This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62001CJ0277
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 3 April 2003. # European Parliament v Ignacio Samper. # Appeals - Officials - Reconstruction of career - Consideration of comparative merits. # Case C-277/01 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 3ης Απριλίου 2003.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Ignacio Samper.
Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Αποκατάσταση σταδιοδρομίας - Συγκριτική εξέταση των προσόντων.
Υπόθεση C-277/01 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 3ης Απριλίου 2003.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Ignacio Samper.
Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Αποκατάσταση σταδιοδρομίας - Συγκριτική εξέταση των προσόντων.
Υπόθεση C-277/01 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-03019
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:196
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 3ης Απριλίου 2003. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Ignacio Samper. - Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Αποκατάσταση σταδιοδρομίας - Συγκριτική εξέταση των προσόντων. - Υπόθεση C-277/01 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-03019
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. Αναίρεση - Έννομο συμφέρον - Προϋπόθεση - Όφελος για τον αναιρεσείοντα
(Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 49)
2. Υπάλληλοι - Προαγωγή - Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως - Δικαστικός έλεγχος - Όρια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)
1. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος για την άσκηση αναιρέσεως προϋποθέτει ότι το αποτέλεσμα της αναιρέσεως μπορεί να τον ωφελήσει.
Σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, η αναίρεση μπορεί να ωφελήσει ένα όργανο, καθόσον καθιστά δυνατή την αναζήτηση των αναδρομικών αμοιβών που καταβλήθηκαν σε υπάλληλο σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα ωφελήσει όντως το εν λόγω όργανο σε κάθε περίπτωση, καθόσον θα το προστατεύσει οριστικά από κάθε αίτημα αποζημιώσεως που μπορεί να προβάλει ο υπάλληλος λόγω της βλάβης που υπέστη από την επίδικη απόφαση, την ακυρωθείσα από το Πρωτοδικείο.
( βλ. σκέψεις 28, 30-31 )
2. Για να εκτιμηθεί το συμφέρον της υπηρεσίας καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αποφάσεως προαγωγής, βάσει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και, στον τομέα αυτό, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, λαμβάνοντας υπόψη τις μεθόδους και τους λόγους που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, η διοίκηση κινήθηκε εντός λογικών ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς εσφαλμένο. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, συνεπώς, να υποκαταστήσει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στην εκτίμηση των προσόντων και της αξίας των υποψηφίων.
( βλ. σκέψη 35 )
Στην υπόθεση C-277/01 P,
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους H. von Hertzen και D. Moore, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
αναιρεσείον,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 3 Μα_ου 2001 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στην υπόθεση T-99/00, Samper κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. Ι-Α-111 και ΙΙ-507), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,
όπου ο έτερος διάδικος είναι ο
Ignacio Samper, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Μαδρίτης (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τον E. Boigelot, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγων πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, C. W. A. Timmermans, A. La Pergola, P. Jann και S. von Bahr (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed
γραμματέας: R. Grass
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 2002,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Ιουλίου 2001, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άσκησε, βάσει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 3ης Μα_ου 2001, Τ-99/00, Samper κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. Ι-Α-111 και ΙΙ-507, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την από 9 Ιουνίου 1999 απόφαση του Κοινοβουλίου σχετικά με την αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του Ι. Samper, καθόσον όρισε την 1η Ιανουαρίου 1998 ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της προαγωγής του στον βαθμό Α 4 (στο εξής: επίδικη απόφαση).
Το ιστορικό της διαφοράς
2 Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τον φάκελο της υποθέσεως που υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο, μπορεί να συνοψισθεί με τον ακόλουθο τρόπο.
3 Ο Ι. Samper ανέλαβε υπηρεσία στο Κοινοβούλιο το 1986. Προσελήφθη στον βαθμό Α 7 και τοποθετήθηκε στη γενική διεύθυνση οικονομικών και δημοσιονομικών υποθέσεων (ΓΔ ΙΙ). Προήχθη στον βαθμό Α 6 το 1989 και, εν συνεχεία, στον βαθμό Α 5, το 1994.
4 Με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1995, ο Ι. Samper, ο οποίος, ακολουθούμενος από τον κ. Carbajo Ferrero, κατέλαβε την πρώτη θέση στον πίνακα επιτυχόντων που καταρτίστηκε κατά το πέρας του εσωτερικού διαγωνισμού Α/88, για την πλήρωση της θέσεως του προϊσταμένου τμήματος στον βαθμό Α 3 στο γραφείο πληροφοριών της Μαδρίτης (Ισπανία), εντός της γενικής διευθύνσεως πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων (ΓΔ ΙΙΙ) του Κοινοβουλίου, διορίστηκε στην εν λόγω θέση, με ισχύ από 1ης Απριλίου 1995. Ο διαγωνισμός αυτός διεξήχθη αφού απέβη άκαρπη η διαδικασία πληρώσεως της κηρυχθείσας κενής θέσεως με προαγωγή ή μετάθεση περί της οποίας η ανακοίνωση αριθ. 7424.
5 Με απόφαση της 12ης Ιουνίου 1997, Τ-237/95, Carbajo Ferrero κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. Ι-Α-141 και ΙΙ-429), το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα του Carbajo Ferrero περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 21ης Φεβρουαρίου 1995, καθώς και της αποφάσεως περί μη διορισμού του στην εν λόγω θέση.
6 Με την αναιρετική απόφαση της 18ης Μαρτίου 1999, C-304/97 Ρ, Carbajo Ferrero κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1999, σ. Ι-1749), το Δικαστήριο εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση του Πρωτοδικείου, καθώς και την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1995 με την οποία διορίστηκε ο Ι. Samper, διότι δεν υπήρχε η απαραίτητη αντιστοιχία μεταξύ των προϋποθέσεων της ανακοινώσεως κενής θέσεως αριθ. 7424 και αυτών της προκηρύξεως του διαγωνισμού Α/88.
7 Με απόφαση της 14ης Απριλίου 1999, το Κοινοβούλιο, εκτελώντας την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Carbajo κατά Κοινοβουλίου, ακύρωσε τον διορισμό του Ι. Samper στη θέση του προϊσταμένου τμήματος και αποκατέστησε τη σταδιοδρομία του, από 1ης Απριλίου 1995, στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 2, με αρχαιότητα κλιμακίου από 1ης Φεβρουαρίου 1994. Τον τοποθέτησε στο γραφείο πληροφοριών της Μαδρίτης και δήλωσε ότι, κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεων των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), ο ενδιαφερόμενος διατηρούσε τις αποδοχές του βαθμού Α 3, τις οποίες είχε λάβει μέχρι την κοινοποίηση της δικαστικής αποφάσεως.
8 Με την επίδικη διοικητική απόφαση, ο Ι. Samper προήχθη από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) στον βαθμό Α 4, κλιμάκιο 1, με αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1998, σύμφωνα με την ομόφωνη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής προαγωγών (στο εξής: επιτροπή προαγωγών) κατά την έκτακτη σύσκεψή της στις 19 Μα_ου 1999, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εν λόγω συσκέψεως.
9 Στις 8 Σεπτεμβρίου 1999, ο Ι. Samper υπέβαλε ένσταση κατά της επίδικης αποφάσεως. Με το από 20 Ιανουαρίου 2000 έγγραφο της Προέδρου του Κοινοβουλίου, η εν λόγω ένσταση απορρίφθηκε.
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
10 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Ι. Samper, στις 20 Απριλίου 2000, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, μόνον καθόσον αυτή προσδιόριζε την 1η Ιανουαρίου 1998, και όχι την 1η Ιανουαρίου 1997, ως ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της προαγωγής του στον βαθμό Α 4.
11 Ο Ι. Samper προσήπτε στο Κοινοβούλιο ότι, πρώτον, δεν έλαβε επαρκώς υπόψη του, κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων του, τα καθήκοντα του προϊσταμένου στο γραφείο πληροφοριών της Μαδρίτης, τα οποία ασκούσε από την 1η Απριλίου 1995. Δεύτερον, προσήπτε στο Κοινοβούλιο ότι δεν έλαβε υπόψη του τους τρόπους απονομής των μορίων προαγωγής, τρίτον, ότι υπέπεσε σε πραγματικό σφάλμα ως προς την επαγγελματική του πείρα και, τέταρτον, ότι δεν έλαβε υπόψη του τα κριτήρια περί αρχαιότητας και ηλικίας. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι μόνον η πρώτη από τις τέσσερις αιτιάσεις του Ι. Samper έχρηζε εξετάσεως.
12 Το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, για την αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του Ι. Samper, εναπόκειτο στην ΑΔΑ να εξετάσει τα προσόντα του κατά την περίοδο προαγωγών 1997, ως προς το σύνολο των προαγώγιμων υπαλλήλων στον βαθμό Α 4 κατά την εν λόγω περίοδο και, ειδικότερα, ως προς τους προαχθέντες υπαλλήλους στο τέλος της εν λόγω περιόδου.
13 Με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω εξετάσεως, εναπέκειτο στην ΑΔΑ να εφαρμόσει τα κριτήρια που θεσπίστηκαν κατά την περίοδο προαγωγών 1997 και, συναφώς, ειδικότερα, να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι, κατά την εν λόγω περίοδο, ο Ι. Samper ασκούσε καθήκοντα προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών στη Μαδρίτη από δύο περίπου έτη. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι από την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1997, περί προαγωγών κατά την εν λόγω περίοδο, προκύπτει σαφώς ότι η ΑΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις βαθμολογίας και τις προτάσεις των γενικών διευθυντών, είχε εκτιμήσει ότι το «αποφασιστικό» κριτήριο ήταν «το επίπεδο των ασκουμένων καθηκόντων [...] καθώς και η προσωπική συμμετοχή και ο διαρκής χαρακτήρας της καταβαλλόμενης προσπάθειας έναντι των καθηκόντων αυτών».
14 Το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την εκτίμηση των προσόντων του Ι. Samper σε σχέση με αυτά των υπαλλήλων του βαθμού Α 5 που προήχθησαν στον βαθμό Α 4 κατά την περίοδο 1994, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν επέβαλε στην ΑΔΑ μόνο να λάβει υπόψη της το επίπεδο των ασκουμένων καθηκόντων του ενδιαφερομένου, αλλά επίσης να διορθώσει, ως προς τα καθήκοντα που αντιστοιχούν κανονικά σε θέση βαθμού Α 5, την απονεμηθείσα βαθμολογία και τις παρατηρήσεις που διατυπώνονται στην έκθεση βαθμολογίας του για την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1995 και 1ης Ιανουαρίου 1997, όταν κατείχε τη θέση του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών της Μαδρίτης.
15 Με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς τις αιτιάσεις του Κοινοβουλίου, η σύγκριση της εκθέσεως βαθμολογίας του Ι. Samper με αυτές των δεκατεσσάρων άλλων προϊσταμένων του γραφείου πληροφοριών του Κοινοβουλίου, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως 1ης Ιανουαρίου 1997, τις οποίες είχε καταρτίσει ο γενικός διευθυντής της ΓΔ ΙΙΙ, αποκάλυπτε ότι ο αναιρεσείων έχαιρε ιδιαίτερης εκτιμήσεως σε σχέση με τους συναδέλφους του. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, από τη σύγκριση των γενικών εκτιμήσεων, προέκυπτε ότι ο Ι. Samper δεν είχε συναντήσει ιδιαίτερα προβλήματα προσαρμογής. Κατά το Πρωτοδικείο, η εγκωμιαστική αξιολόγηση του αναιρεσείοντος συγκρινόταν, αντιθέτως, με τις διατυπωθείσες στο παρελθόν για ορισμένους αρχαιότερους προϊσταμένους γραφείων πληροφοριών, στους οποίους είχε απονεμηθεί ιδιαίτερα υψηλή βαθμολογία (59 βαθμοί σε μία περίπτωση και 58 βαθμοί σε δύο άλλες περιπτώσεις), οι οποίες έκαναν μνεία μιας «προκλήσεως» ή ορισμένων προς επίτευξη στόχων.
16 Με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι η επιτροπή προαγωγών, σύμφωνα με τα πρακτικά της συσκέψεώς της, εκτίμησε κατ' ουσίαν, αφού ανέγνωσε το σύνολο των εκθέσεων βαθμολογίας του Ι. Samper, ότι, καίτοι αυτός ήταν «υψηλά ιστάμενος υπάλληλος στη ΓΔ ΙΙ», δεν συνέβαινε το ίδιο στη ΓΔ ΙΙΙ. Το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι η επιτροπή προαγωγών στηρίχθηκε συναφώς ουσιαστικά στο γεγονός ότι, στην έκθεση βαθμολογίας για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως 1ης Ιανουαρίου 1997, ο βαθμολογητής επεσήμανε ότι ο Ι. Samper έπρεπε ακόμη να ανταποκριθεί σε πλείονες «προκλήσεις». Επιπλέον, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής είχε προηγουμένως ζητήσει να αναγραφεί η παρατήρηση ότι η εν λόγω έκθεση βαθμολογίας υπαινισσόταν την ύπαρξη προβλήματος προσαρμογής του ενδιαφερομένου στα καθήκοντά του ως προϊσταμένου του γραφείου, αλλά ότι η επιτροπή προαγωγών είχε εντούτοις δεχτεί ότι η ΓΔ ΙΙΙ αναγνώριζε ότι επρόκειτο περί πολύ καλού υπαλλήλου.
17 Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκτίμηση της επιτροπής προαγωγών ως προς τα προσόντα του Ι. Samper, στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων του ως προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών, όχι μόνον περιείχε ορισμένες ασυνέπειες, αλλά ήταν επίσης προδήλως εσφαλμένη διότι στηριζόταν στην ιδέα ότι ο ενδιαφερόμενος είχε προβλήματα προσαρμογής, δεδομένου ότι η σύγκριση των εκθέσεων βαθμολογίας του συνόλου των προϊσταμένων των γραφείων πληροφοριών αποδυνάμωνε σαφώς την κρίση αυτή. Κατά το Πρωτοδικείο, λαμβανομένης υπόψη της βαθμολογίας του και των εγκωμιαστικών παρατηρήσεων ως προς τα προσόντα του, τη μεγάλη συναίσθηση των ευθυνών του, την ικανότητά του για ανάληψη πρωτοβουλιών και την επαγγελματική του συνείδηση, η εν λόγω σύγκριση καταδείκνυε ότι η ΓΔ ΙΙΙ αναγνώριζε πλήρως τα προσόντα του Ι. Samper, δεδομένου ιδίως ότι ο διορισμός του στη θέση του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών ήταν σχετικά πρόσφατος.
18 Το Πρωτοδικείο, ακολούθως, επισήμανε, με τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων του Ι. Samper κατά την περίοδο 1997, η επιτροπή προαγωγών βασίστηκε μόνο στους βαθμούς που περιείχαν οι εκθέσεις βαθμολογίας.
19 Το Πρωτοδικείο πρόσθεσε, με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ελλείψει άλλης εξηγήσεως, κανένα στοιχείο δεν επέτρεπε την υπόθεση ότι η ΑΔΑ είχε όντως προβεί στη σύγκριση των επιπέδων των καθηκόντων που βάρυναν, αφενός, τον Ι. Samper ως προϊστάμενο του γραφείου πληροφοριών και, αφετέρου, τους υπαλλήλους που προήχθησαν στον βαθμό Α 4 κατά την περίοδο 1997.
20 Το Πρωτοδικείο επισήμανε, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την ανάλυση των λόγων που οδήγησαν την επιτροπή προαγωγών να μην προτείνει την προαγωγή του Ι. Samper κατά την περίοδο 1997 και, ως εκ τούτου, την ΑΔΑ να μην τον προαγάγει στον βαθμό Α 4 από 1ης Ιανουαρίου 1997, προέκυπτε ότι, στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων του ενδιαφερομένου κατά την εν λόγω περίοδο, η ΑΔΑ δεν αξιολόγησε επαρκώς το γεγονός ότι αυτός ασκούσε τότε επιτυχώς επί περίπου δύο χρόνια τα καθήκοντα του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών στη Μαδρίτη.
21 Με τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ΑΔΑ, παραλείποντας να αξιολογήσει, στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων του κατά την περίοδο 1997, τα καθήκοντα του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών που είχε ασκήσει επιτυχώς ο Ι. Samper, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί, καθόσον δεν διόρισε τον Ι. Samper στον βαθμό Α 4 από 1ης Ιανουαρίου 1997, χωρίς να χρειάζεται να ερευνήσει τις λοιπές αιτιάσεις του.
Η αίτηση αναιρέσεως
23 Με την αίτηση αναιρέσεως, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, κυρίως, να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς απορρίπτοντας την προσφυγή ακυρώσεως του Ι. Samper ως αβάσιμη και, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου για να αποφανθεί εκ νέου επί της προσφυγής ακυρώσεως. Ζητεί επιπλέον από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
24 Ο Ι. Samper ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, κυρίως, ως προδήλως απαράδεκτης και, επικουρικώς, ως αβάσιμης. Εν πάση περιπτώσει, ζητεί από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στο σύνολο των εξόδων των δύο δικών.
Επί του παραδεκτού
25 Ο Ι. Samper ισχυρίζεται ότι το Κοινοβούλιο δεν έχει έννομο συμφέρον και ότι η αίτησή του αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη. Κατ' αυτόν, εφόσον η ΑΔΑ τον προήγαγε στον βαθμό Α 4 από 1ης Ιανουαρίου 1997, με την από 31 Ιουλίου 2001 απόφασή της, το Κοινοβούλιο ουδέν έννομο συμφέρον έχει για να ασκήσει αναίρεση. Ο Ι. Samper προσθέτει ότι το Κοινοβούλιο έλαβε την εν λόγω απόφαση για ίδιους λόγους και όχι σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία ουδόλως συνεπαγόταν την προαγωγή του από 1ης Ιανουαρίου 1997.
26 Το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι οι ισχυρισμοί του Ι. Samper ως προς το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως στερούνται κάθε νομικής και πραγματικής βάσεως. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν άφηνε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στην ΑΔΑ ως προς τα ληπτέα μέτρα για την εκτέλεσή της. Συναφώς, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αναγνωσθεί λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους που το στηρίζουν και, ιδίως, τη σκέψη 54, σύμφωνα με την οποία η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον δεν προάγει τον Ι. Samper στον βαθμό Α 4 με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1997.
27 Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι η έκδοση αποφάσεως από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως θα το ωφελήσει αναμφιβόλως, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση, σε περίπτωση που η αίτηση αναιρέσεως ευδοκιμήσει, το προστατεύει οριστικά από κάθε αίτημα αποζημιώσεως που μπορεί να προβάλει ο Ι. Samper, αφενός, επιτρέπει δε στο Κοινοβούλιο να αναζητήσει τις αναδρομικές αποδοχές που καταβλήθηκαν στον Ι. Samper σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφετέρου.
28 Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να υπομνησθεί ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του Κοινοβουλίου για την άσκηση αναιρέσεως προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμα που θα επιτύχει, να το ωφελήσει (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard, Συλλογή 2000, σ. Ι-6189, σκέψη 33).
29 Ακολούθως, από τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί καθόσον δεν προήγαγε τον Ι. Samper στον βαθμό Α 4 με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1997. Εξάλλου, κατά τη διατύπωση της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 2001, αυτή ελήφθη σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
30 Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση της 31ης Ιουλίου 2001 ελήφθη σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, η αναίρεση μπορεί να ωφελήσει το Κοινοβούλιο, καθόσον καθιστά δυνατή την αναζήτηση των αναδρομικών αμοιβών που καταβλήθηκαν στον Ι. Samper σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
31 Τέλος, η εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα ωφελήσει όντως το Κοινοβούλιο σε κάθε περίπτωση, καθόσον θα το προστατεύσει οριστικά από κάθε αίτημα αποζημιώσεως που μπορεί να προβάλει ο Ι. Samper λόγω της βλάβης που υπέστη από την επίδικη απόφαση.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.
Επί του βασίμου
33 Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται κατ' ουσίαν ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η ΑΔΑ, παραλείποντας να προαγάγει τον Ι. Samper στον βαθμό Α 4 από 1ης Ιανουαρίου 1997, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παρέβη το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο και ότι, για να καταλήξει στην εν λόγω κρίση, στηρίχθηκε σε εσφαλμένη βάση, κυρίως στην αλλοίωση ορισμένων εγγράφων, και υποκατέστησε την ΑΔΑ στην εκτίμησή της.
34 Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, «[η] προαγωγή κατά βαθμό παρέχεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και συνεπάγεται την κατάληψη από τον υπάλληλο του αμέσως ανωτέρου βαθμού της κατηγορίας ή του κλάδου στον οποίο ανήκει. Η προαγωγή γίνεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει έναν ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στον βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων που έχουν σειρά προαγωγής, καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς».
35 Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι, για να εκτιμηθεί το συμφέρον της υπηρεσίας καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αποφάσεως προαγωγής, βάσει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η ΑΔΑ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ότι, στον τομέα αυτό, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, λαμβάνοντας υπόψη τις μεθόδους και τους λόγους που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, η διοίκηση κινήθηκε εντός λογικών ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς εσφαλμένο. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, συνεπώς, να υποκαταστήσει την ΑΔΑ στην εκτίμηση των προσόντων και της αξίας των υποψηφίων (βλ. απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1987, 324/85, Bouteiller κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 529, σκέψη 6).
36 Επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε μία μόνον από τις τέσσερις αιτιάσεις του Ι. Samper και ότι αυτή αφορά τη φερόμενη παράλειψη της ΑΔΑ να λάβει δεόντως υπόψη, κατά τη σύγκριση των προσόντων για την περίοδο προαγωγών 1997, τις δραστηριότητές του ως προϊσταμένου του γραφείου πληφοριών της Μαδρίτης επί δύο έτη.
37 Συναφώς, επιβάλλεται κατ' αρχάς να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεώς του, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι εναπέκειτο στην ΑΔΑ να εφαρμόσει τα κριτήρια που έγιναν δεκτά κατά την περίοδο προαγωγών 1997 και, συναφώς, ειδικότερα, να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι ο Ι. Samper ασκούσε καθήκοντα προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών στη Μαδρίτη από δύο έτη περίπου, κατά την εν λόγω περίοδο. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, από το έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 1997, περί προαγωγών κατά την εν λόγω περίοδο, προκύπτει σαφώς ότι η ΑΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις βαθμολογίας και τις προτάσεις των γενικών διευθυντών, εκτίμησε ότι το «αποφασιστικό» κριτήριο ήταν «το επίπεδο των ασκουμένων καθηκόντων [...] καθώς και η προσωπική συμμετοχή και ο διαρκής χαρακτήρας της καταβαλλόμενης προσπάθειας ένταντι των καθηκόντων αυτών».
38 Επιβάλλεται, εντούτοις, η επισήμανση ότι, στην αρχή του προαναφερθέντος εγγράφου της 27ης Νοεμβρίου 1997, η ΑΔΑ δήλωσε ότι οι αποφάσεις της περί προαγωγής είχαν ληφθεί βάσει συγκριτικής εξετάσεως του συνόλου των προσόντων των υπαλλήλων.
39 Συγκεκριμένα, καθώς επισημαίνει το Κοινοβούλιο, η ΑΔΑ έκανε μνεία του επιπέδου των ασκουμένων καθηκόντων για να δικαιολογήσει την επίδικη απόφαση μόνον αφού διαπίστωσε ότι οι εκθέσεις βαθμολογίας που είχε εξετάσει η επιτροπή προαγωγών ελάχιστα διέφεραν.
40 Από την ανωτέρω περίσταση προκύπτει ότι η διαπίστωση, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η ΑΔΑ, με το προαναφερθέν έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 1997, εκτίμησε ότι το αποφασιστικό κριτήριο για την προαγωγή ήταν το επίπεδο των ασκουμένων καθηκόντων, έγινε χωρίς να ληφθεί υπόψη το γενικότερο πλαίσιο και αλλοίωσε το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου.
41 Επιβάλλεται, εν συνεχεία, η επισήμανση ότι από τη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι εκτιμήσεις της ΑΔΑ επιβαλλόταν να εξετασθούν υπό το φως των πρακτικών της συσκέψεως της 19ης Μα_ου 1999 της επιτροπής προαγωγών, επί των οποίων η ΑΔΑ στήριξε την άρνησή της να προαγάγει τον Ι. Samper στον βαθμό Α 4 με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1997.
42 Εντούτοις, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν προβαίνει σε εξέταση της εργασίας της επιτροπής προαγωγών, αλλά σε εκτίμηση των προσόντων του Ι. Samper βάσει των εκθέσεων βαθμολογίας των δεκατεσσάρων άλλων προϊσταμένων του γραφείου πληροφοριών του Κοινοβουλίου. Στις σκέψεις 46 και 47 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξετάζει με κριτικό τρόπο την εκτίμηση της επιτροπής προαγωγών σχετικά με τα προσόντα του ενδιαφερομένου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών.
43 Έτσι, με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η σύγκριση των εκθέσεων βαθμολογίας του συνόλου των προϊσταμένων των γραφείων πληροφοριών δείχνει ότι η DG ΙΙΙ αναγνώριζε πλήρως τα προσόντα του Ι. Samper, δεδομένης της συνολικής βαθμολογίας του και των εγκωμιαστικών εκτιμήσεων της ικανότητας, της αυξημένης συναισθήσεως των ευθυνών, της ικανότητας πρωτοβουλίας και της επαγγελματικής δεσμεύσεώς του. Η εκτίμηση αυτή επέτρεψε στο Πρωτοδικείο να καταλήξει, με τις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο Ι. Samper είχε ασκήσει επιτυχώς τα καθήκοντά του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών.
44 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τον τρόπο αυτό, υποκαθιστώντας δηλαδή την ΑΔΑ στην εκτίμηση των προσόντων του Ι. Samper, το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια, όπως τα υπενθυμίζει η σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, του δικαιοδοτικού ελέγχου που δικαιούται να ασκεί σε θέματα διορισμού και προαγωγών των υπαλλήλων των Κοινοτήτων.
45 Τέλος, αφού θεμελίωσε έτσι τα επαγγελματικά προσόντα του Ι. Samper, το Πρωτοδικείο επισήμανε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων του ενδιαφερομένου κατά την περίοδο προαγωγών 1997, η επιτροπή προαγωγών στηρίχθηκε αποκλειστικά στους βαθμούς των εκθέσεων βαθμολογίας.
46 Συναφώς, επιβάλλεται να τονισθεί ότι από τα πρακτικά της συσκέψεως της επιτροπής προαγωγών προκύπτει ότι η επιτροπή έλαβε υπόψη της τα καθήκοντα που άσκησε ο Ι. Samper και ότι προσάρμοσε τους βαθμούς των εκθέσεων βαθμολογίας βάσει των εν λόγω καθηκόντων.
47 Επιπλέον, από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι η επιτροπή προαγωγών συνέκρινε τα προσόντα του Ι. Samper και το επίπεδο καθηκόντων που αυτός ασκούσε με αυτά των υπαλλήλων που προήχθησαν στον βαθμό Α 4 κατά την περίοδο προαγωγών 1997, καθώς και με τις εκθέσεις βαθμολογίας ορισμένων άλλων, μη προαχθέντων, υπαλλήλων.
48 Επομένως, η επιτροπή προαγωγών έλαβε όντως υπόψη το επίπεδο των καθηκόντων του Ι. Samper κατά την άσκηση των καθηκόντων του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών και δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στους βαθμούς των εκθέσεων βαθμολογίας.
49 Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλοιώνει το περιεχόμενο των πρακτικών της συσκέψεως της επιτροπής προαγωγών της 19ης Μα_ου 1999.
50 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ΑΔΑ, παραλείποντας να αξιολογήσει στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων του Ι. Samper κατά την περίοδο προαγωγών 1997, το γεγονός ότι αυτός είχε ασκήσει επιτυχώς τα καθήκοντα του προϊσταμένου του γραφείου πληροφοριών της Μαδρίτης, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, στηρίχθηκε σε αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων που του προσκομίστηκαν και υποκατέστησε την ΑΔΑ στην εκτίμηση των προσόντων του ενδιαφερομένου.
51 Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.
Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου
52 Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, εφόσον αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει.
53 Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε μόνον την πρώτη από τις τέσσερις αιτιάσεις που προέβαλε ο Ι. Samper, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι σε θέση να εκδικάσει τη διαφορά και ότι πρέπει να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να αποφανθεί ως προς τα αιτήματα του Ι. Samper περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μα_ου 2001, Τ-99/00, Samper κατά Κοινοβουλίου.
2) Αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων του Ι. Samper περί ακυρώσεως της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουνίου 1999 περί αποκαταστάσεως της σταδιοδρομίας του, καθόσον ορίζει την 1η Ιανουαρίου 1998 ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της προαγωγής του στον βαθμό Α 4.
3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.