Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0299

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 20ής Ιουνίου 2002.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμßούργου.
    Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Άρθρο 43 ΕΚ - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Κοινωνικά πλεονεκτήματα - Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
    Υπόθεση C-299/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-05899

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:394

    62001J0299

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 20ης Ιουνίου 2002. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμßούργου. - Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Άρθρο 43 ΕΚ - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Κοινωνικά πλεονεκτήματα - Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. - Υπόθεση C-299/01.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-05899


    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Εξέταση του βασίμου από το Δικαστήριο - Κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη - Κατάσταση κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας

    (Άρθρο 226 ΕΚ)

    2. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Αντικείμενο της διαφοράς - ροσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς με την αιτιολογημένη γνώμη - Ταχθείσα στο κράτος μέλος προθεσμία - Επιγενόμενη παύση της παραβάσεως - Συμφέρον ασκήσεως της προσφυγής - Ενδεχόμενη ευθύνη του κράτους μέλους

    (Άρθρο 226 ΕΚ)

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-299/01,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την H. Michard, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενου από τον N. Mackel,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας μια προϋπόθεση περί προηγούμενης κατοικίας στο έδαφός του διάρκειας πέντε ετών για τη χορήγηση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), και από το άρθρο 43 ΕΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. von Bahr, πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Απριλίου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας μια προϋπόθεση περί προηγούμενης κατοικίας στο έδαφός του διάρκειας πέντε ετών για τη χορήγηση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), και από το άρθρο 43 ΕΚ.

    2 Το άρθρο 43 EK ορίζει:

    «Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

    Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας Συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων.»

    3 Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους απολαύει, στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

    4 Το άρθρο 2 του λουξεμβουργιανού νόμου της 26ης Ιουλίου 1986 περί α) θεσπίσεως του δικαιώματος για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, β) ιδρύσεως εθνικής υπηρεσίας κοινωνικής δράσεως, γ) τροποποιήσεως του νόμου της 30ής Ιουλίου 1960 για την ίδρυση εθνικού ταμείου αλληλεγγύης, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι συμπλήρωμα εισοδήματος καταβάλλεται μόνο στα πρόσωπα που κατοικούν στο Λουξεμβούργο επί τουλάχιστον δέκα έτη κατά την τελευταία εικοσαετία. Ο λουξεμβουργιανός νόμος της 29ης Απριλίου 1999 περί θεσπίσεως δικαιώματος για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2000 και κατάργησε τον τροποποιηθέντα νόμο της 26ης Ιουλίου 1986, ορίζει, με το άρθρο 2, παράγραφος 2, ότι «[ο] ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει κατοικήσει στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου επί τουλάχιστον πέντε έτη κατά την τελευταία εικοσαετία» για να αξιώσει τις προβλεπόμενες παροχές.

    5 Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η λουξεμβουργιανή νομοθεσία αντέβαινε στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κίνησε τη διαδικασία λόγω παραβάσεως· αφού κάλεσε το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εξέδωσε στις 26 Ιανουαρίου 2000 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει, εντός δίμηνης προθεσμίας, τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή του προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, όσον αφορά τους μισθωτούς εργαζομένους, και προς το άρθρο 43 ΕΚ, όσον αφορά τους μη μισθωτούς εργαζομένους.

    6 Με έγγραφα της 31ης Μα_ου και της 15ης Ιουνίου 2000, οι λουξεμβουργιανές αρχές ανακοίνωσαν την απόφασή τους να τροποποιήσουν τον νόμο της 29ης Απριλίου 1999 ώστε να συμμορφωθεί η νομοθεσία τους προς την αιτιολογημένη γνώμη. Οι εν λόγω αρχές διευκρίνισαν στη συνέχεια ότι η νομοθετική τροποποίηση επρόκειτο να ψηφιστεί κατά την κοινοβουλευτική σύνοδο του 2000-2001.

    7 Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, με έγγραφο της 24ης Ιουλίου 2000, επέστησαν την προσοχή των λουξεμβουργιανών αρχών στην αναγκαιότητα άμεσης τακτοποιήσεως της καταστάσεως των προσώπων στα οποία δεν χορηγείται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα διότι δεν πληρούν την προϋπόθεση περί προηγούμενης κατοικίας διάρκειας πέντε ετών στο οικείο κράτος. Οι λουξεμβουργιανές αρχές απάντησαν στις 26 Οκτωβρίου 2000 ότι, ελλείψει σχετικής διατάξεως, δεν μπορούσαν να τακτοποιήσουν την κατάσταση των δικαιούχων.

    8 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

    9 H Eπιτροπή διατείνεται ότι η λουξεμβουργιανή νομοθεσία αποτελεί πρόδηλη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει όχι μόνον τις προφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία, διά της εφαρμογής διαφορετικών κριτηρίων διαχωρισμού, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα.

    10 H Kυβέρνηση του Λουξεμβούργου, χωρίς να αμφισβητεί την παράβαση, επισημαίνει ότι στις 22 Μαρτίου 2000 υιοθέτησε σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του άρθρου 2 του νόμου της 29ης Απριλίου 1999 και ότι θα ενημερώσει αμέσως την Επιτροπή σχετικά με την έκδοση του νόμου. Η εν λόγω κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ή να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία εν αναμονή παραιτήσεως της Επιτροπής.

    11 Επιβάλλεται, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2002, C-394/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 12). Επίσης κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της προσφυγής λόγω παραβάσεως καθορίζεται με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, ακόμη δε και στην περίπτωση που η παράβαση έπαυσε μετά την πάροδο της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, εξακολουθεί να υφίσταται συμφέρον προς συνέχιση της δίκης, συνιστάμενο ιδίως στο να αποδειχθεί η ευθύνη που ενδεχομένως φέρει το κράτος μέλος έναντι των προσώπων που αντλούν δικαιώματα από τη συγκεκριμένη παράβασή του (βλ. ιδίως την απόφαση της 17ης Ιουνίου 1987, 154/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2717, σκέψη 6).

    12 Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση προσαρμογής του εσωτερικού δικαίου του στις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 και του άρθρου 43 ΕΚ εντός της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Oι διατάξεις αυτές δεν συνάδουν με την απαίτηση περί πενταετούς κατοικίας εντός της λουξεμβουργιανής επικράτειας για τη χορήγηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, απαίτηση που αποτελεί έμμεση δυσμενή διάκριση.

    13 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφυγή της Επιτροπής είναι βάσιμη.

    14 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας μια προϋπόθεση περί προηγούμενης κατοικίας στο έδαφός του για τη χορήγηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που προβλέπει η νομοθεσία του, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 και από το άρθρο 43 ΕΚ.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    15 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα και το τελευταίο ηττήθηκε, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας μια προϋπόθεση περί προηγούμενης κατοικίας στο έδαφός του για τη χορήγηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που προβλέπει η νομοθεσία του, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (EOK) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, και από το άρθρο 43 ΕΚ.

    2) Καταδικάζει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.

    Top