Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0171

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 16ης Σεπτεμβρίου 2003.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας.
    Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ - Οδηγία 92/51/ΕΟΚ - Γενικό σύστημα αναγνωρίσεως της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως - Δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας - Μέτρα κράτους μέλους επιβάλλοντα ως προϋπόθεση, για να μπορεί να ασκήσει μια αλλοδαπή επιχείρηση δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας, να έχει την έδρα της εταιρίας ή εγκατάσταση στην πορτογαλική επικράτεια, να έχει τη μορφή νομικού προσώπου, να έχει ορισμένο εταιρικό κεφάλαιο και να προσκομίσει δικαιολογητικά και εγγυήσεις που έχει ήδη προσκομίσει στο κράτος μέλος προελεύσεως - Μη πρόβλεψη της αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας.
    Υπόθεση C-171/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-05645

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:465

    Conclusions

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
    SIEGBERT ALBER
    της 16ης Σεπτεμβρίου 2003(1)



    Υπόθεση C-171/02



    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
    κατά
    Πορτογαλικής Δημοκρατίας


    Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δραστηριότητα υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας – Απαίτηση διαρκούς εγκαταστάσεως – Λήψη υπόψη αποδεικτικών στοιχείων προσκομιζομένων εντός άλλου κράτους μέλους – Απαιτούμενο ελάχιστο κεφάλαιο – Απαίτηση νομικής προσωπικότητας – Απαίτηση εθνικού επαγγελματικού δελτίου – Αναγνώριση βεβαιώσεων επάρκειας






    I – Εισαγωγή

    1.       Η κινηθείσα από την Επιτροπή διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας αφορά τη ρύθμιση της δραστηριότητας των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας, που περιλαμβάνουν στην Πορτογαλία δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών. Η Επιτροπή προσάπτει ότι η πορτογαλική νομοθεσία δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ελευθερίας εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

    II – Νομικό πλαίσιο

    Α – Α – Η οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ (στο εξής: οδηγία 92/51)  (2)

    2.       Στο άρθρο 1, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/51, ως «βεβαίωση επάρκειας» ορίζεται «κάθε τίτλος: που πιστοποιεί εκπαίδευση η οποία δεν αποτελεί μέρος ενός συνόλου που συνιστά δίπλωμα κατά την έννοια της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ ή δίπλωμα ή πιστοποιητικό κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας [...]».

    3.       Στο ίδιο άρθρο, στοιχείο στ΄, ως «νομοθετικά κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα» ορίζεται «η επαγγελματική δραστηριότητα για την πρόσβαση στην οποία ή για την άσκησή της ή έναν από τους τρόπους ασκήσεώς της σε ένα κράτος μέλος απαιτείται, αμέσως ή εμμέσως, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, η κατοχή τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωση επάρκειας [...]».

    Β – Β – Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

    1. Το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 231/98 της 22ας Ιουνίου 1998 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα)  (3)

    4.       Στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του νομοθετικού διατάγματος, ως ιδιωτικές υπηρεσίες ασφαλείας ορίζονται «οι υπηρεσίες που παρέχονται από ιδιωτικούς οργανισμούς, οι οποίοι έχουν νομίμως συσταθεί προς τούτο, για την προστασία προσώπων και αγαθών καθώς και την πρόληψη της τελέσεως αδικημάτων».

    5.       Το άρθρο 3 προβλέπει ότι «η δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας μπορεί να ασκείται μόνον από οργανισμούς που έχουν νομίμως συσταθεί και έχουν λάβει προς τούτο άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος».

    6.       Στο άρθρο 7 καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να προσφέρονται υπηρεσίες ιδιωτικής ασφαλείας. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, στις προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνεται «η επιτυχής συμμετοχή σε εξετάσεις αναφορικά με τις γνώσεις και τη σωματική ικανότητα, το περιεχόμενο και η διάρκεια των οποίων καθορίζονται με διάταγμα του υπουργού εσωτερικών, μετά από παρακολούθηση κύκλου θεμελιώδους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2», καθώς και, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, η συμμετοχή σε κύκλο εκπαιδεύσεως για την εισαγωγή στο επάγγελμα.

    7.       Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, ρυθμίζει ως εξής την έκδοση επαγγελματικού δελτίου:

    «1.    Τα μέλη συνοδείας, υπερασπίσεως και προστασίας των προσώπων πρέπει να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τον γενικό γραμματέα του υπουργείου εσωτερικών, το οποίο ισχύει για περίοδο δύο ετών. Η ισχύς του μπορεί να παρατείνεται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

    2.      Η έκδοση του επαγγελματικού δελτίου προϋποθέτει την προσκόμιση, στον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, των αποδεικτικών στοιχείων περί του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7.»

    8.       Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, η άσκηση της δραστηριότητας του διευθύνοντος μια υπηρεσία ιδιωτικής ασφαλείας εξαρτάται από την προηγούμενη λήψη αδείας.

    9.       Το άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 2, προβλέπει τα εξής:

    «1.    Οι επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες ιδιωτικής ασφαλείας οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, πρέπει να έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, να έχουν έδρα ή εγκατάσταση στην Πορτογαλία και να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών.

    2.      Το εταιρικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων κατά την έννοια της παραγράφου 1 πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον

    α)
    σε 10 000 000 PTE, όταν οι επιχειρήσεις παρέχουν μία από τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄·

    β)
    σε 25 000 000 PTE, όταν παρέχουν μία από τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄·

    γ)
    σε 50 000 000 PTE, όταν παρέχουν μία από τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄.»

    10.     Στο άρθρο 24, παράγραφος 1, απαριθμούνται τα έγγραφα που πρέπει να προσκομίζονται προς στήριξη της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας για την παροχή υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας. Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται, σύμφωνα με το στοιχείο δ΄, τα δικαιολογητικά που πιστοποιούν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22.

    2. Ο κώδικας περί εμπορικών εταιριών

    11.     Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1: «Η εταιρία που δεν έχει πραγματική έδρα στην Πορτογαλία και επιθυμεί να ασκήσει εκεί τη δραστηριότητά της για διάρκεια πέραν του έτους, οφείλει να προβεί στη σύσταση διαρκούς εγκαταστάσεως και να πληροί τις προϋποθέσεις του πορτογαλικού νόμου περί εμπορικού μητρώου.»

    III – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    12.      Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 1999, η Επιτροπή ενημέρωσε τις πορτογαλικές αρχές ότι, κατά την εκτίμησή της, οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 231/98 δεν ήταν συμβατές με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ελευθερίας εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η Επιτροπή κάλεσε την Πορτογαλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσει συναφώς τις παρατηρήσεις της επί του συμβατού του νομοθετικού διατάγματος με το κοινοτικό δίκαιο. Με έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 1999, η Πορτογαλική Δημοκρατία κοινοποίησε σειρά εγγράφων στην Επιτροπή.

    13.     Δεδομένου ότι, από την εξέταση των εγγράφων αυτών, η Επιτροπή δεν επείσθη περί του νομίμου χαρακτήρα της πορτογαλικής νομοθεσίας, απηύθυνε στην Πορτογαλική Κυβέρνηση, την 1η Φεβρουαρίου 2000, έγγραφη όχληση με την οποία επαναλάμβανε τις αιτιάσεις της. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση απάντησε στις 23 Μαΐου 2000.

    14.     Οι διευκρινίσεις αυτές της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως δεν έπεισαν επίσης την Επιτροπή περί του νομίμου χαρακτήρα της πορτογαλικής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απηύθυνε στις 29 Δεκεμβρίου 2000 αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλική Δημοκρατία, η οποία απάντησε στις 20 Μαρτίου 2001.

    15.     Δεδομένου ότι η Επιτροπή, μετά από εξέταση των τελευταίων αυτών διευκρινίσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πορτογαλική νομοθεσία δεν ήταν συμβατή με τους κανόνες της Συνθήκης, άσκησε την παρούσα προσφυγή στις 8 Μαΐου 2002.

    IV – Παρατηρήσεις και αιτήματα των διαδίκων

    16.     Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προβάλλει συνολικά έξι αιτιάσεις. Επικρίνει το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του συστήματος χορηγήσεως αδείας από τον Υπουργό Εσωτερικών, οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που επιθυμούν να ασκήσουν στην Πορτογαλία, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας, δραστηριότητες προστασίας των προσώπων και των αγαθών

    οφείλουν να έχουν την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση στην πορτογαλική επικράτεια,

    δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιολογητικά στοιχεία και τις εγγυήσεις που έχουν ήδη προσκομίσει στο κράτος μέλος της εγκαταστάσεώς τους,

    οφείλουν να περιβληθούν τον τύπο νομικού προσώπου,

    οφείλουν να έχουν συγκεκριμένο εταιρικό κεφάλαιο.

    Η Επιτροπή επικρίνει επιπλέον το γεγονός ότι

    τα μέλη του προσωπικού αυτών των αλλοδαπών επιχειρήσεων οφείλουν να έχουν επαγγελματικό δελτίο εκδιδόμενο από τις πορτογαλικές αρχές

    και, τέλος, το γεγονός ότι

    τα επαγγέλματα του τομέα της ιδιωτικής ασφάλειας δεν υπόκεινται στο κοινοτικό σύστημα αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων.

    17.     Όσον αφορά την επιβαλλόμενη από το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος υποχρέωση για τις αλλοδαπές εταιρίες να έχουν την έδρα τους ή μόνιμη εγκατάσταση στην Πορτογαλία, η Επιτροπή εκτιμά ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει επίσης για τις επιχειρήσεις που έχουν την πρόθεση να ασκήσουν μόνον προσωρινά (δυνάμει του άρθρου 49 ΕΚ), στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας, δραστηριότητες προστασίας των προσώπων και των αγαθών στην Πορτογαλία. Η απαίτηση αυτή καθιστά στην πραγματικότητα αδύνατη την παροχή υπηρεσιών διότι η δημιουργία έδρας ή εγκαταστάσεως στην Πορτογαλία συνεπάγεται ότι γίνεται χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και όχι της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο προσωρινός χαρακτήρας της παροχής. Σύμφωνα με την απόφαση Gebhard, ο προσωρινός αυτός χαρακτήρας δεν αποκλείει βέβαια τη δημιουργία κάποιας υποδομής, αλλά η ύπαρξη της υποδομής αυτής δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών  (4) .

    18.     Η Επιτροπή δεν πείθεται από το επιχείρημα της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο το άρθρο 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιρειών περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος στις επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας για περίοδο πλέον του έτους. Κατά την άποψή της, η αναφορά του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος στο άρθρο 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών μπορεί να εκληφθεί μόνον ως παραπομπή στην τήρηση των διατάξεων περί εμπορικού μητρώου. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση των παρεχόντων τις εν λόγω υπηρεσίες να έχουν έδρα ή διαρκή εγκατάσταση στην Πορτογαλία προκύπτει ήδη από το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος.

    19.     Κατά την Επιτροπή, η μόνη εύλογη ερμηνεία του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος είναι ότι απαιτεί τουλάχιστον την ύπαρξη εγκαταστάσεως στην Πορτογαλία, ακόμη και όταν πρόκειται για προσωρινή παροχή υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας. Αυτή εξάλλου ήταν η ερμηνεία στην οποία προέβη η Πορτογαλική Κυβέρνηση με την απάντηση της 23ης Μαΐου 2000 επί της εγγραφής οχλήσεως.

    20.     Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η απόψή της επιρρωνύεται από τη χρήση του συνδέσμου και μεταξύ της υποχρεώσεως υπάρξεως εγκαταστάσεως στην Πορτογαλία και της υποχρεώσεως τηρήσεως των διατάξεων του άρθρου 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών. Χωρίς την επί τόπου ύπαρξη εγκαταστάσεως, ορισμένες υπηρεσίες ασφαλείας όπως η διαχείριση κεντρικού σταθμού για τη λήψη των σημάτων συναγερμού δεν θα μπορούσαν καν να προσφέρονται.

    21.     Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι η πορτογαλική νομοθεσία στερείται σαφήνειας και, ως εκ τούτου, παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Σύμφωνα με τη νομολογία, στους τομείς που καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο, οι κανόνες δικαίου των κρατών μελών πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου  (5) .

    22.     Ο επικρινόμενος περιορισμός δεν δικαιολογείται επίσης, κατά την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 46 ΕΚ. Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας και των δυνάμεων δημοσίας τάξεως. Οι πρώτες δεν έχουν ως στόχο τη διασφάλιση της δημοσίας τάξεως κατά την έννοια του άρθρου 66 ΕΚ.

    23.     Επιπλέον, κατά τη νομολογία  (6) , εκτιμήσεις διοικητικής φύσεως, όπως η καλύτερη δυνατότητα ελέγχου των επιχειρήσεων και των απασχολουμένων σε αυτές την οποία παρέχει μια επί τόπου ευρισκόμενη εγκατάσταση, δεν μπορούν καταρχήν να δικαιολογήσουν περιορισμούς σε θεμελιώδη ελευθερία παρεχόμενη από τη Συνθήκη. Στο μέτρο που πρόκειται για τον καλύτερο προσδιορισμό των ευθυνών, η σύσταση εγγυήσεως συνιστά, κατά την Επιτροπή, ένα επαρκές και λιγότερο δεσμευτικό μέσον  (7) .

    24.     Όσον αφορά τα δικαιολογητικά στοιχεία και τις εγγυήσεις που ήδη έχουν προσκομισθεί από τις αλλοδαπές επιχειρήσεις στο κράτος μέλος της εγκαταστάσεώς τους, η Επιτροπή εκτιμά ότι το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος ουδόλως επιτρέπει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι αυτά λαμβάνονται υπόψη από τις πορτογαλικές αρχές κατά την εξέταση των αιτήσεων χορηγήσεως αδείας. Σύμφωνα με το γράμμα της, η διάταξη δεν αφορά μόνον τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη δημιουργήσει την κύρια εγκατάστασή τους στην Πορτογαλία, αλλά επίσης τις επιχειρήσεις που είναι ήδη εγκατεστημένες κανονικά σε άλλο κράτος μέλος και έχουν την πρόθεση να προσφέρουν απλώς στην Πορτογαλία υπηρεσίες ιδιωτικής ασφαλείας. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της συνθήκης, μπορεί να περιορίζεται μόνον από ρυθμίσεις οι οποίες δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον και εφαρμόζονται σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, στο μέτρο που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος. Απαιτώντας λοιπόν από όλες τις επιχειρήσεις να πληρούν τις ίδιες υποχρεώσεις για τη λήψη προηγουμένης αδείας, η νομοθεσία ενός κράτους μέλους αποκλείει στην πραγματικότητα να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται ήδη ο παρέχων υπηρεσίες στο κράτος μέλος εντός του οποίου έχει την κύρια εγκατάστασή του  (8) . Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η πορτογαλική νομοθεσία βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, παραβιάζει δε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον επιβάλλει την προσκόμιση δικαιολογητικών στοιχείων ήδη προσκομισθέντων εντός του κράτους μέλους της κυρίας εγκαταστάσεως  (9) .

    25.     Όσον αφορά την υποχρέωση των αλλοδαπών επιχειρήσεων να περιβληθούν τον τύπο νομικού προσώπου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι φέρει σε μειονεκτική θέση τους ανεξάρτητους εργαζομένους ή επιχειρηματίες και τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα κάθε εργαζομένου να ασκεί προσωρινά μια δραστηριότητα εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο όπου έχει τη συνήθη διαμονή του  (10) . Η νομολογία αυτή δεν επηρεάζεται από την κατανομή των αρμοδιοτήτων στον τίτλο IV της Συνθήκης ΕΚ. Το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι οι υπηρεσίες ιδιωτικής ασφαλείας εμπίπτουν στα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ  (11) και δεν πρέπει να συγχέονται με τις υπηρεσίες δημοσίας ασφαλείας, στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 64 ΕΚ και 68 ΕΚ.

    26.     Όσον αφορά την υποχρέωση των αλλοδαπών επιχειρήσεων να διαθέτουν ένα ειδικό ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το πορτογαλικό δίκαιο υποχρεώνει μια μητρική εταιρία που προτίθεται να ιδρύσει μια θυγατρική εταιρία ή μια μόνιμη εγκατάσταση στην Πορτογαλία, να αποδείξει ότι διαθέτει κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο προς το ποσό που μνημονεύεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2. Η προϋπόθεση αυτή καταλήγει στο να εφαρμόζει εμμέσως η εθνική νομοθεσία, στην πράξη με την οποία ένα πρόσωπο κάνει χρήση του δικαιώματός του να συστήσει δευτερεύουσα εγκατάσταση, τους όρους που προβλέπονται για την κύρια εγκατάσταση. Κατά την Επιτροπή, τέτοια προϋπόθεση αποτρέπει τους επιχειρηματίες των οποίων το εταιρικό κεφάλαιο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του δικαίου του κράτους μέλους προελεύσεώς τους, αλλά είναι κατώτερο του ποσού που επιβάλλεται στην Πορτογαλία, να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους σε όλο το έδαφος της Κοινότητας. Αναφερόμενη στην απόφαση Centros  (12) , η Επιτροπή εκτιμά ότι η επιβαλλόμενη από την πορτογαλική νομοθεσία προϋπόθεση περί ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου είναι αντίθετη προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθόσον περιορίζει την ελευθερία αυτή πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου στόχου. Η σύσταση ασφαλείας, θα αποτελούσε ένα λιγότερο ριζικό μέσον. Η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 55 ΕΚ παραπομπή καθιστά δυνατή τη μεταφορά στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των αρχών που ανέπτυξε η νομολογία στο πλαίσιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

    27.     Η Επιτροπή δεν δέχεται τα επιχειρήματα της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως περί της ανάγκης να αποφευχθεί μια αντίστροφη δυσμενής διάκριση. Δεν θεωρεί ότι οι αποφάσεις Alpine Investments και Peralta είναι εν προκειμένω λυσιτελείς  (13) . Οι δραστηριότητες των πορτογαλικού δικαίου εταιριών στα λοιπά κράτη μέλη δεν θίγονται.

    28.     Η Επιτροπή επικρίνει επιπλέον την υποχρέωση των μελών του προσωπικού των αλλοδαπών επιχειρήσεων να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τις πορτογαλικές αρχές. Η υποχρέωση αυτή συνιστά, κατά την Επιτροπή, τόσο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αυτών (άρθρο 39 ΕΚ) όσο και εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του εργοδότη τους, του οποίου περιορίζεται η δυνατότητα αποστολής, σε άλλο κράτος μέλος, υπαλλήλων που έχουν την άδεια να ασκούν τη δραστηριότητά τους εντός του κράτους μέλους της εγκαταστάσεως (άρθρο 49 ΕΚ).

    29.     Κατά το πορτογαλικό δίκαιο, απαιτείται κάθε μέλος του προσωπικού μιας επιχειρήσεως ιδιωτικής ασφαλείας να είναι κάτοχος, για να ασκήσει τη δραστηριότητά του στην Πορτογαλία, αδείας η οποία συγκεκριμενοποιείται με την έκδοση «επαγγελματικού δελτίου» από τον Υπουργό Εσωτερικών. Η επίμαχη ρύθμιση δεν προβλέπει να λαμβάνονται υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί ήδη, στο κράτος όπου η επιχείρηση έχει την κύρια εγκατάστασή της, ισοδύναμες προϋποθέσεις προβλεπόμενες από τον νόμο, ούτε οι έλεγχοι και οι επαληθεύσεις που έχουν ήδη διενεργηθεί στο κράτος αυτό. Και από την άποψη αυτή, κατά την Επιτροπή, συντρέχει δυσανάλογη προσβολή των εν λόγω θεμελιωδών ελευθεριών  (14) .

    30.     Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι ο κατά χρόνο περιορισμός της ισχύος της αδείας συνιστά δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών ελευθεριών. Δεδομένου ότι, κατά την πορτογαλική νομοθεσία, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες ασφαλείας υπόκεινται ήδη σε διαρκή έλεγχο, η Επιτροπή δεν διακρίνει την ανάγκη να υποβάλλονται σε περιοδικό έλεγχο οι κάτοχοι αδείας.

    31.     Η Επιτροπή επικρίνει τέλος το γεγονός ότι τα επαγγέλματα του τομέα της ιδιωτικής ασφαλείας δεν υπόκεινται στο κοινοτικό καθεστώς αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων. Οι δραστηριότητες ιδιωτικής ασφαλείας μπορούν να ασκούνται στην Πορτογαλία μόνον από μέλη του προσωπικού συνοδείας, υπερασπίσεως και προστασίας των προσώπων, που ακολούθησαν την υποχρεωτική εκπαίδευση η οποία προβλέπεται στο πορτογαλικό δίκαιο (άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του νομοθετικού διατάγματος). Η πρόσβαση στις εν λόγω επαγγελματικές δραστηριότητες και η άσκησή τους προορίζονται αποκλειστικά για τους κατόχους επαγγελματικού δελτίου. Το δελτίο αυτό εγγυάται ότι ο κάτοχός του πληροί όλες τις εκ του νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος, στις οποίες περιλαμβάνονται επίσης εξετάσεις αναφορικά με τις γνώσεις και τη σωματική ικανότητα, το περιεχόμενο και η διάρκεια των οποίων καθορίζονται στον νόμο. Επιτρέπει επίσης στον κάτοχό του να ασκεί δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας. Κατά συνέπεια, από ουσιαστική άποψη, η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αποτελεί «βεβαίωση επάρκειας» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/51. Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι οι υπηρεσίες ιδιωτικής ασφαλείας αποτελούν, στην Πορτογαλία, νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, 1, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, και 1, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της οδηγίας. Η πορτογαλική νομοθεσία που θεσπίστηκε για τη μεταφορά της οδηγίας 92/51 δεν περιλαμβάνει όμως τα επαγγέλματα ιδιωτικής ασφαλείας. Αυτά υπόκεινται συνεπώς στην Πορτογαλία στις διατάξεις περί αναγνωρίσεως των βεβαιώσεων επαγγελματικής επάρκειας στις οποίες αναφέρεται η οδηγία. Με την απόφαση Βλασσοπούλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τον έλεγχο των προϋποθέσεων χορηγήσεως αδείας για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων, οι εθνικές αρχές οφείλουν να αναγνωρίζουν ισοδύναμους τίτλους οι οποίοι απαιτούνται για την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος στο κράτος προελεύσεως του ενδιαφερομένου  (15) . Κατά την άποψη της Επιτροπής, αυτό δεν είναι δυνατό σύμφωνα με την επίδικη πορτογαλική νομοθεσία.

    32.     Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο

    1.
    να διαπιστώσει ότι:

    1.
    λαμβανομένου υπόψη ότι, στο πλαίσιο του καθεστώτος χορηγήσεως αδείας εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών, οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που προτίθενται να ασκήσουν στην Πορτογαλία, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών

    α)
    οφείλουν να έχουν την έδρα τους ή εγκατάσταση στην Πορτογαλία,

    β)
    δεν μπορούν να επικαλούνται δικαιολογητικά και εγγυήσεις που έχουν ήδη κατατεθεί εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεώς τους,

    γ)
    οφείλουν να περιβληθούν τον τύπο νομικού προσώπου,

    δ)
    οφείλουν να έχουν ένα συγκεκριμένο εταιρικό κεφάλαιο,

    2.
    λαμβανομένου υπόψη ότι τα μέλη του προσωπικού των επιχειρήσεων που προτίθενται να ασκήσουν στην Πορτογαλία, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών, οφείλουν να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τις πορτογαλικές αρχές,

    3.
    λαμβανομένου υπόψη ότι τα επαγγέλματα του τομέα της ιδιωτικής ασφαλείας δεν υπόκεινται στο κοινοτικό καθεστώς αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων,

    η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39, 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ καθώς και από την οδηγία 92/51/ΕΟΚ.

    2.
    να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    33.     Η Πορτογαλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο

    1.
    να απορρίψει την προσφυγή,

    2.
    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    34.     Κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, το πεδίο εφαρμογής των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος και του άρθρου 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών περιορίζεται στις εταιρίες οι οποίες δεν έχουν έδρα στην Πορτογαλία και προτίθενται να ασκήσουν εκεί τις δραστηριότητές τους για χρονική διάρκεια πέραν του έτους. Λόγω του χρονικού ορίου του ενός έτους, η διάταξη αυτή δεν αφορά, κατά την άποψη της εν λόγω κυβερνήσεως, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αλλά την ελευθερία εγκαταστάσεως. Μόνον η προσωρινή παροχή υπηρεσιών εμπίπτει στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών την οποία εγγυάται η Συνθήκη. Πρόκειται για σποραδικές ενέργειες, περιορισμένες κατά χρόνο. Απεναντίας, η παροχή υπηρεσιών που έχει ορισμένη χρονική έκταση και χαρακτηρίζεται από τη συχνότητά της, τον περιοδικό της χαρακτήρα και τη συνέχειά της, εμπίπτει στην ελευθερία εγκαταστάσεως. Κατά συνέπεια, η επίδικη κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί, κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, να περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    35.     Κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, η εθνική της νομοθεσία ανταποκρίνεται επίσης προς τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου. Δεν υφίσταται αμφιβολία, ούτε για τους επιχειρηματίες ούτε για την Πορτογαλική Κυβέρνηση, ότι το άρθρο 22 του νομοθετικού διατάγματος δεν εφαρμόζεται στους προσωρινώς παρέχοντες υπηρεσίες. Υφίστανται εξάλλου επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας στην Πορτογαλία χωρίς να έχουν εκεί δευτερεύουσα εγκατάσταση. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση διατείνεται ότι το γεγονός ότι έδωσε ενδεχομένως την εντύπωση στην Επιτροπή, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ότι αντιφάσκει κατά την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, δεν ενέχει προσβολή της ασφάλειας δικαίου.

    36.     Όσον αφορά επίσης την αιτίαση περί μη λήψεως υπόψη των εγγράφων που έχουν ήδη προσκομισθεί στο κράτος προελεύσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αντιλαμβάνεται εσφαλμένα το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του νομοθετικού διατάγματος και, εν προκειμένω, η εν λόγω διάταξη αφορά μόνον τις επιχειρήσεις που προτίθενται να παράσχουν υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας στην Πορτογαλία για χρονική περίοδο πέραν του έτους. Κατά συνέπεια, το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος μπορεί επίσης να αφορά ενδεχομένως μόνον την ελευθερία εγκαταστάσεως, αλλά όχι την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    37.     Αυτό ισχύει επίσης, κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, όσον αφορά την υποχρέωση των αλλοδαπών επιχειρήσεων να περιβάλλονται τον τύπο νομικού προσώπου. Μόνον οι επιχειρήσεις που προτίθενται να παράσχουν υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας στην Πορτογαλία για χρονικό διάστημα πέραν του έτους υποχρεούνται να έχουν στην Πορτογαλία την κύρια εγκατάστασή τους ή να συστήσουν εκεί μια μόνιμη αντιπροσωπεία. Η διάταξη αυτή δεν προσβάλλει το δικαίωμα προσωρινής παροχής υπηρεσιών ασφαλείας στην Πορτογαλία. Δεν συνιστά συνεπώς περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Εξάλλου, παρατηρεί η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η άσκηση δραστηριοτήτων σε ευαίσθητους τομείς μπορεί κάλλιστα να εξαρτάται από τη χορήγηση αδείας.

    38.     Η απόφαση υπάρξεως ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου δεν αφορά επίσης, κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αλλά την ελευθερία εγκαταστάσεως και ακριβέστερα την ελευθερία ιδρύσεως δευτερεύουσας εγκαταστάσεως. Όταν πρόκειται μόνον για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η διάταξη περί ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου, η οποία εφαρμόζεται μόνον στη δευτερεύουσα εγκατάσταση, δεν τυγχάνει εφαρμογής. Επομένως, αν επιχείρηση εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους ιδρύει δευτερεύουσα εγκατάσταση στην Πορτογαλία με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας επί χρονικό διάστημα πέραν του έτους, εφαρμόζονται οι πορτογαλικές διατάξεις περί ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου.

    39.     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι ο περιορισμός της ελευθερίας δημιουργίας δευτερεύουσας εγκαταστάσεως είναι δικαιολογημένος. Ο τομέας των υπηρεσιών ασφαλείας δεν είναι εναρμονισμένος στο κοινοτικό επίπεδο. Το μέτρο αυτό τηρεί, κατά την άποψη της, την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον κάθε άλλη ερμηνεία θα κατέληγε σε αντίστροφη δυσμενή διάκριση. Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει βεβαίως, καταρχήν, τέτοιες διακρίσεις, διότι αυτές αφορούν, κανονικά, μόνον καθαρά εσωτερικές καταστάσεις. Αλλά, παρατηρεί η Πορτογαλική Κυβέρνηση, αν δεν απαιτείτο η αυστηρή τήρηση των κανόνων περί ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου, διάφορες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εγκατασταθούν σε άλλο κράτος μέλος που απαιτεί χαμηλότερο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο και να παρακάμψουν τη σχετική πορτογαλική νομοθεσία διά της ιδρύσεως δευτερεύουσας εγκαταστάσεως στην Πορτογαλία. Θα επήρχετο τότε εναρμόνιση de facto στο χαμηλότερο επίπεδο. Αναφερόμενη στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Vilaça στην υπόθεση 63/86  (16) , η Πορτογαλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι το δικαίωμα ελεύθερης εγκαταστάσεως συνεπάγεται μόνον τη δυνατότητα εγκαταστάσεως υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους και ότι ελλείψει εναρμονίσεως στο κοινοτικό επίπεδο το οικείο κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις εγκαταστάσεως στο έδαφός του, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    40.     Όσον αφορά την αιτίαση της μη αναγνωρίσεως εγγράφων για τα οποία υπήρχε ήδη η υποχρέωση προσκομίσεώς τους εντός άλλων κρατών μελών, η Πορτογαλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το ουσιώδες ζήτημα εν προκειμένω είναι ο νόμιμος χαρακτήρας των προϋποθέσεων χορηγήσεως του επαγγελματικού δελτίου, οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος, και η απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών, και όχι το κατά πόσον πρέπει να χορηγείται τέτοιο δελτίο. Όπως αναγνωρίζει η ίδια η Επιτροπή, τίποτε δεν αντιτίθεται στην απαίτηση προηγούμενης χορηγήσεως αδείας. Κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, το κατά πόσον οι απαιτούμενες προϋποθέσεις αποτελούν έμμεση δυσμενή διάκριση δεν εθίγη στο πλαίσιο της αιτιολογημένης γνώμης και, επομένως, δεν μπορεί να εξετασθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Εξάλλου, κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, εν προκειμένω δεν συντρέχει δυσμενής διάκριση, διότι οι προϋποθέσεις είναι μάλλον αυστηρότερες για τους Πορτογάλους υπηκόους παρά για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών.

    41.     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, ελλείψει εναρμονίσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να την υποχρεώσει να δεχθεί αυτομάτως την πραγματοποιηθείσα σε άλλο κράτος μέλος διαπίστωση σχετικά με τον νόμιμο χαρακτήρα της καταστάσεως μιας επιχειρήσεως. Πολλές από τις προϋποθέσεις που μνημονεύονται στο άρθρο δεν απαιτούνται καν σε ορισμένα κράτη μέλη. Ελλείψει εναρμονίσεως, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός της να καθορίσει τέτοιες προϋποθέσεις. Ορισμένες από τις προϋποθέσεις αυτές πρέπει άλλωστε να αποτελούν περιοδικώς αντικείμενο εξετάσεως. Για τον λόγο αυτό, η άδεια χορηγείται στην Πορτογαλία μόνο για δύο έτη. Κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, οι τεθείσες προϋποθέσεις δικαιολογούνται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος, ήτοι την ασφάλεια των αποδεκτών της παροχής υπηρεσιών.

    42.     Όσον αφορά την αιτίαση της παραβάσεως της οδηγίας 92/51, η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών ασφαλείας. Ούτε η πρόσβαση στο επάγγελμα, ούτε η άσκησή του, υπόκεινται στην προσκόμιση βεβαιώσεως επάρκειας. Για τις δραστηριότητες αυτές, δεν υφίσταται καν, κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, βεβαίωση επάρκειας κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/51.

    43.     Η αναγκαία άδεια ισχύει μόνον για δύο έτη. Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, δεν μπορεί συνεπώς να πρόκειται για βεβαίωση επάρκειας. Όσον αφορά την εκ του νόμου απαιτούμενη εκπαίδευση, παρατηρεί ότι το ζήτημα τίθεται μόνον μετά την πρόσληψη από εργοδότη. Λόγω της ανωτέρω προθεσμίας, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι πρόκειται για εκπαίδευση, ούτε ότι η βεβαίωση που χορηγείται στη συνέχεια αποτελεί βεβαίωση επάρκειας κατά την έννοια της οδηγίας.

    44.     Η Πορτογαλική Κυβᆳρνηση δεν θεωρεί ότι ο κατά χρόνον περιορισμός είναι μέτρο δυσανάλογο. Οι κατ’ αρχάς πληρούμενες προϋποθέσεις μπορεί στη συνέχεια να μη πληρούνται πλέον, και επομένως είναι αναγκαίος ένας τακτικός έλεγχος. Κατά την άποψή της, ο διαρκής έλεγχος των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες ασφαλείας, στον οποίο αναφέρεται η Επιτροπή, δεν παρουσιάζει τις ίδιες εγγυήσεις.

    45.     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση επισημαίνει περαιτέρω ότι η ασφάλεια δεν είναι μόνον καθήκον του κράτους. Οι παροχές υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας συμπληρώνουν τις υπηρεσίες ασφαλείας του κράτους, με τις οποίες συνδέονται στενά. Είναι συνεπώς αναγκαίο, κατά την άποψή της, να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στον καθορισμό των προϋποθέσεων όσον αφορά την πρόσβαση στα επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας και στην άσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων, οι δε προϋποθέσεις αυτές πρέπει να προσδιορίζονται αυστηρά.

    46.     Το άρθρο 27 του πορτογαλικού συντάγματος αναγνωρίζει το δικαίωμα όλων των πολιτών στην ασφάλεια. Στα πλαίσια της επιτεύξεως του στόχου αυτού, η Πορτογαλική Κυβέρνηση αποδίδει αποφασιστικό ρόλο στους παρέχοντες υπηρεσίες ιδιωτικής ασφαλείας.

    47.     Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, οι περιορισμοί που προβλέπονται στο νομοθετικό διάταγμα πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο αυτό, η δε νομική εκτίμηση πρέπει να λάβει υπόψη τους επιδιωκόμενους στόχους. Πρόκειται, αφενός, για το συμφέρον και τις προσδοκίες των πολιτών, οι οποίοι έχουν λάβει τη διαβεβαίωση ότι οι υπηρεσίες ιδιωτικής ασφαλείας θα τους παρέχονται μόνον από κατάλληλες επιχειρήσεις, οι οποίες υποβάλλονται σε αυστηρούς ελέγχους και υπόκεινται σε υψηλού επιπέδου ποιοτικές προδιαγραφές. Αφετέρου, πρόκειται για το συμφέρον του κράτους να διαθέτει ένα μέσον που του επιτρέπει να σχεδιάζει κατά τρόπο αποτελεσματικότερο την πολιτική του στον τομέα της ασφάλειας. Τέλος, πρόκειται για το συμφέρον και τις προσδοκίες των επιχειρήσεων που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, καθώς και των μελών του προσωπικού τους, τους οποίους αφορά επίσης η εγκαθίδρυση ενός νομικού πλαισίου διέποντος την πρόσβαση στο επάγγελμα και την άσκησή του.

    48.     Ο προσδιορισμός των απαιτήσεων στον τομέα της ασφάλειας αποτελεί, κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, μία από τις θεμελιωδέστερες εθνικές αρμοδιότητες, στο πλαίσιο της οποίας κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει κατά το δοκούν. Η επιβολή της υποχρεώσεως προηγουμένης αδείας δεν μπορεί επομένως να αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεων από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, ιδίως ελλείψει μέτρων εναρμονίσεως.

    49.     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση αναφέρεται στη νομολογία η οποία δέχεται περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε περιπτώσεις ήσσονος σημασίας  (17) . Κατά την άποψή της, αυτό δικαιολογεί κατά μείζονα λόγο τις εν προκειμένω επίμαχες απαιτήσεις.

    50.     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η νομολογία την οποία παραθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας δεν είναι λυσιτελής  (18) . Κατά την άποψή της, οι περιορισμοί για τους οποίους επρόκειτο στις υποθέσεις αυτές δεν υφίστανται στην πορτογαλική νομοθεσία.

    V – Νομική εκτίμηση

    51.     Η παρούσα υπόθεση εντάσσεται σε μια σειρά προσφυγών λόγω παραβάσεως, τις οποίες άσκησε η Επιτροπή αναφορικά με εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ήδη σε παρόμοιες περιπτώσεις, κατόπιν προσφυγών κατά του Βασιλείου της Ισπανίας  (19) , του Βασιλείου του Βελγίου  (20) και της Ιταλικής Δημοκρατίας  (21) .

    Α – Α – Η απαίτηση ιδρύσεως μόνιμης εγκαταστάσεως

    52.     Στο πλαίσιο των τεσσάρων πρώτων αιτιάσεων, οι διάδικοι διαφωνούν όσον αφορά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, ο παρέχων υπηρεσίες επί χρονικό διάστημα πέραν του έτους κάνει χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και όχι της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Η Επιτροπή εκτιμά αντιθέτως ότι, ακόμη και για περίοδο πέραν του έτους, πρόκειται πάντοτε για την άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Όσον αφορά τους ενδεχόμενους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση τους θεωρεί δικαιολογημένους.

    53.     Όσον αφορά την αιτίαση περί μη συμβατού της υποχρεώσεως ιδρύσεως στην Πορτογαλία μόνιμης εγκαταστάσεως (αποκαλούμενης «delegação» στο άρθρο 22 και «representação permanente» στο άρθρο 4) με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, που προβλέπει την απαίτηση αυτή, εφαρμόζεται μόνον στις επιχειρήσεις («entidades») που προσφέρουν την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας στην Πορτογαλία για χρονική διάρκεια πέραν του έτους. Στην περίπτωση αυτή, δεν πρόκειται κατά την άποψή της για προσωρινή παροχή, και επομένως αποκλείεται η προσβολή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Πρόκειται για διαρκή παροχή, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

    54.     Η δυνατότητα περιορισμού του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος στους παρέχοντες υπηρεσίες ασφαλείας για χρονική διάρκεια πέραν του έτους στην Πορτογαλία δεν απορρέει, τουλάχιστον άμεσα, από το γράμμα της διατάξεως αυτής. Τέτοιος περιορισμός θα μπορούσε να προκύπτει ενδεχομένως από την παραπομπή στο άρθρο 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών.

    55.     Οι διάδικοι διαφωνούν επί του κατά πόσον το άρθρο 22 περιλαμβάνει πράγματι τέτοια παραπομπή. Εν όψει της εξετάσεως του νόμιμου χαρακτήρα της απαιτήσεως αναφορικά με την ίδρυση εγκαταστάσεως, έγινε κατ’ αρχήν δεκτό ότι η παραπομπή αυτή υπήρχε και πληρούσε τις απαιτήσεις της ασφάλειας και της σαφήνειας δικαίου. Συγκεκριμένα, έστω και αν παραπομπή ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές, τίθεται το ερώτημα αν η εθνική ρύθμιση μπορεί νομίμως να περιορίζει την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για χρονική περίοδο ενός έτους.

    56.     Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διάρκεια της παροχής μιας υπηρεσίας αποτελεί ένδειξη για τη διάκριση μεταξύ της ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ένας κοινοτικός υπήκοος συμμετέχει, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, στην οικονομική ζωή ενός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος προελεύσεώς του αποτελεί ένδειξη περί του ότι ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης εγκαταστάσεως. Απεναντίας, το γεγονός ότι ασκεί μόνον προσωρινά μια δραστηριότητα εντός άλλου κράτους μέλους αποτελεί κατ’ αρχήν ένδειξη της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών  (22) .

    57.     Ωστόσο, σύμφωνα με την μέχρι τώρα νομολογία του Δικαστηρίου, η διάρκεια της παροχής αποτελεί μόνον μια από τις πολλές ενδείξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εν όψει του χαρακτηρισμού ορισμένης δραστηριότητας. Κατά την εκτίμηση της δραστηριότητας αυτής, η νομολογία προέβη πάντοτε σε συνολική ανάλυση όλων των συνθηκών στα πλαίσια των οποίων εντάσσεται η οικεία παροχή. Παράλληλα με τη διάρκειά της, το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τη συχνότητά της, τον περιοδικό της χαρακτήρα ή τη συνέχειά της  (23) . Διαπίστωσε επιπλέον ότι ακόμη και η δημιουργία ορισμένης υποδομής, όπως η ίδρυση γραφείων ή καトαστήματος, δεν αποκλείει, καθ’ εαυτή, τη δυνατότητα να πρόκειται για ελεύθερη παροχή υπηρεσιών  (24) . Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Gebhard, ο γενικός εισαγγελέας Léger πρότεινε να λαμβάνεται υπόψη, εκτός από τη διάρκεια, και ο τόπος στον οποίο ο παρέχων την υπηρεσία έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων του. Αν ο τόπος αυτός βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος της παροχής, πρόκειται για ελεύθερη παροχή υπηρεσιών  (25) .

    58.     Από την προμνημονευθείσα νομολογία προκύπτει ότι ένας περιορισμός που στηρίζεται μόνον στη διάρκεια της παροχής δεν αρκεί για να λεχθεί με βεβαιότητα αν πρόκειται για τον τομέα της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή για τον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επομένως, αν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος δεν αφορά παρά τους παρέχοντες υπηρεσίες για διάρκεια όχι πέραν του έτους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές συνθήκες στα πλαίσια των οποίων παρέχονται οι οικείες υπηρεσίες και χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα προσκομίσεως της αποδείξεως ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται πέραν της διάρκειας αυτής δεν παρουσιάζουν χαρακτήρα διαρκή και συνεχή, η ρύθμιση αυτή περιορίζει την ελευθερία παροχής υπηρεσιών όλων εκείνων που προτίθενται να παράσχουν υπηρεσίες ασφαλείας στην Πορτογαλία για διάρκεια πέραν του έτους, χωρίς να έχουν την πρόθεση να συμμετάσχουν, κατά τρόπο σταθερό και διαρκή, στην οικονομική ζωή του κράτους αυτού, ούτε να εγκαταστήσουν εκεί το κέντρο των δραστηριοτήτων τους.

    59.     Όπως και η ιταλική ρύθμιση για την οποία επρόκειτο στην υπόθεση Gebhard, οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος και του άρθρου 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών στηρίζονται στο ακαταμάχητο τεκμήριο ότι η παροχή υπηρεσιών ασφαλείας για χρονικό διάστημα πέραν του έτους εμπίπτει στην άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως  (26) . Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να υπόκειται η άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε περιορισμό αυτού του είδους.

    60.     Μέσω αυτού του είδους καταναγκασμού αναφορικά με την άσκηση μιας θεμελιώδους ελευθερίας δεν επιτρέπεται, ιδίως, να μεταβάλλονται οι θεμιτοί περιορισμοί αναφορικά με την άσκηση των λοιπών θεμελιωδών ελευθεριών. Αυτό όμως συμβαίνει με το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος, σε συνδυασμό ενδεχομένως με το άρθρο 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών. Ο καταναγκασμός τον οποίο συνιστά η υποχρέωση ιδρύσεως μόνιμης εγκαταστάσεως στην Πορτογαλία καθιστά όχι μόνον δυσχερέστερη, αλλά και δαπανηρότερη την άσκηση παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, κατά τη νομολογία, τέτοια απαίτηση συνιστά καθαρή άρνηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και, επομένως, παράβαση του άρθρου 49 ΕΚ  (27) . Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η απαίτηση ιδρύσεως μόνιμης εγκαταστάσεως στην Πορτογαλία, την οποία υπέχει ο προτιθέμενος να προσφέρει υπηρεσίες ιδιωτικής ασφαλείας για περίοδο πέραν του έτους, δεν είναι συμβατή με το άρθρο 49 ΕΚ.

    61.     Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, παρέλκει η εξέταση αν η επίμαχη ρύθμιση είναι αντίθετη προς την ασφάλεια δικαίου. Συγκεκριμένα, έστω και αν γινόταν δεκτό ότι, εν προκειμένω, η παραπομπή στο άρθρο 4 του κώδικα περί εμπορικών εταιριών είναι αρκούντως σαφής και δεν επιδέχεται αμφιβολία, θα εξακολουθούσε ωστόσο να υφίσταται η διαπιστωθείσα άρνηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, ο παράνομος χαρακτήρας της επίμαχης ρυθμίσεως βάσει του κοινοτικού δικαίου.

    62.     Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται επίσης ζήτημα ενδεχόμενης αιτιολογήσεως του εν λόγω περιορισμού. Εφόσον η απαίτηση ιδρύσεως μόνιμης εγκαταστάσεως συνιστά πλήρη άρνηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο περιορισμός αυτός αποτελεί εν πάση περιπτώσει μέτρο δυσανάλογο.

    63.     Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν θα συμμεριζόταν την άποψη αυτή, θα έπρεπε να εξετασθούν συντόμως οι δικαιολογητικοί λόγοι τους οποίους προβάλλει η Πορτογαλική Κυβέρνηση.

    64.     Για να δικαιολογήσει τους απορρέοντες από το νομοθετικό διάταγμα περιορισμούς, η Πορτογαλική Κυβέρνηση προβάλλει κυρίως ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να διασφαλισθεί η κανονική παροχή των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας. Οι υπηρεσίες αυτές επικουρούν τις δημόσιες δυνάμεις ασφαλείας και παρέχουν τη δυνατότητα στο κράτος να χαράσσει αποτελεσματική πολιτική ασφαλείας.

    65.     Στις υποθέσεις διαπιστώσεως παραβάσεως κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, του Βασιλείου του Βελγίου και της Ιταλικής Δημοκρατίας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σαφώς ότι οι δικαιολογητικοί λόγοι των άρθρων 55 ΕΚ και 46 ΕΚ δεν μπορούν να προβληθούν για την αιτιολόγηση εμποδίων στην παροχή υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας  (28) , καθόσον δεν πρόκειται για την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επιπλέον, δεν είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 55 ΕΚ, διότι η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας δεν έχει ως αντικείμενο να εξαιρεί από την εφαρμογή της αρχής αυτής ολόκληρους οικονομικούς τομείς όπως τον τομέα της ιδιωτικής ασφαλείας  (29) .

    66.     Η επίκληση επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος, ειδικότερα η εγγύηση έναντι των πολιτών ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες ασφαλείας είναι ικανές προς τούτο, έχουν υποβληθεί σε αυστηρούς ελέγχους και ανταποκρίνονται σε υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές, η ευχέρεια του κράτους να διαθέτει ένα μέσον που του παρέχει τη δυνατότητα να χαράσσει την πολιτική του στον τομέα της ασφαλείας κατά τρόπο αποτελεσματικότερο, και τέλος η εγκαθίδρυση, για τις επιχειρήσεις και τους υπαλλήλους τους, ενός νομικού πλαισίου που διέπει την πρόσβαση στο επάγγελμα και την άσκησή του, δεν καθιστούν επίσης δυνατή την αιτιολόγηση ενός εμποδίου που συνιστά η απαίτηση ιδρύσεως μόνιμης εγκαταστάσεως. Κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά μέτρα που μπορούν να εμποδίζουν ή να καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη πρέπει να πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις, να δικαιολογούνται από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι πρόσφορα να εξασφαλίζουν την επίτευξη του στόχου που επιδιώκουν και να μη βαίνουν πέραν του ότι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού  (30) .

    67.     Όπως εξέθεσα ήδη, η απαίτηση της ιδρύσεως εγκαταστάσεως συνεπάγεται σαφή άρνηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός αυτός βαίνει εν πάση περιπτώσει πέραν του ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των ανωτέρω μνημονευόμενων στόχων. Προς τον σκοπό αυτό υφίστανται λιγότερο περιοριστικά μέσα, όπως η σύσταση εγγυήσεως, η σύναψη ορισμένων συμβάσεων ασφαλίσεως ή η απαίτηση προσκομίσεως της αποδείξεως ότι υφίστανται ορισμένα επαγγελματικά προσόντα. Ο εν λόγω περιορισμός δεν μπορεί επομένως να δικαιολογηθεί ούτε από απαιτήσεις γενικού συμφέροντος.

    68.     Από την εξέταση της απαιτήσεως ιδρύσεως μόνιμης εγκαταστάσεως προκύπτει συνεπώς ότι ο κανόνας αυτός δεν είναι συμβατός με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών την οποία εγγυάται το άρθρο 49 ΕΚ.

    Β – Β – Η λήψη υπόψη των δικαιολογητικών στοιχείων που έχουν προσκομισθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως

    69.     Στο πλαίσιο της εξετάσεως της νομιμότητας του άρθρου 24 του νομοθετικού διατάγματος, στο οποίο απαριθμούνται τα δικαιολογητικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίζονται προς στήριξη της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας για την άσκηση της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, η Πορτογαλική Κυβέρνηση περιορίζεται στην παρατήρηση ότι και το άρθρο 24 εφαρμόζεται μόνον στις επιχειρήσεις που προτίθενται να παράσχουν τις υπηρεσίες τους για χρονικό διάστημα πέραν του έτους. Λαμβανομένων υπόψη όσων ελέχθησαν αναφορικά με την απαίτηση ιδρύσεως εγκαταστάσεως, η άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως είναι απορριπτέα. Το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος αφορά επίσης, ουσιωδώς, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    70.     Όπως επισημαίνει ορθά η Επιτροπή, το Δικαστήριο έκρινε ήδη, με την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιορίζεται μόνον από ρυθμίσεις οι οποίες δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος και εφαρμόζονται σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση ασκούσα τη δραστηριότητά της στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, στο μέτρο που το συμφέρον αυτό δεν διαφυλάσσεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες στο κράτος μέλος της εγκαταστάσεώς του. Η εθνική νομοθεσία η οποία απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις να πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις για την προηγούμενη χορήγηση αδείας, αποκλείει τη λήψη υπόψη των υποχρεώσεων στις οποίες υπόκειται ήδη ο παρέχων τις υπηρεσίες στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος  (31) .

    71.     Το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος απαιτεί από όλους τους αιτούντες να προσκομίζουν, προς στήριξη της αιτήσεώς τους για χορήγηση αδείας παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, τα δικαιολογητικά στοιχεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, στοιχεία a) έως g). Το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν προβλέπει τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη ανάλογα δικαιολογητικά στοιχεία που ο αιτών έχει ήδη προσκομίσει στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση δεν υποστηρίζει επίσης ότι έχουν ληφθεί άλλα μέτρα, τα οποία επιτρέπουν την απαιτούμενη κατά το κοινοτικό δίκαιο λήψη υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν προσκομισθεί σε άλλα κράτη μέλη. Πρέπει συνεπώς να διαπιστωθεί ότι και το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος δεν είναι συμβατό με το άρθρο 49 ΕΚ.

    Γ – Γ – Η απαίτηση περιβολής του τύπου νομικού προσώπου

    72.     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης, στο πλαίσιο της εξετάσεως της υποχρεώσεως ιδρύσεως νομικού προσώπου, ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν θίγεται, καθόσον πρόκειται για δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται επί χρονική περίοδο πέραν του έτους. Για τους λόγους όμως που εξέθεσα ανωτέρω, η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα.

    73.     Η υποχρέωση περιβολής του τύπου νομικού προσώπου δεν απορρέει εκ πρώτης όψεως από το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος, στο οποίο γίνεται λόγος για «επιχειρήσεις» («entidades»). Αυτή η ουδέτερη ονομασία μπορεί κατ’ αρχήν να περιλαμβάνει τόσο νομικά όσο και φυσικά πρόσωπα ή κοινότητες προσώπων.

    74.     Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος, απαιτείται οι επιχειρήσεις αυτές να έχουν συσταθεί («devem ser costituidas») σύμφωνα με την πορτογαλική νομοθεσία ή τη νομοθεσία ενός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Μόνον όμως νομικά πρόσωπα, εξαιρουμένων των φυσικών προσώπων, μπορούν να ιδρύονται ή να συνιστώνται. Εξ αυτού πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος, η άσκηση δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υπόκειται στην πραγματικότητα στην προϋπόθεση ότι ο προτιθέμενος να παράσχει υπηρεσίες πρέπει να περιβληθεί τον τύπο νομικού προσώπου. Αποκλείεται συνεπώς κατ’ αρχήν να ασκήσει τη δραστηριότητα αυτή ως αυτοτελώς απασχολούμενος.

    75.     Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται επίσης από το άρθρο 22, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος, κατά το οποίο απαιτείται η εισφορά ορισμένου ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου. Η διάταξη αυτή θα αποτελέσει το αντικείμενο εμπεριστατωμένης εξετάσεως στο επόμενο κεφάλαιο. Αρκεί εν προκειμένω η διαπίστωση ότι η εισφορά εταιρικού κεφαλαίου δεν αφορά παρά τα νομικά πρόσωπα. Το γεγονός αυτό οδηγεί επίσης στη συναγωγή του συμπεράσματος ότι, στην Πορτογαλία, η παροχή υπηρεσιών ασφαλείας προορίζεται μόνον για νομικά πρόσωπα.

    76.     Θα αναφερθώ τέλος στο άρθρο 3 του νομοθετικού διατάγματος. Κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή υπηρεσιών ασφαλείας μπορεί να διενεργείται μόνον από νομίμως συσταθείσες επιχειρήσεις («[...] sò pode ser exercida por entidades legalmente costituidas»). Νομίμως συνιστώνται όμως μόνον νομικά πρόσωπα.

    77.     Η Πορτογαλική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε επίσης την ερμηνεία αυτή των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Στην απάντησή της επί της έγγραφης οχλήσεως, εξέθεσε ότι η προτίμηση του νομοθέτη για τον τύπο του νομικού προσώπου στηρίζεται στην εκτίμηση ότι πρόκειται για τη δομή η οποία προσφέρει τη μεγαλύτερη ασφάλεια και σοβαρότητα. Η εμπειρία απέδειξε, κατά την άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, ότι οι εταιρίες παρουσιάζουν σημαντικά μεγαλύτερη ασφάλεια και φερεγγυότητα από τους κατ’ ιδίαν εμπορευομένους, οι οποίοι υπέχουν μόνον προσωπική ευθύνη  (32) . Η Πορτογαλική Κυβέρνηση δεν εξέτασε όμως το ζήτημα αυτό ούτε στο υπόμνημα αντικρούσεως ούτε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως. Στα δικόγραφα αυτά, δεν ανευρίσκεται ουδεμία εύλογη εξήγηση της διατάξεως του άρθρου 3, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση αρκείται αντιθέτως στη διατύπωση της απόψεως ότι το άρθρο 22 δεν αφορά την παροχή υπηρεσιών. Η άποψη αυτή όμως, όπως εξέθεσα ήδη ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    78.     Εν κατακλείδι, προσήκει η συναγωγή του συμπεράσματος ότι οι προτιθέμενοι να παράσχουν υπηρεσίες ασφαλείας στην Πορτογαλία πρέπει να περιβληθούν τον τύπο νομικού προσώπου. Αποκλείεται επομένως η παροχή υπηρεσιών αυτού του είδους από φυσικά πρόσωπα, ήτοι από αυτοτελώς απασχολούμενους. Συντρέχει κατά συνέπεια περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

    79.     Δεδομένου ότι η Πορτογαλική Κυβέρνηση ουδέν δικαιολογητικό λόγω του περιορισμού αυτού προσκόμισε, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος παραβαίνει το άρθρο 49 ΕΚ καθόσον απαιτεί για την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας τη σύσταση νομικού προσώπου.

    Δ – Δ – Η τήρηση των πορτογαλικών διατάξεων περί ελαχίστου κεφαλαίου

    80.     Η Επιτροπή επικρίνει περαιτέρω την προβλεπόμενη στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος προϋπόθεση σχετικά με τη διάθεση ορισμένου ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου. Η διάταξη αυτή απαιτεί από τις επιχειρήσεις που προτίθενται να προσφέρουν υπηρεσίες ασφαλείας κατά την έννοια του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος να διαθέτουν εταιρικό κεφάλαιο που να μην είναι κατώτερο ορισμένου ελαχίστου ποσού.

    81.     Διατάξεις περί ελαχίστου κεφαλαίου αφορούν μόνον τους παρέχοντες υπηρεσίες που έχουν τη νομική μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας. Δεν υφίστανται κατ’ αρχήν διατάξεις που να προβλέπουν την υποχρέωση εισφοράς του εταιρικού κεφαλαίου για τους αυτοτελώς απασχολούμενους. Αποκλείοντας σιωπηρώς την άσκηση δραστηριοτήτων από τους αυτοτελώς απασχολούμενους, η διάταξη αυτή συνιστά ήδη προσβολή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

    82.     Όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται από κεφαλαιουχικές εταιρίες, επισημαίνεται επιπλέον ότι οι διατάξεις που προβλᆳπουν την υποχρέωση διαθέσεως ορισμένου ελαχίστου κεφαλαίου αποτελούν αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Όσον αφορά την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε με την απόφαση Centros ότι οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως σκοπούν ακριβώς στο να παράσχουν τη δυνατότητα στις εταιρίες οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και έχουν την καταστατική έδρα τους, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας να ασκούν, μέσω πρακτορείου, υποκαταστήματος ή θυγατρικής εταιρίας, δραστηριότητες εντός άλλων κρατών μελών. Επομένως, το γεγονός ότι ένας υπήκοος κράτους μέλους, που προτίθεται να ιδρύσει μια εταιρία, επιλέγει να την ιδρύσει στο κράτος μέλος του οποίου οι κανόνες του εταιρικού δικαίου είναι οι λιγότερο δεσμευτικοί και να συστήσει υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη, δεν μπορεί να συνιστά καθ’ εαυτό καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα ιδρύσεως εταιρίας σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και δημιουργίας υποκαταστημάτων σε άλλα κράτη μέλη είναι σύμφυτο προς την άσκηση, εντός μιας ενιαίας αγοράς, της ελευθερίας εγκαταστάσεως την οποία εγγυάται η Συνθήκη  (33) .

    83.     Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Inspire Art, διατύπωσα την άποψη ότι η απαίτηση τηρήσεως των διατάξεων του κράτους υποδοχής περί ελαχίστου κεφαλαίου συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, διότι συνεπάγεται άρνηση της αναγνωρίσεως, κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, μιας εταιρίας νομίμως συσταθείσας κατά το δίκαιο ενός άλλου κράτους μέλους  (34) . Η νομολογία αυτή μπορεί να μεταφερθεί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Αν ένας αυτοτελώς απασχολούμενος, ή μια επιχείρηση, είναι νομίμως εγκατεστημένος σε κράτος μέλος όπου παρέχει υπηρεσίες ασφαλείας, η απαίτηση της τηρήσεως των διατάξεων περί ελαχίστου κεφαλαίου συνεπάγεται άρνηση της αναγνωρίσεως της νόμιμης συστάσεως της επιχειρήσεως στο κράτος προελεύσεως. Αυτό αποτελεί, τελικά, άρνηση του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των επιχειρήσεων που έχουν νομίμως συσταθεί εντός άλλου κράτους μέλους.

    84.     Κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη από την Πορτογαλική Κυβέρνηση αιτιολόγηση, η οποία στηρίζεται σε ενδεχόμενη αντίστροφη διάκριση, είναι αβάσιμη. Η προβολή της εννοίας της αντίστροφης διακρίσεως, η οποία, κατ’ αρχήν, είναι αλυσιτελής κατά το κοινοτικό δίκαιο, αλλά την επικαλούνται αμφότεροι οι διάδικοι, δεν σκοπεί σε τίποτε άλλο παρά στην αντιμετώπιση του κινδύνου παρακάμψεως των πορτογαλικών διατάξεων περί ελαχίστου κεφαλαίου. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση αναφέρεται ρητώς στο ενδεχόμενο, μια επιχείρηση να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος που απαιτεί χαμηλότερο ελάχιστο κεφάλαιο, με σκοπό να παρακάμψει τις πορτογαλικές διατάξεις περί ελαχίστου κεφαλαίου διά της ιδρύσεως δευτερεύουσας εγκαταστάσεως στην Πορτογαλία. Όπως όμως προκύπτει από την ανωτέρω μνημονευθείσα απόφαση Centros, η επίκληση, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, του κινδύνου παρακάμψεως μιας ρυθμίσεως δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τον περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη. Υφίστανται άλλωστε λιγότερο ριζικά μέτρα, τα οποία επιτρέπουν, κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό, την εξασφάλιση της προστασίας των δανειστών, όπως, παραδείγματος χάριν, η σύσταση εγγυήσεως ή η σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων. Πέραν αυτών, είναι εντελώς αμφίβολο αν διά της εισφοράς ορισμένου ελαχίστου κεφαλαίου κατά την ίδρυση της επιχειρήσεως ή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ανάληψη των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας στην Πορτογαλία, είναι πράγματι δυνατό να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος, ήτοι η προστασία των δανειστών  (35) .

    85.     Πρέπει επομένως να διαπιστωθεί ότι η ρύθμιση του άρθρου 22, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος, αναφορικά με τη διάθεση ορισμένου ελαχίστου κεφαλαίου, δεν είναι επίσης συμβατή με το άρθρο 49 ΕΚ.

    E – Η υποχρέωση λήψεως επαγγελματικής αδείας

    86.     Η Επιτροπή εκτιμά ότι η υποχρέωση λήψεως δελτίου επαγγελματικής αδείας αποτελεί περιορισμό τόσο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 39 ΕΚ) όσο και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του εργοδότη, υπό την έννοια ότι δυσχεραίνεται η εκ μέρους του αποστολή στην Πορτογαλία των εργαζομένων οι οποίοι έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στο κράτος μέλος της εγκαταστάσεώς του (άρθρο 49 ΕΚ). Η Πορτογαλική Κυβέρνηση αντιτείνει ότι επιτρέπεται κατ’ αρχήν να υπόκειται η άσκηση ορισμένων ευαίσθητων δραστηριοτήτων στην προηγούμενη χορήγηση αδείας και ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως του επαγγελματικού δελτίου, οι περιλαμβανόμενες στο άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος προϋποθέσεις, η τήρηση των οποίων υπόκειται σε έλεγχο, καθορίστηκαν για υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος.

    87.     Με την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση λήψεως δελτίου αδείας συνιστούσε περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, διότι οι συνδεόμενες με τη λήψη της αδείας διατυπώσεις μπορούσαν να καταστήσουν δυσχερέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Επιπλέον, ο περιορισμός αυτός κρίθηκε δυσανάλογος καθόσον το επίμαχο δελτίο χρησίμευε για τη βεβαίωση της ταυτότητας του παρέχοντος υπηρεσίες, πράγμα που μπορούσε κάλλιστα να επιτευχθεί με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο του ενδιαφερομένου  (36) . Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, ότι το άρθρο 9 του νομοθετικού διατάγματος περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

    88.     Οι συνθήκες της παρούσας υποθέσεως διαφέρουν ωστόσο από εκείνες της υποθέσεως Επιτροπή κατά Βελγίου, καθόσον ο στόχος της πορτογαλικής ρυθμίσεως δεν είναι να καταστεί δυνατή η βεβαίωση της ταυτότητας του παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά να εξακριβωθεί η πλήρωση των προϋποθέσεων για την άσκηση της δραστηριότητας, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος. Πρόκειται συνεπώς για τις προσωπικές ιδιότητες και ικανότητες του παρέχοντος υπηρεσίες. Θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ότι η εξέταση αυτή αποτελεί μέτρο πρόσφορο να διασφαλίσει την ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών ασφαλείας.

    89.     Τίθεται ωστόσο το ερώτημα μήπως το μέτρο αυτό βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου, καθόσον αποκλείει τη λήψη υπόψη ισοδύναμων αποδεικτικών στοιχείων που ο προτιθέμενος να παράσχει υπηρεσίες προσκόμισε ήδη στο κράτος προελεύσεώς του. Όπως και το άρθρο 22, παράγραφος 2, που εξετάσαμε ανωτέρω, το άρθρο 9, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος δεν προβλέπει τη δυνατότητα λήψεως υπόψη, στο πλαίσιο της επαληθεύσεως της συνδρομής των προϋποθέσεων για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 7, των ισοδύναμων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία απαιτούνται ήδη στο κράτος προελεύσεως για την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας. Κατά τη νομολογία, το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση προς χορήγηση αδείας για την άσκηση επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή την επαγγελματική κατάρτιση, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος και να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τα διπλώματα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις  (37) . Η αρχή αυτή, η οποία διατυπώθηκε στα πλαίσια υποθέσεως που αφορούσε την ελευθερία εγκαταστάσεως, μπορεί να μεταφερθεί στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεδομένου ότι τα διακυβευόμενα συμφέροντα είναι παρόμοια. Πρέπει συνεπώς να διαπιστωθεί ότι το άρθρο 9 του νομοθετικού διατάγματος περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιホν πέραν του αναγκαίου μέτρου.

    ΣΤ – Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 92/51

    90.     Η Επιτροπή επικρίνει τέλος τη μη εφαρμογή της οδηγίας 92/51 στους μισθωτούς του τομέα παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Συναφώς, οι διάδικοι διαφωνούν ιδίως επί του κατά πόσον το μνημονευθέν δελτίο επαγγελματικής αδείας θεωρείται, από ουσιαστική άποψη, ως «βεβαίωση επάρκειας» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/51.

    91.     Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 92/51, ως νομοθετικά κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα θεωρείται η επαγγελματική δραστηριότητα η οποία, όσον αφορά τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε αυτή ή για την άσκησή της διέπεται άμεσα ή έμμεσα από νομικές διατάξεις, ήτοι από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις. Η πρόσβαση σε επάγγελμα ή η άσκησή του πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ως διεπόμενη άμεσα από νομικές διατάξεις όταν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής προβλέπουν ρύθμιση βάσει της οποίας η οικεία επαγγελματική δραστηριότητα προορίζεται ρητώς, αποκλειστικά, για τα πρόσωπα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ενώ η άσκηση της δραστηριότητας αυτής αποκλείεται για εκείνους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές  (38) . Κατά τα άρθρα 7 και 9 του νομοθετικού διατάγματος, η άσκηση των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας εξαρτάται από τη συνδρομή ορισμένων προσωπικών προϋποθέσεων. Πρόκειται συνεπώς για την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/51.

    92.     Ως «βεβαίωση επάρκειας» ορίζεται, στο άρθρο 1, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, κάθε τίτλος που πιστοποιεί εκπαίδευση η οποία δεν αποτελεί μέρος ενός συνόλου που συνιστά δίπλωμα κατά την έννοια της οδηγίας 89/48 ή δίπλωμα ή πιστοποιητικό κατά την έννοια της οδηγίας 92/51. Δεν υφίσταται όμως δίπλωμα για τις υπηρεσίες ασφαλείας και, κατά συνέπεια, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα τίτλου που πιστοποιεί κάποια εκπαίδευση.

    93.     Η Επιτροπή θεωρεί το δελτίο επαγγελματικής αδείας το οποίο εξετάστηκε στα πλαίσια του προηγουμένου κεφαλαίου ως τέτοια βεβαίωση επάρκειας. Το εν λόγω δελτίο βεβαιώνει μεταξύ άλλων ότι πραγματοποιήθηκαν οι εξετάσεις διαπιστώσεως των γνώσεων και της φυσικής ικανότητας των οποίων το περιεχόμενο και η διάρκεια καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του νομοθετικού διατάγματος και παρέχει τη δυνατότητα στον κάτοχό του να ασκεί τη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας.

    94.     Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η διάρκεια της ισχύος του δελτίου επαγγελματικής αδείας περιορίζεται στα δύο έτη, σημείο επί του οποίου εφιστά την προσοχή η Πορτογαλική Κυβέρνηση. Ένας τίτλος όμως ο οποίος πιστοποιεί ορισμένη εκπαίδευση αποκτάται άπαξ διά παντός και η ισχύς του δεν περιορίζεται χρονικά. Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του τίτλου αυτού και της αδείας ασκήσεως συγκεκριμένου επαγγέλματος για το οποίο απαιτείται ορισμένη εκπαίδευση, η ισχύς της οποίας μπορεί κάλλιστα να είναι περιορισμένη χρονικά ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια ελέγχων. Ήδη λόγω του κατά χρόνον περιορισμού της ισχύος του, το δελτίο επαγγελματικής αδείας δεν μπορεί να θεωρείται ως διαρκής τίτλος που πιστοποιεί εκπαίδευση.

    95.     Πρέπει επιπλέον να διαπιστωθεί ότι το δελτίο επαγγελματικής αδείας δεν περιορίζεται στην πιστοποίηση ότι ακολουθήθηκε ορισμένη εκπαίδευση και υπήρξε επιτυχής συμμετοχή στις σχετικές εξετάσεις. Πέραν αυτού, το δελτίο επαγγελματικής αδείας εκδίδεται, δυνάμει του άρθρου 9 του νομοθετικού διατάγματος, εφόσον διαπιστωθεί η πλήρωση όλων των προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος. Η βεβαίωση που πιστοποιεί ορισμένη εκπαίδευση δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα στοιχείο της αδείας. Παράλληλα, διενεργείται επίσης επαλήθευση της εθνικότητας ή εξετάζεται κατά πόσον υφίστανται ενδεχόμενες καταδίκες. Το γεγονός αυτό συνηγορεί επίσης υπέρ της διαπιστώσεως ότι το δελτίο επαγγελματικής αδείας δεν αποτελεί βεβαίωση επάρκειας κατά την έννοια της οδηγίας 92/51.

    96.     Βάσει των εκτιμήσεων, δεν είναι δυνατή η διαπίστωση παραβάσεως της οδηγίας 92/51.

    VI – Επί των δικαστικών εξόδων

    97.     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, της ιδίας διατάξεως, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Εν προκειμένω, δεν διαπιστώθηκε μόνον η παράβαση της οδηγίας 92/51. Το γεγονός αυτό δεν συνηγορεί ωστόσο υπέρ της κατανομής των δικαστικών εξόδων, εν όψει των λοιπών διαπιστωθεισών παραβάσεων. Δεδομένου ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία ηττήθηκε ως προς όλα τα λοιπά σημεία των ισχυρισμών της αναφορικά με την απόρριψη της προσφυγής, πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

    VII – Πρόταση

    98.     Για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    1)
    Η Πορτογαλική Δημοκρατία, στα πλαίσια της ρυθμίσεως αναφορικά με τη χορήγηση αδείας εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ καθόσον

    α)
    οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που προτίθενται να ασκήσουν στην Πορτογαλία, στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών

    οφείλουν να έχουν την έδρα τους ή εγκατάσταση στην Πορτογαλία,

    δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιολογητικά στοιχεία και τις εγγυήσεις που έχουν ήδη προσκομίσει ή συστήσει στο κράτος μέλος της εγκαταστάσεώς τους,

    οφείλουν να περιβληθούν τον τύπο νομικού προσώπου,

    οφείλουν να διαθέτουν ορισμένο εταιρικό κεφάλαιο,

    και

    β)
    τα μέλη του προσωπικού των αλλοδαπών επιχειρήσεων που προτίθενται να ασκήσουν στην Πορτογαλία, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών, οφείλουν να είναι κάτοχοι δελτίου επαγγελματικής αδείας χορηγούμενου από τις πορτογαλικές αρχές.

    2)
    Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

    3)
    Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


    1
    Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2
    ΕΕ L 209, σ. 25.


    3
    .Diário da República, I σειρά Α, αριθμός 167, της 22ας Ιουλίου 1998, σ. 3515.


    4
    Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94 (Συλλογή 1995, σ. Ι‑4165, σκέψη 27).


    5
    Η Επιτροπή αναφέρεται συναφώς στην απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, 257/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1988, σ. 3249, σκέψη 12).


    6
    Η Επιτροπή αναφέρεται στην απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1986, σ. 3755, σκέψη 54).


    7
    Η Επιτροπή, προς στήριξη της απόψεώς της, αναφέρεται στην απόφαση της 6ης Ιουνίου 1996, C‑101/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1996, σ. Ι-2691, σκέψη 23).


    8
    Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, C‑355/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. Ι‑1221, σκέψεις 37 επ.).


    9
    Η Επιτροπή επικαλείται εν προκειμένω την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 279/80, Webb (Συλλογή 1981, σ. 3305, σκέψη 20).


    10
    Η Επιτροπή αναφέρεται στην απόφαση της 7ης Ιουλίου 1988, 143/87, Stanton κατά Inasti (Συλλογή 1988, σ.  3877, σκέψεις 11 έως 13), καθώς και στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C‑53/95, Inasti κατά Kemmler (Συλλογή 1996, σ.  Ι-703, σκέψεις 10 επ.).


    11
    Η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1998, C‑114/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1998, σ. Ι-6717, σκέψεις 42 και 48).


    12
    Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1999, C‑212/97 (Συλλογή 1999, σ. Ι-1459, και ιδίως σημεία 36 έως 38).


    13
    Απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, C‑384/93, Alpine Investments (Συλλογή 1995, σ. Ι-1141), και απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C‑379/92, Peralta (Συλλογή 1994, σ. Ι-3453).


    14
    Η Επιτροπή στηρίζει εκ νέου τη νομική ανάλυσή της στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 6, σκέψη 47) και στην απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8, σκέψη 40).


    15
    Απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C‑340/89 (Συλλογή 1991, σ. Ι-2357, σκέψεις 16 και 23).


    16
    Προτάσεις της 22ας Οκτωβρίου 1987 στην υπόθεση 63/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 29).


    17
    Αναφέρεται στις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede (Συλλογή 1996, σ. Ι-6511), της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-384/95, Landboden-Agrardienste (Συλλογή 1997, σ. Ι-7387), και της 24ης Μαρτίου 1994, C-275/92, Schindler (Συλλογή 1994, σ. Ι-1039).


    18
    Παραπέμπει στην απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-114/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1998, σ. Ι-6717), στην απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8) και στην απόφαση της 31ης Μαΐου 2001, C-283/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. Ι-4363).


    19
    Μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 18.


    20
    Μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8.


    21
    Μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 18.


    22
    Βλ. τη μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 4 απόφαση Gebhard (σκέψη 25 επ.).


    23
    Μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 4 απόφαση Gebhard (σκέψη 27).


    24
    Όπ.π.


    25
    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 20ής Ιουνίου 1995, στην υπόθεση Gebhard (σκέψη 37).


    26
    Βλ. συναφώς τις μνημονευθείσες ανωτέρω στην υποσημείωση 25 προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger (σκέψη 84).


    27
    Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, 220/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1986, σ. 3663, σκέψη 20), απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 6, σκέψη 52), απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8, σκέψη 27).


    28
    Αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 18, σκέψεις 35 έως 39), Επιτροπή κατά Βελγίου (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8, σκέψεις 24 έως 26) και Επιτροπή κατά Ιταλίας (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 18, σκέψεις 20 και 22).


    29
    Απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8, σκέψη 29). Βλ. επίσης, υπό την ίδια έννοια, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs, της 15ης Φεβρουαρίου 2001, στην υπόθεση C-283/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. Ι-4363, σκέψη 47).


    30
    Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32)· απόφαση Gebhard (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 4, σκέψη 37).


    31
    Απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8, σκέψεις 37 επ.).


    32
    «[...] a opção do legislador pela forma sociétaria resulta do facto de aquela ser, no seu entender, a que se reveste de uma maior segurança e credibilidade. Os ensinamentos da história recente demostram que a credibilidade das sociedades, no nosso ordenamento interno, é muito superior à que goza por exemplo, o estabelecimento individual de responsabilidade limitada [...]» (σ. 17 της απαντήσεως της 23ης Μαΐου 2000 στην έγγραφη όχληση της 1ης Φεβρουαρίου 2000).


    33
    Απόφαση Centros (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 12, σκέψεις 26 επ.).


    34
    Προτάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2003 στην υπόθεση C‑167/01, Kamer van Koophandel κατά Inspire Art (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2002, Συλλογή 2003, σ. Ι‑10155, Ι‑10159, σκέψεις 97 έως 100).


    35
    Βλ. συναφώς τις βασικές εκτιμήσεις στις προτάσεις μου επί της μνημονευθείσας ανωτέρω στην υποσημείωση 34 υποθέσεως Inspire Art (σκέψεις 141 έως 146).


    36
    Απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 8, σκέψεις 39 επ.).


    37
    Απόφαση C‑340/89 (μνημονευθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 15, σκέψη 16).


    38
    Απόφαση της 1ης Φεβρουρίου 1996, C‑164/94, Αρανίτης (Συλλογή 1996, σ. I‑135, σκέψεις 18 επ.)· απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C‑234/97, Fernández de Bobadilla (Συλλογή 1991, σ. I‑4773, σκέψεις 16 επ.).

    Top