EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CJ0386

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 2004.
Josef Baldinger κατά Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeits- und Sozialgericht Wien - Αυστρία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Αποζημίωση πρώην αιχμαλώτων πολέμου - Προϋπόθεση σχετικά με το ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως αποζημιώσεως.
Υπόθεση C-386/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-08411

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:535

Υπόθεση C-386/02

Josef Baldinger

κατά

Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter

(αίτηση του Arbeits- und Sozialgericht Wien για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Αποζημίωση πρώην αιχμαλώτων πολέμου, προϋπόθεση σχετικά με το ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως αποζημιώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κοινοτική νομοθεσία – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Αποζημίωση των πρώην αιχμαλώτων πολέμου – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 39 § 2 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 1612/68, άρθρο 7 § 2, και 1408/71, άρθρο 4 § 4)

Τα άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1408/71, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, και 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία δεν χορηγείται μια παροχή υπέρ των πρώην αιχμαλώτων πολέμου επειδή ο ενδιαφερόμενος δεν έχει κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεως την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους αλλά την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους.

Πράγματι, ενόψει του σκοπού και των προϋποθέσεων χορηγήσεώς της, μια τέτοια παροχή προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1408/71, όπου διευκρινίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν ισχύει «για τα συστήματα παροχών υπέρ θυμάτων πολέμου ή των συνεπειών του», οπότε η παροχή αυτή αποκλείεται από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

Εξάλλου, παρόμοια παροχή δεν εμπίπτει ούτε στα πλεονεκτήματα που παρέχονται στον ημεδαπό εργαζόμενο λόγω κυρίως της ιδιότητάς του ως εργαζομένου ή κατοικούντος στο εθνικό έδαφος και, ως εκ τούτου, η εν λόγω παροχή δεν πληροί τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των «κοινωνικών πλεονεκτημάτων» που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και ενόψει του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ, το οποίο αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, στους οποίους δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν παροχές αποζημιώσεως οι οποίες συνδέονται με υπηρεσίες παρασχεθείσες από τους πολίτες, εν καιρώ πολέμου, προς την ίδια τους τη χώρα και των οποίων ουσιώδης σκοπός είναι η παροχή στους εν λόγω πολίτες ενός πλεονεκτήματος λόγω των δοκιμασιών που υπέστησαν για τη χώρα αυτή.

(βλ. σκέψεις 16, 18-21 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Αποζημίωση πρώην αιχμαλώτων πολέμου – Προϋπόθεση σχετικά με το ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση C-386/02,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

την οποία υπέβαλε το Arbeits- und Sozialgericht Wien (Αυστρία), με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, που πρωτοκολλήθηκε στο Δικαστήριο στις 28 Οκτωβρίου 2002, στο πλαίσιο της διαφοράς

Josef Baldinger

κατά

Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), R. Schintgen και N. Colneric, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Νοεμβρίου 2003,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. Riedl και G. Hesse,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και H.-P. Kreppel,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003,

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως έχει σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας από τον J. Baldinger, προσφεύγοντα της κύριας δίκης, κατά της αρνητικής αποφάσεως του Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter, καθού της κύριας δίκης, να του χορηγήσει την προβλεπόμενη από την αυστριακή νομοθεσία μηνιαία παροχή προς τους πρώην αιχμαλώτους πολέμου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το κοινοτικό δίκαιο

3        Δυνάμει του άρθρου του 4, παράγραφος 4, ο κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), δεν ισχύει «για τα συστήματα παροχών υπέρ θυμάτων του πολέμου ή των συνεπειών του».

4        Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος  (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 2), ορίζει:

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους».

 Η αυστριακή νομοθεσία

5        Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Kriegsgefangenenentschädigungsgesetz (νόμος για την αποζημίωση των αιχμαλώτων πολέμου, όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl. I, αριθ. 40/2002, στο εξής: KGEG):

«Ο αυστριακός πολίτης ο οποίος:

1.      κατά τη διάρκεια του Πρώτου ή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε αιχμάλωτος πολέμου, ή

2.      κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου ή κατά τη διάρκεια της κατοχής της Αυστρίας από τις Συμμαχικές Δυνάμεις συνελήφθη ή κρατήθηκε από αλλοδαπή δύναμη για πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους, ή

3.      βρισκόταν εκτός της αυστριακής επικράτειας λόγω πολιτικής διώξεως ή απειλούμενος με πολιτική δίωξη κατά την έννοια του Opferfürsorgegesetz, BGBl. αριθ. 183/1947, και συνελήφθη από αλλοδαπή δύναμη για τους λόγους που μνημονεύονται στο σημείο 2 και κρατήθηκε μετά την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,

δικαιούται παροχής σύμφωνα με τα κριτήρια του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου».

6        Το άρθρο 4 του KGEG ορίζει:

«(1)      Οι δικαιούχοι βάσει του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου λαμβάνουν δώδεκα φορές ετησίως μηνιαία οικονομική παροχή ύψους:

14,53 ευρώ, εφόσον ο χρόνος αιχμαλωσίας κατά την έννοια του άρθρου 1 ήταν τουλάχιστον τρεις μήνες,

21,8 ευρώ, εφόσον ο χρόνος αιχμαλωσίας κατά την έννοια του άρθρου 1 ήταν τουλάχιστον δύο έτη,

29,07 ευρώ, εφόσον ο χρόνος αιχμαλωσίας κατά την έννοια του άρθρου 1 ήταν τουλάχιστον τέσσερα έτη,

36,34 ευρώ, εφόσον ο χρόνος αιχμαλωσίας κατά την έννοια του άρθρου 1 ήταν τουλάχιστον έξι έτη.

(2)      Η μνημονευομένη στην παράγραφο 1 παροχή δεν λογίζεται ως εισόδημα για τον καθορισμό αντισταθμιστικής αποζημιώσεως (Ausgleichszulagen) σύμφωνα με τη νόμιμη κοινωνική ασφάλιση […]»

7        Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του KGEG ορίζει:

«Αρμόδια όργανα για την επίλυση των προβλημάτων που μπορεί να ανακύψουν από τον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο είναι:

1.      για τους δικαιούχους συντάξεως ή προσόδου […],

ο αρμόδιος φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως για τη χορήγηση συντάξεως ή προσόδου, με εξαίρεση τον γενικό φορέα ασφαλίσεως λόγω ατυχήματος (Allgemeine Unfallversicherungsanstalt)·

2.      για τους δικαιούχους συντάξεως ομοσπονδιακού υπαλλήλου (Ruhegenuss) ή συντάξεως επιζώντος συζύγου (Versorgungsgenuss), μεταβατικής παροχής (Übergangsbeitrag), παροχής αρωγής (Versorgungsgeld), παροχής συντηρήσεως (Unterhaltsbeitrag) ή τιμητικής παροχής (Emeritierungsbezug), η ομοσπονδιακή υπηρεσία συντάξεων (Bundespensionsamt)·

[...]

7.      για τους δικαιούχους προσόδων, συμπληρωματικών παροχών ή αποζημιώσεων βάσει του Kriegsopferversorgungsgesetz, του Heeresversorgungsgesetz, και για τους δικαιούχους παροχής αρωγής (Hilfeleistung) βάσει του Verbrechensopfergesetz, η ομοσπονδιακή υπηρεσία κοινωνικών θεμάτων και ατόμων με ειδικές ανάγκες (Bundesamt für Soziales und Behindertenwesen)·

8.      σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η ομοσπονδιακή υπηρεσία κοινωνικών θεμάτων και ατόμων με ειδικές ανάγκες».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8        Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, ο J. Baldinger γεννήθηκε στην Αυστρία στις 19 Απριλίου 1927 και είχε αποκτήσει την ιθαγένεια του κράτους αυτού. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο του 1945 μετέσχε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων (Deutsche Wehrmacht). Από τις 8 Μαΐου 1945 μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου 1947, υπήρξε κρατούμενος ως αιχμάλωτος πολέμου στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.

9        Στη συνέχεια, ο J. Baldinger εργάστηκε στην Αυστρία, οπότε, το 1954, εγκατέλειψε τη χώρα αυτή αναζητώντας εργασία στη Σουηδία όπου άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα μέχρι το 1964, πριν εργαστεί εκ νέου στην Αυστρία από το 1964 έως το 1965. Τον Απρίλιο του 1965, μετανάστευσε για μόνιμη εγκατάσταση στη Σουηδία, όπου άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα και το 1967 έλαβε τη σουηδική ιθαγένεια, παραιτούμενος της αυστριακής.

10      Από την 1η Μαΐου 1986, ο J. Baldinger λαμβάνει από το καθού της κύριας δίκης σύνταξη αναπηρίας και γήρατος. Η υποβληθείσα από τον J. Baldinger στον φορέα αυτό αίτηση για τη χορήγηση της προβλεπόμενης από το KGEG παροχής απορρίφθηκε με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2002, κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

11      Το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί ότι η επίδικη παροχή, που θεσπίστηκε με την αυστριακή νομοθεσία το 2000, δεν συνδέεται με την ιδιότητα ως εργαζομένου του δικαιούχου ούτε με την κτήση, υπό την ιδιότητα αυτή, παραγώγων δικαιωμάτων, ειδικότερα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ο κανονισμός 1408/71 δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συστημάτων παροχών θεσπισμένων υπέρ των θυμάτων πολέμου και των συνεπειών αυτού. Σε τέτοια συστήματα, η παροχή χορηγείται ως αντιστάθμισμα προς το θύμα, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων συμφερόντων του κράτους που την καταβάλλει.

12      Ο J. Baldinger πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της επίμαχης παροχής. Παρ’ όλ’ αυτά, η εν λόγω παροχή δεν του χορηγήθηκε απλώς και μόνο διότι το εν λόγω πρόσωπο, αφού είχε υπάρξει αιχμάλωτος πολέμου, εργάστηκε σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως του οποίου, τελικώς, έλαβε την ιθαγένεια. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν αυτή η νομική συνέπεια, η οποία, όσον αφορά τα αποτελέσματά της, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εισάγουσα έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας και του γεγονότος ότι έγινε χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, και τούτο κατά μείζονα λόγο εφόσον η εν λόγω συνέπεια ερείδεται επί νόμου έχοντος θεσπιστεί μετά την εισδοχή της Δημοκρατίας της Αυστρίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

13      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbeits- und Sozialgericht Wien αποφάσισε την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο του ακολούθου προδικαστικού ερωτήματος:

«Πρέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, [της Συνθήκης] ΕΚ [νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ], σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το δικαίωμα για χρηματική αποζημίωση που χορηγήθηκε με νόμο, για πρώτη φορά το 2000, υπέρ προσώπων τα οποία:

1.      κατά τη διάρκεια του Πρώτου ή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν αιχμάλωτοι πολέμου, ή

2.      κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ή κατά τη διάρκεια της κατοχής της Αυστρίας από τις Συμμαχικές Δυνάμεις συνελήφθησαν και κρατήθηκαν από αλλοδαπή δύναμη για πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους, ή

3.      βρίσκονταν εκτός της αυστριακής επικράτειας λόγω πολιτικής διώξεως ή απειλούμενοι με πολιτική δίωξη και συνελήφθησαν από αλλοδαπή δύναμη για στρατιωτικούς ή πολιτικούς λόγους και κρατήθηκαν μετά την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,

συνδέεται με το γεγονός ότι ο αιτών πρέπει να διαθέτει την αυστριακή ιθαγένεια κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

14      Πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας εθνικών διατάξεων, ενώ οφείλει, κατ’ αρχήν, να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ κοινοτικών και εθνικών δικαστηρίων, το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το προδικαστικό ερώτημα, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί με την απόφαση περί παραπομπής (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-224/02, Pusa, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37).

15      Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 1 του KGEG, στο μέτρο που απευθύνεται στον «αυστριακό πολίτη», πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προβλεπόμενη με αυτό παροχή προς τους πρώην αιχμαλώτους πολέμου εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω πολίτης διαθέτει την αυστριακή ιθαγένεια κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση της εν λόγω παροχής. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια τέτοια προϋπόθεση είναι συμβατή με τις κοινοτικές διατάξεις σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

16      Το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71 καθορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και διασαφηνίζει, στην παράγραφό του 4, ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν ισχύει «για τα συστήματα παροχών υπέρ θυμάτων πολέμου ή των συνεπειών του».

17      Μια παροχή όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, εκτός του ότι δεν συνδέεται με την ιδιότητα του εργαζομένου, χορηγείται στους πρώην αιχμαλώτους πολέμου, που δικαιολογούν παρατεταμένη κράτηση, ως απόδειξη εθνικής αναγνωρίσεως για τις δοκιμασίες που υπέστησαν και, έτσι, καταβάλλεται ως αντάλλαγμα για τις παρασχεθείσες στη χώρα τους υπηρεσίες.

18      Ενόψει του σκοπού και των προϋποθέσεων χορηγήσεώς της, μια τέτοια παροχή προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1408/71, οπότε αποκλείεται από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1978, 9/78, Gillard, Συλλογή τόμος 1978, σ. 541, σκέψεις 13 έως 15, καθώς και της 31ης Μαΐου 1979, 207/78, Even, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 19, σκέψεις 12 έως 14).

19      Εξάλλου, για τους ίδιους λόγους, παρόμοια παροχή δεν εμπίπτει ούτε στα πλεονεκτήματα που παρέχονται στον ημεδαπό εργαζόμενο λόγω κυρίως της ιδιότητάς του ως εργαζομένου ή κατοικούντος στο εθνικό έδαφος και, ως εκ τούτου, η σχετική παροχή δεν πληροί τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των «κοινωνικών πλεονεκτημάτων» του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 (προπαρατεθείσα απόφαση Even, σκέψεις 20 έως 24).

20      Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και από πλευράς του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ, το οποίο αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, στους οποίους δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν παροχές αποζημιώσεως οι οποίες συνδέονται με υπηρεσίες παρασχεθείσες από τους πολίτες, εν καιρώ πολέμου, προς την ίδια τους τη χώρα και των οποίων ουσιώδης σκοπός είναι η χορήγηση στους εν λόγω πολίτες ενός πλεονεκτήματος λόγω των δοκιμασιών που υπέστησαν για τη χώρα αυτή.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ, 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1408/71 και 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν χορηγείται μια παροχή υπέρ των πρώην αιχμαλώτων πολέμου για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έχει κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεως την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους αλλά την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

22      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν, προκειμένου να καταθέσουν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, άλλοι πλην των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ, 4, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, και 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν χορηγείται μια παροχή υπέρ των πρώην αιχμαλώτων πολέμου για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έχει κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεως την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους αλλά την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top