This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62002CC0425
Opinion of Mr Advocate General Léger delivered on 17 June 2004. # Johanna Maria Delahaye, née Delahaye v Ministre de la Fonction publique et de la Réforme administrative. # Reference for a preliminary ruling: Cour administrative - Luxembourg. # Safeguarding of employees' rights in the event of a transfer of an undertaking to the State - Possibility for the State to impose rules of public law - Reduction of the amount of remuneration. # Case C-425/02.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 17ης Ιουνίου 2004.
Johanna Maria Delahaye, σύζυγος Boor κατά Ministre de la Fonction publique et de la Réforme administrative.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour administrative - Λουξεμβούργο.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως στο Δημόσιο - Δυνατότητα του Δημοσίου να επιβάλει τους κανόνες δημοσίου δικαίου - Μείωση του ύψους των αποδοχών.
Υπόθεση C-425/02.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 17ης Ιουνίου 2004.
Johanna Maria Delahaye, σύζυγος Boor κατά Ministre de la Fonction publique et de la Réforme administrative.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour administrative - Λουξεμβούργο.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως στο Δημόσιο - Δυνατότητα του Δημοσίου να επιβάλει τους κανόνες δημοσίου δικαίου - Μείωση του ύψους των αποδοχών.
Υπόθεση C-425/02.
Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-10823
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:376
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PHILIPPE LÉGER
της 17ης Ιουνίου 2004 (1)
Υπόθεση C-425/02
Johanna Maria Delahaye, σύζυγος Boor,
κατά
Ministre de la Fonction Publique et de la Réforme Administrative
[αίτηση του Cour administrative (Λουξεμβούργο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Οδηγία 77/187/ΕΟΚ – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων – Μεταβίβαση δραστηριότητας ασκούμενης από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε δημόσια διοικητική υπηρεσία – Απορρέουσα από το εθνικό δίκαιο υποχρέωση αλλαγής της συμβάσεως εργασίας σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων – Μείωση του ύψους των αποδοχών»
1. Σε περίπτωση μεταβιβάσεως δραστηριοτήτων που ασκούνταν στο παρελθόν από ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού (νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου) προς το Δημόσιο, οφείλει τούτο, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, ως εκδοχέας επιχειρήσεως, να διατηρήσει αμετάβλητες τις υφιστάμενες κατά την ημερομηνία μεταβιβάσεως της εν λόγω επιχειρήσεως συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, χωρίς να μειώσει το ύψος των αποδοχών των εργαζομένων, ή έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες περί υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων, να προβεί σε τέτοιου είδους μείωση;
2. Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το ερώτημα που υπέβαλε το Cour administrative (Λουξεμβούργο). Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο, ακολουθώντας τη νομολογία Mayeur (2), να ερμηνεύσει την οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (3).
I – Το νομικό πλαίσιο
Α – Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση
3. Σκοπός της οδηγίας 77/187, κατά τη δεύτερη αιτιολογική της σκέψη, είναι «η προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους».
4. Προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας καθιερώνει την αρχή σύμφωνα με την οποία «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1 [(4)], μεταβιβάζονται, εξ αιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα».
5. Επιπλέον, η οδηγία προβλέπει την εκ μέρους του εκδοχέα διατήρηση των όρων εργασίας που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση (άρθρο 3, παράγραφος 2), καθώς και την προστασία των οικείων εργαζομένων από ενδεχόμενη απόλυση εκ μέρους του εκχωρητή ή του εκδοχέα, λόγω της μεταβιβάσεως και μόνον (άρθρο 4, παράγραφος 1).
6. Περαιτέρω, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας επιβάλλει στον εκχωρητή και τον εκδοχέα την υποχρέωση να πληροφορούν τους εκπροσώπους των οικείων εργαζομένων για τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που έχει η μεταβίβαση γι’ αυτούς, καθώς και για τα μέτρα που σχεδιάζονται έναντι αυτών. Διευκρινίζεται ότι ο εκδοχέας οφείλει να παρέχει αυτές τις πληροφορίες εγκαίρως και, εν πάση περιπτώσει, προτού οι όροι απασχολήσεως και εργασίας των εν λόγω εργαζομένων επηρεαστούν άμεσα από τη μεταβίβαση. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας συμπληρώνει την εν λόγω υποχρέωση πληροφορήσεως, την οποία φέρει ο εκχωρητής ή ο εκδοχέας, με υποχρέωση διαβουλεύσεως προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία με τους εκπροσώπους των οικείων εργαζομένων, εφόσον σχεδιάζεται η λήψη μέτρων έναντι αυτών.
7. Σε περίπτωση που αποφασιστεί τελικώς η λήψη των σχεδιασθέντων και υποβληθέντων σε διαβούλευση μέτρων, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι «αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί [με πρωτοβουλία του εργαζομένου] λόγω του ότι η μεταβίβαση [...] συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξ αιτίας του εργοδότη».
8. Το σύνολο των εν λόγω διατάξεων επαναλήφθηκε με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187 (5) και, στη συνέχεια, με την οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (6), κωδικοποίησε την οδηγία 77/187 ενσωματώνοντας τις ουσιώδεις τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 98/50.
Β – Η εθνική κανονιστική ρύθμιση
9. Στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, η διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως ρυθμίζεται από το άρθρο 36 του νόμου της 24ης Μαΐου 1989 περί συμβάσεων εργασίας (7).
10. Η παράγραφός του 1 προβλέπει ότι, «σε περίπτωση μεταβολής της νομικής καταστάσεως του εργοδότη, ιδίως συνεπεία κληρονομικής διαδοχής, πωλήσεως, συγχωνεύσεως, μετατροπής της επιχειρήσεως ή συστάσεως εταιρίας, όλες οι ισχύουσες κατά την ημερομηνία της μεταβολής συμβάσεις εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν μεταξύ του νέου εργοδότη και του προσωπικού της επιχειρήσεως».
11. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου προσθέτει ότι «η απορρέουσα, μεταξύ άλλων, από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση μεταβίβαση επιχειρήσεως δεν συνιστά αφ’ εαυτής λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα».
12. Τέλος, το άρθρο 36, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω νόμου ορίζει ότι, «σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του μισθωτού, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως νοείται ως επελθούσα εξαιτίας του εργοδότη».
II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης
13. Η J. M. Delahaye, σύζυγος Boor, προσελήφθη ως γραμματέας, μ καθεστώς μισθωτού, από την ένωση με την ονομασία «Προς την επαγγελματική ένταξη» (από τις 2 Ιανουαρίου 1995), στη δε συνέχεια από την ένωση «Foprogest ASBL» (8) (από 1ης Απριλίου 1998), κατόπιν της αναλήψεως, εκ μέρους της δεύτερης αυτής ενώσεως, της δραστηριότητας που ασκούσε αρχικώς η πρώτη. Επ’ ευκαιρία αυτής της μεταβιβάσεως της δραστηριότητας, η σύμβαση εργασίας μεταξύ της ενδιαφερομένης και της πρώτης ενώσεως εξακολούθησε να ισχύει μεταξύ αυτής και της δεύτερης ενώσεως χωρίς να επηρεαστούν οι όροι της εργασίας και η αμοιβή της.
14. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, η Foprogest, η οποία εδρεύει στο Λουξεμβούργο, είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας την προώθηση και την εφαρμογή διαφόρων εκπαιδευτικών δράσεων που στόχευαν, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση της καταστάσεως των αιτούντων εργασία και των ανέργων, προκειμένου να ευνοηθεί η επαγγελματική τους ένταξη ή επανένταξη. Ήταν επίσης επιφορτισμένη με την παροχή τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης στο πλαίσιο προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως και με τη διαχείριση των κεφαλαίων που προορίζονταν για ορισμένα από αυτά τα προγράμματα. Σύμφωνα με το άρθρο 19 του καταστατικού της, οι πόροι της εν λόγω ενώσεως μη κερδοσκοπικού σκοπού προέρχονταν από συνδρομές, δωρεές και κληροδοτήματα, επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις.
15. Στα τέλη του 1999, τη δραστηριότητα της Foprogest ανέλαβαν διοικητικές υπηρεσίες του Λουξεμβουργιανού Δημοσίου, ήτοι το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, Επαγγελματικής Καταρτίσεως και Αθλητισμού.
16. Στο πλαίσιο αυτής της μεταβιβάσεως δραστηριότητας, η J. M. Delahaye καθώς και άλλοι υπάλληλοι της Foprogest απασχολούνταν πλέον από το Λουξεμβουργιανό Δημόσιο. Η μεταβίβαση αυτή οδήγησε στη σύναψη σειράς συμβάσεων μεταξύ του νέου εργοδότη και των οικείων εργαζομένων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η J. M. Delahaye συνήψε, στις 22 Δεκεμβρίου 1999, σύμβαση αορίστου χρόνου με το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, Επαγγελματικής Καταρτίσεως και Αθλητισμού. Η σύμβαση αυτή άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2000.
17. Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως, αναγνωρίστηκε στην ενδιαφερόμενη η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του τροποποιηθέντος νόμου της 27ης Ιανουαρίου 1972, περί καθορισμού του καθεστώτος των υπαλλήλων του Δημοσίου. Κατά το άρθρο 4 της συμβάσεώς της, η πρόσληψη της J. M. Delahaye ρυθμιζόταν από τον κανονισμό του υπουργικού συμβουλίου, της 1ης Μαρτίου 1974, περί καθορισμού του συστήματος χορηγήσεως επιδομάτων στους υπαλλήλους που απασχολούνται στις διοικητικές αρχές και υπηρεσίες του Δημοσίου.
18. Με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2001, η J. M. Delahaye υπέβαλε αίτηση θεραπείας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε ο Υπουργός Δημοσίας Διοικήσεως και Διοικητικής Μεταρρυθμίσεως (Ministre de la fonction publique et de la réforme administrative) στις 27 Οκτωβρίου 2000 και με την οποία την κατέταξε σε ορισμένο επίπεδο σταδιοδρομίας και σε βαθμό (9). Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποφάσεως αυτής, καθόσον την τοποθετεί σε δυσμενέστερη θέση, ιδίως ως προς τις αποδοχές της, σε σχέση με την υπηρεσιακή της κατάσταση υπό τον προηγούμενο εργοδότη της (10).
19. Η J. M. Delahaye υποστήριξε ότι, δυνάμει του άρθρου 36 του νόμου της 24ης Μαΐου 1989 περί συμβάσεων εργασίας, η μεταβολή της νομικής καταστάσεως του εργοδότη δεν μπορεί να επιφέρει μεταβολές στους όρους εργασίας και στις αποδοχές. Αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση αναλήψεως από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δραστηριοτήτων ασκούμενων μέχρι τότε από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η J. M. Delahaye ζήτησε να αποκατασταθούν αναδρομικά οι όροι εργασίας της, ως ίσχυαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2000, ήτοι στο πλαίσιο της συμβάσεως που τη συνέδεε με τη Foprogest.
20. Η αρμόδια υπηρεσία δεν ικανοποίησε το αίτημα αυτό. Κατά την άποψή της δεν υπήρξε μεταβολή της καταστάσεως του εργοδότη, αλλά δημιουργήθηκε απλώς νέα σχέση εργασίας με νέο εργοδότη, η οποία οδήγησε στη σύναψη νέας συμβάσεως, οπότε δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που επικαλείται η J. M. Delahaye.
21. Κατόπιν τούτου, η J. M. Delahaye άσκησε προσφυγή στο Tribunal administratif (Λουξεμβούργο) με σκοπό τη μεταρρύθμιση ή την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως περί κατατάξεως καθώς και της μεταγενέστερης τροποποιητικής αποφάσεως, καθόσον ούτε η μία ούτε η άλλη καθιστούν δυνατή τη διατήρηση του ύψους των αποδοχών της (11). Προς στήριξη της προσφυγής της, η J. M. Delahaye επικαλέστηκε μεταξύ άλλων τις διατάξεις του άρθρου 36 του νόμου της 24ης Μαΐου 1989 περί συμβάσεων εργασίας και την κατ’ ανάγκη σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας 77/187 ερμηνεία τους, η οποία τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής δυνάμει της προπαρατεθείσας νομολογίας Mayeur.
22. Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2002, το Tribunal administratif απέρριψε την προσφυγή της J. M. Delahaye. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας εντάσσεται πράγματι στο πλαίσιο μεταβιβάσεως επιχειρήσεως που πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 36 του νόμου της 24ης Μαΐου 1989. Εντούτοις, το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε ότι η δραστηριότητα που μεταβιβάστηκε ασκείται πλέον ως δημόσια διοικητική υπηρεσία και πρέπει, ως εκ τούτου, να ασκείται σύμφωνα με τους κανόνες του δημοσίου δικαίου, οπότε η μεταβίβαση της επίδικης επιχειρήσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εντός των ορίων του συμβατού της με τους επιτακτικούς κανόνες του δημοσίου δικαίου που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου.
23. Το Tribunal administratif κατέληξε ότι, ναι μεν είναι δυνατό η μείωση των αποδοχών κατά της οποίας βάλλει η J. M. Delahaye να συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας της ικανή να δικαιολογήσει καταγγελία της συμβάσεως οφειλόμενη στον εργοδότη, δεν μπορεί ωστόσο η προσφεύγουσα να διατηρήσει τη συμβατική της σχέση και να λαμβάνει όμοια αμοιβή.
24. Η J. M. Delahaye άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής στο Cour administrative. Ισχυρίζεται ότι, από το άρθρο 36 του νόμου της 24ης Μαΐου 1989 καθώς και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 προκύπτει ότι οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχειρήσεως επιφέρει τη διατήρηση, χωρίς περιορισμούς ή εξαιρέσεις, των δικαιωμάτων των μισθωτών. Η ερμηνεία των διατάξεων αυτών από το Tribunal administratif, αφενός, τους αφαιρεί οποιαδήποτε πρακτική αποτελεσματικότητα και, αφετέρου, συνιστά παραβίαση της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού έναντι του εθνικού δικαίου.
25. Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση διερωτήθηκε αν η δραστηριότητα την οποία στο παρελθόν ασκούσε η ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού Foprogest και στη συνέχεια ανέλαβε το Δημόσιο μπορεί να θεωρηθεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της οδηγίας 77/187, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50, δεδομένου ότι πρόκειται για δραστηριότητα καταπολέμησης της ανεργίας εμπίπτουσα ενδεχομένως στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.
III – Το προδικαστικό ερώτημα
26. Λαμβανομένων υπόψη των απόψεων των διαδίκων, το Cour administrative αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Μπορεί να επιτραπεί στο Δημόσιο, ως εκδοχέα, βάσει των προαναφερθεισών οδηγιών 77/187/ΕΟΚ, 98/50/ΕΚ και 2001/23/ΕΚ, σε περίπτωση μεταβιβάσεως προς αυτό επιχειρήσεως από μη κερδοσκοπικού σκοπού νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, να αναλάβει τούτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκχωρητή μόνο στο μέτρο που αυτά συμβιβάζονται με τους δικούς του κανόνες δημοσίου δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις αμοιβές, των οποίων ο τρόπος υπολογισμού και το ύψος έχουν οριστεί με διάταγμα του Μεγάλου Δούκα, και εξυπακουομένου ότι από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων προκύπτουν για τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους νόμιμα πλεονεκτήματα, ιδίως όσον αφορά την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους και τη σταθερότητα της θέσεως που κατέχουν και ότι οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι διατηρούν, σε περίπτωση διαφωνίας όσον αφορά “ουσιαστική μεταβολή” των όρων εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, των σχετικών οδηγιών, το δικαίωμα να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στην εν λόγω ρύθμιση;»
27. Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα αφορά ταυτόχρονα την οδηγία 77/187, την οδηγία 98/50 και την οδηγία 2001/23. Η διαφορά όμως της κύριας δίκης γεννήθηκε πριν από τις 17 Ιουλίου 2001, ήτοι προτού λήξει η προθεσμία που είχε ταχθεί για την εφαρμογή της οδηγίας 98/50, καθώς και πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταγενέστερα με τον νόμο της 19ης Δεκεμβρίου 2003 (12). Συνεπώς, η οδηγία 98/50 δεν τυγχάνει εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης (13). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την οδηγία 2001/23, σκοπός της οποίας είναι η κωδικοποίηση της οδηγίας 77/187 με την ενσωμάτωση των τροποποιήσεων που επέφερε η οδηγία 98/50. Επομένως, δεν είναι αναγκαία, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η προσπάθεια ερμηνείας της οδηγίας 98/50 ή της οδηγίας 2001/23, δεδομένου μάλιστα ότι το σύνολο των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 77/187 επαναλήφθηκε με τις οδηγίες 98/50 και 2001/23. Μόνον η ερμηνεία της οδηγίας 77/187 και, ειδικότερα, του άρθρου της 3, παράγραφος 1 (14) ασκεί επιρροή.
28. Κατά συνέπεια, με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως συνισταμένης στην εκ μέρους του Δημοσίου ανάληψη δραστηριοτήτων που ασκούνταν στο παρελθόν από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, απαγορεύει στο Δημόσιο, ως νέο εργοδότη, να μειώσει εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής το ύψος των αποδοχών των εργαζομένων σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες που ισχύουν όσον αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων.
29. Όπως και στην προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur, αυτό το προδικαστικό ερώτημα εντάσσεται στο πλαίσιο της αναλήψεως από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ενεργεί σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου, δραστηριοτήτων που ασκούσε στο παρελθόν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.
30. Εντούτοις, σε αντίθεση με την περίπτωση της προαναφερθείσας υποθέσεως, το Δικαστήριο δεν ερωτάται ως προς το αν μια τέτοια πράξη μπορεί να συνιστά μεταβίβαση επιχειρήσεως υπό την έννοια της οδηγίας 77/187.
31. Το αιτούν δικαστήριο έχει αποφανθεί επ’ αυτού, ιδίως με την προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur (15). Συναφώς, ανέφερε ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι δραστηριότητες παρόμοιες με τις επίδικες στη διαφορά της κύριας δίκης είναι οικονομικής φύσεως (16). Το αιτούν δικαστήριο κατέληξε βάσει αυτών ότι η εκ μέρους του Δημοσίου ανάληψη δραστηριοτήτων που ασκούνταν στο παρελθόν από τη Foprogest συνιστά όντως μεταβίβαση επιχειρήσεως υπό την έννοια της οδηγίας 77/187, οπότε η τελευταία μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση.
32. Σε συνέχεια της προπαρατεθείσας αποφάσεως Mayeur, το εν λόγω δικαστήριο περιορίζεται να καλέσει το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, στην υπό κρίση υπόθεση, ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των εργαζομένων, ειδικότερα όσον αφορά τις αποδοχές τους.
IV – Ανάλυση
33. Στο σημείο 106 των προτάσεών μου στην προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur, υπενθύμισα ότι σκοπός της οδηγίας δεν είναι η τροποποίηση των ισχυουσών εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων προκειμένου να επιτευχθεί πλήρης εναρμόνιση των δικαιωμάτων των κοινοτικών εργαζομένων, σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη κατόπιν της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, αλλά απλώς και μόνον η διασφάλιση, στο μέτρο του δυνατού, της διατηρήσεως της συμβάσεως ή της εργασιακής σχέσεως χωρίς αυτή να μεταβληθεί από τον εκδοχέα (17). Προσέθεσα ότι, κατ’ επέκταση, σκοπός της οδηγίας είναι να αποτρέψει το να περιέλθουν οι οικείοι εργαζόμενοι σε δυσμενέστερη θέση εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής και μόνον (18).
34. Κατέληξα ότι η οδηγία δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν το εθνικό τους δίκαιο προκειμένου ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου να μπορεί να διατηρήσει τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε αντίθεση με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες (19).
35. Τόνισα πάντως ότι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας (20).
36. Συγκεκριμένα, έκρινα ότι η υποχρέωση καταγγελίας των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που είχε συνάψει η εκχωρούσα επιχείρηση, η οποία επιβάλλεται σε εργοδότη, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, από διάταξη του εθνικού δικαίου, ενώ πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως ουσιώδης μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου (21).
37. Κατέληξα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, εναπόκειται στον νέο εργοδότη, εκδοχέα της δραστηριότητας που ασκούσε μέχρι τότε η παλαιά επιχείρηση, να αναλάβει την ευθύνη της απολύσεως που επήλθε εξαιτίας του (22).
38. Το Δικαστήριο συμφώνησε με την ανάλυσή μου στην προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur.
39. Συγκεκριμένα, δεν τόνισε απλώς ότι η ενδεχόμενη ύπαρξη εθνικών κανόνων που επιβάλλουν σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου την υποχρέωση καταγγελίας συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε περίπτωση αναλήψεως της δραστηριότητας που ασκούσε στο παρελθόν πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δεν συνεπάγεται κατ’ αρχήν ότι η εν λόγω πράξη μεταβιβάσεως της δραστηριότητας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (23).
40. Το Δικαστήριο φρόντισε να επισημάνει ότι τυχόν υποχρέωση, επιβαλλόμενη από το εθνικό δίκαιο, καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε περίπτωση μεταβιβάσεως μιας δραστηριότητας σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, οφειλόμενη άμεσα στη μεταβίβαση, οπότε η καταγγελία των εν λόγω συμβάσεων εργασίας πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να θεωρηθεί ως επελθούσα εξαιτίας του εργοδότη (24).
41. Όπως ορθώς επισήμαναν η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η εν λόγω νομολογία παρέχει ενδιαφέροντα στοιχεία προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα.
42. Συγκεκριμένα, από την προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur προκύπτει ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου επιχειρήσεως ανήκουσας σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, η εφαρμογή της οδηγίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη διατήρηση των συμβάσεων εργασίας που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της μεταβιβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.
43. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει, στο πλαίσιο αυτού του είδους της μεταβιβάσεως, υποχρέωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου, η οδηγία δεν έρχεται σε αντίθεση με μια τέτοια καταγγελία.
44. Πάντως, στην περίπτωση αυτή, μια επιβαλλόμενη από το εθνικό δίκαιο καταγγελία πρέπει να θεωρηθεί ως οφειλόμενη στον εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθότι η επιβαλλόμενη από το εθνικό δίκαιο υποχρέωση συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος των εργαζομένων.
45. Κατά την άποψή μου, η νομολογία Mayeur μπορεί να εφαρμοστεί στη διαφορά της κύριας δίκης. Δύο σειρές επιχειρημάτων συνηγορούν υπέρ αυτού.
46. Πρώτον, από τη διάταξη περί παραπομπής, όπως και από την πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι η μείωση του ύψους της επίδικης αμοιβής απορρέει από την εφαρμογή, στους εργαζομένους που επηρεάζονται από τη μεταβίβαση δραστηριότητας από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, επιτακτικών εθνικών κανόνων που διέπουν την κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Άλλως ειπείν, σύμφωνα με την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή, το Δημόσιο, ως νέος εργοδότης, οφείλει να ορίζει την αμοιβή των εργαζομένων που επηρεάζονται από την εν λόγω μεταβίβαση σε ποσό κατώτερο από το προβλεπόμενο στο πλαίσιο των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου που συνέδεαν τους εν λόγω εργαζομένους με τον παλαιό εργοδότη (25).
47. Δεύτερον, κατά την άποψή μου, μια τέτοια υποχρέωση μειώσεως του ύψους των αποδοχών συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος των εργαζομένων, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.
48. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αποδοχές συνιστούν ουσιώδη όρο της συμβάσεως εργασίας (26). Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο υποχρέωση μειώσεως του ύψους των αποδοχών των εργαζομένων που επηρεάζονται από την εν λόγω μεταβίβαση συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος των εργαζομένων αυτών. Ο χαρακτηρισμός αυτός επιβάλλεται ανεξαρτήτως του μεγέθους της εν λόγω μειώσεως (27). Αν γινόταν δεκτό το αντίθετο, θα υπήρχε κίνδυνος να ανακύψουν πολλές δικαστικές διαφορές και να υπάρξουν διαφορετικές εκτιμήσεις εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ως προς τον χαρακτηρισμό της μειώσεως του ύψους της εν λόγω αμοιβής. Μια τέτοια προοπτική δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη διασφαλίσεως ενιαίας προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων έναντι μιας τέτοιας μειώσεως.
49. Ακολουθώντας τη λογική αυτή το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1996, Merckx και Neuhuys (28), ότι «αλλαγή όσον αφορά την αμοιβή που καταβάλλεται στον εργαζόμενο συγκαταλέγεται μεταξύ των ουσιωδών μεταβολών των όρων εργασίας κατά την έννοια [του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας], ακόμα και όταν η αμοιβή εξαρτάται ιδίως από τον πραγματοποιούμενο κύκλο εργασιών» (29).
50. Στην υπόθεση αυτή, ένας αντιπρόσωπος αυτοκινήτων είχε αρνηθεί, ως εκδοχέας της μεταβιβασθείσας επιχειρήσεως, να εγγυηθεί σε δύο εξουσιοδοτημένους πωλητές τη διατήρηση της αμοιβής που ελάμβαναν από τον εκχωρητή. Η αμοιβή αυτή αποτελούσε μεταξύ άλλων συνάρτηση του πραγματοποιούμενου κύκλου εργασιών, οπότε το ύψος της εν λόγω αμοιβής μπορεί να ποικίλει σημαντικά. Παρά την ιδιαιτερότητα αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, εν γένει, ότι οποιαδήποτε μεταβολή του επιπέδου της αμοιβής συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας.
51. Η εφαρμογή της προπαρατεθείσας νομολογίας Merckx και Neuhuys δεν μπορεί να αποκλειστεί για τον λόγο ότι, σε αντίθεση προς την περίπτωση εκείνης της υποθέσεως, η J. M. Delahaye απέκτησε, λόγω της μεταβιβάσεως, την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου από την οποία απορρέουν (όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο με το προδικαστικό του ερώτημα) ορισμένα νομικά πλεονεκτήματα, ιδίως ως προς την εξέλιξη της σταδιοδρομίας και τη σταθερότητα της θέσεως εργασίας.
52. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή μου, εφόσον η μείωση του ύψους της αμοιβής συνιστά εκ της φύσεώς της ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας, δεν ασκεί επιρροή το αν η εν λόγω μείωση μπορεί να αντισταθμιστεί, ολικώς ή μερικώς, με τη χορήγηση ορισμένων πλεονεκτημάτων (30).
53. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι αυτό που ισχύει, κατά την προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur, για τυχόν προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο υποχρέωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ισχύει επίσης, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, για τυχόν προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο υποχρέωση μειώσεως, υπό παρόμοιες συνθήκες, του ύψους της προβλεπόμενης από συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αμοιβής.
54. Ακολουθώντας τη λογική των προπαρατεθεισών αποφάσεων Mayeur και Merckx και Neuhuys, φρονώ ότι ναι μεν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν απαγορεύει τη μείωση του ύψους της επίδικης αμοιβής, αλλά η ενδεχόμενη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας λόγω αυτού πρέπει να θεωρηθεί ως επελθούσα εξ αιτίας του εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της J. M. Delahaye, η διατήρηση των όρων εργασίας που ίσχυαν την ημέρα της μεταβιβάσεως δεν συνιστά απόλυτη αρχή από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.
55. Αυτή η ερμηνεία της οδηγίας αντικατοπτρίζει τη μερίμνα του κοινοτικού νομοθέτη να συμβιβάσει τα διαφορετικά διακυβευόμενα συμφέροντα: αφενός τα συμφέροντα του νέου εργοδότη προκειμένου να μπορέσει αυτός να προβεί στις διορθώσεις και τις προσαρμογές που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της μεταβιβασθείσας επιχειρήσεως, καθώς και αυτά των εργαζομένων που επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, προκειμένου να διαφυλαχθούν στο μέτρο του δυνατού τα συμφέροντά τους.
56. Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως συνισταμένης στην εκ μέρους του Δημοσίου ανάληψη δραστηριοτήτων που ασκούνταν στο παρελθόν από ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού (νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου), η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει στο Δημόσιο, ως νέο εργοδότη, να προβεί λόγω της μεταβιβάσεως αυτής σε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες που ισχύουν όσον αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Πάντως, η μείωση του ύψους της αμοιβής συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος των επηρεαζομένων από τη μεταβίβαση εργαζομένων, οπότε η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας πρέπει να θεωρηθεί ότι επέρχεται εξ αιτίας του εργοδότη, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.
V – Πρόταση
57. Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour administrative ως εξής:
«Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως συνισταμένης στην εκ μέρους του Δημοσίου ανάληψη δραστηριοτήτων που ασκούνταν στο παρελθόν από ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού (νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου), η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει στο Δημόσιο, ως νέο εργοδότη, να προβεί λόγω της μεταβιβάσεως αυτής σε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες που ισχύουν όσον αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Πάντως, η μείωση του ύψους της αμοιβής συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος των επηρεαζομένων από τη μεταβίβαση εργαζομένων, οπότε η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας πρέπει να θεωρηθεί ότι επέρχεται εξ αιτίας του εργοδότη, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.»
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
2 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-175/99 (Συλλογή 2000, σ. Ι-7755).
3 – ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 26 (στο εξής: οδηγία 77/187 ή οδηγία).
4 – Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας διευκρινίζει ότι «η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση».
5 – ΕΕ L 201, σ. 88.
6 – ΕΕ L 82, σ. 16.
7 – Mémorial A υπ’ αριθ. 35, 1989, σ. 611.
8 – Στο εξής: Foprogest.
9 – Η επίδικη κατάταξη έχει ως εξής: σταδιοδρομία A, βαθμός 1.
10 – Η J. M. Delahaye ισχυρίζεται, χωρίς να την αμφισβητεί η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, ότι, λόγω της μεταβιβάσεως της εν λόγω δραστηριότητας, οι αποδοχές της μειώθηκαν κατά 37 %, δεδομένου ότι ο αρχικός μισθός της ανερχόταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, σε 2 000 ευρώ μηνιαίως.
11 – Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2001, η οποία ακυρώνει και αντικαθιστά την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2000, η κατάταξη της J. M. Delahaye τροποποιήθηκε ως εξής: σταδιοδρομία B, βαθμός 2.
12 – Mémorial GD υπ’ αριθ. 182, 2003 (σ. 3678).
13 – Για παρόμοια περίπτωση βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-340/01, Abler κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. Ι-14023, σκέψη 5).
14 – Αναφέρομαι στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας (που αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από σύμβαση εργασίας), εξαιρουμένου του άρθρου της 3, παράγραφος 2 (που αφορά τους όρους εργασίας που συμφωνούνται με συλλογική σύμβαση). Συγκεκριμένα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρινίστηκε ότι η αμοιβή της οποίας τη διατήρηση ζητεί η J. M. Delahaye απορρέει αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας που τη συνέδεε με τη Foprogest, και όχι από ενδεχόμενη συλλογική σύμβαση που θα δέσμευε την εν λόγω ένωση, οπότε το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.
15 – Βλ. διάταξη περί παραπομπής (σ. 4). Συναφώς, το Tribunal administratif είχε τονίσει ότι δεν αμφισβητείται ότι η δραστηριότητα που ασκούσε στο παρελθόν η Foprogest, καθώς και το προσωπικό της, η οργάνωση, οι μέθοδοι και οι τρόποι εργασίας παρέμειναν αμετάβλητοι, οπότε η εν λόγω επιχείρηση διατήρησε την ταυτότητά της και υπήρξε, ως εκ τούτου, μεταβίβαση επιχειρήσεως (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2002, σ. 5). Ο συνυπολογισμός των διαφόρων αυτών στοιχείων από τον εθνικό δικαστή, στον οποίο εναπόκειται να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις μεταβιβάσεως, συνάδει προς την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers (Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψη 13), της 11ης Μαρτίου 1997, C-13/95, Sόzen (Συλλογή 1997, σ. I-1259, σκέψη 14), της 2ας Δεκεμβρίου 1999, C-234/98, Allen κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-8643, σκέψη 26), προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur (σκέψη 52), και, τέλος, προπαρατεθείσα απόφαση Abler κ.λπ. (σκέψη 33).
16 – Βλ. διάταξη περί παραπομπής (σ. 4). Το δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1992, C-29/91, Redmond Stichting (Συλλογή 1992, σ. I-3189), σχετικά με δραστηριότητα αρωγής τοξικομανών, της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C-173/96 και C-247/96, Hidalgo κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-8237), σχετικά με δραστηριότητα κατ’ οίκον αρωγής σε μειονεκτούντα άτομα, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur, σχετικά με δραστηριότητα διαδόσεως και γνωστοποιήσεως, για λογαριασμό ενός Δήμου, των υπηρεσιών που παρέχει αυτός στο κοινό (σκέψεις 38 έως 41).
17 – Αναφέρθηκα, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Danmols Inventar (Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψη 26), και της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86, Tellerup, αποκαλούμενη Daddy’s Dance Hall (Συλλογή 1988, σ. 739, σκέψη 16). Βλ., επίσης, σκέψη 9 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Daddy’s Dance Hall.
18 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Danmols Inventar (σκέψη 26), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C-343/98, Collino και Chiappero (Συλλογή 2000, σ. I-6659, σκέψη 37).
19 – Σημείο 106 των προτάσεών μου στην προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur.
20 – Όπ.π. (σημείο 107).
21 – Όπ.π. (σημείο 108).
22 – Όπ.π. Ο χαρακτηρισμός της καταγγελίας μιας συμβάσεως εργασίας ή μιας εργασιακής σχέσεως ως απορρέουσας από πρωτοβουλία του εργοδότη ή οφειλόμενης σ’ αυτόν ενδέχεται, σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, να επιφέρει ορισμένα χρηματικά πλεονεκτήματα στον οικείο εργαζόμενο. Μπορεί επίσης να γεννήσει δικαίωμά του για αποζημιώσεις λόγω απολύσεως ή άλλης φύσεως αποζημιώσεις.
23 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Mayeur (σκέψεις 50 έως 55).
24 – Όπ.π. (σκέψη 56).
25 – Η J. M. Delahaye αντικρούει αυτή την ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Κατά την άποψή της, η σύμβαση εργασίας ενός δημοσίου υπαλλήλου εξακολουθεί να εμπίπτει σε καθεστώς ιδιωτικού δικαίου και, ως εκ τούτου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι επιτακτικοί κανόνες που ισχύουν για τους υπαλλήλους, ιδίως όσον αφορά τις αποδοχές τους. Δεν θα αποφανθώ επί του εν λόγω ζητήματος ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου, αρμόδιο για την οποία είναι μόνον το εθνικό δικαστήριο.
26 – Εξάλλου, η ύπαρξη αμοιβής λαμβάνεται οπωσδήποτε υπόψη για τον χαρακτηρισμό μιας σχέσεως εργασίας και τη συνεπακόλουθη εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου σε θέματα ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, «το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς άλλο πρόσωπο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή» (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986, 66/85, Lawrie-Blum (Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψεις 16 και 17), της 21ης Ιουνίου 1988, 197/86, Brown (Συλλογή 1988, σ. 3205, σκέψη 21), και της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-27/91, Le Manoir (Συλλογή 1991, σ. I-5531, σκέψη 7). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει εργασιακή σχέση χωρίς αμοιβή.
27 – Κατά την άποψή μου, η μείωση του ύψους της αμοιβής πρέπει να διακρίνεται από τις λοιπές μεταβολές των όρων εργασίας, όπως, για παράδειγμα, τις μεταβολές του ωραρίου ή του τόπου εργασίας. Ασφαλώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, τέτοιου είδους μεταβολές μπορούν να επηρεάσουν ουσιωδώς την κατάσταση των εργαζομένων ουσιωδώς και να αποτελέσουν ως εκ τούτου ουσιώδεις μεταβολές των όρων εργασίας. Αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση μετατροπής της ημερήσιας εργασίας σε νυχτερινή ή της μεταθέσεως του τόπου εργασίας σε μέρος απομακρυσμένο από το αρχικό. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, οι μεταβολές του ωραρίου ή του τόπου εργασίας ενδέχεται να επηρεάζουν σε μικρό βαθμό την κατάσταση των εργαζομένων, οπότε θα ήταν υπερβολικό να θεωρηθούν ως ουσιώδεις μεταβολές των όρων εργασίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι, σε αντίθεση με τη μείωση του ύψους της αμοιβής που συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας, οι μεταβολές του ωραρίου ή του τόπου εργασίας πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση προκειμένου να διαπιστώνεται αν όντως συνιστούν ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας.
28 – C-171/94 και C-172/94 (Συλλογή 1996, σ. Ι-1253).
29 – Σκέψη 38.
30 – Η αντίληψη αυτή προσομοιάζει με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο προκειμένου να ελέγξει την τήρηση της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. I-1889, σκέψη 35), το Δικαστήριο έκρινε ότι «η αρχή της ισότητας των αμοιβών πρέπει να εφαρμόζεται για κάθε στοιχείο της αμοιβής και όχι μόνο με σφαιρική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων που παρέχονται στους εργαζομένους». Η ανάλυση αυτή στηρίζεται στην άποψη ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για τα εθνικά δικαστήρια να αξιολογούν και να συγκρίνουν το σύνολο των ποικίλης φύσεως πλεονεκτημάτων που παρέχονται, κατά περίπτωση, στους άνδρες ή στις γυναίκες εργαζομένους. Βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, C-236/98, Jämställdhetsombudsmannen, αποκαλούμενη Jämo (Συλλογή 2000, σ. I-2189, σκέψη 43).