Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0189

Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001.
H. Jippes, Afdeling Groningen van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren και Afdeling Assen en omstreken van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren κατά Minister van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: College van Beroep voor het bedrijfsleven - Κάτω Χώρες.
Γεωργία - Καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού - Απαγόρευση εμβολιασμού - Αρχή της αναλογικότητας - Συνυπολογισμός της καλής διαβιώσεως των ζώων.
Υπόθεση C-189/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-05689

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:420

62001J0189

Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001. - H. Jippes, Afdeling Groningen van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren και Afdeling Assen en omstreken van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren κατά Minister van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: College van Beroep voor het bedrijfsleven - Κάτω Χώρες. - Γεωργία - Καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού - Απαγόρευση εμβολιασμού - Αρχή της αναλογικότητας - Συνυπολογισμός της καλής διαβιώσεως των ζώων. - Υπόθεση C-189/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-05689


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Κοινοτικό δίκαιο Αρχές Λαμβάνεται υπόψη η καλή διαβίωση των ζώων Γενική αρχή Δεν υφίσταται Υποχρέωση λήψεως υπόψη των απαιτήσεων καλής διαβιώσεως των ζώων κατά τη χάραξη και εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής εριεχόμενο

(Άρθρα 2 ΕΚ και 33 ΕΚ· πρωτόκολλο για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων· απόφαση 78/923 του Συμβουλίου)

2. Γεωργία ροσέγγιση των νομοθεσιών Καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού Οδηγία 85/511 Απαγόρευση του προληπτικού εμβολιασμού αραβίαση της αρχής της αναλογικότητας Δεν υφίσταται

(Οδηγία 85/511 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

Περίληψη


1. Το να εξασφαλίζεται η καλή διαβίωση των ζώων δεν εντάσσεται στους στόχους της Συνθήκης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 ΕΚ, και μια τέτοια απαίτηση δεν αναφέρεται από το άρθρο 33 ΕΚ, το οποίο περιγράφει τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Όσον αφορά το πρωτόκολλο για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων, το οποίο υπεγράφη συγχρόνως με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και προσαρτάται στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από το ίδιο το κείμενό του προκύπτει ότι δεν διατυπώνει μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου με σαφώς καθορισμένο περιεχόμενο, την οποία οφείλουν να τηρούν τα κοινοτικά όργανα. Συγκεκριμένα, ναι μεν επιβάλλει να λαμβάνονται «πλήρως υπόψη» οι απαιτήσεις της καλής διαβιώσεως των ζώων κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής, πλην όμως περιορίζει την υποχρέωση αυτή σε τέσσερις συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας της Κοινότητας και προβλέπει την τήρηση των νομοθετικών ή διοικητικών διατάξεων και των εθίμων των κρατών μελών σχετικά ιδίως με τους λατρευτικούς τύπους, τις πολιτιστικές παραδόσεις και την κατά τόπους πολιτιστική κληρονομιά.

Η ύπαρξη αρχής γενικής εφαρμογής δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1976 περί προστασίας των ζώων στα εκτροφεία, που εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 78/923, η οποία Σύμβαση δεν περιέχει σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη υποχρέωση, ούτε από τη δήλωση 24 σχετικά με την προστασία των ζώων, που προσαρτάται στην τελική πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δήλωση έχει ξεπεραστεί από το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ και έχει συνταχθεί με ακόμα λιγότερο δεσμευτικό τρόπο απ' ό,τι το πρωτόκολλο αυτό. Ομοίως, το άρθρο 30 ΕΚ αναφέρει τη «ζωή των ζώων» μόνον ως εξαίρεση από την απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος και από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί οποιονδήποτε δικαιολογητικό λόγο που στηρίζεται στη διάταξη αυτή.

Τέλος, ναι μεν υφίστανται ορισμένες διατάξεις του παραγώγου δικαίου οι οποίες έχουν σχέση με την καλή διαβίωση των ζώων, πλην όμως ούτε και αυτές παρέχουν ενδείξεις που καθιστούν δυνατό να θεωρηθεί ότι η απαίτηση μέριμνας για την καλή διαβίωση των ζώων αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κατ' επανάληψη διαπιστώσει το συμφέρον που η Κοινότητα έχει σχετικά με την υγεία και την προστασία των ζώων, κρίνοντας ότι η επιδίωξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τις γενικού συμφέροντος απαιτήσεις όπως είναι η προστασία της υγείας και της ζωής των ζώων, απαιτήσεις τις οποίες δεν πρέπει να παραβλέπουν τα κοινοτικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

Το πρωτόκολλο, με το να επιβάλει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις της καλής διαβιώσεως των ζώων κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής μεταξύ άλλων στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, θέλησε να ενισχύσει ακριβώς την υποχρέωση συνυπολογισμού της υγείας και προστασίας των ζώων, ενώ αναγνώρισε ότι εξακολουθούν να υφίστανται διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων των κρατών μελών και διαφορετικές ευαισθησίες εντός των κρατών αυτών. Η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής μπορεί να εξακριβωθεί ιδίως στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας του μέτρου.

( βλ. σκέψεις 71, 73-79 )

2. Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής εξουσίας που διαθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, η νομιμότητα μέτρου που θεσπίστηκε στον τομέα αυτόν μπορεί να θιγεί μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον στόχο που επιδιώκεται από το αρμόδιο κοινοτικό όργανο, διευκρινιζομένου ότι το κύρος μιας κοινοτικής πράξεως δεν μπορεί να εξαρτάται από αναδρομικές εκτιμήσεις σχετικά με τον βαθμό αποτελεσματικότητάς της. Όταν ο κοινοτικός νομοθέτης είναι αναγκασμένος να εκτιμήσει τα μελλοντικά αποτελέσματα ρυθμίσεως την οποία πρέπει να θεσπίσει μολονότι τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, η εκτίμησή του μπορεί να επικριθεί μόνον αν προκύπτει ότι είναι προδήλως εσφαλμένη ενόψει των στοιχείων που ο νομοθέτης διέθετε κατά τον χρόνο θεσπίσεως της σχετικής ρυθμίσεως.

Η προβλεπόμενη από το άρθρο 13 της οδηγίας 85/511, για τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού, απαγόρευση του προληπτικού εμβολιασμού δεν υπερβαίνει τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η κοινοτική ρύθμιση. Συγκεκριμένα, όταν χάραξε την πολιτική μη εμβολιασμού, το Συμβούλιο προέβη σε συνολική αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του εφαρμοστέου συστήματος και, εν πάση περιπτώσει, η πολιτική αυτή, η οποία στοιχεί με τις συστάσεις του Διεθνούς Γραφείου Επιζωοτιών και με την πρακτική πολλών χωρών στον κόσμο, δεν ήταν προδήλως ακατάλληλη σε σχέση με τον στόχο καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού.

Επιπλέον, η απαγόρευση του γενικευμένου προληπτικού εμβολιασμού δεν εμποδίζει, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, να διενεργηθεί επείγων εμβολιασμός, επιλεκτός και προσαρμοσμένος στις ανάγκες μιας ειδικής καταστάσεως.

( βλ. σκέψεις 82, 84, 95-96, 100 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-189/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

H. Jippes,

Afdeling Groningen van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren,

Afdeling Assen en omstreken van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren,

και

Minister van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 1985, για τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού (ΕΕ L 315, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/423/EOK του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990 (ΕΕ L 224, σ. 13), καθώς και της αποφάσεως 2001/246/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των όρων καταπολεμήσεως και εξαλείψεως του αφθώδους πυρετού στις Κάτω Χώρες κατ' εφαρμογήν του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511 (ΕΕ L 88, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2001/279/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 2001 (ΕΕ L 96, σ. 19),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, C. Gulmann, A. La Pergola, Μ. Wathelet και Β. Σκουρή, προέδρους τμήματος, D. A. O. Edward, P. Jann, L. Sevón (εισηγητή) R. Schintgen, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την απόφαση του ροέδρου του Δικαστηρίου με την οποία ορίστηκε ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως θα εκδικαστεί στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 104α του Κανονισμού Διαδικασίας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η H. Jippes, το Afdeling Groningen van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren και το Afdeling Assen en omstreken van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren, εκπροσωπούμενα από τον C. T. Dekker, advocaat,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο και την Ε. Σβολοπούλου,

η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. J. O'Hagan, επικουρούμενο από τον G. Hogan, SC, και την E. Mulloy, barrister,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον O. Fiumara, avvocato dello Stato,

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Pynnä,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον J. Carbery και την A.-Μ. Colaert,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους T. van Rijn και A. Bordes,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της H. Jippes, του Afdeling Groningen van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren και του Afdeling Assen en omstreken van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren, που εκπροσωπήθηκαν από τον C. T. Dekker, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από την H. G. Sevenster, της Δανικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από τον J. Molde, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από την Ε. Σβολοπούλου και τον Ι. Χαλκιά, της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από τον G. Hogan, της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από την T. Pynnä, του Συμβουλίου, που εκπροσωπήθηκε από τον J. Carbery και την A.-Μ. Colaert, και της Επιτροπής, που εκπροσωπήθηκε από τους T. van Rijn και A. Bordes, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 26ης Απριλίου 2001, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Απριλίου 2001, το College van Beroep voor het bedrijfsleven υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως το κύρος του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 1985, για τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού (ΕΕ L 315, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/423/EOK του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990 (ΕΕ L 224, σ. 13, στο εξής: οδηγία 85/511), καθώς και της αποφάσεως 2001/246/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των όρων καταπολεμήσεως και εξαλείψεως του αφθώδους πυρετού στις Κάτω Χώρες κατ' εφαρμογήν του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511 (ΕΕ L 88, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2001/279/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 2001 (ΕΕ L 96, σ. 19).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Η. Jippes, κατοίκου Yde (Κάτω Χώρες), του Afdeling Groningen van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren και του Afdeling Assen en omstreken van de Nederlandse Vereniging tot Bescherming van Dieren [ολλανδικής ενώσεως προστασίας των ζώων, τμήμα του Groningen και τμήμα του Assen και περιχώρων (Κάτω Χώρες)] (στο εξής: Jippes κ.λπ.) και, αφετέρου, του Minister van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij (Ολλανδού Υπουργού Γεωργίας, εριβάλλοντος και Αλιείας, στο εξής: υπουργός) σχετικά με τον εμβολιασμό, κατά του αφθώδους πυρετού, των ζώων που ανήκουν στην H. Jippes.

Το νομικό πλαίσιο

Οι διατάξεις σχετικά με την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού

Ο διεθνής ζωικοϋγειονομικός κώδικας

3 Το Διεθνές Γραφείο Επιζωοτιών (στο εξής: ΔΓΕ) είναι ένας διακυβερνητικός οργανισμός, ο οποίος ιδρύθηκε με το διεθνές σύμφωνο της 25ης Ιανουαρίου 1924 και τον Μάιο του 2001 είχε 158 μέλη. Αποστολή του είναι μεταξύ άλλων να εγγυάται την υγειονομική ασφάλεια του παγκόσμιου εμπορίου με την κατάρτιση υγειονομικών κανόνων για το διεθνές εμπόριο ζώων και ζωικών προϊόντων.

4 Οι κανόνες του ΔΓΕ αναγνωρίζονται από τον αγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ως διεθνείς υγειονομικοί κανόνες αναφοράς. Σχεδιάζονται από αιρετές ειδικευμένες επιτροπές καθώς και από ομάδες εργασίας, στις οποίες μετέχουν επιστήμονες από όλον τον κόσμο, και εγκρίνονται από διεθνή επιτροπή την οποία απαρτίζουν εκπρόσωποι που ορίζονται από τις κυβερνήσεις των χωρών μελών.

5 Ο διεθνής ζωικοϋγειονομικός κώδικας (ένατη έκδοση, 2000, στο εξής: ζωικοϋγειονομικός κώδικας) καταρτίστηκε για να διευκολυνθεί το διεθνές εμπόριο ζωντανών ζώων, σπέρματος, εμβρύων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως. ροβλέπει μεταξύ άλλων συστάσεις που έχουν εφαρμογή σε συγκεκριμένες ασθένειες. Το κεφάλαιο 2.1.1 του ζωικοϋγειονομικού κώδικα είναι αφιερωμένο στον αφθώδη πυρετό.

6 Οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού διακρίνουν τρία ζωικοϋγειονομικά καθεστώτα που μπορούν να αναγνωριστούν σε μια χώρα ή σε μια ζώνη. Το πρώτο είναι εκείνο της «απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό» χώρας ή ζώνης «όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός», το δεύτερο είναι εκείνο της «απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό» χώρας ή ζώνης «όπου διενεργήθηκε εμβολιασμός» και το τρίτο είναι εκείνο της «προσβεβλημένης από αφθώδη πυρετό» χώρας ή ζώνης. Εμβολιασμός στο πλαίσιο των καθεστώτων αυτών είναι ο εμβολιασμός που γίνεται συστηματικώς, με εμβόλιο που αντιστοιχεί στους κανόνες του ΔΓΕ, για να προληφθεί ο αφθώδης πυρετός.

7 Ζώνη συγκεκριμένου, όσον αφορά τον αφθώδη πυρετό, υγειονομικού καθεστώτος μπορεί να καθοριστεί σε χώρα που πληροί τις προϋποθέσεις διαφορετικού υγειονομικού καθεστώτος. Τούτο απαιτεί να χωριστεί η ζώνη αυτή από την υπόλοιπη χώρα με μια ζώνη επιτηρήσεως, ή ζώνη στεγανοποιήσεως, ή με φυσικούς ή γεωγραφικούς φραγμούς που συνδέονται με ζωικοϋγειονομικά μέτρα ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε διαφυγή του ιού.

8 Για να αναγνωριστεί ως χώρα απαλλαγμένη από αφθώδη πυρετό όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός, μια χώρα πρέπει, κατά το άρθρο 2.1.1.2 του ζωικοϋγειονομικού κώδικα, να αποδείξει μεταξύ άλλων ότι τουλάχιστον επί δώδεκα μήνες δεν υπήρξε εστία αφθώδους πυρετού και δεν έγινε οποιοσδήποτε εμβολιασμός κατά της ασθενείας αυτής και ότι δεν εισήγαγε κανένα εμβολιασμένο ζώο από τότε που έπαυσε ο εμβολιασμός. Βάσει του άρθρου 2.1.1.6 του κώδικα αυτού, αν σε μια τέτοια χώρα εμφανιστεί αφθώδης πυρετός, ανάκτηση του ζωικοϋγειονομικού της καθεστώτος ως χώρας απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός μπορεί να γίνει από τη χώρα αυτή είτε τρεις μήνες μετά το τελευταίο κρούσμα, εκεί όπου εφαρμόστηκαν μέτρα υγειονομικής θανατώσεως και ορολογικής επιτηρήσεως, είτε τρεις μήνες μετά τη θανάτωση του τελευταίου εμβολιασμένου ζώου, εκεί όπου εφαρμόστηκαν μέτρα υγειονομικής θανατώσεως, ορολογικής επιτηρήσεως και επείγοντος εμβολιασμού.

9 Το άρθρο 1.1.1.1 του ζωικοϋγειονομικού κώδικα ορίζει ως υγειονομική θανάτωση «την επιχείρηση που εκτελείται υπό την επίβλεψη της κτηνιατρικής αρχής από τη στιγμή που επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μιας νόσου και που συνίσταται στο να θυσιαστούν όλα τα ασθενή και μολυσμένα ζώα της αγέλης και, αν είναι αναγκαίο, όλα εκείνα που, σε άλλες αγέλες, ενδέχεται να εκτέθηκαν στη μολυσματική ουσία είτε άμεσα είτε με οποιοδήποτε μέσο ικανό να μεταδώσει τη νόσο. Όλα τα ευπαθή ζώα, ανεξαρτήτως του αν εμβολιάστηκαν, πρέπει να θανατωθούν και τα σφάγιά τους πρέπει να καταστραφούν με αποτέφρωση ή με ταφή ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που καθιστά δυνατό να αποφευχθεί η διάδοση της νόσου με τα σφάγια ή με τα προϊόντα των θανατωθέντων ζώων».

10 Το κεφάλαιο 2.1.1 του ζωικοϋγειονομικού κώδικα θέτει πολλούς κανόνες που διέπουν την εισαγωγή ή διαμετακόμιση ζωντανών ζώων, σπέρματος, εμβρύων, νωπού κρέατος, προϊόντων με βάση το κρέας και προϊόντων ζωικής προελεύσεως. Οι κανόνες αυτοί είναι κατά το μάλλον ή ήττον δεσμευτικοί αναλόγως του ζωικοϋγειονομικού καθεστώτος της χώρας ή ζώνης προελεύσεως.

Η κοινοτική ρύθμιση

11 Το βασικό νομοθέτημα που καθορίζει τα κοινοτικά μέτρα καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού που πρέπει να εφαρμόζονται όταν εμφανίζεται ο πυρετός αυτός είναι η οδηγία 85/511. Η οδηγία αυτή ορίζει μεταξύ άλλων, στο άρθρο της 4, ότι, όταν σε μια εκμετάλλευση βρίσκονται ένα ή περισσότερα ζώα για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι έχουν προσβληθεί ή μολυνθεί, η αρμόδια αρχή θέτει την εκμετάλλευση υπό επίσημη επιτήρηση και επιβάλλει διάφορα περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τη διακίνηση ζώων, προϊόντων, προσώπων και οχημάτων. Αναλόγως των περιστάσεων, τα μέτρα αυτά μπορούν να επεκταθούν στις όμορες εκμεταλλεύσεις.

12 Κατά το άρθρο 5, σημείο 2, της οδηγίας 85/511, όταν έχει αποδειχθεί ότι ένα ή περισσότερα ζώα μιας εκμεταλλεύσεως έχουν προσβληθεί, η αρμόδια αρχή οφείλει αμελλητί να διατάξει την επί τόπου θανάτωση και την καταστροφή όλων των ζώων των ευπαθών ειδών της εκμεταλλεύσεως. Αναλόγως των περιστάσεων, το μέτρο αυτό μπορεί να επεκταθεί στις όμορες εκμεταλλεύσεις.

13 Η αρχή της εγκαταλείψεως του εμβολιασμού κατά του αφθώδους πυρετού καθιερώθηκε με την οδηγία 90/423/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού, της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών και της οδηγίας 72/462/ΕΟΚ περί των υγειονομικών προβλημάτων και των υγειονομικών μέτρων κατά τις εισαγωγές ζώων του βοείου και χοιρείου είδους, νωπών κρεάτων και προϊόντων με βάση το κρέας προελεύσεως τρίτων χωρών (ΕΕ L 224, σ. 13).

14 Η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 90/423 έχει ως εξής:

«εκτιμώντας ότι ότι μελέτη της Επιτροπής σχετικά με την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού απέδειξε ότι η θέσπιση πολιτικής μη εμβολιασμού σε όλη την Κοινότητα θα ήταν προτιμότερη από μια πολιτική εμβολιασμού· ότι έχει εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει ενδογενής κίνδυνος, τόσο κατά τον χειρισμό του ιού στα εργαστήρια, λόγω της πιθανότητας μόλυνσης των ζώων της περιοχής που είναι τυχόν ευπαθή σ' αυτόν, όσο και κατά τη χρησιμοποίηση του εμβολίου, εάν υποτεθεί ότι οι διαδικασίες αδρανοποίησης δεν εξασφαλίζουν το αβλαβές του».

15 Το άρθρο 13 της οδηγίας 85/511 ορίζει:

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

να απαγορεύεται η χρήση των αντιαφθωδικών εμβολίων,

[...]

3. αρά τις διατάξεις της παραγράφου 1 όσον αφορά τη χρησιμοποίηση εμβολίου κατά του αφθώδους πυρετού, μπορεί να αποφασισθεί η διενέργεια επείγοντος εμβολιασμού με τεχνικές μεθόδους που θα διασφαλίζουν την πλήρη ανοσία των ζώων, εφόσον έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη του αφθώδους πυρετού και υπάρχει απειλή εξάπλωσής του. Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα που λαμβάνονται αφορούν ιδίως:

τα όρια της γεωγραφικής περιοχής στην οποία θα πρέπει να διενεργηθεί ο επείγων εμβολιασμός,

το είδος και την ηλικία των εμβολιαζόμενων ζώων,

τη διάρκεια της περιόδου του εμβολιασμού,

την ειδική ακινητοποίηση των εμβολιασθέντων ζώων και των προϊόντων τους,

την εξειδικευμένη ταυτοποίηση και καταγραφή των εμβολιασθέντων ζώων,

άλλα ζητήματα σχετικά με την επείγουσα κατάσταση.

Η απόφαση για τη διενέργεια επείγοντος εμβολιασμού λαμβάνεται από την Επιτροπή, σε συνεργασία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16. Για την απόφαση αυτή λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ο βαθμός συγκεντρώσεως ζώων σε ορισμένες περιοχές και η ανάγκη προστασίας ορισμένων φυλών.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, η απόφαση για τη διενέργεια εκτάκτου εμβολιασμού γύρω από την εστία της νόσου μπορεί να ληφθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατόπιν κοινοποιήσεως στην Επιτροπή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται τα βασικά συμφέροντα της Κοινότητας. Η απόφαση αυτή επανεξετάζεται αμέσως από τη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 16.»

16 Στις 10 Μαρτίου 1999, η επιστημονική επιτροπή υγείας και καλής διαβιώσεως των ζώων διατύπωσε συστάσεις σχετικά με την εφαρμοστέα στρατηγική επείγοντος εμβολιασμού κατά του αφθώδους πυρετού. Η έκθεση της επιτροπής αυτής περιγράφει τους κινδύνους που συνδέονται με τον εμβολιασμό, προσδιορίζει τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν πρέπει να γίνει επείγων εμβολιασμός και χαράσσει κατευθυντήριες γραμμές για ένα πρόγραμμα επείγοντος εμβολιασμού καθώς και όσον αφορά τους περιορισμούς που πρέπει να γίνονται στη διακίνηση των ζώων και των προϊόντων ζωικής προελεύσεως στο εσωτερικό μιας ζώνης επείγοντος εμβολιασμού ή για την έξοδο από τη ζώνη αυτή.

17 Μετά τη διαπίστωση της εμφανίσεως εστιών αφθώδους πυρετού μεταξύ άλλων στις Κάτω Χώρες, η Επιτροπή εξέδωσε ορισμένες αποφάσεις σχετικά με μέτρα προστασίας από την επιζωοτία αυτή στο εν λόγω κράτος μέλος.

18 Κατασταλτικός εμβολιασμός επιτράπηκε εκεί με την απόφαση 2001/246, η οποία στηρίζεται, αφενός, στην οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (EE L 224, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, για τον καθορισμό των όρων υγειονομικού ελέγχου καθώς και των υγειονομικών όρων που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους προαναφερόμενους όρους, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ και, όσον αφορά τους παθογόνους παράγοντες, της οδηγίας 90/425 (EE 1993, L 62, σ. 49), και ιδίως στο άρθρο της 10 και, αφετέρου, στην οδηγία 85/511 και ιδίως στο άρθρο της 13, παράγραφος 3.

19 Κατά το άρθρο 1, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/246, ως κατασταλτικός εμβολιασμός ορίζεται ο επείγων εμβολιασμός των ζώων των ευπαθών ειδών σε ορισμένες εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται σε συγκεκριμένη περίμετρο ο οποίος γίνεται μόνο σε συνδυασμό με προληπτική θανάτωση. Κατά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, ο εμβολιασμός αυτός έχει ως σκοπό να μειωθεί επειγόντως η ποσότητα του κυκλοφορούντος ιού και να αναχαιτιστεί η εξάπλωση του ιού πέραν της οριοθετημένης περιμέτρου χωρίς να καθυστερήσει η προληπτική θανάτωση. Κατά το τρίτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, κατασταλτικός εμβολιασμός γίνεται μόνο στην περίπτωση που η προληπτική θανάτωση των ζώων των ευπαθών ειδών πρέπει, λόγω δυσκολιών που συνδέονται με τη θανάτωση των ζώων των ευπαθών ειδών και/ή δυσκολιών που έχουν σχέση με το διαθέσιμο δυναμικό καταστροφής των θανατωθέντων ζώων, να καθυστερήσει κατά τη διάρκεια ενός κατ' εκτίμηση οριζομένου χρονικού διαστήματος, το οποίο πιθανότατα υπερβαίνει τον χρόνο που απαιτείται για να εμποδιστεί αποτελεσματικά, χάρη στην ανοσοποίηση, η εξάπλωση του ιού.

20 ροστατευτικός εμβολιασμός επιτράπηκε στις Κάτω Χώρες με την απόφαση 2001/279. Κατά το άρθρο 1, σημείο 3, πρώτο εδάφιο, της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246, ως προστατευτικός εμβολιασμός ορίζεται ο επείγων εμβολιασμός των βοοειδών ορισμένων εκμεταλλεύσεων στη ζώνη εμβολιασμού ο οποίος διενεργείται μόνο σε συνδυασμό με την προληπτική θανάτωση ορισμένων κατηγοριών άλλων ζώων των ευπαθών ειδών και ασχέτως του αν αυτή συνδυάζεται με κατασταλτικό εμβολιασμό. Κατά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, ο προστατευτικός εμβολιασμός έχει ως σκοπό να μειωθεί επειγόντως η ποσότητα του κυκλοφορούντος ιού και να αναχαιτιστεί η εξάπλωση του ιού πέραν της οριοθετημένης περιμέτρου, αλλά ο εμβολιασμός αυτός διενεργείται υπό την προϋπόθεση ότι τα ζώα ευπαθών ειδών που εμβολιάζονται υπό τους όρους του εμβολιασμού αυτού δεν θα θανατωθούν προληπτικώς.

21 Κατά το παράρτημα ΙΙΙ, Β, της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246, η ζώνη προστατευτικού εμβολιασμού ορίζεται ως έχουσα περίμετρο 25 km περίπου γύρω από το Oene (Κάτω Χώρες). Τα άλλα παραρτήματα της εν λόγω αποφάσεως καθορίζουν τις προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεως του προστατευτικού εμβολιασμού (παράρτημα ΙΙ), τα εφαρμοστέα μέτρα στη ζώνη εμβολιασμού όσον αφορά τα βοοειδή που εμβολιάζονται υπό τους όρους του προστατευτικού εμβολιασμού (παράρτημα IV), καθώς και την επεξεργασία του κρέατος και των προϊόντων ζωικής προελεύσεως για να καταστραφεί ο ιός του αφθώδους πυρετού (παραρτήματα V έως VII).

22 Το παράρτημα ΙΙ, σημείο 6.6, της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246 ορίζει ότι οι περιορισμοί αίρονται το νωρίτερο δώδεκα μήνες μετά την εκστρατεία εμβολιασμού ή δώδεκα μήνες μετά την εμφάνιση της τελευταίας εστίας στη ζώνη εμβολιασμού, όποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη, ή τρεις μήνες μετά τη θανάτωση του τελευταίου εμβολιασμένου ζώου.

Η εθνική ρύθμιση

23 Στις Κάτω Χώρες, η απαγόρευση του εμβολίου κατά του αφθώδους πυρετού απορρέει από τις συνδυασμένες διατάξεις του Gezondheids- en welzijnswet voor dieren (ολλανδικού νόμου σχετικά με την υγεία και καλή διαβίωση των ζώων) και του διατάγματος που ρυθμίζει τη χρήση ορών και εμβολίων, το οποίο ορίζει ότι απαγορεύεται σε όλες τις κατηγορίες εκείνων που εκτρέφουν ζώα να εμβολιάζουν οι ίδιοι ή μέσω τρίτων με μη ζώντα εμβόλια και με ορούς κατά του αφθώδους πυρετού αγελαία ζώα, πουλερικά, ικτίδες και άλλα είδη ή κατηγορίες ζώων που αφορά το διάταγμα περί καθορισμού των ζωικών ειδών που προσβάλλονται από λοιμώδεις νόσους των ζώων.

Οι διατάξεις σχετικά με την καλή διαβίωση των ζώων

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί προστασίας των ζώων στα εκτροφεία

24 Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί προστασίας των ζώων στα εκτροφεία (στο εξής: Σύμβαση) συνήφθη στις 10 Μαρτίου 1976 στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας δυνάμει του άρθρου 1 της αποφάσεως 78/923/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/023, σ. 40).

25 Το άρθρο 3 της Συμβάσεως προβλέπει ότι «[κ]άθε ζώο πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένα κατάλυμα, διατροφή και φροντίδα, οι οποίες λαμβανομένων υπόψη του είδους, του βαθμού εξελίξεως, προσαρμογής και εξημερώσεως είναι οι ενδεδειγμένες για τις φυσικές του ανάγκες και τις συνήθειές του, σύμφωνα με την αποκτηθείσα πείρα και τις επιστημονικές γνώσεις».

Οι κοινοτικές διατάξεις

26 Η δήλωση αριθ. 24 σχετικά με την προστασία των ζώων, η οποία προσαρτάται στην τελική πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: δήλωση 24), έχει ως εξής:

«Η συνδιάσκεψη καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και τα κράτη μέλη, να λαμβάνουν πλήρως υπόψη, κατά την εκπόνηση και την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στους τομείς της κοινής γεωργικής πολιτικής, των μεταφορών, της εσωτερικής αγοράς και της έρευνας, τις επιταγές της προστασίας των ζώων.»

27 Με το πρωτόκολλο για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων, το οποίο υπεγράφη συγχρόνως με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και προσαρτάται στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: πρωτόκολλο), τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν σχετικά με την ακόλουθη διάταξη:

«Κατά τη διαμόρφωση και την υλοποίηση των πολιτικών της Κοινότητας στους τομείς της γεωργίας, των μεταφορών, της εσωτερικής αγοράς και της έρευνας, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις ανάγκες της καλής διαβίωσης των ζώων, τηρώντας συνάμα τις νομοθετικές ή διοικητικές διατάξεις και τα έθιμα των κρατών μελών που αφορούν, ιδίως, τους λατρευτικούς τύπους, τις πολιτιστικές παραδόσεις και την κατά τόπους πολιτιστική κληρονομιά.»

Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

28 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η H. Jippes εκτρέφει για ψυχαγωγία της τέσσερα πρόβατα (ράτσας Hampshire Down) και δύο αίγες (ράτσας Saane) σε ακίνητο ιδιοκτησίας της στο Yde. Τα ζώα αυτά δεν προορίζονται για αναπαραγωγή ούτε για πάχυνση ή για παραγωγή γάλακτος. Θα μείνουν στον περίγυρο αυτόν μέχρι τον φυσικό θάνατό τους.

29 Το Yde βρίσκεται στην επαρχία του Drenthe και εκτός των ζωνών εμβολιασμού που εμφαίνονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246.

30 Στις 2 Απριλίου 2001, οι Jippes κ.λπ. ζήτησαν από τον υπουργό να χορηγήσει στην H. Jippes εξαίρεση από την απαγόρευση εμβολιασμού των ζώων κατά του αφθώδους πυρετού, λαμβάνοντας απόφαση το αργότερο στις 4 Απριλίου 2001 και ώρα 15.00. Η μη λήψη αποφάσεως μέχρι το χρονικό αυτό σημείο θα σήμαινε απόρριψη της αιτήσεως εξαιρέσεως. Στις 6 Απριλίου 2001, υπέβαλαν διοικητική ένσταση κατά της ελλείψεως αποφάσεως του υπουργού επί της αιτήσεώς τους εξαιρέσεως.

31 Επίσης, στις 6 Απριλίου 2001, οι Jippes κ.λπ. ζήτησαν από τον ρόεδρο του College van Beroep voor het bedrijfsleven να επιτρέψει τον εμβολιασμό των ζώων της H. Jippes κατά του αφθώδους πυρετού υπό τους εξής όρους:

«1) πριν γίνει ο εμβολιασμός να διαπιστωθεί ότι τα ζώα δεν έχουν προσβληθεί από τη νόσο αυτή·

2) να καταγραφεί σε δημόσιο έγγραφο ότι τα ζώα έχουν εμβολιαστεί·

3) να απαγορευθεί κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που θα καθοριστεί από τον ρόεδρο η απομάκρυνση των ζώων από το αγροτεμάχιο στο οποίο εμβολιάστηκαν».

32 Με έγγραφο της 9ης Απριλίου 2001, το πιο πάνω δικαστήριο κάλεσε τον υπουργό να αντιδράσει στην αίτηση αυτή λαμβάνοντας απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως.

33 Με απόφαση της 11ης Απριλίου 2001, ο υπουργός αποφάνθηκε επί της διοικητικής ενστάσεως των Jippes κ.λπ. Κατά της αποφάσεως αυτής οι Jippes κ.λπ. άσκησαν στις 12 Απριλίου 2001 προσφυγή ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven.

Η διάταξη περί παραπομπής και τα προδικαστικά ερωτήματα

34 Στις 13 Απριλίου 2001, το College van Beroep voor het bedrijfsleven αποφάσισε να εκδικάσει την υπόθεση αυτή στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας.

35 Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, οι Jippes κ.λπ. προβάλλουν ότι η κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 85/511 απαγόρευση εμβολιασμού είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 3 της Συμβάσεως. αρά ταύτα, αναφερόμενο στην απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1998, C-1/96, Compassion in World Farming (Συλλογή 1998, σ. Ι-1251), το College van Beroep voor het bedrijfsleven εκτιμά ότι στη διάταξη αυτή δεν περιέχεται σαφής, ακριβής και ανεπιφύλακτη υποχρέωση που δεν απαιτεί μέτρα μεταφοράς και που θα αποτελούσε το πλαίσιο αναφοράς για να κριθεί αν τα ζώα πρέπει να εμβολιαστούν.

36 Οι Jippes κ.λπ. υποστηρίζουν επίσης ότι η απαγόρευση εμβολιασμού αντίκειται προς μια κατ' αυτούς γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της καλής διαβιώσεως των ζώων και του ότι δεν θα εκτίθενται άσκοπα στην κατάσταση να πονούν και να υποφέρουν και δεν θα υποβάλλονται άσκοπα σε κακώσεις.

37 Κατά το εθνικό δικαστήριο, η επιχειρηματολογία αυτή θέτει ευθύς εξ αρχής το ζήτημα αν ένας τέτοιος κανόνας εντάσσεται στην κοινοτική έννομη τάξη ως γενική αρχή του δικαίου με γνώμονα την οποία θα πρέπει να εκτιμηθεί η απαγόρευση εμβολιασμού και, σε καταφατική περίπτωση, αν το περιεχόμενο της εν λόγω αρχής μπορεί να επιφέρει την ακυρότητα της πιο πάνω απαγορεύσεως ως αντίθετης προς την αρχή αυτή.

38 Στη συνέχεια, το College van Beroep voor het bedrijfsleven εξέτασε το ζήτημα αν η προβλεπόμενη από το άρθρο 13 της οδηγίας 85/511 απαγόρευση εμβολιασμού συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας όταν πρόκειται για μεγάλης εκτάσεως επιζωοτία αφθώδους πυρετού η οποία, όπως εν προκειμένω, δεν περιορίζεται σε μερικές περιοχές της Κοινότητας.

39 Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς την αναλογικότητα και επομένως ως προς τη νομιμότητα της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα αν οι προϋποθέσεις που θέτει η απόφαση αυτή είναι αναγκαίες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο σκοπός αυτός, ο οποίος είναι η καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 85/511, συνδέεται με το συμφέρον των κτηνοτρόφων να έχουν αυξημένη απόδοση και επομένως με τον στόχο του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο β_, ΕΚ, κατά το οποίο η κοινή γεωργική πολιτική σκοπεύει να εξασφαλίσει δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία.

40 Το ζήτημα της αναλογικότητας έχει σχέση και με τον περιορισμό του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246, ιδίως όσον αφορά την εδαφική ζώνη εντός της οποίας επιτράπηκε ο προστατευτικός εμβολιασμός.

41 Το College van Beroep voor het bedrijfsleven σημείωσε ότι κατά τη στάθμιση των συμφερόντων για να αξιολογηθούν η απαγόρευση εμβολιασμού και ο τρόπος που η Επιτροπή εφάρμοσε την απαγόρευση αυτή θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε άλλους τομείς της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Συγκεκριμένα, κατά τα τωρινά διδάγματα της πείρας, μια επιζωοτία αφθώδους πυρετού που πλήττει μεγάλες ζώνες σε διάφορα κράτη μέλη συνεπάγεται σημαντικούς περιορισμούς όχι μόνο για την κτηνοτροφία, τους προμηθευτές των κτηνοτρόφων και τον κλάδο μεταποιήσεως κτηνοτροφικών προϊόντων, αλλά και για άλλους τομείς της οικονομίας που δεν συνδέονται με την κτηνοτροφία και για άλλα κοινωνικά στρώματα.

42 Τέλος, το εθνικό δικαστήριο θεώρησε ότι η οδηγία 85/511, και ειδικότερα το άρθρο της 13, παράγραφος 3, δεν παρέχει ρητώς έρεισμα για την προϋπόθεση από την οποία η Επιτροπή εξάρτησε τον κατασταλτικό εμβολιασμό και η οποία καταλήγει στο να γίνει ο επείγων αυτός εμβολιασμός και συγχρόνως να θανατωθούν τα εμβολιασμένα ζώα. Ένα τέτοιο μέτρο βαίνει πέραν της θανατώσεως ζώων που οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν να αποφασίσουν κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 85/511. Κατά το εθνικό δικαστήριο, το ζήτημα κύρους της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246 τίθεται και υπό το πρίσμα αυτό.

43 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το College van Beroep voor het bedrijfsleven αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Είναι η κατά το άρθρο 13 της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ απαγόρευση εμβολιασμού ανίσχυρη λόγω αντιθέσεως προς το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως προς την αρχή της αναλογικότητας;

2) Στερείται νομιμότητας λόγω αντιθέσεως προς το κοινοτικό δίκαιο ο τρόπος που η Επιτροπή εφάρμοσε το πιο πάνω άρθρο με την απόφασή της 2001/246/ΕΚ που τροποποιήθηκε με την απόφαση 2001/279/ΕΚ;»

44 Θεωρώντας ότι ερωτήματα αυτά χρήζουν κατεπείγουσας απαντήσεως, το εθνικό δικαστήριο ζήτησε να εξεταστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 104α του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Για να δικαιολογήσει την αίτησή του, έλαβε υπόψη τον αριθμό των εστιών αφθώδους πυρετού στις Κάτω Χώρες, την ταχύτητα εξαπλώσεως της επιζωοτίας, την αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο που αυτή θα συνεχίσει να εξαπλώνεται και τον αριθμό των ζώων που ενδέχεται να θανατωθούν, ενώ ο εμβολιασμός θα αποτελούσε ένα μέσο προστασίας κατά του ιού.

45 Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ο ρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως να εκδικαστεί στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 104α του Κανονισμού Διαδικασίας.

Επί του κύρους του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511

46 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η προβλεπόμενη από το άρθρο 13 της οδηγίας 85/511 απαγόρευση εμβολιασμού κατά του αφθώδους πυρετού είναι ανίσχυρη ως αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως προς την αρχή της αναλογικότητας.

47 Λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού της διατάξεως περί παραπομπής όσον αφορά τη Σύμβαση, οι Jippes κ.λπ. δεν εξετάζουν στις παρατηρήσεις τους το ζήτημα του κύρους της οδηγίας 85/511 με γνώμονα τη Σύμβαση.

48 Ωστόσο, ισχυρίζονται ότι υπάρχει μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου βάσει της οποίας, εκτός των περιπτώσεων που είναι αναγκαίο, δεν πρέπει να προξενούνται πόνοι ή κακώσεις στα ζώα και δεν πρέπει να θίγεται η υγεία τους ή η καλή τους διαβίωση (η «αρχή της καλής διαβιώσεως των ζώων»). Η αρχή αυτή υφίσταται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και μπορεί να συναχθεί από τη βούληση που τα κράτη μέλη και η Κοινότητα εκδήλωσαν όταν επικύρωσαν τη Σύμβαση, από ένα ψήφισμα του 1987 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από διάφορες ευρωπαϊκές οδηγίες στις οποίες γίνεται εφαρμογή της αρχής αυτής και από το πρωτόκολλο το οποίο, κατά το άρθρο 311 ΕΚ, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κοινοτικού δικαίου και το οποίο η οδηγία 85/511 έπρεπε κατά συνέπεια να τηρήσει.

49 Όσον αφορά το περιεχόμενο της αρχής αυτής, οι Jippes κ.λπ. παραπέμπουν στις εξηγήσεις που βρίσκονται στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, και ιδίως στις εξηγήσεις ως προς την οδηγία 98/58/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, σχετικά με την προστασία των ζώων στα εκτροφεία (ΕΕ L 221, σ. 23).

50 Κατ' αυτούς, το γεγονός ότι η καλή διαβίωση των ζώων δεν παρατίθεται μεταξύ των στόχων της Κοινότητας και των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής δεν αναιρεί την ύπαρξη μιας αρχής που έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει αυτή την καλή διαβίωση. Συγκεκριμένα, πολλές γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου αναγνωρίστηκαν από το Δικαστήριο χωρίς παρά ταύτα να παρατίθενται μεταξύ των στόχων της Κοινότητας ή των διαφόρων πολιτικών της.

51 Κατά τους Jippes κ.λπ., η αρχή της καλής διαβιώσεως των ζώων συνεπάγεται ότι η ρύθμιση θεσπίζεται και εφαρμόζεται λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως θεσπίσεως καταλλήλων μέτρων για να αποφευχθεί κάθε άσκοπος πόνος ή άσκοπη κάκωση και για να μη θιγεί η υγεία ή η καλή διαβίωση των ζώων. Κατά συνέπεια, η αρχή αυτή δεν αποκλείει να θεσπιστούν μέτρα που καταλήγουν στο να προξενηθεί πόνος στα ζώα ή στο να θιγεί η καλή τους διαβίωση, αλλά απαιτεί να σταθμιστεί η αρχή αυτή με το επιδιωκόμενο συμφέρον, εξυπακουομένου ότι ο βασικός κανόνας είναι να μη θιγεί η υγεία των ζώων και ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να υπερισχύσει, χωρίς τούτο να δικαιολογείται, της καλής διαβιώσεως των ζώων.

52 Η αρχή της καλής διαβιώσεως των ζώων δεν ελήφθη υπόψη κατά την έκδοση της οδηγίας 90/423, η οποία εισήγαγε τον κανόνα της απαγορεύσεως του προληπτικού εμβολιασμού έχοντας ως στόχο μόνο την αποδοτικότητα των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής αφορά τον κίνδυνο που είναι συνυφασμένος τόσο με τον χειρισμό του ιού στα εργαστήρια όσο και με τη χρησιμοποίηση του εμβολίου στην περίπτωση που οι διαδικασίες αδρανοποιήσεως δεν εξασφαλίσουν το αβλαβές του. Όμως, κατά τους Jippes κ.λπ., τούτο έχει σχέση μόνο με τις διατάξεις του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511 οι οποίες διέπουν τον χειρισμό των ιών για ερευνητικούς σκοπούς, την εναποθήκευση των εμβολίων και την έγκριση των εγκαταστάσεων και εργαστηρίων στα οποία επιτρέπεται να χειρίζονται τους ιούς του αφθώδους πυρετού για ερευνητικούς σκοπούς ή για την παρασκευή εμβολίων.

53 Κατά την έκδοση της οδηγίας 90/423 δεν τηρήθηκε ούτε η αρχή της αναλογικότητας, καθόσον ο σκοπός καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο ριζικό μέτρο από την απαγόρευση εμβολιασμού σε συνδυασμό με τη θανάτωση των μολυσμένων και ύποπτων ζώων. Συγκεκριμένα, κατά τους Jippes κ.λπ., ο προληπτικός εμβολιασμός είναι αναμφισβήτητα ο αποτελεσματικότερος τρόπος να εμποδιστεί κάθε περαιτέρω εξάπλωση του ιού του αφθώδους πυρετού.

54 Οι Jippes κ.λπ. προσθέτουν ότι, ακόμα και αν η καλή διαβίωση των ζώων έπρεπε να ληφθεί υπόψη απλώς ως ένα συμφέρον στο πλαίσιο των επιλογών γενικής πολιτικής, και όχι ως γενική αρχή του δικαίου, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο καθόσον η άρνηση συνυπολογισμού του συμφέροντος αυτού παραβιάζει το πρωτόκολλο.

55 Οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αποσαφηνίζουν εκ προοιμίου τα χαρακτηριστικά του αφθώδους πυρετού και τους κινδύνους που αυτός συνεπάγεται. ρόκειται για σοβαρή ασθένεια των ζώων, η οποία δημιουργεί επώδυνες φλύκταινες στο ρύγχος και στα διάκενα των άκρων καθώς και πυρετό και η οποία μπορεί να επιφέρει τον θάνατο, ειδικά δε όσον αφορά τα νεαρά ζώα. Ο ιός είναι ανθεκτικότατος και διαδίδεται εύκολα με τα μολυσμένα ζωντανά ζώα, το κρέας, το γάλα ή τη χορτονομή. Εξαπλώνεται και μέσω άλλων ζώων, των ανθρώπων και των εμπορευμάτων και με τον άνεμο. Το ΔΓΕ έχει θέσει την ασθένεια αυτή επικεφαλής του καταλόγου Α των λοιμωδών επιζωοτιών που πρέπει να του ανακοινώνονται.

56 Οι κυβερνήσεις αυτές, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ευθύς εξ αρχής ότι η αποτελεσματικότερη μέθοδος καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού είναι η πολιτική μη εμβολιασμού συνδυαζόμενη, σε περίπτωση εμφανίσεως εστιών, με υγειονομική θανάτωση η οποία όμως δεν αποκλείει τον επείγοντα εμβολιασμό αν το απαιτούν οι περιστάσεις. Ο προληπτικός εμβολιασμός παρέχει μόνο φαινομενική ασφάλεια, καθόσον, όσον αφορά την εξάλειψη της ασθένειας, δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα με τον μη εμβολιασμό που συνδυάζεται με υγειονομική θανάτωση, αλλά καθιστά δυνατό να διατηρηθεί η ασθένεια σε ενδημική κατάσταση σε ένα έδαφος. Συγκεκριμένα, ο εμβολιασμός δεν είναι αποτελεσματικός σε όλες τις περιπτώσεις και μπορεί να διευκολύνει την εξάπλωση της ασθένειας. Εξάλλου, τα εμβολιασμένα ζώα μπορούν να μεταδώσουν τον ιό μερικές ημέρες μετά τον εμβολιασμό, μπορούν να έχουν προσβληθεί από την ασθένεια χωρίς να εμφανίσουν τα συμπτώματά της ή μπορούν να γίνουν φορείς του ιού και έτσι να δημιουργήσουν κίνδυνο μολύνσεως των υγιών ζώων. Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σημαντικοί κίνδυνοι που συνδέονται με τον χειρισμό του ιού για την παρασκευή εμβολίων.

57 Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, οι δοκιμές που έγιναν δεν παρέχουν τη δυνατότητα να διακριθούν τα προσβεβλημένα ζώα από τα εμβολιασμένα ζώα, πράγμα που καθιστά αδύνατον να ανιχνευθεί και ελεγχθεί η ασθένεια. Αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί τη διάκριση στην οποία ο ζωικοϋγειονομικός κώδικας προβαίνει μεταξύ των απαλλαγμένων από αφθώδη πυρετό χωρών όπου διενεργήθηκε εμβολιασμός και εκείνων όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός.

58 Οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις, το Συμβούλιο και η Επιτροπή σημειώνουν στη συνέχεια ότι υφίστανται επτά είδη του ιού καθώς και πολλές υποομάδες και ότι ο εμβολιασμός πρέπει να ανανεώνεται κάθε έξι μήνες. Για να ήταν αποτελεσματική στην Κοινότητα μια πολιτική προληπτικού εμβολιασμού, θα ήταν αναγκαίο να εμβολιάζονται 300 εκατομμύρια ζώα δύο φορές τον χρόνο με τη χρησιμοποίηση πλείστων εμβολίων που καλύπτουν όλα τα είδη και όλες τις υποομάδες του ιού. Οι δυσκολίες όσον αφορά τη διοικητική υποστήριξη και οι οικονομικές δυσχέρειες θα ήσαν σημαντικές.

59 Τέλος, τα κράτη μέλη που θα προέβαιναν στον εμβολιασμό θα έχαναν το κατά τον ζωικοϋγειονομικό κώδικα καθεστώς της «απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό χώρας όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός», πράγμα που θα είχε σοβαρές συνέπειες όσον αφορά τις εξαγωγές ζώων και προϊόντων ζωικής προλεύσεως σε τρίτες χώρες. Ακόμα και αν μόνον ένα από τα κράτη αυτά προέβαινε σε προληπτικό εμβολιασμό, όλα τα κράτη μέλη θα υφίσταντο τις εντεύθεν συνέπειες, καθόσον η Κοινότητα συχνά θεωρείται από τις τρίτες χώρες ως σύνολο. Η Φινλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται παραδείγματος χάριν ότι η Φινλανδία, η οποία τώρα είναι απαλλαγμένη από τον αφθώδη πυρετό, είδε τις εξαγωγές της να επηρεάζονται λόγω της αντιδράσεως ορισμένων τρίτων χωρών στην κρίση που εκδηλώθηκε σε μερικά από τα κράτη μέλη της Κοινότητας.

60 Λαμβανομένων υπόψη των μειονεκτημάτων του προληπτικού εμβολιασμού, η πολιτική μη εμβολιασμού συνδυαζόμενη με την υγειονομική θανάτωση είναι αποτελεσματικότερη, λιγότερο δαπανηρή και επιβάλλει λιγότερους περιορισμούς στη διακίνηση των ζώων και των προϊόντων ζωικής προελεύσεως.

61 Η επιλογή της πολιτικής αυτής έγινε στο πλαίσιο της ενοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς, για να αποφευχθούν στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών τα εμπόδια που οφείλονταν στις διαφορετικές πολιτικές που τα κράτη αυτά ακολουθούσαν προηγουμένως. Ο κοινοτικός νομοθέτης έλαβε υπόψη μια έκθεση σχετικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της πολιτικής μη εμβολιασμού, έκθεση που συνετάγη από την Επιτροπή με τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών και μιας υποομάδας της κτηνιατρικής επιστημονικής επιτροπής η οποία αξιολόγησε τις προβλέψεις και τους παράγοντες κινδύνου. Σύμφωνα με απόσπασμα της εκθέσεως αυτής το οποίο παρατέθηκε από το Συμβούλιο κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που είναι συνυφασμένος με τον χειρισμό του ιού για τον εμβολιασμό, η πολιτική εμβολιασμού συνεπάγεται μεγαλύτερο αριθμό εστιών αφθώδους πυρετού απ' ό,τι η αντίθετη πολιτική.

62 Όσον αφορά την εκτίμηση του κύρους του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511, οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπενθυμίζουν την ευρεία διακριτική εξουσία του κοινοτικού νομοθέτη στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής.

63 Η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη αρχής της καλής διαβιώσεως των ζώων με γνώμονα την οποία θα πρέπει να ελεγχθεί το κύρος του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511. Υφίστανται διάφοροι κανόνες ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι αφορούν την καλή διαβίωση των ζώων και το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη τον παράγοντα αυτόν, ιδίως στη νομολογία του σχετικά με τους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων οι οποίοι δικαιολογούνται από την προστασία της υγείας και της ζωής των ζώων. Όμως, η καλή διαβίωση των ζώων δεν εντάσσεται στους στόχους της Συνθήκης ΕΚ, όπως υπενθυμίζει ρητώς η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 78/923/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί συνάψεως της Συμβάσεως. Ουδεμία αρχή της καλής διαβιώσεως των ζώων απορρέει από τις πηγές που ανέφεραν οι Jippes κ.λπ. Έτσι, η δήλωση 24 και το πρωτόκολλο απλώς επιβάλλουν να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις της καλής διαβιώσεως των ζώων, αλλά τούτο δεν είναι αρκετό για να διαβλέψει κανείς ότι στις διατάξεις αυτές διατυπώνεται μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

64 Η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει συναφώς ότι το πρωτόκολλο είναι μεταγενέστερο της εκδόσεως της οδηγίας 90/423. Εξάλλου, το πρωτόκολλο δεν διατυπώνει μια αρχή γενικής εφαρμογής, καθόσον προβλέπει τον συνυπολογισμό της καλής διαβιώσεως των ζώων αποκλειστικώς στο πλαίσιο τεσσάρων μόνον τομέων δραστηριότητας των κρατών μελών και της Κοινότητας. Επιπλέον, δεν επιβάλλει μια αρχή με ομοιόμορφο περιεχόμενο εντός των διαφόρων κρατών μελών, καθόσον προβλέπει την τήρηση των νομοθετικών ή διοικητικών διατάξεων και των εθίμων των κρατών αυτών που αφορούν ιδίως τους λατρευτικούς τύπους, τις πολιτιστικές παραδόσεις και την κατά τόπους πολιτιστική κληρονομιά.

65 Οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι, εν πάση περιπτώσει, η πολιτική μη εμβολιασμού δεν αντίκειται στην προστασία των ζώων, καθόσον είναι η αποτελεσματικότερη μέθοδος καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού. Συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η υγειονομική κατάσταση του συνόλου των ζώων της Κοινότητας και όχι μόνο των έξι ζώων της H. Jippes. Επιπλέον, τα ζώα που έπρεπε να θανατωθούν θανατώθηκαν σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των ζώων.

66 Η πολιτική μη εμβολιασμού δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει συναφώς ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του κύρους μιας κοινοτικής διατάξεως με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, εκείνο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι το συμφέρον της Κοινότητας και όχι το συμφέρον ενός επί μέρους κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η πυκνότητα των ζώων στις Κάτω Χώρες δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, αντιθέτως προς αυτό που το College van Beroep voor het bedrijfsleven αφήνει να νοηθεί με τη διάταξη περί παραπομπής.

67 Ο σκοπός που επιδιώκεται με την πολιτική μη εμβολιασμού και υγειονομικής θανατώσεως είναι η καταπολέμηση και εξάλειψη του αφθώδους πυρετού στο έδαφος της Κοινότητας, για να βελτιωθεί το υγειονομικό καθεστώς του ζωικού κεφαλαίου έτσι ώστε να εξασφαλιστεί καλύτερη απόδοση της κτηνοτροφίας. Αυτός καθαυτός, ο εν λόγω σκοπός αφορά και την καλή διαβίωση των ζώων.

68 Η πολιτική που επελέγη για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός είναι κατάλληλη, καθόσον από τις επιστημονικές μελέτες προκύπτει ότι ο μη εμβολιασμός σε συνδυασμό με την υγειονομική θανάτωση είναι η αποτελεσματικότερη μέθοδος εξαλείψεως του αφθώδους πυρετού. Αντιθέτως, ο προληπτικός εμβολιασμός δεν αφανίζει τους κινδύνους μολύνσεως ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα και, εν πάση περιπτώσει, δεν καθιστά δυνατό να αποφευχθούν τόσο μέτρα υγειονομικής θανατώσεως σε περίπτωση εμφανίσεως εστιών όσο και σημαντικοί περιορισμοί σχετικά με τη διακίνηση των ζώων, των ανθρώπων και των εμπορευμάτων. Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι η πολιτική μη εμβολιασμού απέδωσε καρπούς καθόσον, από τότε που τέθηκε σε ισχύ η οδηγία 90/423, οι εστίες ήσαν σπάνιες και κατέστη δυνατό να αντιμετωπιστούν.

69 Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν επιπλέον ότι η αναλογικότητα της απαγορεύσεως του εμβολιασμού απορρέει και από το γεγονός ότι δεν πρόκειται για απόλυτη απαγόρευση, καθόσον είναι δυνατόν να υπάρξουν εξαιρέσεις σε ακραίες περιπτώσεις, όταν οι περιστάσεις επιβάλλουν να επιτραπεί ο επείγων εμβολιασμός.

70 Τέλος, η Ιρλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, όταν ήλεγξε αν μια κοινοτική ρύθμιση είχε τηρήσει την αρχή της αναλογικότητας, ναι μεν αναγνώρισε ότι η ρύθμιση εκείνη ήταν ικανή να βλάψει μέρη που δεν είχαν καμία ευθύνη όσον αφορά την κατάσταση που οδήγησε στη θέσπιση της ρυθμίσεως αυτής, αλλά έκρινε ότι η σημασία των στόχων της ρυθμίσεως μπορούσε να δικαιολογήσει αρνητικές, ακόμα και σημαντικές, συνέπειες για ορισμένα πρόσωπα (απόφαση της 30ής Ιουλίου 1996, C-84/95, Bosphorus, Συλλογή 1996, σ. Ι-3953, σκέψεις 22 και 23). Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του ότι πρόκειται για μολυσματική ασθένεια των ζώων η οποία μπορεί να προκαλέσει οικονομική καταστροφή για τους γεωργικούς και αγροτικούς τομείς, αλλά και για άλλους τομείς της οικονομίας όπως ο τουρισμός, η πολιτική θανατώσεως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δυσανάλογη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Ο συνυπολογισμός της καλής διαβιώσεως των ζώων

71 Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνηστεί ότι το να εξασφαλίζεται η καλή διαβίωση των ζώων δεν εντάσσεται στους στόχους της Συνθήκης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 ΕΚ, και ότι μια τέτοια απαίτηση δεν αναφέρεται από το άρθρο 33 ΕΚ, το οποίο περιγράφει τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής.

72 Αυτό διευκρίνισε η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 78/923/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί συνάψεως της Συμβάσεως, κατά την οποία «η προστασία των ζώων δεν αποτελεί από μόνη της έναν από τους στόχους της Κοινότητας».

73 Όσον αφορά το πρωτόκολλο, από το ίδιο το κείμενό του προκύπτει ότι δεν διατυπώνει μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου με σαφώς καθορισμένο περιεχόμενο, την οποία οφείλουν να τηρούν τα κοινοτικά όργανα. Συγκεκριμένα, ναι μεν επιβάλλει να λαμβάνονται «πλήρως υπόψη» οι απαιτήσεις της καλής διαβιώσεως των ζώων κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής, πλην όμως περιορίζει την υποχρέωση αυτή σε τέσσερις συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας της Κοινότητας και προβλέπει την τήρηση των νομοθετικών ή διοικητικών διατάξεων και των εθίμων των κρατών μελών σχετικά ιδίως με τους λατρευτικούς τύπους, τις πολιτιστικές παραδόσεις και την κατά τόπους πολιτιστική κληρονομιά.

74 Η ύπαρξη αρχής γενικής εφαρμογής δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τη Σύμβαση, η οποία, όπως το Δικαστήριο διευκρίνισε στην προαναφερθείσα απόφαση Compassion in World Farming, δεν περιέχει σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη υποχρέωση, ούτε από τη δήλωση 24, η οποία έχει ξεπεραστεί από το πρωτόκολλο και έχει συνταχθεί με ακόμα λιγότερο δεσμευτικό τρόπο απ' ό,τι το πρωτόκολλο αυτό.

75 Ομοίως, το άρθρο 30 ΕΚ αναφέρει τη «ζωή των [...] ζώων» μόνον ως εξαίρεση από την απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος και από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί οποιονδήποτε δικαιολογητικό λόγο που στηρίζεται στη διάταξη αυτή (αποφάσεις της 23ης Μα_ου 1990, C-169/89, Van den Burg, Συλλογή 1990, σ. Ι-2143, και της 23 Μα_ου 1996, C-5/94, Hedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. Ι-2553· προαναφερθείσα απόφαση Compassion in World Farming και απόφαση της 11ης Μα_ου 1999, C-350/97, Monsees, Συλλογή 1999, σ. Ι-2921).

76 Τέλος, ναι μεν υφίστανται ορισμένες διατάξεις του παραγώγου δικαίου οι οποίες έχουν σχέση με την καλή διαβίωση των ζώων, πλην όμως ούτε και αυτές παρέχουν ενδείξεις που καθιστούν δυνατό να θεωρηθεί ότι η απαίτηση μέριμνας για την καλή διαβίωση των ζώων αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

77 Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κατ' επανάληψη διαπιστώσει το συμφέρον που η Κοινότητα έχει σχετικά με την υγεία και την προστασία των ζώων (αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1982, 141/81 έως 143/81, Holdijk κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 1299· της 23ης Φεβρουαρίου 1988, 131/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 905, και της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-405/92, Mondiet, Συλλογή 1993, σ. Ι-6133· βλ., επίσης, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Hedley Lomas και Compassion in World Farming).

78 Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει, στη σκέψη 17 της προαναφερθείσας αποφάσεως Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, ότι «η επιδίωξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής [...] δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τις γενικού συμφέροντος ανάγκες όπως είναι η προστασία [...] της υγείας και της ζωής [...] των ζώων, ανάγκες τις οποίες δεν πρέπει να παραβλέπουν τα κοινοτικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους».

79 Το πρωτόκολλο, με το να επιβάλει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις της καλής διαβιώσεως των ζώων κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής μεταξύ άλλων στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, θέλησε να ενισχύσει ακριβώς την υποχρέωση συνυπολογισμού της υγείας και προστασίας των ζώων, ενώ αναγνώρισε ότι εξακολουθούν να υφίστανται διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων των κρατών μελών και διαφορετικές ευαισθησίες εντός των κρατών αυτών. Η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής μπορεί να εξακριβωθεί ιδίως στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας του μέτρου.

Η αρχή της αναλογικότητας

80 Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνηστεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής ευρεία διακριτική εξουσία η οποία αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 34 ΕΚ έως 37 ΕΚ. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το σχετικό μέτρο φέρει το στίγμα πρόδηλης πλάνης ή το στίγμα καταχρήσεως εξουσίας ή αν το σχετικό όργανο προδήλως υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-4023, σκέψεις 8 και 14).

81 Όσον αφορά τον έλεγχο της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνηστεί ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία εντάσσεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό μέτρο, και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (προαναφερθείσα απόφαση Fedesa κ.λπ., σκέψη 13, και απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-4863, σκέψη 41).

82 Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής αυτής, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής εξουσίας που διαθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, η νομιμότητα μέτρου που θεσπίστηκε στον τομέα αυτόν μπορεί να θιγεί μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον στόχο που επιδιώκεται από το αρμόδιο κοινοτικό όργανο (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις Fedesa κ.λπ., σκέψη 14, και Crispoltoni κ.λπ., σκέψη 42).

83 Έτσι, το ζήτημα δεν είναι αν το μέτρο που θεσπίστηκε από τον νομοθέτη είναι το μόνο ή το καλύτερο δυνατό, αλλά αν είναι προδήλως ακατάλληλο.

84 Επιπλέον, πρέπει να υπομνηστεί ότι το κύρος μιας κοινοτικής πράξεως δεν μπορεί να εξαρτάται από αναδρομικές εκτιμήσεις σχετικά με τον βαθμό αποτελεσματικότητάς της. Όταν ο κοινοτικός νομοθέτης είναι αναγκασμένος να εκτιμήσει τα μελλοντικά αποτελέσματα ρυθμίσεως την οποία πρέπει να θεσπίσει μολονότι τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, η εκτίμησή του μπορεί να επικριθεί μόνον αν προκύπτει ότι είναι προδήλως εσφαλμένη ενόψει των στοιχείων που ο νομοθέτης διέθετε κατά τον χρόνο θεσπίσεως της σχετικής ρυθμίσεως (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, την προαναφερθείσα απόφαση Crispoltoni κ.λπ., σκέψη 43, και την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. Ι-7235, σκέψη 49).

85 Στο πλαίσιο της εξετάσεως των εξαναγκασμών που συνδέονται με διάφορα δυνατά μέτρα πρέπει να εξακριβωθεί αν ο κοινοτικός νομοθέτης έλαβε πλήρως υπόψη τις απαιτήσεις της καλής διαβιώσεως των ζώων.

86 Εν προκειμένω, όσον αφορά τα στοιχεία που το Συμβούλιο διέθετε όταν χάραξε την πολιτική μη εμβολιασμού, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 90/423 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή εκδόθηκε κατόπιν μιας μελέτης της Επιτροπής. Η μελέτη αυτή, η οποία έγινε το 1989, έλαβε υπόψη τις υγειονομικές και οικονομικές πτυχές των διαφόρων μεθόδων καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού, καθώς και τις συνέπειές τους σχετικά με τις εξαγωγές και την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς. Μετά τον απολογισμό κόστους και πλεονεκτημάτων, η μελέτη αυτή κατέληγε υπέρ μιας πολιτικής μη εμβολιασμού, το δε Συμβούλιο υιοθέτησε το πόρισμα αυτό με την οδηγία 90/423.

87 Όπως προκύπτει από τη μελέτη αυτή και όπως εκτέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν εμφανιστούν εστίες αφθώδους πυρετού ο προληπτικός εμβολιασμός δεν καθιστά δυνατή την εξάλειψη της ασθένειας, καθόσον, ιδίως, τα εμβολιασμένα ζώα ενδέχεται να παραμείνουν φορείς του ιού και να μολύνουν τα υγιή ζώα. Εξάλλου, η στο παρόν στάδιο της επιστήμης αδυναμία διακρίσεως των εμβολιασμένων ζώων από τα ασθενή ζώα δεν καθιστά δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο της εξελίξεως της επιζωοτίας.

88 Ενώπιον του Δικαστηρίου διευκρινίστηκε επίσης ότι, κατά τη μελέτη αυτή, ακόμα και αν δεν υπάρχουν εστίες, είναι αδύνατον να εξασφαλιστεί ότι ο ιός δεν θα υφίσταται στα ζώα που έχουν εμβολιαστεί. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο ο ζωικοϋγειονομικός κώδικας θέτει αυστηρότερους κανόνες ελέγχου για τα ζώα και προϊόντα καταγωγής χώρας ή ζώνης απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό όπου διενεργήθηκε εμβολιασμός απ' ό,τι για τα ζώα και προϊόντα καταγωγής χώρας ή ζώνης όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός.

89 Εξάλλου, ανεξαρτήτως των πιο πάνω δικαιολογητικών λόγων υγειονομικής φύσεως, από τη μελέτη αυτή προέκυπτε ότι μια πολιτική προληπτικού εμβολιασμού, η οποία θα απέβλεπε στην προστασία του συνόλου των ζώων της Κοινότητας, θα είχε οικονομικό κόστος και μειονεκτήματα όσον αφορά τους ελέγχους τα οποία θα ήσαν πολύ μεγαλύτερα από το κόστος και τα μειονεκτήματα μιας πολιτικής μη εμβολιασμού, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού των προς εμβολιασμό ζώων, της πολλαπλότητας των ειδών του ιού και των συχνών εμβολιασμών που θα έπρεπε να γίνουν.

90 Επιπλέον, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τον οικονομικό αντίκτυπο που μια πολιτική εμβολιασμού θα είχε για την εξαγωγή ζώων και προϊόντων ζωικής προελεύσεως σε τρίτες χώρες. Τη στιγμή που μεγάλος αριθμός τρίτων χωρών συμμορφώνεται στις συστάσεις που περιέχονται στον ζωικοϋγειονομικό κώδικα, η επιλογή πολιτικής εμβολιασμού από ένα κράτος έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστούν οι εξαγωγικές δυνατότητες των κτηνοτρόφων και παραγωγών του κράτους αυτού.

91 Τέλος, η χάραξη κοινής για όλα τα κράτη μέλη πολιτικής μη εμβολιασμού είχε ως σκοπό να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά βάσει υψηλού υγειονομικού επιπέδου.

92 Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι μια πολιτική προληπτικού εμβολιασμού θα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός εστιών αφθώδους πυρετού.

93 Ομοίως, δεν αποδείχθηκε ότι η πολιτική αυτή θα είχε καταστήσει δυνατό να μειωθεί η υγειονομική θανάτωση κατά την εμφάνιση εστιών αφθώδους πυρετού, καθώς και να μειωθούν οι περιορισμοί στη διακίνηση ζώων, ανθρώπων και εμπορευμάτων. Κατά σαφώς θεμελιωμένη επιστημονική γνώμη, τα μέτρα αυτά παραμένουν τα πιο αποτελεσματικά για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού, ανεξαρτήτως του αν έχει εμβολιαστεί το ζωικό κεφάλαιο. Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι οι περιορισμοί της διακινήσεως και η επί τόπου και αμελλητί θανάτωση των προσβεβλημένων ζώων είναι μέτρα που είχαν ήδη επιβληθεί από τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 85/511, διατάξεις που δεν τροποποιήθηκαν με την οδηγία 90/423.

94 Επομένως, ο κίνδυνος διαταράξεως της κοινωνικοοικονομικής ζωής, τον οποίο ανέφερε το αιτούν δικαστήριο, οπωσδήποτε δεν θα ήταν λιγότερο μεγάλος αν χαρασσόταν πολιτική προληπτικού εμβολιασμού απ' ό,τι όταν χαράχθηκε πολιτική μη εμβολιασμού.

95 Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, όταν χάραξε την πολιτική μη εμβολιασμού, το Συμβούλιο προέβη σε συνολική αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του εφαρμοστέου συστήματος και ότι, εν πάση περιπτώσει, η πολιτική αυτή, η οποία στοιχεί με τις συστάσεις του ΔΓΕ και με την πρακτική πολλών χωρών στον κόσμο, δεν ήταν προδήλως ακατάλληλη σε σχέση με τον στόχο καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού.

96 Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η απαγόρευση του γενικευμένου προληπτικού εμβολιασμού δεν εμποδίζει, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, να διενεργηθεί επείγων εμβολιασμός, επιλεκτός και προσαρμοσμένος στις ανάγκες μιας ειδικής καταστάσεως.

97 Είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι η πολιτική αυτή δεν έλαβε υπόψη την προστασία και την υγεία των ζώων. Συγκεκριμένα, ο στόχος της ήταν να βελτιωθεί η υγειονομική κατάσταση του συνόλου του ζωικού κεφαλαίου με το να διαφυλαχθούν τα ζώα από μια ιδιαιτέρως επίφοβη ασθένεια.

98 Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι ο συνυπολογισμός του κοινοτικού συμφέροντος από τον κοινοτικό νομοθέτη κατά τη χάραξη της πολιτικής του καταπολεμήσεως του αφθώδους πυρετού δεν τον εμπόδισε να λάβει υπόψη την ειδική κατάσταση ορισμένων κρατών μελών, όπως την πυκνότητα των ζώων στις Κάτω Χώρες. Συγκεκριμένα, ο βαθμός συγκεντρώσεως ζώων σε ορισμένες περιοχές είναι στοιχείο το οποίο, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/511, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται επείγων εμβολιασμός.

99 Αντιθέτως, ναι μεν η πολιτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα, όσο λυπηρό και αν είναι, ότι ζώα που ανήκουν σε έναν ιδιώτη ή σε συγκεκριμένη ομάδα κτηνοτρόφων δεν μπορούν να εμβολιασθούν προληπτικώς, πλην όμως εξ αυτού δεν έπεται ότι η πολιτική αυτή πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω της ειδικής καταστάσεως του ιδιώτη αυτού ή της ομάδας αυτής. Συγκεκριμένα, έργο του Συμβουλίου ήταν να λάβει υπόψη τη γενική κατάσταση του συνόλου του ζωικού κεφαλαίου και όχι την κατάσταση μερικών επί μέρους ζώων. Εν προκειμένω, οι επιταγές που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τη στάθμιση των συγκρουομένων συμφερόντων δικαιολογούσαν τη συνολική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των σχεδιαζομένων μέτρων (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1973, 5/73, Balkan, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 671, σκέψη 22).

100 Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής εξουσίας που αναγνωρίζεται στο Συμβούλιο στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, πρέπει να συναχθεί ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 13 της οδηγίας 85/511 απαγόρευση του προληπτικού εμβολιασμού δεν υπερβαίνει τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η κοινοτική ρύθμιση.

101 Από τις πιο πάνω σκέψεις έπεται ότι από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511.

Επί του κύρους της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246

102 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η τροποποιημένη απόφαση 2001/246 είναι ανίσχυρη ως αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως δε κατά το μέτρο που οι προϋποθέσεις που το άρθρο 1, σημείο 1, της αποφάσεως 2001/279 θέτει σχετικά με τον προστατευτικό εμβολιασμό παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

103 Οι Jippes κ.λπ. θεωρούν ότι οι αποφάσεις 2001/246 και 2001/279 υπαγορεύθηκαν μόνον από τα συμφέροντα των εξαγωγέων αγελαίων ζώων και ότι η καλή διαβίωση των ζώων ουδόλως ελήφθη υπόψη από τις αποφάσεις αυτές. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω αποφάσεις είναι αντίθετες προς την αρχή της καλής διαβιώσεως των ζώων και προς το πρωτόκολλο.

104 Οι πιο πάνω αποφάσεις παραβιάζουν και την αρχή της αναλογικότητας. Οι Jippes κ.λπ. ισχυρίζονται ειδικότερα ότι ο προστατευτικός εμβολιασμός μπορούσε να συνδυαστεί με περιοριστικά μέτρα λιγότερο ριζικά από τα μέτρα του παραρτήματος ΙΙ της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246, χωρίς εξ αυτού να θιγούν τα συμφέροντα των Ολλανδών εξαγωγέων αγελαίων ζώων. Έτσι, θα μπορούσε να επιβληθεί η προϋπόθεση να μη μετακινηθούν τα εμβολιασμένα ζώα, κατά τη διάρκεια διαστήματος ενός έτους, παρά μόνον σε τόπους που έχουν ανακοινωθεί προηγουμένως και, σε κάθε περίπτωση, να μην οδηγηθούν σε άλλο κράτος μέλος. Ομοίως, η γεωγραφική ζώνη προστατευτικού εμβολιασμού περιορίστηκε άσκοπα, ενώ η συγκέντρωση ζώων στις Κάτω Χώρες είναι πυκνότατη και η άδεια διενέργειας προστατευτικού εμβολιασμού στη σχετική ζώνη ήδη δημιουργεί κινδύνους για τις εξαγωγές λόγω της απώλειας του κατά το κεφάλαιο 2.1.1 του ζωικοϋγειονομικού κώδικα υγειονομικού καθεστώτος της απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό χώρας όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός.

105 Οι Jippes κ.λπ. προβάλλουν ότι ήταν δυνατό να επιτραπούν οι εξαγωγές ζώων και προϊόντων των Κάτω Χωρών προς τα άλλα κράτη μέλη ευθύς μετά την εξαφάνιση της ασθένειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα ζώα δεν θα είχαν εμβολιαστεί ή ότι τα προϊόντα δεν θα προέρχονταν από εμβολιασμένα ζώα. Μέτρα της φύσεως αυτής θα παρείχαν τη δυνατότητα να γίνει προστατευτικός εμβολιασμός με το να ληφθεί υπόψη το συμφέρον των Ολλανδών εξαγωγέων αγελαίων ζώων, καθόσον, κατά τους Jippes κ.λπ., το μεγαλύτερο μέρος των ολλανδικών εξαγωγών (περί το 90 %) γίνεται προς τα άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, διατείνονται ότι τα κράτη αυτά δεν θα έχαναν το υγειονομικό τους καθεστώς απλώς και μόνο λόγω της εισαγωγής προϊόντων προελεύσεως κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε εμβολιασμός.

106 Οι Jippes κ.λπ. υπενθυμίζουν εξάλλου ότι πρότειναν να εξεταστούν τα ζώα της H. Jippes πριν από τον εμβολιασμό τους, προκειμένου να αποκλειστεί κάθε κίνδυνος μολύνσεως λόγω της υπάρξεως ιού πριν από τον εμβολιασμό χωρίς να έχουν εμφανιστεί τα συμπτώματα της ασθένειας. Τα ζώα θα μπορούσαν επίσης να μείνουν υπό περιορισμό όσες ημέρες ήταν αναγκαίο για να ενεργήσει το εμβόλιο.

107 Οι Jippes κ.λπ. υποστηρίζουν επιπλέον ότι η απόφαση 2001/279 παραβιάζει την αρχή της ισότητας, καθόσον μόνο στους κτηνοτρόφους των περιχώρων του Oene επιτράπηκε να εμβολιάσουν τα ζώα τους, ενώ, λαμβανομένης υπόψη της ταχύτητας εξαπλώσεως του ιού, τα ζώα της H. Jippes απειλούνται όσο και τα ζώα των εν λόγω κτηνοτρόφων. Οι Jippes κ.λπ. θεωρούν ομοίως ότι, εφόσον επιτράπηκε ο εμβολιασμός των ζώων των προστατευομένων ειδών, έπρεπε να επιτραπεί και ο εμβολιασμός των ζώων της H. Jippes.

108 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στον τομέα αυτόν διαθέτει διακριτική εξουσία, οπότε η εξέταση του Δικαστηρίου συνίσταται σε περιορισμένο έλεγχο των μέτρων που έχουν θεσπιστεί.

109 Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι οι αποφάσεις 2001/246 και 2001/279 δεν είναι μέτρα προδήλως δυσανάλογα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Από την αιτιολογία της αποφάσεως 2001/246 και από το σημείο 3 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως 2001/279 προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την επιδημιολογική κατάσταση και την υψηλή πυκνότητα ευπαθών ζώων στις Κάτω Χώρες.

110 Η εν λόγω κυβέρνηση και η Επιτροπή διευκρινίζουν ότι οι προϋποθέσεις του επείγοντος εμβολιασμού, τόσο κατασταλτικού όσο και προστατευτικού, που εκτίθενται στις πιο πάνω αποφάσεις είναι σύμφωνες με τις κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε η επιστημονική επιτροπή υγείας και καλής διαβιώσεως των ζώων με την έκθεσή της σχετικά με τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθείται ως προς τον επείγοντα εμβολιασμό κατά του αφθώδους πυρετού. Όσον αφορά τη διάρκεια των περιορισμών, η ίδια η έκθεση στηρίζεται στις διατάξεις του ζωικοϋγειονομικού κώδικα.

111 Η ίδια κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο προβλεπόμενος από την απόφαση 2001/279 προστατευτικός εμβολιασμός είναι εμβολιασμός «δακτυλίου» γύρω από εστίες αφθώδους πυρετού, ο οποίος προορίζεται να χρησιμεύσει ως «αντιπυρική ζώνη» σχετικά με την εξάπλωση του ιού. Το ότι ο εμβολιασμός αυτός προβλέφθηκε μόνο για βοοειδή οφείλεται στο ότι μόνο στο κρέας των ζώων αυτών μπορεί να αδρανοποιηθεί ο ιός του αφθώδους πυρετού. Όσο για τη δωδεκάμηνη προθεσμία που είναι αναγκαία για την ανάκτηση του καθεστώτος της απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό χώρας όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός, η προθεσμία αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι πρέπει να είναι αρκούντως μακρά ώστε τα ζώα να μπορέσουν να γεννήσουν μόσχους που δεν έχουν ανοσοποιηθεί κατά του ιού.

112 Κατά την Επιτροπή, ενώ είναι ευρύτερη από τις ζώνες κατασταλτικού εμβολιασμού, η ζώνη εντός της οποίας επιτράπηκε ο προστατευτικός εμβολιασμός είναι περιορισμένη γεωγραφικώς καθόσον, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των περιοριστικών προϋποθέσεων που συνιστά με την έκθεσή της η επιστημονική επιτροπή υγείας και καλής διαβιώσεως των ζώων, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται στη ζώνη αυτή για κτηνιατρικούς λόγους, έπρεπε να αποφευχθεί η περισσότερο απ' ό,τι ήταν αυστηρώς αναγκαίο αποδιοργάνωση της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Επιπλέον, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το γενικό συμφέρον όλων των κτηνοτρόφων της Κοινότητας. Όσο μεγαλύτερη είναι η ζώνη εντός της οποίας επιτρέπεται ο προστατευτικός εμβολιασμός, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να δεχθούν οι τρίτες χώρες την «περιφερειοποίηση» της Κοινότητας, δηλαδή τη διαίρεσή της σε περιφέρειες κατά τρόπον ώστε οι περιφέρειες τις οποίες δεν έχει αγγίξει ο αφθώδης πυρετός να μπορέσουν να διατηρήσουν, στο διεθνές εμπόριο, το καθεστώς τους της απαλλαγμένης από αφθώδη πυρετό ζώνης όπου δεν διενεργήθηκε εμβολιασμός.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Η αρχή της αναλογικότητας

113 Για να ελεγχθεί αν η Επιτροπή τήρησε την αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση των εξουσιών που της αναγνωρίζονται από τα άρθρα 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/511 και 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 90/425 όταν εμφανίζεται νόσος των ζώων όπως ο αφθώδης πυρετός, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα μέσα που η Επιτροπή χρησιμοποίησε ήσαν κατάλληλα για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και αν δεν υπερέβησαν το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

114 Οι αποφάσεις 2001/246 και 2001/279 λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις που η επιστημονική επιτροπή υγείας και καλής διαβιώσεως των ζώων διατύπωσε με την έκθεσή της. Με την έκθεση αυτή, η εν λόγω επιτροπή περιγράφει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του εμβολιασμού και παραθέτει ορισμένα κριτήρια που καθιστούν δυνατό να καθοριστεί υπό ποιες συνθήκες τα πλεονεκτήματα του εμβολιασμού είναι σημαντικότερα από τα μειονεκτήματά του.

115 Η πιο πάνω επιτροπή υπενθυμίζει τις δυσκολίες που συνδέονται με τη δυνατότητα μεταδόσεως του ιού μέσω των εμβολιασμένων ζώων καθώς και με την αδυναμία διακρίσεως των ασθενών ζώων από τα εμβολιασμένα ζώα. Συνάγει ότι για τους λόγους αυτούς η έκταση της ζώνης προστατευτικού εμβολιασμού πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη και πρέπει να καθορίζεται σαφώς. Επιπλέον, περιγράφει τους περιορισμούς στους οποίους πρέπει να υποβάλλονται τα εμβολιασμένα ζώα, το κρέας και τα παράγωγα προϊόντα τους.

116 Από τις αποφάσεις 2001/246 και 2001/279 και από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι Jippes κ.λπ., κατά τη λήψη της αποφάσεως να γίνει προστατευτικός εμβολιασμός και κατά την οριοθέτηση της ζώνης εμβολιασμού πρυτάνευσαν υγειονομικά κριτήρια. Το να επιτραπεί σε όποιον το ζητήσει να εμβολιάσει ζώα που του ανήκουν και που βρίσκονται εκτός της ζώνης αυτής θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να φαλκιδευτεί ο έλεγχος της επί τόπου εξελίξεως της ασθένειας και να αυξηθεί η πιθανότητα μολύνσεως.

117 Επιπλέον, ο χειρισμός του εμβολίου συνεπάγεται κινδύνους οι οποίοι δικαιολογούν ιδίως τα όσα εκτίθενται στο σημείο 6.3 των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246, κατά το οποίο σημείο, όσον αφορά την εκστρατεία εμβολιασμού, «πρέπει να εφαρμόζονται τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή της πιθανής εξάπλωσης του ιού».

118 Ενόψει των στοιχείων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πιο πάνω απόφαση λαμβάνει υπόψη την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων, καθόσον έχει ως σκοπό να θέσει υπό έλεγχο την επέκταση του αφθώδους πυρετού και να εξαλείψει την επιζωοτία το ταχύτερο δυνατό.

119 Όσον αφορά τους περιορισμούς στη διακίνηση των ζώων, του κρέατος και των παραγώγων προϊόντων τους, οι περιορισμοί αυτοί λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις του ζωικοϋγειονομικού κώδικα και είναι αναγκαίοι λόγω των συνυφασμένων με τον εμβολιασμό μειονεκτημάτων και κινδύνων. Οι εν λόγω περιορισμοί έχουν ως σκοπό μεταξύ άλλων να καταστεί δυνατή η διάκριση των εμβολιασμένων από τα μη εμβολιασμένα ζώα καθώς και του κρέατος και των προϊόντων που προέρχονται από τις δύο αυτές κατηγορίες ζώων, οπότε μειώνεται όσο το δυνατόν περισσότερο ο αντίκτυπος που η κρίση έχει στο εμπόριο με τις τρίτες χώρες.

120 Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η κτηνοτροφία είναι πηγή εισοδήματος για μεγάλο αριθμό προσώπων στην Κοινότητα και ότι όλοι οι εξαγωγείς που ανήκουν στον κλάδο αυτόν έχουν συμφέρον όχι μόνο να καταπολεμηθεί ο αφθώδης πυρετός όσο το δυνατόν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα, αλλά και να μείνουν περιορισμένες οι εστίες αφθώδους πυρετού και οι ζώνες προστατευτικού εμβολιασμού, για να μη θιγεί το κατά τον ζωικοϋγειονομικό κώδικα καθεστώς του κράτους μέλους που επλήγη από τον αφθώδη πυρετό και να μην αλλάξει προς το χειρότερο ο τρόπος που οι τρίτες χώρες αντιλαμβάνονται το υγειονομικό καθεστώς του συνόλου του ζωικού κεφαλαίου της Κοινότητας.

121 Οι Jippes κ.λπ. πρότειναν να υποβληθούν τα ζώα της H. Jippes σε ορισμένες προϋποθέσεις, όπως εξετάσεις ανιχνεύσεως και απομόνωση κατά τον χρόνο επωάσεως του εμβολίου. Όμως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι πολλά πρόσωπα θα μπορούσαν να ζητήσουν άδεια να εμβολιάσουν τα ζώα τους υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να επισημανθεί ότι η εξακρίβωση της τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών θα απαιτούσε την εφαρμογή μεγάλης εκτάσεως μέτρων ελέγχου, ενώ όλοι οι διαθέσιμοι πόροι πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση των εστιών της ασθένειας. Επιπλέον, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι ζώνες επιτηρήσεως που θα καθορίζονταν γύρω από τα εμβολιασμένα ζώα θα διατάρασσαν σοβαρά την κοινωνικοοικονομική ζωή των σχετικών περιοχών, οι ζώνες αυτές δεν θα εξασφάλιζαν τη μη μόλυνση των ζώων κατά την περίοδο επωάσεως του εμβολίου, λαμβανομένης υπόψη της άκρως ταχείας εξαπλώσεως του ιού και του μεγάλου αριθμού των φορέων του.

122 Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η τροποποιημένη απόφαση 2001/246 ήταν κατάλληλη για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και δεν έβαινε πέραν του αναγκαίου προς τούτο ορίου, οπότε δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως δε κατά το μέτρο που περιορίζει γεωγραφικώς τη ζώνη όπου μπορούσε να γίνει προληπτικός εμβολιασμός και επιβάλλει περιορισμούς στη διακίνηση των εμβολιασμένων ζώων, του κρέατος και των παραγώγων προϊόντων τους.

Η νομική βάση της αποφάσεως 2001/246

123 Επιπλέον, για να δοθεί απάντηση στο αιτούν δικαστήριο το οποίο διερωτάται ως προς τη νομική βάση της αποφάσεως 2001/246 κατά το μέρος που προβλέπει τη θανάτωση ζώων ενώ έχουν εμβολιαστεί, πρέπει να υπομνηστεί ότι η απόφαση αυτή βασίζεται στην οδηγία 90/425 και ιδίως στο άρθρο της 10, καθώς και στην οδηγία 85/511 και ιδίως στο άρθρο της 13, παράγραφος 3.

124 Η προληπτική θανάτωση των ζώων που βρίσκονται σε εκμετάλλευση στην οποία έχουν εντοπιστεί ένα ή περισσότερα προσβεβλημένα ζώα καθώς και στις γειτονικές εκμεταλλεύσεις που ενδέχεται να μολυνθούν επιβάλλεται από το άρθρο 5 της οδηγίας 85/511.

125 Όσον αφορά τον επείγοντα εμβολιασμό, ο εμβολιασμός αυτός προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/511, χωρίς η διάταξη αυτή να περιορίζει τους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον εμβολιασμό ή να απαγορεύει τη θανάτωση των ευπαθών ζώων όταν αυτά έχουν εμβολιαστεί.

126 Τέλος, το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 90/425 προβλέπει ότι, σε περίπτωση νόσου των ζώων ή ασθενείας ικανής να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα ζώα, η Επιτροπή θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα.

127 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις αυτές αποτελούν επαρκή νομική βάση για την εξουσία της Επιτροπής να εκδώσει την απόφαση 2001/246.

Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

128 Οι Jippes κ.λπ. διατείνονται ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας για τον λόγο ότι στην H. Jippes δεν επιτράπηκε να εμβολιάσει τα ζώα της ενώ ο προστατευτικός εμβολιασμός επιτράπηκε εντός της περιμέτρου του Oene και ενώ είναι δυνατόν να εμβολιαστούν τα ζώα των ζωολογικών κήπων.

129 ρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η γενική αρχή της ισότητας, η οποία είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί να μη γίνεται διαφορετική μεταχείριση σε ανάλογες καταστάσεις, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., ιδίως, την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990, C-267/88 έως C-285/88, Wuidart κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-435, σκέψη 13, και την προαναφερθείσα απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, σκέψη 97).

130 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι καταστάσεις τις οποίες αναφέρουν οι Jippes κ.λπ. δεν είναι ανάλογες και ότι, ακόμα και αν ήσαν ανάλογες, τα μέτρα που θέσπισε η Επιτροπή ούτως ή άλλως δικαιολογούνται αντικειμενικώς.

131 Όσον αφορά τα ζώα που βρίσκονται στη ζώνη εντός της περιμέτρου του Oene, στη σκέψη 111 της παρούσας αποφάσεως διευκρινίστηκε ότι ο προστατευτικός εμβολιασμός στον οποίο υποβάλλονται πρέπει να χρησιμεύσει ως «αντιπυρική ζώνη» για να αποφευχθεί η εξάπλωση του ιού που υφίσταται στις εστίες της περιοχής αυτής. Όμως, ο εμβολιασμός αυτός, ενώ μπορεί να έχει το αποτέλεσμα αυτό σε μια περιοχή όπου ούτως ή άλλως υπάρχει ο ιός, θα μπορούσε να συντελέσει στην εξάπλωση του ιού αν διενεργείτο σε άλλες περιοχές που ακόμα είναι απαλλαγμένες από τον ιό.

132 Επομένως, ο εμβολιασμός των ζώων αυτών δικαιολογείται αντικειμενικώς από την τοποθεσία των εκμεταλλεύσεων στις οποίες βρίσκονται και από τον στόχο να καταπολεμηθεί η επέκταση των εστιών του αφθώδους πυρετού.

133 Όσον αφορά τα ζώα ζωολογικών κήπων τα οποία ενδέχεται να υποβληθούν σε επείγοντα εμβολιασμό, πρέπει να επισημανθεί ότι τα ζώα αυτά ορίζονται από την απόφαση 2001/303/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Απριλίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των όρων καταπολεμήσεως και εξαλείψεως του αφθώδους πυρετού σε απειλούμενα με εξαφάνιση είδη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511 (ΕΕ L 104, σ. 3). Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, «[α]πειλούμενα με εξαφάνιση είδη» είναι «τα ζώα που [...] έχουν εκλείψει από την άγρια φύση, απειλούνται σε κρίσιμο βαθμό με εξαφάνιση, απειλούνται με εξαφάνιση και είναι εύτρωτα, όπως είναι εγγεγραμμένα στον τωρινό κατάλογο της [...] IUCN [...], ερυθρός κατάλογος απειλούμενων ειδών που έχει συντάξει η αγκόσμια Ένωση Διατήρησης της Φύσης».

134 Επομένως, πρόκειται για ζώα που δεν βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των ζώων της H. Jippes, καθόσον δεν προβλήθηκε ότι τα ζώα της ανήκουν σε είδος που απειλείται με εξαφάνιση.

135 Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν είναι βάσιμος.

136 Από τις πιο πάνω σκέψεις συνάγεται ότι από την εξέταση του δευτέρου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της τροποποιημένης αποφάσεως 2001/246.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

137 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική, η Δανική, η Ελληνική, η Ιρλανδική, η Ιταλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 26ης Απριλίου 2001 το College van Beroep voor het bedrijfsleven, αποφαίνεται:

1) Από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 1985, για τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/423/EOK του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990.

2) Από την εξέταση του δευτέρου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως 2001/246/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των όρων καταπολεμήσεως και εξαλείψεως του αφθώδους πυρετού στις Κάτω Χώρες κατ' εφαρμογήν του άρθρου 13 της οδηγίας 85/511, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2001/279/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 2001.

Top