Escolha as funcionalidades experimentais que pretende experimentar

Este documento é um excerto do sítio EUR-Lex

Documento 62001CJ0226

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 30ής Ιανουαρίου 2003.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Δανίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως - Μη προσήκουσα εφαρμογή της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ.
Υπόθεση C-226/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-01219

Identificador Europeu da Jurisprudência (ECLI): ECLI:EU:C:2003:60

62001J0226

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 30ης Ιανουαρίου 2003. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Δανίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως - Μη προσήκουσα εφαρμογή της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ. - Υπόθεση C-226/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-01219


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Προσέγγιση των νομοθεσιών - Ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως - Οδηγία 76/160 - Εκτέλεση εκ μέρους των κρατών μελών - Υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος - Αξιολόγηση σε ετήσια βάση

(Οδηγία 76/160, άρθρα 4 § 1 και 13)

Περίληψη


$$Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/160, περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως να καταστεί σύμφωνη με τις οριακές τιμές που καθορίζονται δυνάμει της οδηγίας εντός προθεσμίας δέκα ετών μετά την κοινοποίησή της, η δε ποιότητα αυτή πρέπει να εκτιμάται σε ετήσια και όχι σε πολυετή βάση.

( βλ. σκέψεις 24-25 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-226/01,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. C. Støvlbæk, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Δανίας, εκπροσωπούμενου από τους J. Molde και J. Bering Liisberg, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο της Δανίας, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως σύμφωνα με τις οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 108), και μη πραγματοποιώντας την επιβαλλόμενη από την οδηγία ελάχιστη συχνότητα δειγματοληψιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, C. Gulmann, Β. Σκουρή και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με σκοπό να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο της Δανίας, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως σύμφωνα με τις οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 108, στο εξής: οδηγία), και μη πραγματοποιώντας την επιβαλλόμενη από την οδηγία ελάχιστη συχνότητα δειγματοληψιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

Το νομικό πλαίσιο

2 Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α_, της οδηγίας ορίζει:

«Κατά την έννοια της παρούσης οδηγίας νοούνται ως:

α) "ύδατα κολυμβήσεως" τα γλυκέα ρέοντα ή λιμνάζοντα ύδατα ή μέρη αυτών, όπως και το ύδωρ της θαλάσσης, στα οποία η κολύμβηση:

- επιτρέπεται σαφώς από τις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους,

ή

- δεν απαγορεύεται και συνηθίζεται από μεγάλο αριθμό λουομένων».

3 Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας «τα κράτη μέλη καθορίζουν για όλες τις περιοχές κολυμβήσεως ή για κάθε μία από αυτές, τις τιμές που εφαρμόζονται στα ύδατα κολυμβήσεως για τις παραμέτρους που ορίζονται στο παράρτημα».

4 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι «οι τιμές που καθορίζονται δυνάμει της παραγράφου 1 δεν πρέπει να είναι λιγότερο αυστηρές από τις τιμές που ορίζονται στη στήλη Ι του παραρτήματος». Στο παράρτημα της οδηγίας απαριθμούνται 19 παράμετροι, καθώς και υποχρεωτικές οριακές τιμές για τις περισσότερες από τις παραμέτρους αυτές.

5 Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να καταστεί η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως σύμφωνη προς τις οριακές τιμές που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 3, εντός προθεσμίας δέκα ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής.

6 Σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας:

«1. Για την εφαρμογή του άρθρου 4, τα ύδατα κολυμβήσεως θεωρούνται ότι ανταποκρίνονται στις σχετικές παραμέτρους:

αν τα δείγματα των εν λόγω υδάτων που λαμβάνονται από τον ίδιο χώρο δειγματοληψίας και με την συχνότητα που προβλέπεται στο παράρτημα, δεικνύουν ότι τα ύδατα ανταποκρίνονται στις τιμές των παραμέτρων για την ποιότητα του συγκεκριμένου ύδατος σε ποσοστό:

- 95 % των δειγμάτων στην περίπτωση παραμέτρων που είναι σύμφωνοι με τις παραμέτρους που ορίζονται στη στήλη Ι του παραρτήματος,

- 90 % των δειγμάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, εξαιρέσει των παραμέτρων "ολικά κολοβακτηρίδια" και "ολοβακτηρίδια κοπράνων" όπου το ποσοστό των δειγμάτων δύναται να είναι 80 %,

και εφόσον για το 5 %, 10 % ή 20 % των δειγμάτων που κατά περίπτωση δεν συμφωνούν:

- το ύδωρ δεν παρεκκλίνει των τιμών των εν λόγω παραμέτρων πλέον του 50 %, εκτός της περιπτώσεως των μικροβιολογικών παραμέτρων, του pH και του διαλελυμένου οξυγόνου,

- τα διαδοχικά δείγματα ύδατος που λαμβάνονται σε κατάλληλη στατιστικώς συχνότητα, δεν παρεκκλίνουν των αντιστοίχων παραμετρικών τιμών.

2. Οι υπερβάσεις των τιμών που προβλέπονται στο άρθρο 3 δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των ποσοστών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, όταν είναι αποτέλεσμα πλημμυρών, φυσικών καταστροφών ή εκτάκτων μετεωρολογικών συνθηκών.»

7 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πραγματοποιούν δειγματοληψίες των οποίων η ελαχίστη συχνότητα καθορίζεται στο παράρτημα.

8 Το άρθρο 8 της οδηγίας προβλέπει ενδεχόμενες παρεκκλίσεις από την οδηγία αυτή:

α) για ορισμένες παραμέτρους που χαρακτηρίζονται στο παράρτημα με (0), λόγω εξαιρετικών μετεωρολογικών ή γεωγραφικών συνθηκών,

και

β) όταν τα ύδατα κολυμβήσεως υπόκεινται σε φυσικό εμπλουτισμό με ορισμένες ουσίες, ο οποίος προκαλεί υπέρβαση των οριακών τιμών που καθορίζονται στο παράρτημα.

9 Σύμφωνα με το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν οι παρεκκλίσεις αυτές να μην ανταποκρίνονται στις επιταγές περί προστασίας της δημοσίας υγείας και όταν ένα κράτος μέλος προβεί σε μια παρέκκλιση πρέπει να πληροφορεί αμέσως την Επιτροπή περί αυτού, «ορίζοντας επακριβώς τους λόγους και τη διάρκεια της παρεκκλίσεως».

10 Το άρθρο 13 της οδηγίας, όπως προκύπτει από την οδηγία 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1991, για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών για το περιβάλλον (ΕΕ L 377, σ. 48), προβλέπει ότι κάθε χρόνο τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κατά το έτος αυτό. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στην Επιτροπή πριν από τη λήξη του καλυπτόμενου έτους.

11 Η οδηγία κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο της Δανίας στις 10 Δεκεμβρίου 1975.

Τα πραγματικά περιστατικά και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

12 Η Δανική Κυβέρνηση διαβίβασε στην Επιτροπή εκθέσεις αφορώσες τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας για τις περιόδους κολυμβήσεως 1995, 1996, 1997 και 1998. Η Επιτροπή επισήμανε συναφώς ότι η εφαρμογή της οδηγίας ήταν πλημμελής. Συνεπώς, με το από 4 Αυγούστου 1999 έγγραφο οχλήσεως, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της εν λόγω κυβερνήσεως στις πλημμέλειες αυτές και την κάλεσε να της υποβάλει τις σχετικές παρατηρήσεις της.

13 Η Δανική Κυβέρνηση απάντησε με το από 1η Οκτωβρίου 1999 έγγραφο εκθέτοντας τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στις περιπτώσεις υπερβάσεως των οριακών τιμών που προβλέπονται στην οδηγία.

14 Η Επιτροπή έκρινε ότι η Δανική Κυβέρνηση δεν είχε λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως σύμφωνα με τις οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία και να πραγματοποιηθεί η ελάχιστη συχνότητα δειγματοληψιών. Συνεπώς, στις 7 Απριλίου 2000, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο Βασίλειο της Δανίας, με την οποία διαπίστωνε παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας και καλούσε αυτό το κράτος μέλος να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη αυτή γνώμη εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.

15 Η Δανική Κυβέρνηση απάντησε με έγγραφα της 7ης και 8ης Ιουνίου 2000, επισημαίνοντας την αναληφθείσα στη Δανία δράση για τη γενική βελτίωση του καθαρισμού των αποβλήτων και της ποιότητας των υδάτων και περιγράφοντας ειδικότερα τα μέτρα που έχουν ληφθεί τα τελευταία είκοσι έτη κατά των διαφόρων πηγών ρυπάνσεως των υδάτων κολυμβήσεως.

16 Παρ' όλ' αυτά, η Επιτροπή έκρινε ότι η αναφερομένη στην αιτιολογημένη γνώμη παράβαση εξακολουθούσε και, συνεπώς, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

Η προσφυγή

Επί της αιτιάσεως σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

17 Η Επιτροπή, μολονότι διευκρινίζει ότι η παρούσα προσφυγή αφορά μόνο τα έτη 1995 έως 1998, υποστηρίζει ότι η ποιότητα των δανικών υδάτων κολυμβήσεως δεν ανταποκρινόταν πλήρως στις υποχρεωτικές οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία κατά τη διάρκεια κάθε έτους από το 1995 έως το 2000. Το ποσοστό αντιστοιχίας των ετών αυτών με τις οριακές τιμές αναγράφεται στον ακόλουθο πίνακα:

>lt>0

18 Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Δανική Κυβέρνηση αμφισβητεί τον υπολογισμό του ποσοστού αντιστοιχίας με τις οριακές τιμές που έκανε η Επιτροπή για τους εξής λόγους. Πρώτον, οι υπερβάσεις πρέπει, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, να θεωρηθούν «τυχαίες», εφόσον μπορεί να οφείλονται σε ρύπανση προερχόμενη από ζώα, και επέρχονται αιφνιδίως, ως μεμονωμένες υπερβάσεις, διεσπαρμένες σε διάφορες περιοχές κολυμβήσεως. Δεύτερον, η μέθοδος υπολογισμού της Επιτροπής δεν λαμβάνει υπόψη τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη διόρθωση συγκεκριμένων υπερβάσεων, ιδίως τις απαγορεύσεις κολυμβήσεως. Πράγματι, επί των 1 300 κολυμβητικών εγκαταστάσεων που υπάρχουν στη Δανία, σε 15 έως 17 από αυτές επιβάλλεται κάθε έτος τυπική απαγόρευση κολυμβήσεως κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Τρίτον, ο υπολογισμός των υπερβάσεων που έκανε η Επιτροπή βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία που ισχύουν για ένα μόνο έτος τη φορά. Αυτή η μέθοδος υπολογισμού συμβάλλει στη δημιουργία λανθασμένης στατιστικής εικόνας της ποιότητας των δανικών υδάτων κολυμβήσεως και ουδόλως θεμελιώνεται στην οδηγία.

19 Η Δανική Κυβέρνηση, ενώ παρατηρεί, όπως και η Επιτροπή, ότι η παρούσα διαδικασία αφορά μόνον τα έτη 1995 έως 1998, υποβάλλει τον ακόλουθο πίνακα αντιστοιχίας των δανικών υδάτων κολυμβήσεως με τις υποχρεωτικές οριακές τιμές για τα έτη 1995 έως 2000. Στον πίνακα αυτόν, τα αριθμητικά στοιχεία έχουν διορθωθεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι τυχαίες υπερβάσεις, η ανακοίνωση λανθασμένων πληροφοριών και η επιβολή απαγορεύσεων κολυμβήσεως:

>lt>1

20 Κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου από το 1995 έως το 1998, έγιναν συνολικά 140 υπερβάσεις, κατανεμηθείσες σε 130 κολυμβητικές εγκαταστάσεις, 82 από τις οποίες καταλογίζονται σε τυχαίες περιπτώσεις (μεταξύ άλλων λόγω ρυπάνσεως προερχομένης από πτηνά και ζώα). Η Δανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι 30 άλλες υπερβάσεις οφείλονται σε απόβλητα και, στις περιπτώσεις αυτές, έχουν ληφθεί μέτρα διορθώσεώς τους. Στις 28 απομένουσες περιπτώσεις, η οικεία κολυμβητική εγκατάσταση τέθηκε υπό παρακολούθηση. Κατά τα λοιπά, τα δεδομένα στοιχεία για τα έτη 1999 και 2000 επιβεβαιώνουν ότι, γενικώς, επρόκειτο για τυχαίες υπερβάσεις.

21 Η Δανική Κυβέρνηση δέχεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση αποτελέσματος και τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συμμορφωθούν προς την οδηγία. Αντιθέτως, το Δικαστήριο αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα να συμβιβάζονται προς την οδηγία ορισμένες υπερβάσεις με την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται από την πλήρη αδυναμία αντιμετωπίσεώς τους.

22 Σύμφωνα με την εν λόγω κυβέρνηση, οι υπερβάσεις που οφείλονται σε απεκκρίσεις πτηνών ή άλλων ζώων, ή σε αιφνίδιες και σφοδρές βροχοπτώσεις, έχουν τυχαίο χαρακτήρα, λόγος για τον οποίο είναι αδύνατον να προβλεφθεί ο τόπος επελεύσεώς τους. Οι υπερβάσεις αυτές οφείλονται σε γενικά αίτια που καθιστούν αδύνατη την τήρηση της οδηγίας. Η Δανική Κυβέρνηση φρονεί ότι οι περισσότερες παραβάσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια των ετών 1995 έως 1998 οφείλονται σε τυχαίες υπερβάσεις - φυσικής προελεύσεως - που ήταν απολύτως αδύνατον να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

23 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους, όπως αυτή εμφανίζεται κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ότι οι επελθούσες στη συνέχεια μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, C-220/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-5831, σκέψη 33, και της 30ής Μα_ου 2002, C-323/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. Ι-4711, σκέψη 8). Επομένως, εν προκειμένω, πρέπει να εκτιμηθεί η ύπαρξη των προβαλλομένων παραβάσεων ενόψει μόνο των κολυμβητικών περιόδων 1995 έως 1998.

24 Παρατηρείται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως να καταστεί σύμφωνη με τις οριακές τιμές που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας (βλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 1998, C-92/96, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-505, σκέψη 27, και της 25ης Μα_ου 2000, C-307/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2000, σ. Ι-3933, σκέψη 48).

25 Συναφώς, διευκρινίζεται ότι το αν η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως είναι σύμφωνη με τις οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία πρέπει να εκτιμάται σε ετήσια και όχι σε πολυετή βάση, όπως υποστηρίζει η Δανική Κυβέρνηση. Πράγματι, το άρθρο 13 της οδηγίας, όπως προκύπτει από την οδηγία 91/692, επιβάλλει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν στην Επιτροπή κάθε χρόνο έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής κατά το έτος αυτό. Ο επιδιωκόμενος σκοπός προστασίας της δημόσιας υγείας δεν συνάδει με πολυετή προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να μην προβούν σε καμία ενέργεια. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται με τη σκέψη 34 της αποφάσεως της 8ης Ιουνίου 1999, C-198/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1999, σ. Ι-3257), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι υπέρβαση των οριακών τιμών για μία και μόνον περίοδο συνιστά παράβαση της οδηγίας.

26 Η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να ενεργούν ώστε κάθε χρόνο το 100 % των ζωνών κολυμβήσεως να είναι σύμφωνο με τις υποχρεωτικές οριακές τιμές που καθορίζονται στη στήλη Ι του παραρτήματος της οδηγίας. Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα ύδατα κολυμβήσεως θεωρείται ότι ανταποκρίνονται σ' αυτές τις οριακές τιμές όταν ορισμένο ποσοστό των δειγματοληψιών των υδάτων αυτών, που έχουν ληφθεί με τη συχνότητα που προβλέπεται στο παράρτημα της οδηγίας, είναι σύμφωνο με τις επιβαλλόμενες από την οδηγία τιμές.

27 Από τα αριθμητικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή με την προσφυγή της προκύπτει ότι, για καθένα από τα έτη 1995 έως 1998, ένα μέρος των δανικών ζωνών κολυμβήσεως, τόσο από ύδωρ θαλάσσης όσο και από γλυκέα ύδατα, δεν ήταν σύμφωνο με τις υποχρεωτικές οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία.

28 Η Δανική Κυβέρνηση αμφισβητεί τα προβληθέντα από την Επιτροπή αριθμητικά στοιχεία και προτείνει να διορθωθούν για να ληφθεί υπόψη η επίπτωση των υπερβάσεων που χαρακτηρίζει «τυχαίες», των σφαλμάτων κατά τη διαβίβαση στοιχείων και των απαγορεύσεων κολυμβήσεως. Κατά συνέπεια, θα προκύψουν αριθμητικά στοιχεία με υψηλότερα ποσοστά αντιστοιχίας με τις εν λόγω υποχρεωτικές οριακές τιμές από αυτά που προέβαλε η Επιτροπή.

29 Παρ' όλ' αυτά, ακόμη κι αν γίνουν δεκτά τα προταθέντα από το καθού κράτος μέλος αριθμητικά στοιχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για καθένα από τα έτη 1995 έως 1998, ένα μέρος των δανικών υδάτων κολυμβήσεως, τόσο από ύδωρ θαλάσσης όσο και από γλυκέα ύδατα, δεν ήταν σύμφωνο με τις υποχρεωτικές οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία. Επομένως, η παράβαση έχει επιτελεστεί όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την ποιότητα των δανικών υδάτων κολυμβήσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το βάσιμο των προταθεισών από τη Δανική Κυβέρνηση διορθώσεων.

Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη συχνότητα των δειγματοληψιών

30 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1995 έως 1998, σε επτά ζώνες κολυμβήσεως, δεν πραγματοποιήθηκε η ελάχιστη συχνότητα δειγματοληψιών, όπως απορρέει από τον συνδυασμό του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του παραρτήματος της οδηγίας.

31 Η Δανική Κυβέρνηση δεν αντικρούει τον ισχυρισμό αυτό, αλλ' υποστηρίζει ότι, σε ετήσια βάση, η παράβαση αφορά μόνο το 0,2 % των 1 300 δανικών κολυμβητικών εγκαταστάσεων. Η Δανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι τα αριθμητικώς ανεπαρκή δείγματα δεν συγκάλυψαν, σε τοπικό επίπεδο, τη μείωση της ποιότητας των υδάτων κολυμβήσεως και οι δανικές αρχές διόρθωσαν τις πλημμέλειες αυτές μεριμνώντας ώστε να μην επαναληφθούν. Κατά συνέπεια, η Δανική Κυβέρνηση φρονεί ότι ο ανεπαρκής αριθμός των δειγμάτων σε τοπικό επίπεδο εμπίπτει στο ελάχιστο όριο και, επομένως, δεν συντρέχει παράβαση της οδηγίας λαμβανομένης υπόψη της σκοπιμότητάς της.

32 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσαπτομένη στη Δανική Κυβέρνηση παράβαση έχει περιορισμένη έκταση και αμελητέες πρακτικές συνέπειες. Εν τούτοις, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1991, C-209/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1991, σ. Ι-1575, σκέψεις 6 και 19, καθώς και της 29ης Μαρτίου 2001, C-404/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-2667, σκέψη 51), η προσφυγή λόγω παραβάσεως έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, η παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από τη Συνθήκη θεωρείται ότι υφίσταται ανεξάρτητα από τη συχνότητα και την έκταση των επικρινομένων καταστάσεων.

33 Επομένως, εν προκειμένω, στοιχειοθετείται η παράβαση όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με τη συχνότητα των δειγματοληψιών.

34 Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Δανίας, μη λαμβάνοντας, κατά τη διάρκεια των ετών 1995 έως 1998, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως σύμφωνα με τις υποχρεωτικές οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία και μη πραγματοποιώντας, κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, την επιβαλλόμενη από την οδηγία ελάχιστη συχνότητα δειγματοληψιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Δανίας και το κράτος αυτό ηττήθηκε, το Βασίλειο της Δανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Το Βασίλειο της Δανίας, μη λαμβάνοντας, κατά τη διάρκεια των ετών 1995 έως 1998, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των υδάτων κολυμβήσεως σύμφωνα με τις υποχρεωτικές οριακές τιμές που προβλέπονται στην οδηγία 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως, και μη πραγματοποιώντας, κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, την επιβαλλόμενη από την οδηγία ελάχιστη συχνότητα δειγματοληψιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

2) Καταδικάζει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.

Início