EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62001TJ0281

Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2004.
Hubert Huygens κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Αγωγή αποζημιώσεως - Προσφυγή ακυρώσεως - Απαράδεκτο.
Υπόθεση T-281/01.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00203; II-00903

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2004:207

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2004

Υπόθεση T-281/01

Hubert Huygens

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Διαδικασία βαθμολογήσεως – Καθυστέρηση στη σύνταξη της εκθέσεως βαθμολογίας – Εύλογη προθεσμία – Αγωγή αποζημιώσεως – Ηθική βλάβη και χρηματική ζημία – Διαδικασία προαγωγής – Σιωπηρή απόρριψη της προαγωγής του προσφεύγοντος – Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2000 – Έλλειψη αιτιολογίας – Απόφαση περί προαγωγής 54 υπαλλήλων στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2000 – Απαράδεκτο»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων λόγω της καθυστερήσεως στη διαδικασία συντάξεως της εκθέσεως βαθμολογίας του προσφεύγοντος για την περίοδο βαθμολογίας 1997/1999 και, αφετέρου, αίτημα ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη αυτός εξαιτίας της εν λόγω καθυστερήσεως, της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής να μην προαγάγει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στον βαθμό Β 1 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2000 και της αποφάσεως της Επιτροπής να προαγάγει 54 υπαλλήλους στον βαθμό Β 1 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2000, καθώς και, εν πάση περιπτώσει, της αποφάσεως του διευθυντή της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να προαγάγει 4 υπαλλήλους στον βαθμό Β 1 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2000.

Απόφαση:      Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσό 500 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Η απόφαση της Επιτροπής να μην προαγάγει τον προσφεύγοντα στον βαθμό Β1 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2000, η οποία προκύπτει από τη δημοσίευση στο Δελτίο διοικητικών πληροφοριών αριθ. 31 της 6ης Απριλίου 2000 του πίνακα των προαχθέντων στον βαθμό αυτό υπαλλήλων, ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Αίτημα περί ακυρώσεως της προ της ασκήσεως προσφυγής αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση αποζημιώσεως – Αίτημα που δεν είναι αυτοτελές σε σχέση με τα αιτήματα αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Προθεσμία υποβολής – Εύλογος χρόνος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 1)

3.     Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Κατάρτιση – Προθεσμία – Επιτακτικός χαρακτήρας των προθεσμιών που καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό ενός κοινοτικού οργάνου – Καθυστέρηση – Υπηρεσιακό πταίσμα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.     Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Κατάρτιση – Καθυστέρηση – Υπηρεσιακό πταίσμα που προξενεί ηθική βλάβη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

5.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Διοικητική ένσταση μη προαχθέντος υποψηφίου – Απορριπτική απόφαση – Πλήρης έλλειψη αιτιολογίας – Τακτοποίηση κατά την ένδικη διαδικασία – Δεν επιτρέπεται – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25 § 2, 45 και 90 § 2)

6.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Ζήτημα δημοσίας τάξεως – Αποκλειστική προθεσμία – Επανέναρξη – Προϋπόθεση – Νέο πραγματικό περιστατικό

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.     Η απόφαση κοινοτικού οργάνου με την οποία απορρίπτεται αίτηση αποζημιώσεως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διοικητικής διαδικασίας η οποία προηγείται της αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, τα αιτήματα περί ακυρώσεως που υποβάλλει ο υπάλληλος δεν μπορούν να κριθούν αυτοτελώς σε σχέση με τα αιτήματα περί αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, η πράξη με την οποία λαμβάνει θέση το κοινοτικό όργανο κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας έχει αποκλειστικά ως σκοπό να επιτρέψει στον υποστάντα ζημία να ασκήσει ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψη 38)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1997, T-90/95, Gill κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-471 και II-1231, σκέψη 45· ΠΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, T-77/99, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A 61 και II-293, σκέψη 68· ΠΕΚ, 5 Δεκεμβρίου 2002, T-209/99, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A-243 και II-1211, σκέψη 32

2.     Το άρθρο 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (ΚΥΚ) δεν διευκρινίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβάλλεται μια αίτηση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ).

Εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια τέτοια αίτηση δεν μπορεί να είναι παραδεκτή παρά μόνον αν υποβληθεί εντός ευλόγου χρόνου. Πράγματι, ναι μεν το ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν προβλέπει καμία προθεσμία αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων του υπαλλήλου, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να απευθυνθεί στη διοίκηση οποτεδήποτε, όμως η επιταγή της ασφαλείας δικαίου συνεπάγεται ότι η άσκηση του δικαιώματος του υπαλλήλου να υποβάλει στη διοίκηση αίτηση προς αποζημίωση δεν μπορεί να αναβάλλεται επ’ άπειρον.

Το αν η ως άνω αίτηση προς αποζημίωση υποβλήθηκε εντός ευλόγου χρόνου εκτιμάται οπωσδήποτε κατά περίπτωση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 42 και 46 έως 48)

3.     Η διοίκηση έχει τη δεσμευτική υποχρέωση να μεριμνά για την περιοδική κατάρτιση των εκθέσεων βαθμολογίας στις ημερομηνίες που επιβάλλει ο ΚΥΚ, καθώς και για τη νομότυπη κατάρτισή τους, τόσο για λόγους χρηστής διοικήσεως όσο και προς διαφύλαξη των συμφερόντων των υπαλλήλων.

Η νομολογία που παρέχει στη διοίκηση εύλογη προθεσμία για την κατάρτιση της εκθέσεως βαθμολογίας των υπαλλήλων δεν μπορεί να εφαρμόζεται όταν ορισμένες εσωτερικές ως προς την εν λόγω διοίκηση διατάξεις, οι οποίες τη δεσμεύουν, εξαρτούν την εξέλιξη της διαδικασίας βαθμολογήσεως από την τήρηση συγκεκριμένων προθεσμιών.

Με κάθε υπέρβαση μιας τέτοιας προθεσμίας, ελλείψει ειδικών περιστάσεων που να δικαιολογούν τη σχετική καθυστέρηση, το αρμόδιο κοινοτικό όργανο υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να στοιχειοθετήσει ευθύνη του.

Αντιθέτως, ένας υπάλληλος δεν μπορεί να παραπονείται για την καθυστέρηση που σημειώθηκε κατά την κατάρτιση της εκθέσεώς του βαθμολογίας όταν η καθυστέρηση αυτή είναι καταλογιστέα, έστω και εν μέρει, στον ίδιο ή όταν ο ίδιος συνέβαλε σημαντικά σε αυτήν.

(βλ. σκέψεις 58, 64 έως 67 και 71)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Ιουλίου 1977, 61/76, Geist κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1977, σ. 415, σκέψεις 44 και 45· ΔΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1980, 156/79 και 51/80, Gratreau κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 567, σκέψη 15· ΔΕΚ, 5 Μαΐου 1983, 207/81, Ditterich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1359, σκέψη 25· ΠΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 1990, T-29/89, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-787, σκέψη 22· ΠΕΚ, 28 Μαΐου 1997, T-56/96, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-109 και II-331, σκέψεις 44, 45 και 48· ΠΕΚ, 19 Σεπτεμβρίου 2000, T-101/98 και T-200/98, Stodtmeister κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-177 και II-807, σκέψη 49· ΠΕΚ, 12 Ιουνίου 2002, T-187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-81 και II-389, σκέψη 77· ΠΕΚ, 7 Μαΐου 2003, T-278/01, den Hamer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-139 και II-665, σκέψεις 88, 90 και 91· ΠΕΚ, 7 Μαΐου 2003, T-327/01, Lavagnoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A 143 και II-691, σκέψεις 54, 56 και 57· ΠΕΚ, 30 Σεπτεμβρίου 2003, T-296/01, Tatti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-225 και II-1093, σκέψη 58

4.     Η καθυστέρηση στην κατάρτιση των εκθέσεων βαθμολογίας δύναται, αφ’ εαυτής, να προκαλέσει ζημία στον υπάλληλο, για τον λόγο ότι ένας υπάλληλος που διαθέτει άτακτο και ελλιπή ατομικό φάκελο υφίσταται για τον λόγο αυτόν ηθική βλάβη οφειλόμενη στην κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας στην οποία βρίσκεται σχετικά με το επαγγελματικό του μέλλον.

(βλ. σκέψεις 86 και 87)

Παραπομπή: Geist κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 48· ΠΕΚ, 8 Νοεμβρίου 1990, T-73/89, Barbi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-619, σκέψη 41· ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1993, T-20/89, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-1423, σκέψη 46· Burban κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 72· Stodtmeister κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 56· Lavagnoli κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 48· Tatti κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 59

5.     Η ΑΔΑ δεν οφείλει να αιτιολογεί έναντι των μη προαχθέντων υπαλλήλων τις αποφάσεις προαγωγής, αλλά αντιθέτως οφείλει να αιτιολογεί την απόφασή της περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως μη προαχθέντος υπαλλήλου, καθόσον η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής αποφάσεως λογίζεται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας στράφηκε η διοικητική ένσταση, οπότε η εξέταση των αιτιολογιών της πρώτης ταυτίζεται με αυτήν της δεύτερης.

Η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας πριν από την άσκηση προσφυγής δεν μπορεί να καλυφθεί με εξηγήσεις που προσκομίζει η ως άνω αρχή μετά την άσκηση της προσφυγής. Στο στάδιο αυτό, τέτοιου είδους εξηγήσεις δεν πληρούν πλέον τον σκοπό τους. Επομένως, η άσκηση προσφυγής αίρει τη δυνατότητα της ΑΔΑ να νομιμοποιήσει την απόφασή της με αιτιολογημένη απάντηση σχετικά με την απόρριψη της ενστάσεως.

Σε περίπτωση στην οποία είναι σαφές ότι το κοινοτικό όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορούσε να έχει ληφθεί διαφορετική απόφαση, η παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει η διοίκηση να αιτιολογεί τις πράξεις της, παρέχοντας τη σχετική αιτιολογία κατά τον χρόνο της εκδόσεως της οικείας πράξεως, πρέπει να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, χωρίς να απαιτείται να εξετάζει το Πρωτοδικείο τους λοιπούς προβαλλόμενους λόγους, το παράτυπο δε της πράξεως αυτής μπορεί να τακτοποιείται το αργότερο μέχρι την άσκηση της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 106 έως 108, 112 και 115)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 30 Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 445, σκέψη 13· ΔΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· ΔΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1987, 111/86, Delauche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 5345, σκέψη 13· ΔΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-225, σκέψεις 13 και 15· ΔΕΚ, 9 Δεκεμβρίου 1993, C‑115/92 P, Κοινοβούλιο κατά Volger, Συλλογή 1993, σ. I-6549, σκέψη 23· ΠΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1992, T-52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II-121, σκέψεις 36 και 40· ΠΕΚ, 3 Μαρτίου 1993, T-25/92, Vela Palacios κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1993, σ. II-201, σκέψη 25· ΠΕΚ, 20 Ιουλίου 2001, T-351/99, Brumter κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-165 και II-757, σκέψη 33 και 34· ΠΕΚ, 20 Φεβρουαρίου 2002, T-117/01, Roman Parra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-27 και II-121, σκέψεις 26 και 32· ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 2002, T-338/00 και T-376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-301 και II-1457, σκέψη 48· ΠΕΚ, 18 Σεπτεμβρίου 2003, T-241/02, Callebaut κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A -215 και II-1061, σκέψη 42

6.     Οι προθεσμίες για την υποβολή ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως και οι διάδικοι ή ο δικαστής δεν μπορούν να τις μεταβάλλουν κατά την κρίση τους, δεδομένου ότι έχουν θεσπιστεί για να εξασφαλίσουν τη σαφήνεια και τη βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων.

Το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου, βάσει του άρθρου 236 ΕΚ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ, προϋποθέτει ότι έχει τηρηθεί κανονικώς η προηγουμένη διοικητική διαδικασία καθώς και οι προβλεπόμενες προθεσμίες.

Μόνον η συνδρομή νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών δικαιολογεί την υποβολή αιτήσεως περί επανεξετάσεως προηγουμένης αποφάσεως η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί εμπροθέσμως.

Το γεγονός ότι ο προσφεύγων ανακαλύπτει μεταγενέστερα ένα προϋφιστάμενο στοιχείο ή ισχυρισμό που θα μπορούσε να έχει προβάλει δεν μπορεί καταρχήν να εξομοιωθεί προς νέο περιστατικό που μπορεί να δικαιολογήσει την επανέναρξη των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής, διότι τούτο θα κατέλυε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

(βλ. σκέψεις 124 έως 127)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Φεβρουαρίου 1981, 122/79 και 123/79, Schiavo κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 473, σκέψη 22· ΔΕΚ, 15 Μαΐου 1985, 127/84, Esly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1437, σκέψη 10· ΔΕΚ, 14 Ιουνίου 1988, 161/87, Muysers και Tülp κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 3037, σκέψη 11· ΔΕΚ, 23 Ιανουαρίου 1997, Coen, C 246/95, Συλλογή 1997, σ. I-403, σκέψη 21· ΠΕΚ, 11 Μαΐου 1992, T-34/91, Whitehead κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-1723, σκέψη 18· ΠΕΚ, 20 Ιουλίου 1994, T-45/93, Branco κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-197 και II-641, σκέψη 22· ΠΕΚ, 21 Φεβρουαρίου 1995, T-506/93, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-43 και II-147, σκέψη 28· ΠΕΚ, 11 Ιουλίου 1997, T-16/97, Chauvin κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-237 και II-681, σκέψη 37· ΠΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 2000, Batho κατά Επιτροπής, T-147/96, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 46· ΠΕΚ, 15 Νοεμβρίου 2001, T-142/00, Van Huffel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-219 και II-1011, σκέψη 36

Επάνω