Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CO0360

    Διάταξη του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Οκτωβρίου 2004.
    Carlo Ripa di Meana κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
    Αίτηση αναιρέσεως - Πρώην ευρωβουλευτής - Προσωρινό συνταξιοδοτικό καθεστώς - Αναστολή καταβολής της συντάξεως κατόπιν της εκλογής του εν λόγω βουλευτή ως περιφερειακού συμβούλου - Προσφυγή ακυρώσεως - Επιβεβαιωτική πράξη - Απαράδεκτο - Προδήλως αβάσιμη αναίρεση.
    Υπόθεση C-360/02 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-10339

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:690

    Υπόθεση C-360/02 P

    Carlo Ripa di Meana

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    «Αναίρεση – Πρώην ευρωβουλευτής – Προσωρινό συνταξιοδοτικό καθεστώς – Αναστολή καταβολής της συντάξεως κατόπιν της εκλογής του εν λόγω βουλευτή ως περιφερειακού συμβούλου – Προσφυγή ακυρώσεως – Επιβεβαιωτική πράξη – Απαράδεκτο – Προδήλως αβάσιμη αναίρεση»

    Περίληψη της διατάξεως

    1.        Διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Αναίρεση – Προϋποθέσεις σχετικές με την επίδοση στο πλαίσιο της διαδικασίας – Έλλειψη ειδοποιήσεως ως προς την επίδοση από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου – Παρέλευση της προθεσμίας κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου – Δεν επέρχεται

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 44 § 2, εδ. 3, 100 § 2, και 114 § 1)

    2.        Διαδικασία – Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας – Υποβολή γραπτών ερωτήσεων στους διαδίκους – Δεν ασκεί, καθεαυτή, επιρροή στην επίλυση της διαφοράς – Κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 49, 64 και 65)

    3.        Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των στοιχείων που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά και των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58)

    4.        Διαδικασία – Υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αποφαίνεται επί ενστάσεως απαραδέκτου μετά τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 114 §§ 1 έως 3)

    5.        Διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Παρέλευση – Συγγνωστή πλάνη – Έννοια – Περιεχόμενο

    1.        Η έλλειψη ειδοποιήσεως από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, με τηλεομοιοτυπία ή άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, ως προς την εκ μέρους της επίδοση αποφάσεως ή διατάξεως δεν συνεπάγεται ότι έχει αποκλειστεί η δυνατότητα του προσφεύγοντος να ασκήσει αναίρεση και ότι εφαρμόζεται αυτοδικαίως το άρθρο 44, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά το οποίο ως νομότυπη επίδοση λογίζεται η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Πρωτοδικείο. Συγκεκριμένα, η τελευταία αυτή διάταξη τυγχάνει εφαρμογής μόνον εφόσον δεν έχει προσδιοριστεί αντίκλητος στο Λουξεμβούργο και/ή ο δικηγόρος ή ο εκπρόσωπος του αναιρεσείοντος δεν έχει αποδεχθεί την πραγματοποίηση των επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας.

    (βλ. σκέψεις 22-23)

    2.        Η απόφαση περί υποβολής γραπτών ερωτήσεων στους διαδίκους ανήκει στην ελεύθερη εκτίμηση του Πρωτοδικείου, το οποίο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να αποφασίζει για οποιαδήποτε από τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65 του Κανονισμού του Διαδικασίας. Η άσκηση πάντως της δυνατότητας αυτής δεν έχει καμιά αυτόματη συνέπεια για την επίλυση της διαφοράς, καθότι το Πρωτοδικείο παραμένει ελεύθερο να εκτιμήσει κυριαρχικώς την αξία που πρέπει να δοθεί στα διάφορα στοιχεία που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά καθώς και στα αποδεικτικά στοιχεία που του προσκομίστηκαν ή που το ίδιο κατάφερε να συγκεντρώσει.

    (βλ. σκέψη 28)

    3.        Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να αποφαίνεται ως προς την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως πρόδηλης αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών από το Πρωτοδικείο.

    (βλ. σκέψη 29)

    4.        Εφόσον το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα έγγραφα της δικογραφίας, μπορεί να αποφασίσει να αποφανθεί επί ενστάσεως απαραδέκτου χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, καθότι το άρθρο 114, παράγραφοι 1 έως 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν επιβάλλει ουδεμία υποχρέωση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    (βλ. σκέψη 35)

    5.        Ένας ιδιώτης μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να επικαλεστεί συγγνωστή πλάνη προκειμένου να αποφύγει την τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, ιδίως όταν το κοινοτικό όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ακολούθησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο έχοντα τη συνήθη ενημέρωση.

    (βλ. σκέψη 50)




    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 29ης Οκτωβρίου 2004 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως – Πρώην ευρωβουλευτής – Προσωρινό συνταξιοδοτικό καθεστώς – Αναστολή καταβολής της συντάξεως κατόπιν της εκλογής του εν λόγω βουλευτή ως περιφερειακού συμβούλου – Προσφυγή ακυρώσεως – Επιβεβαιωτική πράξη – Απαράδεκτο – Προδήλως αβάσιμη αναίρεση»

    Στην υπόθεση C-360/02 P,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 2 Οκτωβρίου 2002,

    Carlo Ripa di Meana, πρώην ευρωβουλευτής, κάτοικος Montecastello di Vibio (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τους W. Viscardini και G. Donà, avvocati,

    αναιρεσείων,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους A. Caiola και G. Ricci, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθού πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J. Makarczyk, P. Kūris και J. Klučka, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

    γραμματέας: R. Grass

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1        Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο C. Ripa di Meana ζητεί την αναίρεση της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 9 Ιουλίου 2002, T-127/01, Ripa di Meana κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2002, σ. II‑3005, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία αυτό απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή του για την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2001, περί αναστολής καταβολής της συντάξεώς του κατόπιν της εκλογής του στο περιφερειακό συμβούλιο της Ουμβρίας (Ιταλία).

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

    2        Δεδομένου ότι δεν υπήρχε ενιαίο κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς για όλους τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Κοινοβούλιο), το προεδρείο του τελευταίου θέσπισε, στις 24 και 25 Μαΐου 1982, ένα προσωρινό συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους βουλευτές των κρατών μελών των οποίων οι εθνικές αρχές δεν προβλέπουν συνταξιοδοτικό καθεστώς για τα μέλη του Κοινοβουλίου (στο εξής: προσωρινό συνταξιοδοτικό καθεστώς). Το καθεστώς αυτό, το οποίο εφαρμόζεται επίσης στην περίπτωση που το επίπεδο και/ή οι παράμετροι της προβλεπομένης συντάξεως δεν ταυτίζονται με τα ισχύοντα για τα μέλη του κοινοβουλίου του κράτους προς εκπροσώπηση του οποίου εκλέχθηκε το εν λόγω μέλος του Κοινοβουλίου, περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙΙ της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις).

    3        Το παράρτημα ΙΙΙ της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις (στο εξής: παράρτημα ΙΙΙ) προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «Άρθρο 1

    1.      Όλα τα μέλη του Κοινοβουλίου δικαιούνται συντάξεως.

    2.      Εν αναμονή θεσπίσεως οριστικού κοινοτικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος για όλα τα μέλη του Κοινοβουλίου, καταβάλλεται προσωρινή σύνταξη, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου μέλους, από τον προϋπολογισμό της Κοινότητας, τμήμα Κοινοβούλιο.

    Άρθρο 2

    1.      Το επίπεδο και οι λοιπές λεπτομέρειες της προσωρινής συντάξεως ταυτίζονται με τα αντίστοιχα της συντάξεως που εισπράττουν τα μέλη της Κάτω Βουλής του κράτους προς εκπροσώπηση του οποίου εκλέχθηκε το εν λόγω μέλος του Κοινοβουλίου.

    2.      Κάθε μέλος που εμπίπτει στις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, καταβάλλει στον προϋπολογισμό της Κοινότητας εισφορά η οποία υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να καταβάλλει συνολικώς την ίδια εισφορά με αυτήν ενός μέλους της Κάτω Βουλής του κράτους όπου εκλέχθηκε, βάσει των εθνικών διατάξεων.

    [...]

    Άρθρο 4

    Για τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως, τα έτη της βουλευτικής θητείας που διήνυσε στο κοινοβούλιο του κράτους μέλους μπορούν να συνυπολογιστούν με τα έτη της βουλευτικής θητείας που διήνυσε στο Κοινοβούλιο. Τα έτη της διπλής θητείας υπολογίζονται άπαξ μόνον.»

     Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

    4        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του Regolamento per gli assegni vitalizi dei deputati (κανονισμού ισοβίων επιδομάτων των μελών του Ιταλικού Κοινοβουλίου, στο εξής: κανονισμός περί ισοβίων επιδομάτων) ορίζει τα εξής:

    «Αν ο βουλευτής η θητεία του οποίου έχει λήξει επανεκλεγεί βουλευτής του εθνικού ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή εκλεγεί περιφερειακός σύμβουλος, η καταβολή του ισοβίου επιδόματος που δικαιούται αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του.»

     Ιστορικό της διαφοράς και δίκη ενώπιον του Πρωτοδικείου

    5        Ο C. Ripa di Meana, Ιταλός υπήκοος, ήταν βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τις βουλευτικές περιόδους 1979/1984 και 1994/1999.

    6        Κατόπιν της εκλογής του C. Ripa di Meana ως μέλους του περιφερειακού συμβουλίου της Ουμβρίας, ο προϊστάμενος της διευθύνσεως οικονομικών των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απηύθυνε στον αναιρεσείοντα, στις 26 Ιανουαρίου 2001, επιστολή σχετικά με την αναστολή της συντάξεώς του ως πρώην ευρωβουλευτή, για τη διάρκεια της θητείας του ως περιφερειακού συμβούλου (στο εξής: επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001). Η επιστολή αυτή, η οποία περιήλθε στον αναιρεσείοντα στις 31 Ιανουαρίου 2001, έχει ως εξής:

    «Εφιστώ την προσοχή σας στις διατάξεις του άρθρου 12 του Regοlamentο per gli assegni νitalizi dei deputati (αντίγραφο επισυνάπτεται) που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους Ιταλούς βουλευτές που έχουν καταβάλει συνταξιοδοτικές εισφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι οποίες προβλέπουν την αναστολή της καταβολής της συντάξεως κατά τη βουλευτική θητεία του εθνικού ή του ευρωπαϊκού βουλευτή, ή τη θητεία του περιφερειακού συμβούλου.

    Οι υπηρεσίες μου πληροφορήθηκαν ότι ασκείτε καθήκοντα περιφερειακού συμβούλου, γεγονός που μας υποχρεώνει να αναστείλουμε την καταβολή της συντάξεώς σας.

    Προκειμένου να μπορέσουμε να υπολογίσουμε το ποσό της συντάξεως που σας καταβλήθηκε αχρεωστήτως, παρακαλείσθε να γνωστοποιήσετε την ημερομηνία εκλογής σας ως περιφερειακού συμβούλου.»

    7        Δεδομένου ότι ο C. Ripa di Meana εξέφρασε, με επιστολή της 15ης Μαρτίου 2001, την έκπληξή του σχετικά με την πρόθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αναστείλει την καταβολή της συντάξεώς του λόγω της εκλογής του ως περιφερειακού συμβούλου και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή του, ο κανονισμός περί ισοβίων επιδομάτων δεν μπορούσε να τύχει αναλογικής εφαρμογής στην περίπτωσή του, στις 26 Μαρτίου 2001, το Κοινοβούλιο του απηύθυνε δεύτερη επιστολή (στο εξής: επιστολή της 26ης Μαρτίου 2001), με το ακόλουθο περιεχόμενο:

    «Προς απάντηση στην προπαρατεθείσα επιστολή σας, στην οποία εκφράζετε την έκπληξή σας σχετικά με την αναστολή της συντάξεώς σας ως πρώην βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατόπιν της εκλογής σας ως περιφερειακού συμβούλου, σας βεβαιώνω ότι αυτή η απόφαση είναι σύμφωνη με το άρθρο 12/1 του κανονισμού της Camera [ιταλικού κοινοβουλίου], καθώς και με την πρακτική της Camera.

    Συμφωνώ μαζί σας ότι ο ισχύων κανονισμός της Camera είναι ελλιπής. Καίτοι ρυθμίζει πλήρως τα της αναστολής καταβολής των συντάξεων, παραλείπει, προκειμένου περί ανακτήσεως των δικαιωμάτων, να αναφερθεί στη δραστηριότητα του περιφερειακού συμβούλου.

    Πάντως, οι κανόνες που η πολιτική εξουσία θέσπισε προς αποτροπή της σωρεύσεως της συντάξεως του βουλευτή ή του περιφερειακού συμβούλου με τον μισθό βουλευτή ή συμβούλου είναι μάλλον σαφείς και σας ζητώ, ως εκ τούτου, να μου γνωστοποιήσετε το συντομότερο δυνατό την ημερομηνία εκλογής σας ως περιφερειακού συμβούλου.

    Πληροφοριακώς, επισημαίνω ότι, εν τω μεταξύ, η καταβολή της συντάξεώς σας έχει ανασταλεί.»

    8        Κατόπιν τούτων, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Ιουνίου 2001, ο C. Ripa di Meana άσκησε προσφυγή για την ακύρωση, μεταξύ άλλων, της επιστολής της 26ης Μαρτίου 2001, καθόσον αυτή περιείχε την απόφαση του Κοινοβουλίου να αναστείλει την καταβολή της συντάξεώς του κατόπιν της εκλογής του ως περιφερειακού συμβούλου της Ουμβρίας.

    9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Ιουλίου 2001, το Κοινοβούλιο προέβαλε, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής αυτής, την οποία το Πρωτοδικείο δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, αφού κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις.

     Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

    10      Η εκ μέρους του Πρωτοδικείου απόρριψη της προσφυγής θεμελιώνεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο λόγους.

    11      Αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 EK τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας ιδιαζόντως τη νομική του κατάσταση και ότι, για να καθοριστεί αν μια πράξη ή μια απόφαση παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της, το Πρωτοδικείο απεφάνθη κατ’ αρχάς, με τη σκέψη 29 της εν λόγω διατάξεως, ότι «ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ότι η αρχική απόφαση του Κοινοβουλίου της 26ης Ιανουαρίου 2001 συνιστά την πράξη που επηρέασε ευθέως και αμέσως τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος η οποία και έπρεπε να προσβληθεί.»

    12      Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό στηριζόμενο, αφενός, στο κείμενο της επιστολής της 26ης Ιανουαρίου 2001, στην οποία ρητώς τονιζόταν ότι το Κοινοβούλιο είχε αποφασίσει να αναστείλει την καταβολή της συντάξεως του αναιρεσείοντος λόγω της εκλογής του ως περιφερειακού συμβούλου (σκέψεις 26 και 27 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως), και, αφετέρου, στην απάντηση που έδωσε το εν λόγω θεσμικό όργανο σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, από την οποία προέκυπτε ότι η απόφαση περί αναστολής καταβολής της συντάξεως του C. Ripa di Meana εφαρμόστηκε τον πρώτο μήνα μετά την αποστολή της επιστολής της 26ης Ιανουαρίου 2001, ήτοι τον Φεβρουάριο του 2001. Το Πρωτοδικείο επισήμανε, συναφώς, ότι από το αναλυτικό απόσπασμα λογαριασμού του προσφεύγοντος της 1ης Μαρτίου 2001, το οποίο προσκόμισε αυτός στο Πρωτοδικείο, προκύπτει πράγματι ότι η σύνταξη του C. Ripa di Meana για τον Φεβρουάριο του 2001 δεν είχε καταβληθεί στον εν λόγω λογαριασμό, πράγμα που σημαίνει ότι, μετά την καταβολή της συντάξεως του Ιανουαρίου 2001, στις 26 Ιανουαρίου 2001, δεν εισέπραξε πλέον τη σύνταξή του ως πρώην ευρωβουλευτής (σκέψη 28 της ίδιας διατάξεως).

    13      Αφού διαπίστωσε ότι ο C. Ripa di Meana δεν είχε προσβάλει την εν λόγω επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001, το Πρωτοδικείο εξέτασε, ακολούθως, τη φύση της επιστολής της 26ης Μαρτίου 2001. Συναφώς, έκρινε ειδικότερα τα εξής:

    «31      […] επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Κοινοβούλιο έκανε απλώς μνεία, στην από 26 Μαρτίου 2001 επιστολή του, του γεγονότος ότι η ιταλική νομοθετική ρύθμιση είναι, ως προς ορισμένα σημεία, ελλιπής, αλλ’ ότι οι κανόνες που αποσκοπούν στην αποτροπή της σωρεύσεως συντάξεως βουλευτή ή περιφερειακού συμβούλου με τον μισθό βουλευτή ή συμβούλου είναι μάλλον σαφείς και ότι η απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2001 αντιστοιχεί στην ιταλική πρακτική. Αυτές οι σκέψεις, νοούμενες στην αλληλουχία τους, δεν μπορούν να θεωρηθούν ένδειξη ότι η απόφαση περί αναστολής της καταβολής της συντάξεως του προσφεύγοντος, που του γνωστοποιήθηκε με την από 26 Ιανουαρίου 2001 επιστολή, αποτέλεσε αντικείμενο νέας εξετάσεως. Πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι λόγοι που οδήγησαν το Κοινοβούλιο να αναστείλει τη σύνταξη του προσφεύγοντος εξακολουθούν να ισχύουν. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο περιορίστηκε να υπενθυμίσει τη ratiο legis της διατάξεως που είχε εφαρμοστεί με την από 26 Ιανουαρίου 2001 απόφαση και να τονίσει στον προσφεύγοντα ότι αυτή η απόφαση συμφωνούσε με την ιταλική πρακτική, χωρίς να επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή στην αιτιολογία που είχε ήδη παραθέσει.

    32      Επιπλέον, το γεγονός ότι ο προσφεύγων πληροφορήθηκε με την από 26 Μαρτίου 2001 επιστολή ότι η σύνταξή του είχε εν τω μεταξύ πράγματι ανασταλεί δεν μπορεί να συνιστά νέο στοιχείο ικανό να προσδώσει στην εν λόγω επιστολή τον χαρακτήρα νέας βλαπτικής αποφάσεως. Πράγματι, αυτή η πληροφορία συνιστά απλώς το εκτελεστικό στάδιο της βλαπτικής αποφάσεως, ήτοι της από 26 Ιανουαρίου 2001 αποφάσεως.»

    14      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η επιστολή της 26ης Μαρτίου 2001 συνιστά απόφαση αμιγώς βεβαιωτική της από 26 Ιανουαρίου 2001 αποφάσεως. Δεδομένου ότι η τελευταία αυτή απόφαση δεν προσβλήθηκε εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και ο C. Ripa di Meana καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα.

     Η αίτηση αναιρέσεως

    15      Με την αίτησή του αναιρέσεως ο C. Ripa di Meana ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, να κηρύξει παραδεκτή την προσφυγή του ενώπιον του Πρωτοδικείου, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας και να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα σχετικά με τις δύο δίκες δικαστικά έξοδα.

    16      Ο C. Ripa di Meana προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως. Αυτοί αντλούνται, πρώτον, από διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την «ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος», δεύτερον, από προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας, τρίτον, από εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των επιστολών της 26ης Ιανουαρίου και της 26ης Μαρτίου 2001 καθώς και από εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής με τις επιβεβαιωτικές πράξεις κοινοτικής νομολογίας και, τέλος, από εσφαλμένη εφαρμογή της κοινοτικής νομολογίας περί συγγνωστής πλάνης.

    17      Το Κοινοβούλιο ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    18      Εκ προοιμίου πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 118 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί, όταν μια αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να την απορρίψει κατά πάσα στάση της δίκης με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να κινήσει την προφορική διαδικασία.

     Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

    19      Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Κοινοβούλιο προβάλλει, κατ’ αρχάς, το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως. Συναφώς ισχυρίζεται ότι, εφόσον, αφενός, ο αναιρεσείων δεν όρισε αντίκλητο στο Λουξεμβούργο κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι οι αποφάσεις και οι διατάξεις του Πρωτοδικείου δεν περιλαμβάνονται στα διαδικαστικά έγγραφα που μπορούν να επιδοθούν στον παραλήπτη τους με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, ακόμη και αν αυτός έχει αποδεχθεί τη διενέργεια επιδόσεων με τον τρόπο αυτό δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής μόνον το τρίτο εδάφιο της τελευταίας αυτής διατάξεως –κατά το οποίο ως νομότυπη επίδοση λογίζεται η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Πρωτοδικείο.

    20      Εφόσον, εν προκειμένω, η κατάθεση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στο ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 2002 και, περαιτέρω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τις επιταγές του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η Γραμματεία του δεν ειδοποίησε τον αναιρεσείοντα, με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, για την αποστολή της εν λόγω διατάξεως, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως αυτής έληγε, λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας παρεκτάσεως, στις 27 Σεπτεμβρίου 2002. Επομένως, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως υποβλήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2002, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    21      Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί κατ’ αρχάς η άποψη του Κοινοβουλίου ότι το άρθρο 44, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της διατάξεως αυτής, όλες οι επιδόσεις για τους σκοπούς της διαδικασίας προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική επιστολή προς τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του διαδίκου «αν το δικόγραφο της αναιρέσεως δεν είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο [του εν λόγω άρθρου 44, παράγραφος 2]», τα οποία προβλέπουν, αντιστοίχως, τον προσδιορισμό τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείου και, επιπλέον ή αντ’ αυτού, την αποδοχή εκ μέρους του δικηγόρου ή του εκπροσώπου του αναιρεσείοντος της διενέργειας επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας. Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται ότι η αίτηση αναιρέσεως του C. Ripa di Meana πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις, καθότι οι δικηγόροι του συναίνεσαν στο να τους επιδοθούν τα διαδικαστικά έγγραφα με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Επομένως, το άρθρο 44, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

    22      Ασφαλώς, όπως ορθώς ισχυρίζεται το Κοινοβούλιο με το υπόμνημά του αντικρούσεως, και από το άρθρο 100, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι, κατά παρέκκλιση από τον αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη κανόνα, εφόσον δεν έχει προσδιοριστεί αντίκλητος του παραλήπτη, οι αποφάσεις και διατάξεις του Πρωτοδικείου επιδίδονται πάντοτε στη διεύθυνσή του κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, ήτοι με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, αντιγράφου της εν λόγω αποφάσεως ή διατάξεως, ενώ παράλληλα ο παραλήπτης ειδοποιείται από τη Γραμματεία για την εν λόγω αποστολή με τηλεομοιοτυπία ή άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας.

    23      Εντούτοις, η έλλειψη ειδοποιήσεως εκ μέρους της Γραμματείας του Πρωτοδικείου δεν συνεπάγεται ότι έχει αποκλειστεί η δυνατότητα του προσφεύγοντος να ασκήσει αναίρεση και ότι εφαρμόζεται αυτοδικαίως το άρθρο 44, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας διατάξεως, το εδάφιο αυτό τυγχάνει εφαρμογής μόνον εφόσον δεν έχει προσδιοριστεί αντίκλητος στο Λουξεμβούργο και/ή ο δικηγόρος ή εκπρόσωπος του αναιρεσείοντος δεν έχει αποδεχθεί την πραγματοποίηση των επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, πράγμα που προδήλως δεν ισχύει εν προκειμένω. Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, το αντίγραφο που αποστέλλει η Γραμματεία με συστημένη ταχυδρομική επιστολή θεωρείται ότι επιδίδεται στον παραλήπτη τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή του στο ταχυδρομείο του τόπου της έδρας του Πρωτοδικείου, εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής ότι η παραλαβή έγινε σε άλλη ημερομηνία ή αν ο παραλήπτης πληροφορήσει τον Γραμματέα, εντός τριών εβδομάδων από της ειδοποιήσεως με τηλεομοιοτυπία ή με άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, ότι η επίδοση δεν πραγματοποιήθηκε.

    24      Εφόσον εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι ο C. Ripa di Meana παρέλαβε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στις 22 Ιουλίου 2002, ήτοι πέντε ημέρες μετά την κατάθεση στο ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου της συστημένης επιστολής με την οποία απεστάλη η εν λόγω διάταξη, και ότι το εισαγωγικό της παρούσας δίκης έγγραφο περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2002 –το δε πρωτότυπο της αιτήσεως αυτής κατατέθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προ της συμπληρώσεως δέκα ημερών από της παραλαβής της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας–, η παρούσα αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

    25      Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Κοινοβούλιο στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

     Επί του βασίμου της αιτήσεως αναιρέσεως

     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    26      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο C. Ripa di Meana προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Πρωτοδικείο ότι παρέβη τους δικονομικούς κανόνες κρίνοντας, με τη σκέψη 12 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι διάδικοι ικανοποίησαν εμπροθέσμως το αίτημα του Πρωτοδικείου που τους κάλεσε να του απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις, ενώ το Κοινοβούλιο απάντησε σε μία μόνον από τις ερωτήσεις αυτές. Κατά τον C. Ripa di Meana, μια τέτοια παράβαση θίγει σοβαρά τα συμφέροντά του, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο στήριξε την πεποίθησή του στην εν λόγω ελλιπή απάντηση του Κοινοβουλίου, συγχέοντας την ημερομηνία κατά την οποία αυτό πληροφόρησε τον αναιρεσεσείοντα για την απόφασή του να αναστείλει την καταβολή της συντάξεώς του και την ημερομηνία κατά την οποία τον πληροφόρησε για την πραγματική αναστολή της καταβολής αυτής. Τόσο από το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο έκρινε χρήσιμο να υποβάλει γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους όσο και από το ίδιο το περιεχόμενο των εν λόγω ερωτήσεων προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο προσέδωσε μεγάλη σημασία στη διάκριση αυτή.

    27      Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να απορριφθεί η άποψη του αναιρεσείοντος ότι τόσο το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο έκρινε χρήσιμο να υποβάλει γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους όσο και το ίδιο το περιεχόμενο των εν λόγω ερωτήσεων επιβεβαιώνουν τις αμφιβολίες του Πρωτοδικείου ως προς το αν η επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001 μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση.

    28      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 49 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η απόφαση περί υποβολής γραπτών ερωτήσεων στους διαδίκους ανήκει στην ελεύθερη εκτίμηση του Πρωτοδικείου, το οποίο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να αποφασίζει για οποιαδήποτε από τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65 του εν λόγω κανονισμού. Η άσκηση πάντως της δυνατότητας αυτής δεν έχει καμιά αυτόματη συνέπεια για την επίλυση της διαφοράς, καθότι το Πρωτοδικείο παραμένει ελεύθερο να εκτιμήσει κυριαρχικώς την αξία που πρέπει να δοθεί στα διάφορα στοιχεία που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά καθώς και στα αποδεικτικά στοιχεία που του προσκομίστηκαν ή που το ίδιο κατάφερε να συγκεντρώσει.

    29      Όσον αφορά το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι το Πρωτοδικείο παρέβη δικονομικούς κανόνες κρίνοντας ότι οι διάδικοι ικανοποίησαν το αίτημά του, μολονότι το Κοινοβούλιο απάντησε σε μία μόνον από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να αποφαίνεται ως προς την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως πρόδηλης αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών από το Πρωτοδικείο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2003, C-488/01 P, Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. Ι‑13355, σκέψη 53, και απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑470/00 P, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. Ι-14167, σκέψη 40). Εν προκειμένω, ωστόσο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν συνάγεται ότι υπήρξε τέτοια αλλοίωση.

    30      Συγκεκριμένα, αφενός, το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε, με την απάντησή του στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ότι η απόφαση περί αναστολής καταβολής της συντάξεως του C. Ripa di Meana «εφαρμόστηκε άμεσα» και ότι η σύνταξη σταμάτησε να του καταβάλλεται από τις 26 Ιανουαρίου 2001.

    31      Αφετέρου, ακόμη και αν η απάντηση του Κοινοβουλίου είναι ενδεχομένως ελλιπής ως προς την ημερομηνία κατά την οποία ο αναιρεσείων πληροφορήθηκε την πραγματική αναστολή καταβολής της συντάξεώς του, η απάντηση αυτή δεν αποτελούσε, εν πάση περιπτώσει, το μοναδικό στοιχείο που έλαβε υπόψη του το Πρωτοδικείο προκειμένου να αποφανθεί επί του ζητήματος του παραδεκτού της προσφυγής. Συγκεκριμένα, έλαβε επίσης υπόψη την απάντηση του C. Ripa di Meana και, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, αναλυτικό απόσπασμα λογαριασμού της 1ης Μαρτίου 2001 που του είχε προσκομίσει ο C. Ripa di Meana, από το οποίο προκύπτει σαφώς ότι ο λογαριασμός του αναιρεσείοντος δεν είχε πιστωθεί με το ποσό της συντάξεώς του ως πρώην ευρωβουλευτή για τον Φεβρουάριο του 2001.

    32      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι το Πρωτοδικείο στήριξε την πεποίθησή του σε ελλιπή απάντηση του Κοινοβουλίου στις ερωτήσεις που του είχαν υποβάλει πρωτοδίκως οι δικαστές.

    33      Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

     Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    34      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, ο C. Ripa di Meana ισχυρίζεται ότι προσεβλήθησαν τα δικαιώματά του άμυνας, καθότι το Πρωτοδικείο, αφενός, απεφάνθη απευθείας επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το Κοινοβούλιο χωρίς να παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις ούτε να διεξαγάγει προφορική διαδικασία και, αφετέρου, δεν έλαβε υπόψη τις απαντήσεις που ο ίδιος παρέσχε στις ερωτήσεις που του υπέβαλε το Πρωτοδικείο. Συναφώς, ο C. Ripa di Meana προσάπτει ειδικότερα στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι, λόγω σοβαρού οφθαλμολογικού προβλήματος, διέμενε προς ανάρρωση στο Montecastello di Vibio και δεν μπόρεσε να λάβει γνώση του αναλυτικού αποσπάσματος του λογαριασμού του της 1ης Μαρτίου 2001, που του είχε αποσταλεί στην κατοικία του στη Ρώμη, παρά κατά τις πρώτες ημέρες του Απριλίου του ίδιου έτους.

    35      Σε σχέση με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, επιβάλλεται κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφοι 1 έως 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αν ένας διάδικος ζητήσει από το Πρωτοδικείο να κρίνει επί του απαραδέκτου, επί της ελλείψεως αρμοδιότητας ή επί παρεμπίπτοντος ζητήματος χωρίς να εισέλθει στην ουσία, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για να υποβάλει εγγράφως τους ισχυρισμούς και τα αιτήματά του επί της αιτήσεως αυτής, η διαδικασία επί της οποίας συνεχίζεται προφορικά εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο ουδεμία υποχρέωση έχει να διεξαγάγει επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο μπορούσε εν προκειμένω να αποφανθεί επί της ενστάσεως που προέβαλε το Κοινοβούλιο χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον έκρινε ότι είχε διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και, ιδίως, από τις απαντήσεις των διαδίκων στις γραπτές ερωτήσεις που είχε κρίνει σκόπιμο να τους υποβάλει.

    36      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση του αναιρεσείοντος που αντλείται από τη μη τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, στο μέτρο που δεν μπόρεσε να λάβει θέση επί της απαντήσεως του Κοινοβουλίου στις ερωτήσεις που του έθεσε το Πρωτοδικείο, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει εν προκειμένω δεκτή. Πράγματι, ανεξαρτήτως του αν ο C. Ripa di Meana είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει ενώπιον του Πρωτοδικείου την άποψή του ως προς τις απαντήσεις του Κοινοβουλίου στις ερωτήσεις που του έθεσε το Πρωτοδικείο –ζήτημα ως προς το οποίο οι διάδικοι διαφωνούν–, η ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επηρεάσει την έκβαση της διαφοράς. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Πρωτοδικείο στήριξε την εκτίμησή του στις απαντήσεις των διαδίκων στις ερωτήσεις που τους έθεσε, μόνον καθόσον από αυτές προκύπτει ότι η απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2001 εφαρμόστηκε άμεσα από το Κοινοβούλιο. Αντιθέτως, το ζήτημα της ημερομηνίας κατά την οποία ο C. Ripa di Meana πληροφορήθηκε όντως την πραγματική αναστολή καταβολής της συντάξεως που ελάμβανε ουδόλως ελήφθη υπόψη στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

    37      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    38      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

    39      Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας του αναιρεσείοντος τον εμπόδισε να λάβει γνώση του αναλυτικού αποσπάσματος του λογαριασμού του της 1ης Μαρτίου 2001 πριν από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως επικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό και, ως εκ τούτου, θα εξεταστούν από κοινού.

     Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    40      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο C. Ripa di Meana αμφισβητεί τον εκ μέρους του Πρωτοδικείου νομικό χαρακτηρισμό των επιστολών της 26ης Ιανουαρίου και της 26ης Μαρτίου 2001.

    41      Αναφορικά με την επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001, ο C. Ripa di Meana αμφισβητεί ότι αυτή συνιστά απόφαση δεδομένου, αφενός, ότι το Κοινοβούλιο χρησιμοποίησε αόριστη διατύπωση στην επιστολή αυτή και, αφετέρου, ότι η εξέταση του φακέλου του δεν είχε περατωθεί, εφόσον έπρεπε να προσκομίσει στο εν λόγω θεσμικό όργανο συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την ημερομηνία εκλογής του ως περιφερειακού συμβούλου της Ουμβρίας.

    42      Όσον αφορά την επιστολή της 26ης Μαρτίου 2001, ο C. Ripa di Meana αμφισβητεί ότι έχει αμιγώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, εφόσον περιέχει σειρά νέων στοιχείων σε σχέση με την επιστολή της 26ης Ιανουαρίου και εφόσον της αποστολής της προηγήθηκε επανεξέταση της καταστάσεώς του κατόπιν της επιστολής που απηύθυνε στο Κοινοβούλιο στις 15 Μαρτίου 2001.

    43      Συναφώς, πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά της επιστολής της 26ης Ιανουαρίου 2001, για τον λόγο ότι είχε απλώς χαρακτήρα ενδιαμέσου πράξεως. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο κατέληξε πράγματι, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι τόσο από το κείμενο της επιστολής αυτής, το οποίο αναπαράγεται στη σκέψη 6 της παρούσας διατάξεως, όσο και από την αιτιολογία που προβάλλει το Κοινοβούλιο προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο πράγματι αποφάσισε να αναστείλει την καταβολή της συντάξεως του αναιρεσείοντος λόγω της εκλογής του ως περιφερειακού συμβούλου, καθότι η αίτηση προς τον C. Ripa di Meana με σκοπό την παροχή πληροφοριακών στοιχείων είχε ως μοναδικό αντικείμενο να του παράσχει τη δυνατότητα να υπολογίσει το ποσό της συντάξεως που του είχε καταβληθεί αχρεωστήτως μετά την πραγματική ημερομηνία εκλογής του ως περιφερειακού συμβούλου της Ουμβρίας.

    44      Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να κάνει δεκτή την προσφυγή του, στο μέτρο που η επιστολή της 26ης Μαρτίου 2001 δεν έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, είναι σαφές ότι κανένα από τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο C. Ripa di Meana προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την κρίση του Πρωτοδικείου ως προς το εν λόγω ζήτημα.

    45      Κατ’ αρχάς, η αναφορά του Κοινοβουλίου στην πρακτική της ιταλικής βουλής και στη βούληση των πολιτικών αρχών να αποτρέπονται περιπτώσεις σωρεύσεως της συντάξεως βουλευτή ή περιφερειακού συμβούλου με τις αποζημιώσεις που προέρχονται από θητεία βουλευτή ή περιφερειακού συμβούλου, δεν περιέχει, όπως είναι προφανές, κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001 η οποία, ευθύς εξαρχής επέστησε την προσοχή του C. Ripa di Meana στις διατάξεις του άρθρου 12 του συνημμένου στην εν λόγω επιστολή κανονισμού περί ισοβίων επιδομάτων, ο οποίος προβλέπει ακριβώς την αναστολή καταβολής της συντάξεως κατά τη διάρκεια της θητείας είτε βουλευτή του εθνικού κοινοβουλίου ή ευρωβουλευτή είτε περιφερειακού συμβούλου.

    46      Ακολούθως, η ανακοίνωση στον αναιρεσείοντα της πραγματικής αναστολής καταβολής της συντάξεώς του πρέπει να θεωρηθεί, όπως προκύπτει εξάλλου από το ίδιο το κείμενο της επιστολής της 26ης Μαρτίου 2001, ως αμιγώς ενημερωτική ανακοίνωση προς τον ενδιαφερόμενο, η οποία αποτελεί απάντηση στην επιστολή που είχε στείλει στις 15 Μαρτίου 2001. Εντούτοις, σε καμία περίπτωση μια τέτοια ανακοίνωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο σε σχέση με την επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001, καθότι η τελευταία υπογράμμιζε ήδη ρητώς ότι αναστέλλεται η καταβολή της συντάξεως του αναιρεσείοντος από το Κοινοβούλιο.

    47      Τέλος, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι της επιστολής της 26ης Μαρτίου 2001 προηγήθηκε επανεξέταση της καταστάσεως του στο μέτρο που, κατόπιν της επιστολής του προς το Κοινοβούλιο στις 15 Μαρτίου 2001, αυτό αναγνώρισε τον ελλιπή χαρακτήρα της ιταλικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί ισοβίων επιδομάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω αναγνώριση αφορά μόνον την έλλειψη μνείας στη θητεία του περιφερειακού συμβούλου, σε περίπτωση ανακτήσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά το πέρας μιας τέτοιας θητείας. Εντούτοις, εν προκειμένω, η διαφορά δεν αφορά την αποκατάσταση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, αλλά την αναστολή των δικαιωμάτων αυτών κατόπιν της εκλογής ενός πρώην ευρωβουλευτή ως περιφερειακού συμβούλου.

    48      Επομένως, κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

     Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    49      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις επικρίσεις που εκφράστηκαν με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο C. Ripa di Meana ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιστολή της 26ης Μαρτίου 2001 έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, πρέπει εν πάση περιπτώσει να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη για τον λόγο ότι το Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε την κοινοτική νομολογία περί συγγνωστής πλάνης. Συναφώς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της νομολογίας αυτής, καθότι, αφενός, η επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001 έχει χαρακτήρα ενδιαμέσου πράξεως, οπότε αυτός ανέμενε καλόπιστα ότι το ζήτημα της κατ’ αναλογία εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού περί ισοβίων επιδομάτων θα εξεταζόταν εφαρμοζομένης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Αφετέρου, λόγω των οφθαλμολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε δεν μπορούσε να «ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα προϋποθέτουσα χρήση της οράσεως» κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο 2001, οπότε μόλις κατά τις πρώτες ημέρες του Απριλίου 2001 μπόρεσε να λάβει γνώση του αναλυτικού αποσπάσματος του λογαριασμού του της 1ης Μαρτίου 2001, από το οποίο και προκύπτει ότι οι υπηρεσίες του Κοινοβουλίου είχαν παύσει να του καταβάλουν τη σύνταξή του ως πρώην ευρωβουλευτή.

    50      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ένας ιδιώτης μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να επικαλεστεί συγγνωστή πλάνη προκειμένου να αποφύγει την τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, ιδίως όταν το κοινοτικό όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ακολούθησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο έχοντα τη συνήθη ενημέρωση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-5619, σκέψη 26, και της 15ης Μαΐου 2003, C-193/01 P, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΤΕπ, Συλλογή 2003, σ. I-4837, σκέψη 24)24). Εν προκειμένω, ωστόσο, είναι προφανές ότι ο C. Ripa di Meana δεν τελούσε υπό εξαιρετικές περιστάσεις και δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί την προαναφερθείσα νομολογία, καθότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να μπορεί να προβληθεί συγγνωστή πλάνη.

    51      Συγκεκριμένα, αφενός ο C. Ripa di Meana δεν μπορεί βασίμως να προσάπτει στο Κοινοβούλιο συμπεριφορά δυνάμενη να του προκαλέσει συγγνωστή σύγχυση ως προς την αληθή φύση της επιστολής της 26ης Ιανουαρίου 2001 εφόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας διατάξεως, από το κείμενο της επιστολής αυτής προκύπτει σαφώς τόσο η απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου να αναστείλει πράγματι τη σύνταξη του αναιρεσείοντος όσο και οι λόγοι που δικαιολογούσαν την εν λόγω αναστολή.

    52      Αφετέρου, από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο εγείρονται επίσης αμφιβολίες ως προς την επιμέλεια του αναιρεσείοντος στην υπό κρίση υπόθεση καθότι, ναι μεν έλαβε την επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2001 ήδη στις 31 Ιανουαρίου 2001, αντέδρασε όμως μόλις στις 15 Μαρτίου 2001, αποστέλλοντας επιστολή στο Κοινοβούλιο με την οποία εκφράζει την έκπληξή του για την απόφαση του Κοινοβουλίου να αναστείλει την καταβολή της συντάξεώς του, και άσκησε προσφυγή στο Πρωτοδικείο μόλις στις 12 Ιουνίου 2001.

    53      Όσον αφορά περαιτέρω το επιχείρημα του C. Ripa di Meana ότι δεν μπορούσε να ασκήσει ουδεμία «δραστηριότητα προϋποθέτουσα χρήση της οράσεως» κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο 2001 και ότι έλαβε γνώση του αναλυτικού αποσπάσματος του λογαριασμού του της 1ηςΜαρτίου μόλις κατά τις πρώτες ημέρες του Απριλίου του ιδίου έτους, έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι ο ίδιος ο αναιρεσείων απέστειλε επιστολή στο Κοινοβούλιο στις 15 Μαρτίου 2001, ήτοι πριν από την περίοδο κατά την οποία υποστηρίζει ότι το σοβαρό οφθαλμολογικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε τον εμπόδιζε να ασκήσει «οποιαδήποτε δραστηριότητα προϋποθέτουσα χρήση της οράσεως».

    54      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, καθώς και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, ως προδήλως αβάσιμοι.

    55      Δεδομένου ότι οι τέσσερις λόγοι αναιρέσεως που προέβαλε ο C. Ripa di Meana προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμοι, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    56      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αν υπάρχει σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο ζήτησε την καταδίκη του C. Ripa di Meana και αυτός ηττήθηκε, πρέπει αυτός να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) διατάσσει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει τον C. Ripa di Meana στα δικαστικά έξοδα.

    Υπογραφές.


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top