Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0217

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 10ης Απριλίου 2003.
    Michel Hendrickx κατά Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Καταρτίσεως (Cedefop).
    Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως - Προσφυγή που κατέστη άνευ αντικειμένου - όατάργηση της δίκης.
    Υπόθεση C-217/01 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-03701

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:226

    62001J0217

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 10ης Απριλίου 2003. - Michel Hendrickx κατά Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Καταρτίσεως (Cedefop). - Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως - Προσφυγή που κατέστη άνευ αντικειμένου - όατάργηση της δίκης. - Υπόθεση C-217/01 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-03701


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Διαδικασία - Απόφαση που αντικαθιστά κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας την προσβαλλόμενη απόφαση - Αντικατάσταση αποφάσεως περί αρνήσεως χορηγήσεως της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως από απόφαση με την οποία η εν λόγω αποζημίωση χορηγείται, αλλά η οποία έχει ως αντικείμενο τον συμψηφισμό με ποσά που εισέπραξε αχρεωστήτως ο αναιρεσείων ως αποζημίωση - Διαφορετικό αντικείμενο - Επέκταση των αρχικών αιτημάτων και των ισχυρισμών - Αποκλείεται

    2. Αναίρεση - Λόγοι - Λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αναιρέσεως - Απαράδεκτος

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 42 § 2, εδ. 1)

    Περίληψη


    1. Μια απόφαση που αντικαθιστά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μια προγενέστερη απόφαση, που έχει το ίδιο αντικείμενο, παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του.

    Τούτο δεν ισχύει εάν η προσβαλλόμενη πράξη είναι απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως και εάν, κατά τη διάρκεια της δίκης, η εν λόγω απόφαση αντικατασταθεί από απόφαση με την οποία η εν λόγω αποζημίωση χορηγείται στον προσφεύγοντα, αλλά η οποία επιβάλλει επίσης στον προσφεύγοντα την επιστροφή του ποσού που του είχε καταβληθεί αχρεωστήτως ως αποζημίωση εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, η απόφαση που αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει το ίδιο αντικείμενο με την πράξη αυτή, καθόσον η ως άνω απόφαση έχει ως αντικείμενο τον συμψηφισμό μεταξύ του υπερβάλλοντος ποσού που είχε εισπράξει ο προσφεύγων και του ποσού που του οφείλεται. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν πρέπει να αναγνωριστεί στον προσφεύγοντα το δικαίωμα να τροποποιήσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του.

    ( βλ. σκέψεις 29-30 )

    2. Αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ' ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Πράγματι, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    ( βλ. σκέψη 37 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-217/01 P,

    Michel Hendrickx, υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους J.-N. Louis και V. Peere, δικηγόρους,

    αναιρεσείων,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της διατάξεως που εξέδωσε στις 12 Μαρτίου 2001 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) στην υπόθεση T-298/00, Hendrickx κατά Cedefop (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της εν λόγω διατάξεως,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι το

    Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Καταρτίσεως (Cedefop), εκπροσωπούμενο από τον B. Wägenbaur, Rechtsanwalt,

    καθού πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, F. Macken, N. Colneric (εισηγήτρια) και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μα_ου 2001, ο Μ. Hendrickx άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της διατάξεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Μαρτίου 2001, Τ-298/00, Hendrickx κατά Cedefop (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι παρέλκει να αποφανθεί επί της προσφυγής του η οποία είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Καταρτίσεως (στο εξής: Cedefop) να απορρίψει την αίτησή του για καταβολή αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το κανονιστικό πλαίσιο

    2 Το άρθρο 24, παράγραφοι 1 και 2, του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ) προβλέπει τα εξής:

    «1. Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον ενός έτους ή που θεωρείται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος, ότι οφείλει να συμπληρώσει ισοδύναμο χρόνο υπηρεσίας, αν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, δικαιούται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του προβλέπονται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, το ποσό της οποίας καθορίζεται για προβλεπόμενο χρόνο εργασίας:

    - ίσο ή μεγαλύτερο από ένα έτος αλλά μικρότερο από δύο έτη: στο 1/3 του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ

    - ίσο ή μεγαλύτερο από δύο έτη αλλά μικρότερο από τρία έτη: στα 2/3 του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ

    - ίσο ή μεγαλύτερο από τρία έτη: στα 3/3 του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

    2. Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας. Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει περισσότερα από ένα αλλά λιγότερα από τέσσερα έτη υπηρεσίας δικαιούται αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, το ποσό της οποίας είναι ανάλογο με τον χρόνο υπηρεσίας του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κλάσματα έτους.»

    3 Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) έχει ως εξής:

    «1. Κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων του, ο μόνιμος υπάλληλος ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, δικαιούται αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως ίσης προς τον βασικό μισθό του δύο μηνών, αν πρόκειται περί υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης, ή ίσης προς τον βασικό μισθό του ενός μηνός, αν πρόκειται περί υπαλλήλου μη δικαιουμένου αυτού του επιδόματος, με την επιφύλαξη ότι έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας και ότι δεν έχει τύχει αποζημιώσεως της ιδίας φύσεως στη νέα του θέση. Εφόσον δύο σύζυγοι υπάλληλοι των Κοινοτήτων δικαιούνται αμφότεροι της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, αυτή καταβάλλεται μόνο στον σύζυγο του οποίου ο βασικός μισθός είναι υψηλότερος.

    Για τον υπολογισμό της εν λόγω χρονικής περιόδου, λαμβάνονται υπόψη τα έτη υπηρεσίας σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35, με εξαίρεση των αδειών για προσωπικούς λόγους.

    [...]

    Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως τροποποιείται βάσει του συντελεστή αναπροσαρμογής, ο οποίος καθορίζεται για τον τελευταίο τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου.

    [...]

    4. Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως καταβάλλεται μετά από απόδειξη της επανεγκαταστάσεως αυτής του υπαλλήλου και της οικογένειάς του σε τόπο ο οποίος απέχει το λιγότερο 70 χιλιόμετρα από τον τόπο όπου υπηρετεί ή, αν ο υπάλληλος απέθανε, της επανεγκαταστάσεως της οικογένειάς του υπό τους ίδιους όρους.

    Η επανεγκατάσταση του υπαλλήλου ή της οικογένειας αποθανόντος υπαλλήλου πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί το αργότερο τρία χρόνια μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

    [...]»

    4 Σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΚΥΚ, «[κ]άθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως αναζητείται αν ο λαβών εγνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν ηδύνατο να την αγνοεί».

    Το ιστορικό της διαφοράς

    5 Με σύμβαση της 20ής Δεκεμβρίου 1996, το Cedefop, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, προσέλαβε τον Μ. Hendrickx ως έκτακτο υπάλληλο βαθμού Α7 για ένα έτος από την 1η Ιανουαρίου 1997. Κατόπιν αιτήσεώς του, ο Μ. Hendrickx, υπάλληλος του Συμβουλίου βαθμού Β 5, είχε προηγουμένως αποσπασθεί, με απόφαση του Συμβουλίου της 5ης Δεκεμβρίου 1996, στο Cedefop για ένα έτος.

    6 Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, καταβλήθηκε στον Μ. Hendrickx αποζημίωση εγκαταστάσεως αντιστοιχούσα στον βασικό μισθό του δύο μηνών.

    7 Στις 10 Δεκεμβρίου 1997, το Συμβούλιο παρέτεινε κατά ένα έτος την απόσπαση του Μ. Hendrickx στο Cedefop.

    8 Με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1997, ο διευθυντής του Cedefop παρέτεινε τη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου του Μ. Hendrickx κατά έξι μήνες, μέχρι τις 30 Ιουνίου 1998. Ουδεμία παράταση χορηγήθηκε πέραν της ημερομηνίας αυτής, παρά το σχετικό αίτημα του Μ. Hendrickx.

    9 Το Πρωτοδικείο, με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000 στην υπόθεση Τ-87/99, Hendrickx κατά Cedefop (Συλλογή Υπ.Υπ., σ. Ι-Α-147 και ΙΙ-679), απέρριψε την προσφυγή που άσκησε ο Μ. Hendrickx κατά της αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς του. Το Δικαστήριο, με διάταξη της 13ης Μαρτίου 2002 στην υπόθεση C-344/00 Ρ, Hendrickx κατά Cedefop (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε ο Μ. Hendrickx κατά της ανωτέρω αποφάσεως.

    10 Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 1998, το Συμβούλιο επανενέταξε τον Μ. Hendrickx σε θέση βοηθού διοικήσεως στον δημοσιονομικό έλεγχο από την 1η Ιουλίου 1998. Ο εν λόγω υπάλληλος, μετά τη λήξη αδείας για προσωπικούς λόγους, ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του στο Συμβούλιο την 1η Απριλίου 1999.

    11 Στις 22 Ιουλίου 1999, ο Μ. Hendrickx πληροφόρησε τον διευθυντή του Cedefop σχετικά με την επανεγκατάσταση του ιδίου και της οικογενείας του στις Βρυξέλλες και ζήτησε την καταβολή της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως.

    12 Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, σε σχέση με τη συνέχεια που δόθηκε στην ως άνω αίτηση, τα εξής:

    «11 Στις 15 Σεπτεμβρίου 1999, ο προσφεύγων απηύθυνε επιστολή με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην αρμόδια για οικονομικά θέματα ομάδα του Cedefop, με την οποία ζητούσε να πληροφορηθεί, αφενός, ποια δικαιολογητικά έπρεπε να υποβάλει για να καταβληθεί σ' αυτόν η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως και, αφετέρου, πού στηριζόταν ο υπολογισμός της εν λόγω αποζημιώσεως.

    12 Ο προσφεύγων, αφού πληροφορήθηκε ότι η αίτησή του είχε διαβιβαστεί στον κ. Παρασκευα_δη, προϊστάμενο διοικήσεως του Cedefop με καθήκοντα συμβούλου της ΑΔΑ [αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής] για τον καθορισμό των δικαιωμάτων των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων, του απηύθυνε, στις 18 Οκτωβρίου 1999, μια επιστολή με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με την οποία ζητούσε πληροφορίες όσον αφορά την καταβολή σ' αυτόν αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως.

    13 Στις 22 Νοεμβρίου 1999, δεδομένου ότι το Cedefop δεν είχε λάβει θέση επί της αιτήσεως του προσφεύγοντος για καταβολή αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, η εν λόγω αίτηση αποτέλεσε αντικείμενο σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    14 Μη έχοντας λάβει απάντηση από τον κ. Παρασκευα_δη, ο προσφεύγων επανέλαβε σ' αυτόν το αίτημά του στις 29 Νοεμβρίου 1999.

    15 Στις 23 Δεκεμβρίου 1999, ο κ. Παρασκευα_δης απηύθυνε στον προσφεύγοντα την ακόλουθη απάντηση:

    "Όπως ίσως γνωρίζεις, πρόσφατα εκδόθηκε μια απόφαση του ΠΕΚ σε υπόθεση μεταξύ ενός άλλου από τους πρώην εκτάκτους υπαλλήλους μας και του Cedefop, η οποία διευκρινίζει ότι, όταν η αποζημίωση εγκαταστάσεως καταβλήθηκε κατ' αρχάς στο σύνολό της (3/3) και εν συνεχεία αποδεικνύεται ότι ο έκτακτος υπάλληλος δεν [έχει συμπληρώσει] τέσσερα έτη υπηρεσίας πριν από την αποχώρησή του, η ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ των καταβληθέντων και του πράγματι οφειλομένου ποσού πρέπει να επιστραφεί στο Κέντρο.

    Εφόσον έχεις [συμπληρώσει] λιγότερο [από] το μισό της τετραετούς περιόδου που προβλέπεται από τις διατάξεις του ΚΥΚ και εφόσον έλαβες αρχικώς ολόκληρο το ποσό για τα τρία έτη, θα έπρεπε κατ' αρχάς να επιστρέψεις το μισό του ποσού αυτού και εν συνεχεία να λάβεις εκ νέου μέρος του ιδίου ποσού ως αποζημίωση επανεγκαταστάσεως. Τελικώς, θα οφείλεις στο Κέντρο αντί να έχεις λαμβάνειν από αυτό.

    Φρονώ ότι εν πάση περιπτώσει είναι καλύτερο να αναμείνουμε τώρα την κατάληξη της υποθέσεως που υπέβαλες στην κρίση του ΠΕΚ προτού κάνουμε οτιδήποτε στον τομέα αυτό. Συγκεκριμένα, η συλλογιστική της εκδοθησομένης αποφάσεως θα καθορίσει σε μεγάλο μέτρο τις ενέργειες των μεν και των δε, καθόσον τότε θα γνωρίζουμε αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του ΚΥΚ για να απαιτήσει το Κέντρο την επιστροφή του μισού της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως ή αν αντιθέτως (κατά το ΠΕΚ) έχεις δικαίωμα να λάβεις πλήρη αποζημίωση επανεγκαταστάσεως χωρίς κρατήσεις.

    Κατά συνέπεια, θα επανέλθουμε ειδικά επ' αυτού όταν θα γνωρίζουμε περισσότερα για την κύρια υπόθεση. [...]"

    16 Με τηλεομοιοτυπία της 18ης Φεβρουαρίου 2000, ο προσφεύγων υπέβαλε στην ΑΔΑ του Cedefop διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ [...].

    17 Ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους της ΑΔΑ, η ως άνω ένσταση απορρίφθηκε σιωπηρώς.»

    Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

    13 Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο Μ. Hendrickx άσκησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Σεπτεμβρίου 2000, προσφυγή με την οποία ζήτησε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και την καταδίκη του Cedefop στα δικαστικά έξοδα.

    14 Η περαιτέρω διαδικασία περιγράφεται στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ως εξής: Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Νοεμβρίου 2000, το Cedefop ζήτησε από το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι παρέλκει να αποφανθεί επί της ως άνω προσφυγής. Επισύναψε, σε παράρτημα δικογράφου του, μια απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000 σχετικά με την καταβολή της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως την οποία είχε ζητήσει ο προσφεύγων.

    15 Η ως άνω απόφαση όριζε:

    «[...]

    1. Κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 24, παράγραφος 2, του [καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] και του άρθρου 6 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αποζημίωση επανεγκαταστάσεως 908 485 δραχμών [GRD] πρέπει να καταβληθεί στον Μ. Hendrickx λόγω της υπηρεσίας του ως εκτάκτου υπαλλήλου του Κέντρου κατά την περίοδο 01.01.1997-30.06.1998.

    2. Κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 24, παράγραφος 1, του [καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] και του άρθρου 85 του ΚΥΚ, το Cedefop ανακτά το ίσο προς 1 213 572 δρχ. αχρεωστήτως καταβληθέν μέρος της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως.

    3. Κατά πάγια πρακτική των κοινοτικών οργάνων, ο συμψηφισμός των δύο ποσών θα γίνει με καταβολή από τον Μ. Hendrickx της διαφοράς των 305 087 δρχ. στον τραπεζικό λογαριασμό του Cedefop το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2000.

    4. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τις 14.11.2000.»

    16 Προς στήριξη του αιτήματός του να διαπιστώσει το Πρωτοδικείο ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, το Cedefop υποστήριξε ότι από το έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1999 του κ. Παρασκευα_δη προέκυπτε ότι το δικαίωμα του προσφεύγοντος για καταβολή αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί, αλλά ότι, αντιθέτως, το εν λόγω δικαίωμα είχε επιβεβαιωθεί. Κατά το Cedefop, η προσφυγή του Μ. Hendrickx έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

    17 Ο Μ. Hendrickx θεώρησε ότι εξακολουθούσε να δικαιολογεί συμφέρον για τη συνέχιση της εκκρεμούσας ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης. Υποστήριξε ότι η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000 αντικατέστησε εν μέρει την επίδικη απόφαση. Κατά συνέπεια, η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000 συνιστούσε, κατ' αυτόν, ένα νέο στοιχείο που του παρείχε τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του. Επομένως, ο Μ. Hendrickx συνήγαγε ότι το αίτημα να διαπιστώσει το Πρωτοδικείο ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως έπρεπε να απορριφθεί και ότι έπρεπε να του επιτραπεί να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του.

    Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

    18 Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι παρέλκει να αποφανθεί επί της προσφυγής του Μ. Hendrickx.

    19 Το Πρωτοδικείο δικαιολόγησε την απόφαση αυτή, στις σκέψεις 44 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως εξής:

    «44 Αληθεύει βεβαίως ότι, βάσει των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας, τα αιτήματα που διατυπώθηκαν αρχικά κατά πράξεως που αντικαταστάθηκε, κατά τη διάρκεια της δίκης, από πράξη που έχει το ίδιο αντικείμενο, μπορεί να θεωρηθεί ότι απευθύνονται κατά της νέας πράξεως, η οποία συνιστά νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 8, και της 14ης Ιουλίου 1988, 103/85, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4131, σκέψη 11).

    45 Ωστόσο, η προσφυγή του προσφεύγοντος έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως του Cedefop περί αρνήσεως χορηγήσεως της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως έπειτα από την ανατοποθέτησή του στις Βρυξέλλες.

    46 Με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000, στον προσφεύγοντα χορηγήθηκε ακριβώς η εν λόγω αποζημίωση. Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, "αποζημίωση επανεγκαταστάσεως 908 485 δρχ. πρέπει να καταβληθεί στον Μ. Hendrickx λόγω της υπηρεσίας του ως εκτάκτου υπαλλήλου του Κέντρου κατά την περίοδο 01.01.1997 - 30.06.1998".

    47 Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το Cedefop αποφάσισε να αναζητήσει ταυτοχρόνως το μέρος της αποζημιώσεως που κατεβλήθη αχρεωστήτως στον προσφεύγοντα έπειτα από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη.

    48 Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2000, η παρούσα προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου.»

    Η αίτηση αναιρέσεως

    20 Με την αίτηση αναιρέσεως, προς στήριξη της οποίας προβάλλει δύο λόγους, ο Μ. Hendrickx ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και, αποφαινόμενο βάσει νέων διατάξεων:

    - κυρίως, να επιτρέψει στον αναιρεσείοντα να προσαρμόσει τους ισχυρισμούς και τα αιτήματά του·

    - επικουρικώς, να διαπιστώσει ότι η απόφαση του διευθυντή του Cedefop της 14ης Νοεμβρίου 2000 ελήφθη από αναρμόδια αρχή· κατά συνέπεια, να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση, καθώς και τη σιωπηρή απόφαση του Cedefop περί απορρίψεως της αιτήσεώς του για καταβολή αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως αντιστοιχούσας στον βασικό μισθό δύο μηνών του αναιρεσείοντος, και

    να υποχρεώσει το Cedefop να καταβάλει στον αναιρεσείοντα το ποσό των 361 292 βελγικών φράγκων (BEF), πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 7 % ετησίως από τις 22 Ιουλίου 1999·

    - να καταδικάσει το Cedefop στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της κατ' αναίρεση δίκης.

    21 Το Cedefop ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    Επί του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από το ότι δεν επετράπη στον Μ. Hendrickx να προσαρμόσει τους ισχυρισμούς και τα αιτήματά του κατόπιν της αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2000

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    22 Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί πρώτος, ο Μ. Hendrickx προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα μη επιτρέποντάς του να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του και, επομένως, μη παρέχοντάς του τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του κοινοτικού δικαστή τη διαφορά του με το Cedefop, αφενός, όσον αφορά τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως την οποία δικαιούται λόγω της ανατοποθετήσεώς του στο Συμβούλιο στις Βρυξέλλες και, αφετέρου, όσον αφορά την αναζήτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος ενός τμήματος της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως που του καταβλήθηκε άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του στη Θεσσαλονίκη.

    23 Ο Μ. Hendrickx θεωρεί ότι η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000 ήταν απόφαση επιβεβαιωτική της επίδικης αποφάσεως. Συναφώς, υπενθυμίζει το περιεχόμενο του εγγράφου του κ. Παρασκευα_δη της 23ης Δεκεμβρίου 1999. Το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου τον ώθησε να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς του, στην οποία εκθέτει τους λόγους που αποδεικνύουν ότι, ως αποσπασμένος μόνιμος υπάλληλος, εδικαιούτο, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στο Cedefop, αποζημιώσεως εγκαταστάσεως αντιστοιχούσας στον βασικό μισθό του δύο μηνών και ότι είχε δικαίωμα να λάβει την ίδια αποζημίωση κατά την ανατοποθέτησή του στις Βρυξέλλες, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΚΥΚ, τα άρθρα 5 και 6 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, καθώς και το άρθρο 24, παράγραφος 2, του ΚΛΠ.

    24 Ο Μ. Hendrickx εκτιμά ότι, εφόσον η διοικητική ένστασή του είχε απλώς απορριφθεί σιωπηρώς, ο ίδιος δεν ενομιμοποιείτο να προβάλει, με την προσφυγή του ακυρώσεως, παρά μόνον τους ισχυρισμούς που συνδέονται άμεσα με την προσβαλλόμενη πράξη. Υπό το πρίσμα της νομολογίας του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο προσφεύγων μπορεί να προσαρμόσει τους ισχυρισμούς και τα αιτήματά του κατόπιν αντικαταστάσεως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, της προσβαλλομένης πράξεως από πράξη που έχει το ίδιο αντικείμενο (αποφάσεις Alpha Steel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 8, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 11, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ-23/96, De Persio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-483 και ΙΙ-1413, σκέψεις 32 έως 34), ο Μ. Hendrickx υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν ηδύνατο να μην επιτρέψει σ' αυτόν να προσαρμόσει τους ισχυρισμούς και τα αιτήματά του και ιδίως εκείνους που αποδεικνύουν ότι το Cedefop προέβη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων εγκαταστάσεως και επανεγκαταστάσεως μη λαμβάνοντας υπόψη την υπηρεσιακή κατάστασή του ως αποσπασμένου υπαλλήλου.

    25 Ο Μ. Hendrickx διατυπώνει επίσης την αιτίαση ότι στερήθηκε, αφενός, του δικαιώματος να αμφισβητήσει την εφαρμογή, επί της αποζημιώσεώς του επανεγκαταστάσεως, του διορθωτικού συντελεστή που ισχύει για τους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί στην Ελλάδα και, αφετέρου, του δικαιώματος να επικαλεστεί την παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ καθώς και τις αρχές που απορρέουν από τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 1990, Τ-42/89, Yorck von Wartenburg κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-31), και της 4ης Ιουλίου 1990, Τ-42/89 ΟΡ, Κοινοβούλιο κατά Yorck von Wartenburg (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-299).

    26 Το Cedefop αμφισβητεί ότι η νομολογία που επικαλείται ο Μ. Hendrickx είναι κρίσιμη για την παρούσα υπόθεση. Η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000 δεν συνιστά νέα πράξη κατά την έννοια της νομολογίας αυτής, καθόσον δεν αντικαθιστά τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως χορηγήσεως της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως. Με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000 χορηγήθηκε στον Μ. Hendrickx η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως που αποτελούσε το αντικείμενο της προσφυγής του, η οποία ως εκ τούτου κατέστη άνευ αντικειμένου.

    27 Το Cedefop παρατηρεί ότι το αντικείμενο της ανακτήσεως της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, όπως και ο συμψηφισμός των δύο ποσών στον οποίο προβαίνει ταυτοχρόνως η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000, διακρίνεται σαφώς από την αποζημίωση επανεγκαταστάσεως.

    28 Το Cedefop διαπιστώνει ότι ο Μ. Hendrickx δεν υπέβαλε διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όσον αφορά την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000. Κατά το Cedefop, ο Μ. Hendrickx δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τον κανόνα ότι η υποβολή διοικητικής ενστάσεως κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 90, παράγραφος 2, πρέπει να προηγείται της ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεως δυναμένης να προσβληθεί. Το να επιτραπεί στον προσφεύγοντα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του κατά τη διάρκεια της δίκης θα σήμαινε ότι αυτός θα μπορούσε να εκφύγει της υποχρεώσεώς του να υποβάλει προηγουμένως διοικητική ένσταση.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    29 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων μπορεί να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του κατόπιν αντικαταστάσεως, κατά τη διάρκεια της δίκης, της προσβαλλομένης αποφάσεως από πράξη που έχει το ίδιο αντικείμενο (βλ., μεταξύ άλλων, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Alpha Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 8, και Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, σκέψη 11).

    30 Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση απορρίπτει σιωπηρώς την αίτηση του Μ. Hendrickx για καταβολή αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, ενώ η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000, μολονότι καταλήγει, τελικά, σε ένα ακόμη δυσμενέστερο αποτέλεσμα για τον ενδιαφερόμενο, αναγνωρίζει ωστόσο το δικαίωμά του να λάβει την αποζημίωση που είχε ζητήσει. Έτσι, η ρητή απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000, η οποία έχει ως αντικείμενο τον συμψηφισμό μεταξύ, αφενός, του υπερβάλλοντος ποσού που είχε εισπράξει ο Μ. Hendrickx κατά την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη και, αφετέρου, του ποσού που του οφείλεται λόγω της επιστροφής του στις Βρυξέλλες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει το ίδιο αντικείμενο με την προγενέστερη σιωπηρή απορριπτική απόφαση.

    31 Επομένως, πρωτοδίκως, δεν ήταν επιτρεπτή η προσαρμογή των αιτημάτων και των ισχυρισμών. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο ορθώς αποφάσισε, στις σκέψεις 43 έως 49 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, να μην επιτρέψει στον προσφεύγοντα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του.

    32 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από την αναρμοδιότητα του διευθυντή του Cedefop

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    33 Ο Μ. Hendrickx υποστηρίζει ότι η απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000, την οποία έλαβε ο διευθυντής του Cedefop, είναι ανυπόστατη ως εκδοθείσα από αναρμόδια αρχή.

    34 Προς τούτο, ο Μ. Hendrickx διευκρινίζει λεπτομερώς την κατανομή των αρμοδιοτήτων σχετικά με τις εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής/αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων αρχής (στο εξής: ΑΔΑ/ΑΣΑ) στο πλαίσιο του Cedefop. Ο Μ. Hendrickx υποστηρίζει ότι οι αρμοδιότητες της ΑΔΑ/ΑΣΑ όσον αφορά τις διοικητικές ενστάσεις κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ έχουν ανατεθεί στην επιτροπή προσφυγών και ότι, επομένως, η εν λόγω επιτροπή ήταν η μόνη αρμόδια να αποφανθεί επί του βασίμου της υποβληθείσας στις 18 Φεβρουαρίου 2000 διοικητικής ενστάσεως. Ωστόσο, η πρόεδρος της επιτροπής προσωπικού ενημέρωσε τον Μ. Hendrickx, με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2000, ότι η επιτροπή προσφυγών δεν είχε μέχρι τότε λάβει γνώση του εγγράφου αυτού.

    35 Το Cedefop είναι της γνώμης ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, για τον λόγο ότι ο Μ. Hendrickx δεν έχει έννομο συμφέρον, καθόσον με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000 έγινε πλήρως δεκτό το αίτημά του.

    36 Εν πάση περιπτώσει, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθόσον ο διευθυντής του Cedefop ήταν η αρμόδια αρχή για την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2000.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    37 Αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ' ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. _Οταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 Ρ, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψη 59· τις διατάξεις της 17ης Ιουλίου 1998, C-442/97 Ρ, Sateba κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-4913, σκέψη 30, και της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-437/98 Ρ, Infrisa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-7145, σκέψεις 28 και 29, και την απόφαση της 27ης Ιουνίου 2002, C-274/00 Ρ, Simon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-5999, σκέψη 39).

    38 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, πρωτοδίκως, ο Μ. Hendrickx ουδόλως αναφέρθηκε στην αναρμοδιότητα του διευθυντή του Cedefop να λάβει την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2000. Κατά συνέπεια, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

    39 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    40 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Cedefop ζήτησε την καταδίκη του Μ. Hendrickx στα δικαστικά έξοδα και ο τελευταίος ηττήθηκε, ο Μ. Hendrickx πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Καταδικάζει τον Μ. Hendrickx στα δικαστικά έξοδα.

    Top