Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CJ0147

    Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια) της 30ής Μαρτίου 2004.
    Michelle K. Alabaster κατά Woolwich plc και Secretary of State for Social Security.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβών - Αμοιβή κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας - Υπολογισμός του ύψους της αμοιβής - Συνυπολογισμός μιας μισθολογικής αυξήσεως.
    Υπόθεση C-147/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-03101

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:192

    Υπόθεση C-147/02

    Michelle K. Alabaster

    κατά

    Woolwich plc και Secretary of State for Social Security

    [αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Ισότητα αμοιβών – Αμοιβή κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας – Υπολογισμός του ύψους της αμοιβής – Συνυπολογισμός μιας μισθολογικής αυξήσεως»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Κοινωνική πολιτική – Άντρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Ισότητα αμοιβών – Άδεια μητρότητας – Καθορισμός της εισπραχθείσας κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας αμοιβής – Κριτήρια – Υποχρέωση συνυπολογισμού της επελθούσας μεταξύ της ενάρξεως της περιόδου που καλύπτει ο μισθός αναφοράς και της λήξεως της αδείας μητρότητας μισθολογικής αυξήσεως– Προϋποθέσεις

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119 (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ)]

    2.        Κοινωνική πολιτική – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Έγγυες, λεχώνες και γαλουχούσες εργαζόμενες – Οδηγία 92/85 – Αμοιβές καταβληθείσες κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας – Υποχρέωση των κρατών μελών να καθορίσουν τον τρόπο συνυπολογισμού όλων των μισθολογικών αυξήσεων

    (Οδηγία 92/85 του Συμβουλίου)

    1.        Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) έχει την έννοια ότι καθόσον η αμοιβή που λαμβάνει η εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας καθορίζεται, εν μέρει τουλάχιστον, βάσει του μισθού της πριν από την έναρξη αυτής της άδειας, απαιτείται η όποια μισθολογική αύξηση επήλθε μεταξύ της ενάρξεως της περιόδου που καλύπτει ο μισθός αναφοράς και του τέλους της εν λόγω άδειας να συνυπολογίζεται στα στοιχεία του μισθού που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού αυτής της αμοιβής. Η απαίτηση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αύξηση ισχύει αναδρομικώς για την καλυπτόμενη από τον μισθό αναφοράς περίοδο.

    (βλ. σκέψη 50, διατακτ. 1)

    2.        Ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να καθορίζουν τον τρόπο κατά τον οποίο, τηρουμένων όλων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου και ιδίως της οδηγίας 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, πρέπει να συνυπολογίζεται στα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της αμοιβής που πρέπει να καταβληθεί στην εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειάς της μητρότητας, οποιαδήποτε μισθολογική αύξηση επήλθε πριν ή κατά τη διάρκεια αυτής της άδειας.

    (βλ. σκέψη 56, διατακτ. 2)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ολομέλεια)

    της 30ής Μαρτίου 2004 (*)

    «Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Ισότητα αμοιβών – Αμοιβή κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας – Υπολογισμός του ύψους της αμοιβής – Συνυπολογισμός μιας μισθολογικής αυξήσεως»

    Στην υπόθεση C-147/02,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Michelle K. Alabaster

    και

    Woolwich plc,

    Secretary of State for Social Security,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-342/93, Gillespie κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-475),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ολομέλεια),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, C. Gulmann, J. N. Cunha Rodrigues και A. Rosas, προέδρους τμήματος, A. La Pergola, J.-P. Puissochet, R. Schintgen (εισηγητή), F. Macken και N. Colneric, δικαστές

    γενικός εισαγγελέας: P. Léger

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        η M. K. Alabaster, εκπροσωπούμενη από τις L. Cox, QC, και K. Monaghan, barrister,

    –        η Woolwich plc, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Griffiths, barrister, κατόπιν εντολής της C. McIntyre, solicitor,

    –        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την P. Ormond, επικουρούμενη από τον C. Vajda, QC, και την R. Haynes, barrister,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις M.-J. Jonczy και N. Yerrell,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Κ. Alabaster, εκπροσωπούμενης από τις K. Monaghan και A. Reindorf, barrister, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από την C. Jackson και τον C. Vajda, καθώς και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις M.-J. Jonczy και N. Yerrell, κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 2003,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με διάταξη της 27ης Μαρτίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Απριλίου 2002, το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C‑342/93, Gillespie κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-475).

    2        Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της M. K. Alabaster και, αφετέρου, της εταιρίας Woolwich plc (στο εξής: Woolwich) και του Secretary of State for Social Security, αναφορικά με αίτηση λήψεως υπόψη μιας μισθολογικής αυξήσεως κατά τον υπολογισμό του εκ του νόμου προβλεπομένου επιδόματος μητρότητας.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική νομοθεσία

    3        Το άρθρο 119, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, εφαρμοστέο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει ότι:

    «Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί εν συνεχεία την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

    Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.»

    4        Κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42), η αρχή της ισότητας των αμοιβών συνεπάγεται, για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση, για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής, κάθε διακρίσεως βασιζόμενης στο φύλο.

    5        Η οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ 1992, L 348, σ. 1), εκδόθηκε βάσει του άρθρου 118 Α της Συνθήκης ΕΚ.

    6        Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας, έπρεπε αυτή να έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών το αργότερο μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1994.

    7        Κατά το άρθρο 8, περί άδειας μητρότητας:

    «1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 να δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας 14 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

    2.      Η άδεια μητρότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτική άδεια μητρότητας δύο εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.»

    8        Όσον αφορά τα συνδεόμενα με τη σύμβαση εργασίας δικαιώματα, το άρθρο 11 της οδηγίας 92/85 ορίζει ότι:

    «Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες εγκύους, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας της, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπονται τα ακόλουθα:

    […]

    2)      στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 8, πρέπει να εξασφαλίζονται:

    α)      τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, εκτός από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο κατωτέρω στοιχείο β΄·

    β)      η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος στις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2·

    3)      το επίδομα που αναφέρεται στο σημείο 2, στοιχείο β΄, κρίνεται κατάλληλο εφόσον εξασφαλίζει αμοιβή ισοδύναμη τουλάχιστον προς εκείνη που θα εισέπραττε η ενδιαφερόμενη εργαζομένη σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους συνδεδεμένους με την κατάσταση της υγείας της, εντός ενός ενδεχομένου ανωτάτου ορίου καθοριζομένου από τις εθνικές νομοθεσίες·

    4)      τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαρτούν το δικαίωμα αμοιβής ή επιδόματος που αναφέρεται στο σημείο 1 και στο σημείο 2, στοιχείο β΄, από την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη εργαζομένη πληροί τους προβλεπόμενους από τις εθνικές νομοθεσίες όρους πρόσβασης σ’ αυτά τα ευεργετήματα.

    Οι προαναφερόμενοι όροι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προβλέπουν περιόδους προηγούμενης εργασίας, μεγαλύτερες των δώδεκα μηνών, αμέσως πριν από την πιθανή ημερομηνία του τοκετού.»

     Η εθνική νομοθεσία

     Ο Social Security Contributions and Benefits Act 1992

    9        Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι σχετικές με το κατά νόμον επίδομα μητρότητας περιλαμβάνονται στο μέρος ΧΙΙ του Social Security Contributions and Benefits Act 1992 (νόμου του 1992 περί εισφορών και κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: νόμος).

    10      Κατά το άρθρο 164 του νόμου, οι εργαζόμενες έχουν δικαίωμα να λάβουν το κατά νόμον επίδομα μητρότητας εφόσον κατά τη δέκατη τέταρτη εβδομάδα πριν από την εβδομάδα κατά την οποία προβλέπεται ο τοκετός, έχουν εργαστεί επί συνεχή περίοδο 26 εβδομάδων, τουλάχιστον, στον ίδιο εργοδότη, εφόσον ο κανονικός εβδομαδιαίος μισθός τους υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο, εφόσον ενημέρωσαν δεόντως τον εργοδότη τους και εφόσον ο τοκετός προβλέπεται εντός προθεσμίας 11 εβδομάδων.

    11      Κατά το άρθρο 165, παράγραφος 1, του νόμου, η περίοδος καταβολής του κατά νόμον επιδόματος μητρότητας ανέρχεται σε 18 εβδομάδες, κατ’ ανώτατο όριο.

    12      Το άρθρο 166, παράγραφος 1, του νόμου προβλέπει δύο συντελεστές επιδόματος, τον «χαμηλό συντελεστή» και τον «υψηλό συντελεστή».

    13      Κατά το άρθρο 166, παράγραφος 2, του νόμου, ο υψηλός συντελεστής ισούται είτε προς τα 9/10 του κανονικού μισθού της εργαζομένης κατά τη διάρκεια της περιόδου των οκτώ εβδομάδων που προηγήθηκαν της δέκατης τέταρτης εβδομάδας προ της προβλεπόμενης ημερομηνίας τοκετού, είτε προς τον χαμηλό συντελεστή, επιλεγομένου του υψηλότερου των δύο ποσών που προκύπτουν. Ο χαμηλός συντελεστής αντιστοιχεί προς ένα κατ’ αποκοπήν εβδομαδιαίο ποσό.

    14      Κατά το άρθρο 166, παράγραφοι 1 έως 4, του νόμου, η εργαζόμενη που δικαιούται το κατά νόμον επίδομα μητρότητας με βάση τον υψηλό συντελεστή λαμβάνει το επίδομα αυτό με βάση τον υψηλό συντελεστή επί έξι εβδομάδες, εκείνη δε που δικαιούται επίδομα με βάση τον χαμηλό συντελεστή επί δώδεκα εβδομάδες.

    15      Το άρθρο 171, παράγραφος 4, του νόμου ορίζει ότι ο κανονικός μισθός της εργαζομένης είναι ο μέσος μισθός που της καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

     Οι Statutory Maternity Pay (General) Regulations 1986

    16      Οι Statutory Maternity Pay (General) Regulations 1986 (γενική κανονιστική απόφαση του 1986 περί του κατά νόμον επιδόματος μητρότητας), όπως τροποποιήθηκαν από 12ης Ιουνίου 1996 με το Statutory Instrument αριθ. 1335 του 1996 (στο εξής: κανονιστική απόφαση), διευκρινίζουν ορισμένες προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου όσον αφορά το κατά νόμον επίδομα μητρότητας.

    17      Το άρθρο 20 της κανονιστικής αποφάσεως ορίζει την έννοια του μισθού προς τον σκοπό εφαρμογής του κατά νόμον επιδόματος μητρότητας.

    18      Το άρθρο 21 της κανονιστικής αποφάσεως καθορίζει τις λεπτομέρειες υπολογισμού του κανονικού μισθού.

    19      Το άρθρο 21, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως ορίζει ότι «κρίσιμη ημερομηνία» είναι είτε η πρώτη ημέρα της δέκατης τέταρτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία τοκετού είτε η πρώτη ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία έλαβε χώρα ο τοκετός, επιλεγομένης της πλέον παρελθούσας ημερομηνίας.

    20      Το άρθρο 21, παράγραφος 3, της κανονιστικής αποφάσεως ορίζει ότι η κρίσιμη για την εφαρμογή του άρθρου 171, παράγραφος 4, του νόμου περίοδος είναι η περίοδος μεταξύ:

    «a)      της ημερομηνίας τελευταίας κανονικής καταβολής της αμοιβής πριν από την κρίσιμη ημερομηνία· και

    b)      η ημερομηνία της τελευταίας κανονικής καταβολής της αμοιβής που προηγείται τουλάχιστον κατά 8 εβδομάδες της ημερομηνίας κανονικής καταβολής της αμοιβής κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο a, περιλαμβανομένης της κατά το στοιχείο a ημερομηνίας, αλλ’ αποκλειομένης της κατά το στοιχείο b πρώτης ημερομηνίας.»

    21      Το άρθρο 21, παράγραφος 7, της κανονιστικής αποφάσεως προβλέπει ότι:

    «Εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση χορηγήσεως στη γυναίκα εργαζόμενη αναδρομικής μισθολογικής αυξήσεως, εκ της οποίας προκύπτει ποσό που αφορά την κρίσιμη περίοδο, ο κανονικός μισθός υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη αυτού του ποσού, ως εάν είχε καταβληθεί κατά την κρίσιμη περίοδο, έστω και αν καταβλήθηκε μεταγενέστερα.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    22      Η M. Alabaster εργάστηκε ως υπάλληλος της Woolwich από τις 7 Δεκεμβρίου 1987 έως τις 23 Αυγούστου 1996.

    23      Από τις 8 Ιανουαρίου 1996 έλαβε άδεια μητρότητας, καθόσον η προβλεπόμενη ημερομηνία τοκετού ήταν η 11η Φεβρουαρίου 1996.

    24      Η M. Alabaster εισέπραξε το κατά νόμον επίδομα μητρότητας αρχής γενομένης από την εβδομάδα της 7ης Ιανουαρίου 1996. Το επίδομα αυτό της καταβλήθηκε με βάση τον υψηλό συντελεστή, όχι μόνον κατά την εκ του νόμου προβλεπόμενη περίοδο των έξι εβδομάδων, αλλά επίσης, κατ’ εφαρμογήν της συμβάσεώς της εργασίας, κατά τη διάρκεια τεσσάρων συμπληρωματικών εβδομάδων. Στη συνέχεια, εισέπραξε το επίδομα αυτό με βάση τον χαμηλό συντελεστή κατά τη διάρκεια οκτώ εβδομάδων.

    25      Στις 12 Δεκεμβρίου 1995 η M. Alabaster έλαβε μισθολογική αύξηση αναδρομικώς από 1ης Δεκεμβρίου 1995. Η αύξηση αυτή, όμως, δεν ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του κατά νόμον επιδόματος μητρότητας επειδή η αύξηση αυτή επήλθε μετά την κρίσιμη για τον υπολογισμό του κανονικού μισθού περίοδο.

    26      Πράγματι, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού, στην περίπτωση της M. Alabaster, η κρίσιμη περίοδος για τον υπολογισμό του κανονικού μισθού άρχισε την 1η Σεπτεμβρίου 1995 και έληξε την 31η Οκτωβρίου 1995.

    27      Το άρθρο 21, παράγραφος 7, της κανονιστικής αποφάσεως δεν είχε εφαρμογή, καθόσον τέθηκε σε ισχύ στις 12 Ιουνίου 1996. Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση της M. Alabaster, καθόσον η αναδρομική μισθολογική της αύξηση δεν κάλυπτε την κρίσιμη περίοδο.

    28      Στις 21 Ιανουαρίου 1997, η M. Alabaster άσκησε αγωγή κατά της Woolwich ενώπιον του Employment Tribunal (Ηνωμένο Βασίλειο) ισχυριζόμενη ότι η παράλειψη συνυπολογισμού της μισθολογικής της αυξήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού του κατά νόμον επιδόματος μητρότητας που της καταβλήθηκε συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου ερχόμενη σε αντίθεση, μεταξύ άλλων, προς το άρθρο 119 της Συνθήκης.

    29      Με διάταξη της 30ής Μαΐου 1997 το Employment Tribunal προσεπικάλεσε στη δίκη τον Secretary of State for Social Security.

    30      Με απόφαση της 10ης Μαρτίου 1999, το Employment Tribunal αποφάνθηκε, στηριζόμενο στην προαναφερθείσα απόφαση Gillespie κ.λπ., ότι η παράλειψη λήψεως υπόψη της μισθολογικής αυξήσεως της M. Alabaster κατά τον καθορισμό του ποσού του κατά νόμον επιδόματος μητρότητας αντιβαίνει προς το άρθρο 119 της Συνθήκης.

    31      Η Woolwich και ο Secretary of State for Social Security προσέφυγαν, ως προς το ζήτημα αυτό, ενώπιον του Employment Appeal Tribunal (Ηνωμένο Βασίλειο). Το δικαστήριο αυτό με απόφαση της 7ης Απριλίου 2000 και στηριζόμενο στην προαναφερθείσα απόφαση Gillespie κ.λπ. απέρριψε τα αιτήματά τους.

    32      Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης άσκησαν έφεση ενώπιον του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division), το οποίο, κρίνοντας ότι η επίλυση της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «Στην περίπτωση που:

    –        το ανάλογο των αποδοχών στοιχείο του νομίμου επιδόματος μητρότητας μιας γυναίκας υπολογίζεται με βάση τις κανονικές εβδομαδιαίες αποδοχές της επί περίοδο οκτώ εβδομάδων που λήγει τη δέκατη πέμπτη εβδομάδα πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού (περίοδο αναφοράς), και

    –        ο εργοδότης χορηγεί αύξηση μισθού που δεν ανατρέχει αναδρομικά στην περίοδο αναφοράς, σε κάποιο χρονικό σημείο μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του αναλόγου των κερδών στοιχείου του νομίμου επιδόματος μητρότητας της γυναίκας και πριν το τέλος της άδειας μητρότητας:

    1)      Έχουν το άρθρο [119 της Συνθήκης] και η απόφαση Gillespie την έννοια ότι η γυναίκα μπορεί να αξιώσει να ληφθεί υπόψη η εν λόγω αύξηση για τον υπολογισμό ή τον εκ νέου υπολογισμό του αναλόγου των αποδοχών στοιχείου του νομίμου επιδόματος μητρότητας που λαμβάνει;

    2)      Επηρεάζεται η απάντηση στο πρώτο ερώτημα από το αν η αύξηση μισθού αρχίζει να ισχύει: i) πριν από την έναρξη της άδειας μητρότητας της γυναίκας, ii) πριν από το τέλος της περιόδου του αναλόγου των αποδοχών τμήματος του επιδόματος μητρότητας που λαμβάνει, ή iii) κάποια άλλη ημερομηνία και ενδεχομένως ποια;

    3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    α)      Πώς πρέπει να ληφθεί υπόψη η αύξηση μισθού για τον υπολογισμό ή τον νέο υπολογισμό των κανονικών εβδομαδιαίων αποδοχών κατά την περίοδο αναφοράς;

    β)      Πρέπει να μεταβληθεί η περίοδος αναφοράς;

    γ)      Ασκούν ενδεχομένως επιρροή άλλοι παράγοντες που εμφανίζονται εντός της περιόδου την οποία αφορά η αύξηση μισθού, όπως ο αριθμός των ωρών επιτελεσθείσας εργασίας και ο λόγος της αυξήσεως του μισθού;

    δ)      Έχει αυτό ως συνέπεια ότι οσάκις πρόκειται για μείωση του μισθού μετά τη λήξη της περιόδου αναφοράς αλλά πριν τη λήξη της άδειας μητρότητας της γυναίκας, το νόμιμο επίδομα μητρότητας που λαμβάνει αυτή πρέπει να υπολογιστεί ή να υπολογιστεί εκ νέου ώστε να λάβει υπόψη τη μείωση του μισθού και αν πρέπει κατά ποιο τρόπο;»

     Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

    33      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 2003 η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    34      Προς στήριξη του αιτήματός της αυτού προέβαλε ότι στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας διατύπωσε τη γνώμη του επί ερωτήματος το οποίο δεν είχε ρητώς υποβληθεί από το αιτούν δικαστήριο.

    35      Επιβάλλεται, συναφώς, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν προτάσεως του γενικού εισαγγελέα ή αιτήσεως των διαδίκων, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον κρίνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ή ότι η υπόθεση πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ. διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 2000, C‑17/98, Emesa Sugar, Συλλογή 2000, σ. Ι-665, σκέψη 18, αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C‑309/99, Wouters κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. Ι‑1577, σκέψη 42, και της 13ης Νοεμβρίου 2003, C‑209/01, Schilling και Fleck-Schilling, Συλλογή 2003, σ. Ι-13389, σκέψη 19).

    36      Εν προκειμένω, πάντως, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα και ότι τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο των διεξαχθεισών ενώπιον του Δικαστηρίου συζητήσεων. Κατά συνέπεια, το αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί.

      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

    37      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 119 της Συνθήκης και η απόφαση Gillespie κ.λπ. έχουν την έννοια ότι παρέχουν στην εργαζόμενη δικαίωμα να λαμβάνεται υπόψη η μισθολογική αύξηση που της χορηγήθηκε μετά την κρίσιμη περίοδο, της οποίας η αναδρομικότητα δεν καλύπτει αυτή την περίοδο, κατά τον υπολογισμό του συνδεόμενου με τον μισθό της τμήματος του κατά νόμον επιδόματος μητρότητας. Με το δεύτερο ερώτημά του ερωτά αν το γεγονός ότι η μισθολογική αυτή αύξηση άρχεται πριν από την έναρξη της άδειας μητρότητας ή πριν από τη λήξη της κρίσιμης περιόδου, ή σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία, επηρεάζει την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Δεδομένου ότι τα ερωτήματα αυτά είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους, επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού.

    38      Επιβάλλεται προκαταρκτικώς να τονιστεί ότι, μολονότι η οδηγία 92/85, την οποία τα κράτη μέλη έπρεπε να μεταφέρουν στην εσωτερική τους νομοθεσία το αργότερο μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1994, δεν είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της προαναφερθείσας υποθέσεως Gillespie κ.λπ., αντιθέτως, έχει ratione temporis εφαρμογή επί της παρούσας υποθέσεως.

    39      Εντούτοις, καίτοι το άρθρο 11, σημεία 2 και 3, αυτής της οδηγίας προβλέπει ότι επιβάλλεται να διασφαλιστούν ορισμένα συνδεόμενα με τη σύμβαση εργασίας δικαιώματα προσώπων όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εντούτοις, δεν παρέχει αφεαυτής τη δυνατότητα μιας χρήσιμης απαντήσεως στα δύο πρώτα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου.

    40      Συνεπώς, επιβάλλεται να εξεταστεί αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά μπορεί να συναχθεί από άλλες διατάξεις ή αρχές του κοινοτικού δικαίου.

    41      Επιβάλλεται σχετικώς να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117, η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών για την ίδια εργασία, την οποία θέτει το άρθρο 119 της Συνθήκης, εφαρμοστέο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, συνεπάγεται, για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση, για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής, κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο.

    42      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την έννοια της αμοιβής, όπως αυτή χρησιμοποιείται στις ανωτέρω διατάξεις, από τον ορισμό του άρθρου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης προκύπτει ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει όλα τα οφέλη που καταβάλλονται άμεσα ή έμμεσα από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του. Η νομική φύση των εν λόγω οφελών δεν ενδιαφέρει για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 119, εφόσον τα οφέλη αυτά παρέχονται λόγω της εργασίας (αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1982, 12/81, Garland, Συλλογή 1982, σ. 359, σκέψη 10, και Gillespie κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 12).

    43      Στα ιδιαίτερα οφέλη της αμοιβής περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα οφέλη που καταβάλλει ο εργοδότης δυνάμει νομοθετικών διατάξεων και που λόγω της υπάρξεως έμμισθης εργασιακής σχέσεως έχουν ως αντικείμενο να εξασφαλίζουν μια πηγή εισοδημάτων για τους εργαζόμενους, ακόμη και αν αυτοί δεν ασκούν, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπει ο νομοθέτης, καμία δραστηριότητα προβλεπόμενη από τη σύμβαση εργασίας (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 1992, C‑360/90, Boetel, Συλλογή 1992, σ. Ι-3589, σκέψεις 14 και 15, και Gillespie κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 13, και η παρατιθέμενη σ’ αυτή νομολογία).

    44      Στηριζόμενη επί της εργασιακής σχέσεως, η παροχή την οποία καταβάλλει ο εργοδότης, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή λόγω συλλογικών συμβάσεων, σε γυναίκα εργαζόμενη κατά την άδεια μητρότητας αποτελεί, κατά συνέπεια, αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης και της οδηγίας 75/117 (αποφάσεις Gillespie κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 14, και της 27ης Οκτωβρίου 1998, C‑411/96, Boyle κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι‑6401, σκέψη 38).

    45      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C‑279/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. Ι-225, σκέψη 30, και Gillespie κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 16).

    46      Από αυτής της απόψεως, οι γυναίκες που τυγχάνουν αδείας μητρότητας την οποία προβλέπει η εθνική νομοθεσία τελούν σε ιδιάζουσα κατάσταση επιβάλλουσα την παροχή σ’ αυτές ειδικής προστασίας, η οποία δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί, μεταξύ άλλων, με αυτήν του άνδρα ούτε με αυτή της γυναίκας που όντως βρίσκεται στη θέση εργασίας της (απόφαση Gillespie κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 17). Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενες δεν μπορούν λυσιτελώς να επικαλεστούν τις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 119 της Συνθήκης προκειμένου να διεκδικήσουν συνέχιση της πλήρους καταβολής των αποδοχών τους κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, ως εάν εξακολουθούσαν να βρίσκονται πράγματι στη θέση εργασίας τους (προαναφερθείσα απόφαση Gillespie κ.λπ., σκέψη 20).

    47      Εντούτοις, τρίτον, το Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 22 της προαναφερθείσας αποφάσεως Gillespie κ.λπ. ότι, εφόσον η καταβληθείσα κατά την άδεια μητρότητας παροχή αντιστοιχεί σε εβδομαδιαίο μισθό ο οποίος υπολογίζεται βάσει του μέσου μισθού που έλαβε η γυναίκα εργαζομένη σε δεδομένη στιγμή όταν όντως βρισκόταν στη θέση εργασίας της και ο οποίος της καταβλήθηκε αδιαλείπτως κάθε εβδομάδα όπως σε κάθε άλλο εργαζόμενο, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί η γυναίκα εργαζόμενη, η οποία εξακολουθεί να συνδέεται με τον εργοδότη της διά της συμβάσεως εργασίας ή διά της εργασιακής σχέσεως κατά την άδεια μητρότητας, να απολαύει, ακόμη και αναδρομικά, της αυξήσεως του πλήρους μισθού που επήλθε μεταξύ της ενάρξεως της περιόδου που καλύπτεται από τον μισθό αναφοράς και του τέλους της αδείας μητρότητας όπως κάθε άλλος εργαζόμενος. Πράγματι, ο αποκλεισμός της γυναίκας εργαζομένης από την αύξηση αυτή κατά την άδεια μητρότητας θα αποτελούσε δυσμενή διάκριση εις βάρος της, καθόσον, εάν δεν ήταν έγκυος, η γυναίκα θα είχε λάβει την αύξηση του μισθού.

    48      Συνεπώς, σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία το εισόδημα που εγγυάται στην εργαζομένη η εθνική νομοθεσία υπολογίζεται, εν μέρει, βάσει του μισθού που ελάμβανε πριν από την άδεια μητρότητας, το άρθρο 119 της Συνθήκης της παρέχει το δικαίωμα η μισθολογική αύξηση της οποίας έτυχε πριν από την έναρξη της περιόδου που καλύπτει ο μισθός αναφοράς και πριν από τη λήξη της εν λόγω άδειας να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των στοιχείων του μισθού της βάσει των οποίων γίνεται ο υπολογισμός του επιδόματος που της καταβάλλει ο εργοδότης της.

    49      Πράγματι, η απορρέουσα από τη σκέψη 22 της προαναφερθείσας αποφάσεως Gillespie κ.λπ. επιταγή, επιβάλλει να συνυπολογίζονται στα στοιχεία του μισθού βάσει των οποίων καθορίζεται το ποσό της αμοιβής της εργαζομένης κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας κάθε αύξηση μισθού που πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη της περιόδου που καλύπτει ο μισθός αναφοράς, χωρίς αυτό να περιορίζεται, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στην περίπτωση και μόνον που η αύξηση αυτή καλύπτει αναδρομικώς ολόκληρη την ανωτέρω περίοδο.

    50      Ενόψει των ανωτέρω, στο πρώτο και δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι καθόσον η αμοιβή που λαμβάνει η εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας καθορίζεται, εν μέρει τουλάχιστον, βάσει του μισθού της πριν από την έναρξη αυτής της άδειας, απαιτείται η όποια μισθολογική αύξηση επήλθε μεταξύ της ενάρξεως της περιόδου που καλύπτει ο μισθός αναφοράς και του τέλους της εν λόγω άδειας να συνυπολογίζεται στα στοιχεία του μισθού που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού αυτής της αμοιβής. Η απαίτηση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αύξηση ισχύει αναδρομικώς για την καλυπτόμενη από τον μισθό αναφοράς περίοδο.

     Επί του τρίτου ερωτήματος

    51      Με το τρίτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναγνωρίσει το δικαίωμα λήψεως υπόψη της μισθολογικής αυξήσεως υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, αφενός, κατά ποιον τρόπο μια τέτοια αύξηση πρέπει να συμπεριληφθεί στον υπολογισμό της αμοιβής που πρέπει να καταβληθεί στην εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, και, αφετέρου, αν πρέπει να ληφθεί υπόψη, επίσης, η ενδεχόμενη μείωση του μισθού της εργαζομένης κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά τη λήξη της καλυπτομένης από τον μισθό αναφοράς περιόδου και κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας.

    52      Ως προς το πρώτο σημείο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, το οποίο στηρίζεται σε μια σαφή διάκριση των καθηκόντων μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, το τελευταίο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους κοινοτικού νομοθετήματος, βάσει πραγματικών περιστατικών που του επισημαίνονται από το εθνικό δικαστήριο (απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, C‑30/93, AC-ATEL Electronics Vertierbs, Συλλογή 1994, σ. Ι‑2305, σκέψη 16). Συνεπώς, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, αλλά στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει επί εθνικών μέτρων ή καταστάσεων τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου όπως τους ερμήνευσε το Δικαστήριο (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1979, 222/78, ICAP, Συλλογή τόμος 1979, σ. 655, σκέψη 10, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. Ι‑3819, σκέψη 11).

    53      Εξάλλου, εφόσον οι λεπτομέρειες εφαρμογής της επιταγής περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως δεν αποτελούν αντικείμενο κοινοτικής ρυθμίσεως, ο καθορισμός τους επαφίεται στην εκτίμηση των αρμοδίων αρχών του οικείου κράτους, υπό τον όρο να συμμορφώνονται οι εν λόγω αρχές προς την επιταγή αυτή και προς το σύνολο των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, ιδίως προς εκείνους που απορρέουν από την οδηγία 92/85. Επομένως, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του πώς ακριβώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η μισθολογική αύξηση κατά τον προσδιορισμό του μισθού αναφοράς, ούτε επί του αν πρέπει να τροποποιηθεί η περίοδος που καλύπτει ο εν λόγω μισθός ή αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ελλείψει, εν πάση περιπτώσει, επαρκών στοιχείων που να προκύπτουν από τη δικογραφία, άλλοι παράγοντες οι οποίοι υπεισέρχονται στον καθορισμό αυτού του μισθού.

    54      Ως προς το αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες μειώσεις του μισθού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, σ’ αυτό εναπόκειται, ενόψει της έρευνας της δικής του αρμοδιότητας, να ερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες απευθύνθηκε προς αυτό ο εθνικός δικαστής. Πράγματι, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι ο εθνικός δικαστής λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, που συνίσταται στη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών για ζητήματα γενικά ή υποθετικά (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι‑4921, σκέψη 59· της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. Ι‑2099, σκέψη 38, της 22ας Ιανουαρίου 2002, C‑390/99, Canal Satélite Digital, Συλλογή 2002, σ. Ι‑607, σκέψη 18, και της 21ης Μαρτίου 2002, C‑451/99, Cura Anlagen, Συλλογή 2002, σ. Ι‑3193, σκέψη 16).

    55      Εν προκειμένω, ο υποθετικός χαρακτήρας του προβλήματος επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διαφορά της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από τη διάταξη παραπομπής, αφορά αποκλειστικώς το ότι δεν ελήφθη υπόψη μια μισθολογική αύξηση, χωρίς να τίθεται ζήτημα μειώσεως του μισθού. Συνεπώς, η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος δεν θα είχε καμία επίπτωση επί της διαφοράς της κύριας δίκης. Επομένως, αυτό το σκέλος του ερωτήματος είναι απαράδεκτο.

    56      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται στο τρίτο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι, ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να καθορίζουν τον τρόπο κατά τον οποίο, τηρουμένων όλων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου και ιδίως της οδηγίας 92/85, πρέπει να συνυπολογίζεται στα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της αμοιβής που πρέπει να καταβληθεί στην εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειάς της μητρότητας, οποιαδήποτε μισθολογική αύξηση επήλθε πριν ή κατά τη διάρκεια αυτής της άδειας.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    57      Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ολομέλεια),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 27ης Μαρτίου 2002 το Court of Appeal (England & Wales) (Ciνil Diνision), αποφαίνεται:

    1)      Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) έχει την έννοια ότι καθόσον η αμοιβή που λαμβάνει η εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας καθορίζεται, εν μέρει τουλάχιστον, βάσει του μισθού της πριν από την έναρξη αυτής της άδειας, απαιτείται η όποια μισθολογική αύξηση επήλθε μεταξύ της ενάρξεως της περιόδου που καλύπτει ο μισθός αναφοράς και του τέλους της εν λόγω άδειας να συνυπολογίζεται στα στοιχεία του μισθού που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού αυτής της αμοιβής. Η απαίτηση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αύξηση ισχύει αναδρομικώς για την καλυπτόμενη από τον μισθό αναφοράς περίοδο.

    2)      Ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να καθορίζουν τον τρόπο κατά τον οποίο, τηρουμένων όλων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου και ιδίως της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ), πρέπει να συνυπολογίζεται στα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της αμοιβής που πρέπει να καταβληθεί στην εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειάς της μητρότητας, οποιαδήποτε μισθολογική αύξηση επήλθε πριν ή κατά τη διάρκεια αυτής της άδειας.

    Σκουρής

    Jann

    Timmermans

    Gulmann

    Cunha Rodrigues

    Rosas

    La Pergola

    Puissochet

    Schintgen

    Macken

     

          Colneric

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Μαρτίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    R. Grass

     

          Β. Σκουρής


    * Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top