This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62001TJ0120
Judgment of the Court of First Instance (Third Chamber) of 16 December 2004. # Carlo De Nicola v European Investment Bank. # Admissibility - Suspension. # Joined cases T-120/01 and T-300/01.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 16ης Δεκεμβρίου 2004.
Carlo De Nicola κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Παραδεκτό - Αναστολή.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-120/01 και T-300/01.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 16ης Δεκεμβρίου 2004.
Carlo De Nicola κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Παραδεκτό - Αναστολή.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-120/01 και T-300/01.
Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00365; II-01671
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:367
Περίληψη
1. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή/αγωγή – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Εξάντληση προηγούμενου σταδίου συνδιαλλαγής – Προηγούμενη υποβολή αναφοράς ή ενστάσεως – Αποκλείεται – Προαιρετικός χαρακτήρας των διαδικασιών αυτών
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)
2. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Οργάνωση των υπηρεσιών – Εκτελεστικά αποφάσεως του Πρωτοδικείου μέτρα – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Έκταση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια
3. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Θεσπισθέντες από την Τράπεζα γενικοί όροι εργασίας – Κώδικας συμπεριφοράς – Εφαρμογή ανεξαρτήτως οποιασδήποτε προηγούμενης συναινέσεως των οικείων υπαλλήλων
4. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Αρμοδιότητες του Προέδρου – Αποφάσεις που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις – Ανάθεση αρμοδιοτήτων – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις
(Καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 13 § 7)
5. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή/αγωγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Απόφαση περί θέσεως υπαλλήλου σε αργία
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 88, 90 και 91)
6. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Πειθαρχικό καθεστώς – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου προ της θέσεως σε αργία δυνάμει του άρθρου 39 του κανονισμού προσωπικού
7. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή/αγωγή – Προσφυγή κατά πράξεως γενικής ισχύος – Άρθρο 39 του κανονισμού προσωπικού – Απαράδεκτη
(Άρθρο 236 ΕΚ)
8. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή/αγωγή – Αντικείμενο – Διαταγή απευθυνόμενη στη διοίκηση – Απαράδεκτη
9. Υπάλληλοι – Προσφυγή/Αγωγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλόμενης παράνομης πράξεως – Επαρκής ικανοποίηση
10. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Απόλυση – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Έκταση – Όρια
11. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Βάρος αποδείξεως
12. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Αποκάλυψη από υπάλληλο εμπιστευτικών πληροφοριών και διάδοση ισχυρισμών που βλάπτουν την υπόληψη της Τράπεζας και ορισμένων συναδέλφων του – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Μη συνεκτίμηση – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως
(Άρθρο 280 ΕΚ)
13. Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Σφάλματα κατά τη διαπίστωση ή εκτίμηση των προσαπτόμενων πραγματικών περιστατικών – Δικαστικός έλεγχος – Έκταση – Όρια
14. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή/αγωγή – Προσδιορισμός των ποσών των οφειλόμενων αποδοχών – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας
15. Διαδικασία – Προφορική διαδικασία – Έκθεση ακροατηρίου του εισηγητή δικαστή – Παρατηρήσεις των διαδίκων – Αντικείμενο
16. Διαδικασία – Διεξαγωγή αποδείξεων – Πραγματογνωμοσύνη – Προσδιορισμός των ποσών των οφειλόμενων αποδοχών στο πλαίσιο υπαλληλικής προσφυγής – Δεν επιτρέπεται – Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου
17. Υπάλληλοι – Αποδοχές – Υποχρέωση αναδρομικής καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών – Τόκοι υπερημερίας – Υπολογισμός – Αφετηρία
18. Υπάλληλοι – Προσφυγή/αγωγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Αίτημα καταβολής – Επιδίκαση τόκων υπερημερίας – Αντικείμενο – Υπολογισμός
19. Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Παραίτηση – Συμψηφισμός των ποσών που οφείλουν οι διάδικοι κατόπιν αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται η άρνηση αποδοχής της ανακλήσεως της παραιτήσεως – Έκταση
20. Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των κοινοτικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Παράνομος χαρακτήρας – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Σωρευτικές προϋποθέσεις
21. Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των κοινοτικών οργάνων – Παράνομη απόφαση περί απολύσεως για σοβαρό λόγο – Αποτίμηση της οικονομικής και επαγγελματικής ζημίας – Συνεκτίμηση της αρνήσεως του υπαλλήλου να δεχθεί προτάσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζημία του
1. Το παραδεκτό προσφυγής την οποία ασκεί μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) δεν εξαρτάται ούτε από την εξάντληση της συμβιβαστικής διαδικασίας ενώπιον της επιτροπής συνδιαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 41 του κανονισμού προσωπικού της ΕΤΕπ ούτε από την προηγούμενη υποβολή αναφοράς ή ενστάσεως. Συναφώς, μολονότι η διαδικασία συνδιαλλαγής επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με την υποχρεωτική προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 90 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: ΚΥΚ), ήτοι να παράσχει τη δυνατότητα συμβιβαστικού διακανονισμού των διαφορών, παρέχοντας στη διοίκηση τη δυνατότητα να επανεξετάσει την προσβαλλόμενη πράξη και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο τη δυνατότητα να δεχθεί την αιτιολογία στην οποία στηρίχθηκε η εν λόγω πράξη και να μην ασκήσει, ενδεχομένως, προσφυγή, εντούτοις τα στοιχεία αυτά και μόνον δεν αναιρούν τη διαπίστωση ότι η ΕΤΕπ, η οποία είναι η μόνη αρμόδια για τον καθορισμό των προϋποθέσεων του παραδεκτού των προσφυγών που ασκούνται από τους υπαλλήλους της, δεν προέβλεψε ότι οι εν λόγω υπάλληλοι υποχρεούνται, προτού ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, να υποβάλουν ένσταση ή να κάνουν χρήση των διαδικασιών ενδοοργανικής επιλύσεως των διαφορών.
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το καταστατικό της ΕΤΕπ, αποκλείοντας την εφαρμογή του άρθρου 283 ΕΚ, το οποίο παρέχει στο Συμβούλιο εξουσία εκδόσεως του ΚΥΚ καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παρέχει στην ΕΤΕπ λειτουργική αυτοτέλεια όσον αφορά τον προσδιορισμό του καθεστώτος που διέπει τα μέλη του προσωπικού της, της οποίας η ΕΤΕπ έκανε χρήση, επιλέγοντας ένα συμβατικό καθεστώς αντί ενός υπηρεσιακού καθεστώτος, γεγονός που αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ, αυτών καθαυτών, στις εργασιακές σχέσεις μεταξύ της ΕΤΕπ και του προσωπικού της.
(βλ. σκέψεις 54 έως 57 και 60)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Ιουνίου 1976, 110/75, Mills κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 1976, σ. 955, σκέψη 22· ΔΕΚ, 14 Μαρτίου 1989, 133/88, Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψη 9· ΠΕΚ, 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψεις 90, 91, 95 και 96· ΠΕΚ, 17 Ιουνίου 2003, T‑385/00, Seiller κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑161 και II‑801, σκέψεις 50, 51, 65 και 73
2. Η ΕΤΕπ, όπως και τα λοιπά κοινοτικά όργανα και οργανισμοί, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση των υπηρεσιών της και την τοποθέτηση των υπαλλήλων της, με σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων δημοσίου συμφέροντος που της έχουν ανατεθεί. Η ευρεία έκταση της εξουσίας αυτής εκτιμήσεως συνεπάγεται ότι η εφαρμογή μέτρων προσωρινού χαρακτήρα, τα οποία λαμβάνει η ΕΤΕπ έναντι υπαλλήλου της προκειμένου να συμμορφωθεί προς το διατακτικό αποφάσεως του Πρωτοδικείου, δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συναίνεση του ενδιαφερομένου. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα περιόριζε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο την ελευθερία διαθέσεως της ΕΤΕπ κατά την οργάνωση των υπηρεσιών της και κατά την προσαρμογή της οργανώσεως αυτής στις εκάστοτε ανάγκες.
Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας αυτής εξουσίας εκτιμήσεως, ο έλεγχος της νομιμότητας τέτοιων μέτρων από τον κοινοτικό δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο κατά πόσον η ΕΤΕπ κινήθηκε εντός των ε υλόγων ορίων που θέτει το συμφέρον της υπηρεσίας και δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.
(βλ. σκέψεις 83 έως 86)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 24 Φεβρουαρίου 1981, 161/80 και 162/80, Carbognani κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 543, σκέψη 28· ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1993, T‑80/92, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1465, σκέψη 53· ΠΕΚ, 17 Ιουλίου 1998, T‑28/97, Hubert κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑435 και II‑1255, σκέψη 76· ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1999, T‑143/98, Cendrowicz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑273 και II‑1341, σκέψη 23· ΠΕΚ, 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑171 και II‑783, σκέψη 28· ΠΕΚ, 22 Οκτωβρίου 2002, T‑178/00 και T‑341/00, Pflugradt κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2002, σ. II‑4035, σκέψη 54
3. Συμφώνως προς όσα ισχύουν και για τους λοιπούς γενικούς όρους εργασίας που θέσπισε η ΕΤΕπ δυνάμει των κανονιστικών της εξουσιών, η εφαρμογή του εγκριθέντος από τη διευθύνουσα επιτροπή της ΕΤΕπ κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος αφορά τους ισχύοντες κανόνες στον τομέα της επαγγελματικής ηθικής, δεν εξαρτάται από την προηγούμενη συναίνεση του οικείου μέλους του προσωπικού.
(βλ. σκέψη 92)
4. Από το άρθρο 13, παράγραφος 7, του καταστατικού της ΕΤΕπ, το οποίο απονέμει στον Πρόεδρό της εξουσία προσλήψεως και απολύσεως των υπαλλήλων της Τράπεζας, δεν προκύπτει ότι όλες οι αποφάσεις που έχουν συνέπειες για τις εργασιακές σχέσεις στο εσωτερικό της ΕΤΕπ πρέπει κατ’ ανάγκη να λαμβάνονται προσωπικώς από τον Πρόεδρό της. Αντιθέτως, η αποτελεσματική λειτουργία της ΕΤΕπ απαιτεί, όπως σε κάθε κοινοτικό όργανο και οργανισμό, καθώς και, γενικώς, σε κάθε επιχείρηση, την ύπαρξη δυνατότητας αναθέσεως της λήψεως τέτοιων αποφάσεων σε ορισμένα όργανα ή πρόσωπα εντός των κοινοτικών αυτών οργάνων ή οργανισμών. Ειδικότερα, όσον αφορά τη διαχείριση στην πράξη των εργασιακών σχέσεων στο εσωτερικό ενός οργανισμού όπως η ΕΤΕπ, μπορεί να αποδειχθεί λυσιτελής η ανάθεση της εξουσίας λήψεως των σχετικών αποφάσεων σε πρόσωπο με τα αναγκαία προς τον σκοπό αυτό προσόντα, δυνάμει τυπικής πράξεως αναθέσεως, η οποία προσδιορίζει επακριβώς την έκταση της ούτως μεταβιβαζόμενης εξουσίας.
(βλ. σκέψεις 97 και 98)
5. Η νομολογία σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις περί θέσεως υπαλλήλου σε αργία δυνάμει του άρθρου 88 του ΚΥΚ συνιστούν βλαπτικές πράξεις, οι οποίες μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, μπορεί να εφαρμοσθεί στις αποφάσεις περί θέσεως σε αργία τις οποίες εκδίδει ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ δυνάμει του άρθρου 39 του κανονισμού προσωπικού της ΕΤΕπ. Την άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι το τέταρτο εδάφιο της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι η ενδεχόμενη απόλυση ισχύει από της ημέρας της θέσεως σε αργία.
(βλ. σκέψεις 113 έως 115)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 5 Μαΐου 1966, 18/65 και 35/65, Gutmann κατά Επιτροπής ΕΚΑΕ, Συλλογή 1966, σ. 149, 168· ΠΕΚ, 19 Μαΐου 1999, T‑203/95, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑83 και II‑443, σκέψη 33
6. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας κινούμενης κατά προσώπου και ικανής να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει ρητής σχετικής διατάξεως.
Μια απόφαση για τη θέση ενός υπαλλήλου σε αργία δυνάμει του άρθρου 39 του κανονισμού προσωπικού της ΕΤΕπ αποτελεί βλαπτική πράξη και, μολονότι κατά κανόνα η λήψη τέτοιας αποφάσεως λόγω σοβαρού παραπτώματος είναι επείγουσα, πρέπει να λαμβάνεται τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας. Συνεπώς, εκτός από την περίπτωση δεόντως αποδεδειγμένων ειδικών περιστάσεων, η απόφαση για θέση σε αργία μπορεί να ληφθεί μόνον αφού δοθεί στον υπάλληλο η δυνατότητα να εκθέσει δεόντως την άποψή του επί των στοιχείων που υπάρχουν εις βάρος του και επί των οποίων πρόκειται να στηρίξει την απόφασή της η αρμόδια αρχή. Μόνον υπό ειδικές περιστάσεις μπορεί να αποδειχθεί αδύνατη στην πράξη ή ασυμβίβαστη προς το συμφέρον της υπηρεσίας η ακρόαση του ενδιαφερομένου πριν από τη λήψη της αποφάσεως για θέση σε αργία. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επιταγές της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας μπορούν να ικανοποιηθούν με την ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της αποφάσεως για τη θέση σε αργία.
(βλ. σκέψεις 121 έως 124)
Παραπομπή: Gutmann κατά Επιτροπής ΕΚΑΕ, προπαρατεθείσα, σκέψη 168· ΔΕΚ, 24 Οκτωβρίου 1996, C‑32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑5373, σκέψη 24· προαναφερθείσα απόφαση Connolly κατά Επιτροπής, σκέψη 33· ΠΕΚ, 15 Ιουνίου 2000, T‑211/98, F κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑107 και II‑471, σκέψεις 26 επ.· ΠΕΚ, 18 Οκτωβρίου 2001, T‑333/99, X κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2001, σ. II‑3021, σκέψη 183
7. Ως διάταξη του κανονισμού προσωπικού της ΕΤΕπ ο οποίος έχει θεσπισθεί από την ΕΤΕπ δυνάμει των κανονιστικών εξουσιών που της έχουν ανατεθεί από το καταστατικό της, το άρθρο 39 του κανονισμού αυτού συνιστά πράξη γενικής ισχύος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ευθείας προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου.
(βλ. σκέψεις 131 και 132)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψη 62
8. Τα κοινοτικά δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα να προβαίνουν σε δηλώσεις αρχής ή να απευθύνουν διαταγές στη διοίκηση, με αποτέλεσμα να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο το αίτημα υπαλλήλου της ΕΤΕπ να μην εφαρμοσθεί στην περίπτωσή του ο εγκριθείς από τη διευθύνουσα επιτροπή της ΕΤΕπ κώδικας συμπεριφοράς.
(βλ. σκέψεις 136 και 137)
Παραπομπή: απόφαση X κατά ΕΚΤ, προαναφερθείσα, σκέψη 48
9. Η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας προϋποθέτει ότι ο ενάγων θα αποδείξει το παράνομο της προσαπτόμενης στο κοινοτικό όργανο συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας
Η προϋπόθεση περί συνδρομής παράνομης συμπεριφοράς πληρούται όταν το Πρωτοδικείο ακυρώνει, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, απόφαση περί θέσεως σε αργία που ελήφθη χωρίς την προηγούμενη ακρόαση του υπαλλήλου. Η ακύρωση της αποφάσεως περί θέσεως σε αργία αποτελεί, πάντως, προσήκουσα και επαρκή ικανοποίηση της βλάβης που υπέστη συναφώς ο ενδιαφερόμενος.
(βλ. σκέψεις 140 έως 142)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 26 Μαΐου 1998, T‑177/96, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑225 και II‑705· 23 Φεβρουαρίου 2001, προαναφερθείσα απόφαση De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 332
10. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται σε υπάλληλο της ΕΤΕπ η ποινή της απολύσεως για σοβαρό λόγο, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς επίδομα αναχωρήσεως, προϋποθέτει κατ’ ανάγκην λεπτές εκτιμήσεις εκ μέρους της ΕΤΕπ, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών και ανεπανόρθωτων συνεπειών που συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο. Συναφώς, η ΕΤΕπ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στην εξακρίβωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και στην έλλειψη πρόδηλου σφάλματος κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.
(βλ. σκέψεις 167 και 168)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 28 Σεπτεμβρίου 1999, T‑140/97, Hautem κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑171 και II‑897, σκέψη 66
11. Στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας κατά υπαλλήλου της ΕΤΕπ, το βάρος αποδείξεως των προβληθεισών αιτιάσεων φέρει η αρμόδια αρχή.
(βλ. σκέψη 180)
12. Κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της αποκαλύψεως, από υπάλληλο της ΕΤΕπ χωρίς την άδεια ή την προηγούμενη ενημέρωση των ιεραρχικώς ανωτέρων του, πραγματικών περιστατικών, πληροφοριών καθώς και εσωτερικών και απόρρητων εγγράφων, η οποία οδήγησε στη διάδοση ισχυρισμών που έβλαψαν σοβαρά την υπόληψη ορισμένων συναδέλφων του, καθώς και της ίδιας της ΕΤΕπ, συνιστούν ελαφρυντικές περιστάσεις, πρώτον, το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές κοινοποιήθηκαν σε μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 280 ΕΚ, για τη λήψη μέτρων καταπολεμήσεως της απάτης και κάθε άλλης πράξεως προσβολής των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, όπως άλλωστε και των συμφερόντων της ΕΤΕπ, δεύτερον, το γεγονός ότι οι εν λόγω πληροφορίες διαβιβάσθηκαν ως αυστηρώς εμπιστευτικές στην επιτροπή ελέγχου του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατόπιν ρητού αιτήματος του αντιπροέδρου της και, τρίτον, το γεγονός ότι ο υπάλληλος εμφανίσθηκε επανειλημμένως ενώπιον της επιτροπής αυτής και συμμετείχε σε διάφορες συναντήσεις με τα μέλη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης.
Μολονότι είναι αληθές ότι οι περιστάσεις αυτές δεν δικαιολογούν, αυτές καθαυτές, το συμπέρασμα ότι τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν παραβάσεις των υποχρεώσεων συμπεριφοράς τις οποίες θέτει η ΕΤΕπ, εντούτοις το εν λόγω κοινοτικό όργανο οφείλει να τις λάβει υπόψη ως ελαφρυντικές περιστάσεις, προκειμένου να επιβάλει ένα προσήκον πειθαρχικό μέτρο και να αποφύγει τον κίνδυνο διαπράξεως πρόδηλου σφάλματος κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των προσαπτόμενων πραγματικών περιστατικών.
(βλ. σκέψεις 208 έως 214)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Ιουλίου 2003, C‑15/00, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2003, σ. I‑7281, σκέψη 125
13. Όταν το Πρωτοδικείο δέχεται λόγο ακυρώσεως που αντλείται από πλάνη κατά τη διαπίστωση ή την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η επιβληθείσα στον υπάλληλο κύρωση, επιβάλλεται η ακύρωση της επιβάλλουσας την κύρωση αποφάσεως στο σύνολό της, δεδομένου του ενιαίου και αδιαίρετου χαρακτήρα της πειθαρχικής κυρώσεως που περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση, καθώς και του γεγονότος ότι η κύρωση αυτή στηρίζεται στις αιτιάσεις που έγιναν δεκτές με την απόφαση αυτή, λαμβανόμενες υπόψη στο σύνολό τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να υποκαταστήσει το πειθαρχικό όργανο και να αποφανθεί επί της πειθαρχικής κυρώσεως η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιστοιχεί στις αιτιάσεις που λογίζονται αποδεδειγμένες κατά το πέρας της εξετάσεως του επίμαχου λόγου ακυρώσεως.
(βλ. σκέψη 219)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 9 Ιουλίου 2002, T‑21/01, Ζαββός κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑101 και II‑483, σκέψη 316· ΠΕΚ, 11 Σεπτεμβρίου 2002, T‑89/01, Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑153 και II‑803, σκέψη 83
14. Οι διαφορές μεταξύ της ΕΤΕπ και των υπαλλήλων της που άπτονται του προσδιορισμού των ποσών που οφείλονται δυνάμει των κανόνων περί των χορηγούμενων στο προσωπικό αμοιβών και ευεργετημάτων έχουν χρηματικό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο διαθέτει συναφώς αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.
(βλ. σκέψη 257)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 2 Οκτωβρίου 2001, C‑449/99 P, ΕΤΕπ κατά Hautem, Συλλογή 2001, σ. I‑6733, σκέψεις 94 και 95
15. Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, αντικείμενο των παρατηρήσεων των διαδίκων επί της εκθέσεως ακροατηρίου είναι αποκλειστικώς και μόνον η διόρθωση ενδεχόμενων σφαλμάτων ή ανακριβειών ως προς τα πραγματικά περιστατικά στην έκθεση που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους προ της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και όχι η παροχή στους διαδίκους της δυνατότητας να απαντήσουν στα επιχειρήματα των αντιδίκων τους και, κατά μείζονα λόγο, να αναπτύξουν νέους ισχυρισμούς.
(βλ. σκέψη 261)
16. Μολονότι το Πρωτοδικείο δύναται, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να διορίζει πραγματογνώμονες, εντούτοις στους πραγματογνώμονες αυτούς μπορεί να ανατίθεται μόνον η σαφώς προσδιοριζόμενη έρευνα ζητημάτων που άπτονται των πραγματικών περιστατικών ή ζητημάτων τεχνικής φύσεως. Στο πλαίσιο υπαλληλικής προσφυγής, το Πρωτοδικείο δεν έχει αρμοδιότητα να αναθέτει σε πραγματογνώμονα την εξουσία προσδιορισμού, βάσει των προσκομισθέντων εγγράφων, των οφειλομένων σε υπάλληλο αμοιβών και την εξουσία λήψεως αποφάσεων ως προς την καταβολή των ποσών αυτών, δεδομένου ότι η μεταβίβαση αυτή αρμοδιοτήτων θα κατέληγε στην απονομή στον εν λόγω πραγματογνώμονα της εξουσίας λήψεως αποφάσεως ως προς ένα μέρος της διαφοράς. Η διαπίστωση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η ασάφεια των επίμαχων διατάξεων καθιστά αναγκαία την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου.
(βλ. σκέψη 265)
17. Όταν ένα κοινοτικό όργανο υποχρεώνεται να καταβάλει αναδρομικώς σε υπάλληλο μη καταβληθείσες αποδοχές, πλέον τόκων υπερημερίας, η αφετηρία για τον υπολογισμό των εν λόγω τόκων είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα επίμαχα ποσά θα έπρεπε να καταβληθούν στον υπάλληλο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Ελλείψει σχετικών διευκρινίσεων στις διατάξεις αυτές, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να προσδιορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα επίμαχα ποσά θα έπρεπε ευλόγως να του καταβληθούν.
(βλ. σκέψη 272)
18. Οι τόκοι υπερημερίας, δεδομένου ότι έχουν ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται ένας διάδικος από την μη καταβολή ποσών εκ μέρους άλλου διαδίκου, εξακολουθούν να τρέχουν έως τον χρόνο της πραγματικής καταβολής των ποσών αυτών.
(βλ. σκέψη 273)
19. Όταν το Πρωτοδικείο ακυρώνει ex tunc τα αποτελέσματα της αρνήσεως της ΕΤΕπ να δεχθεί την ανάκληση της παραιτήσεως υπαλλήλου της, η ΕΤΕπ έχει δικαίωμα να αντισταθμίσει τα ποσά που οφείλει αναδρομικώς από μη καταβληθείσες αποδοχές και τόκους υπερημερίας με το σύνολο των ποσών που κατέβαλε στον υπάλληλο κατόπιν της αναχωρήσεώς του, ήτοι το καθαρό ποσό του επιδόματος αναχωρήσεως και την αποζημίωση επανεγκαταστάσεως, στο μέτρο που η καταβολή των ποσών αυτών στερείται πλέον αιτίας και η επιστροφή τους είναι, ως εκ τούτου, δικαιολογημένη.
Αντιθέτως, ελλείψει αιτημάτων επιστροφής του επιδόματος αναχωρήσεως και της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, η ΕΤΕπ δεν μπορεί να απαιτήσει τόκους υπερημερίας για τα ποσά αυτά.
(βλ. σκέψεις 282 και 283)
20. Στο πλαίσιο αιτήματος αποζημιώσεως το οποίο υποβάλλει υπάλληλος, η αναγνώριση ευθύνης της Κοινότητας απαιτεί τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα των προσαπτόμενων στα κοινοτικά όργανα ενεργειών, το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ενεργειών και της προβαλλόμενης ζημίας. Δεδομένου ότι οι τρεις προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης της Κοινότητας είναι σωρευτικές, η μη συνδρομή μιας από αυτές αρκεί για τη μη θεμελίωση της ευθύνης της Κοινότητας.
(βλ. σκέψεις 303 και 304)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 9 Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 14· ΠΕΚ, 14 Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑203 και II‑627, σκέψη 57· ΠΕΚ, 26 Μαΐου 1998, T‑205/96, Bieber κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑231 και II‑723, σκέψη 48· ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 2002, T‑338/00 και T‑376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑301 και II‑1457, σκέψη 150
21. Η απόφαση περί απολύσεως για σοβαρό λόγο συνιστά μέτρο αρκετά επαχθές ώστε να μειώνονται σημαντικά οι πιθανότητες ευρέσεως ανάλογης απασχολήσεως στην αγορά εργασίας για τον οικείο υπάλληλο και να του προξενείται, εξ αυτού του λόγου, οικονομική και επαγγελματική ζημία. Εντούτοις, κατά την αξιολόγηση της ζημίας αυτής, πρέπει να συνεκτιμάται η άρνηση του υπαλλήλου να λάβει υπόψη τις προτάσεις του εργοδότη του που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της επιστροφής του στην αγορά εργασίας και, επομένως, στην ελάττωση της ζημίας του. Στην περίπτωση αυτή, η ακύρωση της αποφάσεως περί απολύσεως συνιστά, αυτή καθαυτή, προσήκουσα αποκατάσταση της ζημίας.
(βλ. σκέψη 306)