EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0444

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Stix-Hackl της 8ης Ιουνίου 2004.
Fixtures Marketing Ltd κατά Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ (ΟΠΑΠ).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών - Ελλάς.
Οδηγία 96/9/ΕΚ - Νομική προστασία των βάσεων δεδομένων - Έννοια της βάσεως δεδομένων - Πεδίο εφαρμογής του ειδικής φύσεως δικαιώματος - Προγράμματα ποδοσφαιρικών αγώνων - Στοιχήματα.
Υπόθεση C-444/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-10549

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:339

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 8ης Ιουνίου 2004 (1)

Υπόθεση C-444/02

Fixtures Marketing Ltd

κατά

Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ)

[αίτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 96/9/ΕΚ – Βάσεις δεδομένων – Νομική προστασία – Προστασία ειδικής φύσεως δικαιώματος – Νόμιμος χρήστης – Κατάρτιση, έλεγχος και παρουσίαση του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων – (Μη) ουσιώδη τμήματα του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων – Εξαγωγή και επαναχρησιμοποίηση – Κανονική χρήση – Αδικαιολόγητη ζημία του εννόμου συμφέροντος του κατασκευαστή – Ουσιαστική τροποποίηση του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων – Αθλητικοί αγώνες – Οργάνωση στοιχημάτων»






I –    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.        Η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί μία από τις τέσσερις, παραλλήλως υποβληθείσες (2) αναφορικά με την ερμηνεία της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (3) (στο εξής: οδηγία). Όπως και οι λοιπές εκκρεμούσες υποθέσεις, η παρούσα αφορά την προστασία που συνεπάγεται το ειδικής φύσεως δικαίωμα και την έκταση αυτής της προστασίας στον τομέα των αθλητικών στοιχημάτων.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

2.        Το άρθρο 1 της οδηγίας περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με το πεδίο εφαρμογής της. Το περιεχόμενό του είναι το ακόλουθο (αποσπάσματα):

«1.      Η παρούσα οδηγία αφορά τη νομική προστασία των πάσης μορφής βάσεων δεδομένων.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “βάση δεδομένων” νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή κατ’ άλλον τρόπο.»

3.        Το κεφάλαιο III, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 7 έως 11, ρυθμίζει το ειδικής φύσεως δικαίωμα. Το άρθρο 7, το οποίο αφορά το αντικείμενο της προστασίας, ορίζει ότι (απόσπασμα):

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στον κατασκευαστή μιας βάσης δεδομένων το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά, του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.

2.      Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοείται ως:

α)      “εξαγωγή”: η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιοδήποτε μορφή·

β)      “επαναχρησιμοποίηση”: η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές. Η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσης δεδομένων στην Κοινότητα από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου στην Κοινότητα.

Ο δανεισμός στο κοινό δεν συνιστά πράξη εξαγωγής ή επαναχρησιμοποίησης.

3.      Το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να μεταβιβασθεί, εκχωρηθεί ή να παραχωρηθεί δωρεάν με συμβατική άδεια.

[…]

5.      Δεν επιτρέπεται η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων εφόσον συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης.»

4.        Το άρθρο 8, το οποίο αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νόμιμου χρήστη, προβλέπει στην παράγραφο 1:

«Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων η οποία έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί να εμποδίσει το νόμιμο χρήστη της βάσης να εξάγει ή/και να επαναχρησιμοποιεί επουσιώδη μέρη του περιεχομένου της, αξιολογούμενα ποιοτικώς ή ποσοτικώς, για οποιονδήποτε σκοπό. Εάν ο νόμιμος χρήστης δικαιούται να εξάγει ή/και να επαναχρησιμοποιεί τμήμα μόνον της βάσης δεδομένων, η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον για το τμήμα αυτό.»

5.        Το άρθρο 9 διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από το ειδικής φύσεως δικαίωμα.

6.        Το άρθρο 10, το οποίο αφορά τη διάρκεια της προστασίας, ορίζει, στην παράγραφο 3, τα ακόλουθα:

«Οποιαδήποτε ουσιώδης τροποποίηση, αξιολογούμενη ποιοτικώς ή ποσοτικώς, του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων, ιδίως οποιαδήποτε ουσιώδης τροποποίηση εξαιτίας της διαδοχικής σώρευσης προσθηκών, διαγραφών ή μετατροπών, που έχουν ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι πρόκειται για νέα ουσιώδη επένδυση, αξιολογούμενη ποιοτικώς ή ποσοτικώς, παρέχει στη βάση που προκύπτει από την επένδυση αυτή δικαίωμα ιδίας διάρκειας προστασίας.»

 Β –       Η εθνική νομοθεσία

7.        Η οδηγία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 2819/00. Κατά το άρθρο 7, μέρος B, της εισηγητικής εκθέσεως αυτού του νόμου, «η αναγκαιότητα προστασίας των βάσεων δεδομένων πηγάζει από το γεγονός ότι για την κατασκευή βάσεων δεδομένων απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνητών και οικονομικών πόρων, ενώ η αντιγραφή των βάσεων δεδομένων ή η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή με κόστος μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η ανεξάρτητη δημιουργία τους». Κατά το μέρος Ε της εισηγητικής εκθέσεως, αναγνωρίζεται στον κατασκευαστή, πέραν του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ένα ειδικής φύσεως δικαίωμα επί των βάσεων δεδομένων, προκειμένου να αποτραπεί η εξαγωγή και/ή επαναχρησιμοποίηση του ουσιώδους περιεχομένου της βάσεως δεδομένων χωρίς την άδειά του.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

 Α –       Γενικά στοιχεία

8.        Τα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου των ανώτερων κατηγοριών οργανώνονται στην Αγγλία από την «Football Association Premier League Limited» και από την «The Football League Limited», στη δε Σκωτία από την «The Scottish Football League». Από κοινού, η «Premier League» και η «Football League» (που περιλαμβάνουν την πρώτη, δεύτερη και τρίτη κατηγορία) συνιστούν τις τέσσερις κατηγορίες. Πριν από την έναρξη της κάθε αθλητικής περιόδου, καταρτίζεται το χρονοδιάγραμμα των ποδοσφαιρικών συναντήσεων για την συγκεκριμένη περίοδο και για κάθε κατηγορία. Τα στοιχεία αυτά αποθηκεύονται σε ηλεκτρονική μορφή και ανακοινώνονται. Ο προγραμματισμός των ποδοσφαιρικών συναντήσεων ανακοινώνεται, ειδικότερα, με την κυκλοφορία ειδικών φυλλαδίων, αφενός μεν κατά χρονολογική σειρά, αφετέρου δε για κάθε ομάδα στο πλαίσιο της κάθε κατηγορίας. Τα ζεύγη των ομάδων που πρόκειται να αντιπαρατεθούν αναγράφονται υπό μορφή X κατά Y (π.χ. Southampton κατά Arsenal). Σε κάθε περίοδο λαμβάνουν χώρα 2 000 συναντήσεις, οι οποίες εκτείνονται σε διάστημα 41 εβδομάδων.

9.        Οι διοργανωτές των ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων της Αγγλίας και της Σκωτίας επέλεξαν την εταιρία σκωτικού δικαίου Football Fixtures Limited για τη διαχείριση, ιδίως μέσω συμβάσεων παραχωρήσεως αδείας, της χρησιμοποιήσεως των χρονοδιαγραμμάτων των ποδοσφαιρικών συναντήσεων. Με τη σειρά της, η Football Fixtures Limited εκχώρησε τα δικαιώματά της εκμεταλλεύσεως και χρήσεως εκτός της Μεγάλης Βρετανίας στην εταιρία Fixtures Marketing Limited (στο εξής: Fixtures).

 Β –       Ειδικά στοιχεία

10.      Η Fixtures προσέφυγε επανειλημμένως στη δικαιοσύνη κατά του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ (στο εξής: ΟΠΑΠ). Προσάπτει στον εν λόγω οργανισμό ότι, παρανόμως και άνευ αδείας της αγγλικής και σκωτικής εταιρίας που δημιούργησαν, κατάρτισαν και εκμεταλλεύονται τα χρονοδιαγράμματα των ποδοσφαιρικών συναντήσεων των πρωταθλημάτων της Αγγλίας και της Σκωτίας, εξήγαγε επανειλημμένως μεγάλο αριθμό ζευγών από ομάδες που επρόκειτο να αντιπαρατεθούν, θέτοντάς τα στις διαδικτυακές της σελίδες «Πάμε Στοίχημα», «Ποδόσφαιρο Κάθε Μέρα», «Χρυσό Ποδόσφαιρο» και «Προπό», οι οποίες τίθενται στη διάθεση του ελληνικού κοινού, κατά παραβίαση του ειδικής φύσεως δικαιώματος των εταιριών που εκπροσωπεί η Fixtures. Επικαλούμενη τον επείγοντα χαρακτήρα του αιτήματός της, ζήτησε, κατά συνέπεια, τη λήψη προσωρινών μέτρων, ειδικότερα δε να απαγορευθεί στον ΟΠΑΠ, επ’ απειλή επιβολής προστίμου για κάθε μελλοντική παραβίαση του δικαιώματος της Fixtures επί των εν λόγω πινάκων των προγραμματισμένων να διεξαχθούν στην Αγγλία και τη Σκωτία ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων, επίσης δε να διαταχθεί η δημοσίευση της αποφάσεως στον καθημερινό αθηναϊκό Τύπο δαπάναις του καθού.

IV – Τα προδικαστικά ερωτήματα

11.      Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Ποιο είναι το νόημα της βάσεως δεδομένων και ποια είναι η έκταση εφαρμογής της οδηγίας 96/9/ΕΚ και ειδικώς του άρθρου 7 αυτής, που αναφέρεται στο ειδικής φύσεως (sui generis) δικαίωμα;

2)      Αφού θα οριοθετηθεί η έκταση εφαρμογής της οδηγίας, τυγχάνουν προστασίας οι κατάλογοι ποδοσφαιρικών αγώνων, σαν βάσεις δεδομένων επί των οποίων υπάρχει ειδικής φύσεως δικαίωμα κατασκευαστή και με ποιες προϋποθέσεις;

3)      Πώς ακριβώς προσβάλλεται το δικαίωμα επί της βάσης των δεδομένων και αυτό προστατεύεται επί αναδιάταξης του περιεχομένου της βάσης δεδομένων;»

V –    Επί του παραδεκτού

12.      Κατά τη Φινλανδική Κυβέρνηση, τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις παραδεκτού που έχει καθορίσει το Δικαστήριο με τη νομολογία του. Ειδικότερα, δεν περιλαμβάνουν επαρκή στοιχεία ως προς την ισχύουσα εθνική νομοθεσία. Εξάλλου, η κρίσιμη για την υπόθεση διάταξη της οδηγίας περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 και όχι στο άρθρο 7. Επίσης, τα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν αποκλειστικώς από τη συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων της Fixtures. Δεν εκτίθεται η άποψη του ΟΠΑΠ επί των πραγματικών περιστατικών. Ομοίως, δεν διευκρινίζεται η σχέση μεταξύ των νομικών διατάξεων και των πραγματικών περιστατικών. Τα παρεχόμενα στοιχεία είναι τόσο ελλιπή, ώστε να αδυνατεί η Φινλανδική Κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια επισταμένη ανάλυση.

13.      Η Επιτροπή αρκείται στην παρατήρηση ότι, με βάση τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, δεν καθίσταται εφικτή η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας επί των περιστατικών της παρούσας υποθέσεως. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως.

14.      Αποτελεί πάγια νομολογία ότι απόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια, που έχουν επιληφθεί της διαφοράς και φέρουν την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμούν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (4).

15.      Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβάλει άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (5).

16.      Εν προκειμένω, δεν είναι προφανές ότι τα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου εμπίπτουν σ’ αυτή την περίπτωση. Αφενός, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ερμηνεία που ζητείται δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον η έκβαση αυτής εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την έννοια του όρου «βάση δεδομένων», όπως αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 1 της οδηγίας. Αφετέρου, το εθνικό δικαστήριο παρέσχε στο Δικαστήριο –έστω συνοπτικώς– όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα

17.      Κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί όπως το εθνικό δικαστήριο καθορίζει το πραγματικό κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα και υποβάλλει ή, τουλάχιστον, εξηγεί τις πραγματικές καταστάσεις επί των οποίων στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά (6). Δεδομένου ότι η εφαρμογή επί των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που παρασχέθηκαν αρκούν ώστε το Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνει, μάλιστα, πληροφοριακά στοιχεία τα οποία δεν περιέχει η συναφής υπόθεση C-46/02, κατά της οποίας δεν διατύπωσε επικρίσεις η Φινλανδική Κυβέρνηση, αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ Fixtures και Football Fixtures Limited. Όσον αφορά τον ΟΠΑΠ, τα παρασχεθέντα σχετικά με τη δραστηριότητά του στοιχεία είναι επαρκή.

18.      Πάντως, τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέχονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής δεν χρησιμεύουν μόνο στο να παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και στο να παρέχουν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Στο Δικαστήριο απόκειται να μεριμνά για την εξασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει της προπαρατεθείσας διατάξεως, μόνο οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερόμενους να μετάσχουν στη διαδικασία (7).

19.      Ο μεγάλος αριθμός παρατηρήσεων που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου –περιλαμβανομένων των παρατηρήσεων της Φινλανδικής Κυβερνήσεως– αποδεικνύει ότι τα παρασχεθέντα με τη διάταξη παραπομπής στοιχεία υπήρξαν επαρκή για τους συντάκτες αυτών των παρατηρήσεων, προκειμένου να διατυπώσουν μια χρήσιμη άποψη επί των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο.

20.      Το Δικαστήριο έχει, επίσης, αποφανθεί ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να παράσχει ορισμένες τουλάχιστον εξηγήσεις ως προς τους λόγους επιλογής των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας των οποίων ζητεί ερμηνεία και ως προς τον σύνδεσμο που κατά τη γνώμη του υφίσταται μεταξύ αυτών των διατάξεων και της εφαρμοστέας επί της διαφοράς εθνικής νομοθεσίας (8).

21.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πάντως, αρκεί να πιθανολογείται, εν όψει των περιστατικών που εκθέτει το εθνικό δικαστήριο, ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης εμπίπτουν στις διατάξεις των οποίων ζητείται η ερμηνεία. Πράγματι, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Προς τούτο, το Δικαστήριο ενδέχεται να λάβει υπόψη κανόνες του κοινοτικού δικαίου στους οποίους δεν αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του (9).

22.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών είναι παραδεκτά.

23.      Ορισμένα στοιχεία αυτών των προδικαστικών ερωτημάτων δεν αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή της οδηγίας, αλλά την εφαρμογή της οδηγίας επί μιας συγκεκριμένης υποθέσεως. Ως προς αυτό το ζήτημα, πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι αυτά τα ερωτήματα δεν εμπίπτουν στα όρια της αποστολής του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, όπως αυτή καθορίζεται με το άρθρο 234 ΕΚ, αλλ’ ότι εμπίπτουν στα όρια της αρμοδιότητας του εθνικού δικαστηρίου και ότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο πρέπει να περιορισθεί στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου.

24.      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, η οποία στηρίζεται στη σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (10).

25.      Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης ούτε να προβεί στην εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που ερμήνευσε επί εθνικών μέτρων και πραγματικών περιστατικών, καθόσον αυτό αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Συνεπώς, η εξέταση ορισμένων πραγματικών στοιχείων που αφορούν την επίμαχη βάση δεδομένων απαιτεί εκτίμηση πραγματικών δεδομένων εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (11). Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

VI – Επί του βασίμου: εκτίμηση

26.      Τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία σειράς διατάξεων της οδηγίας, κυρίως την ερμηνεία ορισμένων εννοιών. Τα προβαλλόμενα με τα ερωτήματα αυτά ζητήματα εμπίπτουν σε διαφορετικούς τομείς και πρέπει να καταταγούν αναλόγως. Ενώ ορισμένα νομικά ζητήματα αφορούν το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, άλλα αφορούν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του ειδικής φύσεως δικαιώματος και του περιεχομένου του.

 Α –       Επί του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής: η έννοια της «βάσεως δεδομένων» (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

27.      Ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία αναφέρθηκαν στις γραπτές παρατηρήσεις τους, όσον αφορά την κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας έννοια της «βάσεως δεδομένων», σε κριτήρια τα οποία ασκούν επιρροή μόνο στο στάδιο καθορισμού του αντικειμένου της προστασίας που χορηγείται με το ειδικής φύσεως δικαίωμα.

28.      Η ερμηνεία της κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, έννοιας της «βάσεως δεδομένων» αφορά τη μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας, και συνεπώς του γενικού καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της. Αυτό το πεδίο εφαρμογής πρέπει να διακριθεί από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ειδικής φύσεως δικαιώματος, δηλαδή του «αντικειμένου της προστασίας» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7 της οδηγίας. Ασφαλώς, η διάταξη αυτή συνδέεται με τη νομική έννοια της «βάσεως δεδομένων» αλλά, όσον αφορά το αντικείμενο του ειδικής φύσεως δικαιώματος, προβλέπει πολλές συμπληρωματικές προϋποθέσεις. Τούτο σημαίνει ότι οι βάσεις δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν αποτελούν όλες αντικείμενα άξια προστασίας υπό την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας.

29.      Στη διάκριση αυτή προβαίνουν επίσης οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας. Ειδικότερα, η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη αφορά την έννοια της βάσεως δεδομένων και η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη το αντικείμενο του ειδικής φύσεως δικαιώματος. Είναι αληθές ότι τα παρατιθέμενα παραδείγματα δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχή ώστε να τονίζεται η διαφορετική σημασία: έτσι, ο καθορισμός ορισμένων καλλιτεχνικών εκτελέσεων, π.χ., μουσικών έργων, δεν συνιστά καν βάση δεδομένων, ενώ η συμπίληση μουσικών εκτελέσεων δεν εμπίπτει στα προστατευόμενα αντικείμενα. Τούτο προκύπτει εντούτοις από το γεγονός και μόνον ότι, σε παρόμοια περίπτωση, δεν υφίσταται βάση δεδομένων.

30.      Για να χορηγηθεί το θεσπιζόμενο στο άρθρο 7 ειδικής φύσεως δικαίωμα, είναι συνεπώς αναγκαίο ένα αντικείμενο να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά «βάσεως δεδομένων», ακόμη και αν αυτή η προϋπόθεση δεν αρκεί.

31.      Η ερμηνεία της έννοιας της «βάσεως δεδομένων» μπορεί πρώτον να εμπνέεται από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι έχουν προσανατολιστικό ρόλο. Τούτο συμβαίνει κατ’ αρχάς για το άρθρο 10, παράγραφος 2, της συμφωνίας για τις πτυχές των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που άπτονται του εμπορίου, γνωστή με την ονομασία ADPIC (ή TRIPS στην αγγλική γλώσσα) (12) αν και η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει όλα τα κριτήρια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί το άρθρο 2, παράγραφος 5, του αναθεωρηθέντος κειμένου της ίδιας της Συμβάσεως της Βέρνης. Αντιθέτως, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, που είναι προγενέστεροι της προς ερμηνεία οδηγίας, δεν μπορούν να παράσχουν πρόσφορο κριτήριο. Π.χ., τούτο συμβαίνει με το άρθρο 5 της Συνθήκης της Παγκόσμιας Οργάνωσης Πνευματικής Ιδιοκτησίας περί του δικαιώματος του δημιουργού, η οποία συνήφθη μόλις το 1996. Όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεως της, συγκεκριμένα τα έγγραφα της Επιτροπής, η οδηγία εμπνέεται ιδίως από το αναθεωρημένο κείμενο της Συμβάσεως της Βέρνης.

32.      Η αναζήτηση ερμηνείας ενόψει των προαναφερθέντων κανόνων του διεθνούς δικαίου δεν καταλήγει εντούτοις σε κανένα αποτέλεσμα στην περίπτωση της έννοιας της βάσεως δεδομένων, διότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας περιλαμβάνει ορισμό ο οποίος –ακόμη και αν δεν είναι πολύ ακριβής– θεσπίζει πολλές προϋποθέσεις, η έννοια των οποίων πρέπει να εξετασθεί λεπτομερέστερα κατωτέρω. Εντούτοις, σ’ αυτό το πλαίσιο το Δικαστήριο πρέπει να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορέσει να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης, αλλά εναπόκειται πάντοτε στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει στη συγκεκριμένη περίπτωση τις ερμηνευθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ή τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη.

33.      Αυτή καθεαυτή, η δομή του άρθρου 1 της οδηγίας, η οποία περιλαμβάνει διάφορους κανόνες σχετικά με τις βάσεις δεδομένων, συνηγορεί υπέρ της ευρείας ερμηνείας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται στις «πάσης μορφής βάσεις δεδομένων». Εξάλλου, το στοιχείο ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, προβλέπει μια εξαίρεση, και τούτο για προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή, συνηγορεί επίσης υπέρ της ευρύτερης ερμηνείας της έννοιας της «βάσεως δεδομένων».

34.      Η πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει στοιχείο υπέρ της ευρείας ερμηνείας, όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας (13).

35.      Πάντως, είναι ουσιώδες για τον καθορισμό της έννοιας της «βάσεως δεδομένων» να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2.

36.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπάρχει «συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων» (η υπογράμμιση δική μου). Δεν συντρέχει λόγος εκτενέστερης εξετάσεως του ζητήματος αν η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά δεδομένα ή στοιχεία διότι, στην πράξη, πρόκειται είτε για δεδομένα, νοούμενα ως σειρά ενδείξεων χρησιμοποιουμένων για την παρουσίαση πραγματικών περιστατικών, δηλαδή ως στοιχειώδεις κοινοποιήσεις έχουσες δυνητικώς πληροφοριακό περιεχόμενο (14), ήτοι στοιχεία αποτελούντα αναγνωρίσιμες ενότητες.

37.      Εφόσον δεν ορίζεται σαφώς στην οδηγία, δεν θα πρέπει να πρόκειται για σημαντικό αριθμό δεδομένων ή στοιχείων. Η απαίτηση αυτή είχε διατυπωθεί από το Κοινοβούλιο, αλλά δεν υποστηρίχθηκε ούτε από το Συμβούλιο ούτε από την Επιτροπή. Οι ποσοτικής τάξεως απαιτήσεις προβλέπονται μόνο στις διατάξεις σχετικά με το ειδικής φύσεως δικαίωμα, δηλαδή το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο απαιτεί «ουσιώδη επένδυση».

38.      Στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να αναζητηθεί μάλλον αν πληρούται η προϋπόθεση που αφορά τον ανεξάρτητο χαρακτήρα των δεδομένων ή των στοιχείων.

39.      Το κριτήριο αυτό σημαίνει ότι τα δεδομένα ή στοιχεία δεν πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους, ή πρέπει τουλάχιστον να μπορούν να απομονώνονται χωρίς να χάνουν το πληροφοριακό περιεχόμενό τους (15), λόγος για τον οποίο η οδηγία δεν αφορά τον ήχο ή τις εικόνες μιας ταινίας. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η ερμηνεία ότι η ανεξαρτησία δεν πρέπει να αφορά μόνον τα στοιχεία μεταξύ τους, αλλά να υφίσταται και εντός της συλλογής δεδομένων ή στοιχείων (16).

40.      Στη συνέχεια, η οδηγία αφορά μόνο τις συλλογές δεδομένων ή στοιχείων, που είναι διευθετημένα κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο. Η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι δεν απαιτείται το υλικό αυτό να έχει αποθηκευθεί υλικώς κατά οργανωμένο τρόπο. Η προϋπόθεση αυτή έχει σκοπό να αποκλείσει τα μη οργανωμένα δεδομένα (17) και να καλύψει μόνο τις οργανωμένες συλλογές δεδομένων, δηλαδή τα δεδομένα που είναι διευθετημένα βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (18). Προς τούτο αρκεί να έχει θεσπιστεί μια δομή των δεδομένων και η διάταξή τους να εμφανίζεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του αντιστοίχου προγράμματος έρευνας (19), και επομένως κατ’ ουσίαν χάρη στην επιλογή και ενδεχομένως μέσω ευρετηριάσεως. Περιλαμβάνονται τόσο οι στατικές βάσεις δεδομένων όσο και οι δυναμικές βάσεις δεδομένων (20).

41.      Τέλος, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας απαιτεί τα στοιχεία να είναι «ατομικώς προσιτά με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλον τρόπο». Έτσι, η απλή αποθήκευση δεδομένων δεν καλύπτεται από την κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας έννοια της «βάσεως δεδομένων».

42.      Τέλος, η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, έννοια της «βάσεως δεδομένων» πρέπει, κατά συνέπεια, να νοείται υπό ευρεία έννοια. Πάντως, οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας το αντικείμενο της προστασίας επιφέρουν συναφώς περιορισμούς.

43.      Ορισμένες κυβερνήσεις έκριναν ότι η επιλογή και η διάταξη του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων σχετικά με τις αθλητικές συναντήσεις δεν συνιστούν πνευματικής φύσεως έργο. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η δημιουργικότητα δεν είναι χαρακτηριστικό που απαιτείται για τις βάσεις δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας. Υπάρχουν μάλιστα αμφιβολίες για το αν η δημιουργικότητα αποτελεί χαρακτηριστικό κριτήριο αν εξετάσουμε το αντικείμενο του ειδικής φύσεως δικαιώματος. Αντιθέτως, η βάση δεδομένων πρέπει να αποτελεί ίδια πνευματική δημιουργία για να μπορεί να απολαύει της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού που ρυθμίζεται με το κεφάλαιο II της οδηγίας (άρθρα 3 επ.): στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ουσιώδη προϋπόθεση. Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας ορίζει όμως ότι το ειδικής φύσεως δικαίωμα ισχύει ανεξαρτήτως του αν η βάση δεδομένων ή το περιεχόμενό της επιδέχεται προστασίας βάσει του δικαιώματος του δημιουργού.

44.      Το ειδικής φύσεως δικαίωμα δεν έχει το ίδιο αντικείμενο με το δικαίωμα του δημιουργού. Το αντικείμενο του νεοδημιουργηθέντος αυτού δικαιώματος είναι η προστασία της πράξεως της επενδύσεως, αντιθέτως προς το δικαίωμα του δημιουργού που σκοπεί στην προστασία της πράξεως της δημιουργίας (21). Συνεπώς, υπάρχει διαφορά και όσον αφορά τον φορέα του δικαιώματος: ενώ, πράγματι, το ειδικής φύσεως δικαίωμα προστατεύει τον κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων, το δικαίωμα του δημιουργού τυγχάνει εφαρμογής, όπως υποδεικνύει το όνομά του, επί του δημιουργού.

45.      Ορισμένες κυβερνήσεις ισχυρίστηκαν με τις γραπτές τους παρατηρήσεις ότι η επίμαχη βάση δεδομένων δεν είναι διευθετημένη κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο διότι τα ζεύγη των ομάδων σχηματίζονται δι’ αποκλεισμού. Παρατηρείται συναφώς ότι το περιεχόμενο της βάσης δεδομένων δεν αφορά μόνο δεδομένα προκύπτοντα από αποκλεισμό, αλλά πρέπει να πραγματοποιηθούν συμπληρωματικές εγγραφές, όπως ο χρόνος και η ημερομηνία της συναντήσεως.

 Β –       Επί του αντικειμένου της προστασίας: οι προϋποθέσεις (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

46.      Για να μπορεί μια βάση δεδομένων να καλύπτεται από το ειδικής φύσεως δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 7 της οδηγίας πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζει η διάταξη αυτή. Η παρούσα διαδικασία αφορά την ερμηνεία ορισμένων από τα κριτήρια αυτά.

47.      Στο πλαίσιο αυτό θέλω να υπομνήσω τη νομική συζήτηση επί του ζητήματος αν αυτό το ειδικής φύσεως δικαίωμα χρησιμεύει για την προστασία της παρεχόμενης υπηρεσίας δηλαδή, ουσιαστικώς, την κατάρτιση της βάσεως δεδομένων ή το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή την ενέργεια. Συναφώς διαπιστώνεται ότι η οδηγία προστατεύει τις βάσεις δεδομένων και το περιεχόμενό τους, αλλά δεν προστατεύει την πληροφορία που περιέχουν αυτές. Σε τελική ανάλυση αυτό που έχει σημασία είναι δηλαδή η προστασία του λαμβανομένου προϊόντος, ενώ τα μέσα που εφαρμόζονται για να επιτευχθεί το προϊόν αυτό, δηλαδή η επένδυση, προστατεύονται επίσης έμμεσα (22).

48.      Οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας προστίθενται στις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το αντικείμενο της προστασίας αναδεικνύεται στενότερη έννοια από τη «βάση δεδομένων» του άρθρου 1.

49.      Το νέο ειδικής φύσεως δικαίωμα που κατοχυρώνει η οδηγία εμπνέεται από τα «Katalogrechte» των βορείων χωρών και το ολλανδικό «geschriftenbescherming». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να μεταφερθούν στην οδηγία οι αντιλήψεις που έχουν αναπτυχθεί σχετικά με αυτά τα πρόδρομα συστήματα στην επιστήμη και στη νομολογία. Αντιθέτως η οδηγία πρέπει να αποτελέσει το κριτήριο βάσει του οποίου θα ερμηνευθεί το εθνικό δίκαιο, ο κανόνας δε αυτός ισχύει και για τα κράτη μέλη στα οποία εφαρμόζονταν οι πριν από την οδηγία παρόμοιες διατάξεις. Πράγματι σ’ αυτά τα κράτη μέλη χρειάστηκε να προσαρμοστούν οι εθνικές νομοθεσίες προς τις διατάξεις της οδηγίας.

1.      Η έννοια της «ουσιώδους επένδυσης»

50.      Μια από τις βασικές έννοιες για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της προστασίας που παρέχει το ειδικής φύσεως δικαίωμα είναι η έκφραση «ουσιώδης επένδυση» που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Η ουσιαστική αυτή προϋπόθεση ορίζεται ακριβέστερα ως εξής: το στοιχείο του ουσιώδους πρέπει να συντρέχει «ποιοτικώς ή ποσοτικώς». Όμως η οδηγία δεν περιέχει νομικό ορισμό αυτής της εναλλακτικής αντίληψης. Για τον λόγο αυτό η επιστήμη ζητεί διευκρινίσεις από το Δικαστήριο. Το αίτημα αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένο γιατί είναι το μόνο μέσο που θα εξασφαλίσει την αυτοτελή και ομοιόμορφη κοινοτική ερμηνεία. Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εφαρμογή των κριτηρίων ερμηνείας απόκειται σε τελευταία ανάλυση στα εθνικά δικαστήρια πράγμα που συνεπάγεται τον κίνδυνο αποκλίσεων κατά την εφαρμογή.

51.      Εν πρώτοις, από τη δομή του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι ο όρος «ουσιώδης επένδυση» έχει έννοια σχετική. Σύμφωνα με το προοίμιο της κοινής θέσης στο πλαίσιο της οποίας η διάταξη αυτή έλαβε την τελική της μορφή οι επενδύσεις που πρέπει να προστατευθούν είναι αυτές που πραγματοποιήθηκαν για την αναζήτηση και τη συλλογή του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων (23).

52.      Συνεπώς, οι επενδύσεις πρέπει να αφορούν συγκεκριμένες δραστηριότητες που ανάγονται στην κατάρτιση της βάσης δεδομένων. Το άρθρο 7 μνημονεύει ενδεικτικά τις ακόλουθες δραστηριότητες: απόκτηση, έλεγχος ή παρουσίαση περιεχομένου της βάσης δεδομένων. Δεδομένου ότι στα στοιχεία αυτά αναφέρεται χωριστό προδικαστικό ερώτημα δεν χρειάζεται να εξετάσω την έννοιά τους σ’ αυτό το στάδιο.

53.      Η τεσσαρακοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναφέρεται στη φύση των επενδύσεων που μπορούν να ληφθούν υπόψη. Η τελευταία φράση της είναι η ακόλουθη: «οι επενδύσεις αυτές είναι δυνατόν να συνίστανται σε διάθεση χρηματοδοτικών μέσων ή/και δαπάνη χρόνου, προσπαθειών και ενέργειας». Κατά την έβδομη αιτιολογική σκέψη πρέπει να πρόκειται για επένδυση σημαντικών ανθρωπίνων, τεχνικών και οικονομικών πόρων.

54.      Επιπλέον, ο όρος «ουσιώδης» έχει και αυτός σχετική έννοια, δηλαδή προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις δαπάνες και αποσβέσεις αφενός (24) και αφετέρου, αναλόγως της σημασίας, της φύσεως και του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καθώς και του τομέα στον οποίο ανάγεται (25).

55.      Οι προστατευόμενες επενδύσεις, δηλαδή, δεν είναι μόνο αυτές που έχουν σημαντική αξία κατ’ απόλυτη έννοια (26). Ωστόσο, το κριτήριο του «ουσιώδους» δεν μπορεί να νοηθεί κατά καθαρά σχετικό τρόπο. Η οδηγία απαιτεί, όπως θα απαιτούσε κάποιος κανόνας de minimis, οι δυνάμενες να προστατευθούν επενδύσεις να έχουν ένα απόλυτο κατώτατο όριο (27). Αυτό προκύπτει από τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη όπου τονίζεται ότι η επένδυση πρέπει να είναι «επαρκώς ουσιώδης» (28). Πάντως, αυτό το όριο πρέπει να τοποθετείται αρκετά χαμηλά. Αυτό υπαινίσσεται η πεντηκοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη (29), που δεν περιέχει άλλη διευκρίνιση ως προς το ποσό. Εν συνεχεία, το γεγονός ότι η οδηγία πρέπει να συμβάλλει στην εναρμόνιση διαφορετικών συστημάτων επιρρωννύει την άποψη αυτή. Τέλος, ένα πολύ υψηλό όριο θα αποδυνάμωνε τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει η οδηγία, δηλαδή να δώσει κίνητρα για επενδύσεις.

56.      Ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία επικαλούνται, στις γραπτές παρατηρήσεις τους, στην καλούμενη «Spin-off» θεωρία βάσει της οποίας τα υποπροϊόντα δεν περιλαμβάνονται στην προστασία που παρέχει το δικαίωμα. Λαμβάνονται υπόψη μόνο τα έσοδα που χρησίμευσαν για την απόσβεση των επενδύσεων. Οι ανωτέρω επισήμαναν ότι η επίδικη βάση δεδομένων είναι αναγκαία για την οργάνωση των αθλητικών αγώνων, πράγμα που σημαίνει ότι καταρτίστηκε προς τον σκοπό αυτό. Η επένδυση έχει ως σκοπό την οργάνωση των πρωταθλημάτων και όχι αποκλειστικά την κατάρτιση της βάσης δεδομένων. Η επένδυση αυτή έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να πραγματοποιηθεί έστω και μόνο διότι υπάρχει η υποχρέωση διοργανώσεως των αγώνων. Συνεπώς η βάση δεδομένων είναι ένα υποπροϊόν σε μια άλλη αγορά.

57.      Εν προκειμένω πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε αν και κατά ποιο τρόπο μπορεί να ληφθεί υπόψη η θεωρία «Spin-off» για την ερμηνεία της οδηγίας και ειδικότερα του ειδικής φύσεως δικαιώματος. Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που διατυπώθηκαν στην παρούσα υπόθεση όσον αφορά την προστασία των βάσεων δεδομένων που αποτελούν απλώς υποπροϊόντα, επιβάλλεται κάποια απομυθοποίηση της θεωρίας «Spin-off». Η αναφορά στη θεωρία αυτή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές της καταβολές, εξηγείται από τον σκοπό της οδηγίας, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 20, που είναι να ενθαρρύνει τις επενδύσεις βελτιώνοντας την προστασία τους. Η θεωρία στηρίζεται πάντως στην αντίληψη ότι οι επενδύσεις πρέπει να αποσβένονται με έσοδα που λαμβάνονται από την κύρια δραστηριότητα. Η θεωρία Spin-off έχει δηλαδή ως συνέπεια ότι η οδηγία προστατεύει μόνο τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες για την εύρεση του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων (30). Όλα αυτά τα επιχειρήματα έχουν την αξία τους και πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία της οδηγίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στο όνομα της θεωρίας αυτής θα αποκλειστεί κάθε άλλο στοιχείο. Αυτό που είναι και παραμένει καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία της οδηγίας είναι οι διατάξεις της.

58.      Για να επιλυθεί το νομικό ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία το ακόλουθο ερώτημα: πρέπει να εξαρτάται η παροχή προστασίας σε μια βάση δεδομένων από την πρόθεση του δημιουργού της βάσης ή από τον σκοπό της, στην περίπτωση που τα δύο αυτά στοιχεία δεν συμπίπτουν; Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να αρκεστώ στην παρατήρηση ότι η οδηγία και δη ούτε το άρθρο 1 ούτε το άρθρο 7 μνημονεύει τον σκοπό της βάσης δεδομένων. Αν, όμως, ο νομοθέτης ήθελε να επιβάλει τέτοια προϋπόθεση θα το είχε διευκρινίσει ρητά. Συγκεκριμένα, τόσο το άρθρο 1 όσο και το άρθρο 7 δείχνουν ότι σαφής πρόθεσή του ήταν να καθορίσει ένα σύνολο προϋποθέσεων. Εξ αυτού έπεται ότι ο σκοπός της βάσης δεδομένων δεν αποτελεί κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να προσδιοριστεί αν η βάση δεδομένων καλύπτεται από την προστασία. Το καθοριστικό στοιχείο είναι οι προϋποθέσεις που απαριθμεί το άρθρο 7. Η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη που επικαλούνται ορισμένοι διάδικοι δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Αφενός, διότι αυτή η αιτιολογική σκέψη αφορά το εύρος της ειδικής φύσεως προστασίας και, αφετέρου, διότι σκοπεί να εξασφαλίσει ότι δεν θα θιγεί η επένδυση.

59.      Οι λοιπές αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας που αναφέρονται στις επενδύσεις και των οποίων υπογραμμίστηκε η σημασία, όπως είναι η δέκατη ένατη και η τεσσαρακοστή, δεν περιέχουν ούτε αυτές στοιχεία που να υπαινίσσονται ότι η προστασία μιας βάσης δεδομένων εξαρτάται από τον σκοπό της.

60.      Στην πράξη εξάλλου μπορεί να υπάρχουν δημιουργοί βάσεων δεδομένων που εξυπηρετούν πλείονες σκοπούς με την ίδια βάση. Μπορεί δηλαδή να συμβεί ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν προς τον σκοπό αυτό δεν μπορούν να αναχθούν σε ένα σαφή σκοπό ή δεν μπορούν να διακριθούν από το λοιπό πλαίσιο. Στην περίπτωση αυτή το κριτήριο του σκοπού της βάσης δεδομένων δεν παρέχει σαφή λύση. Πράγματι, η επένδυση είτε θα προστατευόταν ανεξάρτητα από την ύπαρξη άλλου σκοπού είτε θα στερούνταν πλήρως προστασίας λόγω αυτού του άλλου σκοπού. Κατά συνέπεια, το κριτήριο του σκοπού αποδεικνύεται είτε ανεφάρμοστο είτε ασυμβίβαστο με τον σκοπό που εξυπηρετεί η οδηγία. Συγκεκριμένα, ο αποκλεισμός της προστασίας των βάσεων δεδομένων που εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς αντιβαίνει τον στόχο της οδηγίας που είναι να δημιουργήσει συνθήκες που θα ευνοούν τις επενδύσεις. Αυτό θα συνιστούσε μεγάλο εμπόδιο για τις επενδύσεις της βάσης δεδομένων πολλαπλής λειτουργίας.

61.      Η επίδικη στην κύρια δίκη βάση δεδομένων αποτελεί παράδειγμα περίπτωσης στην οποία η κατάρτιση της βάσης δεδομένων γίνεται επίσης και για τη διοργάνωση των πρωταθλημάτων. Η κατάρτιση μιας ξεχωριστής βάσης δεδομένων –ενδεχομένως πανομοιότυπης– για κάθε σκοπό θα ήταν ριζικά αντίθετα με τα οικονομικά συμφέροντα και δεν μπορεί να επιβληθεί στο όνομα της οδηγίας.

62.      Για να κριθεί αν, στην κύρια υπόθεση, πρόκειται για ουσιώδη επένδυση, πρέπει να εφαρμοστούν τα προαναφερθέντα κριτήρια σε μια συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση. Σύμφωνα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ όσον αφορά τις προδικαστικές παραπομπές, αυτό είναι έργο του εθνικού δικαστηρίου. Για να εκτιμηθούν οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη βάση δεδομένων πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να περιληφθούν οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για τον σχεδιασμό των αγώνων, όπως το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο αγώνας για τους θεατές, τα συμφέροντα των εταιριών στοιχημάτων, η εμπορική εκμετάλλευση από τους ομίλους, οι άλλες τοπικές εκδηλώσεις στην προβλεπόμενη ημερομηνία, η ισόρροπη κατανομή των αγώνων από γεωγραφικής σκοπιάς, καθώς και η πρόληψη της διατάραξης της δημόσιας τάξης. Τέλος, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη, κατά την εκτίμηση αυτή, ο αριθμός των αγώνων. Το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις φέρει ο διάδικος που επικαλείται την προστασία του ειδικής φύσεως δικαιώματος.

2.      Η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έννοια της «αποκτήσεως»

63.      Η αντιδικία στην παρούσα υπόθεση αφορά το ζήτημα αν υπάρχει απόκτηση κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Η διάταξη αυτή προστατεύει μόνο τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται για την «απόδειξη», τον «έλεγχο», ή την «παρουσίαση» του περιεχομένου της βάσης δεδομένων.

64.      Ως αφετηρία πρέπει να ληφθεί ο σκοπός του ειδικής φύσεως δικαιώματος. Δηλαδή η προστασία του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε την κατασκευή ως τον όρο γένους (31) που περιλαμβάνει την απόκτηση, τον έλεγχο και την παρουσίαση.

65.      Η κύρια δίκη αφορά ένα πολυσυζητημένο νομικό ζήτημα και δη το ερώτημα αν και ενδεχομένως υπό ποιους όρους –και σε ποιο βαθμό– η οδηγία προστατεύει όχι μόνο τα υπάρχοντα δεδομένα, αλλά και τα νεοδημιουργηθέντα από τον κατασκευαστή. Αν η απόκτηση αφορά μόνο τα υπάρχοντα δεδομένα, τότε η προστασία των επενδύσεων καλύπτει μόνον αυτή την απόκτηση. Αν δηλαδή ληφθεί ως βάση αυτή η αντίληψη της απόκτησης, η προστασία της επίδικης στην κύρια δίκη βάσης δεδομένων εξαρτάται από το ζήτημα αν τα αποκτηθέντα δεδομένα ήταν υπάρχοντα δεδομένα.

66.      Αντιθέτως, αν εξεταστεί, κατ’ αρχάς, ως όρος γένους, ο όρος της κατασκευής, δηλαδή ο εφοδιασμός της βάσης δεδομένων με ένα περιεχόμενο (32), τότε μπορούν να ληφθούν υπόψη τόσο τα υπάρχοντα όσο και τα νεοδημιουργηθέντα δεδομένα (33).

67.      Η σύγκριση της έννοιας της απόκτησης που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, με τις δραστηριότητες που μνημονεύει η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη θα μπορούσε να παράσχει κάποια διευκρίνιση. Θα παρατηρήσω πάντως εξ αρχής ότι οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις διαφέρουν.

68.      Ο όρος «Beschaffung» (απόκτηση) που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του γερμανικού κειμένου δεν μπορεί παρά να αφορά τα υπάρχοντα δεδομένα, διότι μπορεί να γίνει λόγος μόνο για απόκτηση αυτού που ήδη υπάρχει. Υπ’ αυτή την έννοια η απόκτηση («Beschaffung») είναι ακριβώς το αντίθετο της δημιουργίας («Erschaffung»). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε ερμηνεύοντας το πορτογαλικό, το γαλλικό, το ισπανικό και το αγγλικό κείμενο που παραπέμπουν όλα στο λατινικό «obtenere», δηλαδή «αποκτώ». Το φινλανδικό και το δανικό κείμενο συνηγορούν επίσης υπέρ συσταλτικής ερμηνείας. Η διασταλτική ερμηνεία του γερμανικού και του αγγλικού κειμένου που επικαλέστηκαν ορισμένοι διάδικοι στηρίζεται συνεπώς σε πλάνη.

69.      Η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας που αναφέρεται στο αντικείμενο του ειδικής φύσεως δικαιώματος θα μπορούσε να παράσχει πρόσθετα στοιχεία για την ορθή ερμηνεία του όρου «απόκτηση» («Beschaffung») κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αυτή η αιτιολογική σκέψη μνημονεύει μόνο δύο είδη δραστηριοτήτων όσον αφορά τις προστατευόμενες επενδύσεις: την «αναζήτηση» και τη «συγκέντρωση» του περιεχομένου. Και εδώ όμως ανακύπτουν προβλήματα από τις διαφορές μεταξύ των κειμένων στις διάφορες γλώσσες. Τα περισσότερα κείμενα χρησιμοποιούν για την πρώτη δραστηριότητα τον ίδιο όρο με αυτόν που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1 (απόκτηση). Επιπλέον, οι χρησιμοποιούμενοι όροι δεν περιγράφουν πάντα την ίδια δραστηριότητα, ανάγονται όμως κυρίως στην αναζήτηση και στη συγκέντρωση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων.

70.      Οι γλωσσικές αποδόσεις που, στην τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη, χρησιμοποιούν δύο όρους διαφορετικούς από τους όρους του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι οι δύο μνημονευόμενες δραστηριότητες πρέπει να θεωρηθούν ως υποκατηγορία της απόκτησης του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Βεβαίως, ανακύπτει το ερώτημα γιατί η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη περιγράφει ακριβέστερα μόνο την απόκτηση και όχι τον έλεγχο ή την παρουσίαση. Οι δύο τελευταίες δραστηριότητες μνημονεύονται για πρώτη φορά στην τεσσαρακοστή αιτιολογική σκέψη.

71.      Οι γλωσσικές αποδόσεις που, στην τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη, χρησιμοποιούν τους ίδιους όρους με αυτούς του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει αντιστρόφως να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι ο όρος «απόκτηση» («Beschaffung») που χρησιμοποιεί η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη έχει πλέον περιορισμένο περιεχόμενο, ενώ ο όρος που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να νοηθεί υπό ευρύτερη έννοια, υπό την έννοια δηλαδή ότι καλύπτει και τις άλλες δραστηριότητες που μνημονεύει η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη.

72.      Συνεπώς, όλες οι γλωσσικές αποδόσεις επιτρέπουν την ερμηνεία ότι η «απόκτηση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας είναι σαφές ότι δεν καλύπτει την κατά κυριολεξία εύρεση των δεδομένων (34), δηλαδή τη γένεσή τους και συνεπώς αποκλείει την προπαρασκευαστική φάση (35). Αν, πάντως, η δημιουργία των δεδομένων συμπίπτει με τη συλλογή και τη διευθέτησή τους καλύπτεται από την προστασία της οδηγίας.

73.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η θεωρία του υποπροϊόντος «Spin-off» δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Ο σκοπός που επιδιώκεται με την απόκτηση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων δεν μπορεί να διαδραματίσει, δηλαδή, κανένα ρόλο (36). Αυτό σημαίνει ότι η προστασία χωρεί και στις περιπτώσεις που η απόκτηση πραγματοποιήθηκε αρχικά ενόψει δραστηριότητας διαφορετικής από την κατασκευή της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων. Πράγματι, η οδηγία προστατεύει την απόκτηση δεδομένων και όταν δεν πραγματοποιείται ενόψει κατάρτισης βάσης δεδομένων (37) πράγμα που συνηγορεί επίσης υπέρ της άποψης ότι στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας εμπίπτει μια εξωτερική βάση δεδομένων που στηρίζεται σε εσωτερική βάση δεδομένων.

74.      Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τις δραστηριότητες της εταιρίας Fixtures στηριζόμενο στην κατά τα προεκτεθέντα ερμηνεία του όρου «απόκτηση». Στο πλαίσιο αυτό πρέπει, πρώτον, να χαρακτηρίσει τα δεδομένα και τα της χρησιμοποίησής τους από την απόκτησή τους μέχρι την καταγραφή τους στη βάση δεδομένων. Θα πρέπει να εξετάσει πώς πρέπει να χαρακτηριστεί η κατάρτιση των προγραμμάτων των αγώνων, δηλαδή στην ουσία η συγκέντρωση των ονομάτων, των ομάδων με τους τόπους και τις ημερομηνίες των διαφόρων συναντήσεων. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι ο προγραμματισμός των αγώνων είναι το αποτέλεσμα συζητήσεων μεταξύ πλειόνων μερών, και δη της αστυνομίας, των ομίλων και των ενώσεων οπαδών, φαίνεται να σημαίνει ότι πρόκειται για υπάρχοντα δεδομένα. Ομοίως, τα γεγονός ότι τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν για σκοπό διαφορετικό από την κατάρτιση της βάσης δεδομένων όπως δήλωσαν διάφοροι διάδικοι στηρίζει ενδεχομένως το συμπέρασμα ότι πρόκειται για υπάρχοντα δεδομένα.

75.      Ωστόσο, ακόμη και αν χαρακτηριστούν οι δραστηριότητες αυτές ως δημιουργία νέων δεδομένων, είναι δυνατόν να έχουμε «απόκτηση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αυτό θα συνέβαινε αν η δημιουργία των δεδομένων συνέπιπτε με την επεξεργασία τους από την οποία και δεν θα μπορούσε να αποχωριστεί.

3.      Η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έννοια του «ελέγχου»

76.      Η χρησιμοποίηση της βάσης δεδομένων για την καλή διεξαγωγή των αγώνων και την οικονομική τους εκμετάλλευση προϋποθέτει ότι το περιεχόμενο της επίδικης βάσης δεδομένων ελέγχεται διαρκώς. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η βάση δεδομένων ελέγχεται συνεχώς ως προς την ακρίβειά της. Αν από τον έλεγχο προκύπτει ότι πρέπει να γίνουν τροποποιήσεις, πραγματοποιούνται οι απαιτούμενες προσαρμογές.

77.      Δεν έχει σημασία το ότι ορισμένες από αυτές τις ενημερώσεις δεν αποτελούν έλεγχο του περιεχομένου της βάσης δεδομένων. Για να υπάρχει αντικείμενο που εμπίπτει στην προστασία του ειδικής φύσεως δικαιώματος αρκεί ορισμένες από τις ενέργειες αυτές να μπορούν να χαρακτηριστούν ως έλεγχος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας και ότι οι ουσιώδεις επενδύσεις αφορούν επίσης εν μέρει ενέργειες που μνημονεύει το άρθρο 7.

4.      Η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έννοια της «παρουσιάσεως»

78.      Η προστασία που παρέχει το ειδικής φύσεως δικαίωμα αφορά, εκτός από την απόκτηση και τον έλεγχο του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, και την παρουσίασή της. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο την κατά κυριολεξία παρουσίαση για τον χρήστη, της βάσης δεδομένων, δηλαδή το εξωτερικό σχήμα, αλλά και τη διάρθρωση καθώς και την οργάνωση του περιεχομένου. Γενικά, ένα σύστημα ευρετηριάσεως και αποθηκεύσεως πληροφοριών συμβάλλει στην καλύτερη μορφολογική παρουσίαση των δεδομένων. Όπως προκύπτει από την εικοστή αιτιολογική σκέψη, η προστασία που προβλέπει η οδηγία μπορεί να ισχύει επίσης για τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λειτουργία της βάσης δεδομένων (38).

 Γ –       Επί του περιεχομένου της προστασίας

79.      Εξ αρχής υπενθυμίζω ότι ο στόχος που επιδιώχθηκε με την καθιέρωση του ειδικής φύσεως δικαιώματος δεν ήταν η εναρμόνιση του δικαιώματος, αλλά η επιδίωξη ιδρύσεως νέου δικαιώματος (39). Το δικαίωμα αυτό είναι ευρύτερο από τα δικαιώματα διανομής και αναπαραγωγής που γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Για τον προσδιορισμό των απαγορευομένων πράξεων πρέπει να ληφθεί υπόψη και αυτό το δικαίωμα. Για τον λόγο αυτό έχουν ιδιαίτερη σημασία οι νομικοί ορισμοί που περιέχει το άρθρο 7, παράγραφος 2.

80.      Το άρθρο της οδηγίας απαρτίζεται εκ πρώτης όψεως από δύο ομάδες απαγορευτικών κανόνων ή, αν το εξετάσουμε από τη σκοπιά του δικαιούχου, δηλαδή αυτού που δημιούργησε τη βάση δεδομένων, από δύο διαφορετικές κατηγορίες δικαιωμάτων. Ενώ η παράγραφος 1 διατυπώνει απαγόρευση αφορώσα το κύριο μέρος της βάσης δεδομένων, η παράγραφος 5 απαγορεύει ορισμένες πράξεις που αφορούν επουσιώδη μέρη της βάσης δεδομένων. Ωστόσο, αν στηριχθούμε στον παραλληλισμό μεταξύ ουσιώδους και επουσιώδους μπορούμε να θεωρήσουμε την παράγραφο 5 ως εξαίρεση από τον κανόνα της παραγράφου 1 (40). Η παράγραφος 5 σκοπεί να προλάβει την παράκαμψη της απαγόρευσης της παραγράφου 1 (41) και κατά συνέπεια μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ρήτρα προστασίας (42).

81.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ρυθμίζει το δικαίωμα του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων να απαγορεύσει ορισμένες πράξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υποδηλώνει συγχρόνως ότι οι πράξεις αυτές απαγορεύονται. Οι πράξεις που μπορούν να απαγορευθούν και κατά συνέπεια απαγορεύονται είναι αφενός η εξαγωγή και αφετέρου η επαναχρησιμοποίηση. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας περιέχει νομικούς ορισμούς της «εξαγωγής» και της «επαναχρησιμοποίησης».

82.      Η απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, όντως τελεί υπό προϋποθέσεις: προϋποθέτει συγκεκριμένα ότι η απαγορευόμενη πράξη αφορά το σύνολο ή ουσιώδες μέρος της βάσης δεδομένων.

83.      Κατά συνέπεια, θα αναλύσω τις δύο αυτές περιπτώσεις στηριζόμενη στη διάκριση που είναι καθοριστική για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, παράγραφοι 1 και 5, μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών μερών της βάσης δεδομένων. Στη συνέχεια θα εξετάσω τις πράξεις που απαγορεύονται βάσει της παραγράφου 1 και της παραγράφου 5.

1.      Ουσιώδη και επουσιώδη μέρη μιας βάσεως δεδομένων (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

 α)     Γενικές παρατηρήσεις

84.      Υποστηρίχθηκε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει μόνον τις πράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα τα δεδομένα να διευθετούνται κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και να είναι ατομικώς προσιτά, όπως τούτο ισχύει για την αρχική βάση.

85.      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι εξαρτά την εφαρμογή του ειδικής φύσεως δικαιώματος από μια προϋπόθεση. Το ζήτημα αν η προϋπόθεση αυτή υφίσταται πράγματι πρέπει να αντιμετωπίζεται από την άποψη των διατάξεων σχετικά με το αντικείμενο της προστασίας, ιδίως από την άποψη των κατά νόμο ορισμών, που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, των πράξεων που απαγορεύονται από το άρθρο 7, παράγραφος 1.

86.      Ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 1, ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας διατυπώνουν ρητώς την προαναφερθείσα προϋπόθεση: δεν περιέχουν ούτε καν απλό υπαινιγμό για την προϋπόθεση αυτή. Το γεγονός ότι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, διαλαμβάνεται ρητώς η «συστηματική ή μεθοδική» διευθέτηση των δεδομένων, αλλά η αναφορά αυτή απουσιάζει παντελώς από το άρθρο 7, συνηγορεί μάλλον υπέρ του αντιθέτου συμπεράσματος, ήτοι ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε ακριβώς να καταστήσει το κριτήριο αυτό προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 7.

87.      Ο σκοπός της οδηγίας αποτελεί και αυτός επιχείρημα κατά του εν λόγω προσθέτου κριτηρίου.

88.      Η προστασία που προβλέπει το άρθρο 7 θα περιοριζόταν, συγκεκριμένα, σοβαρά από το αποτέλεσμα ενός τέτοιου κριτηρίου, καθόσον η απαγόρευση που διαλαμβάνεται στο άρθρο αυτό θα μπορούσε να παρακαμφθεί χάρη σε μια απλή μερική τροποποίηση των βάσεων δεδομένων.

89.      Το γεγονός ότι η οδηγία αποσκοπεί επίσης στο να απαγορεύσει, ως ενδεχόμενη παράβαση, μια νέα διαρρύθμιση του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων προκύπτει από την τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της, η οποία υπαινίσσεται τον κίνδυνο αυτό και την ανεπάρκεια του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

90.      Η οδηγία αποσκοπεί ακριβώς στη δημιουργία ενός νέου δικαιώματος, στο οποίο δεν μπορεί να αντιταχθεί η τεσσαρακοστή έκτη αιτιολογική σκέψη η οποία αφορά μια άλλη πτυχή.

91.      Ακόμη και η τεσσαρακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη στην οποία διαλαμβάνεται ότι δεν υφίσταται επέκταση της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού σε απλά πραγματικά στοιχεία ή δεδομένα δεν συνηγορεί υπέρ ενός προσθέτου κριτηρίου. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η προστασία καλύπτει επίσης τα ίδια τα δεδομένα ή ακόμη ορισμένα μεμονωμένα δεδομένα. Αυτό που προστατεύει το ειδικής φύσεως δικαίωμα είναι –και τούτο παραμένει– η βάση δεδομένων.

92.      Επιβάλλεται συνεπώς, για να συναχθεί συμπέρασμα επί του σημείου αυτού, η διαπίστωση ότι το πανομοιότυπο της συστηματικής ή μεθοδικής διευθετήσεως των δεδομένων σε σχέση με την αρχική βάση δεδομένων δεν συνιστά κριτήριο της εκτιμήσεως του νομίμου των πράξεων που διενεργήθηκαν επί βάσεως δεδομένων. Δεν είναι συνεπώς ακριβής ο ισχυρισμός ότι η οδηγία δεν προστατεύει δεδομένα που έχουν τροποποιηθεί ή που έχουν διαρρυθμιστεί σύμφωνα με μια άλλη δομή.

 β)     Η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έννοια του «ουσιώδους μέρους μιας βάσεως δεδομένων»

93.      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά πώς πρέπει να ερμηνευθεί η έκφραση «ουσιώδες μέρος μιας βάσεως δεδομένων» υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αντίθετα προς άλλες σημαντικές έννοιες, η έκφραση αυτή δεν ορίζεται στην οδηγία. Ο ορισμός εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, ειδικότερα στο στάδιο της κοινής θέσεως του Συμβουλίου.

94.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αφορά δύο περιπτώσεις. Από το κείμενο του άρθρου προκύπτει ότι ο ουσιώδης χαρακτήρας μπορεί να έχει ποσοτική ή ποιοτική βάση. Η διάρθρωση αυτή, την οποία επέλεξε ο νομοθέτης, πρέπει συνεπώς να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ένα μέρος της βάσεως δεδομένων μπορεί να είναι ουσιώδες ή να είναι ουσιώδες μόνον από ποιοτικής και όχι από ποσοτικής απόψεως. Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η θέση ότι οι απαγορευόμενες πράξεις πρέπει συστηματικά να αφορούν ένα ποσοτικά ελάχιστο μέρος της βάσεως δεδομένων.

95.      Η εναλλακτική ποσοτική βάση πρέπει να ερμηνευθεί ως προϋποθέτουσα την ποσοτικοποίηση του μέρους της βάσεως δεδομένων το οποίο αφορά μια απαγορευόμενη βάση. Τίθεται στην περίπτωση αυτή το ερώτημα αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί εδώ μια σχετική ή απόλυτη έννοια. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει είτε να συγκριθεί το επίμαχο μέρος με το σύνολο του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων (43) είτε να εκτιμηθεί το επίμαχο μέρος αυτό καθ’ εαυτό.

96.      Σημειωτέον συναφώς ότι μια υπό σχετική έννοια κατανόηση θα μπορούσε να έχει δυσμενείς συνέπειες για τους κατασκευαστές μεγάλων βάσεων δεδομένων (44), καθόσον το επίμαχο μέρος θα είναι όλο και λιγότερο ουσιώδες στον βαθμό που αυξάνει η διάσταση του συνόλου. Σε μια τέτοια περίπτωση, μια συμπληρωματική ποιοτική εκτίμηση θα μπορούσε να επιτρέψει μια σύγκριση, καθόσον μπορεί παρ’ όλα αυτά να θεωρηθεί ουσιώδες από ποιοτική άποψη ένα μέρος μικρών σχετικά διαστάσεων. Είναι ομοίως δυνατό να συσχετισθούν οι δύο ποσοτικές προσεγγίσεις. Τούτο θα καθιστούσε δυνατό τον χαρακτηρισμό ως ουσιώδους ενός μέρους σχετικά περιορισμένου, λόγω του απόλυτου μεγέθους του.

97.      Τίθεται επίσης το ζήτημα αν η ποσοτική εκτίμηση μπορεί να συνδυαστεί με την ποιοτική εκτίμηση. Τούτο μπορεί βεβαίως να συμβεί μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή μια εκτίμηση από ποιοτικής απόψεως. Αν τούτο συμβαίνει, τίποτα δεν εμποδίζει τη μέτρηση των επίμαχων μερών σύμφωνα με τις δύο προσεγγίσεις.

98.      Στο πλαίσιο της ποιοτικής εκτιμήσεως, η τεχνική ή οικονομική αξία διαδραματίζει εν πάση περιπτώσει κάποιο ρόλο (45). Έτσι, ένα μέρος που έχει περιορισμένο μέγεθος αλλά το οποίο είναι ουσιώδες λόγω της αξίας του μπορεί να ληφθεί υπόψη. Για παράδειγμα, όσον αφορά την αξία καταλόγων στον αθλητικό τομέα, έχουν αναφερθεί τα στοιχεία της πληρότητας και της ακρίβειάς τους.

99.      Η οικονομική αξία ενός μέρους μιας βάσεως δεδομένων υπολογίζεται κατά γενικό κανόνα με γνώμονα την έλλειψη ζητήσεως στην αγορά (46), η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι το επίμαχο μέρος δεν έχει εξαχθεί ή επαναχρησιμοποιηθεί με βάση τις συνθήκες της αγοράς, αλλά κατ’ άλλο τρόπο. Η εκτίμηση του επίμαχου μέρους και της οικονομικής αξίας του μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί από την άποψη του προσώπου που προέβη στην πράξη, εξετάζοντας τις οικονομίες που αυτός πραγματοποίησε χάρη στην εξαγωγή ή στην επαναχρησιμοποίηση.

100. Αν ληφθεί ως αφετηρία ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας, ήτοι η προστασία των επενδύσεων, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι επενδύσεις που πραγματοποίησε ο κατασκευαστής της βάσεως δεδομένων (47). Συγκεκριμένα, από την τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η απαγόρευση των εξαγωγών και επαναχρησιμοποιήσεων αποσκοπεί στο να μη θιγούν οι επενδύσεις (48).

101. Οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις μπορούν κατά συνέπεια να αποτελέσουν στοιχεία για την εκτίμηση της αξίας του επίμαχου μέρους της βάσεως δεδομένων, ειδικότερα δε του κόστους κτήσεως (49).

102. Ομοίως η οδηγία δεν ορίζει το όριο εκείθεν του οποίου μπορεί να γίνει λόγος για ουσιώδη χαρακτήρα. Η νομική επιστήμη θεωρεί σαφέστατα ότι βούληση του νομοθέτη υπήρξε να αφήσει στη νομολογία τη μέριμνα καθορισμού του ορίου αυτού (50).

103. Ο ουσιώδης χαρακτήρας δεν μπορεί ωστόσο να εξαρτάται από τη σημασία της προκληθείσας ζημίας (51). Ο σχετικός υπαινιγμός που περιέχεται στο προοίμιο, στην τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη in fine, δεν μπορεί να αρκεί για να καθοριστεί τόσο υψηλά το όριο από το οποίο εξαρτάται η προστασία. Εξάλλου, μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν η «σημαντική προσβολή» μπορεί πράγματι να αποτελέσει κριτήριο για να καθοριστεί το τι είναι ουσιώδες, καθόσον η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη μπορεί επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια «σημαντική προσβολή» αποτελεί πρόσθετη προϋπόθεση απαιτούμενη στην περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη αποδειχθεί ότι πρόκειται για ουσιώδες μέρος μιας βάσεως δεδομένων. Ακόμη και οι συνέπειες των απαγορευομένων πράξεων, που μνημονεύονται στην έκτη αιτιολογική σκέψη, ήτοι οι σοβαρές οικονομικές και τεχνικές συνέπειες, δεν φαίνεται να δικαιολογούν μια υπερβολικά αυστηρή εκτίμηση από την άποψη της ζημίας. Οι δύο αιτιολογικές σκέψεις αποσκοπούν μάλλον στο να τονίσουν την ανάγκη, από οικονομικής απόψεως, της προστασίας των βάσεων δεδομένων.

104. Όσον αφορά την αξιολόγηση του επίμαχου εν προκειμένω μέρους της βάσεως δεδομένων, είναι αναμφισβήτητο ότι οι πράξεις διενεργούνται κάθε βδομάδα. Πρέπει συνεπώς να τεθεί το ερώτημα αν, σε περίπτωση εκτιμήσεως με βάση τη σχετική προσέγγιση, τα επίμαχα μέρη πρέπει να αναχθούν στο σύνολο της βάσεως δεδομένων ή στο σύνολο της εν λόγω εβδομάδας. Τέλος, μπορεί να υποτεθεί ότι όλα τα μέρη για τα οποία πρόκειται κάθε βδομάδα συσσωρεύονται στο σύνολο της αθλητικής περιόδου και ότι το άθροισμα που λαμβάνεται έτσι πρέπει να συγκριθεί με το σύνολο της βάσεως δεδομένων.

105. Κατά συνέπεια, μόνο μια σύγκριση στην ίδια διαχρονική βάση, τόσο για το επίμαχο μέρος όσο και για το σύνολο, αντιστοιχεί σε ερμηνεία σύμφωνη με τον σκοπό του ειδικής φύσεως δικαιώματος. Μια τέτοια σύγκριση μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε ανά εβδομάδα είτε για το σύνολο της περιόδου. Αν πρόκειται για άνω του ημίσεος των αγώνων, μπορεί ασφαλώς να χαρακτηριστεί το επίμαχο μέρος ως ουσιώδες. Ωστόσο, ένα μέρος που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ήμισυ των αγώνων, αναγόμενο στο σύνολο, μπορεί να αρκεί αν η αναλογία είναι υψηλότερη σε ορισμένες κατηγορίες αγώνων, όπως για παράδειγμα στην «πρώτη κατηγορία».

106. Σε περίπτωση που η εκτίμηση γίνεται με βάση την απόλυτη αξία, τα μέρη για τα οποία πρόκειται αντιστοίχως πρέπει να προστίθενται έως ότου το άθροισμα φθάσει το όριο εκείθεν του οποίου τα επίμαχα μέρη καθίστανται ουσιώδη. Μπορεί συνεπώς να εκτιμηθεί από πότε και μετά τα επίμαχα μέρη μπορούν να χαρακτηριστούν ως ουσιώδη.

2.      Οι απαγορεύσεις που αφορούν το ουσιώδες μέρος του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και πρώτο τμήμα του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος)

107. Το δικαίωμα του κατασκευαστή να απαγορεύει ορισμένες πράξεις, το οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, καθιστά δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι οι πράξεις αυτές, ήτοι η εξαγωγή και η επαναχρησιμοποίηση, απαγορεύονται. Οι πράξεις αυτές χαρακτηρίζονται έτσι ως «χωρίς άδεια» σε μια σειρά αιτιολογικών σκέψεων (52).

108. Εν συνεχεία, πρέπει να ερμηνευθούν οι έννοιες της «εξαγωγής» και της «επαναχρησιμοποίησης». Πρέπει προς τούτο να ερμηνευθούν οι αντίστοιχοι νομικοί ορισμοί που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας. Υπενθυμίζω, στο πλαίσιο αυτό, τον σκοπό της οδηγίας που συνίσταται στην καθιέρωση ενός νέου είδους δικαιώματος, πράγμα το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο κατά την ερμηνεία των δύο αυτών εννοιών.

109. Ο σκοπός ή η πρόθεση του χρήστη του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων δεν έχει καμία επίπτωση όσον αφορά τις δύο αυτές απαγορευόμενες πράξεις. Δεν έχει συνεπώς σημασία αν η χρήση είναι αμιγώς εμπορική ή όχι. Μόνον τα χαρακτηριστικά που διαλαμβάνονται στους δύο νομικούς ορισμούς παραμένουν καθοριστικά.

110. Αντιθέτως προς όσα προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 5, τα δύο μέτρα απαγορεύσεως δεν περιορίζονται εδώ στις επαναλαμβανόμενες και συστηματικές πράξεις. Δεδομένου ότι οι παραγόμενες πράξεις πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να αφορούν ουσιώδη μέρη του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων, ο κοινοτικός νομοθέτης τις εξαρτά από προϋποθέσεις που είναι λιγότερο αυστηρές από ό,τι για τις πράξεις που αφορούν επουσιώδη μέρη και διαλαμβάνονται στην παράγραφο 5.

111. Συναφώς πρέπει να επιστήσω την προσοχή σε μια πεπλανημένη ερμηνεία της οδηγίας (53). Στον βαθμό που ο νομικός ορισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, αφορά είτε το σύνολο είτε ένα ουσιώδες μέρος, ο ορισμός αυτός επαναλαμβάνει άσκοπα την προϋπόθεση αυτή που προβλέπεται ήδη στην παράγραφο 1. Ο νομικός ορισμός που διαλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 5, καταλήγει μάλιστα σε μια αντίφαση. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 5 απαγορεύει την εξαγωγή και την επαναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών. Αν οι έννοιες της εξαγωγής και της επαναχρησιμοποίησης ερμηνεύονταν με γνώμονα τον νομικό ορισμό του άρθρου 7, παράγραφος 2, τούτο θα είχε ως συνέπεια –παραδόξως– το άρθρο 7, παράγραφος 5 να απαγορεύει ορισμένες πράξεις επί επουσιωδών μερών μόνον αν αφορούν το σύνολο ή ουσιώδη μέρη.

112. Πολλοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία τόνισαν επίσης την ανταγωνιστική πτυχή. Πρέπει να εξεταστεί η πτυχή αυτή λαμβανομένου υπόψη του γεγονός ότι η τελική μορφή της οδηγίας δεν περιέχει τη ρύθμιση που αρχικώς προέβλεπε η Επιτροπή σχετικά με τη χορήγηση υποχρεωτικών αδειών.

113. Οι αντίπαλοι μιας ευρείας προστασίας των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων φοβούνται ότι η προστασία αυτή ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας μονοπωλίων, ειδικότερα στην περίπτωση δεδομένων στα οποία η πρόσβαση ήταν μέχρι σήμερα ελεύθερη· έτσι, ένας κατασκευαστής που διαθέτει δεσπόζουσα θέση θα μπορούσε να καταχραστεί τη θέση αυτή. Πρέπει να υπενθυμίσω συναφώς ότι η οδηγία δεν αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού του πρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου. Οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων εξακολουθούν να υπόκεινται στους κανόνες αυτούς. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει τόσο από την τεσσαρακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη όσο και από το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή εξετάζει αν η εφαρμογή του ειδικής φύσεως δικαιώματος επέφερε καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως ή άλλες προσβολές του ελεύθερου ανταγωνισμού.

114. Το ζήτημα του νομικού καθεστώτος των ελευθέρως προσιτών δεδομένων εθίγη επίσης στην παρούσα διαδικασία. Οι κυβερνήσεις που μετέχουν στη διαδικασία φρονούν ακριβώς επί του θέματος αυτού ότι τα δημόσια δεδομένα δεν προστατεύονται από την οδηγία.

115. Πρέπει κατ’ αρχάς να τονιστεί επί του σημείου αυτού ότι η προστασία εφαρμόζεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων και όχι στα δεδομένα. Ο κίνδυνος επεκτάσεως της προστασίας και στα στοιχεία που περιέχονται σε μια βάση δεδομένων μπορεί, αφενός, να αποσοβηθεί μέσω μιας περιοριστικής ερμηνείας της οδηγίας επί του σημείου αυτού, όπως προτείνω εν προκειμένω. Υφίσταται, αφετέρου, μια υποχρέωση εφαρμογής των εθνικών και κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού στις επιμέρους περιπτώσεις.

116. Όσον αφορά την προστασία των δεδομένων που απαρτίζουν το περιεχόμενο μιας βάσεως η οποία είναι άγνωστη στον χρήση των δεδομένων, πρέπει να τονιστεί ότι η οδηγία απαγορεύει μόνο ορισμένες πράξεις: την εξαγωγή και την επαναχρησιμοποίηση.

117. Ναι μεν η απαγόρευση της εξαγωγής προϋποθέτει ότι η ύπαρξη της βάσεως δεδομένων είναι γνωστή, πλην όμως τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της επαναχρησιμοποιήσεως. Πρέπει συνεπώς να επανέλθω στην προβληματική αυτή κατά την εξέταση του ζητήματος της επαναχρησιμοποιήσεως.

 α)     Η κατά το άρθρο 7 της οδηγίας έννοια της «εξαγωγής»

118. Η έννοια της «εξαγωγής» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τον νομικό ορισμό που δίδει το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄.

119. Το πρώτο στοιχείο είναι εκείνο της μεταφοράς του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, ανεξαρτήτως του αν αυτό είναι μόνιμο ή προσωρινό. Από την έκφραση «με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιαδήποτε μορφή» μπορεί να συναχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δίδει ευρεία έννοια στον όρο «εξαγωγή».

120. Επομένως, αντικείμενο της ρυθμίσεως δεν είναι μόνον η μεταφορά σε άλλο υπόθεμα του ίδιου τύπου (54), αλλά και η μεταφορά σε υπόθεμα διαφορετικού τύπου (55). Επομένως, η απλή εκτύπωση του περιεχομένου εμπίπτει στην έννοια της «εξαγωγής».

121. Επιπλέον, η «εξαγωγή» δεν μπορεί ασφαλώς να εκληφθεί υπό την έννοια ότι, για να έχει εφαρμογή η απαγόρευση, τα εξαγόμενα στοιχεία παύουν πλέον να περιέχονται στη βάση δεδομένων. Εντούτοις, η «εξαγωγή» δεν μπορεί να ερμηνεύεται τόσο ευρέως ώστε να καλύπτει και την έμμεση μεταφορά. Αντιθέτως, η οδηγία απαιτεί την άμεση μεταφορά σε άλλο υπόθεμα. Σε αντίθεση με αυτό το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση της «επαναχρησιμοποιήσεως», δεν υφίσταται εν προκειμένω καμιά δημόσια χρησιμοποίηση. Αρκεί και η ιδιωτική μεταφορά.

122. Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, δηλαδή το συγκεκριμένο αντικείμενο της βάσεως δεδομένων («το σύνολο ή ουσιώδες μέρος»), παραπέμπω στις παρατηρήσεις που ανέπτυξα σχετικά με τον ουσιώδη χαρακτήρα.

123. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τα προεκτεθέντα κριτήρια στα πραγματικά περιστατικά της διαδικασίας της κύριας δίκης.

 β)     Η κατά το άρθρο 7 της οδηγίας έννοια της «επαναχρησιμοποιήσεως»

124. Από τον νομικό ορισμό που δίδει το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας προκύπτει ότι η επαναχρησιμοποίηση αφορά ένα τρόπο με τον οποίο στοιχεία της βάσεως τίθενται στη διάθεση του κοινού.

125. Χρησιμοποιώντας ηθελημένα την έννοια της «επαναχρησιμοποιήσεως» («Weiterverwendung») και όχι εκείνης της «επανεκμεταλλεύσεως» («Weiterverwertung») ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να δηλώσει με σαφήνεια ότι η προστασία πρέπει να αφορά και πράξεις που δεν συνιστούν εμπορική χρησιμοποίηση.

126. Οι τρόποι επαναχρησιμοποιήσεως οι οποίοι απαριθμούνται στο πλαίσιο του νομικού ορισμού, όπως είναι η «διανομή αντιγράφων», η «εκμίσθωση» και η «μετάδοση με άμεση επικοινωνία», πρέπει να θεωρηθούν ως μια ενδεικτική απαρίθμηση, όπως το δείχνει η προσθήκη της εκφράσεως «με άλλες μορφές».

127. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η έννοια της «διαθέσεως στο κοινό» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (56), πράγμα το οποίο υπονοεί η προσθήκη της εκφράσεως «πάσης μορφής» στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄. Αντιθέτως, απλές ιδέες (57) ή η αναζήτηση πληροφοριών αυτών καθαυτών σε βάση δεδομένων (58) δεν καλύπτονται από την ως άνω έννοια.

128. Ορισμένοι διάδικοι υποστήριξαν ότι τα σχετικά δεδομένα είναι γνωστά στο κοινό. Η εξακρίβωση του αν συμβαίνει κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη υπόθεση εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο.

129. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, έστω και αν το εθνικό δικαστήριο συναγάγει ότι πρόκειται για γνωστά στο κοινό δεδομένα, τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να υφίσταται παρ’ όλ’ αυτά προστασία των μερών της βάσεως δεδομένων τα οποία περιλαμβάνουν δημοσίως γνωστά στοιχεία.

130. Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας περιλαμβάνει και έναν κανόνα σχετικά με την ανάλωση του δικαιώματος. Η εν λόγω ανάλωση του δικαιώματος επέρχεται μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Μία από τις προϋποθέσεις αυτές είναι η «πρώτη πώληση αντιγράφου». Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι το δικαίωμα μπορεί να αναλώνεται μόνο στο πλαίσιο τέτοιων συγκεκριμένων περιστάσεων. Σε περίπτωση επαναχρησιμοποιήσεως με τρόπο διαφορετικό από τη μεσολάβηση αντιγράφου, δεν υφίσταται ανάλωση. Η τεσσαρακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας το προσδιορίζει εξίσου ρητά όσον αφορά τη μετάδοση με άμεση επικοινωνία. Επομένως, η ειδικής φύσεως προστασία δεν παρέχεται μόνον προκειμένου περί της πρώτης «διαθέσεως στο κοινό».

131. Δεδομένου ότι η οδηγία δεν κάνει λόγο για τον αριθμό των πράξεων που μπορούν να πραγματοποιούνται μετά την πρώτη «διάθεση στο κοινό», ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να έχει καμία σημασία. Έτσι, αν η σχετική πράξη αφορά ουσιώδες τμήμα του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων, η σχετική προστασία υφίσταται αν τα δεδομένα λαμβάνονται από αυτοτελή πηγή, όπως για παράδειγμα ο γραπτός Τύπος ή το Διαδίκτυο, και όχι από την ίδια βάση δεδομένων. Σε αντίθεση με την εξαγωγή, η «επαναχρησιμοποίηση» καλύπτει, μεταξύ άλλων, και τους έμμεσους τρόπους κτήσεως του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων. Συνεπώς, η έννοια της «μεταδόσεως» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (59).

132. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τα εν λόγω κριτήρια στη συγκεκριμένη υπόθεση της κύριας δίκης.

3.      Οι απαγορεύσεις σχετικά με επουσιώδη μέρη του περιεχομένου βάσεως δεδομένων (πέμπτο προδικαστικό ερώτημα)

133. Όπως εξέθεσα ανωτέρω, το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας απαγορεύει την εξαγωγή ή/και την επαναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων. Έτσι, η διάταξη αυτή διακρίνεται κατ’ αρχάς από το άρθρο 7, παράγραφος 1, καθόσον δεν απαγορεύει κάθε εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση, αλλά μόνον τις πράξεις που προσδιορίζονται συγκεκριμένα. Οι εν λόγω πράξεις πρέπει να είναι «επανειλημμένες και συστηματικές». Δεύτερον, η προβλεπόμενη από την παράγραφο 5 απαγόρευση διακρίνεται από εκείνη της παραγράφου 1 με βάση το αντικείμενό της. Αφορά ακόμα και τα επουσιώδη μέρη μιας βάσεως. Προς αντιστάθμιση της εν λόγω λιγότερο περιοριστικής προϋποθέσεως, σε σχέση με αυτήν της παραγράφου 1, η παράγραφος 5 ορίζει ότι οι απαγορευόμενες πράξεις πρέπει να έχουν ορισμένες συνέπειες. Στο πλαίσιο αυτό, περιλαμβάνει δύο εναλλακτικές περιπτώσεις: οι απαγορευόμενες πράξεις είτε έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσεως δεδομένων είτε θίγουν αδικαιολόγητα τα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσεως.

134. Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ πράξεως και συνεπειών, η διάταξη αυτή πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται κάθε πράξη, λαμβανόμενη χωριστά, να έχει μία από τις δύο ανωτέρω συνέπειες· αρκεί το συνολικό αποτέλεσμα των πράξεων να έχει μία από τις απαγορευόμενες συνέπειες (60). Όπως συμβαίνει και στην παράγραφο 1, σκοπός της παραγράφου 5 του άρθρου 7 είναι η προστασία του συμφέροντος που παρουσιάζει η απόσβεση της σχετικής επενδύσεως.

135. Εντούτοις, από την ερμηνεία του άρθρου 7 ανακύπτει ένα γενικό πρόβλημα, υπό την έννοια ότι, σε αντίθεση με την κοινή θέση στο πλαίσιο του Συμβουλίου, το γερμανικό οριστικό κείμενο της οδηγίας διατυπώθηκε κάπως ασθενέστερα. Αρκεί η σχετική πράξη να «οδηγεί» («hinausläuft») σε μία από τις προβλεπόμενες συνέπειες και όχι να «έχει» («gleichkommt») μία από τις συνέπειες αυτές. Οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις είναι διατυπωμένες με αμεσότερο τρόπο και ορίζουν, στην ουσία, ότι η εξαγωγή ή/και η επαναχρησιμοποίηση πρέπει να είναι αντίθετες προς μια κανονική εκμετάλλευση ή να θίγουν αδικαιολόγητα κάποιο συμφέρον ή ακόμη κάνουν λόγο για αντίθετες προς τη σχετική ρύθμιση ή για ζημιογόνες πράξεις.

136. Επ’ αυτού, πρέπει να εξεταστούν οι παραπλήσιες διατάξεις που υφίστανται στο διεθνές δίκαιο. Οι δύο συνέπειες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας προέρχονται από το άρθρο 9, παράγραφος 2, του αναθεωρημένου κειμένου της Συμβάσεως της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, ειδικότερα από τα δύο πρώτα στοιχεία της τριπλής προϋποθέσεως που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι οι δύο διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο.

137. Πρώτον, το άρθρο 9 του αναθεωρημένου κειμένου της Συμβάσεως της Βέρνης επιδιώκει διαφορετικό σκοπό. Έτσι, η διάταξη αυτή επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη να παρεκκλίνουν από τους αυστηρούς κανόνες προστασίας, με την επιφύλαξη της τηρήσεως των προβλεπομένων κανόνων περί της τριπλής προϋποθέσεως. Η οδηγία περιλαμβάνει ανάλογες διατάξεις, δηλαδή προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε παρεκκλίσεις, για παράδειγμα στο άρθρο 9.

138. Δεύτερον, το άρθρο 9 του αναθεωρημένου κειμένου της Συμβάσεως της Βέρνης διαφέρει στο ακόλουθο σημείο: δεν προβλέπει τη «σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση» και το ενδεχόμενο της «αδικαιολόγητης προσβολής» ως εναλλακτικές προϋποθέσεις αλλά ως δύο από τις τρεις σωρευτικώς οριζόμενες προϋποθέσεις (61).

139. Στο άρθρο 13 της συμφωνίας για τις πτυχές των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που άπτονται του εμπορίου, γνωστής με την ονομασία συμφωνία ADPIC, καθώς και σε ορισμένες συμφωνίες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΠΙ), περιέχονται και άλλοι κανόνες διεθνούς δικαίου παρεμφερείς προς το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας. Δεδομένου ότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις θεσπίστηκαν μετά την οδηγία, δεν συντρέχει λόγος να ληφθούν υπόψη.

140. Οι ίδιες επιφυλάξεις ισχύουν για την ερμηνεία του άρθρου 13 της συμφωνίας ADPIC όπως αναθεωρήθηκε με τη Σύμβαση της Βέρνης. Συγκεκριμένα, ως έχει το αναθεωρημένο με τη Σύμβαση της Βέρνης άρθρο 9, έτσι και το άρθρο 13 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν περιορισμούς και παρεκκλίσεις από τα αποκλειστικά δικαιώματα. Αντιθέτως προς το άρθρο 9 της αναθεωρημένης Συμβάσεως της Βέρνης, η διάταξη αυτή περιλαμβάνει πάντως τις δύο συνέπειες, ήτοι «προσβολή της κανονικής εκμετάλλευσης» και «αδικαιολόγητη ζημία», ως εναλλακτικές λύσεις, κατά το πρότυπο της οδηγίας.

141. Τα στοιχεία αυτά εμφαίνουν ότι η ερμηνεία των διατάξεων του διεθνούς δικαίου που προπαρατέθηκαν δεν μπορεί να ισχύσει ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας.

142. Οι πράξεις εξαγωγής και επαναχρησιμοποιήσεως που απαγορεύει η οδηγία, καθώς και οι συνέπειες των πράξεων αυτών, έχουν το κοινό ότι ο επιδιωκόμενος από τις πράξεις αυτές σκοπός στερείται εν προκειμένω λυσιτέλειας. Το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας δεν μπορεί να τύχει ερμηνείας ερήμην των κανόνων που αφορούν τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε θελήσει να λάβει υπόψη τον σκοπό, θα μπορούσε να έχει υιοθετήσει για το άρθρο 7 της οδηγίας παρόμοια διατύπωση, π.χ., προς εκείνη του άρθρου 9, στοιχείο β΄.

 α)     «Η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση»

143. Η προϋπόθεση κατά την οποία οι πράξεις πρέπει να «επαναλαμβάνονται και να είναι συστηματικές» δεν επιτρέπει να καταστεί η προστασία άνευ περιεχομένου έναντι διαδοχικών πράξεων που εκάστη δεν αφορά παρά επουσιώδες τμήμα (62).

144. Δεν είναι γνωστόν πάντως αν το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας προβλέπει δύο διαζευκτικές ή σωρευτικές προϋποθέσεις. Η ερμηνεία πρέπει, πρωτίστως, να αφορά τη διατύπωση της διατάξεως. Η μέθοδος αυτή δεν επιτρέπει πάντως την επίτευξη σαφούς αποτελέσματος. Έτσι, ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις συνδέουν τις δύο προϋποθέσεις με ένα «και» (63), ενώ άλλες αποδόσεις, αντιστρόφως, με ένα «ή» (64). Οι περισσότερες γλωσσικές αποδόσεις και ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός εμφαίνουν πάντως ότι οι δύο προϋποθέσεις πρέπει να νοούνται ως σωρευτικές (65). Επομένως δεν πρόκειται για επανειλημμένη εξαγωγή αλλά για μη συστηματική εξαγωγή ενός επουσιώδους μέρους του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων.

145. Πράξεις επαναλαμβανόμενες και συστηματικές υπάρχουν όταν συντελούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα, π.χ., καθ’ όλες τις βδομάδες ή καθ’ όλους τους μήνες. Όσο βραχύτερο είναι το χρονικό διάστημα και όσο μικρότερο είναι το εκάστοτε αφαιρούμενο τμήμα, τόσο συχνότερα πρέπει να συντελείται η πράξη προκειμένου το οικείο τμήμα να πληροί γενικώς τη μία από τις δύο προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

 β)     Η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας έννοια  της «κανονικής εκμετάλλευσης»

146. Η έννοια της κατά το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας «κανονικής εκμετάλλευσης» πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του προστατευτικού σκοπού της διατάξεως αυτής. Τούτο προκύπτει ειδικότερα από το προοίμιο της οδηγίας. Η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη ορίζει ότι η απαγόρευση ορισμένων πράξεων στηρίζεται στη μέριμνα αποφυγής προκλήσεως ζημίας στην επένδυση. Ο σκοπός της θεσπισθείσας με την οδηγία προστασίας τονίζεται ρητώς στην τεσσαρακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη ως ο σκοπός περί «εξασφαλίσεως της αμοιβής του κατασκευαστή».

147. Ενδείκνυται επομένως να δοθεί διασταλτική ερμηνεία στην έννοια της «κανονικής εκμετάλλευσης». Επομένως, η έκφραση «αντίθετες προς εκμετάλλευση» δεν μπορεί να νοηθεί αποκλειστικώς υπό τεχνική έποψη έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι συνέπειες ως προς τις τεχνικές δυνατότητες εκμεταλλεύσεως της εν λόγω βάσεως δεδομένων. Αντίθετα, το άρθρο 7, παράγραφος 5, αφορά και τις καθαρώς οικονομικές συνέπειες σε σχέση με τον κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων. Πρόκειται για προστασία της οικονομικής εκμεταλλεύσεως που συντελείται εντός μιας συνήθους καταστάσεως (66).

148. Το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας δεν έχει επομένως εφαρμογή μόνο σε πράξεις που οδηγούν στην επεξεργασία ενός ανταγωνιστικού προϊόντος που αντιβαίνει στην εκμετάλλευση της βάσεως δεδομένων από τον κατασκευαστή (67).

149. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το άρθρο 7, παράγραφος 5, μπορεί να αφορά επομένως και δυνητικές αγορές, δηλαδή αγορές που δεν έχουν ακόμα τύχει εκμεταλλεύσεως από τον κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων. Αρκεί π.χ., υπό την έννοια αυτή, ο προβαίνων στην εξαγωγή ή στην επαναχρησιμοποίηση να εξοικονομεί τα τέλη εκμεταλλεύσεως της αδείας προς τους κατασκευαστές της άδειας δεδομένων. Το να επιτρέπονται τέτοιες πράξεις θα ωθούσε, στην πραγματικότητα, και άλλα πρόσωπα στο να εξάγουν ή να επαναχρησιμοποιούν το περιεχόμενο της βάσεως δεδομένων χωρίς να πληρώνουν τέλη εκμεταλλεύσεως (68). Αν ήταν επομένως δυνατή η δωρεάν εκμετάλλευση της βάσεως δεδομένων, τούτο θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην αξία των αδειών. Θα συνεπαγόταν εντεύθεν μείωση των εσόδων.

150. Ο κανόνας αυτός δεν περιορίζεται επίσης στην περίπτωση κατά την οποία ο κατασκευαστής της βάσεως δεδομένων επιθυμεί να εκμεταλλευθεί το περιεχόμενό της κατά τον ίδιο τρόπο όπως ο προβαίνων στην εξαγωγή ή στην επαναχρησιμοποίηση. Το γεγονός ότι ο κατασκευαστής της βάσεως δεδομένων δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενό της κατά τον ίδιο τρόπο όπως ο προβαίνων στην εξαγωγή ή στην επαναχρησιμοποίηση λόγω νομικής απαγορεύσεως δεν ασκεί επίσης επιρροή.

151. Τέλος, η έκφραση «αντίθετες προς την εκμετάλλευση» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό στενή έννοια οπότε θα απαγορευόταν μόνον ένα απόλυτο εμπόδιο εκμεταλλεύσεως. Όπως εμφαίνεται από τη διατύπωση σε όλες τις γλώσσες, πλην της γερμανικής, η απαγόρευση έχει εφαρμογή από της φάσεως της συγκρούσεως προς την εκμετάλλευση, δηλαδή ακόμα και στην περίπτωση αρνητικών συνεπειών μικρού μεγέθους. Επομένως, στο επίπεδο αυτό τοποθετείται το κατώτατο όριο από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί απαγορευμένη η πρόκληση ζημίας στον κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων.

152. Όπως υπογράμμισαν οι περισσότεροι από τους μετέχοντες στη διαδικασία, στον εθνικό δικαστή απόκειται να εκτιμήσει τις συγκεκριμένες πράξεις και τις συνέπειές τους στην επίδικη εν προκειμένω εκμετάλλευση της βάσεως δεδομένων, εφαρμόζοντας τα προεκτεθέντα κριτήρια.

 γ)     Η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας έννοια της εκφράσεως «θίγουν αδικαιολόγητα τα συμφέροντα του κατασκευαστή»

153. Ως προς την ερμηνεία της εκφράσεως «θίγουν αδικαιολόγητα τα συμφέροντα του κατασκευαστή» στο άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας, πρέπει πρώτον να υπενθυμιστεί ότι, ήδη στο πλαίσιο της αναθεωρήσεως της Συμβάσεως της Βέρνης, το ζήτημα αν μια νομική έννοια τόσο ευρεία μπορεί να τύχει εφαρμογής έχει αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων. Επιπλέον για την ερμηνεία της εκφράσεως «θίγουν αδικαιολόγητα τα συμφέροντα του κατασκευαστή» επιβάλλεται να υπογραμμισθούν οι διαφορές σε σχέση με την «κανονική εκμετάλλευση».

154. Η επίδικη διάταξη συνδέει το τμήμα της εναλλακτικής περιπτώσεως που αποτελεί η «αδικαιολόγητη προσβολή των δικαιωμάτων του κατασκευαστή» με προϋποθέσεις λιγότερο αυστηρές έναντι εκείνης που αποτελεί η «κανονική εκμετάλλευση», όσον αφορά το περιεχόμενο του δικαιώματος που, στην πρώτη περίπτωση, έγκειται στην προστασία των «εννόμων συμφερόντων». Η προστασία βαίνει επομένως πέραν των νομικών καταστάσεων και περιλαμβάνει επίσης τα συμφέροντα, καθόσον τα «θεμιτά» συμφέροντα, και όχι μόνο τα νομικά, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

155. Ως αντιστάθμιση, το άρθρο 7, παράγραφος 5, ορίζει αυστηρότερες προϋποθέσεις στην περίπτωση αυτού του τμήματος της εναλλακτικής περιπτώσεως ως προς τις συνέπειες των απαγορευομένων πράξεων. Η ζημία για την οποία πρόκειται δεν είναι οποιουδήποτε είδους ζημία: πρέπει να πρόκειται περί «αδικαιολόγητης ζημίας». Αυτός ο χαρακτηρισμός «αδικαιολόγητη» δεν πρέπει πάντως να ερμηνευθεί με πάρα πολύ μεγάλη αυστηρότητα, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν θα έκανε επίσης μνεία στο εδάφιο αυτό περί ζημίας του κατασκευαστή, δηλαδή σημαντικής ζημίας για τον κατασκευαστή.

156. Υπό το φως των γλωσσικών αποδόσεων πλην της γερμανικής, η ερμηνεία που πρέπει εν προκειμένω να δοθεί έγκειται στο ότι οι πράξεις πρέπει να επιφέρουν ζημία στα συμφέροντα του κατασκευαστή, εντός ορισμένου μέτρου. Η οδηγία, όπως το πράττει και σε άλλα εδάφια, παραπέμπει σχετικώς στη ζημία του κατασκευαστή. Από την κύρια δίκη δεν προκύπτει με μεγάλη σαφήνεια ότι τα δικαιώματα που προστατεύει θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα άλλων επιχειρηματιών. Τούτο πάντως δεν σημαίνει ότι μπορεί να προσδοθεί μια καθοριστική σημασία, κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας κατά τις συνέπειες του ειδικής φύσεως δικαιώματος επί των συμφερόντων άλλων προσώπων ή σε ενδεχόμενη «ζημία» για το οικείο κράτος μέλος λόγω των ενδεχομένων επιπτώσεων επί των δημοσιονομικών του εσόδων. Αυτό που πρέπει να εμποδίζει η οδηγία είναι οι προκαλούμενες στους κατασκευαστές των βάσεων δεδομένων ζημίες. Κατ’ αντίθεση προς άλλες συνέπειες, ο σκοπός αυτός απαντάται επίσης ρητώς στην οδηγία.

157. Οι επενδύσεις του κατασκευαστή και η απόσβεσή τους βρίσκονται στο επίκεντρο των συμφερόντων που αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας. Επομένως, η οικονομική αξία του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων χρησιμεύει επίσης ενταύθα ως βάση της εκτιμήσεως που πρέπει να γίνει. Οι συνέπειες για τα πραγματικά ή αναμενόμενα έσοδα του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων καταλαμβάνουν κεντρική θέση (69).

158. Το περιεχόμενο της προστασίας μπορεί να αναλυθεί με βάση το τμήμα της εναλλακτικής περιπτώσεως που αφορά την «κανονική εκμετάλλευση». Αν το τμήμα αυτό ερμηνευθεί αυστηρά υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει και την προστασία των δυνητικών αγορών, π.χ. ένα νέο είδος εκμεταλλεύσεως για το περιεχόμενο μιας βάσεως δεδομένων (70), πρέπει πάντως η διείσδυση στις δυνητικές αγορές να χαρακτηρισθεί ως συνιστώσα τουλάχιστον ζημία των θεμιτών συμφερόντων του κατασκευαστή. Οι περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως θα επιτρέψουν να προσδιοριστεί αν η εν λόγω ζημία είναι αδικαιολόγητη. Πάντως, δεν μπορεί να είναι προσδιοριστικό εν προκειμένω το ότι ο προβαίνων στην εξαγωγή ή στην επαναχρησιμοποίηση είναι ανταγωνιστής του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων.

159. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αναλύσει τις συγκεκριμένες πράξεις και να αποφασίσει αν πρέπει να θεωρηθούν ως «αδικαιολόγητη ζημία» κατά των συμφερόντων του εν λόγω κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων.

 Δ –       Τροποποίηση του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων και διάρκεια της προστασίας (δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος)

160. Η παρούσα διαδικασία αφορά το ζήτημα περί του αν κάθε «ουσιώδης τροποποίηση» του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων, από την οποία αρχίζει η διάρκεια της προστασίας για τη βάση των δεδομένων, έχει ως συνέπεια ότι αυτή η βάση δεδομένων πρέπει να θεωρηθεί ως νέα και διακριτή βάση δεδομένων για τις ανάγκες του άρθρου 7, παράγραφος 5.

161. Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας, οι τροποποιήσεις μιας βάσεως δεδομένων δικαιολογούν –υπό ορισμένες περιστάσεις– την παροχή ίδιας διάρκειας προστασίας. Στη συνέχεια, πρέπει να εξετάσω μία από τις προϋποθέσεις, ήτοι την προϋπόθεση της «ουσιώδους τροποποιήσεως του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων» και των συνεπειών που εξ αυτής πηγάζουν. Στην παρούσα διαδικασία, πρέπει να εξεταστεί η προβληματική της «επανειλημμένης και συστηματικής εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποιήσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας.

162. Αυτό το προδικαστικό ερώτημα αφορά κατ’ ουσίαν το αντικείμενο της παρατεταμένης προστασίας. Πρέπει να καθοριστεί συναφώς αν οι ουσιώδεις τροποποιήσεις δημιουργούν μια άλλη βάση δεδομένων. Αν συναχθεί ότι, παράλληλα με την παλαιά βάση δεδομένων η οποία εξακολουθεί να υφίσταται, δημιουργείται μια νέα βάση δεδομένων, καθοριστικής σημασίας είναι το ζήτημα ποια από τις δύο αφορούν οι απαγορευμένες πράξεις.

163. Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων προβληθέντων επιχειρημάτων, πρέπει επίσης να καθοριστεί αν το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας έχει την έννοια ότι διέπει αποκλειστικά τη διάρκεια της προστασίας, και όχι το αντικείμενό της.

164. Από το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο, υπό ορισμένες περιστάσεις, κάθε ουσιώδης τροποποίηση «παρέχει στη βάση που προκύπτει από την επένδυση αυτή δικαίωμα ιδίας διάρκειας προστασίας», προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης εκκίνησε από την ιδέα ότι μια τέτοια τροποποίηση δημιουργεί ιδιαίτερη βάση δεδομένων. Αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από το κείμενο της διατάξεως αυτής στις άλλες επίσημες γλώσσες.

165. Ούτε μπορεί να αντιταχθεί σ’ αυτό η συστηματική ερμηνεία. Έτσι, ασφαλώς μεν το άρθρο 10 επιγράφεται «Διάρκεια της προστασίας», αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το άρθρο αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στη διάρκεια και δεν ρυθμίζει και το αντικείμενο της προστασίας αυτής.

166. Τέλος, η άποψη την οποία υποστηρίζει η Κοινότητα στο πλαίσιο της ΠΟΠΙ (71) επιβεβαιώνει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, σε περίπτωση ουσιώδους τροποποιήσεως δημιουργείται νέα βάση δεδομένων.

167. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η νέα έναρξη της περιόδου προστασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 3, δεν μπορεί να αφορά παρά συγκεκριμένο αντικείμενο. Από το ιστορικό της θεσπίσεως της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι το αποτέλεσμα των νέων επενδύσεων πρέπει να προστατεύεται (72). Ο περιορισμός του αντικειμένου της προστασίας στο νέο αποτέλεσμα ανταποκρίνεται και στον σκοπό του καθορισμού νέας διάρκειας προστασίας (73).

168. Πρέπει, στο στάδιο αυτό, να υπομνησθεί ότι η επίδικη βάση δεδομένων είναι μια δυναμική βάση δεδομένων, δηλαδή μια βάση δεδομένων συνεχώς αναπροσαρμοζόμενη. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι διαγραφές και οι προσθήκες, αλλά και, σύμφωνα με την πεντηκοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη, οι έλεγχοι πρέπει να θεωρούνται ως τροποποιήσεις υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας.

169. Το τυπικό χαρακτηριστικό των δυναμικών βάσεων δεδομένων έγκειται στο ότι υπάρχει πάντοτε μόνο μία βάση δεδομένων, ήτοι εκείνη η οποία, κάθε φορά, είναι η πλέον ενημερωμένη. Οι προηγούμενες εκδοχές της «εξαφανίζονται». Πρέπει, ωστόσο, να καθοριστεί στην περίπτωση αυτή σε τι αναφέρεται η νέα διάρκεια προστασίας, δηλαδή ποιο είναι το προστατευόμενο αντικείμενο, ειδικότερα αν πρόκειται για το νέο στοιχείο.

170. Προς τούτο, ως βάση θα πρέπει να ληφθεί ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν οι τροποποιήσεις, ήτοι η ενημέρωση της βάσεως δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο της βάσεως δεδομένων αποτελεί το αντικείμενο της νέας επενδύσεως. Έτσι, κάθε νέα εκδοχή, ήτοι το σύνολο της βάσεως δεδομένων, καθίσταται το αντικείμενο που απολαύει της προστασίας (74).

171. Το ιστορικό της θεσπίσεως της οδηγίας συνηγορεί επίσης υπέρ της ερμηνείας αυτής. Έτσι, το άρθρο 9 της αρχικής προτάσεως (75) προέβλεπε μεν ασφαλώς την παράταση της διάρκειας προστασίας της βάσεως, η Επιτροπή όμως αναφέρθηκε ακριβώς, στις αιτιολογικές σκέψεις της προτάσεως αυτής, στην περίπτωση νέας «εκδόσεως» της βάσεως δεδομένων. Αντίστοιχη διευκρίνιση προστέθηκε τότε ορθώς σε μια τροποποιημένη πρόταση όσον αφορά τις βάσεις δεδομένων (76) που συνεχώς ενημερώνονται (77). Ο νομικός ορισμός του άρθρου 12, σημείο 2, στοιχείο β΄, ρύθμισε την περίπτωση σωρεύσεως μικρών διαδοχικών τροποποιήσεων, τυπικού φαινομένου των δυναμικών βάσεων δεδομένων.

172. Θεωρούμενο υπ’ αυτό το πρίσμα, το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας προβλέπει, συνεπώς, ένα ειδικής φύσεως «rolling» (ή μετακυλιόμενο) δικαίωμα.

173. Τελικά, η λύση που προτείνω για τις δυναμικές βάσεις δεδομένων είναι σύμφωνη και με την αρχή σύμφωνα με την οποία μόνον το αποτέλεσμα προστατεύεται, ήτοι η νέα βάση δεδομένων και όχι η παλαιά. Η διαφορά σε σχέση με τις στατικές βάσεις δεδομένων έγκειται απλώς στο ότι, στην περίπτωση των δυναμικών βάσεων δεδομένων, η παλαιά βάση δεδομένων παύει να υφίσταται λόγω του ότι συνεχώς μεταμορφώνεται σε νέα βάση.

174. Εξάλλου, το ότι, στην περίπτωση των δυναμικών βάσεων δεδομένων, το σύνολο της βάσεως δεδομένων και όχι μόνον οι τροποποιήσεις λαμβανόμενες υπόψη μεμονωμένως απολαύει της νέας διάρκειας προστασίας μπορεί να δικαιολογηθεί, ανεξαρτήτως του σκοπού και του αντικειμένου της νέας επενδύσεως που ήδη ανέφερα, και από το ότι μόνον μια ενιαία εκτίμηση της βάσεως δεδομένων αυτής καθαυτήν είναι δυνατή.

175. Επιπλέον, ο σκοπός ο οποίος συνίσταται στην προστασία και προαγωγή των επενδύσεων συνηγορεί υπέρ της ενιαίας εκτιμήσεως. Οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν στην περίπτωση των δυναμικών βάσεων δεδομένων παρά μόνον αν και οι ενημερώσεις τους απολαύουν της προστασίας (78). Στην αντίθετη περίπτωση, θα επιφυλασσόταν δυσμενέστερη μεταχείριση στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται επί των δυναμικών βάσεων δεδομένων.

176. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται πάντοτε να αξιολογήσει τις συγκεκριμένες τροποποιήσεις της επίδικης στην κύρια δίκη βάσεως δεδομένων. Οφείλει να λάβει υπόψη του στο πλαίσιο αυτό το γεγονός ότι ακόμα και επουσιώδεις τροποποιήσεις πρέπει, εφόσον έχουν υπερβεί έναν ορισμένο αριθμό, να χαρακτηρίζονται ως ουσιώδεις τροποποιήσεις. Όπως αναφέρει η πεντηκοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, στον κατασκευαστή της νέας βάσεως δεδομένων εναπόκειται να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 3.

177. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει επίσης να καθορίσει το χρονικό σημείο πέραν του οποίου υφίσταται ουσιώδης τροποποίηση. Οφείλει, συναφώς, να εξακριβώσει αν η νέα επένδυση είναι ουσιώδης. Προκειμένου να εκτιμήσει τον ουσιώδη χαρακτήρα, πρέπει να εμπνευσθεί από τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας. Συνεπώς, οφείλει να λάβει επίσης υπόψη του τους αντίστοιχους όρους της επενδύσεως. Ο κανόνας αυτός ισχύει ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας αναφέρεται ρητώς σε «νέα επένδυση», ενώ το άρθρο 7 αφορά την πρώτη επένδυση (79).

VII – Πρόταση

178. Προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Η έννοια της “βάσεως δεδομένων” κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, περιλαμβάνει και τους πίνακες των ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων.

2)      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 έχει την έννοια ότι μια βάση δεδομένων που περιλαμβάνει τους πίνακες των ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων μπορεί να τύχει προστασίας, αν μια ουσιώδης ποσοτική ή ποιοτική επένδυση είναι αναγκαία για την απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου της. Στον κατασκευαστή μιας τέτοιας βάσεως δεδομένων αναγνωρίζεται το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή και/ή την επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους, αξιολογουμένου ποσοτικώς ή ποιοτικώς, του περιεχομένου αυτής της βάσεως δεδομένων.

3)      Το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας 96/9 απαγορεύει τη συστηματική και επανειλημμένη εξαγωγή και/ή επαναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων, όταν αυτό συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που αντιβαίνουν στην κανονική εκμετάλλευση της βάσεως δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων. Το άρθρο 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας, πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι η εξαγωγή και ή επαναχρησιμοποίηση απαγορεύονται και στην περίπτωση βάσεως δεδομένων της οποίας το περιεχόμενο, αξιολογούμενο ποιοτικώς ή ποσοτικώς, αποτέλεσε αντικείμενο ουσιωδών τροποποιήσεων και συνεπώς συνιστά καρπό νέας ουσιώδους επενδύσεως από ποιοτικής ή ποσοτικής απόψεως.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2  – Πρόκειται για τις εκκρεμούσες επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις C-46/02, C-203/02 και C-338/02, οι προτάσεις μου επί των οποίων θα αναπτυχθούν σήμερα (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2004, Συλλογή 2004, σ. Ι-10365, σ. Ι-10415 και σ. Ι-10497).


3  – ΕΕ L 77, σ. 20.


4  – Αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2003, C-18/01, Korhonen Oy (Συλλογή 2003, σ. I-5321, σκέψη 19)· της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite (Συλλογή 2002, σ. I-607, σκέψη 18), και της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 38).


5  – Αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, C-268/01, Agrargenossenschaft Alkersleben (Συλλογή 2003, σ. I-4353, σκέψη 46)· και PreussenElektra, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 39.


6  – Αποφάσεις της 11ης  Σεπτεμβρίου 2003, C-207/01, Altair Chimica (Συλλογή 2003, σ. Ι-8875, σκέψη 24)· και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-115/97 έως C-117/97, Brentjens’ (Συλλογή 1999, σ. I-6025, σκέψη 38).


7  – Απόφαση Altair Chimica, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 25· διατάξεις της 30ής Απριλίου 1998, C-128/97 και C-137/97, Testa και Modesti (Συλλογή 1998, σ. I-2181, σκέψη 6)· και της 11ης Μαΐου 1999, C-325/98, Anssens (Συλλογή 1999, σ. I-2969, σκέψη 8).


8  – Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-318/00, Bacardi-Martini και Cellier des Dauphins (Συλλογή 2003, σ. I-905, σκέψη 44)· διάταξη της 28ης Ιουνίου 2000, C-116/00, Laguillaumie (Συλλογή 2000, σ. I-4979, σκέψη 16).


9  – Αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 2003, C-439/01, Libor Cipra και Vlastimil Kvasnicka (Συλλογή 2003, σ. I-745, σκέψη 22)· και της 19ης Νοεμβρίου 2002, C-304/00, Strawson και Gagg & Sons (Συλλογή 2002, σ. I-1737, σκέψεις 57 και 58).


10  – Αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1979, 36/79, Denkavit (Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 667, σκέψη 12)· της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-175/98 και C-177/98, Lirussi και Bizzaro (Συλλογή 1999, σ. I-6881, σκέψη 37)· της 22ας Ιουνίου 2000, C-318/98, Fornasar κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-4785, σκέψη 31)· και της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-421/01, Traunfellner (Συλλογή 2003, σ. Ι-11941, σκέψεις 21 επ.).


11  – Βλ. την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003, C-448/01, EVN (Συλλογή 2003, σ. Ι-14527, σκέψη 59).


12  – ΕΕ 1994, L 336, σ. 214.


13  – Jens-Lienhard Gaster, Der Rechtschutz von Datenbanken, 1999, παράγραφοι 58 επ.


14  – Josef Krähn, Der Rechtsschutz von elektronischen Datenbanken, unter besonderer Berücksichtigung des sui-generis-Rechts, 2001, 7.


15  – Matthias Leistner, «The Legal Protection of Telephone Directories Relating to theNew Database Maker’s Right», International Review of Industrial Property and Copyright Law2000, 950 (956).


16  – Simon Chalton, «The Copyright and Rights in Databases Regulations 1997: Some Outstanding Issues on Implementation of the Database Directive», EIPR1998, 178 (179).


17  – Matthias Leistner, Der Rechtsschutz von Datenbanken im deutschen und europäischen Recht, 2000, 53 επ.


18  – Silke von Lewinski, στο: Michel M. Walter (Hrgs), EuropäischesUrheberrecht, 2001, παράγραφος 20, σχετικά με το άρθρο 1 της οδηγίας περί βάσεων δεδομένων.


19  – Herman M. H Speyart, «De databank-richtlijn en haar gevolgen voor Nederland», Informatierecht– AMI 1996, 151 (155).


20  – Von Lewinski, προαναφερθέν στην υποσημείωση 18, παράγραφος 6 σχετικά με το άρθρο 1.


21  – Von Lewinski, προαναφερθέν στην υποσημείωση 18, παράγραφος 6, σχετικά με το άρθρο 1.


22  – Malte Grützmacher, Urheber-, Leistungs- und Sui-generis-Schutz von Datenbanken, 1999, 329· Γεώργιος Κουμάντος, «Les bases de données dans la directive communautaire», Revue internationale du droit d’auteur 1997, σ. 79 (117). Ορισμένοι συγγραφείς φρονούν αντιθέτως ότι η προστασία καλύπτει και τις επενδύσεις (βλ. π.χ. von Lewinski όπ.π., υποσημείωση 18, παράγραφος 3 σχετικά με το άρθρο 7, και τους συγγραφείς που παραθέτει ο Grützmacher στη σ. 329, υποσημείωση 14).


23  – Κοινή θέση (ΕΚ) 20/95, που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο στις 10 Ιουλίου 1995 (ΕΕ 1995, C 288), παράγραφος 14.


24  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 9 σχετικά με το άρθρο 7.


25  – Κουμάντος (όπ.π., υποσημείωση 22), 119.


26  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 11 σχετικά με το άρθρο 7.


27  – Krähn (όπ.π., υποσημείωση 14), 138 επ.· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 15), 958.


28  – Gunnar W. G. Karnell, «The European Sui Generis Protection of Data Bases», Journal of the Copyright Society of the USA, 2002, 994.


29  – J. van Manen, «Substantial investments», στο: Allied and in friendship: for Teartse Schaper, 2002, σ. 123 (125).


30  – P. Bernt Hugenholtz, «De spin-off theorie uitgesponnen», Tidschrift voor auteurs-, media- & informatierecht 2002, σ. 161 επ.


31  – Giovanni Guglielmetti, «La tutela delle banche dati con diritto sui generis nella direttiva 96/9/CE», Contratto e impresa. Europa, 1997, σ. 177 (184).


32  – Andrea Etienne Calame, Der rechtliche Schutz von Datenbanken unter besonderer Berücksichtigung des Rechts der Europäischen Gemeinschaften, 2002, σ. 115, υποσημείωση 554.


33  – Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 330 επ.· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 152.


34  – Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 152.


35  – Guglielmetti (όπ.π., υποσημείωση 31), σ. 184· Karnell (όπ.π., υποσημείωση 28), σ. 993.


36  – Βλ. υπέρ της άποψης αυτής Hugenholtz (όπ.π., υποσημείωση 30), σ. 161 (164, υποσημείωση 19).


37  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 5 σχετικά με το άρθρο 7.


38  – Calame (όπ.π., υποσημείωση 32), σ. 116.


39  – Κοινή θέση (ΕΚ) 20/95 (όπ.π., υποσημείωση 23), παράγραφος 14.


40  – Gaster (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 492.


41  – Oliver Hornung, Die EU-Datenbank-Richtlinie und ihre Umsetzung in das deutsche Recht, 1998, σ. 116 επ.· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 180· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 16 σχετικά με το άρθρο 7.


42  – Κοινή θέση (ΕΚ) 20/95 (όπ.π., υποσημείωση 23), παράγραφος 14.


43  – Βλ., μεταξύ άλλων, von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 15 σχετικά με το άρθρο 7.


44  – Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 340.


45  – Gaster (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 495· Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 340· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 15 σχετικά με το άρθρο 17.


46  – Krähn (όπ.π., υποσημείωση 14), σ. 162.


47  – Βλ. Guglielmetti (όπ.π., υποσημείωση 13), σ. 186· Krähn (όπ.π., υποσημείωση 14), σ. 161· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 172.


48  – Σύμφωνα με μια άποψη, η αφηρημένη ιδιοποίηση θα αρκούσε για να προκαλέσει τη ζημία: βλ. Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 173· σύγκρ. με Speyart (όπ.π., υποσημείωση 19), σ. 171 (174).


49  – Carine Doutrelepont, «Le nouveau droit exclusif du producteur de bases de données consacré par la directive europénne 96/6/CE du 11 mars 1996: un droit sur l’information?», στο Mélanges en hommage à Michel Waelbroeck, 1999,σ. 903 (913).


50  – Doutrelepont (όπ.π., υποσημείωση 49), σ. 913· Gaster (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 496· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 171· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 15 σχετικά με το άρθρο 7.


51  – Βλ. ωστόσο υπό αντίθετη έννοια Karnell (όπ.π., υποσημείωση 28), σ. 1000· Krähn (όπ.π., υποσημείωση 14), σ. 163.


52  – Βλ., για παράδειγμα, την τεσσαρακοστή πρώτη, τεσσαρακοστή δεύτερη, τεσσαρακοστή πέμπτη και τεσσαρακοστή έκτη αιτιολογική σκέψη.


53  – Βλ. Κουμάντος (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 121.


54  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 19 σχετικά με το άρθρο 7.


55  – Gaster (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 512.


56  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 27 σχετικά με το άρθρο 7.


57  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 31 σχετικά με το άρθρο 7.


58  – Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 336.


59  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 38 σχετικά με το άρθρο 7.


60  – Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 181· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 18 σχετικά με το άρθρο 7, σημείωση 225.


61  – Sam Ricketson, The Berne Convention for the Protection of Literary and Artistic Works: 1886-1986, 1987, σ. 482.


62  – Gaster (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 558.


63  – Οι περισσότερες των λατινογενών γλωσσικών αποδόσεων καθώς και οι αποδόσεις στα γερμανικά, αγγλικά και ελληνικά.


64  – Στην ισπανική, σουηδική και φινλανδική γλώσσα.


65  – Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 181· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 17 σχετικά με το άρθρο 7.


66  – Η άποψη αυτή συμφωνεί με την ερμηνεία του άρθρου 13 της συμφωνίας ADPIC που έγινε στον ΠΟΕ (WT/DS160/R της 27ης Ιουλίου 2000, 6.183).


67  – Leistner (όπ.π., στην υποσημείωση 17), σ. 181.


68  – Βλ. WT/DS160/R της 27ης Ιουλίου 2000, 6.186.


69  – Βλ. WT/DS160/R της 27ης Ιουλίου 2000, 6.229.


70  – Leistner (όπ.π., υποσημείωση 18), σ. 182.


71  – Standing Committee on Copyright and Related Rights (19 Μαΐου 1998), SCCR/1/INF/2.


72  – Κοινή θέση (ΕΚ) 20/95 (όπ.π., υποσημείωση 23), παράγραφος 14.


73  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 18), παράγραφος 5 σχετικά με το άρθρο 10.


74  – Simon Chalton, «The Effect of the E.C. Database Directive on United Kingdom Copyright Law in Relation to Databases: A Comparison of Features», EIPR 1997, σ. 278 (συγκεκριμένα, σ. 284)· Hornung (όπ.π., υποσημείωση 41), σ. 173 επ.· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 209· βλ. Beutler, «The Protection of multimédia products under international law», UFITA 1997, σ. 5 (συγκεκριμένα, σ. 24)· Guglielmetti (όπ.π., υποσημείωση 31), σ. 192· Speyart (όπ.π., υποσημείωση 19), σ. 171 (συγκεκριμένα, σ. 173).


75  – CΟΜ(92) 24 τελ., αριθ. 9.2.


76  – Εισηγητική έκθεση της προτάσεως COM (92) 24, αριθ. 9.2.


77  – COM(93) 464 τελ.


78  – Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 390 επ.


79  – Ως προς το θέμα αυτό, βλ. λεπτομερώς Leistner (όπ.π., υποσημείωση 17), σ. 207 επ.

Top