Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001TO0018(01)

    Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 29ης Μαρτίου 2001.
    Anthony Goldstein κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Ασφαλιστικά μέτρα - Παραδεκτό - Επείγον.
    Υπόθεση T-18/01 R I.

    Συλλογή της Νομολογίας 2001 II-01147

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2001:110

    62001B0018(01)

    Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 29ης Μαρτίου 2001. - Anthony Goldstein κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Ασφαλιστικά μέτρα - Παραδεκτό - Επείγον. - Υπόθεση T-18/01 R I.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα II-01147


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Ασφαλιστικά μέτρα - ροϋποθέσεις του παραδεκτού - Σύνδεση του αιτουμένου μέτρου με το αποτέλεσμα της κυρίας δίκης - ροσωρινός και όχι οριστικός χαρακτήρας

    (Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

    2. Ασφαλιστικά μέτρα - ροϋποθέσεις του παραδεκτού - Εφαρμογή των προϋποθέσεων για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων - ροσωρινά μέτρα που δεν επηρεάζουν ειδικώς τη νομική κατάσταση του αιτούντος ή που τα αποτελέσματά τους δεν περιορίζονται ιδιαίτερα στην περίπτωσή του - Απαράδεκτο

    (Άρθρα 230 ΕΚ, 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

    3. Διαδικασία - Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εκπροσώπων, των συμβούλων ή των δικηγόρων - Δικηγόρος που καταθέτει συστηματικά, και στη βάση των ίδιων ουσιαστικά πραγματικών περιστατικών, προδήλως απαράδεκτες και/ή αβάσιμες προσφυγές - Κατάχρηση της διαδικασίας - Συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το κύρος του ρωτοδικείου - Εφαρμογή του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας

    (Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 41 § 1)

    Περίληψη


    1. Ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων δεν δύναται να διατάξει προσωρινό μέτρο άσχετο προς το αίτημα που διατυπώνει ο προσφεύγων στην κυρία δίκη. Εξάλλου, τα αιτούμενα μέτρα στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να είναι προσωρινής και όχι οριστικής φύσεως και να μην προδικάζουν το αποτέλεσμα της κυρίας δίκης.

    ( βλ. σκέψεις 32-33 )

    2. Στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, ο προσφεύγων δεν έχει κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ έννομο συμφέρον να ζητήσει μέτρα παροχής εννόμου προστασίας που ισχύουν erga omnes, αλλά, αντιθέτως, δικαιούται προστασίας μόνο στο μέτρο που η πράξη, της οποίας ζητεί την ακύρωση, δύναται να μεταβάλλει ιδιαζόντως τη νομική του κατάσταση. Αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που δεν επηρεάζουν ειδικώς τη νομική κατάσταση του αιτούντος είτε τα αποτελέσματά τους δεν περιορίζονται ιδιαίτερα στην περίπτωσή του, είναι, προδήλως απαράδεκτες.

    ( βλ. σκέψη 34 )

    3. Δικηγόρος, που επιμένει να καταθέτει συστηματικά, και στη βάση των ίδιων ουσιαστικά πραγματικών περιστατικών, προδήλως απαράδεκτες και/ή αβάσιμες προσφυγές, κυρίως όταν αυτές, στρεφόμενες κατά αποφάσεων του εν λόγω οργάνου της Κοινότητας, περιέχουν σχεδόν πάντα αδικαιολόγητους και αναπόδεικτους ισχυρισμούς για δήθεν προφανείς παρανομίες, κακή πίστη ή παράλειψη καθήκοντος του εν λόγω οργάνου, καταχράται σαφώς της διαδικασίας.

    Ενόψει τέτοιας καταχρηστικής συμπεριφοράς, το ρωτοδικείο δύναται να εξετάσει το ενδεχόμενο να κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Διαδικασίας κατά δικηγόρου, του οποίου η συμπεριφορά ενώπιον του ρωτοδικείου είναι ασυμβίβαστη προς το κύρος του ρωτοδικείου, ή ο οποίος κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του παρασχέθηκαν.

    ( βλ. σκέψεις 45-46 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση T-18/01 R,

    Anthony Goldstein, κάτοικος Harrow, Middlesex (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος από τον R. St. John Murphy, Solicitor,

    αιτών,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον P. Oliver, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υποβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, περί ακυρώσεως της από 12 Ιανουαρίου 2001 αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της καταγγελίας που υπέβαλε ο αιτών σχετικά με παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ από το General Council of the Bar of England and Wales,

    Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    ραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1 Ο αιτών είναι Βρετανός υπήκοος, κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας. Έχει δίπλωμα ιατρικής και, το 1999, ολοκλήρωσε την επαγγελματική εκπαίδευση στον Δικηγορικό Σύλλογο, που αποτελεί προϋπόθεση για να γίνει δεκτός στον Δικηγορικό Σύλλογο Αγγλίας και Ουαλίας και να μπορεί να ασκεί επάγγελμα ως barrister.

    2 Στις 30 Μα_ου 1995 ο αιτών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με ορισμένους αντίθετους προς τον ανταγωνισμό κανόνες τους οποίους ισχυριζόταν ότι εφάρμοζε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αγγλίας και Ουαλίας (στο εξής: Δικηγορικός Σύλλογος), ο οποίος ρυθμίζει την παροχή νομικών υπηρεσιών από τους barristers.

    3 Η καταγγελία αφορούσε ειδικότερα την προϋπόθεση του άρθρου 210 του Κώδικα περί Δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Αγγλίας και Ουαλίας (στο εξής: Κώδικας), ότι ένας barrister εγγεγραμμένος στον Δικηγορικό αυτό Σύλλογο πρέπει να παρέχει νομικές υπηρεσίες μόνον εάν έχει ενημερωθεί ή έχει λάβει εντολή από έναν πελάτη επαγγελματία, τουτέστιν από έναν solicitor ή από ένα μέλος ορισμένων ειδικώς προσδιορισμένων επαγγελματικών συλλόγων. Ο κανόνας αυτός είναι, συνήθως, γνωστός ως κανόνας της άμεσης πρόσβασης (direct-access rule). Ο αιτών ισχυρίζεται ότι ο κανόνας περιορίζει τον ανταγωνισμό κατά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, στο μέτρο που στερεί τους καταναλωτές νομικών υπηρεσιών από τη δυνατότητα να έχουν άμεση πρόσβαση στις υπηρεσίες που παρέχουν οι baristers που είναι μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου.

    4 Με έγγραφο της 16ης Ιουνίου 2000, η Επιτροπή ενημέρωσε τον αιτούντα ότι θεωρούσε απίθανη την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ στις υπηρεσίες στις οποίες αναφερόταν η καταγγελία του, αφού - κατά την άποψή της - δεν επηρεάζουν σημαντικά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. αρά ταύτα, η Επιτροπή κάλεσε τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ' εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1998, L 354, σ. 18), να παρουσιάσει ό,τι άλλες παρατηρήσεις θεωρούσε κατάλληλες.

    5 Ο αιτών υπέβαλε αυτές τις παρατηρήσεις στις 14 Ιουλίου 2000 και στις 12 Οκτωβρίου 2000 υπέβαλε και περαιτέρω συμπληρωματικό υλικό.

    6 Στις 12 Ιανουαρίου 2001 η Επιτροπή κοινοποίησε στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, οριστική απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας του για τις φερόμενες παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ από τον Δικηγορικό Σύλλογο (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), συμπεριλαμβανομένων των αντεπιχειρημάτων που προέβαλε ο αιτών ως απάντηση στο από 16 Ιουνίου 2000 έγγραφο της Επιτροπής.

    7 Ο αιτών άσκησε στις 25 Ιανουαρίου 2001 ενώπιον του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

    8 Στις 31 Ιανουαρίου 2001 ο αιτών, με χωριστό δικόγραφο και σύμφωνα με τα άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το ρωτοδικείο στο πλαίσιο της προαναφερθείσας κυρίας προσφυγής. Ζητεί από το ρωτοδικείο:

    - να αναγνωρίσει ότι η εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Κοινότητας επί του κανονιστικού πλαισίου των οδηγιών 77/249/ΕΟΚ και 98/5/ΕΚ του Συμβουλίου βασίζεται στην υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων, αφενός, και της Επιτροπής και των κοινοτικών δικαστηρίων αφετέρου, πλαίσιο εντός του οποίου κάθε δικαιοδοτικό όργανο δρα βάσει της υποχρεώσεως αυτής και της αρμοδιότητας που του αναγνωρίζει η Συνθήκη·

    - να αναγνωρίσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδοκιμάζει τη διαιώνιση ενός παράνομου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στην αγορά νομικών υπηρεσιών εντός του Ηνωμένου Βασιλείου·

    - να αναγνωρίσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζει την αρμοδιότητα των αρμοδίων για τον ανταγωνισμό εθνικών αρχών και των εθνικών δικαστηρίων εντός της Κοινότητας και συνεπώς καθιστά αδύνατη την εξάρθρωση του παράνομου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας και τη δημιουργία ενός νόμιμου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στην οικεία αγορά·

    - να αναγνωρίσει [ότι] η προσβαλλόμενη απόφαση εκ πρώτης όψεως φαίνεται να στερείται ακόμη και την επίφαση νομιμότητας, στο μέτρο που η Επιτροπή δε δικαιούται, όταν εξετάζει την άσκηση δικαιώματος που απορρέει από διάταξη του κοινοτικού δικαίου, όπως π.χ. μια οδηγία του Συμβουλίου, να αλλοιώνει το περιεχόμενο του κανόνα ή να θέτει σε κίνδυνο τους στόχους που αυτός επιδιώκει·

    - να διατάξει την άμεση αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, μέχρις ότου το ρωτοδικείο αποφανθεί επί της κυρίας προσφυγής, καθόσον η Επιτροπή αποκρύπτει την κοινοτική φύση και τις συνέπειες του συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, που ρυθμίζει τα του δικηγορικού επαγγέλματος, προκειμένου να αφαιρέσει κάθε ουσία από την οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, στον τομέα της προσέγγισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση των νομικών υπηρεσιών, στερώντας ούτως από τα κράτη μέλη κάθε δυνατότητα λήψεως μέτρων για την καταπολέμηση της παραπλανητικής διαφήμισης εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου, γεγονός που αντιβαίνει στη ρητή πρόθεση της κοινοτικής νομοθετικής εξουσίας.

    - να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    9 Η αίτηση κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή. Στις 23 Φεβρουαρίου 2001, αυτή κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις, με τις οποίες ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αιτούντος στα δικαστικά έξοδα.

    10 Στις 14 Φεβρουαρίου 2001, μετά την κοινοποίηση στην Επιτροπή της υπό κρίση αιτήσεως, αλλά πριν από τη λήψη των παρατηρήσεών της, ο αιτών κατέθεσε στο ρωτοδικείο νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο της ίδιας προσφυγής. Η νέα αυτή αίτηση, που δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, καταχωρήθηκε με αριθμό υποθέσεως Τ-18/00 R ΙΙΙ και αποτελεί αντικείμενο χωριστής διάταξης που εκδόθηκε σήμερα.

    11 Στις 8 Μαρτίου 2001, κατά την ακρόαση ενώπιον του ροέδρου του ρωτοδικείου, οι διάδικοι διατύπωσαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους. Ο αιτών εκπροσωπήθηκε από τον Peter Marks, barrister, που είχε ορισθεί από τον solicitor του αιτούντος St. John Murphy, για να εκπροσωπήσει τον αιτούντα στην ακρόαση. Κατά την ακρόαση οι νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων απάντησαν στις ερωτήσεις του ροέδρου, ο οποίος ρητώς υπενθύμισε στον συνήγορο του προσφεύγοντος τις υποχρεώσεις που, τόσον αυτός, όσο και ιδίως ο St. John Murphy, ο εντολέας solicitor, υπέχουν από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Κανονισμός Διαδικασίας).

    Νομικό πλαίσιο

    12 Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και του άρθρου 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1988, L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 93/350/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ 1993, L 144, σ. 21), το ρωτοδικείο έχει τη δυνατότητα, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή να λάβει τα απαραίτητα προσωρινά μέτρα.

    13 Το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται και στο ρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 46, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, ορίζει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, «το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση». Αντίστοιχη υποχρέωση επιβάλλει και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.

    14 Το άρθρο 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του ρωτοδικείου. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι οι αιτήσεις που αφορούν τη λήψη προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του αιτουμένου προσωρινού μέτρου. Τα αιτούμενα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφοι 3 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να προδικάζουν την απόφαση επί της ουσίας [βλ. μεταξύ άλλων, τη διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, στην υπόθεση C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 22, και τη διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, στην υπόθεση T-335/00 R, Goldstein κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 11, και όπως επικυρώθηκε, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, από τη διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2001, στην υπόθεση C-32/01 P(R), Goldstein κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή]. Τα αιτούμενα μέτρα δεν πρέπει να υπερακοντίζουν την τελική απόφαση επί της κυρίας δίκης [βλ., μεταξύ άλλων, τη διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 1998, στην υπόθεση T-100/98 R, Goldstein κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 15, και όπως επικυρώθηκε, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, από τη διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, στην υπόθεση C-4/99 P(R), Goldstein κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 11].

    15 Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου προβλέπει, μεταξύ άλλων, τον διά διατάξεως αποκλεισμό από τη διαδικασία των δικηγόρων, που επιδεικνύουν ενώπιον του ρωτοδικείου συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το κύρος του.

    Τα επιχειρήματα του αιτούντος

    16 Ως προς την προϋπόθεση ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων οφείλουν να αναφέρουν τους νομικούς λόγους που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη του ζητουμένου μέτρου, ο αιτών ισχυρίζεται κατ' ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προδήλως παράνομη. ρώτον, ισχυρίζεται ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει ο κανονισμός 17, αφού στρεβλώνει τον σαφή στόχο της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249), και της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ 1998, L 77, σ. 36). Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, με την απόφασή της, εσφαλμένως σφετερίζεται το δικαίωμα να στερήσει από τον αιτούντα ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    17 Ως προς τη φερομένη στρέβλωση των οδηγιών 77/249 και 98/5, ο αιτών ισχυρίζεται ότι οι οδηγίες αυτές εναρμονίζουν τις εθνικές νομοθεσίες που ρυθμίζουν τη σχέση μεταξύ δικηγόρων και των πελατών τους και ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε, μ' αυτόν τον τρόπο, την πρόθεση να δημιουργήσει ισοδύναμες συνθήκες ανταγωνισμού για όσους εξασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου εντός της Κοινότητας. Ισχυρίζεται, αναφερόμενος στην απόφαση του Δικαστηρίου και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger στην υπόθεση C-164/94, Αρανίτης, Συλλογή 1996, σ. Ι-135, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν σέβεται το νομικό πλαίσιο που θέτουν οι οδηγίες 77/249 και 98/5 για τη ρύθμιση του δικηγορικού επαγγέλματος, κυρίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση του επαγγελματικού τίτλου του δικηγόρου, καθώς και τις συνέπειες και αποτελέσματα της χορήγησης αυτής στην κοινοτική έννομη τάξη. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνωρίζοντας δύο κατηγορίες δικηγόρων στην αγορά νομικών υπηρεσιών, τουτέστιν τους barristers και τους solicitors αφενός και αυτούς που είναι γνωστοί ως «Queen's Counsel» αφετέρου, εφαρμόζει τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς το κανονιστικό πλαίσιο που θεσπίζουν οι οδηγίες 77/249 και 98/5.

    18 Ως προς την άρνηση αποτελεσματικού ενδίκου μέσου, ο αιτών ισχυρίζεται, κατ' ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφαιρεί από το αρμόδιο να εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να μην εφαρμόζει εθνικές νομοθετικές διατάξεις που μπορούν να παρεμποδίσουν, έστω και προσωρινώς, την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

    19 Για να θεμελιώσει το επείγον εν προκειμένω, ο αιτών υποστηρίζει, επικαλούμενος τη διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1981, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 60/81 και 190/81 R, IBM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 1857), ότι όταν μια απόφαση, όπως η προσβαλλόμενη, βαρύνεται με τόσο σοβαρά και προφανή ελαττώματα, ώστε να εμφανίζεται ως στερουμένη οιασδήποτε νομίμου βάσεως, η φύση και η βαρύτητα της εν λόγω ελλείψεως νομιμότητας πληρούν την προϋπόθεση του επείγοντος για την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. αραπέμποντας στη διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1987, στην υπόθεση 46/87 R, Hoechst κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 1549), ο αιτών ισχυρίζεται ότι αυτό συμβαίνει κατά μείζονα λόγο, όταν - όπως εν προκειμένω - η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι μόνο παράνομη, αλλά και αντισυνταγματική. Ο προδήλως παράνομος χαρακτήρας της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρέει από την παράλειψη της Επιτροπής να συνεργαστεί καλοπίστως με τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ενώ η αντισυνταγματικότητά της προκύπτει από την παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του αιτούντος για δίκαιη δίκη.

    Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

    20 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση είναι προδήλως απαράδεκτη για διάφορους λόγους.

    21 Όσον αφορά τα πρώτα τέσσερα ασφαλιστικά μέτρα που ζητεί ο αιτών, η Επιτροπή, εκτιμώντας τη φύση τους, υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο επί του θέματος.

    22 Επιπλέον, το πρώτο και το τέταρτο από τα μέτρα αποτελούν στην ουσία οριστικά και όχι ασφαλιστικά μέτρα και, άρα, κείνται εκτός αρμοδιότητας του ρωτοδικείου. Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι το πρώτο και το δεύτερο αίτημα είναι επίσης απαράδεκτα, γιατί προφανέστατα δεν επηρεάζουν αποκλειστικά την νομική κατάσταση του αιτούντος, αλλά - αντιθέτως - μπορούν να έχουν εφαρμογή erga omnes.

    23 Το πρώτο και το τέταρτο αίτημα, καθώς επίσης και η αίτηση αναστολής της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αποτελεί το πέμπτο αίτημα, είναι εξίσου απαράδεκτα στο μέτρο που αναφέρονται στις οδηγίες 77/249 και 98/5, καθώς και στην οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, σ. 17), αφού η προσβαλλομένη απόφαση συνδέεται αποκλειστικά με την απόρριψη μιας καταγγελίας για πιθανή παραβίαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το ρωτοδικείο δεν δύναται να διατάξει προσωρινό μέτρο άσχετο προς το αίτημα που διατυπώνει ο προσφεύγων στην κυρία δίκη (διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, στην υπόθεση Τ-262/99 R, Goldstein κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 15).

    24 Όσον αφορά την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, παραπέμποντας στις διατάξεις της 8ης Οκτωβρίου 1993, T-507/93 R, Branco κατά Ελεγκτικού Συμβουλίου (Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-1013, σκέψη 21), και της 2ας Οκτωβρίου 1997, T-213/97 R, Eurocoton κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1609, σκέψη 41), ισχυρίζεται ότι είναι επίσης απαράδεκτη, καθώς το ρωτοδικείο δεν έχει την αρμοδιότητα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να αναστείλει την εκτέλεση μιας αρνητικής πράξεως, όπως η απόρριψη της από 10 Αυγούστου 1993 καταγγελίας του αιτούντος, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    25 Τέλος, κατά την άποψη της Επιτροπής, η αίτηση είναι απαράδεκτη γιατί δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου. Η Επιτροπή, αναφερόμενη μεταξύ άλλων στη διάταξη της 14ης Μα_ου 1998, Τ-262/97, Goldstein κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2175), ισχυρίζεται ότι ο αιτών προφανώς δεν πληροί την προϋπόθεση να διατυπώνει στο δικόγραφο της αιτήσεώς του, ευκρινώς και με ακρίβεια, τα νομικά και πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση της. Στην πραγματικότητα, η αίτηση έχει συνταχθεί με τόσο συγκεγχυμένο και ασαφή τρόπο, ώστε δεν μπορούν να συναχθούν επακριβώς ούτε το αντικείμενο των ζητουμένων μέτρων ούτε η υποτιθέμενη συνάφειά τους με την κυρία δίκη.

    26 Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ακόμη κι αν η αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι απαράδεκτη, είναι προδήλως αβάσιμη.

    27 Ως προς την προϋπόθεση του εκ πρώτης όψεως βασίμου της κυρίας προσφυγής, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το επιχείρημα που προβάλλει ο αιτών, καίτοι διατυπώνεται με διαφορετικούς τρόπους, στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην άποψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρερμηνεύει τις οδηγίες 77/249 και 98/5, παραβιάζοντας, ως εκ τούτου, τα υποτιθέμενα δικαιώματά του, που ισχυρίζεται ότι έλκει απ' αυτήν. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο αιτών ερμηνεύει τις οδηγίες αυτές κατά τρόπο εντελώς εσφαλμένο και, ότι, επιπροσθέτως και σε σχέση με την οδηγία 98/5, το αυτό έκρινε και το Δικαστήριο στην απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2000, C-168/98, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. Ι-9131, από τις σκέψεις 46 έως 60 της οποίας προκύπτει ότι η οδηγία δεν διέπει το «νομικό καθεστώς των επαγγελμάτων, όσον αφορά την κατάρτιση και τους όρους πρόσβασης των φυσικών προσώπων» κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ. Η Επιτροπή αρνείται, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερεί τον αιτούντα από ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    28 Κατά συνέπεια, η αιτούμενη αναστολή εκτελέσεως δεν είναι εκ πρώτης όψεως βάσιμη.

    29 Όσον αφορά την προϋπόθεση του επείγοντος, η Επιτροπή τονίζει ότι ο αιτών δεν επεδίωξε να αποδείξει ότι θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία εάν δεν ληφθούν τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα. Το επιχείρημά του στηρίζεται εξ ολοκλήρου στον ισχυρισμό ότι οσάκις η προσβαλλόμενη πράξη είναι προδήλως παράνομη, υπάρχει, στην ουσία, εξαίρεση στον κανόνα ότι ο αιτών τα προσωρινά μέτρα οφείλει να αποδείξει το επείγον. Η Επιτροπή, καίτοι αμφισβητεί την ύπαρξη μιας τέτοιας εξαιρέσεως, υποστηρίζει ότι ο αιτών δεν μπόρεσε να αποδείξει - ούτε καν εκ πρώτης όψεως - ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, πολλώ δε μάλλον ότι ο παράνομος χαρακτήρας της είναι πρόδηλος και σοβαρός.

    30 Στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, ενώ αναγνώρισε ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας στη συμπεριφορά του δικηγόρου του αιτούντος, ζήτησε ρητώς από το ρωτοδικείο να εξετάσει εάν ο solicitor του αιτούντος είχε τηρήσει το καθήκον του ως λειτουργός του δικαστηρίου, να ενεργεί με τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα, τόσο ως προς το ρωτοδικείο, όσο και ως προς τον αιτούντα, καθήκον που, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή, ισχύει τόσο ενώπιον των δικαστηρίων της Κοινότητας όσο και των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή αναφέρθηκε ειδικώς στις 14 προσφυγές που κατέθεσε ο αιτών πριν από την κυρία δίκη και τις οποίες απέρριψε το ρωτοδικείο ως προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες, στις πολυάριθμες αιτήσεις προσωρινών μέτρων για κάθε επιμέρους κυρία υπόθεση, οι οποίες επίσης απορρίφθηκαν από τον ρόεδρο του ρωτοδικείου, και στις σχεδόν συστηματικές, αλλά εξίσου ατελέσφορες, αιτήσεις αναιρέσεως των απορριπτικών αποφάσεων του ρωτοδικείου ή του ροέδρου του, ενώπιον του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή σημείωσε ότι, μετά την από 12 Δεκεμβρίου 1995 καταδίκη του αιτούντος από το High Court of England and Wales για καταχρηστική χρήση ενδίκων μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Supreme Court Act 1981, τα κοινοτικά δικαστήρια έχουν - από τις 27 Φεβρουαρίου 1996 - εκδώσει 36 διατάξεις επί των διαφόρων προσφυγών, αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και αιτήσεων αναιρέσεων του αιτούντος, όλες απορριπτικές. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο δικηγόρος του αιτούντος, συνεχίζοντας να ενθαρρύνει αυτήν την επιπόλαια και κακόβουλη πρακτική, περιφρονεί το δικαστικό σύστημα της Κοινότητας.

    Εκτίμηση του ροέδρου του ρωτοδικείου

    31 Το απαράδεκτο των τεσσάρων μέτρων που ζητεί ο αιτών με την αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα (βλ. ανωτέρω, σκέψη 8) είναι αναμφίβολο.

    32 Κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων δεν δύναται να διατάξει προσωρινό μέτρο άσχετο προς το αίτημα που διατυπώνει ο προσφεύγων στην κυρία δίκη. Η κυρία δίκη, στην οποία αναφέρεται η υπό κρίση αίτηση, αφορά προσφυγή περί ακυρώσεως αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία απορρίπτεται η καταγγελία του αιτούντος ότι ορισμένοι κανόνες του Δικηγορικού Συλλόγου παραβιάζουν τα άρθρα 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ. Τα τέσσερα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα έχουν μόνο έμμεση σχέση με το αίτημα της κυρίας δίκης.

    33 Επίσης κατά πάγια νομολογία, τα αιτούμενα μέτρα στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να είναι προσωρινής και όχι οριστικής φύσεως. ρέπει, δηλαδή, να μην προδικάζουν το αποτέλεσμα της κυρίας δίκης. Το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο αιτούμενο μέτρο σαφώς δεν πληρούν αυτήν την προϋπόθεση.

    34 Επιπλέον, όπως έχει ήδη αποφανθεί το ρωτοδικείο στην απορριπτική απόφαση επί της πρώτης προσφυγής του αιτούντος κατά της Επιτροπής, ο ιδιώτης προσφεύγων δεν έχει κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ έννομο συμφέρον να ζητήσει μέτρα παροχής εννόμου προστασίας που ισχύουν erga omnes, αλλά - αντιθέτως - δικαιούται προστασίας μόνο στο μέτρο που η πράξη, της οποίας ζητεί την ακύρωση, δύναται να μεταβάλλει ιδιαζόντως τη νομική του κατάσταση (βλ. διάταξη της 16ης Μαρτίου 1998, T-235/95, Goldstein κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-523, σκέψη 37, που επικυρώθηκε κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως με τη διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, στην υπόθεση C-199/98 P, Goldstein κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή). Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για τα ασφαλιστικά μέτρα. Τα πρώτα τρία μέτρα της υπό κρίση αίτησης είτε επηρεάζουν ειδικώς τη νομική κατάσταση του αιτούντος είτε τα αποτελέσματά τους δεν περιορίζονται ιδιαίτερα στην περίπτωσή του. Είναι, για τον λόγο αυτό, προδήλως αβάσιμα.

    35 Συνεπώς, ως προς τα τέσσερα αιτούμενα μέτρα, η υπό κρίση αίτηση είναι προδήλως απαράδεκτη. Αν και, εν προκειμένω, είναι περιττό να εξετασθεί κατά πόσον η αίτηση είναι τόσο εμφανώς απαράδεκτη ώστε να δύναται να χαρακτηρισθεί κακόβουλη, ως επιδιώκουσα μόνο να ενοχλήσει την καθής, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι επιπόλαια.

    36 Κατά συνέπεια, η αίτηση πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν μόνο στον βαθμό που επιδιώκει την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    37 Όσον αφορά την αίτηση αναστολής του αιτούντος, πρέπει, πρώτον, να εξετασθεί αν αυτή πληροί την προϋπόθεση του επείγοντος.

    38 Ο αιτών δεν επικαλέστηκε καμία ιδιαίτερη υλική ζημία και δεν παρέσχε καμία πληροφορία που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να κρίνει αν η μη αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως έως την έκβαση της κυρίας δίκης μπορεί να προξενήσει στον αιτούντα σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Συγκεκριμένα, ο αιτών αρνήθηκε να επιτρέψει στον συνήγορό του να απαντήσει κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση σε ερωτήσεις που αφορούσαν τις παρούσες πηγές επαγγελματικού εισοδήματός του και το πώς αυτές είχαν τυχόν επηρεασθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση.

    39 Είναι προφανές από τους ισχυρισμούς του αιτούντος ότι, προκειμένου να δικαιολογήσει το επείγον της ζητουμένης αναστολής, στηρίζεται αποκλειστικά στη μη υλική ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη συνεπεία του προδήλως παρανόμου και αντισυνταγματικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

    40 Τα επιχειρήματα του αιτούντος στηρίζονται στην επαναδιατύπωση, mutatis mutandis, ορισμένων επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του ροέδρου του Δικαστηρίου στις προπαρατεθείσες υποθέσεις 60/81 και 190/81 R, IBM κατά Επιτροπής, και στην υπόθεση 46/87 R, Hoechst κατά Επιτροπής (διάταξη της 26ης Μαρτίου 1987, Συλλογή 1987, σ. 1549). Ωστόσο, στις υποθέσεις αυτές δεν εκδόθηκε διάταξη για ασφαλιστικά μέτρα και ο ρόεδρος του Δικαστηρίου, εμφανώς χωρίς να εξετάσει καθόλου το νομικώς βάσιμο των επιχειρημάτων, διαπίστωσε ότι δεν είχε αποδειχθεί καμία πρόδηλη παρανομία ή αντισυνταγματικότητα (προπαρατεθείσες διατάξεις ΙΒΜ κατά Επιτροπής, σκέψη 7, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 31).

    41 Στην υπό κρίση αίτηση, ο σοβαρότατος ισχυρισμός του αιτούντος περί προδήλου παρανομίας είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αστήρικτος. Βασίζεται σε μια δεδομένη ερμηνεία των οδηγιών 77/249 και 98/5, την οποία δεν υιοθετεί η Επιτροπή. Κανένα από τα στοιχεία που παρατίθενται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν στηρίζει τον ατεκμηρίωτο ισχυρισμό του αιτούντος ότι η ερμηνεία των εν λόγω οδηγιών από την Επιτροπή είναι τόσο παντελώς εσφαλμένη ή κακόπιστη, ώστε να καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση προδήλως παράνομη. ράγματι, από μια προκαταρκτική εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι αυτή δεν αναφέρεται σε τέτοια ερμηνεία, αλλά ότι εξετάζει την η πιθανότητα εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ στην αμφισβητούμενη συμπεριφορά του Δικηγορικού Συλλόγου.

    42 Η ερμηνεία των οδηγιών 77/249 και 98/5, στην οποία προβαίνει ο αιτών, βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ένα απόσπασμα από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 11ης Μα_ου 2000, στην υπόθεση C-381/98, Ingmar (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, Συλλογή 2000, σ. Ι-9305). Αναφερόμενος ειδικά στην παράγραφο 33 των προτάσεων, ο αιτών αντικαθιστά, χωρίς όμως να επισημαίνει την αλλαγή στο ρωτοδικείο, τους όρους «εμπορικός αντιπρόσωπος» και «οδηγία» με τους όρους «δικηγόρος» και «οδηγίες 77/249 και 98/5» αντίστοιχα. Εντούτοις, η οδηγία στην οποία αναφερόταν ο γενικός εισαγγελέας ήταν η οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (EE 1986, L 382, σ. 17). Όπως έκρινε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην προπαρατεθείσα απόφαση Ingmar, από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 86/653, προκύπτει σαφώς ότι «τα επιτασσόμενα από την οδηγία αυτή μέτρα εναρμονίσεως αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στο να εξαλείψουν τους περιορισμούς της ασκήσεως του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου, να καταστήσουν ομοιόμορφους τους όρους του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητας και να αυξήσουν την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων» (σκέψη 23). Η παραπομπή στην απόφαση Ingmar δεν παρέχει, συνεπώς, καμία θεμελίωση στην άποψη ότι η στενότερη ερμηνεία των οδηγιών 77/249 και 98/5 που υιοθετεί η Επιτροπή είναι τόσο προδήλως εσφαλμένη, ώστε να αποτελεί έκδηλη πλάνη.

    43 Συνεπώς, και χωρίς να είναι αναγκαίο να κρίνει το ρωτοδικείο, εάν ο αιτών ορθώς ισχυρίζεται ότι, σε περιπτώσεις πρόδηλης παρανομίας, ισχύει η εξαίρεση στον κανόνα ότι κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων το επείγον πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση με τις προσωπικές συνθήκες του αιτούντος, είναι προφανές ότι η προσβαλλόμενη στην κυρία δίκη απόφαση δεν είναι ούτε προδήλως παράνομη ούτε αντισυνταγματική.

    44 Αφού ο αιτών δεν επεδίωξε να αποδείξει ότι θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, εάν δεν ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα εκκρεμούσης της κυρίας δίκης, η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να υπάρχει καμία ανάγκη να εξετασθεί εάν πληροί την επιπλέον προϋπόθεση να καταδείξει ότι υπάρχουν αληθοφανείς ισχυρισμοί που να δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, την αιτουμένη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Είναι, άρα, περιττό να εξετασθεί ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, ακόμα κι αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του επείγοντος και του prima facie βασίμου της αξιώσεως του αιτούντος, το ρωτοδικείο δεν θα είχε καμία αρμοδιότητα να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως μιας αρνητικής απόφασης, όπως αυτή που περιέχει η προσβαλλόμενη πράξη.

    45 Ο ισχυρισμός της Επιτροπής, ότι το ρωτοδικείο έχει πρωτογενή αρμοδιότητα να τιμωρεί δικηγόρους που εμμένουν να εισάγουν επιπόλαιες και κακόβουλες προσφυγές ενώπιόν του, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί στην υπό κρίση αίτηση. Όσο επιπόλαιη ή και καταχρηστική και αν είναι η υπό κρίση αίτηση ως προς τα τέσσερα αναγνωριστικά αιτήματα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η γνησιότητα του ενδιαφέροντος που έχει ο αιτών για την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. αρά ταύτα, το Δικαστήριο θεωρεί προσήκον να παρατηρήσει ότι ένας δικηγόρος, που επιμένει να καταθέτει συστηματικά, και στη βάση των ίδιων ουσιαστικά πραγματικών περιστατικών, προδήλως απαράδεκτες και/ή αβάσιμες προσφυγές και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, κυρίως όταν αυτές, στρεφόμενες κατά αποφάσεων του εν λόγω οργάνου της Κοινότητας, περιέχουν σχεδόν πάντα αδικαιολόγητους και αναπόδεικτους ισχυρισμούς για δήθεν προφανείς παρανομίες, κακή πίστη ή παράλειψη καθήκοντος του εν λόγω οργάνου, καταχράται σαφώς της διαδικασίας. Σ' αυτό το σημείο, το ρωτοδικείο θα ήθελε να επιστήσει την προσοχή στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο προβλέπει ότι:

    «Ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος, του οποίου η συμπεριφορά ενώπιον του ρωτοδικείου, του ροέδρου, δικαστή ή του γραμματέα είναι ασυμβίβαστη προς το κύρος του ρωτοδικείου, ή ο οποίος κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του παρασχέθηκαν, είναι δυνατό να αποκλειστεί οποτεδήποτε από τη διαδικασία με Διάταξη του ρωτοδικείου, αφού δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να αμυνθεί.

    Η διάταξη αυτή είναι αμέσως εκτελεστή.»

    46 Αν και, προκειμένου να απορριφθεί η παρούσα αίτηση, δεν είναι απαραίτητο να γίνει χρήση της ευχέρειας που το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας παρέχει στο ρωτοδικείο, αν ο εκπρόσωπος του αιτούντος συνεχίσει να καταθέτει νέες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, επιπόλαιες ή κακόβουλες, που περιλαμβάνουν σοβαρούς αλλά αναπόδεικτους ισχυρισμούς για πρόδηλη παρανομία, κακή πίστη ή άλλες εξίσου δυσφημιστικές αιτιάσεις σχετικά με το αντικείμενο της κυρίας δίκης, το ρωτοδικείο θα εξετάσει το ενδεχόμενο ασκήσεως της ευχέρειας αυτής.

    47 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

    2) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Top