EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002TJ0357(01)

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2011.
Freistaat Sachsen (Γερμανία) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις αρχές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας - Ενισχύσεις για την προπαίδευση, τις συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις, τη συνεργασία και την προώθηση σχεδιασμού προϊόντων - Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων εν μέρει συμβατό και εν μέρει ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά - Καθεστώς ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων - Μη άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως - Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
Υπόθεση T-357/02 RENV.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 II-05415

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:376

Υπόθεση T-357/02 RENV

Freistaat Sachsen

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις αρχές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας – Ενισχύσεις για την προπαίδευση, τις συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις, τη συνεργασία και την προώθηση σχεδιασμού προϊόντων – Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων εν μέρει συμβατό και εν μέρει ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά – Καθεστώς ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – Μη άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Καθεστώς ενισχύσεων

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ· κανονισμός 70/2001 της Επιτροπής, άρθρο 5)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Καθοριζόμενες με κανονιστική ρύθμιση κατηγορίες ενισχύσεων, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά – Κανονισμός 70/2001 σχετικά με τις ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις – Δυνατότητα εξετάσεως μιας ενισχύσεως βάσει των κριτηρίων του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ

(Άρθρα 87 § 3 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ· κανονισμός 70/2001 της Επιτροπής)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δυνατότητα εκδόσεως κατευθυντηρίων γραμμών – Ατομική εκτίμηση εκτός του πλαισίου των εκτελεστικών κανόνων – Επιτρέπεται

(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις υπέρ περιοχών που εθίγησαν από τη διαίρεση της Γερμανίας – Έννοια της παρεκκλίσεως – Στενή ερμηνεία

(Άρθρο 87 §§ 1 και 2, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά – Λειτουργικές ενισχύσεις – Αποκλείονται

1.      Για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί ότι έχει πραγματικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και προκαλεί πράγματι στρέβλωση του ανταγωνισμού, αλλά να εξεταστεί απλώς αν το μέτρο είναι ικανό να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, στην περίπτωση ενός προγράμματος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του εν λόγω προγράμματος, προκειμένου να εκτιμήσει αν αυτό, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των υποστηριζόμενων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που το εν λόγω πρόγραμμα προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο.

Στην περίπτωση ενισχύσεως προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις η ένταση της οποίας κυμαίνεται μεταξύ 50 και 80 %, αναλόγως του υποπρογράμματος και της ζώνης στην οποία είναι εγκατεστημένη η αποδέκτρια της ενισχύσεως επιχείρηση, είναι πρόδηλο ότι η ενίσχυση είναι ικανή να νοθεύσει τον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό. Πράγματι, κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 70/2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι ενισχύσεις προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά εφόσον δεν υπερβαίνουν το 50 % του κόστους των παρεχομένων προς αυτές υπηρεσιών.

(βλ. σκέψεις 30-32)

2.      Σκοπός του κανονισμού 70/2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, είναι να κηρύξει συμβατές με την κοινή αγορά από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και, ως εκ τούτου, να απαλλάξει από την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ όλες τις μεμονωμένες ενισχύσεις και τα καθεστώτα ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού αυτού. Αυτό δεν σημαίνει ότι καμία άλλη ενίσχυση προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά μετά από εξέτασή της από την Επιτροπή βάσει των κριτηρίων του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ κατόπιν της κοινοποιήσεώς της εκ μέρους κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Πράγματι, η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 70/2001 υπενθυμίζει ότι «[ο] παρών κανονισμός δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να κοινοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» και ότι «[η] Επιτροπή αξιολογεί τις κοινοποιήσεις αυτές με γνώμονα, ιδίως, τα κριτήρια που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό».

(βλ. σκέψεις 42-43)

3.      Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει γενικούς εκτελεστικούς κανόνες που καθορίζουν την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία της απονέμει το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Δεν μπορεί, ωστόσο, να στερηθεί την εξουσία αυτή όταν εκτιμά μια συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως, όσον αφορά τις περιπτώσεις τις οποίες δεν έχει ρητώς προβλέψει ή έχει παραλείψει να ρυθμίσει στους εν λόγω γενικούς εκτελεστικούς κανόνες. Συνεπώς, αυτή η εξουσία εκτιμήσεως δεν εξαντλείται με τη θέσπιση τέτοιων γενικών κανόνων και δεν υφίσταται, καταρχήν, εμπόδιο για τυχόν ατομική εκτίμηση πέραν του πλαισίου των εν λόγω κανόνων, υπό τον όρο, πάντως, ότι η Επιτροπή τηρεί τους ανώτερους κανόνες δικαίου, όπως οι κανόνες της Συνθήκης καθώς και οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(βλ. σκέψη 44)

4.      Η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση ενός προγράμματος ενισχύσεων στηρίζεται αναγκαστικά στα πραγματικά περιστατικά, στις οικονομικές αναλύσεις και στις αποδείξεις που προσκόμισε ο προσφεύγων κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο έλεγχος τον οποίο ασκούν τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα στις περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις της Επιτροπής περιορίζεται κατ’ ανάγκη στην εξακρίβωση της τηρήσεως των περί διαδικασίας και αιτιολογήσεως κανόνων, καθώς και της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψη 55)

5.      Το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ΕΚ, που αφορά τις ενισχύσεις που χορηγούνται στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας οι οποίες εθίγησαν από τη διαίρεση της Γερμανίας, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, υπό την έννοια ότι ως οικονομικά μειονεκτήματα προκληθέντα από τη διαίρεση της Γερμανίας νοούνται μόνον τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκλήθηκαν σε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας από την απομόνωση που συνεπήχθη η δημιουργία φυσικού συνόρου, όπως είναι η αποκοπή των οδών επικοινωνίας ή η απώλεια των φυσικών αγορών διαθέσεως λόγω διακοπής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο τμημάτων του γερμανικού εδάφους. Οι γενικές αναφορές στις οικονομικές συνέπειες της διαιρέσεως της Γερμανίας δεν μπορούν, συνεπώς, να χρησιμεύσουν προς δικαιολόγηση του συμβατού, από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ενισχύσεων των οποίων η ένταση υπερβαίνει την προβλεπόμενη από τον κανονισμό 70/2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψεις 78-79)

6.      Η κατάκτηση νέων αγορών καθώς και οι προσπάθειες μιας επιχειρήσεως να παραμείνει στην αγορά αποτελούν μέρος της συνήθους στρατηγικής κάθε επιχειρήσεως που επιθυμεί να παραμείνει στην αγορά επί μακρό χρονικό διάστημα. Όμως, απαιτούνται δαπάνες γι’ αυτή τη συνεχή και εκτεταμένη παρουσία στην αγορά, οι δε κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται προς τον σκοπό αυτόν μειώνουν αναγκαστικά τις τρέχουσες δαπάνες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Συνεπώς, οι συνεισφορές αυτές εμπίπτουν στην κατηγορία των λειτουργικών ενισχύσεων, οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 102, 105)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2011 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις αρχές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας – Ενισχύσεις για την προπαίδευση, τις συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις, τη συνεργασία και την προώθηση σχεδιασμού προϊόντων – Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων εν μέρει συμβατό και εν μέρει ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά – Καθεστώς ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – Μη άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑357/02 RENV,

Freistaat Sachsen (Γερμανία), εκπροσωπούμενο από τον T. Lübbig, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους K. Gross, V. Kreuschitz και T. Maxian Rusche,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, και των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως 2003/226/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γερμανία – «Κατευθυντήριες γραμμές υπέρ των ΜΜΕ – Βελτίωση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων στη Σαξονία» – Υποπρογράμματα 1 (προπαίδευση), 4 (συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις), 5 (συνεργασία) και 7 (προώθηση σχεδιασμού προϊόντων) (ΕΕ 2003, L 91, σ. 13),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (πρόεδρο), E. Cremona, I. Labucka (εισηγήτρια), S. Frimodt Nielsen και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στο πλαίσιο προγράμματος του Υπουργείου Οικονομίας και Εργασίας του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας για τη βελτίωση των επιδόσεων των εγκατεστημένων σε αυτό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, το εν λόγω ομόσπονδο κράτος χορήγησε στα πρόσωπα που ασκούν σε αυτό ελεύθερο επάγγελμα, καθώς και στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που έχουν σε αυτό την έδρα τους ή κάποια εγκατάστασή τους, μη επιστρεπτέες επιδοτήσεις για σχέδια που ευνοούν την ανάπτυξη της οικονομίας. Οι επιδοτήσεις αυτές προβλέπονταν από ένα καθεστώς ενισχύσεων που κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1992 και εγκρίθηκε από αυτήν και του οποίου η ισχύς παρατάθηκε επανειλημμένως μετά από νέες εγκρίσεις. Οι ενισχύσεις αυτές αποσκοπούσαν στη βελτίωση της παραγωγικής και ανταγωνιστικής ικανότητας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

2        Με έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2000, το οποίο περιήλθε στην Επιτροπή στις 3 Ιανουαρίου 2001, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε νέα έκδοση αυτού του καθεστώτος ενισχύσεων.

3        Στις 12 Ιανουαρίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 70/2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 της Συνθήκης [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10, σ. 33, στο εξής: κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 2 Φεβρουαρίου 2001. Με την έναρξη της ισχύος του, ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ καταργεί και αντικαθιστά το κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ 1996, C 213, σ. 4). Ο κανονισμός αυτός καθορίζει τα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνονται οι μεμονωμένες ενισχύσεις και τα καθεστώτα ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων προκειμένου να συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, εξαιρεί δε τις επιχειρήσεις που ικανοποιούν τα κριτήρια αυτά από την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αναφέρει ότι «[ο] παρών κανονισμός δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να κοινοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή αξιολογεί τις κοινοποιήσεις αυτές με γνώμονα, ιδίως, τα κριτήρια που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις [τις οποίες θέσπισε η Επιτροπή] πρέπει να καταργηθούν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι το περιεχόμενό τους αντικαθίσταται από [αυτόν]».

4        Εξάλλου, στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ αναφέρονται τα εξής: «Λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα, ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να προβλέπει την απαλλαγή των εξαγωγικών ενισχύσεων ούτε των ενισχύσεων που ευνοούν τα εγχώρια προϊόντα εις βάρος των εισαγόμενων. Στην έννοια της εξαγωγικής ενίσχυσης κατά κανόνα δεν εμπίπτουν οι ενισχύσεις για την κάλυψη του κόστους συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις ή μελετών ή συμβουλευτικών υπηρεσιών απαραίτητων για το λανσάρισμα ενός νέου ή ήδη υπάρχοντος προϊόντος σε μια νέα αγορά».

5        Με έγγραφο της 5ης Φεβρουαρίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε από τις γερμανικές αρχές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ και τις ενημέρωσε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν θα εξεταζόταν με την ταχεία διαδικασία.

6        Κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία εξετάσεως για ορισμένα από τα μέτρα που προέβλεπε το κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων, ήτοι για τα μέτρα που προβλέπονταν στα υποπρογράμματα «Προπαίδευση», «Συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις», «Συνεργασία» και «Προώθηση σχεδιασμού προϊόντων» (στο εξής: τέσσερα επίδικα υποπρογράμματα). Αντιθέτως, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις όσον αφορά τα λοιπά κοινοποιηθέντα μέτρα.

7        Μετά την ολοκλήρωση της εξετάσεώς της, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 24 Σεπτεμβρίου 2002, την απόφαση 2003/226/ΕΚ, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γερμανία –«Κατευθυντήριες γραμμές υπέρ των ΜΜΕ – Βελτίωση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων στην Σαξονία» – Υποπρογράμματα 1 (Προπαίδευση), 4 (Συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις), 5 (Συνεργασία) και 7 (Προώθηση σχεδιασμού προϊόντων) (ΕΕ 2003, L 91, σ. 13, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Καταρχάς, έκρινε ότι τα μέτρα που προβλέπονταν από τα τέσσερα επίδικα υποπρογράμματα αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις. Δεύτερον, διευκρίνισε ότι, για να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά, οι ενισχύσεις αυτές έπρεπε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ και να μην υπερβαίνουν τα όρια εντάσεως που καθορίζει ο κανονισμός αυτός, με εξαίρεση τις λειτουργικές ενισχύσεις που προβλέπει το υποπρόγραμμα «Συνεργασία», τις οποίες έκρινε ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

8        Με την απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Τ-357/02, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-1261), το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] δέχθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος, Freistaat Sachsen, περί ακυρώσεως διαφόρων διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, και άρθρα 3 και 4).

9        Κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους της Επιτροπής, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-334/07 P, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (Συλλογή 2008, σ. I‑9465), αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου και ανέπεμψε την υπόθεση σ’ αυτό.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων κατόπιν της αναπομπής

10      Η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο πενταμελές τμήμα του Πρωτοδικείου.

11      Σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το προσφεύγον και η Επιτροπή κατέθεσαν τα υπομνήματα γραπτών παρατηρήσεων.

12      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε διάφορες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

13      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 2010.

14      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.

16      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους κατόπιν της αναπομπής, οι διάδικοι δεν διατύπωσαν αιτήματα ως προς τα δικαστικά έξοδα. Με τα δικόγραφά τους κατά την πρώτη δίκη, το μεν προσφεύγον είχε ζητήσει από το Πρωτοδικείο να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, η δε τελευταία είχε ζητήσει από το Πρωτοδικείο να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

17      Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον επικαλέστηκε αρχικά πέντε λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους:

–        ο πρώτος, από το τυπικώς παράνομο της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω μη εφαρμογής, εκ μέρους της Επιτροπής, της διαδικασίας ταχείας εγκρίσεως στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων·

–        ο δεύτερος, από το ουσιαστικώς παράνομο της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω του ότι ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω·

–        ο τρίτος, από το ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε να εγκριθεί δυνάμει του κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις·

–        ο τέταρτος, από το ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά την εξέταση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, καθώς και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        ο πέμπτος, από το ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων νόθευε πραγματικά ή δυνητικά τον ανταγωνισμό, καθώς και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

18      Με την προμνησθείσα απόφαση Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, δέχθηκε τον δεύτερο και αποφάσισε ότι παρείλκε η εξέταση των τριών τελευταίων λόγων ακυρώσεως.

19      Με την προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον ο λόγος αναιρέσεως που αντλείτο από το ότι η εφαρμογή του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ στην προσβαλλόμενη απόφαση είχε αναδρομικό χαρακτήρα ήταν αβάσιμος, έπρεπε να εκδοθεί απόφαση μόνον επί του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβάλει το προσφεύγον ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των δύο τελευταίων λόγων ακυρώσεως.

20      Δεδομένου ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορά τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως κρατικής ενισχύσεως και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως το συμβατό των μέτρων που χαρακτηρίζονται ως κρατικές ενισχύσεις με την κοινή αγορά, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως θα εξεταστεί πριν από τον τέταρτο.

 Σκεπτικό

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη μη απόδειξη, εκ μέρους της Επιτροπής, του ότι ο ανταγωνισμός νοθεύεται πραγματικά ή δυνητικά από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, καθώς και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, να αποδείξει σε τι συνίστατο, στην προκειμένη περίπτωση, η στρέβλωση του ανταγωνισμού. Όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τίποτε δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως ή να διαπιστωθεί ότι πράγματι υφίστανται τα στοιχεία μιας τέτοιας αλλοιώσεως. Η Επιτροπή αναφέρει μόνον ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα είναι, ως ενισχύσεις, ικανά να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι εντάσεις ενισχύσεως άνω του 50 % θα είχαν ως συνέπεια «τη δυσανάλογη στρέβλωση του ανταγωνισμού» (αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, επικαλείται την απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Νοεμβρίου 2008, Τ-254/00, Τ-270/00 και Τ-277/00, Hôtel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. ΙΙ-3269), και, ειδικότερα, τη σκέψη 230 της αποφάσεως αυτής, η οποία διευκρινίζει ότι, «προκειμένου περί πολυτομεακών καθεστώτων ενισχύσεων, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου προγράμματος, προκειμένου να εκτιμήσει αν, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των υποστηριζόμενων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που το εν λόγω πρόγραμμα προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο».

22      Κατά το προσφεύγον, η Επιτροπή διατείνεται ότι η υποχρέωση αναλήψεως του ημίσεος των δαπανών συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα και την οικονομική αποδοτικότητα της ενισχύσεως, συνάγει δε εξ αυτού ότι οι όροι των ανταλλαγών θα αλλοιώνονταν με μεγαλύτερη ένταση ενισχύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 60, 67 και 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όμως, ένας τέτοιος ισχυρισμός, ο οποίος στηρίζεται στο ανώτατο όριο ενισχύσεως 50 % θα μπορούσε να ισχύει αναλόγως για οποιοδήποτε άλλο ανώτατο όριο επιδοτήσεων και δεν είναι, συνεπώς, ικανός να στηρίξει τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

23      Κατά το προσφεύγον, η Επιτροπή, θεμελιώνοντας την εκτίμηση αυτή στον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, παρέλειψε να αποδείξει επαρκώς την ύπαρξη στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια τέτοια απόδειξη δεν είναι μόνον απαραίτητη από πλευράς της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, αλλά συνιστά και εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

24      Η ανεπαρκής επιχειρηματολογία της Επιτροπής όσον αφορά το κριτήριο της νοθεύσεως του ανταγωνισμού συνιστά, εξάλλου, παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, δικαιολογούσα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

25      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

26      Στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει δύο επιχειρήματα στενά συνδεόμενα μεταξύ τους. Υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε ανεπαρκώς το συμπέρασμά της ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων νόθευε πραγματικά ή δυνητικά τον ανταγωνισμό και, αφετέρου, ότι αυτή η περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση (ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 52) αιτιολογία δεν επέτρεπε τη συναγωγή τέτοιου συμπεράσματος.

27      Όσον αφορά, πρώτον, το κατά πόσον η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς ένα από τα συστατικά στοιχεία της κρατικής ενισχύσεως είναι επαρκής, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να μπορούν να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2935, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Διαπιστώνεται επίσης ότι, στην αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει τα εξής:

«Τα τέσσερα υποπρογράμματα […] εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 1, [ΕΚ…] για τους ακόλουθους λόγους: προβλέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων με κρατικούς πόρους σε επιχειρήσεις οι οποίες παράγουν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας. Αυτές οι ενισχύσεις παρέχουν στους δικαιούχους τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη γενική οικονομική τους κατάσταση και να οικοδομήσουν τη θέση τους στην αγορά. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα υπό εξέταση μέτρα θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Η Γερμανία δεν αμφισβήτησε αυτό το πόρισμα.»

29      Η προμνησθείσα αιτιολογική σκέψη απαιτεί τη συνδρομή όλων των συστατικών στοιχείων της κρατικής ενισχύσεως εν προκειμένω, ιδίως δε συνάγει την ύπαρξη στρεβλώσεως του ανταγωνισμού από το ότι οι δικαιούχοι επιχειρήσεις «παράγουν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας [και ότι] αυτές οι ενισχύσεις παρέχουν στους δικαιούχους τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη γενική οικονομική τους κατάσταση και να οικοδομήσουν τη θέση τους στην αγορά».

30      Δεύτερον, όσον αφορά το κατά πόσον η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη της την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία σύμφωνα με την οποία, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, απαιτείται να εξετάζεται όχι αν η ενίσχυση έχει πραγματικές επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και στρεβλώνει όντως τον ανταγωνισμό, αλλά μόνον αν η ενίσχυση δύναται να επηρεάσει τις συναλλαγές αυτές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2009, C‑494/06 P, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, Συλλογή 2009, σ. I‑3639, σκέψη 50).

31      Ειδικότερα, στην περίπτωση προγράμματος ενισχύσεων όπως το επίδικο, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου προγράμματος, προκειμένου να εκτιμήσει αν, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των υποστηριζόμενων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που το εν λόγω πρόγραμμα προβλέπει, το πρόγραμμα αυτό εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1987, 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4013, σκέψη 18).

32      Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό προς το σημείο 2 «Περιγραφή της ενίσχυσης» και το σημείο 3 «Λόγοι κίνησης της διαδικασίας», η ένταση της σχεδιαζομένης ενισχύσεως κυμαινόταν μεταξύ 50 και 80 %, αναλόγως του υποπρογράμματος και της ζώνης στην οποία είναι εγκατεστημένη η αποδέκτρια της ενισχύσεως επιχείρηση. Όμως, κατά το άρθρο 5 του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, οι ενισχύσεις προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά εφόσον δεν υπερβαίνουν το 50 % του κόστους των παρεχομένων προς αυτές υπηρεσιών. Συνεπώς, πρόδηλον είναι ότι μια ενίσχυση τέτοιας εντάσεως είναι ικανή να νοθεύσει τον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό.

33      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά την εξέταση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, καθώς και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

34      Ο παρών λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει πέντε σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη καθόσον η Επιτροπή περιορίστηκε να εκτιμήσει το συμβατό του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων σε σχέση προς τα κριτήρια εκτιμήσεως που καθορίζονται από τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ. Με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των τεσσάρων επιδίκων υποπρογραμμάτων παραβαίνοντας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπείχε.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την εκτίμηση του συμβατού του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων αποκλειστικά από πλευράς του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να παραιτηθεί από την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει. Έτσι, χωρίς να αμφισβητεί την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής όταν αυτή εξετάζει το συμβατό, με την κοινή αγορά, των καθεστώτων ενισχύσεων που της κοινοποιεί κράτος μέλος, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η εξέταση αυτή υπόκειται σε ορισμένα όρια, στην πρώτη σειρά των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση ασκήσεως της εξουσίας αυτής. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, το προσφεύγον επικαλείται την έννοια της μη ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως, η οποία υπάρχει στο γερμανικό δίκαιο με τις ονομασίες «Ermessenausfall» ή «Ermessensnichtgebrauch», η οποία συνιστά παράνομη συμπεριφορά, όπως και στο αυστριακό διοικητικό δίκαιο. Στη Γαλλία, μια τέτοια κατάσταση αντιστοιχεί στην έννοια «excès du pouvoir négatif», ενώ, στο common law, η μη άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς της εκ μέρους μιας αρχής η οποία, θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την πρακτική της ή από κατευθυντήριες γραμμές, απέχει από την εξέταση κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως εμπίπτει στη «θεωρία του ultra vires». Η υποχρέωση ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως δεν εξαντλείται με την έκδοση διατάξεων που επιβάλλουν κανόνες στην Επιτροπή.

36      Εν προκειμένω, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέτασε τα διάφορα μέτρα ενισχύσεων αποκλειστικά από πλευράς των κριτηρίων του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, ως εάν ο κανονισμός αυτός ρύθμιζε κατά τρόπο εξαντλητικό όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή, κρίνοντας το επίπεδο εντάσεως των ενισχύσεων των υποπρογραμμάτων υπερβολικά υψηλό, περιορίστηκε να επαναλάβει τις διατάξεις του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ αντί να ασκήσει, επιπλέον, την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει. Έτσι, ενίσχυσε τους όρους που ισχύουν για τις ενισχύσεις προς τις ΜΜΕ ορίζοντας στο 50 % το ανώτατο όριο του ποσού των δυναμένων να επιστραφούν δαπανών και αποκλίνοντας, συγχρόνως, από την πρακτική που ακολουθεί κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεών της. Συνεπώς, στηριχθείσα αποκλειστικά στις γενικές θεωρήσεις του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ χωρίς να λάβει υπόψη της τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή δεν έκανε χρήση της εξουσίας εκτιμήσεώς της.

37      Συναφώς, το προσφεύγον υπογραμμίζει ότι από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός δεν φιλοδοξεί να ρυθμίσει εξαντλητικά τα των ενισχύσεων προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Συνεπώς, ο σκοπός του κανονισμού αυτού δεν συνίσταται στον περιορισμό του περιθωρίου εκτιμήσεως της Επιτροπής και στην παγίωση των κριτηρίων που εφαρμόζονται σε αυτά τα μέτρα ενισχύσεων. Ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ έχει απλώς ως στόχο να απλουστεύσει και να καταστήσει αποτελεσματικότερη τη διαδικασία εποπτείας των εν λόγω μέτρων.

38      Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή δεν έπραξε σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί όταν αποφασίζει επί περιπτώσεων που εμπίπτουν μεν, ως εκ του αντικειμένου τους, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, δεν υπάγονται όμως στην εξαίρεση την οποία καθορίζει ο κανονισμός αυτός. Από την πρακτική αυτή προκύπτει ότι, τακτικότατα, η Επιτροπή αποφαίνεται, μέσω ατομικών εξαιρέσεων και δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, επί μεμονωμένων περιπτώσεων ή επί μέτρων ενισχύσεων τα οποία αποκλίνουν από κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ. Στις εν λόγω περιπτώσεις, η Επιτροπή επιβεβαιώνει, ενίοτε μάλιστα ρητώς, μεταξύ άλλων ότι η εξέταση κατά περίπτωση δεν πρέπει να περιορίζεται σε εξέταση βάσει του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ εφαρμοζομένου κατ’ αναλογία, αλλά πρέπει να γίνεται ευθέως βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

39      Το προσφεύγον παρατηρεί επίσης ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης οικονομικής καταστάσεως της Σαξονίας, πρώην εδάφους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τα μέτρα ενισχύσεων αφιστάμενη από τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο η εξέτασή της δεν απομακρύνεται από τους όρους αυτούς. Συναφώς, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να λάβει θέση επί των λεπτομερών σκέψεων που διατυπώθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

40      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έπρεπε να επιτρέψει το κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων εξετάζοντάς το ευθέως υπό το φως των κριτηρίων που καθορίζει το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

41      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

42      Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σκοπός του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ είναι να κηρύξει συμβατές με την κοινή αγορά από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και, ως εκ τούτου, να απαλλάξει από την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ όλες τις μεμονωμένες ενισχύσεις και τα καθεστώτα ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού αυτού. Αυτό δεν σημαίνει ότι καμία άλλη ενίσχυση προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά μετά από εξέτασή της από την Επιτροπή βάσει των κριτηρίων του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ κατόπιν της κοινοποιήσεώς της εκ μέρους κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

43      Η δυνατότητα αυτή ρητώς υπενθυμίζεται από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, κατά την οποία «[ο] παρών κανονισμός δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να κοινοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» και «[η] Επιτροπή αξιολογεί τις κοινοποιήσεις αυτές με γνώμονα, ιδίως, τα κριτήρια που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό». Η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» υπονοεί σαφώς ότι τα κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν είναι τα μόνα βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να εξετάζει τα σχέδια ενισχύσεων που της κοινοποιούνται, πράγμα που επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τη διατύπωση της αιτιολογικής αυτής σκέψεως στα αγγλικά (in particular) και στα γερμανικά (in erster Linie).

44      Πρέπει, επίσης να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει γενικούς εκτελεστικούς κανόνες που καθορίζουν την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία της απονέμει το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορεί όμως να στερηθεί τελείως, όταν εκτιμά μια συγκεκριμένη περίπτωση, της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως, ιδίως, όσον αφορά τις περιπτώσεις τις οποίες δεν έχει ρητώς προβλέψει ή έχει παραλείψει να ρυθμίσει στους εν λόγω γενικούς εκτελεστικούς κανόνες. Συνεπώς, αυτή η εξουσία εκτιμήσεως δεν εξαντλείται με τη θέσπιση τέτοιων γενικών κανόνων και δεν υφίσταται, καταρχήν, εμπόδιο για τυχόν ατομική εκτίμηση πέραν του πλαισίου των εν λόγω κανόνων, υπό τον όρο, πάντως, ότι η Επιτροπή τηρεί τους ανώτερους κανόνες δικαίου, όπως οι κανόνες της Συνθήκης καθώς και οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T‑375/03, Fachvereinigung Mineralfaserindustrie κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 141).

45      Κατά συνέπεια, κατόπιν της κοινοποιήσεως των επίδικων μέτρων ενισχύσεων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει το συμβατό των μέτρων αυτών με την κοινή αγορά ασκώντας προς τούτο την εξουσία εκτιμήσεως που της απονέμει η Συνθήκη.

46      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή άσκησε αυτή την εξουσία εκτιμήσεως στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως όταν εξέτασε το συμβατό του υποπρογράμματος «Προπαίδευση» με την κοινή αγορά, από πλευράς των κριτηρίων του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ όπως και βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

47      Η ανάλυση αυτή, η οποία στηρίζεται στην εμπειρία που είχε η Επιτροπή στον τομέα αυτόν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τον Σεπτέμβριο του 2002, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή εξέδωσε στη συνέχεια αποφάσεις που λάμβαναν υπόψη άλλα κριτήρια από αυτά που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως προκειμένου περί κοινοποιηθεισών ενισχύσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ.

48      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το προσφεύγον δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Επιτροπή αρνήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση να κάνει χρήση της εξουσίας εκτιμήσεώς της προκειμένου να εξετάσει τα διάφορα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία προς απόδειξη του συμβατού των διαφόρων μέτρων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Τα επιχειρήματα όσον αφορά το αποτέλεσμα της εξετάσεως αυτής και την αιτιολόγησή του θα εξεταστούν στο πλαίσιο των λοιπών σκελών αυτού του λόγου ακυρώσεως.

49      Επομένως, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

 Επί του δεύτερου σκέλους, που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση του υποπρογράμματος «Προπαίδευση» και την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε το υποπρόγραμμα «Προπαίδευση» ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ με το αιτιολογικό ότι το ανώτατο όριο ενισχύσεως για τις μικρές επιχειρήσεις είχε καθοριστεί στο 65 %, χωρίς να προβεί σε καμία εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της Σαξονίας και του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων. Ομοίως, η Επιτροπή δεν εξήγησε ως προς τι το να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να επιβαρυνθούν με το ήμισυ των δαπανών θα βελτίωνε την αποτελεσματικότητα και την οικονομική αποδοτικότητα του κοινοποιηθέντος καθεστώτος. Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι εννέα μόλις μήνες πριν από την κοινοποίηση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή είχε επιτρέψει μέτρα ενισχύσεων συγκρίσιμων με εκείνες που χορηγήθηκαν από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας δυνάμει του προγράμματος «Richtlinien des Freistaates Thüringen zur einzelbetrieblichen Technologieförderung» (ΕΕ 2000, C 266, σ. 4). Η χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να εξηγήσει λεπτομερώς ποιες νέες εμπειρίες την οδήγησαν να μεταβάλει την πρακτική της κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Όμως, η Επιτροπή, καίτοι ισχυρίστηκε ότι έκανε χρήση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεώς της εξακριβώνοντας κατά πόσον μπορούσε να εγκριθεί ένα ανώτατο όριο ενισχύσεως που έφθανε το 65 %, απέρριψε αμέσως τη δυνατότητα αυτή για τον λόγο και μόνον ότι μια ένταση άνω του 50 % θα υπερέβαινε το ποσό που απαιτείται προκειμένου να παρακινηθούν οι επιχειρήσεις να προβούν σε δαπάνες σχετικά με την «προπαίδευση».

51      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το ανώτατο όριο ενισχύσεως 50 % το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις ενισχύσεις για υπηρεσίες εξωτερικών συμβούλων προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ότι, δυνάμει της ενδέκατης αιτιολογικής σκέψεως του εν λόγω κανονισμού, στις δεύτερες δεν μπορούν να εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια. Ενώ το άρθρο 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ προβλέπει ένταση ενισχύσεως 50 % για τις μεσαίες επιχειρήσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να επιτρέπει μεγαλύτερες επιστροφές κατ’ εφαρμογήν της διακριτικής της ευχέρειας για τις μικρές επιχειρήσεις. Υποστηρίζοντας ότι η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη αναφέρεται αποκλειστικά στην ειδική περίπτωση της χορηγήσεως επενδυτικών ενισχύσεων εκτός των υποβοηθούμενων περιοχών, η Επιτροπή δεν εξηγεί γιατί δεν πρέπει να υφίστανται δυνατότητες διαφοροποιήσεως μεταξύ των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων όσον αφορά τις υπηρεσίες εξωτερικών συμβούλων.

52      Κατά το προσφεύγον, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η οικονομική επιβάρυνση των επιχειρήσεων είναι μικρή, αγνόησε το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις της Σαξονίας δεν διαθέτουν παρά πολύ περιορισμένο κεφάλαιο και αντιμετωπίζουν δυσκολίες να συνάψουν δάνεια, πράγμα που η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε.

53      Το προσφεύγον εκτιμά ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το ότι οι ενισχύσεις που μπορούσαν να επιτραπούν από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων περιορίζονταν στο ποσό των 400 ή των 500 ευρώ ανά ημέρα εργασίας για τις νέες επιχειρήσεις θα μπορούσε να διευκολύνει την «εσφαλμένη χορήγηση» ορισμένων ενισχύσεων. Κατά το προσφεύγον, η προσβαλλόμενη απόφαση ενθαρρύνει, συνεπώς, την προσφυγή σε δαπανηρή ενίσχυση αντί να καθιστά δυνατή τη διαφοροποιημένη προσέγγιση που επέτρεπε το επίδικο πρόγραμμα.

54      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

55      Με το παρόν σκέλος, το προσφεύγον προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι δεν προέβη σε εκτίμηση του επίδικου προγράμματος, παρά τα πολυάριθμα στοιχεία που της υποβλήθηκαν προς τούτο. Πρέπει, προκαταρκτικώς, να παρατηρηθεί ότι μια τέτοια εκτίμηση στηρίζεται αναγκαστικά στα πραγματικά περιστατικά, στις οικονομικές αναλύσεις και στις αποδείξεις που προσκόμισε το προσφεύγον κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, ο έλεγχος τον οποίο ασκούν τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα στις περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις της Επιτροπής, όπως αυτές στις οποίες προέβη στην υπό κρίση υπόθεση, περιορίζεται κατ’ ανάγκη στην εξακρίβωση της τηρήσεως των περί διαδικασίας και αιτιολογήσεως κανόνων, καθώς και της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 279, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψη 85).

56      Όσον αφορά την ανεπάρκεια της αιτιολογίας, την οποία επίσης επικαλείται το προσφεύγον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 27, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν η συλλογιστική του οργάνου. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, πρέπει δε να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. προμνησθείσα απόφαση TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι η Επιτροπή εξέτασε το υποπρόγραμμα «Προπαίδευση», στο μέτρο που το πρόγραμμα αυτό προβλέπει ανώτατες εντάσεις ενισχύσεως της τάξεως του 65 % για τις μικρές επιχειρήσεις των ζωνών που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ προβλέπει ανώτατη ένταση 50 % του ακαθάριστου κόστους (άρθρο 5, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού).

58      Οι παρατηρήσεις που επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναλύονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στις αιτιολογικές αυτές σκέψεις, η Επιτροπή αναφέρει ότι το υποπρόγραμμα αναλύθηκε όχι μόνο σε σχέση προς το συμβατό του με τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, αλλά και από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Κατά την ανάλυση αυτή, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, σύμφωνα με την εμπειρία της, ένταση ενισχύσεως άνω του 50 % θα υπερέβαινε το ποσό που απαιτείται προκειμένου να παρακινηθεί μια επιχείρηση να προβεί στις επίμαχες δαπάνες και ότι ένας ενιαίος συντελεστής θα άρμοζε σε όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για μικρές ή για μεσαίες επιχειρήσεις και του αν είναι εγκατεστημένες σε υποβοηθούμενες περιοχές ή όχι. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, αντίθετα προς τις επενδυτικές ενισχύσεις, οι ενισχύσεις για την «προπαίδευση» δεν έχουν ούτε άμεσες ούτε μακροπρόθεσμες συνέπειες για την περιφερειακή ανάπτυξη ή για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, οπότε δεν είναι απαραίτητο να επιτραπούν ενισχύσεις μεγαλύτερης εντάσεως στις υποβοηθούμενες περιοχές. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή αναφέρει ότι η διαφοροποίηση μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων είναι δυνατή εντός των ορίων της εντάσεως την οποία προβλέπει ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ.

59      Οι σκέψεις αυτές της Επιτροπής αντικατοπτρίζουν σαφώς τη συλλογιστική της και ανταποκρίνονται, συνεπώς, στα κριτήρια της πάγιας νομολογίας όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, που υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 27.

60      Όσον αφορά το παράδειγμα των ενισχύσεων που επιτράπηκαν στο ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η διευκρίνιση την οποία παρέσχε η Επιτροπή σχετικά με τον διαρρεύσαντα χρόνο (30 μήνες) μεταξύ της εκδόσεως των δύο επίμαχων αποφάσεων. Εξάλλου, ορθώς η Επιτροπή αναφέρει ότι οι δύο περιπτώσεις δεν είναι συγκρίσιμες, λαμβανομένου υπόψη του ότι το εγκριθέν μέτρο ενισχύσεως δεν αφορούσε την «προπαίδευση» και, κυρίως, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, που προβλέπει τα κριτήρια εκτιμήσεως που εφαρμόστηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως για τις ενισχύσεις του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας.

61      Όσον αφορά την ερμηνεία την οποία δίνει το προσφεύγον στο άρθρο 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, σε συνδυασμό προς την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τίποτε στο κείμενο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως δεν υποδηλώνει ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφοροποίηση της μεταχειρίσεως μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, είναι αναγκαία ή αποδεκτή η υπέρβαση της εντάσεως της ενισχύσεως την οποία καθορίζει ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ. Όπως ορθώς αναφέρει η Επιτροπή, η διαφοροποίηση μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων είναι δυνατή χωρίς υπέρβαση του περιθωρίου του 50 % αν μόνον οι μικρές επιχειρήσεις λαμβάνουν ενισχύσεις τέτοιας εντάσεως. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 48, η Επιτροπή δεν στήριξε την εκτίμησή της μόνο στον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, το επιχείρημα αυτό του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

62      Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενθαρρύνει την προσφυγή σε δαπανηρότερη ενίσχυση (βλ. ανωτέρω σκέψη 53), πρέπει να παρατηρηθεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι όχι μόνον παράλογο από οικονομικής απόψεως, αλλά και αντιφάσκει στο επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με την ανεπάρκεια των ιδίων πόρων των σαξονικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Πράγματι, μια επιχείρηση που πάσχει από ανεπάρκεια πόρων δεν θα επιλέξει, μεταξύ δύο προσφορών της ίδιας ποιότητας, την ακριβότερη υπηρεσία, λαμβανομένου υπόψη ότι θα υποχρεωθεί να πληρώσει τουλάχιστον το 50 % της τιμής.

63      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το προσφεύγον δεν παρέσχε τις αποδείξεις και τα στοιχεία βάσει των οποίων θα ήταν δυνατόν να συναχθεί ότι οι επίδικες ενισχύσεις, έστω και αν υπερβαίνουν προδήλως τις εντάσεις ενισχύσεως τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, μπορούν, λόγω ειδικών περιστάσεων, να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

64      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκτιμώντας ότι εντάσεις ενισχύσεως μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπει ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν μπορούν να κριθούν συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

65      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση του υποπρογράμματος «Συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις» και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι θεώρησε ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά το υποπρόγραμμα «Συμμετοχές σε εμπορικές εκθέσεις» στο μέτρο που προέβλεπε ότι η συμμετοχή σε εμπορική έκθεση μπορούσε να επιδοτηθεί έως τρεις φορές. Η Επιτροπή στήριξε τη σκέψη αυτή στο άρθρο 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, το οποίο προέβλεπε εξαίρεση μόνο για την πρώτη συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε συγκεκριμένη εμπορική έκθεση, οπότε έκρινε ότι μια τέτοια επαναλαμβανόμενη ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

67      Το προσφεύγον εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της στο μέτρο που οδηγήθηκε στην κρίση της από τις διατάξεις του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, χωρίς να εκθέσει κατά οποιονδήποτε τρόπο γιατί η επανειλημμένη συμμετοχή σε εμπορικές εκθέσεις δεν μπορούσε να είναι επιλέξιμη ακόμα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κατά το προσφεύγον, η χρησιμοποίηση της εκφράσεως «στο ζήτημα αυτό τίποτε δεν θα άλλαζε ακόμη και εάν ασκούσε εκ νέου τη διακριτική της ευχέρεια», που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καταδεικνύει ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

68      Το προσφεύγον υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια της «εγγύτητας στην αγορά». Έτσι, στην περίπτωση των κρατικών ενισχύσεων για έρευνα και ανάπτυξη, η Επιτροπή καθορίζει την ένταση της επιτρεπομένης ενισχύσεως αναλόγως του βαθμού της εγγύτητας στην αγορά. Σε περίπτωση απομακρύνσεως από την αγορά, θα μπορούσε να επιτραπεί ένταση ενισχύσεως 100 %. Η παραπομπή στην υποτιθέμενη «εγγύτητα στην αγορά» της συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις δεν αρκεί προς δικαιολόγηση του περιορισμού της ενισχύσεως σε μία και μόνο συμμετοχή. Η Επιτροπή όφειλε να αποφανθεί επί του βαθμού της εγγύτητας στην αγορά της συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις στο πλαίσιο συγκρίσεως με άλλες καταστάσεις στις οποίες χορηγείται ενίσχυση, ώστε να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια βάσει των στοιχείων αυτών.

69      Ομοίως, ο περιορισμός της ενισχύσεως σε μία μόνο συμμετοχή σε εμπορικές εκθέσεις δεν δικαιολογείται από οικονομικής απόψεως. Το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε περισσότερο υπόψη της τα παρασχεθέντα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία καταδεικνύεται ότι μόνον η επανειλημμένη συμμετοχή στην ίδια εμπορική έκθεση μπορεί να αυξήσει τις ευκαιρίες του εκθέτη στην αγορά, ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σκοπός μιας τέτοιας συμμετοχής συνίσταται στη διείσδυση στις αγορές της αλλοδαπής. Οι μικρές και μεσαίες σαξονικές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν κατά κανόνα το αναγκαίο κεφάλαιο ώστε να συμμετάσχουν σε εμπορική έκθεση. Συνεπώς, ενίσχυση για μία μόνο συμμετοχή δεν επαρκεί για την επίτευξη του σκοπού των ενισχύσεων τον οποίο προβλέπει ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ και ο οποίος συνίσταται στην πρόσβαση στις εν δυνάμει αγορές (αιτιολογική σκέψη 5). Το 60 % των επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει σε εμπορικές εκθέσεις στο πλαίσιο κοινών γερμανικών περιπτέρων δεν θα το είχαν πράξει χωρίς τις ενισχύσεις. Η ανάγκη της συμμετοχής των σαξονικών επιχειρήσεων σε εμπορικές εκθέσεις δικαιολογείται και από το ύψος των εξαγωγών τους, που είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο.

70      Λόγω της μεταβάσεως από την κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία στην οικονομία της αγοράς, οι σαξονικές επιχειρήσεις χρειάζεται, κατά το προσφεύγον, να υπερπηδήσουν πολυάριθμα εμπόδια κατά την είσοδό τους στην αγορά. Η προώθηση της συμμετοχής των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε εμπορικές εκθέσεις αποτελεί συνεπώς, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, ουσιώδη σκοπό του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων, χάρη στο οποίο οι επιχειρήσεις θα αποκτήσουν πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές.

71      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν αναφέρεται σε κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν το προσφεύγον και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ούτε λαμβάνει υπόψη της την ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση της Σαξονίας.

72      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

73      Οι γνώμες των διαδίκων διίστανται ως προς το θέμα της χρηματοδοτήσεως της επαναλαμβανόμενης συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις. Το προσφεύγον παρατηρεί ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας συμμετοχής έως τρεις φορές, όπως προβλέπει το επίδικο υποπρόγραμμα, δεν έκανε καθόλου χρήση της διακριτικής της ευχέρειας. Το προσφεύγον υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε το γιατί η επαναλαμβανόμενη χρηματοδότηση δεν μπορεί να είναι συμβατή με την κοινή αγορά ακόμα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

74      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τα κριτήρια του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω υποπρόγραμμα δεν ήταν σύμφωνο με το άρθρο 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ ούτε μπορούσε να κριθεί συμβατό με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

75      Το προσφεύγον, από την πλευρά του, αιτιολόγησε την αναγκαιότητα της ενισχύσεως επικαλούμενο τις δυσκολίες της Σαξονίας όσον αφορά τη μετάβαση προς την οικονομία της αγοράς, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην ανεπάρκεια του αναγκαίου κεφαλαίου για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καθώς και στις αισθητά χαμηλότερες εξαγωγές σε σχέση προς τον εθνικό μέσο όρο. Σκοπός της επαναλαμβανόμενης συμμετοχής στις εμπορικές εκθέσεις είναι, κατά το προσφεύγον, η διείσδυση στις αγορές της αλλοδαπής.

76      Όσον αφορά τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που άπτονται της μεταβάσεως προς την οικονομία της αγοράς, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά περιορίζονται σε γενικές αναφορές στη δύσκολη οικονομική κατάσταση της Σαξονίας.

77      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι παρόμοια επιχειρήματα προβλήθηκαν στο πλαίσιο πολυάριθμων διαφορών σχετικά με το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ΕΚ όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγούνται στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας οι οποίες εθίγησαν από τη διαίρεση της Γερμανίας, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκλήθηκαν από τη διαίρεση αυτή.

78      Όμως, το Δικαστήριο ερμήνευσε στενά τη διάταξη αυτή, διευκρινίζοντας ότι «το άρθρο [87], παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, [ΕΚ] δεν μπορεί να καθιστά δυνατή την πλήρη αντιστάθμιση της αδιαμφισβήτητης οικονομικής καθυστερήσεως των νέων ομόσπονδων κρατών χωρίς να παραγνωρίζει τόσο τον εξαιρετικό χαρακτήρα αυτής της διατάξεως όσο και την αλληλουχία στην οποία εντάσσεται και τους σκοπούς τους οποίους υπηρετεί» και ότι «ως οικονομικά μειονεκτήματα προκληθέντα από τη διαίρεση της Γερμανίας νοούνται μόνον τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκλήθηκαν σε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας από την απομόνωση που συνεπήχθη η δημιουργία φυσικού συνόρου, όπως είναι η αποκοπή των οδών επικοινωνίας ή η απώλεια των φυσικών αγορών διαθέσεως λόγω διακοπής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο τμημάτων του γερμανικού εδάφους» (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑57/00 P και C‑61/00 P, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9975, σκέψεις 23 καιet 42).

79      Εφόσον η ειδική αυτή διάταξη της Συνθήκης ερμηνεύθηκε στενά, οι γενικές αναφορές στις οικονομικές συνέπειες της διαιρέσεως της Γερμανίας δεν μπορούν να χρησιμεύσουν προς δικαιολόγηση του συμβατού, από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ενισχύσεων των οποίων η ένταση υπερβαίνει την προβλεπόμενη από τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ.

80      Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η Επιτροπή όφειλε να συγκρίνει τον βαθμό της εγγύτητας στην αγορά των επιδίκων εμπορικών εκθέσεων στην προκειμένη περίπτωση σε σχέση προς εκείνον άλλων καταστάσεων στις οποίες χορηγήθηκε ενίσχυση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι μια τέτοια σύγκριση δεν είναι απολύτως απαραίτητη. Η εγγύτητα στην αγορά αποτελεί αντικειμενικό και όχι σχετικό κριτήριο. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι εμπορικές εκθέσεις αποτελούν εμπορικά γεγονότα, τα οποία προσφέρουν όχι μόνον μια μεγάλη επιλογή αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και συχνά συνοδεύονται από ένα ποικίλο πρόγραμμα εκδηλώσεων και προτείνουν πολλές υπηρεσίες στο κοινό προκειμένου να προσελκύσουν ένα μεγάλο αριθμό επισκεπτών. Κατά συνέπεια, οι εμπορικές εκθέσεις συνδέονται στενά με την αγορά, αν δεν ταυτίζονται με αυτή.

81      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα επίδικα μέτρα ως μέτρα «για δραστηριότητες κοντά στο στάδιο της εμπορίας».

82      Όπως παρατήρησε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αποδέκτης της ενισχύσεως, αφού θα έχει συμμετάσχει σε ένα τέτοιο γεγονός, πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσει, έχοντας επίγνωση της καταστάσεως, κατά πόσο θα είναι χρήσιμη μια επαναλαμβανόμενη συμμετοχή, με δικές του δαπάνες.

83      Όσον αφορά τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που συνδέονται με το χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο επίπεδο των εξαγωγών και την ανάγκη κατακτήσεως των διεθνών αγορών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμα και αν, όπως υπενθυμίζει στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη, ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν αποκλείει, γενικώς, τις εξαγωγικές ενισχύσεις, η κάλυψη του κόστους της συμμετοχής στις εμπορικές εκθέσεις δεν θεωρείται κανονικά ως εξαγωγική ενίσχυση (βλ. ανωτέρω σκέψη 4). Συνεπώς, οι επίδικες ενισχύσεις είναι καταρχήν συμβατές με τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ. Εντούτοις, έστω και αν είναι πρόδηλον ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συμμετέχουν στις εκθέσεις για την προώθηση των προϊόντων τους και ότι η συμμετοχή αυτή τούς επιτρέπει, ενδεχομένως, να αυξήσουν το επίπεδο των εξαγωγών τους, πράγμα που είναι δυνατόν στο παρόν πλαίσιο, οι γενικές αναφορές στο ασθενές επίπεδο εξαγωγών του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν εντάσεις ενισχύσεως μεγαλύτερες από την προβλεπόμενη από τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ.

84      Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι εντάσεις ενισχύσεως μεγαλύτερες από εκείνη που προβλέπει ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν μπορούν να κριθούν συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

85      Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, υπενθυμίζεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι το επίδικο υποπρόγραμμα δεν ήταν σύμφωνο με το άρθρο 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, κατά το οποίο η εξαίρεση ισχύει μόνο για την πρώτη συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε συγκεκριμένη εμπορική έκθεση, η δε ακαθάριστη ενίσχυση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % της δαπάνης. Εξηγεί τον περιορισμό αυτόν αναφερόμενη στην ανάγκη εξασφαλίσεως του χαρακτήρα της ενισχύσεως ως κινήτρου, εφόσον, μετά από μια πρώτη συγχρηματοδοτούμενη συμμετοχή, εύλογον είναι να αναμένεται από μια μικρή ή μεσαία επιχείρηση ότι θα είναι σε θέση να εκτιμήσει τη χρησιμότητα μιας επαναλαμβανόμενης συμμετοχής με δικές της δαπάνες. Η Επιτροπή εξηγεί επίσης ότι ένα μέτρο για δραστηριότητες κοντά στο στάδιο της εμπορίας, όπως η συμμετοχή σε εμπορική έκθεση, το οποίο υπερβαίνει το μέγιστο ποσοστό ενισχύσεως 50 % δεν μπορεί να κριθεί συμβατό με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

86      Οι σκέψεις αυτές της Επιτροπής αντικατοπτρίζουν σαφώς τη συλλογιστική της και ανταποκρίνονται, συνεπώς, στα κριτήρια της πάγιας νομολογίας όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, που υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 27.

87      Επομένως, το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου σκέλους, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του υποπρογράμματος «Συνεργασία» και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

88      Το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι το υποπρόγραμμα «Συνεργασία» προέβλεπε λειτουργικές ενισχύσεις και έπρεπε, κατά συνέπεια, να εξεταστεί υπό το φως των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), που επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, να χορηγούνται οι ενισχύσεις αυτές για περιορισμένο χρονικό διάστημα και να μειώνονται προοδευτικά (σημείο 4.17).

89      Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, τα μέτρα προωθήσεως δεν ενέχουν λειτουργικές ενισχύσεις, καθόσον η δυνατή ανάληψη των εξόδων μισθώσεως των γραφείων συνεργασίας ή των μισθών του προσωπικού δεν αντικαθιστούν τα μέσα λειτουργίας και δεν μειώνουν, γενικώς, τις τρέχουσες δαπάνες. Κατά το προσφεύγον, τα προβλεπόμενα μέτρα επιδοτούν απλώς τις νέες και πρόσθετες δαπάνες σε σχέση με τους εξωτερικούς συνεργάτες της επιχειρήσεως.

90      Συναφώς, το προσφεύγον εκτιμά ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο αντιφάσκοντα προς τη συνήθη πρακτική της, καθόσον, ήδη στο πρόγραμμα που κοινοποιήθηκε το 1992, ενισχύσεις για «τις δαπάνες προσωπικού, υλικών και ταξιδιού» του οργανισμού που επρόκειτο να εφαρμόσει τα μέτρα και να οργανώσει τα κοινά γραφεία επιστράφηκαν «κατά το προσήκον ποσοστό».

91      Το προσφεύγον θεωρεί ότι η προοδευτική μείωση αποσκοπεί στη διατήρηση του χαρακτήρα της ενισχύσεως ως κινήτρου χωρίς να δημιουργείται εξάρτηση. Όμως, στην υπό κρίση περίπτωση, η ενίσχυση ήταν τόσο περιορισμένη που δεν μπορούσε να δημιουργήσει καμία εξάρτηση. Συνεπώς, ακολουθώντας τη σταδιακή μείωση των ποσών, η ενίσχυση θα έχανε τον χαρακτήρα κινήτρου.

92      Εξάλλου, η Επιτροπή ουδέποτε εφάρμοσε αυστηρά το σημείο 4.17 των κατευθυντηρίων γραμμών, λαμβάνοντας υπόψη άλλα στοιχεία που της επέτρεπαν να μην επιμείνει στην προοδευτική μείωση.

93      Υπενθυμίζοντας τις προϋποθέσεις της δέκατης έκτης αιτιολογικής σκέψεως και του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η σύσταση εμπορικής μονάδας στην αλλοδαπή δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη δημιουργία και τη λειτουργία ενός δικτύου διανομής κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, καθόσον ο κύριος σκοπός αυτών των εμπορικών μονάδων είναι η εκτίμηση των πιθανοτήτων επιτυχίας στις νέες αγορές. Η διερεύνηση των νέων αγορών και η δημιουργία των πρώτων επιχειρηματικών επαφών, μέσω της εμπορικής μονάδας, θα πρέπει να επιτρέπονται στο μέτρο που η προώθηση του λανσαρίσματος προϊόντων δεν θεωρείται ως εξαγωγική ενίσχυση. Άλλωστε, δεν υφίσταται ο «άμεσος χαρακτήρας», που είναι απαραίτητος για την ύπαρξη εξαγωγικής ενισχύσεως.

94      Εξάλλου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως περιορίζοντας την αποδεκτή ένταση ενισχύσεως στο 50 %. Παραπέμποντας στα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο των προηγουμένων αιτιάσεων, το προσφεύγον υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε τις ιδιαιτερότητες της οικονομίας της Σαξονίας, η δομή της οποίας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μικρών επιχειρήσεων. Το προσφεύγον αμφισβητεί επίσης τις σκέψεις της Επιτροπής σύμφωνα με τις οποίες τα μέτρα που προβλέπονται στο πλαίσιο του υποπρογράμματος «Συνεργασία» εμφανίζουν «μεγάλη εγγύτητα προς την αγορά». Διευκρινίζει ότι οι μελέτες σκοπιμότητας συνιστούν απλώς διερευνητικές μελέτες προς αξιολόγηση των δυνατοτήτων της συνεργασίας.

95      Το προσφεύγον εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να κρίνει ότι η δημιουργία εμπορικών μονάδων στην αλλοδαπή είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά στηριζόμενη στην πρακτική που ακολουθούσε κατά την έκδοση σχετικών αποφάσεων, καθόσον είχε ήδη εγκρίνει μέτρα κατά πολύ εγγύτερα σε αυτή καθαυτήν τη διανομή στην αλλοδαπή, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά υποστήριζαν ευθέως τη σύναψη συμβάσεων, απ’ ό,τι τα επίδικα εν προκειμένω μέτρα.

96      Όσον αφορά την περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρατήρηση της Επιτροπής ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας «είναι ελεύθερη να εφαρμόσει το μέτρο “ίδρυση γραφείων συνεργασίας στη Γερμανία”» ως ενίσχυση ήσσονος σημασίας, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι αυτός ο τρόπος αντιμετωπίσεως του ζητήματος δεν είναι λυσιτελής, ακριβώς όταν πρόκειται για την προώθηση της συνεργασίας, εφόσον, π.χ., ο κύκλος των δυνητικών αποδεκτών που επιθυμούν να συνεργαστούν υπόκειται σε συνεχείς διακυμάνσεις και δεν είναι, κατά κανόνα, επαρκώς γνωστός ούτε δύναται να καθοριστεί κατά την έναρξη της εν λόγω προωθήσεως. Μια προσέγγιση κατά περίπτωση δεν είναι, συνεπώς, κατάλληλη και το ζήτημα αυτό επίσης έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού για την Επιτροπή.

97      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

98      Το κύριο επιχείρημα του προσφεύγοντος αφορά τα καθήκοντα και τις προβλεπόμενες δραστηριότητες των γραφείων συνεργασίας και των κοινών εμπορικών μονάδων. Το προσφεύγον παρατηρεί ότι οι εν λόγω κοινές εμπορικές μονάδες πρέπει να διακρίνονται από τις εμπορικές αντιπροσωπείες και ότι οι σχετικές με τα γραφεία συνεργασίας ενισχύσεις που προβλέπονται από το επίδικο υποπρόγραμμα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως λειτουργικές ενισχύσεις.

99      Πρέπει, επίσης, να παρατηρηθεί ότι οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν πραγματικά στοιχεία όσον αφορά την ίδρυση, τη γεωγραφική κατανομή, τον τύπο δραστηριοτήτων και των αποτελεσμάτων των γραφείων συνεργασίας και των κοινών εμπορικών μονάδων.

100    Δεν φαίνεται, ωστόσο, πολύ πιθανό μια μικρή ή μεσαία επιχείρηση της περιοχής, η οποία αντιμετωπίζει ακόμα δυσκολίες απτόμενες της μεταβάσεως προς την οικονομία της αγοράς και στερείται ιδίων πόρων, να επενδύσει σε γραφείο συνεργασίας ή σε κοινή εμπορική μονάδα οι δραστηριότητες των οποίων δεν αποσκοπούν ευθέως στην κατάκτηση των νέων αγορών.

101    Εξάλλου, από τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή, με τα παραρτήματα των απαντήσεων στις αρχικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει σαφώς ότι σκοπός της ιδρύσεως των γραφείων αυτών είναι η προώθηση των εξαγωγών, της οποίας η χρηματοδότηση είναι παράνομη όχι μόνο σύμφωνα με τη Συνθήκη, αλλά και βάσει της συμφωνίας του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα, όπως διαπιστώνεται στην αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

102    Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίδικων ενισχύσεων ως λειτουργικών ενισχύσεων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η κατάκτηση νέων αγορών καθώς και οι προσπάθειες της επιχειρήσεως να παραμείνει στην αγορά αποτελούν μέρος της συνήθους στρατηγικής κάθε επιχειρήσεως που επιθυμεί να παραμείνει στην αγορά επί μακρό χρονικό διάστημα. Όμως, απαιτούνται δαπάνες γι’ αυτή τη συνεχή και εκτεταμένη παρουσία στην αγορά, οι δε κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται προς τον σκοπό αυτόν μειώνουν αναγκαστικά τις τρέχουσες δαπάνες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Συνεπώς, οι συνεισφορές αυτές εμπίπτουν στην κατηγορία των λειτουργικών ενισχύσεων.

103    Τέλος, όσον αφορά τη δυνατότητα –που επικαλείται το προσφεύγον– να επιτραπούν οι επίδικες ενισχύσεις βάσει της πρακτικής, πρέπει να θεωρηθούν επαρκείς οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή, ιδίως ότι ο χάρτης περιφερειακών ενισχύσεων για τη Γερμανία έπαυε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2003, ενώ το επίδικο πρόγραμμα θα έληγε αργότερα. Επιπλέον, στις προγενέστερες αποφάσεις της, η Επιτροπή είχε επίσης εξηγήσει ότι όλως κατ’ εξαίρεση παρεξέκλινε από την αρχή της προοδευτικής μειώσεως.

104    Εξάλλου, το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με τον κανονισμό περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, καθόσον μόνον ως εκ περισσού αναφέρθηκε η Επιτροπή στον κανονισμό αυτόν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

105    Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να διαπιστωθεί ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι εντάσεις ενισχύσεως μεγαλύτερες από την προβλεπόμενη από τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά ούτε δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Εξάλλου, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι το υποπρόγραμμα «Συνεργασία», στο μέτρο που προέβλεπε λειτουργικές ενισχύσεις, ήταν ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

106    Όσον αφορά την αιτιολογία που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το υποπρόγραμμα «Συνεργασία», και στο μέτρο που το προσφεύγον δεν προβάλλει ειδικό επιχείρημα ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή ανέλυσε χωριστά τις ενισχύσεις για την ίδρυση και την εκμετάλλευση γραφείων συνεργασίας στη Γερμανία και τις ενισχύσεις για τη σύσταση κοινών εμπορικών μονάδων εντός και εκτός της Κοινότητας. Καταρχάς, η Επιτροπή χαρακτήρισε τις ενισχύσεις για την ίδρυση και την εκμετάλλευση γραφείων συνεργασίας στη Γερμανία ως λειτουργικές ενισχύσεις, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών και να πληρούν όλες ανεξαιρέτως τις προϋποθέσεις των γραμμών αυτών, ιδίως εκείνες του σημείου 4.17. Στη συνέχεια, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται. Δεύτερον, η Επιτροπή χαρακτήρισε τις ενισχύσεις για τη σύσταση κοινών εμπορικών μονάδων, ρόλος των οποίων είναι να επικουρούν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στη διερεύνηση των αλλοδαπών αγορών και στη διείσδυση στις αγορές αυτές, ως εξαγωγικές ενισχύσεις, οι οποίες εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού. Προσέθεσε ότι εντάσεις ενισχύσεως έως και 80 % για την προώθηση, στο πλαίσιο του υποπρογράμματος αυτού, μέτρων μεγάλης εγγύτητας προς την αγορά θα αλλοίωνε τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον και ότι αυτή η πτυχή του μέτρου δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

107    Οι σκέψεις αυτές της Επιτροπής αντικατοπτρίζουν σαφώς τη συλλογιστική της και ανταποκρίνονται, συνεπώς, στα κριτήρια της πάγιας νομολογίας όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, που υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 27.

108    Συνεπώς, το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου σκέλους, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του υποπρογράμματος «Προώθηση σχεδιασμού προϊόντων» και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

109    Όσον αφορά το υποπρόγραμμα «Προώθηση σχεδιασμού προϊόντων, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και πάλι λαμβάνει ως μοναδικό κριτήριο την ένταση των ενισχύσεων την οποία προβλέπει ο κανονισμός περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ και παραπέμπει στα επιχειρήματα που ανέπτυξε για το ίδιο αυτό θέμα όσον αφορά τα λοιπά υποπρογράμματα. Κατά το προσφεύγον, κακώς η Επιτροπή δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας.

110    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

111    Το προσφεύγον δεν προέβαλε ειδικά επιχειρήματα στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, περιοριζόμενο να παραπέμψει στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε σχετικά με τα λοιπά υποπρογράμματα.

112    Κατά συνέπεια, εφόσον τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος στο πλαίσιο των προηγουμένων σκελών απορρίφθηκαν και λαμβανομένου υπόψη του ότι η Επιτροπή θεωρεί το συγκεκριμένο υποπρόγραμμα ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά για «ανάλογους λόγους» με εκείνους στους οποίους στηρίχθηκε όσον αφορά τα λοιπά υποπρογράμματα, πρέπει και όσον αφορά το παρόν σκέλος να διαπιστωθεί ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι εντάσεις ενισχύσεως υπερβαίνουσες την προβλεπόμενη από τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ δεν μπορούν να κριθούν συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

113    Όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το συγκεκριμένο υποπρόγραμμα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 41, ότι «οι ενισχύσεις του [εν λόγω] υποπρογράμματος […] ναι μεν καταρχήν ε[νέπιπταν] στο άρθρο 5 (παροχή συμβουλών και άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες) του κανονισμού [περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ], αλλά επειδή, και στην περίπτωση αυτή, οι εντάσεις ενίσχυσης υπερ[έβαιναν] το ανώτατο επιτρεπτό όριο του 50 % που θέτει το άρθρο 5, στοιχείο β΄, η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά το [συμβατό] τους με την κοινή αγορά». Η Επιτροπή κρίνει επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, για ανάλογους λόγους με εκείνους που ισχύουν όσον αφορά τα λοιπά υποπρογράμματα, το υποπρόγραμμα «Προώθηση σχεδιασμού προϊόντων» δεν συνάδει με τον κανονισμό περί εξαιρέσεως των ΜΜΕ και, συνεπώς, δεν είναι συμβατό με την κοινή αγορά καθόσον προβλέπει ακαθάριστη ενίσχυση υπερβαίνουσα το ποσοστό του 50 % για την παροχή υπηρεσιών συμβούλων.

114    Εν απουσία επιχειρημάτων του προσφεύγοντος ειδικά ως προς το θέμα αυτό, διαπιστώνεται ότι οι προμνησθείσες αυτές σκέψεις της Επιτροπής αντικατοπτρίζουν σαφώς τη συλλογιστική της και ανταποκρίνονται, συνεπώς, στα κριτήρια της πάγιας νομολογίας όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, που υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 27.

115    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

116    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθεισών σκέψεων, η προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανόμενη υπόψη στο σύνολό της, περιέχει την ανάλυση του συμβατού των επιδίκων υποπρογραμμάτων με τη Συνθήκη και είναι επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

117    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

118    Βάσει των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

119    Με την απόφαση του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου, με την απόφασή του, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Εναπόκειται, συνεπώς, στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων των διαφόρων διαδικασιών, σύμφωνα με το άρθρο 121 του Κανονισμού Διαδικασίας.

120    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Freistaat Sachsen (Γερμανία) φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

Czúcz

Cremona

Labucka

Frimodt Nielsen

 

      O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Top