Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CJ0236

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Φεβρουαρίου 2004.
    J. Slob κατά Productschap Zuivel.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: College van Beroep voor het bedrijfsleven - Κάτω Χώρες.
    Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα - Απ' ευθείας πώληση - Ποσότητα αναφοράς - Υπέρβαση - Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος - Υποχρέωση του παραγωγού να τηρεί λογιστική αποθήκης - Περιεχόμενο - Ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93.
    Υπόθεση C-236/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-01861

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:94

    Υπόθεση C-236/02

    J. Slob

    κατά

    Productschap Zuivel

    (αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Απ’ ευθείας πώληση – Ποσότητα αναφοράς – Υπέρβαση – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Υποχρέωση του παραγωγού να τηρεί λογιστική αποθήκης – Περιεχόμενο – Ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93»

    Περίληψη της αποφάσεως

    Γεωργία – Κοινή των οργάνωση αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Απ’ ευθείας πώληση στην κατανάλωση – Υποχρέωση του παραγωγού να τηρεί λογιστική αποθήκης –Έκταση

    (Κανονισμός 536/93 της Επιτροπής, άρθρο 7 § 1, στοιχ. στ΄)

    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και στοιχείο στ΄, του κανονισμού 536/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η λογιστική αποθήκης, την οποία ο παραγωγός που διαθέτει ποσότητα αναφοράς για απ’ ευθείας πωλήσεις έχει την υποχρέωση να τηρεί, πρέπει να αναφέρει μόνον τον όγκο, ανά μήνα και ανά προϊόν, του πωληθέντος γάλακτος και/ή των πωληθέντων γαλακτοκομικών προϊόντων.

    (βλ. σκέψη 38 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 12ης Φεβρουαρίου 2004 (*)

    «Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Απ’ ευθείας πώληση – Ποσότητα αναφοράς – Υπέρβαση – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Υποχρέωση του παραγωγού να τηρεί λογιστική αποθήκης – Περιεχόμενο – Ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93»

    Στην υπόθεση C-236/02,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    J. Slob

    και

    Productschap Zuivel,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 57, σ. 12),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. Gulmann προεδρεύοντα του έκτου τμήματος J. N. Cunha Rodrigues, J.-P. Puissochet, F. Macken και N. Colneric (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον H. G. Sevenster,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον T. van Rijn,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του J. Slob, εκπροσωπούμενου από τους G. van der Wal και G. van der Hardt Aberson, advocaten, της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών, εκπροσωπουμένης από τον N. A. J. Bel, καθώς και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον T. van Rijn, κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου 2003,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουνίου 2002, το College van Beroep voor het bedrijfsleven υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 57, σ. 12).

    2        Τo ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του J. Slob, παραγωγού γάλακτος, και του Productschap Zuivel (στο εξής: Productschap), σχετικά με τη λογιστική αποθήκης που όφειλε να τηρεί ένας παραγωγός γάλακτος ο οποίος διέθετε, για την περίοδο εμπορίας 1996/1997, ατομική ποσότητα αναφοράς για την απ’ ευθείας πώληση προς κατανάλωση.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική ρύθμιση

    3        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 405, σ. 1), παρέτεινε για επτά νέες διαδοχικές περιόδους δώδεκα μηνών, αρχής γενομένης από 1ης Απριλίου 1993, το καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων(ΕΕ L 90, σ. 10).

    4        Σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3950/92, η υπέρβαση της συνολικής εγγυημένης ποσότητας για το συγκεκριμένο κράτος μέλος «συνεπάγεται την καταβολή της εισφοράς από τους παραγωγούς που συνετέλεσαν στην υπέρβαση».

    5        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 3950/92 προβλέπει τα εξής:

    «Η εισφορά οφείλεται για όλες τις ποσότητες γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που διατίθενται στο εμπόριο κατά την οικεία δωδεκάμηνη περίοδο και οι οποίες υπερβαίνουν μία από τις ποσότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3. Κατανέμεται μεταξύ των παραγωγών που συνέβαλαν στην υπέρβαση.

    […]»

    6        Σύμφωνα με το άρθρο 9, στοιχεία γ΄ και η΄, του εν λόγω κανονισμού, νοείται ως:

    «γ)      “παραγωγός”: κάτοχος γεωργικής εκμετάλλευσης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, η εκμετάλλευση των οποίων βρίσκεται στο γεωγραφικό έδαφος της Κοινότητας:

    –        που πωλεί γάλα ή άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα απευθείας στον καταναλωτή

    και/ή

    –        που παραδίδει στον αγοραστή·

    […]

    η)      “γάλα ή ισοδύναμο γάλακτος που πωλούνται απευθείας στην κατανάλωση”: το γάλα ή τα μεταποιημένα σε ισοδύναμο γάλακτος γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία πωλούνται ή διατίθενται δωρεάν δίχως τη μεσολάβηση επιχείρησης επεξεργασίας ή μεταποίησης του γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.»

    7        Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 536/93, οι διατάξεις του αφορούν, μεταξύ άλλων, «τους κανόνες ελέγχου για τη διαπίστωση του ομαλού ρυθμού της είσπραξης της εισφοράς».

    8        Το άρθρο 1 του κανονισμού 536/93 έχει ως εξής:

    «Για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής εισφοράς που θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3950/92:

    1)      Ως ποσότητες γάλακτος ή ισοδύναμου γάλακτος οι οποίες τίθενται σε εμπορία, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σε κράτος μέλος, νοούνται οι ποσότητες γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που εξέρχονται από οποιαδήποτε εκμετάλλευση ευρισκομένη στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

    […]

    2)      Οι ισοδυναμίες που λαμβάνονται υπόψη είναι οι ακόλουθες:

    […]

    –        1 κιλό βουτύρου = 22,5 κιλά γάλακτος.

    […]»

    9        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «Όσον αφορά τις απευθείας πωλήσεις, στο τέλος των περιόδων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92, ο παραγωγός ανακεφαλαιώνει σε δήλωση τον όγκο γάλακτος ή/και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων, ανά προϊόν, που έχουν πωληθεί απευθείας για κατανάλωση ή/και σε εμπόρους χονδρικής πωλήσεως, σε επιχειρήσεις κατεργασίας ή σε εμπόρους λιανικής πωλήσεως.

    […]»

    10      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 536/93 προβλέπει τα εξής:

    «1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ελέγχου προς διασφάλιση της είσπραξης της εισφοράς επί των ποσοτήτων γάλακτος και ισοδυνάμου γάλακτος που τίθενται σε εμπορία καθ’ υπέρβαση της μιας ή της άλλης των ποσοτήτων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92. Για τον σκοπό αυτό:

    […]

    στ)      οι παραγωγοί οι οποίοι διαθέτουν ποσότητα αναφοράς για απευθείας πώληση θέτουν στην διάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους, επί τρεις τουλάχιστον μήνες, αφενός, λογιστική υλικού, ανά περίοδο δώδεκα μηνών, στην οποία αναφέρεται ανά μήνα και ανά προϊόν ο όγκος γάλακτος ή/και γαλακτοκομικών προϊόντων τα οποία πωλούνται απευθείας για κατανάλωση ή/και σε εμπόρους χονδρικής πωλήσεως, σε επιχειρήσεις κατεργασίας ή σε εμπόρους λιανικής πωλήσεως και, αφετέρου, το μητρώο των ζώων τα οποία χρησιμοποιούν για τη γαλακτοκομική παραγωγή στην εκμετάλλευση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου [...] και τα δικαιολογητικά στοιχεία που επιτρέπουν τον έλεγχο αυτής της λογιστικής υλικού.

    3.      Το κράτος μέλος επαληθεύει στην πράξη την ακρίβεια της λογιστικής των ποσοτήτων γάλακτος και ισοδυνάμου γάλακτος που τίθενται σε εμπορία και, για το σκοπό αυτό, προβαίνει σε ελέγχους των μεταφερομένων ποσοτήτων γάλακτος κατά τη διάρκεια της περισυλλογής στις εκμεταλλεύσεις και διενεργεί επιτόπου έλεγχο:

     […]

    β)       όσον αφορά τους παραγωγούς που διαθέτουν ποσότητα αναφοράς απευθείας πωλήσεων, της αντιστοιχίας μεταξύ της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και της λογιστικής υλικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο στ΄.

    […]»

    11      Ο κανονισμός (ΕΚ) 1392/2001 της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2001, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 3950/92 (ΕΕ L 187, σ. 19), αντικατέστησε τον κανονισμό 536/93 από τις 31 Μαρτίου 2002. Το άρθρο του 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 536/93.

    12      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1392/2001 προβλέπει τα εξής:

    «Το κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι ένας παραγωγός που διαθέτει ποσότητα αναφοράς για την απ’ ευθείας πώληση υποχρεούται να δηλώνει, ενδεχομένως, ότι δεν έχει πωλήσει γάλα κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.»

    13      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων (ΕΕ L 355, σ. 32), έχει ως εξής:

    «1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

    α)       κάθε κάτοχος βοοειδών ή χοίρων, που αναφέρονται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ και περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, να τηρεί μητρώο όπου να εμφαίνεται ο αριθμός των ζώων που υπάρχουν στην εκμετάλλευσή του.

    Στο μητρώο αυτό πρέπει να καταχωρούνται διαρκώς όλες οι γεννήσεις και όλοι οι θάνατοι και οι μετακινήσεις (αριθμός εισερχομένων και εξερχομένων ζώων για κάθε μετακίνηση) με βάση τουλάχιστον τα στοιχεία αυξομείωσης του αριθμού τους και να αναφέρεται, ανάλογα με την περίπτωση, η καταγωγή ή ο προορισμός των ζώων και η ημερομηνία των αυξομειώσεων.

    Το σήμα αναγνώρισης που σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 8 επιτίθεται στα ζώα πρέπει να αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις.

    […]»

     Η εθνική ρύθμιση

    14      Τα άρθρα 4, 26, 29 και 31 της Regeling superheffing 1993 (ολλανδικής κανονιστικής ρυθμίσεως του 1993 περί συμπληρωματικής εισφοράς, Nederlandse Staatscourant 1993, αριθ. 60, σ. 18, στο εξής: Regeling superheffing), με την οποία εφαρμόστηκε στις Κάτω Χώρες το καθεστώς της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, προβλέπουν τα εξής:

    «Άρθρο 4

    1.      Ο παραγωγός, στην περίπτωση που έχει πωλήσει απ’ ευθείας για κατανάλωση ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος η οποία υπερβαίνει την ποσότητά του αναφοράς για απ’ ευθείας πωλήσεις, υποχρεούται στην καταβολή εισφοράς.

    2.       Η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

    Άρθρο 26

    Ο productschap (οργανισμός διαχειρίσεως γαλακτοκομικών προϊόντων) είναι αρμόδιος για τον προσδιορισμό, την επιβολή και την είσπραξη των προβλεπόμενων στα άρθρα 2 […] και 4 εισφορών.

    Άρθρο 29

    1.      Ο κατά το άρθρο 4 παραγωγός οφείλει, σύμφωνα το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 και σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται από τον productschap, να δηλώνει στον οργανισμό αυτό, ανά προϊόν, την ποσότητα γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων […] που κατά την προηγούμενη περίοδο εμπορίας παρέδωσε απ’ ευθείας στους καταναλωτές.

    […]

    Άρθρο 31

    1.      Ο παραγωγός […] ο οποίος κατά τα άρθρα […] 4 υποχρεούται ή δύναται να υποχρεωθεί να καταβάλει εισφορά οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 και σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται από τον productschap, να τηρεί λογιστική.

    2.      Ο productschap δύναται αυτεπαγγέλτως να καθορίσει την παραδοθείσα ποσότητα αν οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 καθώς και από το άρθρο 27, παράγραφος 2, και το άρθρο 29, παράγραφος 1, υποχρεώσεις δεν έχουν τηρηθεί ή, κατά την κρίση του οργανισμού αυτού, δεν έχουν τηρηθεί επαρκώς.»

    15      Με τη θέσπιση της διατάξεως της παραγράφου 7 του άρθρου 29 της Regeling superheffing, που άρχισε να ισχύει στις 31 Μαρτίου 2002, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών άσκησε την ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1392/2001, να προβλέψει ότι ένας παραγωγός που διαθέτει ποσότητα αναφοράς για την απ’ ευθείας πώληση υποχρεούται να δηλώνει, ενδεχομένως, ότι δεν πώλησε γάλα κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου.

    16      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της Zuivelverordening 1994, Uitvoering regeling superheffing (ολλανδικής κανονιστικής αποφάσεως του 1994 περί γαλακτοκομικών προϊόντων, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση της κανονιστικής ρυθμίσεως περί συμπληρωματικής εισφοράς, PBO-blad 1994, σ. 26, στο εξής: Zuivelverordening) έχει ως εξής:

    «Ο παραγωγός οφείλει, αφενός, να καταχωρίζει σε μητρώο κάθε στοιχείο σχετικό με την επιχείρηση ή εκμετάλλευσή του ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορούν να διαπιστωθούν η παραγωγή, τα αποθέματα και η ποσότητα επεξεργασμένου ή μεταποιημένου γάλακτος που έχει παραλάβει και παραδώσει, καθώς και τα συναφή οικονομικά στοιχεία και, αφετέρου, να διατηρεί το ως άνω μητρώο και τα ως άνω στοιχεία τουλάχιστον επί τρία έτη.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης

    17      Ο J. Slob είναι ένας παραγωγός γάλακτος ο οποίος διέθετε κατά την περίοδο εμπορίας 1996/1997, για απ’ ευθείας πώληση προς κατανάλωση, ατομική ποσότητα αναφοράς 647 910 kg γάλακτος.

    18      Κατά τη διάρκεια ελέγχου που διενεργήθηκε στην εκμετάλλευση του J. Slob τον Δεκέμβριο του 1997, η Algemene Inspectiedienst (υπηρεσία γενικής επιθεωρήσεως) του ministerie van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij (ολλανδικού Υπουργείου Γεωργίας, Περιβάλλοντος και Αλιείας) διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη διαφοράς περίπου 250 000 kg γάλακτος μεταξύ, αφενός, του δυναμικού της παραγωγής που καθορίζεται με βάση τον αριθμό των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής που κατείχε ο J. Slob στην εκμετάλλευσή του κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας 1996/1997 και, αφετέρου, της πωληθείσας παραγωγής, όπως αυτή προκύπτει από τη δήλωση που υπέβαλε ο J. Slob στον Productschap.

    19      Ο J. Slob αναγνώρισε την ύπαρξη της ως άνω διαφοράς και διευκρίνισε ότι η επίμαχη ποσότητα των 250 000 kg γάλακτος μεταποιήθηκε σε βούτυρο, κατά τη διαδικασία παρασκευής αποβουτυρωμένου γάλακτος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τυριού. Ο J. Slob ισχυρίστηκε ότι το βούτυρο που παρασκευάστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήτοι 10 000 kg, εξαλείφθηκε αμέσως μετά την παραγωγή, απορριφθέν σε τάφρο κοπριάς. Δεν έχει τηρηθεί λογιστική αποθήκης ως προς την εν λόγω παραγωγή και την εν λόγω απόρριψη, δεδομένου ότι τέτοια λογιστική τηρήθηκε μόνον όσον αφορά το τυρί που αποκτήθηκε μετά την περάτωση της διαδικασίας.

    20      Με απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1999, ο Productschap καθόρισε αυτεπαγγέλτως, βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 2, της Regeling superheffing, τις ποσότητες γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων που παρέδωσε ο J. Slob απ’ ευθείας για κατανάλωση κατά την περίοδο εμπορίας 1996/1997 και του ανακοίνωσε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 536/93, πρέπει να καταβάλει ποσό 180 976,77 ολλανδικών φιορινίων (NLG) ως συμπληρωματική εισφορά.

    21      Κατόπιν διοικητικής ενστάσεως του J. Slob, ο Productschap μείωσε, με απόφαση της 4ης Απριλίου 2000, το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς. Ωστόσο, ο οργανισμός αυτός κήρυξε τις αιτιάσεις του J. Slob αβάσιμες, καθόσον αυτές αφορούν την προαναφερθείσα διαφορά. Στην ως άνω απόφαση, ο Productschap διαπίστωσε ότι δεν τηρήθηκαν λογιστικά στοιχεία για περίπου 250 000 kg γάλακτος. Ο οργανισμός αυτός κατέληξε ότι ο J. Slob δεν τήρησε, κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας 1996/1997, ορθά και πλήρη λογιστικά στοιχεία ως προς την παραγωγή, τα αποθέματα και τις παραδόσεις γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 7 του κανονισμού 536/93, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Regeling superheffing και το άρθρο 11 της Zuivelverordening.

    22      Ο J. Slob άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 4ης Απριλίου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το τι συνέβη με την επίμαχη ποσότητα των 10 000 kg βουτύρου. Κατά τον J. Slob, ο Productschap, ελλείψει λογιστικών στοιχείων σχετικών με το βούτυρο που καταστράφηκε, εσφαλμένως θεώρησε ότι και η ποσότητα αυτή πωλήθηκε.

    23      Ο J. Slob φρονεί ότι, υπό το πρίσμα της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως, για τα προϊόντα τα οποία δεν είχαν πωληθεί, αλλά είχαν καταστραφεί, δεν υπείχε υποχρέωση τηρήσεως λογιστικής. Ο J. Slob προβάλλει ότι η επίμαχη ποσότητα βουτύρου παρέμεινε στην εκμετάλλευση, ότι για τον λόγο αυτό η υποχρέωση τηρήσεως λογιστικής δεν είχε εφαρμογή επί της ως άνω ποσότητας βουτύρου και ότι, επομένως, κακώς επεβλήθη συμπληρωματική εισφορά.

    24      Ο Productschap υποστηρίζει ότι ο J. Slob είχε υποχρέωση τηρήσεως λογιστικής ως προς την επίμαχη ποσότητα γάλακτος.

     Το προδικαστικό ερώτημα

    25      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η υποχρέωση που υπέχει ο παραγωγός από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 536/93 αφορά αποκλειστικώς, αν ληφθεί υπόψη το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, τις κατά τη σχετική περίοδο πωληθείσες ποσότητες γάλακτος και/ή γαλακτοκομικών προϊόντων και δεν φαίνεται να αφορά τις μη παραδοθείσες ποσότητες. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι υποχρεώσεις του παραγωγού, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού, αφορούν και τις μη πωληθείσες ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων και, ειδικότερα, αν το χωρίο «στην οποία αναφέρεται ανά μήνα και ανά προϊόν ο όγκος γάλακτος και/ή γαλακτοκομικών προϊόντων τα οποία πωλούνται απ’ ευθείας […]» πρέπει να θεωρηθεί ότι απαριθμεί περιοριστικώς το τι πρέπει να περιλαμβάνει η λογιστική αποθήκης ή αν το εν λόγω χωρίο έχει την έννοια ότι η λογιστική αποθήκης πρέπει να αναφέρει και τα επίμαχα στην παρούσα υπόθεση στοιχεία.

    26      Κατά το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση τηρήσεως λογιστικής αποθήκης σημαίνει ότι ο παραγωγός πρέπει να τηρεί λογιστικά στοιχεία για κάθε συναλλαγή σχετική με την παραγωγή του, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στις εθνικές ελεγκτικές και εκτελεστικές αρχές να ανακαλύπτουν την ύπαρξη ενδεχόμενης διαφοράς μεταξύ της παραγωγής του και των παραδόσεων που έχει καταχωρίσει στη λογιστική του. Το γεγονός ότι οι έλεγχοι που υποχρεούται να διενεργεί το κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 536/93 έχουν απλουστευθεί συνηγορεί υπέρ της ως άνω ερμηνείας.

    27      Ωστόσο, από την άποψη της ασφάλειας δικαίου, μπορούν να διατυπωθούν αντιρρήσεις κατά του να γίνει δεκτή η ύπαρξη για τον παραγωγό υποχρεώσεως μη περιλαμβανομένης νομοτύπως στην εφαρμοστέα ρύθμιση, ιδίως κατά το μέτρο που, κατά τον Productschap, βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 2, της Regeling superheffing, η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες.

    28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Δύναται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 να συναχθεί υποχρέωση του παραγωγού να τηρεί λογιστικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, η διαθεσιμότητα, η παραγωγή, η αποθήκευση, η χρήση, η επεξεργασία και η εξάλειψη του γάλακτος και/ή των γαλακτοκομικών προϊόντων στην εκμετάλλευσή του, η οποία λογιστική αποθήκης πρέπει περαιτέρω να αναφέρει, ανά μήνα και ανά προϊόν, την ποσότητα του πωληθέντος γάλακτος και/ή των πωληθέντων γαλακτοκομικών προϊόντων, ή καθιστά η διάταξη αυτή υποχρεωτική μόνο την καταχώριση των πιο πάνω στοιχείων που αφορούν τις πωλήσεις;»

     Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    29      Πρέπει να διευκρινιστεί εκ προοιμίου ότι εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει το αντικείμενο των ερωτημάτων που προτίθεται να υποβάλει στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων της διαφοράς στην κύρια δίκη, να εξετάσει ερωτήματα που δεν του υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο. Σε περίπτωση κατά την οποία, ενόψει της εξελίξεως της διαφοράς, το εθνικό δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να λάβει συμπληρωματικά στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, σ’ αυτό εναπόκειται να απευθυνθεί εκ νέου στο Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 1985, 311/84, CBEM, Συλλογή 1985, σ. 3261, σκέψη 10, και της 23ης Οκτωβρίου 1997, C‑189/95, Franzén, Συλλογή 1997, σ. I‑5909, σκέψη 79).

    30      Δεν αποτελεί αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος η ενδεχόμενη αρμοδιότητα των κρατών μελών, η οποία συζητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για τη θέσπιση νομοθεσίας επιβάλλουσας στους παραγωγούς γάλακτος που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους υποχρεώσεις τηρήσεως λογιστικών στοιχείων πέραν των υποχρεώσεων που απορρέουν από την υπό ερμηνεία διάταξη.

    31      Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 536/93, ο παραγωγός ο οποίος διαθέτει ποσότητα αναφοράς για απ’ ευθείας πωλήσεις υποχρεούται να τηρεί, αφενός, λογιστική αποθήκης και, αφετέρου, το μητρώο των ζώων σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/102.

    32      Από τη διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 536/93 προκύπτει ότι η λογιστική αποθήκης περιλαμβάνει ανά μήνα και ανά προϊόν τον όγκο γάλακτος και/ή γαλακτοκομικών προϊόντων τα οποία πωλούνται απ’ ευθείας. Η απαρίθμηση των στοιχείων αυτών στην ως άνω διάταξη δεν είναι ενδεικτική.

    33      Υπέρ της ερμηνείας που αποσκοπεί στο να αποκλειστούν από τη λογιστική αποθήκης άλλα στοιχεία τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διαθεσιμότητα, την παραγωγή, την αποθήκευση, τη χρήση, την επεξεργασία και την καταστροφή των ως άνω προϊόντων, συνηγορεί επίσης το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1392/2001, κατά το μέτρο που η εν λόγω διάταξη επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη, μόνον από τις 31 Μαρτίου 2002, να επιβάλλουν στους παραγωγούς που διαθέτουν ποσότητα αναφοράς για απ’ ευθείας πώληση την υποχρέωση να δηλώνουν, ενδεχομένως, ότι δεν πώλησαν γάλα κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου.

    34      Βεβαίως, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ένα κράτος μέλος μπορεί να αντιμετωπίσει δυσχέρειες προκειμένου να εκτελέσει προσηκόντως και αποτελεσματικώς το ελεγκτικό του καθήκον, το οποίο του επιβάλλεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 536/93.

    35      Ωστόσο, αφενός, το καθεστώς του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 3, συνοδεύεται από κανόνες που καθιστούν δυνατή τη διενέργεια των ελέγχων. Έτσι, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 536/93 καθιστά δυνατό, κατόπιν συγκρίσεως του μητρώου των ζώων με τη λογιστική αποθήκης, έναν πρώτο έλεγχο του όγκου του γάλακτος και/ή των γαλακτοκομικών προϊόντων που πωλήθηκαν απ’ ευθείας. Επιπλέον, η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου προβλέπει τον επιτόπιο έλεγχο του ευλογοφανούς της λογιστικής αποθήκης.

    36      Αφετέρου, δεν μπορεί να θεραπευθεί τυχόν ανεπάρκεια του ως άνω ελεγκτικού μηχανισμού, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με το να επιβληθεί, μέσω ευρείας ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, στον παραγωγό μια υποχρέωση που απορρέει από τη λογιστική αποθήκης, με αναδρομική ισχύ και σημαντικές οικονομικές συνέπειες, υποχρέωση την οποία αυτός δεν όφειλε να αναμένει.

    37      Συγκεκριμένα, μια τέτοια ευρεία ερμηνεία θα προσέκρουε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η αρχή αυτή, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί να είναι σαφής και ακριβής μια ρύθμιση η οποία, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή επιβαρύνσεων στους οικείους επιχειρηματίες, ώστε αυτοί να μπορούν να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-143/93, Van Es Douane Agenten, Συλλογή 1996, σ. I‑431, σκέψη 27, και της 17ης Ιουλίου 1997, C-354/95, National Farmers’ Union κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I‑4559, σκέψη 57).

    38      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και στοιχείο στ΄, του κανονισμού 536/93 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η λογιστική αποθήκης την οποία ο παραγωγός έχει την υποχρέωση να τηρεί πρέπει να αναφέρει μόνον τον όγκο, ανά μήνα και ανά προϊόν, του πωληθέντος γάλακτος και/ή των πωληθέντων γαλακτοκομικών προϊόντων.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    39      Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2002 το College van Beroep voor het bedrijfsleven, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η λογιστική αποθήκης την οποία ο παραγωγός έχει την υποχρέωση να τηρεί πρέπει να αναφέρει μόνον τον όγκο, ανά μήνα και ανά προϊόν, του πωληθέντος γάλακτος και/ή των πωληθέντων γαλακτοκομικών προϊόντων.

    Gulmann

    Cunha Rodrigues

    Puissochet

    Macken

     

           Colneric

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Φεβρουαρίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

           Ο Πρόεδρος

    R. Grass

     

           Β. Σκουρής


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top