου ότι τίποτα στην οδηγία αυτή δεν αποκλείει επιχειρηματίες, που δεν είχαν ακόμη ασκήσει δραστηριότητα παραγωγής πολυακρυλαμιδίων κατά την έκδοσή της, να αποφασίσουν μεταγενέστερα να ασχοληθούν με τη δραστηριότητα αυτή.

64     Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η επίδικη οδηγία την αφορά ατομικά, διότι επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματά της που απορρέουν από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που κατέχει, πράγμα που τη διακρίνει από τους υπόλοιπους επιχειρηματίες. Υποστηρίζει ότι η επίδικη οδηγία θα της στερήσει τα δικαιώματά της που απορρέουν από τις δύο προαναφερθείσες αιτήσεις για τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τη θέτει έτσι σε κατάσταση ανάλογη προς αυτή της προσφεύγουσας στην υπόθεση που οδήγησε στην προπαρατεθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου.

65     Έστω και αν γίνεται δεκτό, για την εξέταση του εν λόγω επιχειρήματος, ότι η προσφεύγουσα  διαθέτει αποκλειστικά δικαιώματα απορρέοντα από τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η κατάστασή της είναι ουσιωδώς διαφορετική από αυτή της προσφεύγουσας στην υπόθεση που οδήγησε στην προπαρατεθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου.

66     Πρέπει να υπομνησθεί ότι η υπόθεση αυτή αφορούσε μια ισπανική εταιρία, την Codorniu, που παρασκεύαζε και εμπορευόταν αφρώδεις οίνους και ήταν δικαιούχος του ισπανικού γραφικού σήματος Gran Crémant de Codorniu, σήματος το οποίο χρησιμοποιούσε από το 1924 για την επισήμανση ενός από τους αφρώδεις οίνους της. Είχε χρησιμοποιήσει το σήμα αυτό τόσο πριν όσο και μετά την κατάθεσή του. Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, διαπίστωσε ότι η επίδικη διάταξη, παρέχοντας τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της ενδείξεως «crémant» μόνο στους Γάλλους και Λουξεμβουργιανούς παραγωγούς, είχε ως αποτέλεσμα να απαγορεύει στην Codorniu τη χρησιμοποίηση του γραφικού σήματός της.

67     Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα για την παραγωγή ενός «καλλυντικού προϊόντος», όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας για τα καλλυντικά. Πράγματι, από τα επιχειρήματα της ίδιας της προσφεύγουσας προκύπτει ότι παράγει στερεά πολυακρυλαμίδια για να τα παράσχει στη συνέχεια στους παραγωγούς καλλυντικών ως πρώτες ύλες ή συστατικά για την παραγωγή καλλυντικών.

68     Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, αντίθετα προς την επίδικη διάταξη στην προπαρατεθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, η επίδικη οδηγία δεν εμποδίζει την προσφεύγουσα να ασκήσει τα αποκλειστικά της δικαιώματα, ούτε της στερεί τα δικαιώματά της. Το αποτέλεσμα της επίδικης οδηγίας είναι ο περιορισμός της χρήσεως των πολυακρυλαμιδίων στα καλλυντικά προϊόντα. Εάν είναι αλήθεια ότι οι μέθοδοι και οι συνθέσεις της προσφεύγουσας, που καλύπτονται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η επίδικη οδηγία, θα είναι πιο δύσκολο να διατεθούν στο εμπόριο, ή θα είναι αδύνατον να πωληθούν στους υπάρχοντες πελάτες της προσφεύγουσας, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί παρά έμμεση συνέπεια της επίδικης οδηγίας.

69     Στην πραγματικότητα, η επίδικη οδηγία δεν αφορά την προσφεύγουσα υπό την ιδιότητα του δικαιούχου αποκλειστικών δικαιωμάτων, αλλά μόνον υπό την ιδιότητα του παραγωγού πρώτων υλών ή συστατικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή των καλλυντικών προϊόντων, όπως ακριβώς αφορά και όλους τους άλλους επιχειρηματίες που παράγουν αυτές τις πρώτες ύλες ή τα συστατικά. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα ενός δικαιούχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας επιφυλάσσουν στον εφευρέτη το μονοπώλιο εκμεταλλεύσεως του προϊόντος ή της μεθόδου του και του παρέχουν τη δυνατότητα να ανταμειφθεί για τη δημιουργική του προσπάθεια, χωρίς εντούτοις να του εγγυώνται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την ανταμοιβή αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 1996, C-267/95 και C-268/95, Merck και Beecham, Συλλογή 1996, σ. I-6285, σκέψη 31).

70     Επιπλέον, όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή, τα αποκλειστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας παραμένουν ισχυρά και η εκμετάλλευσή τους δεν περιορίζεται αναγκαστικά στα καλλυντικά προϊόντα, αλλά δυνητικά μπορεί να επεκταθεί και στα φαρμακευτικά, κτηνιατρικά και απορρυπαντικά προϊόντα. Έστω και αν η προσφεύγουσα δεν παράγει σήμερα τέτοια προϊόντα, η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί μελλοντικά.

71     Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας καθιστά προφανή τη διαφορά μεταξύ της καταστάσεως της προσφεύγουσας στην προκειμένη υπόθεση και της καταστάσεως της προσφεύγουσας στην υπόθεση που οδήγησε στην προπαρατεθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, στην οποία η επίδικη διάταξη είχε ως αποτέλεσμα να καθιστά άμεσα και οριστικά παράνομη τη χρήση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, του σήματός της στο εμπόριο.

72     Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα δικονομικά της δικαιώματα ως «ενδιαφερομένης», τα οποία απέκτησε δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας για τα καλλυντικά, προσβλήθηκαν από την έκδοση της επίδικης οδηγίας και ότι η οδηγία αυτή την αφορά ατομικά, κατά τρόπο που τη διακρίνει από άλλους επιχειρηματίες.

73     Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο. Διαπιστώνεται, πράγματι, ότι από τη δεύτερη αιτιολογική αναφορά της επίδικης οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι η νομική βάση της οδηγίας είναι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για τα καλλυντικά και όχι το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής. Πράγματι, το άρθρο 13 της οδηγίας για τα καλλυντικά αφορά τα ατομικά μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή της οδηγίας αυτής, τα οποία περιορίζουν ή απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά των καλλυντικών προϊόντων. Η διάταξη αυτή επιβάλλει να αιτιολογούνται κατά τρόπο συγκεκριμένο τα μέτρα αυτά και να κοινοποιούνται στον «ενδιαφερόμενο», με ενημέρωση για τα υφιστάμενα ένδικα μέσα της ισχύουσας νομοθεσίας στα κράτη μέλη και των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται τα ένδικα αυτά μέσα να ασκηθούν.

74     Η επίδικη, όμως, οδηγία δεν είναι ατομικό μέτρο που περιορίζει ή απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά των καλλυντικών προϊόντων, αλλά είναι πράξη γενικής ισχύος που εξέδωσε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για τα καλλυντικά, με σκοπό, ιδίως, την προσαρμογή του παραρτήματος ΙΙΙ της τελευταίας αυτής οδηγίας στην τεχνική πρόοδο. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για τα καλλυντικά δεν παρέχει στην προσφεύγουσα κανένα δικονομικό δικαίωμα. Κατά συνέπεια, η έκδοση της επίδικης οδηγίας δεν είναι δυνατόν να προσέβαλε κανένα δικονομικό δικαίωμα.

75     Επιπλέον, η διαβούλευση με τη SCCNFP, που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας για τα καλλυντικά, δεν μετατρέπει τη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση της εν λόγω κανονιστικής πράξεως σε διοικητική διαδικασία, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ούτε θεμελιώνει δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, πράγμα που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να τη χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλον τρίτον.

76     Τέταρτον, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη, κατ’ αναλογία, την προπαρατεθείσα απόφαση Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, υποστηρίζει ότι τα αποτελέσματα που επιφέρει η επίδικη οδηγία στην κατάστασή της είναι ικανά να τη διακρίνουν από όλους τους άλλους επιχειρηματίες λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών που προσιδιάζουν σ’ αυτήν. Επισημαίνει, σχετικά, ότι ανήκει στον μικρό αριθμό εταιριών στο πλαίσιο του PPG, που παράγουν τόσο ακρυλαμίδιο όσο και πολυακριλαμίδια, και ότι η επίδικη οδηγία έχει ιδιαίτερες οικονομικές συνέπειες για την ίδια, διότι θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τις δραστηριότητές της στον τομέα των καλλυντικών καθώς και όλες τις οικονομικές επενδύσεις της και τα δικαιώματά της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

77     Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, από την προπαρατεθείσα απόφαση Extramet Industrie κατά Συμβουλίου προκύπτει ότι δεδομένη κανονιστική διάταξη δεν αφορά ατομικώς επιχείρηση απλώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητά της. Η εξεταζόμενη με την ανωτέρω απόφαση κατάσταση αντιστοιχούσε σε σώρευση ειδικών περιστάσεων που δεν απαντούν εν προκειμένω και η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ευρίσκετο σε κατάσταση συγκρίσιμη προς εκείνη της εταιρίας Extramet Industrie στην αγορά του μεταλλικού ασβεστίου. Στην απόφαση αυτή (σκέψη 17), το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη αφορά ατομικά τον επιχειρηματία ο οποίος, συγκεντρώνοντας τις ιδιότητες του σημαντικότερου εισαγωγέα και του τελικού χρήστη του προϊόντος που αποτελεί το αντικείμενο του μέτρου αντιντάμπινγκ, αποδεικνύει, επιπλέον, ότι οι οικονομικές του δραστηριότητες εξαρτώνται, σε σημαντικότατο βαθμό, από τις εισαγωγές αυτές και θίγονται σοβαρώς από τον επίδικο κανονισμό, ενόψει του περιορισμένου αριθμού των παραγωγών του οικείου προϊόντος και του γεγονότος ότι συναντά δυσχέρειες, όσον αφορά τον εφοδιασμό του από τον μόνο παραγωγό της Κοινότητας, ο οποίος είναι ο κύριος ανταγωνιστής του ως προς το μεταποιημένο προϊόν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το σύνολο στοιχείων αποτελούσε μια ιδιαίτερη κατάσταση, η οποία εξατομίκευε την εταιρία Extramet Industrie, από πλευράς του επίδικου μέτρου, σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία. Στην προκειμένη, όμως, υπόθεση δεν συντρέχουν αντίστοιχα στοιχεία.

78     Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλεί η προσφεύγουσα από την πρόσφατη εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, που προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Jégo-Quéré κατά Επιτροπής, και από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Jacobs στην προπαρατεθείσα υπόθεση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, αρκεί να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις του Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (σκέψη 36) και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré (σκέψεις 37, 38 και 45), επιβεβαίωσε την πάγια νομολογία του επί του θέματος αυτού.

79     Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η επίδικη οδηγία την αφορούσε ατομικά.

80     Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι απαράδεκτη και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον η επίδικη οδηγία αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει τα δικά της έξοδα και τα έξοδα της καθής, σύμφωνα με το αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα έξοδα της καθής.

Λουξεμβούργο, 6 Σεπτεμβρίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      P. Lindh


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top