Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0362

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά της οδηγίας 98/5/ΕΚ - Αιτιολογημένη γνώμη - Αγνόηση των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος μέλος σε απάντηση της οχλήσεως - Επίπτωση επί του παραδεκτού.
    Υπόθεση C-362/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-11433

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:739

    62001J0362

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά της οδηγίας 98/5/ΕΚ - Αιτιολογημένη γνώμη - Αγνόηση των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος μέλος σε απάντηση της οχλήσεως - Επίπτωση επί του παραδεκτού. - Υπόθεση C-362/01.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-11433


    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-362/01,

    Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από τον D. J. O'Hagan, επικουρούμενο από τις D. McGuinness, SC, και D. R. Phelan, BL, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο

    καθής,

    "που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιρλανδία, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο όπου αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ L 77, σ. 36), ή παραλείποντας να ενημερώσει συναφώς την Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ως άνω οδηγία,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet (εισηγητή), M. Wathelet και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, D. A. O. Edward, A. La Pergola, P. Jann, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιρλανδία, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο όπου αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ L 77, σ. 36), ή παραλείποντας να ενημερώσει συναφώς την Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ως άνω οδηγία.

    2 Το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/5 ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 14 Μαρτίου 2000. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.»

    Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    3 Επειδή δεν έλαβε εκ μέρους της Ιρλανδίας κοινοποίηση των ληφθέντων για τη μεταφορά της οδηγίας 98/5 στην εσωτερική έννομη τάξη της μέτρων, η Επιτροπή όχλησε, σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ, με έγγραφο της 8ης Αυγούστου 2000, την Ιρλανδική Κυβέρνηση να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών.

    4 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση απάντησε στην όχληση με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2001, το οποίο παρελήφθη από την Επιτροπή στις 17 Ιανουαρίου 2001, ήτοι πέραν των τριών μηνών μετά τη λήξη της προθεσμίας δύο μηνών που της είχε ταχθεί. Επί της ουσίας διευκρίνισε ότι τα αναγκαία για τη μεταφορά της οδηγίας 98/5 στην εσωτερική έννομη τάξη σχέδια νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων βρίσκονταν πάντοτε στο στάδιο της εξετάσεως και ότι οι σχετικές διατάξεις επρόκειτο να τεθούν καταρχήν σε εφαρμογή στις αρχές του έτους 2001.

    5 Η Επιτροπή απηύθυνε στις 4 Ιανουαρίου 2001 προς την Ιρλανδία αιτιολογημένη γνώμη καλώντας τη να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 98/5 εντός προθεσμίας δύο μηνών. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε, ιδίως, στο σημείο 3 της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης, ότι «ουδεμία επίσημη απάντηση είχε ληφθεί μέχρι σήμερα» εκ μέρους της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Ιρλανδία δεν είχε θεσπίσει ή κοινοποιήσει οποιοδήποτε μέτρο μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, οπότε δικαιολογούνταν η διατυπωθείσα αιτιολογημένη γνώμη.

    6 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση απάντησε επί της αιτιολογημένης γνώμης με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 2001, υπενθυμίζοντας ότι είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της και επισυνάπτοντας σε παράρτημα αντίγραφο του από 16 Ιανουαρίου 2001 εγγράφου της. Η δεύτερη αυτή απάντηση δεν προσέθετε κανένα νέο στοιχείο που έπρεπε να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή.

    7 Εν συνεχεία, η Επιτροπή δεν έλαβε καμία περαιτέρω πληροφορία.

    Επί του παραδεκτού

    8 Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει, κυρίως, ότι η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις της επειδή δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εφαρμόσει την οδηγία 98/5 εντός της ταχθείσας συναφώς προθεσμίας. Υπογραμμίζει ότι η Ιρλανδία δεν αμφισβητεί την αιτίαση που της προσάπτεται.

    9 Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, πάντως, η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η στρεφόμενη κατ' αυτής προσφυγή είναι απαράδεκτη ως εκ του ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις προϋποθέσεις εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης. Εκτιμά ότι η Επιτροπή ισχυρίστηκε εσφαλμένα, με την αιτιολογημένη γνώμη της, ότι ουδεμία είχε δοθεί απάντηση στο έγγραφό της οχλήσεως. Υπενθυμίζει ότι επέστησε την προσοχή της Επιτροπής επί της παρατυπίας και εκτιμά ότι, αντί να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή, η Επιτροπή όφειλε καταρχάς να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις της και να διευκρινίσει, με νέα αιτιολογημένη γνώμη, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απάντηση των ιρλανδικών αρχών ήταν ανεπαρκής. Προς στήριξη της ερμηνείας αυτής, η Ιρλανδική Κυβέρνηση επικαλείται ιδίως τη διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1995, C-266/94, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1995, σ. Ι-1975, σκέψεις 24 έως 26), αφορώσα προσφυγή λόγω παραβάσεως ασκηθείσα υπό πανομοιότυπες περιστάσεις, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία είχε διεξαχθεί παρατύπως και ότι το γεγονός αυτό καθιστούσε προδήλως απαράδεκτη την προσφυγή της Επιτροπής.

    10 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει με το δικόγραφο της προσφυγής της τον αντικανονικό χαρακτήρα της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

    11 Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι οι παρατηρήσεις της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως δεν περιήλθαν σε γνώση της εγκαίρως εφόσον της απεστάλησαν μετά την παρέλευση της ταχθείσας με το έγγραφο οχλήσεως προθεσμίας δύο μηνών. Η Επιτροπή εκτιμά ότι νομιμοποιούνταν να μη λάβει υπόψη την απάντηση της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως «απλώς και μόνον επειδή η απάντηση αυτή παρελήφθη ακριβώς πριν την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης».

    12 Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διαβιβασθείσες από την Ιρλανδική Κυβέρνηση παρατηρήσεις, ακόμη και αν είχαν αποσταλεί εγκαίρως, δεν ήσαν ικανές να μεταστρέψουν την άποψή της περί παραβάσεως. Επομένως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αποστολή αιτιολογημένης γνώμης δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση και ότι το γεγονός ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη της τις ως άνω παρατηρήσεις, γεγονός που δεν αμφισβητεί, δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει το απαράδεκτο της ασκηθείσας κατά της Ιρλανδίας προσφυγής.

    13 Τρίτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο συνήγαγε ότι συνέτρεχε το απαράδεκτο της προσφυγής λόγω παραβάσεως με την προμνησθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Ισπανίας δεν πληρούνται εν πάση περιπτώσει εν προκειμένω. Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η ασκηθείσα κατά κράτους μέλους προσφυγή πρέπει να κρίνεται ως απαράδεκτη αν δεν έχουν ληφθεί οι παρατηρήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, αλλά διαπίστωσε το απαράδεκτο της προσφυγής αποκλειστικά λόγω της υπάρξεως εθνικών μέτρων που οδηγούσαν σε μερική μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της επίδικης οδηγίας και στον βαθμό που η απάντηση του Βασιλείου της Ισπανίας ελήφθη εντός της ορισθείσας με το έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής προθεσμίας. Τα δύο αυτά στοιχεία δεν συντρέχουν στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

    14 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σε αντίθεση προς όσα προφανώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το βάσιμο της αιτιολογημένης γνώμης της, ακόμη και αν υποτεθεί ότι απεδείχθη, ουδόλως έχει ως συνέπεια να καθιστά νομότυπη πλημμέλεια που διεπράχθη κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση της διαδικασίας παραβάσεως.

    15 Η προβλεπόμενη στο άρθρο 226 ΕΚ διαδικασία περιλαμβάνει δύο διαδοχικές φάσεις, ήτοι μια προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση διοικητικής φύσεως και μια φάση ενώπιον του Δικαστηρίου.

    16 Σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας είναι να παρασχεθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο ή να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 293/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 305, σκέψη 13· προαναφερθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 16, και απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001. C-1/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-9989, σκέψη 53).

    17 Το νομότυπο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας συνιστά ουσιώδη εγγύηση αναγνωριζόμενη από τη Συνθήκη ΕΚ όχι μόνο προς προστασία των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αλλά και προς εξασφάλιση του ότι η τυχόν δίκη που πρόκειται να κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο σαφώς οριοθετημένη διαφορά (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 53).

    18 Έτσι, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία επιδιώκει τους ακόλουθους τρεις στόχους: να επιτραπεί στο κράτος μέλος να θέσει τέρμα στην τυχόν παράβαση, να καταστεί εφικτό να ασκήσει τα αμυντικά δικαιώματά του και να οριοθετηθεί καλώς το αντικείμενο της διαφοράς ενόψει τυχόν προσφυγής στο Δικαστήριο.

    19 Δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή παρέλαβε τις παρατηρήσεις της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως επτά ημέρες προτού της απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη. Καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλει ως κύρωση για τη μη τήρηση της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή προκειμένου να δοθεί απάντηση στο έγγραφό της οχλήσεως το απαράδεκτο των παρατηρήσεων του κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, εναπέκειτο, κατ' αρχήν, στην Επιτροπή να αναφερθεί, με την αιτιολογημένη γνώμη της, στις εκτιμήσεις της επί των ανωτέρω παρατηρήσεων προτού εξηγήσει τις αιτιάσεις επί των οποίων είχε την πρόθεση να εστιαστεί, αντί να ισχυριστεί εσφαλμένα ότι δεν είχε λάβει καμία επίσημη απάντηση εκ μέρους της Ιρλανδίας.

    20 Πάντως, η Επιτροπή δεν περιήγαγε το κράτος μέλος σε αδυναμία να θέσει τέρμα στην παράβαση και δεν προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας· επιπλέον, το γεγονός ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις της Ιρλανδίας δεν είχε καμία επίπτωση επί της οριοθετήσεως του αντικειμένου της διαφοράς. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 4 της παρούσας αποφάσεως, η Ιρλανδία περιορίστηκε, με την απάντησή της επί του εγγράφου οχλήσεως της Επιτροπής, να αναγγείλει τη μελλοντική θέσπιση μέτρων μεταφοράς που εξακολουθούσαν να εξετάζονται.

    21 Υπό τις περιστάσεις αυτές, όσο ατυχής και αν μπορεί να θεωρηθεί ο τρόπος διαξαγωγής της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η αιτιολογημένη γνώμη δεν νοείται ως πάσχουσα ουσιώδη πλημμέλεια ικανή να συνεπαχθεί το απαράδεκτο της ασκούμενης από την Επιτροπή προσφυγής λόγω παραβάσεως.

    22 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι παραδεκτή.

    Επί της παραβάσεως

    23 Δεδομένου ότι η μεταφορά της οδηγίας 98/5, σχετικά με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, δεν έγινε εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όπως το αναγνωρίζει άλλωστε η ίδια η Ιρλανδική Κυβέρνηση, η ασκηθείσα από την Επιτροπή προσφυγή πρέπει να κριθεί ως βάσιμη.

    24 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιρλανδία, μη λαμβάνοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 98/5, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ανωτέρω οδηγία.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    25 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ιρλανδίας, η δε Ιρλανδία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Μη λαμβάνοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο όπου αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ανωτέρω οδηγία.

    2) Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

    Top