Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001TO0223

Διάταξη του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2002.
Japan Tobacco Inc. και JT International SA κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Προσφυγή ακυρώσεως - Άρθρο 7 της οδηγίας 2001/37/ΕΚ - Παραδεκτό - Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής και άμεσο συμφέρον.
Υπόθεση T-223/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 II-03259

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2002:205

62001B0223

Διάταξη του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2002. - Japan Tobacco Inc. και JT International SA κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Προσφυγή ακυρώσεως - Άρθρο 7 της οδηγίας 2001/37/ΕΚ - Παραδεκτό - Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής και άμεσο συμφέρον. - Υπόθεση T-223/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα II-03259


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση T-223/01,

Japan Tobacco Inc., με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία),

JT International SA, με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία),

εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους O. Brouwer, avocat, και P. Lomas, solicitor, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους C. Pennera και Μ. Moore, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από την E. Karlsson,

καθών,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση περί ακυρώσεως του άρθρου 7 της οδηγίας 2001/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού (EE L 194, σ. 26),

ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, ρόεδρο, R. García-Valdecasas και P. Lindh, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


Νομικό πλαίσιο

1 Η οδηγία 2001/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού (EE L 194, σ. 26, στο εξής: οδηγία), περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τη μέγιστη περιεκτικότητα των τσιγάρων σε πίσσα, σε νικοτίνη και σε μονοξείδιο του άνθρακα, τις προειδοποιήσεις οι οποίες αφορούν την υγεία και άλλες ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται στις μονάδες συσκευασίας των προϊόντων καπνού, καθώς και ορισμένα μέτρα τα οποία αφορούν τα συστατικά και την περιγραφή των προϊόντων καπνού, λαμβάνοντας ως βάση υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας.

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1. "προϊόντα καπνού": τα προϊόντα που προορίζονται για κάπνισμα, εισπνοή, μύζηση ή μάσημα, εφόσον αποτελούνται, έστω εν μέρει, από καπνό γενετικώς τροποποιημένο ή μη·

[...]

Άρθρο 7

εριγραφή του προϊόντος

Από τις 30 Σεπτεμβρίου 2003 και με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 1, τα κείμενα, ονόματα, εμπορικά σήματα και απεικονίσεις ή άλλα σημεία που υποδεικνύουν ότι ένα συγκεκριμένο προϊόν καπνού είναι λιγότερο επιβλαβές από άλλα δεν χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία προϊόντων καπνού.

[...]

Άρθρο 14

Εφαρμογή

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2002. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

[...]»

2 Κατά την εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας:

«Η χρησιμοποίηση επάνω στις συσκευασίες προϊόντων καπνού χαρακτηρισμών, όπως "low tar", "light", "ultra light", "mild", ονομάτων, εικόνων και παραστατικών ή άλλων ενδείξεων, ενδέχεται να παραπλανήσει τον καταναλωτή δημιουργώντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα προϊόντα αυτά είναι λιγότερο βλαβερά και να προκαλέσει αλλαγές στην κατανάλωση [...]».

ραγματικά περιστατικά

3 Οι προσφεύγουσες ανήκουν σε όμιλο που δραστηριοποιείται στην αγορά τσιγάρων. αράγουν και εμπορεύονται, μεταξύ άλλων, τσιγάρα με το σήμα MILD SEVEN. Οι πωλήσεις των εν λόγω τσιγάρων αντιπροσωπεύουν πλέον του 40 % των συνολικών πωλήσεων και πλέον του 40 % των κερδών της πρώτης προσφεύγουσας.

4 Η πρώτη προσφεύγουσα είναι δικαιούχος του σήματος MILD SEVEN για όλο τον κόσμο και, ειδικότερα, για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η δεύτερη είναι κάτοχος της αδείας του σήματος αυτού. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το εν λόγω σήμα είναι το δεύτερο ισχυρότερο παγκοσμίως σήμα και ότι προέβησαν σε σημαντικές επενδύσεις προκειμένου να εξασφαλίζουν την ανάπτυξή του.

5 Ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι η εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας (στο εξής: άρθρο 7) σε υφιστάμενα σήματα θα έχει ως αποτέλεσμα να τους στερήσει των δικαιωμάτων τους πνευματικής ιδιοκτησίας επί του σήματος MILD SEVEN και να θίξει σημαντικά την αξία του σήματος αυτού παγκοσμίως.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

6 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 20 Σεπτεμβρίου 2001, οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

7 ροβάλλουν πέντε λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς τους περί ακυρώσεως του άρθρου 7 της οδηγίας: έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής για την εναρμόνιση των νομοθεσιών ελλείψει πιθανής δημιουργίας εμποδίων στο εμπόριο ή σημαντικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού· παράνομη προσβολή των υφισταμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των προσφευγουσών· παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας· έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

8 Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 12 και 16 Νοεμβρίου 2001, αντιστοίχως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.

9 Στις 10 Ιανουαρίου 2002, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων αυτών.

10 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 15 και 20 Φεβρουαρίου 2002, αντιστοίχως, η Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αφενός, και το Ηνωμένο Βασίλειο, αφετέρου, ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

11 Οι διάδικοι ενημέρωσαν το ρωτοδικείο ότι δεν θα υπέβαλλαν παρατηρήσεις επί των αιτήσεων αυτών. Εντούτοις, με έγγραφα της 7ης και 26ης Μαρτίου 2002, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων της προσφυγής τους κατ' εφαρμογήν του άρθρου 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

12 Οι προσφεύγουσες ζητούν από το ρωτοδικείο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

να ακυρώσει στο σύνολό του το άρθρο 7·

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 7, καθόσον αυτό στερεί από τις προσφεύγουσες τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του σήματος MILD SEVEN εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως·

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και/ή το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

13 Το Κοινοβούλιο ζητεί από το ρωτοδικείο:

να απορρίψει στο σύνολό της την προσφυγή ως απαράδεκτη·

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

14 Το Συμβούλιο ζητεί από το ρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού

15 Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το ρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το ρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το ρωτοδικείο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία του φακέλου ώστε να αποφανθεί επί της αιτήσεως χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

16 Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι η αίτηση ακυρώσεως του άρθρου 7 της οδηγίας είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι το άρθρο αυτό δεν αφορά ούτε άμεσα ούτε ατομικά τις προσφεύγουσες κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Επίσης, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής περί ακυρώσεως διατάξεως οδηγίας.

17 Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη βασιμότητα των λόγων απαραδέκτου που επικαλέστηκε το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ισχυρίζονται ότι νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ζητήσουν την ακύρωση του άρθρου 7 και υποστηρίζουν ότι είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή τις αφορά άμεσα και ατομικά. Εκθέτουν, μεταξύ άλλων, ότι δεν ζητούν την ακύρωση της οδηγίας στο σύνολό της ούτε επιδιώκουν την έκδοση αποφάσεως περί ερμηνείας της οδηγίας από το ρωτοδικείο, αλλά ότι ζητούν την ακύρωση μόνο του άρθρου 7, διάταξη που, κατ' αυτές, μπορεί να αποσυνδεθεί από την υπόλοιπη οδηγία.

18 Κατ' αρχάς, πρέπει να εξεταστεί ο προβληθείς από το Συμβούλιο λόγος απαραδέκτου που αντλείται από την έλλειψη δικαιώματος των προσφευγουσών προς άσκηση προσφυγής περί ακυρώσεως διατάξεως οδηγίας.

Επί της ελλείψεως δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής περί ακυρώσεως διατάξεως οδηγίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

19 Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής περί ακυρώσεως διατάξεως μιας οδηγίας. Το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν προβλέπει, υπέρ των ιδιωτών, απευθείας προσφυγή κατά των οδηγιών. Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, αντίθετα από τους κανονισμούς, οι οδηγίες παράγουν έννομα αποτελέσματα μόνο μετά τη μεταφορά τους στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, διότι οι εθνικές διατάξεις είναι αυτές που δημιουργούν δικαιώματα και επιβάλλουν υποχρεώσεις στους ιδιώτες (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 1996, C-192/94, El Corte Inglès, Συλλογή 1996, σ. Ι-1281, σκέψη 15).

20 Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι, πριν τη μεταφορά του άρθρου 7 στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών ή τουλάχιστον πριν από την εκπνοή της προβλεπόμενης για τη μεταφορά αυτή προθεσμίας (30 Σεπτεμβρίου 2003), είναι αδύνατο να καθοριστεί αν το άρθρο αυτό είναι δυνατό να αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά. Κατά το Συμβούλιο, μόνο από τη στιγμή αυτή το άρθρο 7 θα παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των προσφευγουσών.

21 ροσθέτει ότι τα κράτη μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια ως προς την εφαρμογή της οδηγίας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν, στο παρόν στάδιο, να καθοριστεί η ακριβής διατύπωση των μελλοντικών εθνικών διατάξεων και, ιδίως, αν τα κράτη μέλη θα καταρτίσουν κατάλογο (περιοριστικό) των όρων που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν στις συσκευασίες των προϊόντων καπνού και, ενδεχομένως, αν ο όρος «mild» θα περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, δεδομένου ότι ο όρος αυτός δεν επαναλαμβάνεται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας.

22 Επιπλέον, το άρθρο 7 είναι σαφώς διάταξη γενικής ισχύος που εφαρμόζεται in abstracto σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συγκεκαλυμμένη απόφαση και να αποτελέσει, ως τέτοια, το αντικείμενο αιτήσεως ακυρώσεως βάσει του άρθρου 330, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

23 Οι προσφεύγουσες αντικρούουν τον ισχυρισμό ότι οι οδηγίες, συμπεριλαμβανομένων των «πραγματικών οδηγιών», δεν είναι δυνατόν ποτέ, ως εκ της φύσεώς τους, να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως ακυρώσεως εκ μέρους φυσικών ή νομικών προσώπων βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Καίτοι καμία αίτηση ακυρώσεως της μορφής αυτής δεν έχει μέχρι στιγμής ευδοκιμήσει, από τη νομολογία αποδεικνύεται ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι εσφαλμένος και προκύπτει ότι ο ορθός έλεγχος πρέπει να συνίσταται στην εξέταση του ζητήματος αν το εν λόγω μέτρο αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1993, C-298/89, Γιβραλτάρ κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. Ι-3605, και αποφάσεις του ρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, Τ-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2335, και της 27ης Ιουνίου 2000, Τ-172/98 έως Τ-175/98, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2487). Επομένως, δεν εναπόκειται στις προσφεύγουσες να αποδείξουν ότι το άρθρο 7 αποτελεί συγκεκαλυμμένη απόφαση.

24 Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η επιταγή ότι η οδηγία πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να μεταφέρεται στο εθνικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ασκηθεί κατ' αυτής προσφυγή. Αν η απαίτηση αυτή απέκλειε αυτομάτως κάθε προσφυγή ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το Δικαστήριο δεν θα είχε εξετάσει, ή δεν θα έπρεπε να εξετάσει, με την προπαρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία, αν οι επίμαχες οδηγίες αφορούσαν άμεσα και ατομικά τα εν λόγω φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

25 Επιπλέον υποστηρίζουν ότι το επιχείρημα του Συμβουλίου που αντλείται από την προθεσμία μεταφοράς που προβλέπει το άρθρο 7 δεν είναι λυσιτελές. Ισχυρίζονται ότι, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό ετέθη σε ισχύ στις 18 Ιουλίου 2001, θα είχαν εκπέσει του δικαιώματός τους αν ανέμεναν μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2003, ημερομηνία παραγωγής των αποτελεσμάτων του άρθρου αυτού, για να ζητήσουν την ακύρωση. ρος στήριξη της επιχειρηματολογίας τους αυτής, ισχυρίζονται ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μα_ου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. Ι-1853), η ύπαρξη πενταετούς προθεσμίας μεταξύ της θέσεως σε ισχύ της επίμαχης διατάξεως, ήτοι την 1η Σεπτεμβρίου 1989, και της ημερομηνίας κατά την οποία η διάταξη αυτή παρήγαγε αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος ουδόλως εμπόδισε το παραδεκτό της προσφυγής, η οποία ασκήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1989.

26 Επικουρικώς, αν κριθεί αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το άρθρο 7 είναι, ως προς την ουσία, απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ουσία και όχι η μορφή της εν λόγω πράξεως καθορίζουν αν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου αυτού. Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί, ιδίως, ο περιορισμένος κύκλος αποδεκτών έναντι των οποίων η πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 16/62 και 17/62, Confédération nationale des producteurs de fruits et légumes κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 829). Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το άρθρο 7, στο μέτρο που αφορά «περιγραφικούς δείκτες» όπως «light» και «ultra light», ισχύει για όλους τους παραγωγούς καπνού και αποτελεί, επομένως, γνήσια κανονιστική πράξη γενικής ισχύος. Εντούτοις, το άρθρο αυτό αποτελεί επίσης απόφαση «εν τοις πράγμασι» έναντι των προσφευγουσών καθόσον παράγει «ειδικό αποτέλεσμα» έναντι αυτών (καθώς και έναντι των παραγωγών δικαιούχων των σημάτων SUAVE και MILDE SORTE που θίγονται κατά τον ίδιο τρόπο). Οι προσφεύγουσες και οι παραγωγοί αυτοί είναι, πράγματι, οι μόνοι επιχειρηματίες των οποίων τα κατατεθειμένα σήματα περιλαμβάνουν όρους που η οδηγία χαρακτηρίζει ως «περιγραφικούς δείκτες».

Εκτίμηση του ρωτοδικείου

27 Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό μιας προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από νομικό πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ κατά οδηγίας εκδοθείσας από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο βάσει των άρθρων 95 ΕΚ και 113 ΕΚ.

28 Το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν αναφέρεται μεν ρητά στο παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από ιδιώτες κατά μιας οδηγίας, πλην όμως από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του ρωτοδικείου προκύπτει ότι μόνο αυτό το στοιχείο δεν αρκεί για να κριθεί απαράδεκτη μια τέτοια προσφυγή (βλ. συναφώς τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Γιβραλτάρ κατά Συμβουλίου, σκέψεις 15 έως 23, και UEAPME κατά Συμβουλίου, σκέψη 63). Επιπλέον, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να αποκλείσουν, με απλή επιλογή του τύπου της οικείας πράξεως, τη δικαστική προστασία που παρέχει στα άτομα η διάταξη αυτή της Συνθήκης (διάταξη του ρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, Τ-122/96, Federolio κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1559, σκέψη 50).

29 Εξάλλου, σε ορισμένες περιστάσεις, ακόμη και μία κανονιστική πράξη εφαρμοζόμενη γενικώς στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένους από αυτούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, ειραϊκή-ατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 11 έως 32, και προπαρατεθείσα απόφαση Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 30).

30 Επομένως, μόνο το γεγονός ότι το άρθρο 7 αποτελεί τμήμα μιας πράξεως που έχει, όπως αναγνωρίζουν οι προσφεύγουσες, κανονιστικό χαρακτήρα και η οποία αποτελεί, κατά συνέπεια, πραγματική οδηγία και όχι απόφαση τιτλοφορηθείσα «οδηγία» δεν αρκεί καθεαυτό να αποκλείσει τη δυνατότητα το άρθρο αυτό να τις αφορά ενδεχομένως άμεσα και ατομικά.

31 Ο λόγος απαραδέκτου του Συμβουλίου που αντλείται από την έλλειψη δικαιώματος των προσφευγουσών προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά διατάξεως οδηγίας πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

Επί της ελλείψεως δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής λόγω ελλείψεως άμεσου συμφέροντος

Επιχειρήματα των διαδίκων

32 Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι μια πραγματική οδηγία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση οδηγία αποτελεί αναμφισβήτητα οδηγία τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς τον τύπο. Υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα εφαρμογής και ουδόλως σκοπεί να επιβάλει απευθείας υποχρεώσεις στους κατ' ιδίαν επιχειρηματίες. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι μία οδηγία όπως η προσβαλλόμενη στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί, καθευατή, πριν από τη θέσπιση των εθνικών μέτρων μεταφοράς, να θίξει άμεσα τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών.

33 Το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι η οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΕΚ, δεσμεύει «κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται» όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μέχρι σήμερα, ο κοινοτικός δικαστής ουδέποτε έκρινε μια τέτοια προσφυγή παραδεκτή. Συναφώς, το Κοινοβούλιο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-10/95, Asocarne κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. Ι-4149), και στην προπαρατεθείσα απόφαση Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Με βάση τη νομολογία αυτή, υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι μια πραγματική οδηγία δεν μπορεί ποτέ να επιβάλλει η ίδια νομικές υποχρεώσεις στους ιδιώτες, είναι επίσης αδύνατο να μπορεί να αφορά άμεσα ιδιώτη υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την ερμηνεία της σκέψεως 70 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου από τις προσφεύγουσες. Η σκέψη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια ότι, αν ένα κοινοτικό νομικό κείμενο είναι αυθεντική οδηγία, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους φυσικού ή νομικού προσώπου. Επομένως, προκειμένου να κριθεί αν μια προσφυγή ακυρώσεως κατά οδηγίας είναι παραδεκτή ή όχι, δεν μπορεί λυσιτελώς να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι η οδηγία ουδόλως παρέχει εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη.

34 Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλήσουν επιχείρημα από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις ειραϊκή-ατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής και Codorniu κατά Συμβουλίου. Στην πρώτη από τις αποφάσεις αυτές, η προσβαλλόμενη πράξη ήταν απόφαση ενώ η δεύτερη από τις αποφάσεις αυτές αφορούσε κανονισμό. Εντούτοις, κατά το άρθρο 249 ΕΚ, μια απόφαση ή ένας κανονισμός μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις σε ιδιώτες και να αφορούν άμεσα φυσικά ή νομικά πρόσωπα υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

35 Το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες ερμήνευσαν εσφαλμένα το ουσιώδες τμήμα της συλλογιστικής του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου. Μόνο το γεγονός ότι η απόφαση αυτή αφορούσε περιορισμό, διά κοινοτικής νομοθετικής πράξεως, της χρήσεως ενός σήματος δεν συνεπάγεται ότι κάθε ανάλογο νομοθετικό μέτρο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως από φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Εν πάση περιπτώσει, το τμήμα της αποφάσεως που αφορούσε το παραδεκτό επικεντρωνόταν αποκλειστικά στο ζήτημα αν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα (βλ. ιδίως σκέψη 19).

36 Το Συμβούλιο αντικρούει τη λυσιτέλεια της επικλήσεως εκ μέρους των προσφευγουσών της προπαρατεθείσας αποφάσεως Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Υπογραμμίζει ότι η απόφαση αυτή ενισχύει τη δική του άποψη και παρατηρεί ότι τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες επιχειρήματα στην παρούσα προσφυγή αντιφάσκουν με αυτά που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή.

37 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά τη νομολογία, μια οδηγία μπορεί να «αφορά άμεσα» ιδιώτη ακόμα και αν είναι αναγκαίο να ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα προκειμένου να παραχθούν «έννομα αποτελέσματα» έναντι αυτού. Επισημαίνουν ότι, ακόμα και αν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως ως προς την εφαρμογή του άρθρου 7, τούτο δεν αποκλείει να τις αφορά το άρθρο αυτό άμεσα, καθόσον δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα ασκήσουν την εξουσία αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1971, 62/70, Bock κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 897).

38 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το άρθρο 7 έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως σημάτων όπως MILD SEVEN, με αποτέλεσμα να μην παρέχει εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη. Η παρούσα υπόθεση διαφέρει, ως προς το σημείο αυτό, από την απόφαση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, στην οποία το ρωτοδικείο θεμελίωσε τη συλλογιστική του στο γεγονός ότι η οδηγία παρείχε στα κράτη μέλη εξουσία εκτιμήσεως. Με την απόφαση αυτή δεν καθιερώθηκε γενικός κανόνας εφαρμοζόμενος σε όλες τις οδηγίες, αλλά εξετάστηκαν μόνο οι ειδικές συνέπειες των διατάξεων της επίμαχης οδηγίας για τις προσφεύγουσες στην υπόθεση εκείνη.

39 Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι κανένα από τα παραδείγματα που παραθέτει το Συμβούλιο δεν αφορά παρασχεθείσα στα κράτη μέλη εξουσία εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αν, μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 2003, τα τσιγάρα με το σήμα MILD SEVEN θα μπορούν νομίμως να παράγονται και/ή πωλούνται εντός της Κοινότητας. Τα παραδείγματα αυτά αφορούν μόνο τον τύπο και τη μέθοδο με την οποία τα κράτη μέλη εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους να εφαρμόσουν το άρθρο 7 και όχι το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού.

40 Αμφισβητεί το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η ύπαρξη διαφορών στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας αποδεικνύει ότι το άρθρο 7 παρέχει στις εθνικές αρχές εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τους απαγορευτέους όρους. Ακόμα και αν όροι όπως «light» και «mild» μπορούσαν ακόμα να χρησιμοποιηθούν στα κράτη μέλη, ενώ η απόδοση της οδηγίας στη γλώσσα αυτών των κρατών μελών δεν περιλαμβάνει τους όρους αυτούς, εντούτοις, το άρθρο 7 δεν θα ήταν έγκυρο έναντι των κρατών μελών στα οποία η γλωσσική απόδοση περιλαμβάνει τη λέξη «mild» και όπου η χρησιμοποίηση του σήματος MILD SEVEN είναι επομένως απαγορευμένη.

41 Ούτε η ανάγκη μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη αποκλείει τη δυνατότητα το άρθρο 7 να αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες. Με τη σκέψη 7 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ειραϊκή-ατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο ρητώς υπογράμμισε ότι η ανάγκη λήψεως μέτρου προς εφαρμογή της επίμαχης αποφάσεως εκ μέρους της οικείας κυβερνήσεως δεν ήρε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αποφάσεως αυτής και των αποτελεσμάτων της έναντι των εν λόγω προσφευγουσών. Εν προκειμένω, κανένα κράτος μέλος δεν είχε την πρόθεση, πριν από την έκδοση της οδηγίας, να απαγορεύσει τη χρήση των περιγραφικών δεικτών και ακόμα λιγότερο να θίξει την κυριότητα των σημάτων. Μόνη αιτία περιορισμού της κυριότητας αποτελεί το άρθρο 7.

42 Κατά τις προσφεύγουσες, για να καθοριστεί αν μια πράξη μπορεί να προσβληθεί, πρέπει να εξεταστεί αν αποτελεί την «άμεση αιτία ενός αποτελέσματος» έναντι του προσφεύγοντος. Συναφώς, παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1975, 100/74, CAM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1975, σ. 427). Δεν πρέπει, επομένως, να αποδειχθεί ότι η πράξη είναι ικανή να επιβάλλει υποχρεώσεις σε ιδιώτες.

43 Συναφώς, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ερμηνεύουν την προπαρατεθείσα απόφαση Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Κατ' αυτές, το αποφασιστικό στοιχείο της αποφάσεως αυτής είναι η κρίση ότι η προσβληθείσα διάταξη είχε «πολύ γενική διατύπωση» και, συνεπώς, «η θέση της σε εφαρμογή [γινόταν] στο πλαίσιο ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως του κράτους μέλους» (σκέψη 69 της αποφάσεως). Επομένως, η εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε το ζήτημα αν μια μη διφορούμενη και επιβάλλουσα απαγόρευση διάταξη οδηγίας, όπως αυτή του άρθρου 7, μπορεί να αφορά άμεσα ιδιώτη.

44 Τέλος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να θέσουν σε εφαρμογή το άρθρο 7 έχει απόλυτο χαρακτήρα και ότι το αποτέλεσμα το οποίο πρέπει να εξασφαλίσουν είναι η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως ορισμένων όρων στις συσκευασίες των προϊόντων καπνού.

Εκτίμηση του ρωτοδικείου

45 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι για να επηρεάζεται ένας ιδιώτης άμεσα από ορισμένο κοινοτικό μέτρο απαιτείται να επηρεάζει το αμφισβητούμενο μέτρο άμεσα τη νομική του κατάσταση και να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του εν λόγω μέτρου που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, όταν αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (βλ., μεταξύ άλλων, υπό το πνεύμα αυτό, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μα_ου 1971, 41/70 έως 44/70, International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 783, σκέψεις 23 έως 29· της 26ης Απριλίου 1988, 207/86, Apesco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2151, σκέψη 12· της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-2477, σκέψη 9, και της 5ης Μα_ου 1998, C-386/96 Ρ, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-2309, σκέψη 43).

46 Αυτό σημαίνει ότι, οσάκις πράξη κοινοτικού οργάνου απευθύνεται σε κράτος μέλος και η ενέργεια στην οποία οφείλει να προβεί το εν λόγω κράτος μέλός κατόπιν αυτής της πράξεως έχει χαρακτήρα αυτόματο ή, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς την τελική έκβαση, η πράξη αφορά άμεσα οποιοδήποτε θιγόμενο πρόσωπο από την ενέργεια αυτή. Αν, αντίθετα, η πράξη παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει, τότε αυτή η ενέργεια ή αδράνεια του κράτους μέλους αφορά άμεσα το οικείο πρόσωπο και όχι την πράξη καθεαυτή. Δηλαδή, η εν λόγω πράξη δεν πρέπει να εξαρτάται, όσον αφορά την παραγωγή των αποτελεσμάτων της, από την άσκηση διακριτικής εξουσίας ενός τρίτου, εκτός αν είναι προφανές ότι μια τέτοια εξουσία δεν μπορεί να ασκηθεί παρά προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην προπαρατεθείσα απόφαση CAM κατά Επιτροπής και τις εκεί παραπομπές, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση για την οποία εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μα_ου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2501, Ι-2507).

47 Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι το άρθρο 7 δεν θα προκαλέσει καμία μεταβολή στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών έως τη μεταφορά του στην εσωτερική έννομη τάξη ενός τουλάχιστον κράτους μέλους ή έως την εκπνοή της προβλεφθείσας για τη μεταφορά του προθεσμίας, ήτοι στις 30 Σεπτεμβρίου 2003. Οι προσφεύγουσες θα παραμείνουν κύριοι και δικαιούχοι του σήματος MILD SEVEN και θα εξακολουθήσουν να έχουν το δικαίωμα να το χρησιμοποιούν για την εμπορία τσιγάρων εντός της Κοινότητας. Επομένως, στο παρόν στάδιο, η οδηγία, και ιδίως, το άρθρο 7 αυτής, δεν συνεπάγεται το παραμικρό αποτέλεσμα έναντι αυτών.

48 Εντούτοις, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 7 αποτελεί ήδη αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού δικαίου, με αποτέλεσμα να εκπέσουν του δικαιώματός τους, κατ' εφαρμογή του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, εάν αναμείνουν έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2003 για να ασκήσουν την προσφυγή τους ακυρώσεως. Ισχυρίζονται ότι η νομική τους κατάσταση έχει ήδη μεταβληθεί διότι τα κράτη μέλη υπέχουν ήδη την υποχρέωση να εφαρμόσουν ένα μέτρο που συνεπάγεται απώλεια των δικαιωμάτων τους πνευματικής ιδιοκτησίας.

49 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 249 ΕΚ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Όσον αφορά το άρθρο 7, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να εξασφαλιστεί, διά των κατάλληλων εθνικών κανόνων, ότι από τις 30 Σεπτεμβρίου 2003 δεν θα χρησιμοποιείται για τη συσκευασία προϊόντων καπνού κανένα κείμενο, όνομα, εμπορικό σήμα ή απεικόνιση ή άλλο σημείο που υποδεικνύει ότι ένα συγκεκριμένο προϊόν καπνού είναι λιγότερο επιβλαβές από άλλα. Λαμβανομένων υπόψη των όρων με τους οποίους ο εν λόγω σκοπός διατυπώνεται στο άρθρο 7, είναι προφανές ότι κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας δεν παρέχεται στα κράτη μέλη σχετικά με τη δυνατότητα να ενεργήσουν ή να μην ενεργήσουν προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό.

50 Εντούτοις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα κράτη μέλη θα μεταφέρουν το άρθρο 7 στην εσωτερική τους έννομη τάξη κατά τους σαφείς του όρους, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματη και άμεση μεταβολή των υφισταμένων δικαιωμάτων ή της νομικής καταστάσεως των προσφευγουσών.

51 ρώτον, μόνο το γεγονός ότι ο όρος «mild» περιλαμβάνεται μεταξύ των επιθέτων που μνημονεύονται χάριν παραδείγματος στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απαγορεύσουν ρητώς τη χρήση του όρου αυτού προκειμένου να μεταφέρουν το άρθρο 7 στην εθνική τους έννομη τάξη. Όπως ορθώς τόνισαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η απόφαση να περιληφθούν ή να μην περιληφθούν στην εθνική νομοθεσία, είτε χάριν παραδείγματος είτε συνδυαζόμενες με ειδική απαγόρευση, λέξεις ή σημεία όπως τα μνημονευόμενα στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας ή ανάλογες λέξεις ή σημεία απόκειται, κατά το άρθρο 249 ΕΚ, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών ως προς τον τύπο και τα μέσα.

52 Επομένως, δεν αποκλείεται ένα κράτος μέλος να αποφασίσει να μεταφέρει το άρθρο 7 στην εθνική του έννομη τάξη σύμφωνα με το ισχύον κείμενο, αφήνοντας στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια ή σε άλλες επιφορτισμένες με την τήρηση της εν λόγω ρυθμίσεως αρχές την ευθύνη να αποφασίσουν, κατά περίπτωση, αν οι όροι που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένη συσκευασία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως.

53 Δεύτερον, οι ίδιες οι προσφεύγουσες δεν αναγνωρίζουν ότι η λέξη «mild», όπως περιλαμβάνεται στο όνομα MILD SEVEN, επιτελεί λειτουργία περιγραφικού δείκτη. Υπογραμμίζουν ότι η λέξη «mild» δεν τοποθετείται μετά το σήμα όπως συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, στα ονόματα «Marlboro lights» ή «Camel lights». Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αν, μετά τη μεταφορά του στις εσωτερικές έννομες τάξεις, το άρθρο 7 θα έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση χρησιμοποιήσεως του σήματος MILD SEVEN για μόνο τον λόγο ότι η παρουσία στη συσκευασία της λέξεως «mild», όποιο και αν είναι το περιεχόμενό της, υποδεικνύει αναγκαστικά ότι το προϊόν είναι λιγότερο επιβλαβές από τα άλλα παραμένει, επομένως, ανοιχτό.

54 Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να επιλυθεί στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής αλλά θα απόκειται στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, όταν η οδηγία θα έχει τεθεί σε εφαρμογή, με βάση την αξιολόγηση εκ μέρους του δικαστή αυτού των αποδείξεων που θα προσκομιστούν και υπό το φως, ενδεχομένως, ερμηνείας του άρθρου 7 από το Δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ.

55 Εφόσον το ζήτημα αν η ονομασία MILD SEVEN απαγορεύεται από το άρθρο 7 δεν έχει οριστικώς επιλυθεί, καμία μεταβολή των δικαιωμάτων των προσφευγουσών όσον αφορά το MILD SEVEN ή το εμπόριο των προϊόντων τους υπό το σήμα αυτό δεν επήλθε λόγω της θεσπίσεως του άρθρου αυτού και μόνο.

56 Επομένως, το υποτιθέμενο αποτέλεσμα του άρθρου 7 επί του σήματος MILD SEVEN και επί των εμπορικών δραστηριοτήτων των προσφευγουσών δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στην έκδοση της οδηγίας αλλά εξαρτάται από τη συνακόλουθη εκδήλωση μιας τουλάχιστον από τις δύο ενέργειες εκ μέρους τρίτων, ήτοι την επιλογή, από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, να συμπεριλάβουν στην εθνική τους νομοθεσία ρητή απαγόρευση της χρήσεως όρων όπως αυτοί που μνημονεύονται στην εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας και, ιδίως, της λέξεως «mild», ή της αποφάσεως ενός εθνικού δικαστηρίου με την οποία να διαπιστώνεται ότι το σήμα MILD SEVEN που χρησιμοποιείται στη συσκευασία προϊόντων καπνού που εμπορεύονται οι προσφεύγουσες έχει, πράγματι, ως αποτέλεσμα την υπόδειξη ότι τα προϊόντα αυτά είναι λιγότερο επιβλαβή από άλλα.

57 Επομένως, το άρθρο 7 δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

58 Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι απαράδεκτη και πρέπει, επομένως, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα αν το άρθρο 7 αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες, να απορριφθεί.

59 Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η απόφαση επί των αιτήσεων παρεμβάσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

60 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν και το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή είχαν διατυπώσει σχετικό αίτημα, οι προσφεύγουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2) Καταδικάζει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

3) αρέλκει η απόφαση επί των αιτήσεων παρεμβάσεως.

Top