Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CO0007

    Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2001.
    Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, City Electrical Factors BV και CEF Holdings Ltd.
    Αίτηση αναιρέσεως - Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Ανταγωνισμός - Πληρωμή προστίμου - Τραπεζική εγγύηση.
    Υπόθεση C-7/01 P (R).

    Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-02559

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:183

    62001O0007

    Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2001. - Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, City Electrical Factors BV και CEF Holdings Ltd. - Αίτηση αναιρέσεως - Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Ανταγωνισμός - Πληρωμή προστίμου - Τραπεζική εγγύηση. - Υπόθεση C-7/01 P (R).

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-02559


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών - Απαράδεκτο

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51)

    2. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για μη άμεση είσπραξη προστίμου - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Εκτίμηση του αντικειμενικού συμφέροντος επιβιώσεως μιας ένωσης επιχειρήσεων ανεξάρτητα από το συμφέρον των μελών της - Τα συμφέροντα της ενώσεως δεν εμφανίζονται ως αυτοτελή σε σχέση με τα συμφέροντα των μελών της - Αποκλείεται

    (Άρθρο 242 ΕΚ)

    Περίληψη


    1. Όσον αφορά τις εκτιμήσεις που διατύπωσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων της ενώσεως έναντι των μελών της, δεν μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. ράγματι, κατά το άρθρο 225 ΕΚ και το άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και ως λόγοι αναιρέσεως μπορούν να προβληθούν η αναρμοδιότητα του ρωτοδικείου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το ρωτοδικείο.

    ( βλ. σκέψεις 38, 45 )

    2. Όταν η διαφορά αφορά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού που τελέσθηκε μέσω της αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων και διαπιστώνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα αντικειμενικά συμφέροντα της ένωσης δεν παρουσιάζουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που υπάγονται σ' αυτή, το συμφέρον της ενώσεως να επιβιώσει δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εκδικάζοντα αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου στην ένωση αυτή, ανεξάρτητα από το συμφέρον των εν λόγω επιχειρήσεων.

    Αν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να χορηγείται συστηματικά αναστολή εκτελέσεως σε κάθε ένωση επιχειρήσεων που ασκεί προσφυγή ακυρώσεως κατ' αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία της επιβάλλεται πρόστιμο, υπολογιζόμενο σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί το σύνολο των επιχειρήσεων, μελών της ένωσης.

    Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ιδίως όταν πρόκειται για αίτημα απαλλαγής από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως, ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή, αίτημα που δεν μπορεί να γίνει δεκτό παρά μόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Εξάλλου, η απλή μονομερής άρνηση συνδρομής που αντέταξαν τα μέλη της ένωσης αυτής δεν αρκεί για να μη ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση των μελών αυτών. ράγματι, η έκταση της προβαλλομένης ζημίας δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μονομερή βούληση των μελών της ενώσεως που ζητεί την αναστολή, σε μια κατάσταση όπου τα συμφέροντα της ενώσεως και τα συμφέροντα των μελών συγχέονται.

    ( βλ. σκέψεις 42-44, 46 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-7/01 P (R),

    Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied, με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες) εκπροσωπούμενη από τους E. H. Pijnacker Hordijk, S. H. de Ranitz και S. B. Noë, advocaten, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της διάταξης του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Δεκεμβρίου 2000, T-5/00 R, FEG κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. Ι-4121), με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο να αναιρέσει την εν λόγω διάταξη, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ρωτοδικείου και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα,

    όπου έτεροι διάδικοι είναι

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον W. Wils, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    η CEF City Electrical Factors BV, με έδρα το Ρόττερνταμ (Κάτω Χώρες),

    και

    η CEF Holdings Ltd, με έδρα το Kennilworth (Ηνωμένο Βασίλειο),

    εκπροσωπούμενες από τους C. Μ. H. C. Vinken-Geijselaers, J. Stuyck και Μ. A. Peolman, advocaten, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

    Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα P. Léger,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Ιανουαρίου 2001, η Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (στο εξής: FEG) άσκησε, βάσει του άρθρου 50, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της διάταξης του ροέδρου του ρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, T-5/00 R, FEG κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. Ι-4121, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη διάταξη), με την οποία ο ρόεδρος του ρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα ζητώντας τη μερική αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως 2000/117/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ [Υπόθεση IV/33.884 - Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied und Technische Unie (FEG και TU)] (EE 2000, L 39, σ. 1, στο εξής: επίδικη απόφαση).

    2 Εκτός από την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης διάταξης, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο, αφενός, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ρωτοδικείου προκειμένου να αποφανθεί εκ νέου και, αφετέρου, να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 31 Ιανουαρίου 2001, η Επιτροπή κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 9 Φεβρουαρίου 2001, η CEF City Electrical Factors BV (στο εξής: CEF City) και η CEF Holdings Ltd (στο εξής: CEF Holdings) κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Νομικό πλαίσιο, πραγματικά περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του ρωτοδικείου

    4 Στο νομικό πλαίσιο, στο ιστορικό της διαφοράς και στη διαδικασία ενώπιον του ρωτοδικείου αναφέρονται οι σκέψεις 1 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης διάταξης.

    5 Από τις σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλομένης διάταξης προκύπτει μεταξύ άλλων ότι, μετά την άσκηση της προσφυγής περί ακυρώσεως της επίδικης απόφασης, η αναιρεσείουσα υπέβαλε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 25 Σεπτεμβρίου 2000, αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ίδιας απόφασης μέχρι τέλους του δευτέρου μήνα μετά την έκδοση της απόφασης στην κύρια δίκη.

    6 Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει επίσης ότι η αναιρεσείουσα τροποποίησε την αρχική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με επιστολή που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 25 Οκτωβρίου 2000, με την οποία δήλωσε ότι είναι διατεθειμένη να προσπαθήσει να λάβει τραπεζική εγγύηση αντιστοιχούσα στα περιουσιακά της στοιχεία κατά το τέλος της οικονομικής χρήσεως 1999 (στο εξής: προτεινομένη εγγύηση).

    Η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη

    7 Με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη ο ρόεδρος του ρωτοδικείου, αφού δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως της CEF City και CEF Holdings στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

    8 Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε κατ' αρχάς ότι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως της επίδικης απόφασης δεν μπορούσε να έχει άλλο χρήσιμο αντικείμενο πέραν του να επιτύχει την άδεια συστάσεως της προταθείσας εγγύησης αντί της εγγύησης που ζήτησε η Επιτροπή (στο εξής: ζητηθείσα εγγύηση), ως προϋπόθεση για τη μη άμεση είσπραξη του προστίμου που επεβλήθη με την απόφαση αυτή.

    9 Στη συνέχεια ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων επισήμανε ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα τέτοιο αίτημα μπορεί να γίνει δεκτό μόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις [διατάξεις του Δικαστηρίου της 6ης Μα_ου 1982, 107/82 R, AEG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1549, σκέψη 6· της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8705, σκέψη 55, και DSR-Senator Lines κατά Επιτροπής, C-364/99 P(R), Συλλογή 1999, σ. Ι-8733, σκέψη 48]. ράγματι, η δυνατότητα να ζητηθεί η σύσταση εγγυήσεως προβλέπεται ρητά για τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων από τους Κανονισμούς Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του ρωτοδικείου και ανταποκρίνεται σε μια γενική και εύλογη στάση της Επιτροπής.

    10 Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εξετάσεως της προϋποθέσεως του επείγοντος, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εξέτασε εάν η αναιρεσείουσα απέδειξε ότι της ήταν αδύνατο να συστήσει τη ζητηθείσα εγγύηση χωρίς να διακυβεύσει την ύπαρξή της.

    11 Συναφώς ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπενθύμισε ότι στην περίπτωση που η παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ τελείται μέσω της αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων, το ανώτατο όριο του προστίμου ισόποσου προς το 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (EE ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), πρέπει να υπολογίζεται σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε το σύνολο των επιχειρήσεων, μελών της ενώσεως, τουλάχιστον οσάκις οι εσωτερικοί κανόνες λειτουργίας της μειώνουν τη δυνατότητα της ένωσης να δεσμεύει τα μέλη της [διάταξη του ρωτοδικείου της 4ης Ιουνίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, T-18/96 R, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-407, σκέψη 33, που επιβεβαιώθηκε κατ' αναίρεση με διάταξη του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, C-268/96 P (R), Συλλογή σ. Ι-4971, σκέψη 35]. Η ανάλυση αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι η επιρροή που άσκησε η ένωση επιχειρήσεων στην αγορά δεν εξαρτάται από τον δικό της «κύκλο εργασιών», ο οποίος δεν δείχνει ούτε το μέγεθος ούτε την οικονομική ευρωστία της, αλλά από τον κύκλο εργασιών των μελών της που αποτελεί ένδειξη του μεγέθους και της οικονομικής ευρωστίας της (αποφάσεις του ρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T-39/92 και T-40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-49, σκέψη 137, και της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T-29/92, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-289, σκέψη 385, καθώς και διάταξη της 4ης Ιουνίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 33).

    12 Κατόπιν αυτού ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εξέτασε εάν το καταστατικό και ο εσωτερικός κανονισμός της FEG περιείχαν διατάξεις που της δίνουν τη δυνατότητα να δεσμεύσει τα μέλη της.

    13 Συναφώς η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη αναφέρει ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, στοιχεία f και g, του καταστατικού, σκοπός της FEG είναι η προστασία των κοινών συμφερόντων των χονδρεμπόρων που διατηρούν αποθέματα ηλεκτρολογικών προϊόντων, προωθώντας κανονικές σχέσεις αγοράς υπό την ευρύτερη έννοια του όρου και συνάπτοντας συμφωνίες συνεργασίας με άλλα όργανα ή οργανισμούς που συμμετέχουν στο χονδρεμπόριο ηλεκτρολογικών προϊόντων. Τα μέλη υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 16 του καταστατικού, να «συμμορφώνονται κατά γράμμα προς τις διατάξεις του καταστατικού, του εσωτερικού κανονισμού και των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και της συνελεύσεως». Από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο c, και από το άρθρο 6 του καταστατικού προκύπτει ότι ένα μέλος μπορεί να διαγραφεί από την ένωση εάν δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που τάσσει το καταστατικό ή ο εσωτερικός κανονισμός. Είναι δυνατόν επίσης ένα μέλος να τεθεί σε αναστολή, να του απευθυνθεί επίπληξη ή να του επιβληθεί πρόστιμο δυνάμενο να ανέλθει έως και 10 000 ολλανδικά φιορίνια (NLG) αν το διοικητικό συμβούλιο φρονεί ότι ενήργησε κατά παράβαση του καταστατικού, του εσωτερικού κανονισμού ή των αποφάσεων που έλαβε νομοτύπως η ένωση.

    14 Κατά την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη και όσον αφορά τις παραβάσεις που διαπιστώνονται εις βάρος της αναιρεσείουσας στα άρθρα 1 και 2 της επίδικης απόφασης, υπάρχουν πολλές αναφορές, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 39, 44, 48, 53, 71, 76, 79, 82, 84, 85, 92, 111 και 112 της επίδικης απόφασης, στη δεσμευτικότητα που είχε για τα μέλη της η συμπεριφορά της ενώσεως η οποία συνήψε τις προβαλλόμενες συμφωνίες, ήτοι τη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας και τη συμφωνία καθορισμού των τιμών μεταξύ των μελών της.

    15 Κατά τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, μολονότι η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τη βασιμότητα των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση όσον αφορά την ύπαρξη των παραβάσεων αυτών, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν είναι δυνατόν, εκ πρώτης όψεως, να αμφισβητηθεί ότι η εφαρμογή των προβαλλομένων αυτών συμφωνιών ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των μελών της.

    16 Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων συνήγαγε από τις κρίσεις αυτές ότι τα αντικειμενικά συμφέροντα της αιτούσας δεν μπορούσαν, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθούν έχοντα αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε αυτήν.

    17 Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θεώρησε δηλαδή ότι πρέπει να εκτιμηθεί ο κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας που προέκυψε, εν προκειμένω, από τη σύσταση της ζητηθείσας εγγυήσεως λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους και της οικονομικής ευρωστίας των επιχειρήσεων, μελών της FEG.

    18 Συναφώς, από την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη προκύπτει ότι η Επιτροπή επισήμανε, χωρίς η αναιρεσείουσα να την αντικρούσει στο σημείο αυτό, ότι το πρόστιμο αντιπροσωπεύει κάτω του 0,5 % του συνολικού κύκλου εργασιών των μελών της FEG, για το οικονομικό έτος 1994. Κατά τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων μπορούσε δηλαδή να υποτεθεί ότι τα μέλη της FEG έχουν αρκετά μεγάλη οικονομική επιφάνεια για να καταβάλουν το επιβληθέν πρόστιμο ή, κατά μείζονα λόγο, για να συστήσουν τη ζητηθείσα εγγύηση.

    19 Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κατέληξε στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι η εκτέλεση των άρθρων 5, παράγραφος 1, και 6 της επίδικης αποφάσεως, προτού το ρωτοδικείο αποφανθεί επί της προσφυγής της στην κύρια υπόθεση, είναι δυνατό να προκαλέσει την προβαλλόμενη, σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, που συνίστατο στο ενδεχόμενο να κηρυχθεί σε πτώχευση.

    20 Τέλος ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρόσθεσε ότι, το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας σχετικά με την προταθείσα εγγύηση.

    21 ράγματι, κατά την προσβαλλομένη διάταξη, το γεγονός και μόνον ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε ότι είναι έτοιμη να συστήσει μια τέτοια εγγύηση, μολονότι αυτή αντιπροσωπεύει, όπως προβάλλεται, την αξία των περιουσιακών της στοιχείων κατά το τέλος του οικονομικού έτους 1999, κατά τη διάρκεια του οποίου επιβλήθηκε το πρόστιμο, δεν ασκεί επιρροή. Από τις παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση καθώς και από τη μετέπειτα επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 2000 προκύπτει σαφώς ότι το μικρό τμήμα, περίπου 4 % του επιβληθέντος προστίμου που θα καλυπτόταν από την προταθείσα εγγύηση αντιπροσωπεύει μόνον το μέρος που ορισμένα μέλη της FEG δέχθηκαν ότι πρέπει τελικώς να αναλάβουν, προκειμένου να της παράσχουν τη δυνατότητα να εξακολουθήσει την υποστήριξη της προσφυγής της στην κύρια δίκη. Η αναιρεσείουσα ουδεμία απόδειξη προσκόμισε ότι τα μέλη αυτά αδυνατούν να συλλέξουν τα αναγκαία κονδύλια προκειμένου να συσταθεί η ζητηθείσα εγγύηση.

    22 Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κατέληξε συνεπώς στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι, σε περίπτωση μη λήψεως των αιτηθέντων προσωρινών μέτρων, θα υφίστατο σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

    23 Κατά συνέπεια, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να εξετάσει αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις χορηγήσεως της ζητηθείσας αναστολής.

    Η αίτηση αναιρέσεως

    24 Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από τον ρόεδρο του Δικαστηρίου:

    - να αναιρέσει την προσβαλλομένη διάταξη·

    - να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ρωτοδικείου, και

    - να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    25 ρος στήριξη της αιτήσεώς της, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη διάταξη έχει ως συνέπεια ότι, ενώ άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης απόφασης που της επέβαλε διοικητικό πρόστιμο, θα εκκαθαρισθεί εξαιτίας του οργάνου που της επέβαλε το πρόστιμο αυτό και μάλιστα πριν η προσφυγή που άσκησε κατά της εν λόγω απόφασης εκδικασθεί από ανεξάρτητο δικαστήριο. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί ότι πρέπει να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως ότι τα αντικειμενικά συμφέροντά της εξομοιούνται με τα συμφέροντα των μελών της και συνεπώς να ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση των μελών για να εκτιμηθεί αν η ίδια θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση μη χορηγήσεως της ζητουμένης αναστολής.

    26 Ο μοναδικός αυτός λόγος αναιρέσεως διαρθρώνεται σε τέσσερα σκέλη. ρώτον, υποστηρίζεται ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, κατά παράβαση κοινοτικού δικαίου, εξομοίωσε την αναιρεσείουσα προς τα μέλη της. Δεύτερον, η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη αγνοεί το δικαίωμα της αναιρεσείουσας για πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Τρίτον, συντρέχει παράβαση του άρθρου 242 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 104 του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, διότι η εξισορρόπηση των συμφερόντων υπήρξε σαφώς ανακριβής. Τέταρτον, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο επιτρέποντας στην Επιτροπή να καταχραστεί το δικαίωμα προσφυγής της FEG.

    27 Η Επιτροπή καθώς και η CEF City και CEF Holdings ζητούν να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Εκτίμηση

    28 Δεδομένου ότι οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων περιέχουν όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι περιττό να αναπτύξουν οι διάδικοι και προφορικές παρατηρήσεις.

    Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως

    29 Με το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την κρίση του δικαστή των ασφλιστικών μέτρων ότι τα συμφέροντά της δεν έχουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τα συμφέροντα των μελών της απλώς και μόνον, επειδή εκ πρώτης όψεως η εφαρμογή των συμφωνιών ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των μελών και ότι η συμπεριφορά της ένωσης στο πλαίσιο της οποίας διαπράχθηκαν οι παραβάσεις ήταν δεσμευτική για τα μέλη της.

    30 Κατ' αρχάς μια ένωση δεν μπορεί κατά κανόνα να εξομοιωθεί προς τα μέλη της στα πλαίσια διαδικασίας βάσει του κανονισμού 17. Εν συνεχεία η κοινή στα νομικά συστήματα των κρατών μελών αρχή ότι κατά κανόνα οι τρίτοι δεν ευθύνονται για τις οφειλές νομικού προσώπου ισχύει και για τα μέλη μιας ενώσεως που έχει νομική προσωπικότητα. Τέλος, ακόμα και σε διαφορετική περίπτωση, δεν είναι νομικώς ορθό να εξομοιώνεται με τα μέλη της μια ένωση επιχειρήσεων που έχει ίδια νομική προσωπικότητα σε περιπτώσεις όπου η ένωση και τα μέλη δεν αποτελούν την ίδια οικονομική ενότητα ούτε είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους ώστε να μπορούν να εξομοιωθούν πλήρως στις σχέσεις τους με τους τρίτους.

    31 Εν προκειμένω, το συμφέρον της αναιρεσείουσας, που είναι να προσβάλει την επίδικη απόφαση, είναι διαφορετικό του συμφέροντος των μελών της. Συναφώς, η αναιρεσείουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή είχε απευθύνει ανακοίνωση αιτιάσεων σε έξι από τα μέλη της, πλην όμως τελικά αποφάσισε να την αποσύρει έναντι αυτών. Υποστηρίζει επίσης ότι δεν μπορεί να αναγκάσει τα μέλη της να της παράσχουν συνδρομή.

    32 Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι αβασίμως ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θεώρησε ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις προήλθαν από αποφάσεις της αναιρεσείουσας που δέσμευαν τα μέλη της.

    33 Συναφώς πρέπει να σημειωθεί προκαταρκτικά ότι από την προσβαλλομένη διάταξη δεν προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα εξομοιώθηκε γενικώς με τα μέλη της ούτε ότι θεωρήθηκε ότι τα μέλη είχαν ευθύνη για τις δικές της οφειλές.

    34 Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπίστωσε μόνο, αφού εξέτασε τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, ότι οι εσωτερικοί κανόνες λειτουργίας της αναιρεσείουσας της έδιναν τη δυνατότητα να δεσμεύσει τα μέλη της και τίποτα δεν επέτρεπε, εξ όψεως, να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η εφαρμογή των συμφωνιών που προσάπτονται στην αναιρεσείουσα ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των μελών της. Βάσει αυτής της συγχύσεως των συμφερόντων μεταξύ της FEG και των μελών της ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κινδύνου επελεύσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, έπρεπε να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και η οικονομική ευρωστία των επιχειρήσεων, μελών της αναιρεσείουσας.

    35 Ακόμη και αν η προσαπτομένη παράβαση τελέστηκε μέσω αποφάσεως της FEG, από τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου των ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως, στην τέλεση της παραβάσεως, σύγχυση μεταξύ των συμφερόντων της αναιρεσείουσας και των συμφερόντων των μελών της.

    36 Τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύουν ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπέπεσε σε νομική πλάνη λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη σύγχυση των συμφερόντων, προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει πράγματι κίνδυνος επελεύσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας της αναιρεσείουσας.

    37 Ειδικότερα, το γεγονός ότι τα μέλη της FEG δεν μπορούν να υποχρεωθούν από την ένωση να της παράσχουν συνδρομή, στοιχείο του οποίου ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων είχε πλήρη επίγνωση, δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της διαπιστωθείσας συγχύσεως των συμφερόντων, αρκούσε η διαπίστωση ότι τα μέλη της ενώσεως είχαν την ικανότητα να συστήσουν την εγγύηση οπότε η προβαλλομένη ζημία παρίσταται εξ ολοκλήρου φευκτή.

    38 _Οσον αφορά τις εκτιμήσεις που διατύπωσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με τη δεσμευτικότητα των αποφάσεως της ενώσεως έναντι των μελών της, δεν μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. ράγματι, κατά το άρθρο 225 ΕΚ και το άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και ως λόγοι αναιρέσεως μπορούν να προβληθούν η αναρμοδιότητα του ρωτοδικείου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το ρωτοδικείο.

    Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως

    39 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη αγνοεί το δικαίωμά της για πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεδομένου ότι η άρνηση χορηγήσεως των ζητηθέντων προληπτικών μέτρων θα επέφερε την πτώχευσή της και η ίδια θα περιερχόταν σε αδυναμία να συνεχίσει τη διαδικασία στην κύρια δίκη.

    40 Η σχέση αιτιότητας μεταξύ της άρνησης χορηγήσεως των ζητηθέντων μέτρων και της προβαλλομένης πτώχευσης είναι αποδεδειγμένη. Συγκεκριμένα, τα μέλη της αναιρεσείουσας ήταν βεβαίως σε θέση να της συνδράμουν για να αποφύγει την πτώχευση, πλην όμως δεν είχαν εκ του νόμου τέτοια υποχρέωση.

    41 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ευλόγως βασίστηκε στη σύγχυση των συμφερόντων μεταξύ της αναιρεσείουσας και των μελών της για να προσδιορίσει κατά πόσο η κατάσταση της αναιρεσείουσας δικαιολογούσε τη λήψη προσωρινών μέσων.

    42 ράγματι, όταν η διαφορά αφορά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού που τελέσθηκε μέσω της αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων και διαπιστώνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα αντικειμενικά συμφέροντα της ένωσης δεν παρουσιάζουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που υπάγονται σ' αυτή, το συμφέρον της ενώσεως να επιβιώσει δεν μπορεί να εκτιμηθεί ανεξάρτητα από το συμφέρον των εν λόγω επιχειρήσεων.

    43 Αν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, την οποία υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να χορηγείται συστηματικά αναστολή εκτελέσεως σε κάθε ένωση επιχειρήσεων που ασκεί προσφυγή ακυρώσεως κατ' αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία της επιβάλλεται πρόστιμο, υπολογιζόμενο σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί το σύνολο των επιχειρήσεων, μελών της ένωσης.

    44 Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ιδίως όταν πρόκειται για αίτημα απαλλαγής από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως, ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή, αίτημα που, κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό παρά μόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις (διατάξεις AEG κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 6· της 7ης Μα_ου 1982, Hasselblad κατά Επιτροπής, 86/82 R, Συλλογή 1982, σ. 1555, σκέψη 3, και της 15ης Μαρτίου 1983, Ferriere di Roè Volciano κατά Επιτροπής, 234/82 R, Συλλογή 1983, σ. 725, σκέψεις 5 και 6).

    45 Εν συνεχεία, από την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αρνήσεως χορηγήσεως της ζητηθείσας αναστολής και της ζημίας που επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα. ρόκειται για διαπίστωση πραγματικού περιστατικού που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 38 της παρούσας διάταξης.

    46 Τέλος η απλή μονομερής άρνηση συνδρομής που αντέταξαν τα μέλη της FEG δεν αρκεί για να μη ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση των μελών αυτών. ράγματι, η έκταση της προβληθείσας ζημίας δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μονομερή βούληση των μελών της ενώσεως που ζητεί την αναστολή, σε μια κατάσταση όπου τα συμφέροντα της ενώσεως και τα συμφέροντα των μελών συγχέονται.

    Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως

    47 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων στάθμιση των εν λόγω συμφερόντων ήταν σαφώς ανακριβής, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είχε το παραμικρό οικονομικό συμφέρον να εκτελέσει αμέσως την απόφασή της ενώ το συμφέρον που είχε για την τήρηση της αποφάσεως δεν θα επηρεαζόταν από την αναστολή της εισπράξεως του προστίμου.

    48 Συναφώς, από την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη προκύπτει ότι η αίτηση προσωρινών μέτρων απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε τον κίνδυνο επελεύσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, και τούτο χωρίς να σταθμιστούν, αφενός, τα συμφέροντα της Επιτροπής για άμεση εκτέλεση της απόφασής της και, αφετέρου, το συμφέρον της αναιρεσείουσας να της χορηγηθεί η αναστολή της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγύησης.

    49 Συνεπώς, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να προσάψει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων ανακριβή στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων. Η αίτηση ορθώς απορρίφθηκε αφού η αναιρεσείουσα δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση του επείγοντος.

    50 ράγματι, οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως είναι σωρευτικές και για τον λόγο αυτό η αίτηση αναστολής απορρίπτεται όταν δεν συντρέχει κάποια από τις προϋποθέσεις (διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 30).

    Επί του τετάρτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως

    51 Κατά την αναιρεσείουσα, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων επέτρεψε στην Επιτροπή να καταχραστεί την άσκηση, εκ μέρους της FEG, των δικαιωμάτων της να ασκήσει προσφυγή προκειμένου να επιτύχει την πληρωμή ολοκλήρου του προστίμου που επέβαλε με την επίδικη απόφαση, ενώ είναι βέβαιο ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε ποτέ να εισπράξει το πρόστιμο αν δεν είχε ασκηθεί προσφυγή.

    52 Συναφώς διαπιστώνεται πάντως ότι, αν η αναιρεσείουσα δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα προσφυγής, η Επιτροπή νομίμως θα μπορούσε να επιδιώξει την πλήρη εκτέλεση της επίδικης απόφασης.

    53 Αυτή η δυνατότητα που έχει η Επιτροπή δεν αίρεται με την άσκηση προσφυγής, δεδομένου ότι η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από την οικονομία του άρθρου 242 ΕΚ.

    54 Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε, μετά την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως, να μην προβεί σε κανένα μέτρο εισπράξεως του προστίμου όσο θα εκκρεμούσε η υπόθεση, υπό τον όρο της συστάσεως αποδεκτής εγγύησης, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά της Επιτροπής και η προσβαλλομένη διάταξη δεν πάσχει νομική πλάνη ως προς αυτό το σημείο.

    55 Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    56 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως βάσει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή καθώς και η CEF City και η CEF Holdings ζήτησαν να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα η αναιρεσείουσα, η οποία και ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Καταδικάζει τη Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied στα δικαστικά έξοδα.

    Top