This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62002CJ0034
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 19 June 2003. # Sante Pasquini v Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS). # Reference for a preliminary ruling: Tribunale ordinario di Roma - Italy. # Social security - Old-age pensions - Recalculation - Recovery of sums paid though not due - Limitation - Law applicable - Detailed procedural rules - Concept. # Case C-34/02.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2003.
Sante Pasquini κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale ordinario di Roma - Ιταλία.
Κοινωνική ασφάλιση - Παροχές γήρατος - Νέος υπολογισμός - Αναζήτηση αχρεωστήτου - Παραγραφή - Εφαρμοστέο δίκαιο - Διαδικαστικές προϋποθέσεις - .ννοια.
Υπόθεση C-34/02.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2003.
Sante Pasquini κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale ordinario di Roma - Ιταλία.
Κοινωνική ασφάλιση - Παροχές γήρατος - Νέος υπολογισμός - Αναζήτηση αχρεωστήτου - Παραγραφή - Εφαρμοστέο δίκαιο - Διαδικαστικές προϋποθέσεις - .ννοια.
Υπόθεση C-34/02.
Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-06515
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:366
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2003. - Sante Pasquini κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale ordinario di Roma - Ιταλία. - Κοινωνική ασφάλιση - Παροχές γήρατος - Νέος υπολογισμός - Αναζήτηση αχρεωστήτου - Παραγραφή - Εφαρμοστέο δίκαιο - Διαδικαστικές προϋποθέσεις - .ννοια. - Υπόθεση C-34/02.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-06515
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων - Ασφάλιση γήρατος και θανάτου - Παροχές - Απόσβεση της αξιώσεως επί προσαυξήσεως συντάξεως χορηγούμενης κατ' εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, λόγω της χορηγήσεως συντάξεως από τον αρμόδιο φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως άλλου κράτους μέλους - Αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Όρια - Τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας
(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 94, 95, 95α και 95β)
$$Δεδομένου ότι ο κανονισμός 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, απλώς συντονίζει τις εθνικές νομοθεσίες στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η περίπτωση του προσώπου που λαμβάνει διάφορες συντάξεις, λόγω της υπαγωγής του σε συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως διαφόρων κρατών μελών, και στο οποίο η προσαύξηση μιας συντάξεως έχει καταβληθεί αχρεωστήτως, λόγω υπερβάσεως του επιτρεπόμενου ανώτατου εισοδήματος, διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία η διετής προθεσμία που τάσσουν στους ενδιαφερόμενους τα άρθρα 94, 95, 95α και 95β του κανονισμού 1408/71, όπως έχει τροποποιηθεί, προκειμένου να ζητήσουν να εφαρμοστούν στην περίπτωσή τους οι ευνοϊκότερες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας.
Το εθνικό δίκαιο πρέπει πάντως να τηρεί την κοινοτική αρχή της ισοδυναμίας, κατά την οποία οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απορρέουν από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις προϋποθέσεις αντιμετωπίσεως των καθαρά εσωτερικών καταστάσεων, καθώς και την κοινοτική αρχή της αποτελεσματικότητας, κατά την οποία οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί βάσει του κοινοτικού δικαίου.
Οι αρχές αυτές ισχύουν για όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απορρέουν από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για προϋποθέσεις διοικητικής ή δικαστικής φύσεως, όπως είναι οι εθνικές διατάξεις που αφορούν την παραγραφή και την αναζήτηση αχρεωστήτου ή οι εθνικές διατάξεις που επιβάλλουν στους αρμόδιους ασφαλιστικούς φορείς να λαμβάνουν υπόψη την καλή πίστη των ενδιαφερομένων ή να ελέγχουν κατά τακτά διαστήματα τη συνταξιοδοτική κατάστασή τους.
( βλ. σκέψεις 52-54, 56-58, 62-63, 73 και διατακτ. )
Στην υπόθεση C-34/02,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunale ordinario di Roma (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Sante Pasquini
και
Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS),
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, C. W. A. Timmermans, D. A. O. Edward, P. Jann και A. Rosas (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: S. Alber
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- ο S. Pasquini, εκπροσωπούμενος από τις R. Ciancaglini και Μ. Rossi, avvocati,
- το Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS), εκπροσωπούμενο από τους A. Todaro, A. Riccio και N. Valente, avvocati,
- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από τον Μ. Masella Ducci Terri, avvocato dello Stato,
- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,
- η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Fernandes και S. Pizarro,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την H. Michard και τον A. Aresu,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του S. Pasquini, εκπροσωπούμενου από τον Μ. Rossi, του Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS), εκπροσωπούμενου από τον A. Riccio, της Ιταλικής Κυβέρνησης, εκπροσωπούμενης από τον A. Cingolo, avvocato dello Stato, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον A. Aresu, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 2003,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2003,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 24ης Ιανουαρίου 2002, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Φεβρουαρίου 2002, το Tribunale ordinario di Roma υπέβαλε στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97 (στο εξής: κανονισμός 574/72).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του S. Pasquini και του Istituto nazionale della previdenza sociale (Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας, στο εξής: INPS), της οποίας αντικείμενο είναι η απόφαση του INPS να ζητήσει από τον S. Pasquini την απόδοση των ποσών που του είχε καταβάλει αχρεωστήτως ως σύνταξη γήρατος.
Κανονιστικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
3 Το άρθρο 49 του κανονισμού 1408/71, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου 3, το οποίο επιγράφεται «Γήρας και θάνατος (συντάξεις)», του τίτλου ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, προβλέπει τις μεθόδους υπολογισμού των παροχών στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει ταυτοχρόνως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από όλες τις νομοθεσίες υπό τις οποίες έχουν πραγματοποιηθεί περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:
«1. Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει, σε δεδομένη στιγμή, αφού ληφθεί ενδεχομένως υπόψη το άρθρο 45 ή/και το άρθρο 40, παράγραφος 3, τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πληρωμή των παροχών από όλες τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί, αλλά πληροί μόνον τις προϋποθέσεις μιας ή περισσοτέρων από αυτές, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) καθένας από τους αρμόδιους φορείς, κατά τη νομοθεσία του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής σύμφωνα με το άρθρο 46·
[...]
2. Η παροχή ή οι παροχές που έχουν χορηγηθεί δυνάμει μιας ή περισσοτέρων νομοθεσιών στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπόκεινται αυτεπαγγέλτως σε νέο υπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 46, αφ' ης στιγμής πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από μία ή περισσότερες από τις υπόλοιπες νομοθεσίες στις οποίες είχε υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος, αφού ληφθεί ενδεχομένως υπόψη το άρθρο 45 και αφού ληφθεί ενδεχομένως εκ νέου υπόψη η παράγραφος 1. [...]
3. Πραγματοποιείται αυτεπαγγέλτως νέος υπολογισμός σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με την επιφύλαξη του άρθρου 40, παράγραφος 2, όταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από μία ή περισσότερες από τις εν λόγω νομοθεσίες παύσουν να πληρούνται.»
4 Τα άρθρα 94, 95, 95α και 95β του κανονισμού 1408/71, τα οποία αποτελούν μεταβατικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού ή των τροποποιήσεών του, περιέχουν όλα παρόμοιες διατάξεις σχετικά με τις αιτήσεις αναθεωρήσεως του υπολογισμού των συντάξεων ενόψει των νέων εφαρμοστέων διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν κατ' ουσία τα εξής:
- αν η αίτηση υποβάλλεται εντός δύο ετών από την ημερομηνία εφαρμογής της νέας διατάξεως, τα δικαιώματα που γεννώνται δυνάμει της διατάξεως αυτής αποκτώνται από την ημερομηνία αυτή, χωρίς να είναι δυνατόν να αντιταχθούν στους ενδιαφερομένους οι διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους περί εκπτώσεως ή παραγραφής δικαιωμάτων (άρθρα 94, παράγραφος 6, 95, παράγραφος 6, 95α, παράγραφος 5, και 95β, παράγραφος 6),
- αν η αίτηση υποβάλλεται μετά τη λήξη διετίας από την ημερομηνία εφαρμογής της νέας διατάξεως, τα δικαιώματα από τα οποία δεν εξέπεσε ο δικαιούχος ή τα οποία δεν παραγράφηκαν αποκτώνται από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, με την επιφύλαξη των ευνοϊκότερων διατάξεων της νομοθεσίας οποιουδήποτε κράτους μέλους (άρθρα 94, παράγραφος 7, 95, παράγραφος 7, 95α, παράγραφος 6, και 95β, παράγραφος 7).
5 Το άρθρο 49 του κανονισμού 574/72 προβλέπει ότι σε περίπτωση νέου υπολογισμού, καταργήσεως ή αναστολής παροχής γήρατος, ο φορέας που έλαβε την απόφαση την κοινοποιεί αμελλητί στον ενδιαφερόμενο και σε κάθε φορέα, έναντι του οποίου ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, ενδεχομένως με τη μεσολάβηση του φορέα εξετάσεως, ο οποίος είναι κατ' αρχήν, σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 41 του κανονισμού 574/72, ο φορέας του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου.
6 Το άρθρο 111 του κανονισμού 574/72 πραγματεύεται τη συνεργασία μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Το άρθρο αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο φορέας κράτους μέλους που κατέβαλε σε δικαιούχο παροχών ποσά που υπερβαίνουν το ποσό που δικαιούται μπορεί να ζητήσει από τον φορέα κάθε άλλου κράτους μέλους ο οποίος οφείλει παροχές στον δικαιούχο αυτό να παρακρατήσει το επιπλέον του κανονικού καταβληθέν ποσό από τα ποσά που ο φορέας αυτός καταβάλλει στον δικαιούχο. Ο τελευταίος αυτός φορέας προβαίνει στην παρακράτηση με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται για τέτοιου είδους συμψηφισμό από τη νομοθεσία που εφαρμόζει και μεταφέρει το παρακρατηθέν ποσό στον οργανισμό πιστωτή.
7 Το άρθρο 112 του κανονισμού 574/72 ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία η αναζήτηση των ποσών είναι αδύνατη. Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:
«Εφόσον ένας φορέας έχει προβεί σε καταβολή αχρεωστήτων ποσών είτε απευθείας είτε μέσω άλλου φορέα και η αναζήτησή τους είναι αδύνατη, τα ποσά αυτά παραμένουν οριστικά εις βάρος του πρώτου φορέα, εκτός αν η μη οφειλομένη καταβολή είναι αποτέλεσμα δολίας πράξεως.»
Η ιταλική νομοθεσία
Η νομοθεσία που ρυθμίζει τις συντάξεις των διακινούμενων εργαζόμενων
8 Το άρθρο 8 του νόμου 153, της 30ής Απριλίου 1969 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 111, της 30ής Απριλίου 1969), ορίζει τα εξής:
«Οι Ιταλοί υπήκοοι των οποίων τα ασφαλιστικά δικαιώματα μεταφέρθηκαν από το Istituto nazionale della previdenza sociale στον Εθνικό Οργανισμό Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Λιβύης, δυνάμει του άρθρου 12 της ιταλολιβυκής συμφωνίας της 2ας Οκτωβρίου 1956, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 843, της 17ης Αυγούστου 1957, και που απέκτησαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα έναντι του λιβυκού συστήματος ασφαλίσεως πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1965 λαμβάνουν από το Istituto nazionale della previdenza sociale από την 1η Ιανουαρίου 1969 τη βαρύνουσα αποκλειστικά το Fondo per l'adeguamento delle pensioni (ταμείο προσαρμογής των συντάξεων) προσαύξηση που προβλέπεται στο άρθρο 15 του νόμου 1338, της 12ης Αυγούστου 1962, προκειμένου η σύνταξή τους να εξισωθεί με τις μηνιαίες κατώτατες συντάξεις που προβλέπει το σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την αναπηρία, το γήρας και τους έλκοντες δικαιώματα από μισθωτούς εργαζομένους.
Τις κατώτατες συντάξεις που αναφέρει η προηγούμενη παράγραφος δικαιούνται επίσης από την ίδια ημερομηνία οι συνταξιούχοι οι οποίοι έχουν αποκτήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατόπιν συνυπολογισμού περιόδων ασφαλίσεως και καταβολής εισφορών που προβλέπονται από διεθνείς συμφωνίες ή συμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως.
Προς τον σκοπό της χορηγήσεως μιας από τις προαναφερθείσες κατώτατες συντάξεις λαμβάνεται επίσης υπόψη το ποσοστό της συντάξεως την οποία καταβάλλει ενδεχομένως κατόπιν του συνυπολογισμού ο αλλοδαπός ασφαλιστικός φορέας.
Οι μεταναστεύσαντες εργαζόμενοι, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως κατόπιν συνυπολογισμού περιόδων ασφαλίσεως και καταβολής εισφορών σύμφωνα με την παράγραφο 2, δικαιούνται, βάσει κυρίως του προσωρινού πιστοποιητικού που τους χορηγεί αλλοδαπός φορέας, προκαταβολή επί της συντάξεως, η οποία προσαυξάνεται μέχρι το ύψος της κατώτατης συντάξεως. Οι δικαιούμενοι άλλη σύνταξη δεν δικαιούνται την προσαύξηση αυτή, η οποία αναζητείται ανάλογα με τα ποσά που κατέβαλαν ενδεχομένως οι αλλοδαποί φορείς.»
Η νομοθεσία που ρυθμίζει την παραγραφή και την αναζήτηση αχρεωστήτου
9 Το άρθρο 2946 του Codice civile (ιταλικού Αστικού Κώδικα) προβλέπει ότι οι αξιώσεις παραγράφονται γενικά μετά την παρέλευση δεκαετίας.
10 Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του νόμου 88, της 9ης Μαρτίου 1989, για την αναδιάρθρωση του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας και του Εθνικού Ιδρύματος Ασφαλίσεως κατά των Εργατικών Ατυχημάτων (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 60, της 13ης Μαρτίου 1989), προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το ποσό των συντάξεων γήρατος μπορεί να διορθώνεται σε περίπτωση σφάλματος κατά τη χορήγηση ή την καταβολή της συντάξεως. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου αυτού άρθρου, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά αναζητούνται μόνο σε περίπτωση δόλου του λήπτη της συντάξεως.
11 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου 412, της 30ής Δεκεμβρίου 1991, περί δημοσιονομικών διατάξεων (GURI αριθ. 305, της 31ης Δεκεμβρίου 1991), το οποίο θεσπίστηκε με σκοπό να ερμηνεύσει αυθεντικά το άρθρο 52 του νόμου 88/89, διευκρινίζει ότι η παράλειψη ανακοινώσεως ή ελλιπής ανακοίνωση εκ μέρους του συνταξιούχου ορισμένων στοιχείων που επηρεάζουν το δικαίωμα συντάξεως ή το ύψος του ποσού της συντάξεως και δεν είναι ήδη γνωστά στον αρμόδιο φορέα παρέχει στον φορέα αυτό το δικαίωμα να αναζητήσει τα καταβληθέντα ποσά λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.
12 Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του ίδιου αυτού νόμου έχει ως εξής:
«Το INPS εξετάζει άπαξ ετησίως τα εισοδήματα των συνταξιούχων και το ζήτημα αν τα εισοδήματα αυτά επηρεάζουν το ύψος των παροχών συντάξεων ή το δικαίωμα επ' αυτών και αναζητεί εντός του επόμενου έτους τα ενδεχομένως αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά.»
13 Το άρθρο 1, παράγραφοι 260 έως 265, του νόμου 662, της 23ης Δεκεμβρίου 1996, περί μέτρων ορθολογικής οργανώσεως των δημοσίων οικονομικών (τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 233 στην GURI αριθ. 303, της 28ης Δεκεμβρίου 1996), θέσπισε μια εξαίρεση από την αρχή της αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από δημόσιους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως για τον πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996 χρόνο δεν αναζητούνται παρά μόνον αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν το 1995 προσωπικό φορολογητέο εισόδημα ίσο με 16 000 000 ιταλικές λίρες (ITL) κατ' ανώτατο όριο. Αν το προσωπικό φορολογητέο εισόδημα υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, η αναζήτηση του αχρεωστήτου δεν είναι δυνατή για το ένα τέταρτο του εισπραχθέντος ποσού. Η αναζήτηση πραγματοποιείται μηνιαίως και είναι άτοκη, υπό μορφή άμεσης παρακρατήσεως από τη σύνταξη, αλλά η παρακράτηση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα πέμπτο της συντάξεως.
14 Το 2001 εκδόθηκαν ανάλογες διατάξεις όσον αφορά τις αχρεώστητες καταβολές για τον πριν από την 1η Ιανουαρίου 2001 χρόνο.
Η διαφορά της κύριας δίκης
15 Ο S. Pasquini εργάσθηκε διαδοχικά στην Ιταλία (140 εβδομάδες), στη Γαλλία (336 εβδομάδες) και στο Λουξεμβούργο (1 256 εβδομάδες).
16 Κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε στις 5 Φεβρουαρίου 1987, χορηγήθηκε στον ενδιαφερόμενο από το INPS, με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1987, η αναλογούσα σύνταξη γήρατος από την 1η Μαρτίου 1987.
17 Το ύψος της συντάξεως αυτής προσαυξήθηκε μέχρι το ύψος της κατώτατης συντάξεως που προβλέπεται στο άρθρο 8 του νόμου 153/69, δηλαδή μέχρι το ποσό των 397 400 ITL μηνιαίως, δεδομένου ότι τότε ο ενδιαφερόμενος δεν λάμβανε ακόμη ούτε γαλλική ούτε λουξεμβουργιανή σύνταξη.
18 Η απόφαση περί εκκαθαρίσεως της συντάξεως ανέφερε ότι, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω αναφερθείσας διατάξεως, θα πραγματοποιούνταν νέος υπολογισμός, άρα μείωση, της συντάξεως, όπως είχε προσαυξηθεί για να φθάσει το ύψος της κατώτατης συντάξεως, αν χορηγούνταν άλλη σύνταξη από αλλοδαπούς ασφαλιστικούς φορείς.
19 Στις 26 Ιουλίου 1988 το INPS κοινοποίησε στον S. Pasquini δεύτερη απόφαση, με την οποία υπολογιζόταν εκ νέου η ιταλική σύνταξή του από την 1η Μαρτίου 1987, λόγω του ότι κατά την ημερομηνία αυτή του είχε χορηγηθεί η αναλογούσα γαλλική σύνταξη. Με την απόφαση αυτή η ιταλική σύνταξη μειώθηκε σε 259 150 ITL μηνιαίως.
20 Οι αποφάσεις που εξέδωσε το INPS στις 20 Οκτωβρίου 1987 και στις 26 Ιουλίου 1988 αναφέρουν τον αριθμό εβδομάδων κατά τις οποίες ο S. Pasquini εργάσθηκε στην Ιταλία (140), στη Γαλλία (336) και στο Λουξεμβούργο (1 256).
21 Με μια τρίτη απόφαση, την οποία εξέδωσε στις 30 Μαρτίου 2000, το INPS προέβη σε νέο υπολογισμό της ιταλικής συντάξεως του ενδιαφερομένου από την 1η Μαρτίου 1987 και μείωσε το ποσό της από την 1η Ιουλίου 1988, ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής της λουξεμβουργιανής συντάξεως, από 287 750 ITL σε 7 500 ITL μηνιαίως. Η τρίτη αυτή απόφαση προέβλεπε την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών για το διάστημα από 1η Μαρτίου 1987 μέχρι 30 Απριλίου 2000, δηλαδή την αναζήτηση ποσού 56 160 950 ITL (29 005 ευρώ).
22 Η διοικητική προσφυγή που υπέβαλε ο S. Pasquini ενώπιον του INPS στις 30 Οκτωβρίου 2000 απορρίφθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2000, με το αιτιολογικό ότι «το άρθρο 13 του νόμου 412/91 δεν έχει εφαρμογή επί της αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, εφόσον υπάρχει ανάκληση της προσαυξήσεως μέχρι το ποσό της κατώτατης συντάξεως κατόπιν της χορηγήσεως αλλοδαπής συντάξεως, αφού κατά τον χρόνο της εκκαθαρίσεως κοινοποιήθηκε στον λήπτη ότι το ποσό της συντάξεως ήταν προσωρινό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 του νόμου 153/69». Η απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2000 πρόβλεπε, αντίθετα, την εφαρμογή του νόμου 662/96 και καλούσε τον S. Pasquini να προσκομίσει έγγραφο σχετικό με τα εισοδήματά του του 1995.
23 Στις 26 Απριλίου 2001 ο S. Pasquini προσέφυγε ενώπιον του Tribunale ordinario di Roma κατά της μη εφαρμογής στην περίπτωσή του της ιταλικής ρυθμίσεως περί αναζητήσεως αχρεωστήτου. Ο S. Pasquini ισχυρίστηκε ότι η ιταλική νομοθεσία αντιβαίνει στους κανονισμούς 1408/71 και 574/72.
24 Υπό τις συνθήκες αυτές το Tribunale ordinario di Roma αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Eίναι συμβατές με τους σκοπούς των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, οι εθνικές διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων κατ' εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως ποσών χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ασφάλειας δικαίου;
2) Πρέπει οι ανωτέρω κοινοτικές διατάξεις να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικού κανόνα που δεν προβλέπει χρονικό περιορισμό για την αναζήτηση των ποσών τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως λόγω της μη έγκαιρης ή μη ορθής εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών διατάξεων;
3) Αφού οι μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή των κανονισμών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέπουν προθεσμία δύο ετών για την αναδρομική προβολή των δικαιωμάτων που παρέχουν οι κανονισμοί αυτοί, δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί a contrario η ίδια διετής προθεσμία, από την κοινοποίηση της αποφάσεως περί αναζητήσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες θίγονται δικαιώματα τα οποία είχαν προηγουμένως αναγνωριστεί, υπό την επιφύλαξη των ευνοϊκότερων προθεσμιών που προβλέπονται ενδεχομένως στην εθνική έννομη τάξη και υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν συμπεριφέρθηκε δολίως;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
25 Ενδείκνυται η συνεξέταση των τριών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου.
Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο
26 Ο S. Pasquini υπενθυμίζει τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων και τονίζει ότι για το ποσό που εισέπραξε αχρεωστήτως δεν μπορεί να του γίνει καμία μομφή. Ο S. Pasquini επισημαίνει το γεγονός ότι στις 18 Οκτωβρίου 1988 ο οργανισμός κοινωνικής πρόνοιας των εργαζομένων Patronato ACLI απέστειλε από το Λουξεμβούργο έγγραφο στο INPS, με το οποίο το πληροφορούσε για τη χορήγηση της λουξεμβουργιανής συντάξεως και το καλούσε να επανεξετάσει ταχέως το ύψος της ιταλικής συντάξεως του S. Pasquini, προκειμένου να αποφευχθούν οι αχρεώστητες καταβολές. Ο S. Pasquini τονίζει ότι το INPS, μολονότι γνώριζε πλήρως τη συνταξιοδοτική του κατάσταση, η οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι στα έντυπα συντάξεων αναφερόταν το Λουξεμβούργο ως τόπος χορηγήσεως συντάξεως, προέβη στον νέο υπολογισμό της ιταλικής συντάξεως μόλις στις 30 Μαρτίου 2000, και μάλιστα αναδρομικά για 13 έτη, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 49 του κανονισμού 574/72.
27 Ο S. Pasquini υποστηρίζει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η μη εφαρμογή στην περίπτωσή του της ιταλικής νομοθεσίας περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων δεν είναι σύμφωνη με τις γενικές αρχές που καθιερώνουν οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72.
28 Ο S. Pasquini φρονεί ότι, ενώ η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθησαν αχρεωστήτως κατ' εφαρμογή μόνο της εθνικής νομοθεσίας διέπεται από το το εθνικό μόνο δίκαιο, η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατ' εφαρμογή κοινοτικών διατάξεων εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο, αφού το Συμβούλιο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το άρθρο 42 ΕΚ, έχει την εξουσία να ρυθμίζει τον τρόπο ασκήσεως των δικαιωμάτων επί παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία παρέχει στους ενδιαφερόμενους η Συνθήκη ΕΚ (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1975, 24/75, Petroni, Συλλογή τόμος 1975, σ. 347, σκέψη 20).
29 Ο S. Pasquini διερωτάται κατά πόσον οι κοινοτικοί κανονισμοί περί κοινωνικής ασφαλίσεως που εξέδωσε το Συμβούλιο δεν είναι ασυμβίβαστοι με τους σκοπούς του άρθρου 42 ΕΚ, καθόσον δεν περιέχουν ειδικές διατάξεις για τον τρόπο αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, και ιδίως για τον χρόνο παραγραφής.
30 Ο S. Pasquini φρονεί ότι, για να υπάρχει ασφάλεια δικαίου, πρέπει τα προβλήματα να λυθούν στο πλαίσιο του άρθρου 49 του κανονισμού 574/72 και να εφαρμοστεί κατ' αναλογία η διετής προθεσμία που προβλέπουν τα άρθρα 94, 95, 95α και 95β του κανονισμού 1408/71.
31 Το άρθρο 49 του κανονισμού 574/72 επιβάλλει στους αρμόδιους φορείς την υποχρέωση να κοινοποιούν αμελλητί στον ενδιαφερόμενο τις αποφάσεις νέου υπολογισμού, καταργήσεως ή αναστολής της παροχής που του καταβάλλεται. Αν ο αρμόδιος φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως δεν τηρήσει τον κανόνα αυτό και περιαγάγει τους ασφαλισμένους σε νομική αβεβαιότητα για αόριστο χρονικό διάστημα, πρέπει τότε, κατά τον S. Pasquini, να υποστεί όλες τις συνέπειες και να μην έχει συνεπώς τη δυνατότητα να αναζητήσει τα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως λόγω του σφάλματός του ή της αμέλειάς του.
32 Ο S. Pasquini υπενθυμίζει ότι τα άρθρα 94, 95, 95α και 95β του κανονισμού 1408/71 παρέχουν στους ενδιαφερόμενους διετή προθεσμία για την επίκληση των δικαιωμάτων τους, οσάκις ο κανονισμός αυτός τροποποιείται υπέρ αυτών. Η διετής αυτή προθεσμία μπορεί ευλόγως να εφαρμόζεται κατ' αναλογία στην περίπτωση δυσμενούς μεταβολής των δικαιωμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι η δυνατότητα αναζητήσεως των ποσών που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως μεν, καλοπίστως δε, πρέπει να υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς.
33 Το INPS φρονεί ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι ελλιπώς αιτιολογημένα και απαράδεκτα, ενώ η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η ιταλική νομοθεσία δεν είναι αντίθετη προς τους σκοπούς των κανονισμών 1408/71 και 574/72.
34 Οι ανωτέρω υπενθυμίζουν ότι οι αποφάσεις περί εκκαθαρίσεως συντάξεως και περί χορηγήσεως προσαυξήσεως μέχρι συμπληρώσεως της κατώτατης συντάξεως, οι οποίες λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου 153/69, εκδίδονται ως προσωρινές αποφάσεις και περιέχουν την προειδοποίηση ότι η καταβαλλόμενη από τον ιταλικό φορέα σύνταξη μπορεί, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, να μειωθεί και ότι ενδέχεται να αναζητηθούν τα ποσά που θα έχουν εισπραχθεί αχρεωστήτως μετά την καταβολή της αλλοδαπής συντάξεως.
35 Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η ολομέλεια του Corte Suprema di Cassazione (Ιταλία) αποφάνθηκε, με την απόφαση 1967, της 22ας Φεβρουαρίου 1995, ότι το άρθρο 8 του νόμου 153/69 ρυθμίζει έναν ειδικό μηχανισμό εκκαθαρίσεως της συντάξεως, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η προσωρινή εκκαθάριση, με σκοπό τη χορήγηση προκαταβολής επί της συντάξεως και, εφόσον καταβληθούν ενδεχομένως από αλλοδαπούς ασφαλιστικούς φορείς ορισμένα ποσοστά συντάξεων, την αναζήτηση της προσαυξήσεως που καταβάλλεται μέχρι να συμπληρωθεί ένα κατώτατο ποσό. Κατά το Corte Suprema di Cassazione, «εφόσον πρόκειται για συντάξεις που, δυνάμει διεθνών συμβάσεων, εκκαθαρίζονται με βάση τον συνυπολογισμό των εισφορών που έχουν καταβληθεί στην Ιταλία και των εισφορών που έχουν καταβληθεί σε άλλη χώρα, η αναζήτηση των ποσών που δεν οφείλονται πλέον κατόπιν της καταβολής της αλλοδαπής συντάξεως αποτελεί μια από τις δυνατότητες που είναι συμφυείς προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 του νόμου 153, της 30ής Απριλίου 1969, και συνεπώς αποτελεί ειδική και αυτοτελή δυνατότητα αναζητήσεως».
36 Το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητούν την ορθότητα της υποθέσεως στην οποία στηρίζονται τα προδικαστικά ερωτήματα, ότι δηλαδή στο ιταλικό δίκαιο δεν απαντά καμία διάταξη περί παραγραφής, και υπενθυμίζουν συναφώς τη δεκαετή προθεσμία του άρθρου 2946 του ιταλικού Αστικού Κώδικα.
37 Το INPS παρατηρεί εξάλλου ότι, σύμφωνα με το σύστημα που καθιέρωσε το άρθρο 1, παράγραφοι 260 έως 265, του νόμου 662/96, το οποίο έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα ποσά που εισέπραξε αχρεωστήτως ο S. Pasquini δεν θα μπορούν να αναζητηθούν, αν το εισόδημά του το 1995 ήταν χαμηλότερο των 16 000 000 ITL, ή θα μπορούν να αναζητηθούν μόνο κατά τα τρία τέταρτα, εφόσον το εισόδημά του υπερέβη το όριο αυτό. Συνεπώς, ο ιταλικός νόμος προστατεύει τους συνταξιούχους με χαμηλά εισοδήματα.
38 Το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, οι συνταξιοδοτημένοι πρώην διακινούμενοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και οι Ιταλοί συνταξιούχοι που δεν υπήρξαν διακινούμενοι εργαζόμενοι.
39 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος του INPS διευκρίνισε, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του Δικαστηρίου, ότι, όσον αφορά τους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη κατόπιν της υπαγωγής τους σε περισσότερα του ενός ιταλικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, το INPS είναι υποχρεωμένο να ελέγχει ετησίως το ύψος των εισοδημάτων και το βάσιμο του ποσού που καταβάλλεται ως σύνταξη. Για τους πρώην διακινούμενους εργαζομένους, η δυνατότητα διεξαγωγής του ετήσιου αυτού ελέγχου προβλέφθηκε νομοθετικά για πρώτη φορά το 1996.
40 Το INPS επισήμανε επίσης κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν έλαβε το έγγραφο του Patronato ACLI της 18ης Οκτωβρίου 1988, με το οποίο του ανακοινωνόταν η χορήγηση της λουξεμβουργιανής συντάξεως. Το INPS έλαβε για πρώτη φορά γνώση του ότι είχε χορηγηθεί στον S. Pasquini λουξεμβουργιανή πρόωρη σύνταξη γήρατος από την 1η Ιουλίου 1988 όταν έλαβε σχετική ανακοίνωση του λουξεμβουργιανού φορέα Établissement d'assurance contre la vieillesse et l'invalidité (στο εξής: EAVI) της 17ης Νοεμβρίου 1999. Εξάλλου, το EAVI ομολόγησε, με έγγραφο της 15ης Μα_ου 2002, ότι δεν κοινοποίησε νωρίτερα στο INPS την απόφαση περί εκκαθαρίσεως της λουξεμβουργιανής συντάξεως για τον λόγο ότι ο S. Pasquini κατοικούσε στο Λουξεμβούργο. Το INPS θεωρεί ότι δεν μπορεί να του καταλογιστεί καμία καθυστέρηση, αφού καμία εθνική διάταξη δεν του επέβαλλε την υποχρέωση να ελέγχει τη χορήγηση αλλοδαπών συντάξεων, αλλ' αντίθετα οι κοινοτικοί κανονισμοί περί κοινωνικής ασφαλίσεως επέβαλλαν στον λουξεμβουργιανό φορέα την υποχρέωση να το ενημερώσει για τη χορήγηση της λουξεμβουργιανής συντάξεως. Το INPS τονίζει ότι προέβη σε νέο υπολογισμό της συντάξεως του S. Pasquini τέσσερις μήνες μετά τη λήψη των σχετικών πληροφοριών.
41 Η Αυστριακή και η Πορτογαλική Κυβέρνηση υπενθυμίζουν ότι, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σχετικές κοινοτικές διατάξεις, οι τρόποι και οι προϋποθέσεις αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων προσδιορίζονται από το εθνικό δίκαιο, εφόσον βέβαια τηρούνται οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.
42 Επειδή δεν έχει γνώση του νόμου που ρυθμίζει την αναζήτηση των ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως κατ' εφαρμογή της ιταλικής μόνο νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση φρονεί ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να εξακριβώσει αν στην υπόθεση της κύριας δίκης τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας. Φρονεί πάντως ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν τηρείται, όταν δεν προβλέπεται προθεσμία παραγραφής της αξιώσεως του αρμόδιου εθνικού φορέα να αναζητεί τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, και μάλιστα οσάκις η αναζήτηση αυτή συνεπάγεται τη μείωση δικαιωμάτων που έχουν αναγνωριστεί προηγουμένως και οφείλεται σε καθυστερημένη ή εσφαλμένη εφαρμογή των σχετικών κοινοτικών διατάξεων. Πρόκειται για παραβίαση της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 49, παράγραφος 2, του κανονισμού 574/72, καθώς και της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία αποτελεί αρχή συμφυή προς την κοινοτική έννομη τάξη και δεν προστατεύει μόνο τη διοίκηση, αλλά και τους ιδιώτες.
43 Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει εξάλλου ότι, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71, οι κανόνες για τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως εντάσσονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και πρέπει να συμβάλουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους και των συνθηκών εργασίας τους. Η δυνατότητα απαιτήσεως της αποδόσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών οποτεδήποτε θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού αυτού.
44 Η εν λόγω κυβέρνηση, διαπιστώνοντας ότι το άρθρο 94, παράγραφος 6, του κανονισμού 1408/71 αποτελεί την έκφραση της θεμελιώδους αρχής περί ασφάλειας δικαίου και αποσκοπεί στην προστασία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, προτείνει να ερμηνευτεί η διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι απαγορεύει την κατ' εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως πριν από περισσότερα από δύο έτη από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αναζητήσεως αυτής, εφόσον η αχρεώστητη καταβολή οφείλεται σε καθυστερημένη ή εσφαλμένη εφαρμογή των σχετικών κοινοτικών κανόνων.
45 Η Αυστριακή Κυβέρνηση, η οποία τονίζει ότι τα προβλήματα σχετικά με τον νέο υπολογισμό των ιταλικών συντάξεων και με την αναζήτηση σημαντικών ποσών ως αχρεωστήτως καταβληθέντων είναι πολύ συχνά στην Αυστρία, φρονεί ότι ενδείκνυται να εξεταστεί το ζήτημα αν είναι δυνατόν να συναχθεί γενικά από τις μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71 ότι η αναδρομική ισχύς όλων των εννόμων συνεπειών των νέων αυτών υπολογισμών που αφορούν τους διακινούμενους εργαζόμενους περιορίζεται σε δύο έτη.
46 Η Αυστριακή Κυβέρνηση φρονεί ότι στην περίπτωση ακριβώς κατά την οποία οι περίοδοι ασφαλίσεως έχουν διανυθεί σε διάφορα κράτη μέλη περιάγονται οι ενδιαφερόμενοι σε δυσμενέστερη θέση έναντι των εργαζομένων που έχουν εργασθεί σε ένα μόνο κράτος μέλος, διότι στην περίπτωση των πρώτων εφαρμόζονται παράλληλα διάφορες νομοθεσίες. Από την άποψη αυτή δικαιολογείται η ιδιαίτερη προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διακινούμενων εργαζόμενων και στην προστασία αυτή θα συνέβαλλε ο περιορισμός των αναδρομικών αποτελεσμάτων των νέων υπολογισμών που προβλέπει καταρχήν το εθνικό δίκαιο σε δύο μόνο έτη.
47 Η Αυστριακή Κυβέρνηση τονίζει ότι είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, μολονότι δεν υπάρχει πταίσμα τους, εντούτοις πρέπει να υφίστανται ορισμένες αρνητικές συνέπειες λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, καθόσον μπορεί να τους ζητηθεί, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, να αποδώσουν τις παροχές που έχουν εισπράξει αχρεωστήτως, μολονότι οι αχρεώστητες αυτές καταβολές οφείλονται κυρίως στην παράλληλη εφαρμογή των τελείως διαφορετικών και ιδιαίτερα περίπλοκων εργατικών δικαίων των διαφόρων κρατών μελών και όχι στην ατομική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου.
48 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 δεν θέσπισαν ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά απλώς δημιούργησαν ένα σύστημα συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως.
49 Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού 574/72 και φρονεί ότι, εκ πρώτης όψεως, όλες οι διορθώσεις και τακτοποιήσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως υπάγονται στην αποκλειστική ευθύνη των κρατών μελών, τα οποία είναι ελεύθερα να λαμβάνουν τις σχετικές αποφάσεις, χωρίς οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 να τους επιβάλλουν κανένα περιορισμό.
50 Η Επιτροπή υπενθυμίζει πάντως ότι το σύστημα που θέσπισαν οι κανονισμοί αυτοί διαπνέεται από την επιτακτική ανάγκη διασφαλίσεως στην πράξη της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ διακινούμενων εργαζόμενων και εργαζόμενων κατοίκων ημεδαπής στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, με αποφυγή, μεταξύ άλλων, του ενδεχομένου να τυγχάνουν οι πρώτοι λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από ό,τι οι δεύτεροι.
51 Η Επιτροπή φρονεί ότι στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει συνεπώς να δοθεί απάντηση ότι οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 έχουν την έννοια ότι οι εθνικές διατάξεις που αποκλείουν τη δυνατότητα αναζητήσεως αχρεωστήτου από τους λήπτες παροχών που εμπίπτουν σε συγκεκριμένα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ισχύουν και για τους λήπτες των παροχών που εμπίπτουν στα αντίστοιχα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία αφορούν οι εν λόγω κανονισμοί.
Απάντηση του Δικαστηρίου
52 Ενδείκνυται να υπενθυμιστεί ότι το σύστημα που δημιούργησε ο κανονισμός 1408/71 στηρίζεται σε απλό συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και δεν αποσκοπεί στην εναρμόνισή τους (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 313/86, Lenoir, Συλλογή 1988, σ. 5391, σκέψη 13).
53 Επομένως, οι κανόνες για την παραγραφή ή την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων πρέπει να αναζητηθούν στην εθνική νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους [όσον αφορά την παραγραφή, βλ. την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1974, 35/74, Rzepa, Συλλογή τόμος 1974, σ. 495, σκέψεις 12 και 13, η οποία αφορούσε τους κανονισμούς 3 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 1958, περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων (GU 1958, 30, σ. 561), και 4 του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1958, περί των τρόπων εφαρμογής και συμπληρώσεως των διατάξεων του κανονισμού 3 (GU 1958, 30, σ. 597), αλλά έδωσε λύση που μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία στους κανονισμούς 1408/71 και 574/72].
54 Οι κανόνες που περιέχονται στα άρθρα 94, 95, 95α και 95β του κανονισμού 1408/71 δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μεταβατικές διατάξεις που δεν έχουν εφαρμογή παρά μόνο μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1408/71 ή των τροποποιήσεών του. Η διετής προθεσμία που προβλέπουν τα άρθρα αυτά είναι προθεσμία που αρχίζει να τρέχει κατά την ημερομηνία εφαρμογής μιας νέας κανονιστικής διατάξεως και κατά τη διάρκεια της οποίας ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως υπέρ αυτού, οπότε δεν μπορεί να του αντιταχθεί η εθνική νομοθεσία που προβλέπει συντομότερη αποσβεστική προθεσμία ή συντομότερο χρόνο παραγραφής. Η διετής αυτή προθεσμία δεν ισχύει επομένως για την απόφαση του αρμόδιου φορέα να αναζητήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά.
55 Το ίδιο ισχύει για τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού 574/72, τα οποία πραγματεύονται αποκλειστικά τις σχέσεις μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως των διαφόρων κρατών μελών, όσον αφορά την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή τον προσδιορισμό του φορέα που θα πρέπει να υποστεί το κόστος του ότι η αναζήτηση μιας αχρεώστητης καταβολής έχει καταστεί αδύνατη.
56 Αν και η περίπτωση κατά την οποία μια προσαύξηση συντάξεως έχει καταβληθεί αχρεωστήτως λόγω υπερβάσεως του ανώτατου επιτρεπόμενου εισοδήματος διέπεται από το εθνικό δίκαιο, πρέπει εντούτοις να τονιστεί ότι, όταν πρόκειται για την περίπτωση εργαζομένου που έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που προβλέπει η Συνθήκη, απαιτείται κατά το κοινοτικό δίκαιο να ανταποκρίνονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις αντιμετωπίσεως της περιπτώσεως αυτής στις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (βλ. συναφώς τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1997, C-261/95, Palmisani, Συλλογή 1997, σ. Ι-4025, σκέψη 27, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C-231/96, Edis, Συλλογή 1998, σ. Ι-4951, σκέψη 34).
57 Κατά την αρχή της ισοδυναμίας, επιβάλλεται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των καταστάσεων που απορρέουν από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από ό,τι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν την αντιμετώπιση καθαρά εσωτερικών καταστάσεων (βλ. συναφώς τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Palmisani, σκέψη 32, και Edis, σκέψη 34). Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των εργαζομένων που έχουν ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και των εργαζομένων που έχουν διανύσει ολόκληρη την επαγγελματική σταδιοδρομία τους εντός του ίδιου κράτους μέλους.
58 Κατά την αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτείται να μην καθιστούν οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο (βλ. συναφώς τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Palimsani, σκέψεις 28 και 29, και Edis, σκέψη 34).
59 Θα αντέβαινε στην αρχή της ισοδυναμίας ο διαφορετικός χαρακτηρισμός ή η διαφορετική αντιμετώπιση μιας καταστάσεως που απορρέει από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας αφενός και μιας καθαρά εσωτερικής καταστάσεως αφετέρου, εφόσον οι καταστάσεις αυτές είναι παρόμοιες και συγκρίσιμες, καθώς και η υπαγωγή της καταστάσεως που απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο σε ιδιαίτερη ρύθμιση, λιγότερο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο από ό,τι η ρύθμιση που διέπει την καθαρά εσωτερική κατάσταση, αποκλειστικά και μόνο λόγω του διαφορετικού αυτού χαρακτηρισμού ή της διαφορετικής αυτής αντιμετωπίσεως.
60 Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρίνισαν ότι ορισμένες διατάξεις του ιταλικού δικαίου περί παραγραφής και περί αναζητήσεως αχρεωστήτου έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του S. Pasquini, και συγκεκριμένα η δεκαετής παραγραφή του άρθρου 2946 του ιταλικού Αστικού Κώδικα και οι κανόνες περί εξαιρέσεως από την αρχή περί αναζητήσεως για τα ποσά που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και οι οποίοι περιορίζουν τα δυνάμενα να αναζητηθούν ποσά σε συνάρτηση με τα εισοδήματα των ενδιαφερομένων.
61 Η εφαρμογή των κανόνων αυτών τόσο στις καταστάσεις που απορρέουν από την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων όσο και στις καθαρά εσωτερικές καταστάσεις ανταποκρίνεται στην υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ισοδυναμίας.
62 Εντούτοις, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η ανωτέρω αρχή δεν πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όσον αφορά τις εθνικές διατάξεις περί παραγραφής και αναζητήσεως αχρεωστήτου, αλλά και όσον αφορά όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των συγκρίσιμων καταστάσεων, ανεξάρτητα από το αν οι καταστάσεις αυτές είναι διοικητικής ή δικαστικής φύσεως.
63 Επομένως, οι διατάξεις που επιτρέπουν να λαμβάνεται υπόψη η καλή πίστη του ενδιαφερομένου πρέπει να τυγχάνουν ισοδύναμης εφαρμογής, ανεξάρτητα από το αν ο ενδιαφερόμενος είναι πρώην διακινούμενος εργαζόμενος που έχει καταβάλει εισφορές στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως περισσότερων του ενός κρατών μελών ή πρώην εργαζόμενος που έχει καταβάλει εισφορές σε διάφορα συστήματα διεπόμενα από το εσωτερικό δίκαιο.
64 Συναφώς, το γεγονός ότι, κατά τη χορήγηση της προσαυξήσεως της ιταλικής συντάξεως, επισημάνθηκε στον S. Pasquini ότι το ποσό της συντάξεως αυτής θα μπορούσε να αναθεωρηθεί σε περίπτωση χορηγήσεως αλλοδαπής συντάξεως δεν φαίνεται να δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείρισή του σε σχέση με τον Ιταλό συνταξιούχο που λαμβάνει μία ή περισσότερες αποκλειστικά ιταλικές συντάξεις. Συγκεκριμένα, η επισήμανση αυτή δεν διαφοροποιεί την περίπτωσή του από την περίπτωση του Ιταλού συνταξιούχου που έχει καταβάλει εισφορές σε περισσότερα του ενός ιταλικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, λαμβάνει αυτή την προσαύξηση της συντάξεως και αναμένει ευλόγως ότι το ποσό αυτό θα αναθεωρηθεί σε περίπτωση μεταγενέστερης χορηγήσεως συντάξεως από άλλο σύστημα ή υπερβάσεως του επιτρεπόμενου ανώτατου ορίου εισοδημάτων.
65 Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η περίπτωση του S. Pasquini είναι, στο σημείο αυτό, συγκρίσιμη με την περίπτωση του ανωτέρω αναφερθέντος Ιταλού συνταξιούχου.
66 Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, όσον αφορά τις ιταλικές συντάξεις που εισπράττονται λόγω της υπαγωγής σε διάφορα συστήματα διεπόμενα από το εσωτερικό δίκαιο, το ιταλικό δίκαιο επιβάλλει στο INPS την υποχρέωση να ελέγχει την εκκαθάριση των συντάξεων και, αν είναι αναγκαίο, να διορθώνει το ύψος τους. Για παράδειγμα, το άρθρο 13, παράγραφος 2, του νόμου 412/91 επιβάλλει στον εν λόγω ασφαλιστικό φορέα την υποχρέωση να ελέγχει άπαξ ετησίως τα εισοδήματα των συνταξιούχων και τις επιπτώσεις τους επί του δικαιώματος επί των συνταξιοδοτικών παροχών ή επί του ύψους των παροχών αυτών.
67 Αντίθετα, όσον αφορά τις ιταλικές συντάξεις που καταβάλλονται σε πρώην διακινούμενους εργαζομένους που πρόκειται να λάβουν διάφορες συντάξεις λόγω της υπαγωγής τους σε συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως διαφόρων κρατών μελών, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο έλεγχος αυτός δεν πραγματοποιούνταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το παρελθόν, οπότε διάφορα ποσά καταβάλλονταν αχρεωστήτως επί σειρά ετών, όπως συνέβη στην περίπτωση του S. Pasquini.
68 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν η υποχρέωση ελέγχου της εκκαθαρίσεως των συντάξεων είχε εκπληρωθεί κατά τον ίδιο τρόπο για τις συντάξεις των πρώην διακινούμενων εργαζόμενων και για τις συντάξεις των πρώην εργαζόμενων που είχαν καταβάλει εισφορές σε διάφορα συστήματα διεπόμενα αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο, το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό που θα όφειλε να αποδώσει ο πρώην διακινούμενος εργαζόμενος θα ισούνταν, κατ' ανώτατο όριο, με τα ποσά που θα είχε λάβει αχρεωστήτως ο εν λόγω εργαζόμενος επί ένα έτος.
69 Ακόμη και αν υποτεθεί συνεπώς ότι ο S. Pasquini δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστος υπό την έννοια του ιταλικού νόμου, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 62 και 63 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή της ισοδυναμίας θα απαγόρευε εν πάση περιπτώσει την προβολή της αξιώσεως αποδόσεως ποσού μεγαλύτερου από το άθροισμα των προσαυξήσεων της συντάξεως που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως επί ένα έτος.
70 Από την άποψη αυτή δεν έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης ο ένας από τους φορείς των κρατών μελών που έλαβε απόφαση χορηγήσεως συντάξεως, ο EAVI, παρέβη την υποχρέωσή του να κοινοποιήσει την απόφαση αυτή αμελλητί στο INPS, την οποία του επέβαλλε το άρθρο 49 του κανονισμού 574/72. Συγκεκριμένα, η αρχή της ισοδυναμίας, κατά την οποία δύο συγκρίσιμες καταστάσεις, από τις οποίες η μία έχει κοινοτική προέλευση και η άλλη ανάγεται αποκλειστικά σε ένα μόνο κράτος μέλος, πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες διαδικαστικές προϋποθέσεις, αποτελεί απλώς την έκφραση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Το εν λόγω άρθρο 49, το οποίο αποσκοπεί μόνο στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως των διαφόρων κρατών μελών και όχι στον προσδιορισμό των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων έναντι των φορέων αυτών, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει παρεκκλίσεις από αυτή την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
71 Αντίθετα, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να στηρίξουν στο άρθρο αυτό τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους ότι η περίπτωσή τους θα αντιμετωπιστεί με επιμέλεια από τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως των διαφόρων κρατών μελών εντός των οποίων έχουν εργαστεί, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να μεριμνήσουν οι ίδιοι για τη διαβίβαση των διοικητικών πληροφοριών που τους αφορούν από τον ένα φορέα στον άλλο.
72 Συναφώς επιβάλλεται να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τα παρατιθέμενα στις αποφάσεις που εξέδωσε το INPS στις 20 Οκτωβρίου 1987 και στις 26 Ιουλίου 1988, ο φορέας αυτός γνώριζε ότι ο S. Pasquini είχε εργαστεί στο Λουξεμβούργο 1 256 εβδομάδες, δηλαδή ότι είχε διανύσει στη χώρα αυτή το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του.
73 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου:
Δεδομένου ότι ο κανονισμός 1408/71 απλώς συντονίζει τις εθνικές νομοθεσίες στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η περίπτωση του προσώπου που λαμβάνει διάφορες συντάξεις, λόγω της υπαγωγής του σε συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως διαφόρων κρατών μελών, και στο οποίο η προσαύξηση μιας συντάξεως έχει καταβληθεί αχρεωστήτως, λόγω υπερβάσεως του επιτρεπόμενου ανώτατου εισοδήματος, διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία η διετής προθεσμία που προβλέπουν τα άρθρα 94, 95, 95α και 95β του κανονισμού 1408/71.
Το εθνικό δίκαιο πρέπει πάντως να τηρεί την κοινοτική αρχή της ισοδυναμίας, κατά την οποία οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απορρέουν από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις προϋποθέσεις αντιμετωπίσεως των καθαρά εσωτερικών καταστάσεων, καθώς και την κοινοτική αρχή της αποτελεσματικότητας, κατά την οποία οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί βάσει του κοινοτικού δικαίου.
Οι αρχές αυτές ισχύουν για όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απορρέουν από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για προϋποθέσεις διοικητικής ή δικαστικής φύσεως, όπως είναι οι εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν την παραγραφή και την αναζήτηση αχρεωστήτου ή οι εθνικές διατάξεις που επιβάλλουν στους αρμόδιους ασφαλιστικούς φορείς να λαμβάνουν υπόψη την καλή πίστη των ενδιαφερομένων ή να ελέγχουν κατά τακτά διαστήματα τη συνταξιοδοτική κατάστασή τους.
Επί των δικαστικών εξόδων
74 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική, η Αυστριακή και η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 24ης Ιανουαρίου 2002 το Tribunale ordinario di Roma, αποφαίνεται:
Δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, απλώς συντονίζει τις εθνικές νομοθεσίες στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η περίπτωση του προσώπου που λαμβάνει διάφορες συντάξεις, λόγω της υπαγωγής του σε συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως διαφόρων κρατών μελών, και στο οποίο η προσαύξηση μιας συντάξεως έχει καταβληθεί αχρεωστήτως, λόγω υπερβάσεως του επιτρεπόμενου ανώτατου εισοδήματος, διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία η διετής προθεσμία που προβλέπουν τα άρθρα 94, 95, 95α και 95β του κανονισμού 1408/71, όπως έχει τροποποιηθεί.
Το εθνικό δίκαιο πρέπει πάντως να τηρεί την κοινοτική αρχή της ισοδυναμίας, κατά την οποία οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απορρέουν από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις προϋποθέσεις αντιμετωπίσεως των καθαρά εσωτερικών καταστάσεων, καθώς και την κοινοτική αρχή της αποτελεσματικότητας, κατά την οποία οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί βάσει του κοινοτικού δικαίου.
Οι αρχές αυτές ισχύουν για όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απορρέουν από την άσκηση κοινοτικής ελευθερίας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για προϋποθέσεις διοικητικής ή δικαστικής φύσεως, όπως είναι οι εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν την παραγραφή και την αναζήτηση αχρεωστήτου ή οι εθνικές διατάξεις που επιβάλλουν στους αρμόδιους ασφαλιστικούς φορείς να λαμβάνουν υπόψη την καλή πίστη των ενδιαφερομένων ή να ελέγχουν κατά τακτά διαστήματα τη συνταξιοδοτική κατάστασή τους.