Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0001

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 3ης Ιουλίου 2003.
Privat-Molkerei Borgmann GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Dortmund.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Düsseldorf - Γερμανία.
Γεωργία - Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος - Άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 - Ετήσιος υπολογισμός των ποσοτήτων γάλακτος που παραδόθηκαν στον αγοραστή - Προθεσμία κοινοποιήσεως - Φύση της προθεσμίας - Κυρώσεις.
Υπόθεση C-1/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-03219

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:393

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTONIO TIZZANO

της 3ης Ιουλίου 2003 (1)

Υπόθεση C-1/02

Privat-Molkerei Borgmann GmbH & Co. KG

κατά

Hauptzollamt Dortmund  

[αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Ετήσιος υπολογισμός των παραδοθεισών στον αγοραστή ποσοτήτων γάλακτος – Εκπρόθεσμη κοινοποίηση – Πρόστιμο – Κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93»





1.        Με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2001, το Finanzgericht Düsseldorf υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα για το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 (2) όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 1001/98 (3). Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το πρόστιμο που προβλέπεται από αυτή τη διάταξη, σε περίπτωση καθυστερημένης ανακοινώσεως από τους αγοραστές των στοιχείων που αφορούν τις ποσότητες γάλακτος που τους παραδόθηκαν από τους παραγωγούς, είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

I –    Νομικό πλαίσιο

2.        Όπως είναι γνωστό, προ αυξανόμενης υπερπαραγωγής στον γαλακτοκομικό τομέα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισήγαγε το 1984, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, τον μηχανισμό της συμπληρωματικής εισφοράς (4). Ο μηχανισμός αυτός προβλέπει την κατ’ έτος χορήγηση σε κάθε κράτος μέλος εγγυημένη συνολική ποσότητα γάλακτος που κατανέμεται, από το κράτος, σε ατομικές ποσοστώσεις για κάθε παραγωγό. Κάθε φορά που ένας παραγωγός διαθέτει στο εμπόριο ποσότητα γάλακτος που υπερβαίνει την ποσόστωση που του έχει χορηγηθεί, οφείλει να πληρώσει επί της επί πλέον ποσότητας αυτό που συνηθίζεται να αποκαλείται «συμπληρωματική εισφορά».

3.        Οι κανόνες που εφαρμόζονται στην εισφορά αυτή από την 1η Απριλίου 1993 ορίζονται από τον κανονισμό 3950/92 (5). Προκειμένου να αποφεύγονται καθυστερήσεις στην καταβολή της εισφοράς ο κανονισμός αυτός επέβαλε στους αγοραστές του γάλακτος την υποχρέωση να την πληρώνουν.

4.        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 προβλέπει τα εξής:

«Όσον αφορά τις παραδόσεις, ο υπόχρεος της εισφοράς αγοραστής καταβάλλει στον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους, πριν από μια ορισμένη ημερομηνία και σύμφωνα με διαδικασίες που θα καθορισθούν, το οφειλόμενο ποσό το οποίο παρακρατεί επί της τιμής του γάλακτος την οποία καταβάλλει στους παραγωγούς που οφείλουν την εισφορά, και, αν όχι, το ποσό το οποίο εισπράττει με κάθε κατάλληλο μέσο.»

5.        Το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η εισφορά θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων, που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών, και διατίθενται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα.»

6.        Δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 3950/92, εναπόκειτο στην Επιτροπή να θεσπίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του κανονισμού. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 536/93.

7.        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 536/93:

«Πριν την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ο αγοραστής που οφείλει την εισφορά καταβάλλει στον αρμόδιο οργανισμό το οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται από το κράτος μέλος.»

8.        Για να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός αυτού του ποσού, το αρχικό κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού όριζε τα εξής:

«Πριν τις 15 Μαΐου (6) κάθε έτους, ο αγοραστής κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους τον πίνακα των υπολογισμών που έχουν καταρτιστεί για κάθε παραγωγό ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους, τον συνολικό όγκο και τον όγκο που διορθώνεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, και τη μέση περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία του γάλακτος ή/και του ισοδυνάμου γάλακτος που έχει παραδοθεί από τους παραγωγούς, καθώς και το σύνολο των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς και την μέση αντιπροσωπευτική περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία που διαθέτουν οι παραγωγοί αυτοί.

Σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας, ο αγοραστής οφείλει πρόστιμο ίσο προς το ποσό της οφειλόμενης λόγω υπέρβασης 0,1 % εισφοράς για το σύνολο των ποσοτήτων γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί σ’ αυτόν από τους παραγωγούς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 20 000 ECU.»

9.        Το δεύτερο εδάφιο αυτού του άρθρου αντικαταστάθηκε πάντως από το άρθρο 1 του κανονισμού 1001/98, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση αθετήσεως της προθεσμίας, ο αγοραστής οφείλει πρόστιμο το οποίο υπολογίζεται ως εξής:

–        εάν η ανακοίνωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο γίνεται πριν από την 1η Ιουνίου, το πρόστιμο ισούται με το ποσό της οφειλόμενης εισφοράς για υπέρβαση που αντιστοιχεί σε 0,1 % των ποσοτήτων του γάλακτος και του ισοδυνάμου γάλακτος τα οποία έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 500 ECU ούτε μεγαλύτερο από 20 000 ECU,

–        εάν η ανακοίνωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο γίνεται μετά τις 31 Μαΐου αλλά πριν από τις 16 Ιουνίου, το πρόστιμο ισούται με το ποσό της οφειλόμενης εισφοράς για υπέρβαση που αντιστοιχεί σε 0,2 % των ποσοτήτων του γάλακτος και του ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 1 000 ECU ούτε μεγαλύτερο από 40 000 ECU,

–        εάν η ανακοίνωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο γίνεται μετά τις 15 Ιουνίου αλλά πριν από την 1η Ιουλίου, το πρόστιμο ισούται με το ποσό της οφειλόμενης εισφοράς για υπέρβαση που αντιστοιχεί σε 0,3 % των ποσοτήτων του γάλακτος και του ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 1 500 ECU ούτε μεγαλύτερο από 60 000 ECU,

–        εάν η ανακοίνωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν πραγματοποιείται πριν από την 1η Ιουλίου, το πρόστιμο είναι εκείνο που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση, επαυξημένο κατά ποσό με 3 % αυτού για κάθε ημερολογιακή ημέρα καθυστερήσεως από την 1η Ιουλίου. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 100 000 ECU.

Ωστόσο, στην περίπτωση κατά την οποία οι ποσότητες του γάλακτος ή του ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί από τον αγοραστή ανά περίοδο δώδεκα μηνών είναι μικρότερες από 100 000 χιλιόγραμμα, τα ελάχιστα πρόστιμα που αναφέρονται στις τρεις πρώτες υποπεριπτώσεις μειώνονται, αντιστοίχως, σε 100, 200 και 300 ECU.»

10.      Ο κανονισμός 536/93 έχει καταργηθεί, από τις 31 Μαρτίου 2002, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1392/2001 (7).

11.      Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«[...]

2.      Πριν από τις 15 Μαΐου (8) κάθε έτους, ο αγοραστής κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους τον πίνακα των υπολογισμών των παραγωγών που περιλαμβάνει τουλάχιστον τη συνολική ποσότητα και τη μέση περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία του γάλακτος ή/και του ισοδύναμου γάλακτος που του έχει παραδοθεί, καθώς και κατά περίπτωση, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους, για κάθε παραγωγό, την ποσότητα αναφοράς και την αντιπροσωπευτική περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία ανά παραγωγό, τη διορθωμένη ποσότητα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, το σύνολο των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς και των διορθωμένων ποσοτήτων και τη μέση αντιπροσωπευτική περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία που διαθέτουν οι παραγωγοί αυτοί.

Ενδεχομένως, ο αγοραστής δηλώνει ότι δεν δέχτηκε παραδόσεις κατά την εν λόγω περίοδο.

3.      Εκτός από περίπτωση ανωτέρας βίας, δεόντως διαπιστωθείσας από την αρμόδια αρχή, εάν ο αγοραστής αθετήσει την προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οφείλει να καταβάλει ποσό ίσο προς το ποσό της οφειλόμενης λόγω υπέρβασης εισφοράς που αντιστοιχεί σε 0,01 % ανά ημερολογιακή ημέρα καθυστέρησης, των ποσοτήτων γάλακτος και ισοδυνάμου γάλακτος που του έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς. Εάν οι ποσότητες αυτές δεν είναι γνωστές, επειδή δεν έχει γίνει δήλωση, μπορούν να εκτιμηθούν από την αρμόδια αρχή. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 100 ευρώ ούτε ανώτερο από 100 000 ευρώ.

4.      Αν δεν υποβληθεί η δήλωση πριν από την 1η Ιουλίου, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 3, μετά τη λήξη προθεσμίας 30 ημερών η οποία ακολουθεί την προειδοποίηση του κράτους μέλους, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου άρθρου. Κατά την περίοδο προειδοποίησης συνεχίζει να εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου.»

12.      Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 (9) ορίζει τα εξής:

«1.      Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.

2.      Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημειωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

13.      Τέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, αυτού του κανονισμού:

«Καμία διοικητική κύρωση δεν απαγγέλλεται εάν δεν προβλέπεται από κοινοτική πράξη προγενέστερη της παρατυπίας. Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε κοινοτικούς κανόνες, ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά και το προδικαστικό ερώτημα

14.      Με έγγραφο της 10ης Απριλίου 2000, το Hauptzollamt (κεντρικό τελωνείο) του Bochum (στο εξής: HZA), που από της 1ης Ιανουαρίου 2002 έχει αντικατασταθεί από το Hauprzollamt Dortmund, κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει, πριν από τις 14 Μαΐου 2000, την αφορώσα το χρονικό διάστημα 1999/2000 δήλωση που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 και το άρθρο 11, παράγραφος 3, της Milchmengen-Garantie-Verordnung (κανονιστικής αποφάσεως περί εγγυημένων ποσοτήτων γάλακτος, στο εξής: MGV) υπενθυμίζοντάς της ότι η υπέρβαση της προθεσμίας θα συνεπαγόταν την επιβολή χρηματικής κυρώσεως.

15.      Η ανακοίνωση αυτή, που απεστάλη στις 11 Μαΐου 2000, έφτασε εντούτοις στο ΗΖΑ μόλις στις 16 Μαΐου του ίδιου έτους.

16.      Εξαιτίας αυτής της καθυστερήσεως, το ΗΖΑ, με απόφαση της 29ης Μαΐου 2000, το καθού επέβαλε στο γαλακτοκομείο Borgmann, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1001/98, πρόστιμο ύψους 39 311,60 γερμανικών μάρκων (DΕM) (20 000 ευρώ) (10), που ισούται προς το μέγιστο ποσό που προβλέπεται από το εν λόγω άρθρο για τέτοιου είδους καθυστερήσεις.

17.      Αφού απορρίφθηκε η ένσταση που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής, το γαλακτοκομείο Borgmann άσκησε προσφυγή, στις 13 Ιουλίου 2001, ενώπιον του Finanzgericht Düsseldorf. Το δικαστήριο αυτό, δεδομένου ότι έχει αμφιβολίες ως προς το κύρος της προπαρατεθείσας διατάξεως, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας το σύστημα κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, ως έχει κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 1001/98, στην περίπτωση που είναι ελάχιστη και ανυπαίτια η υπέρβαση της προθεσμίας;»

III – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσε το γαλακτοκομείο Borgmann, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Το προσφεύγον της κύριας δίκης και η Επιτροπή παρέστησαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 9 Απριλίου 2000.

IV – Νομική ανάλυση

 Α –       Εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου

19.      Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν το πρόστιμο που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1001/98, συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

20.      Συναφώς, υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα δε από την απόφαση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen (11), προκύπτει ότι προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια κύρωση συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξεταστεί αν η κύρωση «βαίνει πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η παραβιαζόμενη ρύθμιση» και ειδικότερα «αν είναι ανάλογη προς τη σπουδαιότητά του, τα δε προξενούμενα μειονεκτήματα δεν είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς» (12). Ακριβώς διότι δεν πληρούνταν αυτές οι προϋποθέσεις, η προπαρατεθείσα απόφαση ακύρωσε το σύστημα κυρώσεων που περιείχε στο αρχικό κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93.

21.      Μολονότι το αρχικό κείμενο αυτού του άρθρου τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό 1001/98, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι το σύστημα κυρώσεων που προέκυψε από αυτή την τροποποίηση είναι επίσης αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

22.      Βάσει αυτού του συστήματος, υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, είναι πράγματι δυνατό να επιβάλλεται κύρωση μέχρι του μεγίστου ποσού των 20 000 ευρώ για κάθε καθυστέρηση, σε σχέση με την προθεσμία που λήγει στις 14 Μαΐου, μεταξύ της 15ης και της 31ης Μαΐου, επομένως και για τις καθυστερήσεις οι οποίες, όπως εν προκειμένω, είναι απλώς ασήμαντες. Πάντως, εφόσον ο σκοπός του συστήματος στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 536/93 είναι να εξασφαλίζεται ότι η καθυστέρηση της ανακοινώσεως δεν έχει επίπτωση στη διοικητική διαδικασία που σκοπό έχει να καθίσταται εφικτή η πληρωμή της συμπληρωματικής εισφοράς πριν από την 1η Σεπτεμβρίου, η επιβλητέα κύρωση έπρεπε να αποτελεί συνάρτηση αυτής της καθυστερήσεως. Πράγματι, αυτή είναι η κατεύθυνση που ακολουθεί εφεξής το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1392/01, ο οποίος αντικατέστησε το σύστημα κυρώσεων στο οποίο αναφερόταν το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 536/93.

23.      Επί πλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, το εν λόγω σύστημα είναι δυσανάλογο και από άλλες απόψεις. Ο πρώτος λόγος είναι ότι καθορίζει το ύψος της κυρώσεως σε συνάρτηση με την ποσότητα του γάλακτος που παραδίδεται στον αγοραστή και όχι σε σχέση με το ποσό της εισφοράς που αυτός οφείλει ενδεχομένως να καταβάλει, με συνέπεια επομένως ότι η κύρωση θα μπορούσε να επιβληθεί ακόμη κι αν ο αγοραστής δεν όφειλε να καταβάλει τη συμπληρωματική εισφορά.

24.      Δεύτερον, κατά την αντίληψή του, το σύστημα αυτό δεν καθιστά δυνατό να εκτιμηθεί αν η καθυστερημένη ανακοίνωση έχει ουσιαστική επίπτωση στη διοικητική διαδικασία που σκοπεί στο να εξασφαλίζεται η καταβολή της συμπληρωματικής εισφοράς πριν από την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Στην παρούσα περίπτωση, υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, όλα τα σχετικά στοιχεία της προσφεύγουσας ήταν ήδη διαθέσιμα στις 16 Μαΐου 2000. Κατά συνέπεια, καμία βλάβη δεν υπέστη η διαδικασία αυτή.

25.      Τέλος, κατά το αιτούν δικαστήριο, το επίδικο σύστημα είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η κύρωση που προβλέπει μπορεί να επιβάλλεται ανεξαρτήτως της υπάρξεως υπαίτιας συμπεριφοράς του αγοραστή και επίσης σε περίπτωση ανωτέρας βίας.

26.      Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η καθυστέρηση δεν μπορεί να καταλογισθεί στο γαλακτοκομείο Borgmann, αλλά οφείλεται σε εξαιρετική και απρόβλεπτη περίσταση. Το γαλακτοκομείο απέστειλε όντως την ανακοίνωση σε επαρκώς προγενέστερη της 15ης Μαΐου ημερομηνία ώστε να υπολογίζει ότι, αν τα ταχυδρομεία λειτουργούσαν κανονικά, θα έφτανε στον προορισμό της πριν από αυτή την ημερομηνία.

27.      Πάντως, δεδομένου ότι η ανωτέρα βία προβλέφθηκε ως αιτία απαλλαγής μόλις με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1392/01, ο οποίος άρχισε να ισχύει μετά τα περιστατικά της υποθέσεως, το γαλακτοκομείο Borgmann δεν μπορεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, να επικαλεσθεί προς απαλλαγή του αυτές της περιστάσεις.

 B –       Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

28.      Το γαλακτοκομείο Borgmann συμμερίζεται και υιοθετεί τις προπαρατεθείσες εκτιμήσεις του Finanzgericht Düsseldorf. Εκθέτει, ειδικότερα, ότι δεν μπορεί εν προκειμένω να του καταλογισθεί η καθυστέρηση κατά την ανακοίνωση των απαιτούμενων από το άρθρο 3 του κανονισμού 536/93 στοιχείων, διότι η ανακοίνωση αυτή παραδόθηκε στο ταχυδρομείο εμπροθέσμως και θα έφτανε κανονικά στον προορισμό της πριν από τις 15 Μαΐου. Η ανακοίνωση έφτασε καθυστερημένα λόγω ακριβώς εξαιρετικών περιστάσεων. Η καθυστέρηση αυτή είναι οπωσδήποτε ασήμαντη και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να δικαιολογήσει, ελλείψει πταίσματος, μια κύρωση όπως αυτή που του επιβλήθηκε.

29.      Η Γαλλική Κυβέρνηση, εξ ετέρου, δεν συμφωνεί με τη προκείμενη πρόταση συλλογισμού που φαίνεται να λαμβάνει ως βάση η Γερμανική Κυβέρνηση, ήτοι ότι το γαλακτοκομείο Borgmann δεν τήρησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 536/93 προθεσμία. Συγκεκριμένα, κατά την Κυβέρνηση αυτή, η εν λόγω προθεσμία πρέπει να νοείται ως προθεσμία αποστολής και όχι ως προθεσμία λήψεως της προβλεπόμενης από την επίδικη διάταξη ανακοινώσεως.

30.      Αν, πάντως, το Δικαστήριο δεν δεχτεί την προτεινόμενη αυτή εκδοχή, η Γαλλική Κυβέρνηση συμμερίζεται κατ’ ουσίαν τα επιχειρήματα του αιτούντος δικαστηρίου για να προβάλει ότι το επίμαχο σύστημα είναι οπωσδήποτε αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

31.      Η Επιτροπή, εξάλλου, εκθέτει κατ’ αρχάς ότι προτιμά να ερμηνευθεί η επίμαχη διάταξη υπό την έννοια ότι η ημερομηνία της 15ης Μαΐου συνιστά ημερομηνία λήψεως και όχι αποστολής της προβλεπόμενης ανακοινώσεως. Παραδέχεται, εντούτοις, ότι η ερμηνεία υπέρ της οποίας τάσσεται η Γαλλική Κυβέρνηση δεν είναι ασυμβίβαστη προς τον σκοπό του κανονισμού 536/93.

32.      Η Επιτροπή προβάλλει επίσης ότι, για τους λόγους που θα εκθέσω λεπτομερέστερα κατωτέρω, εφαρμοστέα εν προκειμένω είναι όχι η επίμαχη διάταξη, αλλά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1392/01, μολονότι αυτός άρχισε να ισχύει μετά τα περιστατικά της υποθέσεως.

33.      Με αυτά τα δεδομένα, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι, θεσπίζοντας την επίδικη διάταξη, δεν υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη της, το σύστημα κυρώσεων του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 536/93, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1001/98, είναι αναγκαίο για να ωθούνται οι αγοραστές που δεν έχουν τηρήσει την αρχική προθεσμία η οποία λήγει στις 15 Μαΐου να της ανακοινώνουν τα στοιχεία τους πριν από τη λήξη των μεταγενέστερων προθεσμιών, προκειμένου να αποφεύγουν κύρωση σαφώς αυστηρότερη.

34.      Η Επιτροπή λαμβάνει εξάλλου θέση επί του ζητήματος αν είναι αναγκαίο, για να δικαιολογείται η κύρωση σε περίπτωση υπερβάσεως της προθεσμίας, να λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση που είχε η καθυστέρηση αυτή στη διοικητική διαδικασία που αφορά τον καθορισμό της συμπληρωματικής εισφοράς. Συναφώς, τονίζει, πρώτον, ότι, κατ’ αρχήν, κάθε καθυστέρηση εκ μέρους των αγοραστών συνεπάγεται συντόμευση της προθεσμίας που διαθέτουν οι εθνικές αρχές για να υπολογίσουν το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς και, επομένως, εγκυμονεί κίνδυνο για την καλή λειτουργία αυτού του συστήματος. Δεύτερον, τονίζει ότι, αν κάθε φορά ήταν αναγκαίο για την επιβολή της κυρώσεως να αποδεικνύεται ότι η μη τήρηση της προθεσμίας είχε επίπτωση στη διοικητική διαδικασία, θα θίγονταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα και η πρακτική αποτελεσματικότητα της κατασταλτικής διατάξεως, ειδικότερα στις έννομες τάξεις, όπως στη γερμανική έννομη τάξη, όπου διάφορες αρχές παρεμβαίνουν κατά την πορεία της.

35.      Στη συνέχεια, όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της κυρώσεως, η Επιτροπή, αναφερόμενη στις παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα Saggio στην υπόθεση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen (13), όπου υπήρξε αντιπαράθεση απόψεων επί του ιδίου ζητήματος, υποστηρίζει ότι το κριτήριο που επέλεξε, στηριζόμενη στις ποσότητες του παραδιδόμενου γάλακτος, είναι ανάλογο προς τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη διάταξη στον βαθμό που, καθιστώντας δυνατή τη διαφοροποίηση του ύψους της κυρώσεως ανάλογα με τον κύκλο εργασιών του γαλακτοκομείου, έχει για κάθε ένα από αυτά το ίδιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ωθώντας τα να τηρούν την προθεσμία που λήγει στις 15 Μαΐου.

36.      Τέλος, κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν χρειάζεται εν προκειμένω να ληφθεί θέση επί του ζητήματος αν το επίδικο σύστημα έπρεπε να προβλέπει εξαίρεση για τις περιπτώσεις καθυστερημένης ανακοινώσεως των περιστατικών λόγω ανωτέρας βίας. Συγκεκριμένα, δοθέντος ότι εναπόκειται στον αγοραστή να επαγρυπνεί για την έγκαιρη περιέλευση των στοιχείων στις αρμόδιες αρχές πριν από τη λήξη της προθεσμίας, πρέπει οπωσδήποτε να αποκλείεται, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (14), το να συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας μια ελάχιστη καθυστέρηση καταλογιζόμενη στα ταχυδρομεία.

Γ –      Εκτίμηση

37.      Με το υπό εξέταση ερώτημα, το γερμανικό δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας η κύρωση που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1001/98, στην περίπτωση καθυστερημένης εκ μέρους των αγοραστών ανακοινώσεως των ποσοτήτων γάλακτος που τους παραδόθηκαν από τους παραγωγούς.

Προκαταρκτική παρατήρηση 

38.      Τονίζω κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, το ως άνω συνοψισθέν ερώτημα έχει ως αφετηρία δύο προκείμενες προτάσεις συλλογισμού.

39.      Πρώτον, φαίνεται να στηρίζεται στην υπόθεση ότι η προθεσμία που λήγει στις 15 Μαΐου, η οποία προβλέπεται από τον κανονισμό 536/93, συνιστά προθεσμία παραλαβής και όχι αποστολής της προβλεπόμενης ανακοινώσεως.

40.      Δεύτερον, φαίνεται να θεωρεί δεδομένο ότι το σύστημα κυρώσεων που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1392/01, ο οποίος άρχισε να ισχύει μετά τα ένδικα περιστατικά, δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

41.      Δεδομένου ότι αυτές οι προκείμενες προτάσεις συλλογισμού αντικρούονται, όπως είδαμε, αντιστοίχως από τη Γαλλική Κυβέρνηση και την Επιτροπή και αποτελούν πρόκριμα για την επίλυση του παρόντος ζητήματος, θα εξετάσω κατ’ αρχάς αν ευσταθούν.

42.      Μόνον αφού επιλυθούν αυτά τα ζητήματα, θα εξετάσω αν η κύρωση που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1001/98, συνάδει ή όχι προς την αρχή της αναλογικότητας.

i)      Επί της λήξεως της προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 536/93

43.      Λέγω ευθύς αμέσως ότι ούτε το γράμμα της επίδικης διατάξεως ούτε η σύγκριση μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του κανονισμού 536/93 επιτρέπουν, κατά τη γνώμη μου, να διαπιστωθεί αν η προθεσμία που λήγει στις 15 Μαΐου πρέπει να νοείται ως προθεσμία πριν από την πάροδο της οποίας τα απαιτούμενα στοιχεία πρέπει να αποστέλλονται από τους αγοραστές ή πρέπει να περιέρχονται στην εθνική αρχή.

44.      Πράγματι από την πλειονότητα των διάφορων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 προκύπτει γενικώς ότι πριν από τις 15 Μαΐου κάθε έτους ο αγοραστής «διαβιβάζει» ή «κοινοποιεί» στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους τον πίνακα των υπολογισμών που έχουν καταρτιστεί για κάθε παραγωγό γάλακτος (15). Σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούνται εκφράσεις κατά τις οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να συμπίπτει η λήξη της προθεσμίας με την ημερομηνία αποστολής αυτών των στοιχείων (16) και κατ’ άλλες, αντιθέτως, με την ημερομηνία τους λήψεως από την αρμόδια αρχή (17).

45.      Ελλείψει όμως σαφών ενδείξεων από το γράμμα αυτού του κανονισμού, φρονώ ότι πρέπει να γίνει δεκτή η πλέον ευνοϊκή για τον πληττόμενο από την κύρωση ερμηνεία. Με άλλα λόγια, νομίζω ότι, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, ο αγοραστής δεν μπορεί να υφίσταται κύρωση, όταν είναι σε θέση να αποδείξει (παραδείγματος χάριν με τη σφραγίδα του ταχυδρομείου) ότι απέστειλε τα ζητούμενα έγγραφα εμπροθέσμως.

46.      Αυτή η ερμηνεία της επίδικης διατάξεως, εξάλλου, μου φαίνεται πλέον σύμφωνη με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο βαθμό που, όπως ορθώς εκθέτει η Γαλλική Κυβέρνηση, μπορεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο οι αγοραστές που είναι εγκατεστημένοι σε ορισμένες μικρές πόλεις, ιδίως δε στις πιο απομακρυσμένες από την έδρα των αρμόδιων αρχών, να μειονεκτούν έναντι των άλλων που εκπληρώνουν την υποχρέωση ανακοινώσεως που τους επιβάλλει αυτή η διάταξη.

47.               Εξάλλου, δεν νομίζω ότι η ερμηνεία αυτή θέτει σοβαρώς σε κίνδυνο την καλή λειτουργία του συστήματος των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων. Βεβαίως, θα είχε ως συνέπεια ότι τα στοιχεία ορισμένων γαλακτοκομείων θα περιέρχονταν στις αρμόδιες αρχές μερικές ημέρες μετά τις 15 Μαΐου. Παρά ταύτα, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο καθορισμός της 1ης Σεπτεμβρίου ως ημερομηνίας λήξεως της προθεσμίας για την καταβολή της συμπληρωματικής εισφοράς θα αρκούσε οπωσδήποτε για να εξασφαλισθεί η ομαλή εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας που αφορά τον καθορισμό αυτής της εισφοράς. Αυτό νομίζω εξάλλου ότι επιρρωννύεται από την απόφαση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen, όπου το Δικαστήριο εξέθεσε ότι «[α]κόμη κι αν η τήρηση της προθεσμίας που λήγει στις 15 Μαΐου είναι αναγκαία προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του καθεστώτος, προκειμένου να διασφαλιστεί η εμπρόθεσμη πληρωμή των εν λόγω ποσών, δεν μπορεί εντεύθεν να συναχθεί ότι η τήρηση της εν λόγω προθεσμίας είναι απολύτως αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του καθεστώτος, στο μέτρο που μια ελάχιστη υπέρβαση […] δεν θα έθετε σε κίνδυνο την πληρωμή της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος πριν από την 1η Σεπτεμβρίου» (18).

48.      Επομένως, για να ολοκληρώσω ως προς αυτό το σημείο, φρονώ ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 έχει την έννοια ότι ο αγοραστής γάλακτος τηρεί την προθεσμία που λήγει στις 15 Μαΐου όταν είναι σε θέση να αποδείξει με βεβαιότητα ότι απέστειλε πριν από την ημερομηνία αυτή τα απαιτούμενα στοιχεία στην αρμόδια αρχή.  

49.               Το συμπέρασμα αυτό, στον βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη παραβάσεως της προθεσμίας εκ μέρους του γαλακτοκομείου Borgmann, αρκεί καθεαυτό για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης και καθιστά περιττή την εξέταση κάθε άλλου ζητήματος. Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ενδεχομένως δεν θα προσανατολιζόταν προς αυτή τη λύση, θα εξετάσω ακολούθως τα σημεία στα οποία προαναφέρθηκα.

ii)      Επί των εφαρμοστέων διατάξεων ως προς το σύστημα κυρώσεων

50.      Επί του σημείου αυτού, όπως είδαμε, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εφαρμοστέα στο γαλακτοκομείο Borgmann κύρωση πρέπει να καθορισθεί όχι βάσει του κανονισμού 536/93, αλλά βάσει του κανονισμού 1392/01, μολονότι αυτός άρχισε να ισχύει μετά τα ένδικα περιστατικά.

51.      Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται προ πάντων το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, κατά το οποίο, σε περίπτωση  διαδοχικών διατάξεων, πρέπει να εφαρμόζεται αναδρομικώς η διάταξη που πατάσσει λιγότερο αυστηρά την παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου «με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες».

52.      Η μη τήρηση της προθεσμίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 536/93 συνιστά ακριβώς, κατά το θεσμικό αυτό όργανο, τέτοιου είδους παράβαση στον βαθμό που θα μπορούσε, τουλάχιστον εν δυνάμει, να προξενήσει βλάβη στο ΕΓΤΠΕ (Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων), μέσο χρηματοδοτήσεως του οποίου αποτελεί η συμπληρωματική εισφορά. Συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του κανονισμού 3950/92, η συμπληρωματική εισφορά προορίζεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών στον γαλακτοκομικό τομέα, δαπανών που επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ.    

53.               Κατά την άποψη όμως της Επιτροπής, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, το λιγότερο αυστηρό για το γαλακτοκομείο  Borgmann σύστημα δεν είναι αυτό που προβλέπεται από τον κανονισμό 536/93, αλλά αυτό που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό 1392/01.   

54.      Δεν είναι πλέον δυνατό, συνεχίζει το θεσμικό αυτό όργανο, να αντιταχθεί στην άποψη αυτή ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει ήδη επιβληθεί στο γαλακτοκομείο  η κύρωση που προβλέπεται από τον κανονισμό 536/93. Επικαλούμενη συναφώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger στην υπόθεση National Farmers’ Union κ.λπ. (19), η Επιτροπή υποστηρίζει, πράγματι, ότι η αναδρομική εφαρμογή μιας ευνοϊκότερης διατάξεως θα πρέπει να αποκλείεται μόνο σε περίπτωση  τετελεσμένων νομικών καταστάσεων. Στην παρούσα περίπτωση, πάντως, η επιβληθείσα κύρωση δεν συνιστά τετελεσμένη νομική κατάσταση, καθόσον η απόφαση που την αφορά προσβάλλεται στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

55.      Το γαλακτοκομείο Borgmann και η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αντέκρουσαν τα επιχειρήματα της Επιτροπής που εξέθεσα αμέσως προηγουμένως.

56.      Προσωπικώς, συμφωνώ με το θεσμικό αυτό όργανο ως προς το ότι στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε να εφαρμοσθεί, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, η λιγότερο αυστηρή από τις κυρώσεις που προβλέπουν, αντιστοίχως, ο κανονισμός 536/93 και ο κανονισμός 1392/01.

57.      Παρά ταύτα, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί η άποψη της Επιτροπής ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει ποιο είναι συγκεκριμένα το εν προκειμένω εφαρμοστέο σύστημα κυρώσεων. 

58.      Πράγματι, υπενθυμίζω ότι «ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα αναγκαία για την επίλυση της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς ερμηνευτικά στοιχεία, ενώ επαφίεται στο εθνικό δικαστήριο η εφαρμογή των ερμηνευμένων από το Δικαστήριο κανόνων στα πραγματικά περιστατικά της οικείας υποθέσεως» (20).

59.      Επομένως, στο πλαίσιο αυτής της κατανομής καθηκόντων, εναπόκειται στο γερμανικό δικαστήριο να υπολογίσει με βάση τις ποσότητες γάλακτος που παραδόθηκαν στο γαλακτοκομείο Borgmann το ποσό του προστίμου που προκύπτει από την εφαρμογή του κανονισμού 1392/01 και να το συγκρίνει με αυτό που επιβλήθηκε βάσει του κανονισμού 536/93, προκειμένου να εξακριβώσει συγκεκριμένα το πλέον ευνοϊκό για το εν λόγω γαλακτοκομείο σύστημα κυρώσεων.

iii)      Επί του αναλογικού χαρακτήρα της κυρώσεως

60.      Όποια κι αν θα είναι συναφώς η κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, απομένει να εξετασθεί εδώ αν η κύρωση που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 536/93 συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

61.      Συναφώς, τονίζω ευθύς αμέσως ότι ορισμένες από τις αντιρρήσεις που εξέφερε εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο δεν μου φαίνονται πειστικές. Αναφέρομαι ειδικότερα σε αυτές που αφορούν τη μέθοδο υπολογισμού της κυρώσεως και τη δυνατότητα επιβολής αυτής της κυρώσεως επίσης όταν δεν υφίσταται πταίσμα ή συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας.

62.      Όσον αφορά το πρώτο σημείο, φρονώ επίσης, όπως και η Επιτροπή, ότι το κριτήριο που στηρίζεται στις ποσότητες γάλακτος που παραδίδονται στους αγοραστές είναι όντως ανάλογο προς τον σκοπό που επιδιώκεται με την επίδικη διάταξη, καθόσον όχι μόνον ωθεί όλους τους αγοραστές, ακόμη και αυτούς που δεν θα όφειλαν να καταβάλουν τη συμπληρωματική εισφορά, να διαβιβάζουν εμπροθέσμως στην αρμόδια αρχή τα αναγκαία για τον καθορισμό της εισφοράς αυτής στοιχεία, αλλά καθιστά επίσης δυνατό να διαφοροποιείται το ύψος της κυρώσεως ανάλογα με το εύρος των εργασιών αυτών των αγοραστών.

63.      Αν, αντιθέτως, το πρόστιμο υπολογιζόταν, εκδοχή την οποία φαίνεται να ευνοεί το αιτούν δικαστήριο, με βάσει το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς που πρέπει να καταβληθεί, καμία κύρωση δεν θα επιβαλλόταν πλέον πράγματι στα γαλακτοκομεία τα οποία, ενώ θα είχαν αποστείλει καθυστερημένα τα στοιχεία τους, δεν θα υποβάλλονταν, συνεπεία των λογαριασμών, στην εν λόγω εισφορά. Αυτό θα μπορούσε να ωθήσει ορισμένα γαλακτοκομεία να μη προσκομίζουν εμπροθέσμως τα στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους, με σοβαρή  εντεύθεν ζημία για τη λειτουργία του συστήματος των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων (21).

64.      Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίδικη διάταξη δεν είναι σύννομη, διότι προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής της κυρώσεως στην περίπτωση επίσης μη υπαίτιας καθυστερήσεως κατά τη διαβίβαση των στοιχείων, δεν νομίζω ότι το ζήτημα αυτό είναι λυσιτελές στη διαφορά της κύριας δίκης.

65.      Πράγματι, ακόμη κι αν ελαμβάνετο ως βάση η άποψη την οποία, όπως είπα, δεν συμμερίζομαι, ότι τα στοιχεία πρέπει να περιέρχονται στην αρμόδια αρχή πριν από τις 15 Μαΐου, παραμένει γεγονός ότι η μη τήρηση αυτής της προθεσμίας είναι, κατά τη γνώμη μου, καταλογιστέα αποκλειστικώς στο γαλακτοκομείο Borgmann, διότι δεν επέδειξε τη συνήθη επιμέλεια την οποία οφείλει οποιοσδήποτε πρέπει να τηρεί μια επιτακτική προθεσμία και, επί πλέον, έχει ελάχιστες μόνον ημέρες για να το πράξει.

66.      Πράγματι, για να υπάρχει βεβαιότητα επιτεύξεως αυτού του αποτελέσματος, το γαλακτοκομείο Borgmann, αντί να εμπιστευθεί τις συνήθεις ταχυδρομικές υπηρεσίες που, όσον αποτελεσματικές κι αν είναι, δεν αποκλείεται ο κίνδυνος καθυστερήσεως, θα έπρεπε να καταφύγει σε άλλα μέσα επικοινωνίας, ασφαλέστερα υπ’ αυτό το πρίσμα, όπως παραδείγματος χάριν την αποστολή με ταχεία μεταφορά αλληλογραφίας ή τη διαβίβαση με τηλεομοιοτυπία. 

67.      Υπενθυμίζω, κατά τα λοιπά, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει διευκρινίσει ότι η έννοια της ανωτέρας βίας  δεν εφαρμόζεται σε μια κατάσταση όπου «ένα επιμελές και συνετό άτομο θα μπορούσε, αντικειμενικώς, να αποφύγει την εκπνοή της προθεσμίας προσφυγής» (22). Ειδικότερα, το Δικαστήριο απέκλεισε ότι μπορεί κάποιος «να επικαλεστεί κάποια εξαιρετική δυσλειτουργία των [ταχυδρομικών] υπηρεσιών» για να αποφύγει τις συνέπειες που απορρέουν από τη μη τήρηση μιας προθεσμίας (23).

68.      Ομοίως, το Πρωτοδικείο, εκτιμώντας ότι «ο ενδιαφερόμενος οφείλει να επιβλέπει επιμελώς την πορεία της διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια ώστε να τηρεί τις προβλεπόμενες προθεσμίες», έκρινε ότι «η ύπαρξη δεσμεύσεως εκ μέρους [ενός ταχυδρομείου] προς τον αποστολέα για την παράδοση του εγγράφου του εντός ορισμένης προθεσμίας δεν μπορεί, από μόνη της, να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται απρόβλεπτη κάθε καθυστέρηση στην παράδοση αυτή» (24).

69.      Μολονότι οι αντιρρήσεις που εξέτασα αμέσως προηγουμένως, ως προς το αν το επίδικο σύστημα κυρώσεων συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας δεν μου φαίνονται πειστικές, νομίζω αντιθέτως ότι πειστικότερα μπορεί να προβληθεί ότι το εν λόγω σύστημα συνιστά παραβίαση αυτής της αρχής για τους ίδιους λόγους με αυτούς για τους οποίους συνιστούσε παραβίασή της το αρχικό κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93.

70.      Υπενθυμίζω σχετικώς ότι το Δικαστήριο ακύρωσε με την απόφαση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen το σύστημα κυρώσεων που προβλεπόταν στο αρχικό κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, καθόσον «δεν επιτρέπει τη διαφοροποίηση του ποσού της κυρώσεως σε συνάρτηση προς το μέγεθος της υπερβάσεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως και της επιπτώσεως της υπερβάσεως αυτής επί της υποχρεώσεως του αγοραστή να πληρώσει, πριν από την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, τα ποσά που οφείλονται ως συμπληρωματικές εισφορές επί του γάλακτος» (25). Όπως είδαμε, η ίδια κριτική ασκείται επίσης σήμερα κατά του νέου κειμένου αυτού του άρθρου.

71.      Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή υπεραμύνεται της απόψεώς της, επικαλούμενη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει στον τομέα της γεωργικής πολιτικής. Ειδικότερα, εκθέτει ότι δεν υποχρεούται να θεσπίσει ένα σύστημα στηριζόμενο σε καθημερινή αύξηση του ύψους της κυρώσεως και μπορεί επομένως θεμιτώς να προβλέψει ένα σύστημα, όπως το θεσπισθέν με την επίδικη διάταξη, βάσει του οποίου το μέγιστο ύψος της κυρώσεως αυξάνει κατά διαδοχικά χρονικά διαστήματα. Το σύστημα αυτό, μολονότι μπορεί να φαίνεται λιγότερο δίκαιο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι αγοραστές που δεν έχουν τηρήσει την αρχική προθεσμία ωθούνται να προβούν στην ανακοίνωση πριν από την έναρξη της περιόδου που ακολουθεί προκειμένου να αποφύγουν μια σαφώς μεγαλύτερη κύρωση.

72.      Επί πλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της κυρώσεως εξαρτάται κατά πολύ από το μέγεθος και τη χρηματοοικονομική ικανότητα του επιχειρηματία. Κατά συνέπεια, η καταδίκη σε πρόστιμο ίσο προς το ποσό της εισφοράς που οφείλεται για υπέρβαση αντιστοιχούσα σε 0,1 % των ποσοτήτων γάλακτος που παραδίδονται από τους παραγωγούς δεν υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο και κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στο να ωθούνται οι αγοραστές να διαβιβάζουν εγκαίρως την ανακοίνωση. 

73.      Παρατηρώ, πάντως, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν αγγίζουν την καρδιά του προβλήματος και, ιδίως, δεν κατορθώνουν να εξαλείψουν τις αντιρρήσεις της προπαρατεθείσας αποφάσεως.

74.      Κανείς, πράγματι, δεν αμφισβητεί τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να επιλέγει το πλέον κατάλληλο σύστημα κυρώσεων για να επιτυγχάνεται η εμπρόθεσμη ανακοίνωση των στοιχείων που αφορούν τις ποσότητες γάλακτος τις οποίες παραδίδουν οι παραγωγοί, ούτε δε τίθεται εν αμφιβόλω η σκοπιμότητα της κλιμακώσεως του ύψους του προστίμου ανάλογα με τον κύκλο εργασιών των γαλακτοκομείων. Αυτό που αμφισβητείται, αντιθέτως, είναι ότι το επίδικο σύστημα κυρώσεων καθιστά εξίσου αδύνατη με το προηγούμενο τη διαφοροποίηση του ύψους της κυρώσεως ανάλογα με τη σοβαρότητα της καθυστερήσεως των γαλακτοκομείων κατά την ανακοίνωση των ζητούμενων στοιχείων και με την επίπτωσή της στην υποχρέωση πληρωμής της συμπληρωματικής εισφοράς πριν από την 1η Σεπτεμβρίου.

75.      Στην πραγματικότητα, μολονότι αληθεύει ότι το σύστημα κυρώσεων που προβλέπεται από το νέο κείμενο της επίδικης διατάξεως προβλέπει, για τον αγοραστή που ανακοινώνει τα στοιχεία στην αρμόδια αρχή μεταξύ της 15ης και της 31ης Μαΐου,  κύρωση αισθητώς ηπιότερη από αυτή που προβλέπεται για την ενδεχόμενη περίπτωση κατά την οποία η ανακοίνωση αυτή πραγματοποιείται μεταξύ της 1ης και της 15ης Ιουνίου, παρά ταύτα παραμένει γεγονός ότι ούτε το σύστημα αυτό καθιστά δυνατό να διαφοροποιείται, εντός καθενός από τα χρονικά αυτά διαστήματα, το ύψος της κυρώσεως ανάλογα με την ουσιαστική σοβαρότητα της καθυστερήσεως. 

76.      Αυτό φαίνεται προδήλως να συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, όπου μια ελάχιστη καθυστέρηση σε σχέση με την 15η Μαΐου πατάχθηκε με την ίδια κύρωση (20 000 ευρώ) όπως θα πατασσόταν μια καθυστέρηση δεκαπέντε ημερών.

77.      Εξάλλου, το γεγονός ότι η Επιτροπή αμφιβάλλει για το συμβατό της επίδικης διατάξεως με την αρχή της αναλογικότητας νομίζω ότι επιβεβαιώνεται από το ότι, κατόπιν της αποφάσεως Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen, κατάργησε τον κανονισμό 536/93, θεσπίζοντας, με τον κανονισμό 1392/01, ένα σύστημα στηριζόμενο σε πρόστιμο, οφειλόμενο για κάθε ημέρα καθυστερήσεως μετά τις 15 Μαΐου, ίσο προς το ποσό της εισφοράς που οφείλεται σε περίπτωση υπερβάσεως κατά 0,01 % των ποσοτήτων που παραδίδονται στον αγοραστή.

78.      Επομένως, για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Finanzgericht Düsseldorf ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1001/98, αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, στην περίπτωση μη τηρήσεως της προθεσμίας που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, επιβάλλει στον αγοραστή που διαβίβασε την ανακοίνωση μεταξύ της 15ης και της 31ης Μαΐου χρηματική κύρωση ίση προς το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος για υπέρβαση αντιστοιχούσα σε 0,1 % των ποσοτήτων γάλακτος και ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε από τους παραγωγούς, χωρίς να είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη εντός της οικείας περιόδου η σοβαρότητα της υπερβάσεως της προθεσμίας.

V –    Πρόταση

79.      Υπό το φως των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο  Finanzgericht Düsseldorf ότι:

«1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, έχει την έννοια ότι ο αγοραστής γάλακτος τηρεί την προθεσμία που λήγει στις 15 Μαΐου όταν είναι σε θέση να αποδείξει με βεβαιότητα ότι απέστειλε πριν από την ημερομηνία αυτή τα απαιτούμενα στοιχεία στην αρμόδια αρχή.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 1001/98 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1998, αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, σε περίπτωση μη τηρήσεως της προθεσμίας που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, επιβάλλει στον αγοραστή που διαβίβασε την ανακοίνωση μεταξύ της 15ης και της 31ης Μαΐου χρηματική κύρωση ίση προς το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος για υπέρβαση αντιστοιχούσα σε 0,1 % των ποσοτήτων γάλακτος και ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε από τους παραγωγούς, χωρίς να είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη εντός της οικείας περιόδου η σοβαρότητα της υπερβάσεως της προθεσμίας.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2  – Κανονισμός της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 57,  σ. 12).


3  – Κανονισμός της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ)  536/93 περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 142, σ. 22).


4  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68, περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10).


5  – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 405, σ. 1).


6  –      Η υποσημείωση δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.


7  – Κανονισμός της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2001, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 (ΕΕ L 187, σ. 19).


8  –      Η υποσημείωση δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.


9  – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).


10  – Τιμή μετατροπής: 1,95583.


11  – Απόφαση της 6ης Ιουλίου 2000, C-356/97 (Συλλογή 2000, σ. I-5461).


12  – Προπαρατεθείσα απόφαση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen, σκέψεις 35 και 36.


13  – Συναφώς, η Επιτροπή παραθέτει το σημείο 45 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Saggio της  16ης Ιουνίου 2000 στην προπαρατεθείσα αυτή απόφαση.


14  – Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρεται στη διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1998, C-239/97, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2655) και στη διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2002, T-218/01, Laboratoire Monique Rémy κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2139).


15  – Βλ. τη γαλλική απόδοση: «communique», την πορτογαλική: «comunicará», την ισπανική: «transmitirá», τη σουηδική: «skall inge», τη γερμανική «übermittelt».


16  – Αγγλική απόδοση: «shall forward».


17  – Ελληνική απόδοση: «κοινοπoιεί», ολλανδική: «bezorgt», φινλανδική: «antaa tiedoksis».


18  – Απόφαση προπαρατεθείσα στη σκέψη 41.


19  – Απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-354/95 (Συλλογή 1997, σ. I-4559, σημείο 87 των προτάσεων).


20  – Βλ. τις αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer (Συλλογή 1999, σ. I-3819, σκέψη 11), και της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, C-253/99, Bacardi (Συλλογή 2001, σ. I-6493, σκέψη 58).


21  – Βλ., με αυτό το πνεύμα, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Saggio στην προπαρατεθείσα υπόθεση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen, σημείο 45.


22  – Aπόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 209/83, Ferriera Valsabbia κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 3089, σκέψη 22). Βλ. επίσης την προπαρατεθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου Laboratoire Monique Rémy κατά Επιτροπής, σκέψη 17.


23  – Διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1998, C-239/97, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998,  σ. 2655, σκέψη 9).


24  – Προπαρατεθείσα διάταξη Laboratoire Monique Rémy κατά Επιτροπής, σκέψεις 16 και 17.


25  – Απόφαση  προπαρατεθείσα στη σκέψη 44.

Top