EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0172

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2003.
International Power plc, British Coal Corporation, PowerGen (UK) plc και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά National Association of Licensed Opencast Operators (NALOO).
Αίτηση αναιρέσεως - Συνθήκη ΕΚΑΧ - Απόρριψη καταγγελίας για εισάγουσες δυσμενείς διακρίσεις τιμές αγοράς και για καταχρηστικά τέλη - Αρμοδιότητα της Επιτροπής.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-172/01 P, C-175/01 P, C-176/01 P και C-180/01 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-11421

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:534

62001J0172

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2003. - International Power plc, British Coal Corporation, PowerGen (UK) plc και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά National Association of Licensed Opencast Operators (NALOO). - Αίτηση αναιρέσεως - Συνθήκη ΕΚΑΧ - Απόρριψη καταγγελίας για εισάγουσες δυσμενείς διακρίσεις τιμές αγοράς και για καταχρηστικά τέλη - Αρμοδιότητα της Επιτροπής. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-172/01 P, C-175/01 P, C-176/01 P και C-180/01 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα 00000


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-172/01 P, C-175/01 P, C-176/01 P και C-180/01 P,

International Power plc, πρώην National Power plc, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους D. Anderson, QC, και M. Chamberlain, barrister, ενεργούντες κατ' εντολήν του S. Ramsay, solicitor,

British Coal Corporation, με έδρα το Λονδίνο, εκπροσωπούμενη από τους D. Vaughan και D. Lloyd Jones, QC, ενεργούντες κατ' εντολήν του C. Mehta, solicitor,

PowerGen (UK) plc, πρώην PowerGen plc, με έδρα το Λονδίνο, εκπροσωπούμενη από τον K. P. E. Lasok, QC, ενεργούντα κατ' εντολήν του P. Lomas, solicitor,

και

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον A. Whelan, επικουρούμενο από τον J. E. Flynn, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσες,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) στην υπόθεση T-89/98, NALOO κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-515), και με τις οποίες ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

National Association of Licensed Opencast Operators (NALOO), με έδρα το Newcastle upon Tyne (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον M. Hoskins, barrister, ενεργούντα κατ' εντολήν του A. Dowie, solicitor, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward, A. La Pergola, P. Jann (εισηγητή) και A. Rosas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, κατά την οποία η International Power plc εκπροσωπήθηκε από τους D. Anderson και M. Chamberlain, η British Coal Corporation από τους D. Vaughan και D. Lloyd Jones, η PowerGen (UK) plc από τον K. P. E. Lasok, η National Association of Licensed Opencast Operators (NALOO) από τον C. Quigley, barrister, και η Επιτροπή από τους A. Whelan και J. E. Flynn,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 και 23 Απριλίου 2001, η International Power plc (πρώην National Power plc, στο εξής: ΙΡ), στην υπόθεση C-172/01 P, η British Coal Corporation (στο εξής BC), στην υπόθεση C-175/01 P, η PowerGen (UK) plc (πρώην PowerGen plc, στο εξής: PG), στην υπόθεση C-176/01 P, και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, στην υπόθεση C-180/01 P, άσκησαν καθεμία, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚΑΞ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2001 στην υπόθεση T-89/98, NALOO κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-515, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση IV/E-3/NALOO της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1998 (στο εξής: απόφαση του 1998). Με την απόφασή της αυτή, η Επιτροπή είχε απορρίψει καταγγελία την οποία είχε υποβάλει στις 15 Ιουνίου 1994 η National Association of Licensed Opencast Operators (εθνική ένωση κατόχων αδείας για εξόρυξη άνθρακα από υπαίθρια ορυχεία, στο εξής: NALOO).

Το ιστορικό της διαφοράς

2 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, πριν από την ιδιωτικοποίηση του τομέα δραστηριότητάς της το 1994, η BC είχε την κυριότητα του συνόλου σχεδόν των αποθεμάτων άνθρακα του Ηνωμένου Βασιλείου και είχε το αποκλειστικό δικαίωμα εξορύξεως άνθρακα. Είχε, ωστόσο, την ευχέρεια να χορηγεί άδειες εξορύξεως άνθρακα σε ιδιωτικές εταιρίες εκμεταλλεύσεως έναντι καταβολής τέλους εξορύξεως.

3 Τον Απρίλιο του 1987, η BC μείωσε το τέλος αυτό από 16 σε 13,5 λίρες στερλίνες ανά τόνο (GBΡ/t) από 1ης Μαρτίου 1987. Το 1988, αφού η NALOO, η οποία είχε ζητήσει τη διεξαγωγή έρευνας και κατόπιν προσφύγει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σχετικά, μεταξύ άλλων, με το εν λόγω τέλος, δεσμεύτηκε να αναγνωρίσει τον εύλογο χαρακτήρα ενός τέλους εξορύξεως ανερχόμενου σε 11 GBΡ/t, η BC προέβη στην εφαρμογή αυτού του συντελεστή αναδρομικώς από 27ης Δεκεμβρίου 1987. Τον Μάρτιο του 1990, η BC μείωσε το τέλος εξορύξεως σε 7 GBΡ/t από 1ης Απριλίου 1990.

4 Βάσει συμφωνίας που συνήφθη τον Μάιο του 1986 (στο εξής: συμφωνία του 1986), ο Central Electricity Generating Board (κεντρικός οργανισμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: CEGB) αγόρασε από την BC, κατά τη χρήση 1986/1987, 72 εκατομμύρια τόνους άνθρακα, με μέση τιμή παραδόσεως 172 πένες ανά gigajoule (p/GJ) κατά την έξοδο από το ορυχείο.

5 Δυνάμει του Electricity Act 1989 (νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας του 1989), ο CEGB ιδιωτικοποιήθηκε από 1ης Απριλίου 1990 και τα περιουσιακά του στοιχεία μεταβιβάστηκαν, ιδίως, στην ΙP και στην PG.

6 Όταν τέθηκαν σε ισχύ οι συμβάσεις παραδόσεως άνθρακα που συνήψαν η BC και οι εν λόγω επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού για την περίοδο από 1ης Απριλίου 1990 έως 31 Μαρτίου 1993 (στο εξής: συμβάσεις παραδόσεως), η ΙP και η PG πρότειναν στην BC βασική τιμή 170 p/GJ ακαθάριστο (ακαθάριστη θερμιδική ισχύς) και 177,9 p/GJ καθαρό (καθαρή θερμιδική ισχύς), έναντι 122 έως 139 p/GJ κατά την έξοδο από το ορυχείο για τους κατόχους αδείας παραγωγούς.

7 Με καταγγελία που κατέθεσε στην Επιτροπή στις 29 Μαρτίου 1990, η οποία συμπληρώθηκε, μεταξύ άλλων, στις 27 Ιουνίου 1990 και στις 5 Σεπτεμβρίου 1990 (στο εξής: καταγγελία του 1990), η NALOO υποστήριξε ότι, αφενός, η συμφωνία του 1986 και οι συμβάσεις παραδόσεως και, αφετέρου, το επίπεδο των τελών που εισέπραττε η BC από τις κατόχους αδείας επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα αντέβαιναν στα άρθρα 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

8 Στη συνοπτική παρουσίαση των επιχειρημάτων της, την οποία υπέβαλε στις 5 Σεπτεμβρίου 1990, η καταγγέλλουσα, αφενός, προσήψε στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ότι εφάρμοζαν συστηματικά, ως αγοράστριες, δυσμενείς διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 63 της Συνθήκης ΕΚΑΞ, και, αφετέρου, χαρακτήρισε ως αντιβαίνουσες στα άρθρα 60 και 66, παράγραφος 7, της εν λόγω Συνθήκης τις προσαπτόμενες στην BC συμπεριφορές, μεταξύ των οποίων και ο σε αυθαίρετο επίπεδο καθορισμός των τελών εξορύξεως.

9 Με επιστολή της 24ης Οκτωβρίου 1990, οι βρετανικές αρχές πρότειναν στη NALOO, εξ ονόματος των BC, ΙP και PG, την αναδρομική εφαρμογή, από 1ης Απριλίου 1990, αφενός, αυξημένης τιμής του βάσει αδείας παραγομένου άνθρακα και, αφετέρου, περαιτέρω μειώσεως των τελών.

10 Η NALOO, αφού απέρριψε τις προτάσεις αυτές, ενημερώθηκε με επιστολή της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της 22ας Νοεμβρίου 1990 ότι η εν λόγω κυβέρνηση είχε αποφασίσει τη μονομερή εφαρμογή των νέων προτεινομένων όρων.

11 Με επιστολή που απηύθυνε στη NALOO στις 21 Δεκεμβρίου 1990, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η καταγγελία του 1990 δεν απαιτούσε άλλη παρέμβαση εκ μέρους της.

12 Με την από 11 Ιανουαρίου 1991 επιστολή της προς την Επιτροπή, η NALOO αντέτεινε, μεταξύ άλλων, ότι σαφώς επιθυμούσε την εξέταση της συμφωνίας του 1986.

13 Με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 1991, η Επιτροπή απάντησε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη «να εκδώσει επισήμως απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη παρελθούσας παραβάσεως απλώς και μόνο για να διευκολύνει ενδεχόμενη αγωγή αποζημιώσεως εκ μέρους της καταγγέλλουσας». Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, συνεπώς, θεωρούσε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση. Προσέθεσε ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούσαν καλύτερα από την ίδια να επιληφθούν συγκεκριμένων περιπτώσεων αναγομένων στο παρελθόν.

14 Με επιστολή της 14ης Μαρτίου 1991, η NALOO υπογράμμισε ακόμα τη σημασία που θα είχε γι' αυτήν η διεκρίνιση του νομικού καθεστώτος που διείπε τη συμφωνία του 1986.

15 Με απόφαση της 23ης Μαου 1991 (στο εξής: απόφαση του 1991), η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία του 1990, καθόσον αυτή αφορούσε την μετά την 1η Απριλίου 1990 ισχύουσα κατάσταση.

16 Η συνοδευτική της αποφάσεως του 1991 επιστολή διευκρίνιζε τα εξής:

«Η παρούσα επιστολή, η οποία περιλαμβάνει απόφαση της Επιτροπής, θίγει ορισμένες πτυχές [της καταγγελίας του 1990] [...] Εξετάζεται σ' αυτήν η θέση της Αγγλίας και της Ουαλίας μετά τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε από τη θέση σε ισχύ των [συμβάσεων παραδόσεως] που συνήφθησαν μεταξύ των [BC], [ΙP] και [PG], την 1η Απριλίου 1990. Οι λοιπές πτυχές του ζητήματος, ιδίως εκείνες που αφορούν [...] την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση [...] δεν εξετάζονται.»

17 Στην απόφαση του 1991 αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«56. Κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ [των συμβάσεων παραδόσεως], στα λειτουργούντα βάσει αδείας ορυχεία [...] καταβαλλόταν περίπου το ισοδύναμο των 122 p/GJ έως 139 p/GJ εκ μέρους των βιομηχανιών παραγωγής ηλεκτρισμού [...] Συνεπώς συνέτρεχε διάκριση εις βάρος των λειτουργούντων βάσει αδείας ορυχείων μετά την 1η Απριλίου 1990.

57. Η καταβαλλόμενη σήμερα τιμή εκ μέρους των [ΙP] και [PG] στα λειτουργούντα βάσει αδείας ορυχεία, από 1ης Απριλίου 1990, ισοδυναμεί με 157 p/GJ καθαρό στο ορυχείο, έναντι 177,9 p/GJ για την [BC].

[...]

61. Είναι αδύνατο να εκφρασθούν ποσοτικώς με ακρίβεια όλα τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν εξετάζεται η διαφορά τιμής. Εντούτοις, η πραγματική διαφορά των 20,9 p/GJ, δηλαδή του 12 % μεταξύ του άνθρακα της [BC] και του άνθρακα που εξορύσσεται βάσει αδείας και προσφέρεται απευθείας στις [ΙP] και [PG] δεν είναι τόσο σημαντική ώστε να συνιστά δυσμενή διάκριση δικαιολογούσα νέα παρέμβαση της Επιτροπής. Εξάλλου, οι καταγγέλλουσες δεν μπόρεσαν να προβάλουν πειστικά επιχειρήματα προκειμένου να δικαιολογήσουν μια μικρότερη διαφορά.

[...]

72. Το ύψος των τελών εξορύξεως δεν μπορεί να εξετάζεται αφηρημένα. Η σχέση μεταξύ της τιμής που εισπράττεται για τον άνθρακα και των εξόδων παραγωγής αυτού του άνθρακα, περιλαμβανομένων των τελών εξορύξεως, πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει στις αποτελεσματικώς λειτουργούσες επιχειρήσεις να πραγματοποιούν κέρδος και να μη τις αναγκάζει να υφίστανται σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα. [...]

73. Όσον αφορά τα υπαίθρια ορυχεία, τα τέλη εξορύξεως μειώθηκαν από 11 [GBΡ]/t, προ της 1ης Απριλίου 1990, σε 5,50 [GBΡ]/t (6 [GBΡ]/t μετά τους πρώτους 50 000 τόνους), ενώ η καταβαλλόμενη στα μικρά ορυχεία τιμή αυξήθηκε κατά περισσότερο από 23 %.

74. Η καταβαλλόμενη σήμερα τιμή για τον εξορυσσόμενο βάσει αδείας άνθρακα, η οποία ανέρχεται σε 157 p/GJ ή περίπου 40 [GBP]/t, είναι κατά 20 % περίπου υψηλότερη, δηλαδή 8 [GBP]/t, από την τιμή που εισέπρατταν τα μικρά ορυχεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ των [συμβάσεων παραδόσεως]. Αν προστεθεί η μείωση των τελών εξορύξεως κατά 5 [GBP]/t περίπου, προκύπτει σημαντική βελτίωση των ακαθάριστων περιθωρίων κέρδους των υπαιθρίων ορυχείων που λειτουργούν βάσει αδείας. Κατά το 1989/1990 το μέσο εισόδημα πωλήσεων της [BC] από τις υπαίθριες δραστηριότητές της ανερχόταν σε 41,50 [GBP]/t, δηλαδή 160 p/GJ, δηλαδή σε εισόδημα συγκρίσιμο προς την καταβαλλόμενη σήμερα τιμή στα λειτουργούντα βάσει αδείας ορυχεία. Η [BC] πραγματοποίησε κέρδος [...] επί της παραγωγής αυτής. Καίτοι υφίστανται διαφορές, ιδίως ως προς το μέγεθος, μεταξύ των υπαιθρίων δραστηριοτήτων της [BC] και των δραστηριοτήτων των μελών της [NALOO], αυτό επιβεβαιώνει προφανώς ότι τα σημερινά τέλη εξορύξεως για τον υπαιθρίως εξορυσσόμενο άνθρακα δεν είναι τόσο υψηλά ώστε να είναι παράνομα. Συνεπώς, τα τέλη εξορύξεως δεν κωλύουν τις αποτελεσματικώς λειτουργούσες επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν κέρδος και δεν συνεπάγεται γι' αυτές σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

[...]

XV. Συμπεράσματα

79. Η παρούσα απόφαση αφορά την κατάσταση στην Αγγλία και την Ουαλία κατόπιν της θέσεως σε ισχύ των [συμβάσεων παραδόσεως], την 1η Απριλίου 1990, μεταξύ της [BC], αφενός, και των [IP] και [PG], αφετέρου.

[...]

81. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι [η] στηριζόμεν[η] στα άρθρα 63 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης [καταγγελία] [...] ήταν βάσιμη καθόσον αφορούσε την κατάσταση προ της 1ης Απριλίου 1990, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ των [συμβάσεων παραδόσεως].

82. Αν οι προτάσεις των βρετανικών αρχών, της 24ης Οκτωβρίου 1990, ενσωματωθούν στις συμβάσεις αυτές, επί της καθοριζομένης στην παρούσα απόφαση βάσεως, τα λειτουργούντα βάσει αδείας ορυχεία δεν θα αποτελούν πλέον αντικείμενο δυσμενούς διακρίσεως σε σύγκριση με την [BC]. Συνεπώς, τα σημεία της καταγγελίας που στηρίζονται στο άρθρο 63 της Συνθήκης EKAX, στο άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης EKAX, όσον αφορα τους όρους πωλήσεως [...] δεν ευσταθούν πλέον, καθόσον δε [η καταγγελία αφορά] την παρούσα κατάσταση, απορρίπτονται.

83. Όσον αφορά το τμήμα [της καταγγελίας] που στηρίζεται στο άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης EKAX και αφορά τα τέλη εξορύξεως που εισπράττει η [BC], πρέπει να τονιστεί ότι τα νέα τέλη εξορύξεως που καθορίζονται με την επιστολή των βρετανικών αρχών της 24ης Οκτωβρίου 1990 και τέθηκαν κατόπιν σε ισχύ εκ μέρους της [BC] από 1ης Απριλίου 1990 δεν είναι αδικαιολόγητα υψηλά. Τα σημεία [της καταγγελίας] που αφορούν την καταβολή τελών εξορύξεως και στηρίζονται στο άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης EKAX δεν ευσταθούν, κατά συνέπεια, πλέον, καθόσον δε [η καταγγελία] αφορά την παρούσα κατάσταση, απορρίπτονται.»

18 Στις 9 Ιουλίου 1991, η NALOO άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου, βάσει του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 1991, καθόσον με αυτήν διαπιστωνόταν ότι δεν ήταν παράνομα τα νέα τέλη εξορύξεως των 5,50 ή 6 GBΡ/t. Διαρκούσας της διαδικασίας, η ένωση αυτή παραιτήθηκε από το αίτημα επιστροφής των τελών εξορύξεως τα οποία η BC είχε εισπράξει καταχρηστικώς προ της 1ης Απριλίου 1990.

19 Η ανωτέρω προσφυγή ακυρώσεως απορρίφθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, Τ-57/91, NALOO κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1019, στο εξής: απόφαση NALOO Ι), η οποία έχει πλέον ισχύ δεδικασμένου.

20 Κατόπιν προδικαστικής παραπομπής εκ μέρους του High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Ηνωμένο Βασίλειο), στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας κατά της BC από την H. J. Banks & Co. Ltd, ιδιωτική επιχείρηση παραγωγής άνθρακα βάσει άδειας και μέλος της NALOO, το Δικαστήριο, με απόφαση της 13ης Απριλίου 1994, C-128/92, Banks (Συλλογή 1994, σ. I-1209, σκέψη 19), έκρινε ότι τα άρθρα 4, στοιχείο δδ, και 65 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν δημιουργούν δικαιώματα τα οποία να μπορούν οι ιδιώτες να τα επικαλεστούν απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

21 Στη σκέψη 21 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, εφόσον η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα προς διαπίστωση των παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 65 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν εγκύρως να επιληφθούν αγωγής αποζημιώσεως ελλείψει αποφάσεως της Επιτροπής ληφθείσας στο πλαίσιο αυτής της αρμοδιότητας.

22 Κατόπιν άλλης προδικαστικής παραπομπής εκ μέρους του High Court, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας κατά των IP και PG από διάφορες επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα βάσει άδειας, το Δικαστήριο, με απόφαση της 2ας Μαου 1996, C-18/94, Hopkins κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-2281, σκέψη 29), έκρινε ότι τα άρθρα 4, στοιχείο ββ, και 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν δημιουργούν δικαιώματα τα οποία να μπορούν οι ιδιώτες να τα επικαλεστούν απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

23 Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 27 της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ., ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να ισχυριστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ότι οι διακρίσεις που γίνονται συστηματικά από αγοραστές είναι ασυμβίβαστες προς το άρθρο 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, εφόσον αυτές δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο συστάσεως προς τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις.

24 Το Δικαστήριο προσέθεσε, με τη σκέψη 28 της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ., ότι, αντιθέτως, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες προκύπτει ότι, από απόψεως περιεχομένου, οι διατάξεις μιας συστάσεως που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι επαρκώς ακριβείς, είναι δυνατή η απευθείας επίκλησή τους από τους ιδιώτες ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις οδηγίες.

25 Λαμβάνοντας υπόψη τις προμνησθείσες αποφάσεις Banks και Hopkins κ.λπ., το High Court απέρριψε τις αγωγές αποζημιώσεως στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές.

26 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η NALOO, επικαλούμενη την έλλειψη απευθείας εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΞ και την αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, κατέθεσε στις 15 Ιουνίου 1994 καταγγελία (στο εξής: καταγγελία του 1994), την οποία χαρακτήρισε ως συμπληρωματική. Η ένωση αυτή ζητούσε από την Επιτροπή να διαπιστώσει τον παράνομο χαρακτήρα των τιμών αγοράς και των τελών εξορύξεως που εφαρμόζονταν επί του άνθρακα τον οποίο παρήγαν βάσει αδείας ο CEGB και η BC, αντιστοίχως, κατά παράβαση, αφενός, των άρθρων 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και, αφετέρου, των άρθρων 4, στοιχείο δδ, 65 και 66, παράγραφος 7, της εν λόγω Συνθήκης κατά την περίοδο μεταξύ 1973 και 1ης Απριλίου 1990, η οποία μεταγενέστερα περιορίστηκε στις χρήσεις 1984/1985 έως 1989/1990. Συναφώς, η NALOO πρότεινε στην Επιτροπή να στηριχθεί στις παραμέτρους που είχαν λάβει υπόψη τους το 1990 οι βρετανικές αρχές, οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η BC, κατόπιν δε και η ίδια η Επιτροπή στην απόφαση του 1991.

27 Με την απόφαση του 1998, η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία του 1994.

28 Η Επιτροπή, με την απόφαση αυτή, δέχθηκε κατ' ουσίαν τα εξής:

- τα άρθρα 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ έχουν προληπτική λειτουργία και παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θέσει τέρμα, για το μέλλον, σε υφιστάμενες παραβάσεις. Οι διατάξεις αυτές δεν παρέχουν στην Επιτροπή την εξουσία να ερευνήσει καταγγελία κατατεθείσα στις 15 Ιουνίου 1994 και αφορώσα παρελθούσες παραβιάσεις της Συνθήκης ΕΚΑΞ τελεσθείσες προ της 1ης Απριλίου 1990·

- το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν έχει εφαρμογή επί του μονομερούς καθορισμού εκ μέρους της BC τελών εξορύξεως άνθρακα καθ' υπόθεση υπερβολικών·

- εξάλλου, έστω και αν η Επιτροπή είχε την εξουσία να εξετάσει την καταγγελία σε σχέση με τα άρθρα 4, στοιχείο δδ, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και αν υποτεθεί ότι έχει εφαρμογή το εν λόγω άρθρο 65 της εν λόγω Συνθήκης, η NALOO δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να καταδείξει την ύπαρξη των προβαλλομένων παραβάσεων. Οι ενδείξεις που παρέσχε η ένωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή ως αφετηρία έρευνας, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αποφάσεως NALOO I.

29 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Ιουνίου 1998, η NALOO ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως του 1998 βάσει του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

30 Με διάταξη της 17ης Μαρτίου 1999, επετράπη στις BC, ΙP και PG να παρέμβουν στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

31 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση του 1998.

32 Στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, όσον αφορά τις παραβάσεις που υποτίθεται ότι διαπράχθηκαν κατά τις χρήσεις 1986/1987 έως 1989/1990, πρέπει να θεωρηθεί ότι υποβλήθηκε στην Επιτροπή μία και μόνη καταγγελία, καθόσον η καταγγελία του 1994 αποτελούσε απλώς επεξηγηματική εκείνης του 1990.

33 Το Πρωτοδικείο παρατήρησε, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ως «υφιστάμενες παραβάσεις» των άρθρων 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, η Επιτροπή εννοούσε τις υφιστάμενες κατά την ημερομηνία καταθέσεως της σχετικής καταγγελίας παραβάσεις. Εφόσον η αρχική καταγγελία της NALOO κατατέθηκε το 1990 και η συμπληρωματική καταγγελία, η οποία κατατέθηκε το 1994, δεν συνιστούσε παρά επεξήγηση της πρώτης, το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με την ανάλυση της Επιτροπής, της είχε υποβληθεί καταγγελία αφορώσα υφιστάμενες παραβάσεις.

34 Το Πρωτοδικείο θεώρησε επίσης, με τις σκέψεις 61 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τη σκέψη 19 της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ. και από την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας προκύπτει ότι οι συνδυασμένες διατάξεις, αφενός, των άρθρων 4, στοιχείο ββ, και 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και, αφετέρου, των άρθρων 4, στοιχείο δδ, και 66, παράγραφος 7, της εν λόγω Συνθήκης παρείχαν, εν πάση περιπτώσει, στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξετάσει τις δύο πτυχές της καταγγελίας της NALOO, η οποία ζητούσε από την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι οι βιομηχανίες παραγωγής ηλεκτρισμού και η BC είχαν εφαρμόσει κατά τις χρήσεις 1986/1987 έως 1989/1990 στον παραγόμενο βάσει αδείας άνθρακα, αντιστοίχως, τιμές αγοράς εισάγουσες διακρίσεις και καταχρηστικά τέλη εξορύξεως.

35 Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 67 και 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί λυσιτελώς να αντιτάξει στη NALOO την αρχή της ασφαλείας δικαίου, δεδομένου ότι είχε εξαρχής επιληφθεί, με την καταγγελία του 1990, των παραβάσεων που φέρεται ότι διαπράχθηκαν κατά τις χρήσεις 1986/1987 έως 1989/1990.

36 Το Πρωτοδικείο προσέθεσε, με τις σκέψεις 69 έως 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στη NALOO ότι παρέλειψε να ασκήσει εμπροθέσμως τις προσφυγές που μπορούσε να ασκήσει κατά ενδεχομένων προγενεστέρων αποφάσεων απορριπτουσών την καταγγελία του 1990 ως προς τις προγενέστερες της 1ης Απριλίου 1990 παραβάσεις. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απόφαση του 1991 δεν είχε, όσον αφορά την πτυχή αυτή, τον χαρακτήρα αποφάσεως.

37 Στις σκέψεις 74 και 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απόφαση του 1998 δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε ως καθαρώς επιβεβαιωτική μιας άλλης αποφάσεως, στο μέτρο που περιείχε αναμφισβητήτως νέα στοιχεία εκτιμήσεως, απορρέοντα από την ανυπαρξία αποδείξεων των προβαλλομένων παραβάσεων.

38 Με τις σκέψεις 79, 80 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί το νόμιμο της αποφάσεως του 1998, παρείλκε η εξέταση του ζητήματος αν η Επιτροπή δικαιούνταν να εκδίδει συναφώς άλλες νομικές πράξεις πλην των συστάσεων, του ζητήματος των νομικών συνεπειών των τελευταίων σε επίπεδο εθνικού δικαίου και του ζητήματος της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ επί των τελών εξορύξεως άνθρακα.

39 Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα εξετάσεως των παραβάσεων που καταγγέλλονται στον επίδικο τομέα και κατέληξε ότι η Επιτροπή, εφόσον εν προκειμένω είχε τη δυνατότητα να εξετάσει την καταγγελία της NALOO σχετικά με τις παραβάσεις που φέρονταν να έχουν διαπραχθεί κατά τις χρήσεις του 1986/1987 έως 1989/1990, ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε μια τέτοια εξέταση.

40 Το Πρωτοδικείο, αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ορθώς η Επιτροπή, με την απόφαση του 1998, είχε εξετάσει επικουρικώς την καταγγελία της NALOO, έκρινε, με τις σκέψεις 103 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση αυτή έπρεπε να ακυρωθεί λόγω ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά τόσο την απάντηση στο σκέλος της καταγγελίας αυτής το σχετικό με τις εισάγουσες διακρίσεις τιμές όσο και την απάντηση στο σκέλος της καταγγελίας που αφορούσε τους καταχρηστικούς συντελεστές των τελών.

Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηριου και αιτήματα των διαδίκων

41 Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαου 2001, η Επιτροπή ζήτησε, βάσει του άρθρου 39 AΞ, από το Δικαστήριο να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

42 Με διάταξη της 17ης Ιουλίου 2001, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αυτό.

43 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2001, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-172/01 P, C-175/01 P, C-176/01 P και C-180/01 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

44 Οι IP, BC, PG και η Επιτροπή ζητούν την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και την απόρριψη της προσφυγής της NALOO ως αβάσιμης.

45 Οι IP και BC ζητούν επίσης την καταδίκη της ενώσεως αυτής και/ή της Επιτροπής στα έξοδα τόσο της ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας. Η PG ζητεί να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα η Επιτροπή και η NALOO.

46 Η Επιτροπή ζητεί να οριστεί ότι η NALOO θα φέρει τα δικαστικά έξοδα του εν λόγω οργάνου και ότι τα έξοδα των αναιρεσειουσών στις υποθέσεις C-172/01 P, C-175/01 P και C-176/01 P θα φέρουν οι ίδιες ή η NALOO.

47 Η NALOO ζητεί την απόρριψη των αιτήσεων αναιρέσεως ή, επικουρικώς, την ακύρωση της αποφάσεως του 1998.

48 Η NALOO ζητεί επίσης να καταδικαστούν στα δικαστικά της έξοδα οι αναιρεσείουσες.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως των IP, BC και PG

49 Οι IP, BC και PG υποστηρίζουν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τις θίγει ευθέως και ότι δικαιούνται, ως εκ τούτου, να ασκήσουν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Οργανισμού ΕΚΑΞ του Δικαστηρίου.

50 Η BC διευκρινίζει, εξάλλου, ότι με την αίτησή της αναιρέσεως προσβάλλει μόνον τις πτυχές εκείνες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τα τέλη εξορύξεως άνθρακα. Η IP και η PG αναφέρουν ότι οι αιτήσεις τους αναιρέσεως περιορίζονται στην αμφισβήτηση των πτυχών εκείνων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αναφέρονται στην εφαρμογή των φερομένων ως εισαγουσών δυσμενείς διακρίσεις τιμών.

51 Δυνάμει του άρθρου 49, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚΑΞ του Δικαστηρίου, οι παρεμβάντες, εξαιρέσει των κρατών μελών και των οργάνων της Κοινότητας, δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση παρά μόνον εάν η απόφαση του Πρωτοδικείου τούς θίγει ευθέως.

52 Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι, σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θα υποχρεωθεί να προβεί σε νέα εξέταση της καταγγελίας του 1994. Κατά το πέρας της εξετάσεως αυτής, είναι πιθανόν να εκδοθεί από την Επιτροπή πράξη μη ευνοϋκή για τις IP, BC και PG, με ενδεχόμενο να ασκηθούν κατ' αυτών αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

53 Επομένως, η απόφαση του Πρωτοδικείου θίγει ευθέως την IP, την BC καθώς και την PG και οι αιτήσεις τους αναιρέσεως είναι παραδεκτές.

Επί της ουσίας

54 Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση του 1998, η Επιτροπή κατέληξε σε τρία χωριστά συμπεράσματα, τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο της προσφυγής της NALOO (βλ. σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως).

55 Πρώτον, η Επιτροπή θεώρησε ότι ήταν αναρμόδια να εξετάσει την καταγγελία του 1994 βάσει των άρθρων 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Δεύτερον, κατέληξε ότι το άρθρο 65 της εν λόγω Συνθήκης δεν είχε εφαρμογή επί των τελών εξορύξεως άνθρακα. Τρίτον, θεώρησε , επικουρικώς, ότι η NALOO δεν είχε προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να καταδείξει την ύπαρξη των προβαλλομένων παραβάσεων όσον αφορά τα τέλη.

56 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση του 1998 στο σύνολό της.

57 Με τις αιτήσεις αναιρέσεως αμφισβητούνται οι εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου σχετικά με τα τρία αυτά συμπεράσματα.

58 Κατά συνέπεια, οι λόγοι αναιρέσεως θα πρέπει να χωριστούν αναλόγως του στοιχείου της αποφάσεως του 1998 στο οποίο αναφέρονται.

59 Όσον αφορά το κατά πόσον η Επιτροπή είχε εξουσία να εξετάσει την καταγγελία του 1994, με τις αιτήσεις αναιρέσεως αμφισβητούνται, πρώτον, οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου σύμφωνα με τις οποίες η καταγγελία του 1994 ήταν απλώς συμπληρωματική εκείνης του 1990, δεύτερον, τα συμπεράσματα που άντλησε το Πρωτοδικείο από την προμνησθείσα απόφαση Hopkins κ.λπ. και, τρίτον, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των συνεπειών των επιταγών της ασφάλειας δικαίου.

60 Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 128 των προτάσεών του, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου σύμφωνα με την οποία από την προμνησθείσα απόφαση Hopkins κ.λπ. προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε κατά πάσα περίπτωση εξουσία να εξετάσει την καταγγελία του 1994 είναι ανεξάρτητη του κατά πόσον η καταγγελία αυτή ήταν απλώς συμπληρωματική εκείνης του 1990.

61 Συνεπώς, καταρχάς θα πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αμφισβητείται αυτή η εκτίμηση.

Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση της αρμοδιότητας της Επιτροπής

- Επιχειρήματα των διαδίκων

62 Η BC υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι οι καταγγελθείσες πτυχές των τελών εξορύξεως άνθρακα αποτελούσαν υφιστάμενες παραβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και θεωρώντας ότι η Επιτροπή ήταν, κατά συνέπεια, αρμόδια να επέμβει όσον αφορά την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση.

63 Ομοίως, οι IP και PG υποστηρίζουν ότι το άρθρο 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν παρείχε εξουσία στην Επιτροπή να εξετάσει το 1994 καταγγελία αναφερόμενη σε υποτιθέμενη δυσμενή διάκριση η οποία είχε λάβει χώρα πριν από την 1η Απριλίου 1990.

64 Κατά την BC, τα άρθρα 63, 65 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ επιτρέπουν στην Επιτροπή να παρεμβαίνει μόνον προς διόρθωση για το μέλλον μιας υφισταμένης μη ικανοποιητικής καταστάσεως.

65 Αντιστοίχως, οι IP και PG υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει παρά τις εξουσίες που της αναγνωρίζει ρητώς η Συνθήκη ΕΚΑΞ και τις εξουσίες που είναι αναγκαίες ώστε να εκπληρώνει την αποστολή της στο πλαίσιο της εν λόγω Συνθήκης. Το άρθρο 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης αυτής προβλέπει μόνον την έκδοση συστάσεων. Κατά την ΙΡ, από την έκφραση «γίνονται συστηματικά διακρίσεις», η οποία χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή, μπορεί να συναχθεί ότι οι συστάσεις μπορούν να αφορούν μόνον το μέλλον και δεν μπορούν να εκδοθούν συστάσεις για συμπεριφορά ήδη τερματισθείσα κατά τον χρόνο διαπιστώσεώς της.

66 Οι IP και PG συνάγουν, εξάλλου, από το άρθρο 14 της Συνθήκης ΕΚΑΞ, ότι η εξουσία εκδόσεως συστάσεων δεν συμπεριλαμβάνει την εξουσία εκδόσεως αποφάσεων. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις περί εφαρμογής του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

67 Οι BC, IP και PG υποστηρίζουν ότι η NALOO αναγνώρισε ότι δεν χρειαζόταν πλέον, εν προκειμένω, να εκδοθεί σύσταση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να μην εξετάσει κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε να εκδώσει σύσταση ή να προβεί σε άλλη διαπίστωση, όπως το επιθυμούσε η ένωση αυτή. Το αποτέλεσμα της εξετάσεως αυτής θα ήταν σαφώς αρνητικό.

68 Οι BC, IP και PG υποστηρίζουν ότι τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 17 και 19 της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ. πρέπει να νοηθούν στο πλαίσιο της περιπτώσεως εκδόσεως συστάσεως δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Ορθώς ερμηνευόμενα, δεν επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια να εξετάζει ήδη τερματισθείσες παραβάσεις.

69 Οι IP και PG υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν η Επιτροπή μπορούσε ακόμα να διαπιστώσει δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ μια δυσμενή διάκριση, η διαπίστωση αυτή δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει δικαίωμα αγωγής αποζημιώσεως λόγω διακρίσεως καθ' υπόθεση συστηματικώς εφαρμοσθείσας στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, οι συστάσεις που εκδίδονται βάσει της διατάξεως αυτής δεν παράγουν άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να θεμελιώσουν τέτοιο δικαίωμα.

70 Κατά τις IP και PG, αυτή η ερμηνεία του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν θίγει την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Συγκεκριμένα, το σύστημα ένδικης προστασίας που προβλέπει η Συνθήκη αυτή στον τομέα του ανταγωνισμού είναι ολοκληρωμένο και εξαντλητικό και αφορά τις υφιστάμενες και μέλλουσες παραβάσεις.

71 Κατά την Επιτροπή, η οποία υπογραμμίζει στο υπόμνημα απαντήσεως ότι η άποψή της επί του θέματος αυτού αποκλίνει από εκείνη των λοιπών αναιρεσειουσών, το ουσιώδες ζήτημα έγκειται στο κατά πόσον η παράβαση εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα τέτοιας φύσεως ώστε η κατάσταση να μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση συστάσεως, η οποία αποτελεί μέσο που αφορά το μέλλον. Κατά την Επιτροπή, καθοριστικό συναφώς στοιχείο αποτέλεσε η ριζική μεταβολή της καταστάσεως μετά την 1η Απριλίου 1990 και όχι η έλλειψη χρονικής συμπτώσεως μεταξύ της προβαλλομένης παραβάσεως και της καταθέσεως της καταγγελίας.

72 Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η NALOO βάσει της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ., η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου σχετικά με τη δυνατότητα επιβολής στα κράτη μέλη της υποχρεώσεως να αντλούν από τη διαπίστωση μιας συστηματικής διακρίσεως όλες τις συνέπειες όσον αφορά τα αποτελέσματα τα οποία η διάκριση αυτή ενδεχομένως παρήγαγε ακόμα και πριν από την επέμβαση της Επιτροπής δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

73 Η NALOO, προκειμένου να υπογραμμίσει τη σχέση της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ. με τα περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, υπενθυμίζει ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που είχε ασκηθεί ενώπιον του High Court. Στη σκέψη 9 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο υπενθύμισε ρητώς ότι η αγωγή ασκήθηκε την 1η Ιουνίου 1991 και αφορούσε περίοδο εκτεινόμενη από το 1985 έως τις 31 Μαρτίου 1990. Είναι, συνεπώς, πρόδηλον ότι το Δικαστήριο εξέτασε τα προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο αγωγής αφορώσας το παρελθόν. Επομένως, τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 19 της ίδιας αποφάσεως σημαίνουν ότι η Επιτροπή μπορούσε να ασκήσει τις εξουσίες της σχετικά με ήδη τερματισθείσα διάκριση. Συγκεκριμένα, αφενός, το Δικαστήριο εξέτασε ρητώς τις διατάξεις που εφαρμόζονταν σε αγωγή θεμελιούμενη σε διάκριση εκ μέρους των αγοραστών τερματισθείσα πριν από την κατάθεση της αγωγής. Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 22 της αποφάσεως αυτής, ότι η Συνθήκη ΕΚΑΞ ρυθμίζει εξαντλητικά τις δυσμενείς διακρίσες στις οποίες προβαίνουν οι αγοραστές και προβλέπει για τα θύματα αυτών των διακρίσεων αποτελεσματική ένδικη προστασία.

74 Κατά τη NALOO, η ίδια συλλογιστική ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Μολονότι τα άρθρα 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της εν λόγω Συνθήκης είναι διατυπωμένα στον ενεστώτα της οριστικής, το άρθρο 4, στοιχεία ββ και δδ, της Συνθήκης αυτής θεσπίζει απόλυτη απαγόρευση, η ισχύς της οποίας δεν περιορίζεται χρονικώς.

75 Η NALOO δεν συμφωνεί με την άποψη ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να εξετάζει καταγγελίες υποβαλλόμενες βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ παρά μόνο στις περιπτώσεις όπου η δυσμενής διάκριση εξακολουθεί να υφίσταται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της. Η εφαρμογή αυτής της απόψεως θα οδηγούσε, κατά την εν λόγω ένωση, σε τελείως αυθαίρετα αποτελέσματα.

76 Επιπλέον, η NALOO υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως του 1998 ασκηθείσας βάσει του άρθρου 33 της Συνθήκης ΕΚΑΞ, το Πρωτοδικείο μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι ήταν άσκοπο να αποφανθεί επί του κατά πόσον η Επιτροπή είχε εξουσία να εκδώσει νομικές πράξεις άλλες πλην των συστάσεων βάσει των άρθρων 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης αυτής.

- Εκτίμηση του Δικαστηρίου

77 Στις σκέψεις 61 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο συνήγαγε από την προμνησθείσα απόφαση Hopkins κ.λπ. ότι οι συνδυασμένες διατάξεις, αφενός, των άρθρων 4, στοιχείο ββ, και 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και, αφετέρου, των άρθρων 4, στοιχείο δδ, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης αυτής παρείχαν, εν πάση περιπτώσει, στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξετάσει την καταγγελία της NALOO, όσον αφορά την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση.

78 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 19 της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ., έκρινε ότι οι εξουσίες που το άρθρο 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ απονέμει στην Επιτροπή τής παρέχουν τη δυνατότητα, προκειμένου να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως του άρθρου 4, στοιχείο ββ, να υποχρεώνει τις αρχές των κρατών μελών όχι μόνο να διατάσσουν την παύση, για το μέλλον, των συστηματικών δυσμενών διακρίσεων που έχει διαπιστώσει, αλλά και να αντλούν από την εν λόγω διαπίστωση της Επιτροπής όλες τις συνέπειες όσον αφορά τα αποτελέσματα των διακρίσεων αυτών στις σχέσεις μεταξύ αγοραστών και παραγωγών υπό την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ακόμη και πριν από την επέμβαση της Επιτροπής.

79 Ορθώς υποστηρίζει η NALOO ότι αυτή η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ διατυπώθηκε προκειμένου να δοθεί απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία η προβαλλόμενη δυσμενής διάκριση είχε ήδη παύσει.

80 Βασίμως το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι το άρθρο 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ παρείχε στην Επιτροπή την εξουσία να ενεργεί σε σχέση με ήδη τερματισθείσες συστηματικές διακρίσεις.

81 Πράγματι, είναι μεν αληθές ότι σύσταση εκδιδόμενη βάσει αυτής της διατάξεως μπορεί να υπαγορεύσει σε κράτος μέλος ορισμένη συμπεριφορά για το μέλλον, μια τέτοια συμπεριφορά όμως μπορεί να συνίσταται, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 135 των προτάσεών του, στην εξάλειψη των αποτελεσμάτων μιας διακρίσεως η οποία έλαβε χώρα στο παρελθόν.

82 Το γεγονός ότι το κείμενο του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ αναφέρεται, χρησιμοποιώντας τον ενεστώτα της οριστικής, σε διακρίσεις που γίνονται συστηματικά δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το σύγχρονο της παραβάσεως αποτελεί προϋπόθεση της εκδόσεως συστάσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

83 Για την πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζει το άρθρο 4, στοιχείο ββ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ πρέπει πράγματι να είναι η Επιτροπή σε θέση να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση εξαλείψεως των συνεπειών δυσμενών διακρίσεων οι οποίες έχουν, ενδεχομένως, ήδη παύσει.

84 Η αρμοδιότητα της Επιτροπής που της επιτρέπει να υποχρεώνει τις αρχές των κρατών μελών να συνάγουν από τη διαπίστωση μιας συστηματικής δυσμενούς διακρίσεως όλες τις συνέπειες όσον αφορά τα αποτελέσματα τα οποία η διάκριση αυτή παρήγαγε ακόμα και πριν από την επέμβαση της Επιτροπής δεν μπορεί επίσης να περιοριστεί μόνο στις καταστάσεις στις οποίες μπορεί επίσης να υποχρεώσει τις αρχές αυτές να θέσουν τέρμα στις εν λόγω διακρίσεις για το μέλλον.

85 Πράγματι, η εφαρμογή μιας τέτοιας προϋποθέσεως χρονικής συμπτώσεως της παραβάσεως και της εκ μέρους της Επιτροπής ασκήσεως των αρμοδιοτήτων της θα οδηγούσε σε αυθαίρετες διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες έθεσαν τέρμα σε παράβαση μετά την κατάθεση καταγγελίας και οι οποίες θα έπρεπε να υποστούν όλες τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους, συμπεριλαμβανομένης, ενδεχομένως, της υποχρεώσεως καταβολής αποζημιώσεως, και των επιχειρήσεων οι οποίες έθεσαν τέρμα στην επίμαχη συμπεριφορά πριν από την κατάθεση καταγγελίας, οι οποίες δεν θα υφίσταντο καμία συνέπεια.

86 Η απουσία αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, την οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 29 της προμνησθείσας αποφάσεως Hopkins κ.λπ., δεν αντιβαίνει στην ερμηνεία αυτή. Πράγματι, η απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπει το άρθρο 4, στοιχείο ββ, της εν λόγω Συνθήκης ισχύει ακόμα και αν, πριν από την επέμβαση της Επιτροπής, τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να κολάζουν τέτοιες δυσμενείς διακρίσεις.

87 Πρέπει, εξάλλου, να διευκρινιστεί ότι επίκληση των συστάσεων της Επιτροπής όσον αφορά τερματισθείσες ήδη δυσμενείς διακρίσεις είναι δυνατή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οδηγίες (προμνησθείσα απόφαση Hopkins κ.λπ., σκέψη 28).

88 Συνεπώς, αν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, οι ιδιώτες έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν, προσφεύγοντας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ενδεχομένως υπέστησαν.

89 Όσον αφορά το άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, επιβάλλεται να συναχθούν συμπεράσματα ανάλογα με αυτά που συνήχθησαν σχετικά με το άρθρο 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης αυτής.

90 Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 153 των προτάσεών του, οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν ευθέως το άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αν η Επιτροπή δεν έχει παρέμβει (προμνησθείσα απόφαση Banks, σκέψη 19). Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία κύρωση για ήδη τερματισθείσες παραβάσεις. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα εκδόσεως συστάσεων σχετικών με ήδη τερματισθείσες συμπεριφορές, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 4, στοιχείο δδ, της Συνθήκης αυτής. Η δυνατότητα εκδόσεως αποφάσεων, η οποία επίσης προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 66, παράγραφος 7, ουδόλως επαρκεί, καθόσον εξαρτάται από προηγηθείσα έκδοση συστάσεως.

91 Επομένως, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση της αρμοδιότητας την οποία η Επιτροπή αντλεί από τα άρθρα 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ ήταν θεμελιωμένη και οι σχετικοί με την εν λόγω εκτίμηση λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση του ενιαίου των καταγγελιών της NALOO και της αρχής της ασφάλειας δικαίου

- Επιχειρήματα των διαδίκων

92 Οι BC, IP και PG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείου υπέπεσε σε νομική πλάνη θεωρώντας ότι η απόφαση του 1991 δεν απέρριψε ούτε αρνήθηκε να εξετάσει την πτυχή της καταγγελίας του 1990 που αφορούσε τον προ της 1ης Απριλίου 1990 χρόνο. Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή καθώς και από άλλα έγγραφα που αντάλλαξαν η NALOO και η Επιτροπή, ιδίως από τις επιστολές της Επιτροπής της 8ης Φεβρουαρίου και της 4ης Σεπτεμβρίου 1991, προκύπτει ότι η Επιτροπή αρνήθηκε ρητώς να εξετάσει αυτήν την πτυχή της καταγγελίας. Στις δύο αυτές επιστολές κάνει αναφορά και η Επιτροπή.

93 Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η άρνηση αυτή υπέκειτο στον δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 33 ή, ενδεχομένως, το άρθρο 35 της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Εφόσον η NALOO δεν άσκησε σχετική προσφυγή, η άρνηση της Επιτροπή κατέστη οριστική. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αρχή της ασφάλειας δικαίου εμποδίζει την επανενεργοποίηση της καταγγελίας του 1990 όσον αφορά τον προ της 1ης Απριλίου 1990 χρόνο.

94 Οι IP, BC και PG υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι η αίτηση εξετάσεως της προ της ημερομηνίας αυτής καταστάσεως έπρεπε, κατά πάσα περίπτωση, να είχε υποβληθεί εντός εύλογης προθεσμίας. Η NALOO δεν μπορούσε θεμιτώς να αφήσει ορισμένα ζητήματα να εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής επί χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών προτού τα επανενεργοποιήσει. Η εσφαλμένη νομική άποψη την οποία συμμερίζονταν η NALOO και η Επιτροπή, και σύμφωνα με την οποία τα εθνικά δικαστήρια ήταν αρμόδια προς διαπίστωση των παραβάσεων και προς επιδίκαση αποζημιώσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα συγγνωστή πλάνη δικαιολογούσα νέα εξέταση του φακέλου.

95 Όλες οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η καταγγελία του 1994 ήταν απλώς συμπληρωματική εκείνης του 1990. Κατ' αυτές, πρόκειται, αντιθέτως, για νέα καταγγελία.

96 Οι IP και PG υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας την αιτίαση όσον αφορά τις εισάγουσες διακρίσεις τιμές, δεν έλαβε υπόψη της, στην απόφαση του 1998, κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο και ότι, επί του σημείου αυτού, η εν λόγω απόφαση ήταν καθαρώς επικυρωτική.

97 Η NALOO υποστηρίζει ότι η απόφαση του 1991 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιέχουσα απόφαση σχετική με την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση. Αφενός, η ανάλυση αυτή συμφωνεί με την εκ μέρους του Πρωτοδικείου κυρίαρχη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων. Αφετέρου, η δήλωση της Επιτροπής ότι δεν εξετάστηκε η κατάσταση αυτή δεν συνιστούσε οριστική εκδήλωση της βουλήσεως του οργάνου αυτού επιτρέπουσα στη NALOO να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι είχε ληφθεί οριστική απόφαση σχετικά με την κατάσταση αυτή. Η ανταλλαγείσα μεταξύ της Επιτροπής και της εν λόγω ενώσεως αλληλογραφία δεν είναι ικανή να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό.

98 Το γεγονός ότι η NALOO δεν αμφισβήτησε, σύμφωνα με τα άρθρα 33 ή 35 της Συνθήκης ΕΚΑΞ, τη θέση που έλαβε συναφώς η Επιτροπή δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να εξετάσει στη συνέχεια την αναφερόμενη στην προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση πτυχή της καταγγελίας της ενώσεως αυτής.

99 Όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η NALOO υποστηρίζει ότι η εφαρμογή αυτή εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως. Συγκεκριμένα, η πτυχή των καταγγελιών της του 1990 και του 1994 η οποία αφορούσε την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση παρέμενε επίκαιρη λόγω, ιδίως, των αγωγών που είχαν ασκηθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στις υποθέσεις των κυρίων δικών στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκαν οι προμνησθείσες προδικαστικές αποφάσεις Banks και Hopkins κ.λπ.

100 Όσον αφορά το κατά πόσον η καταγγελία του 1994 ήταν απλώς συμπληρωματική εκείνης του 1990, η NALOO υποστηρίζει ότι οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες είναι απαράδεκτοι, καθόσον αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των αποδείξεων. Η ένωση αυτή εξηγεί ότι, κατόπιν της εκδόσεως της προμνησθείσας αποφάσεως Banks, οι εκπρόσωποί της και οι εκπρόσωποι της Επιτροπής συναντήθηκαν και αποφάσισαν ότι η προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση έπρεπε να εξεταστεί. Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι, ως προς το θέμα αυτό, η καταγγελία του 1990 είχε παύσει να ισχύει.

- Εκτίμηση του Δικαστηρίου

101 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι σκέψεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου στηρίζονταν στην παραδοχή ότι η καταγγελία του 1994 ήταν απλώς συμπληρωματική εκείνης του 1990.

102 Όμως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτή η παραδοχή είναι, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, νομικώς πεπλανημένη, αυτό δεν συνεπάγεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαγόρευε στην Επιτροπή να εξετάσει την καταγγελία του 1994.

103 Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί, πρώτον, το επιχείρημα των IP και PG ότι η απόφαση του 1998 απλώς επικύρωσε εκείνη του 1991 όσον αφορά τις εισάγουσες διακρίσεις τιμές. Πράγματι, μια λήψη θέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή επιβεβαίωση προηγούμενης αποφάσεως παρά μόνον αν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την τελευταία (βλ., μεταξύ άλλων, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1980, 23/80 Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 451, σκέψη 18).

104 Στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αρνήθηκε το 1991 να εξετάσει την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση, αιτιολόγησε την άρνησή της προβάλλοντας λόγους σκοπιμότητας. Δεν αποφάνθηκε σχετικά με την ύπαρξη ή την απουσία παραβάσεων των άρθρων 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Αντιθέτως, με την απόφαση του 1998, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είχε εξουσία να ενεργήσει βάσει των δύο αυτών διατάξεων, ότι το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν είχε εφαρμογή στα τέλη εξορύξεως άνθρακα και, επικουρικώς, ότι η παράβαση των άρθρων 65 και 66, παράγραφος 7, της εν λόγω Συνθήκης δεν είχε αποδειχθεί. Η βάσει της αιτιολογίας αυτής απόρριψη της καταγγελίας του 1994 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή επιβεβαίωση της θέσεως την οποία είχε ενδεχομένως λάβει με την απόφαση του 1991 όσον αφορά την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση.

105 Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν όρισε αποκλειστική προθεσμία όσον αφορά τη δυνατότητα της Επιτροπής να εκδίδει συστάσεις βάσει των άρθρων 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

106 Όμως, μια αποκλειστική προθεσμία, προκειμένου να εκπληρώσει τη λειτουργία της, πρέπει να έχει ορισθεί εκ των προτέρων, ο δε καθορισμός της προθεσμίας αυτής καθώς και των λεπτομερειών εφαρμογής της εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κοινοτικού νομοθέτη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-7869, σκέψη 139).

107 Εντούτοις, η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να καθυστερεί επ' αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (προμνησθείσα απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 140).

108 Στην υπό κρίση περίπτωση, ο λόγος που προέβαλε η Επιτροπή το 1991 για να μην εξετάσει την καταγγελία του 1990 στο μέτρο που αυτή αφορούσε τον προ της 1ης Απριλίου 1990 χρόνο συνίστατο στο ότι θεωρούσε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να επέμβει απλώς και να διευκολύνει αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα, ενδεχομένως, από καταγγέλλοντα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η Επιτροπή θεωρούσε, πράγματι, ότι μια τέτοια αγωγή ήταν δυνατή χωρίς την επέμβασή της. Η ερμηνεία αυτή αποδείχθηκε εσφαλμένη, όσον αφορά τις παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 4, στοιχείο δδ, 65 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, όταν το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την προμνησθείσα απόφαση Banks, ότι, στα θέματα αυτά, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούσαν εγκύρως να επιληφθούν αγωγής αποζημιώσεως ελλείψει αποφάσεως της Επιτροπής. Ακριβώς κατόπιν της εκδόσεως αυτής της αποφάσεως κατέθεσε η NALOO την καταγγελία του 1994.

109 Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της καταγγελίας του 1994 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως θίγουσα την ασφάλεια δικαίου ή τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των IP, BC και PG, οι οποίες έπρεπε να αναμένουν ότι θα ελεγχόταν περαιτέρω και το συμβατό της προ της 1ης Απριλίου 1990 καταστάσεως με τα άρθρα 63, παράγραφος 1, 65 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

110 Υπό το φως των περιστάσεων της υπό κρίση περιπτώσεως, η καταγγελία του 1994 ούτε ως μη υποβληθείσα εντός εύλογης προθεσμίας μπορεί να θεωρηθεί. Πράγματι, κατατέθηκε μόλις δύο μήνες μετά την έκδοση της προμνησθείσας αποφάσεως Banks, με την οποία κρίθηκε ότι δεν ευσταθούσαν οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή είχε αρνηθεί να εξετάσει την προ της 1ης Απριλίου 1990 κατάσταση.

111 Επομένως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να εξετάσει την καταγγελία του 1994.

112 Είναι άνευ σημασίας, εν προκειμένω, το αν το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη θεωρώντας ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει, το 1991, απόφαση όσον αφορά την προ της 1ης Απριλίου 190 κατάσταση.

113 Συνεπώς, οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αμφισβητείται η συλλογιστική του Πρωτοδικείου όσον αφορά το ενιαίο των καταγγελιών της NALOO και την αρχή της ασφάλειας δικαίου είναι απορριπτέοι.

Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου διαπίστωση ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει την καταγγελία του 1994

114 Όλες οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει την καταγγελία του 1994 όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις για τις χρήσεις 1986/1987 έως 1989/1990.

115 Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι η Επιτροπή, επιληφθείσα της καταγγελίας του 1994, εξέδωσε την απόφαση του 1998. Εφόσον η Επιτροπή εξέτασε με την απόφαση αυτή την εν λόγω καταγγελία, έστω και επικουρικώς, η έκταση της υποχρεώσεως που βάρυνε συναφώς την Επιτροπή πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

116 Κατά συνέπεια, παρέλκει η χωριστή εξέταση των λόγων αναιρέσεως που βάλλουν κατά της διαπιστώσεως, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξετάσει την καταγγελία του 1994.

Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ στα τέλη εξορύξεως άνθρακα

117 Η BC υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη μη κρίνοντας ότι το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν είχε εφαρμογή στα τέλη εξορύξεως άνθρακα. Συγκεκριμένα, όπως και τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, τα άρθρα 65 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ έχουν όλως διαφορετικά αντικείμενα.

118 Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, στο μέτρο που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να ερμηνευθεί ως αφορών και την πτυχή της αποφάσεως του 1998 που καταλήγει στην αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ στην επίδικη περίπτωση, το στοιχείο αυτό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αναιρεθεί λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

119 Αντιθέτως, η NALOO υποστηρίζει ότι, αν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι κακώς διαπίστωσε το Πρωτοδικείο ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια να εξετάσει παρελθούσες παραβάσεις δυνάμει του άρθρου 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και αποφασίσει να αποφανθεί οριστικώς επί της προσφυγής αυτής της ενώσεως, θα πρέπει να κρίνει ότι το άρθρο 65 της εν λόγω Συνθήκης έχει εφαρμογή στα τέλη εξορύξεως άνθρακα. Η τελευταία αυτή διάταξη έχει προδήλως εφαρμογή στις τερματισθείσες παραβάσεις. Επιπλέον, η κατά το άρθρο 65, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚΑΞ αρμοδιότητα της Επιτροπής δεν περιορίζεται στην έκδοση συστάσεων, αλλά περιλαμβάνει και το δικαίωμα εκδόσεως αποφάσεων.

120 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Πρωτοδικείο, καίτοι θεώρησε ότι δεν χρειαζόταν να αποφανθεί επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ στα τέλη εξορύξεως άνθρακα, ακύρωσε την απόφαση του 1998 στο σύνολό της.

121 Το Πρωτοδικείο ουδόλως εξέθεσε ωστόσο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους που το οδήγησαν να θεωρήσει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής ήταν εσφαλμένο.

122 Οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι, κατά συνέπεια, βάσιμες στο μέτρο που προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι ακύρωσε την απόφαση του 1998 στο σύνολό της χωρίς να εξετάσει κατά πόσον το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ είχε εφαρμογή στα τέλη εξορύξεως άνθρακα.

Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν τη νομιμότητα της αποφάσεως του 1998

- Επιχειρήματα των διαδίκων

123 Οι IP και PG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη θεωρώντας ότι η απόφαση του 1998 έπρεπε να ακυρωθεί στο μέτρο που η απόρριψη του μέρους της καταγγελίας του 1994 που αφορούσε τις εισάγουσες δυσμενείς διακρίσεις τιμές έπασχε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση εξηγούσε σαφώς ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι δεν είχε εξουσία να δώσει συνέχεια στην καταγγελία αυτή. Η αιτιολογία αυτή επέτρεπε κάλλιστα στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του.

124 Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ' ουσίαν την ίδια άποψη.

125 Όσον αφορά τα τέλη εξορύξεως άνθρακα, η BC και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της αποφάσεως του 1991, αφιστάμενο ιδίως χωρίς καμία εξήγηση από την προσέγγιση την οποία το ίδιο είχε υιοθετήσει στην απόφαση NALOO Ι.

126 Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ουδέποτε υποστήριξε ότι η BC είχε καθορίσει κάποιον συντελεστή τέλους σε καταχρηστικά υψηλό επίπεδο. Στην απόφαση NALOO Ι, το ίδιο το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι η άποψη της Επιτροπής που περιεχόταν στην από 28 Αυγούστου 1990 επιστολή της προς τις βρετανικές αρχές και σύμφωνα με την οποία ένα τέλος 7 GBP/t φαινόταν υπερβολικά υψηλό, είχε διατυπωθεί απλώς χάριν βολιδοσκοπήσεως και δεν συνιστούσε διαπίστωση.

127 Η BC και η Επιτροπή παρατηρούν, εξάλλου, ότι η ίδια η NALOO αναγνώρισε το 1988 ότι το τέλος των 11 GBP/t ήταν εύλογο. Το Πρωτοδικείο απέδωσε σημασία στο στοιχείο αυτό με την απόφασή του NALOO Ι.

128 Η προσέγγιση που υιοθέτησε το Πρωτοδικείο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καταλήγει, εξάλλου, στην αντιστροφή του βάρους αποδείξεως κατόπιν της καταθέσεως καταγγελίας, μεταθέτοντας το βάρος αυτό στην Επιτροπή. Όμως, αναμφισβήτητα στον συντάκτη της καταγγελίας εναπόκειται να παράσχει τα αναγκαία συγκεκριμένα στοιχεία προς απόδειξή της. Η NALOO προδήλως δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση αυτή, καθόσον δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το κόστος το οποίο βαρύνει τα μέλη της. Το Πρωτοδικείο απαίτησε ακριβώς αυτά τα στοιχεία με την απόφαση NALOO Ι.

129 Στο υπόμνημα αντικρούσεως, η NALOO αναγνωρίζει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει την απόφασή της ως προς το μέρος της καταγγελίας σχετικά με τις εισάγουσες δυσμενείς διακρίσεις τιμές, ήταν περιττή. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι καλώς το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση του 1998, καθόσον με την απόφαση αυτή η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι δεν είχε αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ για να εξετάσει παρελθούσα δυσμενή διάκριση.

130 Όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου ως προς τους συντελεστές των τελών, η NALOO υποστηρίζει ότι βασίζονται στη μέθοδο την οποία η ίδια η Επιτροπή υιοθέτησε στην απόφασή της του 1991. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την αποδοτικότητα της δραστηριότητας της BC ως κριτήριο προς δικαιολόγηση της νομιμότητας των συντελεστών των τελών από πλευράς του άρθρου 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

131 Κατά τη NALOO, από την απόφαση του 1991 προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι ο καθορισμός του τέλους σε 11 GBP/t αντέβαινε στο άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Η Επιτροπή μπόρεσε να φθάσει στο συμπέρασμα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της BC όσον αφορά την εξόρυξη άνθρακα σε υπαίθρια ορυχεία καθώς και τις τιμές που κατέβαλλαν οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού στην BC και στις ανεξάρτητες επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως υπαιθρίων ορυχείων. Κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του 1998, η Επιτροπή έλαβε γνώση των αντιστοίχων αριθμών για τις χρήσεις 1984/1985 έως 1990/1991.

132 Η NALOO υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των πειστικών αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή, ορθώς το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι αυτή είχε παραβεί την υποχρέωση επαρκούς αιτιολογήσεως, με την απόφαση του 1998, του πορίσματός της σύμφωνα με το οποίο ήταν αδύνατον να λάβει υπόψη της τις ενδείξεις που της είχε αναφέρει η ένωση αυτή προκειμένου να κινήσει έρευνα.

133 Επικουρικώς, η NALOO υποστηρίζει ότι η ακύρωση της αποφάσεως του 1998 ως προς το σημείο αυτό ήταν δικαιολογημένη, διότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

- Εκτίμηση του Δικαστηρίου

134 Πρώτον, όσον αφορά το μέρος της αποφάσεως του 1998 που αφορά τις εισάγουσες δυσμενείς διακρίσεις τιμές, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η οποία εμπόδιζε τον δικαστικό έλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως αυτής.

135 Όμως, από την απόφαση του 1998 προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι τα άρθρα 63, παράγραφος 1, και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκη ΕΚΑΞ δεν της παρείχαν την εξουσία να εξετάσει καταγγελία αφορώσα ήδη τερματισθείσες παραβάσεις της εν λόγω Συνθήκης. Η αιτιολογία αυτή προδήλως αρκούσε ώστε να μπορέσει το Πρωτοδικείο να ελέγξει αν η απόφαση του 1998 ήταν, ως προς το σημείο αυτό, νομικώς θεμελιωμένη.

136 Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη θεωρώντας, στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση του 1998 ήταν αναιτιολόγητη ως προς το σημείο αυτό.

137 Ωστόσο, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενέχει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, το διατακτικό της, όμως, είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορρίπτεται (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, C-265/97 P, VBA κατά Florimex κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-2061, σκέψη 121).

138 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 77 έως 90 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη - την οποία η NALOO επικαλέστηκε με την προσφυγή ακυρώσεώς της - θεωρώντας ότι δεν είχε εξουσία να εξετάσει την καταγγελία του 1994.

139 Κατά συνέπεια, ορθώς το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση του 1998 ως προς το σημείο αυτό.

140 Δεύτερον, το Πρωτοδικείο θεώρησε επίσης, στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το μέρος της αποφάσεως του 1998 που αφορούσε τον εκ μέρους της BC καθορισμό των τελών εξορύξεως άνθρακα έπασχε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

141 Όμως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφαση του 1998, επικουρικώς, με το ότι η NALOO δεν είχε προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις προκειμένου να καταδείξει την ύπαρξη των προβαλλομένων παραβάσεων. Εξέθεσε λεπτομερώς, στα σημεία 34 έως 43 του αιτιολογικού της εν λόγω αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να κινήσει διαδικασία έρευνας βάσει των παρασχεθεισών πληροφοριών.

142 Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξήγησε, στηριζόμενη στις εκτιμήσεις στις οποίες είχε προβεί το Πρωτοδικείο με την απόφασή του NALOO Ι, ότι η μέθοδος που πρότεινε η NALOO για τον υπολογισμό του συντελεστή του τέλους τον οποίο η ίδια θεωρούσε εύλογο, αφενός, ήταν ακατάλληλη και, αφετέρου, αντέβαινε στην ίδια τη δήλωσή της, στην από 13 Μαου 1988 επιστολή της προς την BC, ότι θεωρούσε εύλογο το τέλος των 11 GBP/t.

143 Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η απόφαση του 1998 είναι επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το σημείο αυτό.

144 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, καίτοι ακύρωσε το μέρος της αποφάσεως του 1998 που αφορούσε τα τέλη εξορύξεως άνθρακα λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, στην πραγματικότητα προσήψε στην Επιτροπή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

145 Πράττοντας αυτό, το Πρωτοδικείο δεν προέβη στην αναγκαία διάκριση μεταξύ της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της ουσιαστικής νομιμότητας της αποφάσεως (βλ. προμνησθείσα απόφαση VBA κατά Florimex κ.λπ., σκέψεις 114 και 115).

146 Το νομικό αυτό σφάλμα, ωστόσο, δεν θα επηρέαζε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αν η απόφαση 1998 έπασχε όντως από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όπως υποστήριξε πρωτοδίκως η NALOO.

147 Συναφώς, από τη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως την οποία προσήψε κατ' ουσίαν το Πρωτοδικείο στην Επιτροπή συνίστατο στο ότι δεν αποφάνθηκε ως προς τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των τελών εξορύξεως άνθρακα βάσει των στοιχείων τα οποία διέθετε.

148 Όμως, ανεξαρτήτως του αν το άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ υποχρεώνει την Επιτροπή να ερευνά μια καταγγελία, δεν αμφισβητείται ότι - όπως και το ίδιο το Πρωτοδικείο έκρινε στη σκέψη 258 της αποφάσεως NALOO Ι - στον καταγγέλλοντα απόκειται να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η καταγγελία του.

149 Στη σκέψη 261 της ίδιας αυτής αποφάσεως, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι απέκειτο στη NALOO να συλλέξει στοιχεία ως προς το πραγματικό κόστος εκμεταλλεύσεως των μελών της που εξορύσσουν άνθρακα υπό καθεστώς αδειών και να τα γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, προκειμένου να της παράσχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει την τυχόν διαφορά μεταξύ του κόστους αυτού και του κόστους εκμεταλλεύσεως των υπαιθρίων ορυχείων της BC.

150 Στη σκέψη 214 της αποφάσεως NALOO Ι, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων που είχε προσκομίσει η NALOO προς κατάδειξη του καταχρηστικού χαρακτήρα των τελών εξορύξεως άνθρακα από την 1η Απριλίου 1990 και μετά. Η ένωση αυτή είχε προτείνει τρεις μεθόδους υπολογισμού των τελών. Στη σκέψη 178 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο αρνήθηκε ιδίως να στηριχθεί σε απλή μεταφορά, στη χρήση 1990/1991, των αποτελεσμάτων εκμεταλλεύσεως που είχε καταγράψει η BC κατά την προηγούμενη χρήση.

151 Στην απόφαση του 1998, η Επιτροπή θεώρησε, στηριχθείσα στις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στην απόφαση NALOO Ι, ότι η μόνη μέθοδος υπολογισμού την οποία πρότεινε η NALOO, και η οποία συνίστατο στη μεταφορά σε παρελθούσες χρήσεις ενός υποθετικού ισχύοντος τέλους το οποίο κρινόταν εύλογο, δεν μπορούσε να αποτελέσει σημείο αφετηρίας έρευνας. Προσέθεσε ότι η ίδια η ένωση αυτή είχε δεχθεί, το 1988, ότι ο συντελεστής των 11 GBP/t ήταν εύλογος, πράγμα που αντέφασκε στην εν λόγω μέθοδο, από την εφαρμογή της οποίας καταδεικνυόταν ότι εύλογος θα ήταν ο συντελεστής μόνον των 4,79 GBP/t.

152 Η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής είναι σύμφωνη με τα διδάγματα τα οποία μπορούσε να αντλήσει, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως που βάρυνε την καταγγέλλουσα, από την απόφαση NALOO Ι και δεν φαίνεται να μπορεί, αυτή καθαυτήν, να επικριθεί.

153 Ωστόσο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε ως προς το βάσιμο της επιχειρηματολογίας αυτής, αλλά ακολούθησε διαφορετική συλλογιστική για να καταλήξει ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να απορρίψει την καταγγελία του 1994 με την αιτιολογία ότι δεν είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα των τελών εξορύξεως άνθρακα.

154 Πράγματι, αφενός, με τις σκέψεις 117 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο παρέπεμψε στο σημείο 74 του αιτιολογικού της αποφάσεως του 1991, από το οποίο προέκυπτε ότι η Επιτροπή μπόρεσε να εκτιμήσει την αποδοτικότητα των εκμεταλλεύσεων υπαιθρίων ορυχείων βάσει στοιχείων τα οποία είχε στη διάθεσή της και όσον αφορά την καταγγελία του 1994.

155 Αφετέρου, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθύμισε ότι, με την από 28 Αυγούστου 1990 επιστολή της προς τις βρετανικές αρχές, η Επιτροπή παρατήρησε ότι «τα τέλη εξορύξεως των 7 GBΡ/t που επέβαλε η [BC] για την εκμετάλλευση υπαιθρίων ορυχείων είναι, εν πάση περιπτώσει, υπερβολικά υψηλά».

156 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, αντίθετα προς όσα διαπιστώνει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν εκτίμησε, στο σημείο 74 του αιτιολογικού της αποφάσεως του 1991, την αποδοτικότητα των εκμεταλλεύσεων υπαιθρίων ορυχείων. Πράγματι, το τελευταίο αυτό σημείο δεν περιέχει καμία ένδειξη όσον αφορά το κόστος το οποίο βαρύνει τα μέλη της NALOO, κόστος το οποίο η ένωση αυτή δήλωσε ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει (βλ., συναφώς, απόφαση NALOO Ι, σκέψη 201). Όμως, εφόσον δεν έλαβε υπόψη το κόστος που βάρυνε τα μέλη αυτά, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή είχε πρόθεση να αποφανθεί επί της αποδοτικότητας των εκμεταλλεύσεών τους. Συνεπώς, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου ανάγνωση του σημείου 74 του αιτιολογικού της αποφάσεως του 1991 είναι προδήλως εσφαλμένη.

157 Όσον αφορά την επιστολή της Επιτροπής προς τις βρετανικές αρχές, της 28ης Αυγούστου 1990, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην απόφαση NALOO Ι, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η απόφαση αυτή δεν μετέβαλλε το συμπέρασμά της ότι η NALOO δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να στηρίξουν τους ισχυρισμούς της όσον αφορά το υποτιθέμενο υπερβολικό επίπεδο του τέλους που εφαρμόστηκε από την 1η Απριλίου 1990 και μετά.

158 Όμως, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν εξήγησε γιατί αυτή η ίδια επιστολή μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη περί του ότι η Επιτροπή διέθετε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον προ της 1ης Απριλίου 1990 χρόνο.

159 Μια τέτοια εξήγηση ήταν εντούτοις απαραίτητη, δεδομένου, αφενός, ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 206 της αποφάσεως NALOO Ι, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός που περιεχόταν στην επιστολή της 28ης Αυγούστου 1990 διατυπώθηκε από την Επιτροπή απλώς χάριν βολιδοσκοπήσεως και, αφετέρου, ότι το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε, με τις σκέψεις 208 και 209 της αποφάσεως NALOO Ι, στις δηλώσεις της NALOO που περιέχονταν στην επιστολή της 13ης Μαου 1988 προς την BC και με τις οποίες αναγνωριζόταν ο εύλογος χαρακτήρας του τέλους των 11 GBP/t.

160 Όμως, με την απόφαση του 1998, η Επιτροπή αναφέρθηκε ακριβώς στην εν λόγω επιστολή της 13ης Μαου 1988 για να καταδείξει ότι η μέθοδος υπολογισμού που πρότεινε η NALOO δεν ήταν συνεπής.

161 Επομένως, ούτε στο σημείο 74 του αιτιολογικού της αποφάσεως του 1991 ούτε στην από 28 Αυγούστου 1990 επιστολή της Επιτροπής προς τις βρετανικές αρχές βρίσκει έρεισμα το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 122 και 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να απορρίψει την πτυχή της καταγγελίας του 1994 που αφορούσε τα τέλη εξορύξεως άνθρακα με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνυόταν με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

162 Κατά τα λοιπά, το επιχείρημα της NALOO ότι η Επιτροπή, με την απόφαση του 1991, διαπίστωσε ότι το επίπεδο του τέλους που είχε καθοριστεί σε 11 GBP/t αντέβαινε στο άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ επίσης στερείται ερείσματος.

163 Πράγματι, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ανάγνωση του σημείου 81 του αιτιολογικού της αποφάσεως του 1991, το οποίο αφορά μόνον το ζήτημα των εισαγουσών δυσμενείς διακρίσεις τιμών, ενώ τα πορίσματα όσον αφορά τα τέλη εξορύξεως άνθρακα περιλαμβάνονται στο σημείο 83 του αιτιολογικού της εν λόγω αποφάσεως. Η απόφαση αυτή δεν περιέχει καμία διαπίστωση σύμφωνα με την οποία το εισπραττόμενο μετά την 1η Απριλίου 1990 τέλος αντέβαινε στο άρθρο 66, παράγραφο 7, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

164 Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόρριψη της πτυχής της καταγγελίας του 1994 που αφορούσε τα τέλη εξορύξεως άνθρακα για τους λόγους που εκθέτει η Επιτροπή δεν μπορεί να επικριθεί από νομικής πλευράς και ότι το Πρωτοδικείο διέπραξε νομικό σφάλμα ακυρώνοντας το μέρος της αποφάσεως του 1998 με το οποίο εξετάστηκε επικουρικώς η εν λόγω πτυχή.

165 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η BC, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο μέτρο που με την απόφαση αυτή ακυρώθηκαν

- η πτυχή της αποφάσεως του 1998 με την οποία η Επιτροπή θεώρησε ότι το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν είχε εφαρμογή στον καθορισμό των τελών εξορύξεως άνθρακα·

- η πτυχή της αποφάσεως αυτής με την οποία η Επτροπή απέρριψε την καταγγελία σχετικά με το επίπεδο των τελών που εφαρμόζονταν στην εξόρυξη άνθρακα πριν από την 1η Απριλίου 1990.

166 Κατά τα λοιπά, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί των συνεπειών της μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

167 Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη φράση, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

168 Κατόπιν της μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θα πρέπει να ληφθεί απόφαση επί των λόγων της προσφυγής της NALOO με τους οποίους αυτή υποστηρίζει, πρώτον, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε υποβάλει στην Επιτροπή ήταν επαρκή και η μέθοδος υπολογισμού που είχε προτείνει κατάλληλη, δεύτερον, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απορρίπτοντας την καταγγελία της χωρίς να της παράσχει τη δυνατότητα να προσκομίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία και, τρίτον, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη θεωρώντας ότι το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν είχε εφαρμογή στα τέλη εξορύξεως άνθρακα.

169 Το Δικαστήριο κρίνει ότι το μέρος αυτό της διαφοράς είναι ώριμο προς εκδίκαση.

Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των υποβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων και την προταθείσα από τη NALOO μέθοδο υπολογισμού των τελών

170 Η NALOO προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν άντλησε τα ορθά συμπεράσματα από τα αποδεικτικά στοιχεία που της είχε προσκομίσει και ότι κακώς απέρριψε τη μέθοδο υπολογισμού ενός δίκαιου τέλους την οποία είχε προτείνει.

171 Όμως, από τις σκέψεις 147 έως 163 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η απόφαση του 1998 δεν ενέχει, ως προς το ζήτημα αυτό, νομικά σφάλματα ή σφάλματα εκτιμήσεως.

172 Συνεπώς, οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των υποβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων και την προταθείσα από τη NALOO μέθοδο υπολογισμού των τελών πρέπει να απορριφθούν.

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

173 Στην προσφυγή της, η NALOO υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να εκδώσει απόφαση απορριπτική της καταγγελίας του 1994 με το αιτιολογικό ότι η ένωση αυτή δεν είχε προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι πράξεις και οι δηλώσεις της Επιτροπής και των υπαλλήλων της είχαν δημιουργήσει στη NALOO δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι καμία απόφαση δεν επρόκειτο να εκδοθεί επί της ουσίας της καταγγελίας της επί όσο χρόνο δεν θα λύνονταν τα εκκρεμή νομικά ζητήματα και ως προς το ότι θα της επιτρεπόταν να προσκομίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία αν η Επιτροπή αποφάσιζε ότι ήταν αρμόδια να επιληφθεί του ζητήματος που αφορούσε η καταγγελία του 1994.

174 Η Επιτροπή αμφισβητεί το ενδεχόμενο να δημιούργησε τέτοια δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

175 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η NALOO μπορούσε, κατά τη διάρκεια ενός μέρους της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, να αναμένει ότι καμία απόφαση επί της ουσίας δεν θα λαμβανόταν χωρίς να της έχει προηγουμένως παρασχεθεί η δυνατότητα να προσκομίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, από επιστολή της Επιτροπή προς τη NALOO, της 23ης Ιουνίου 1997, προκύπτει σαφώς ότι το εν λόγω όργανο σχεδίαζε να απορρίψει την πτυχή της καταγγελίας που αφορούσε τα τέλη εξορύξεως άνθρακα επικουρικώς λόγω ελλείψεως πειστικών αποδείξεων.

176 Είναι μεν αληθές ότι, απαντώντας την επιστολή αυτή, η NALOO επανέλαβε, με επιστολή της 11ης Αυγούστου 1997, ότι ήταν διατεθειμένη να αναθέσει στους ειδικούς της να εξετάσουν τον προ της 1ης Απριλίου 1990 χρόνο ώστε να παράσχει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, δεν προσκόμισε, ωστόσο, τέτοια στοιχεία καθ' όλη την υπόλοιπη διάρκεια της διαδικασίας μέχρι την έκδοση της αποφάσεως 1998 στις 27 Απριλίου του έτους αυτού.

177 Αν η NALOO υπολόγιζε να πείσει την Επιτροπή σχετικά με το ζήτημα της αρμοδιότητας της τελευταίας, το καθήκον επιμέλειας που βαρύνει κάθε καταγγέλλοντα της επέβαλλε να συγκεντρώσει συγχρόνως τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη του βασίμου της καταγγελίας της.

178 Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η NALOO γνώριζε από τις 24 Σεπτεμβρίου 1996, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως NALOO Ι, ότι μια μέθοδος υπολογισμού βασισμένη στην απλή κατ' αναλογίαν εφαρμογή του κόστους της BC δεν αρκούσε προς τούτο.

179 Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν μπορεί, χωρίς να προσβάλει παρανόμως τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων των οποίων τη συμπεριφορά αφορά μια καταγγελία, να παρατείνει επ' αόριστον την προθεσμία που έχει τάξει στην καταγγέλλουσα επιχείρηση για να παράσχει τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν τις αιτιάσεις της.

180 Για τους λόγους αυτούς, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της NALOO είναι απορριπτέος.

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ στα τέλη εξορύξεως άνθρακα

181 Η NALOO υποστηρίζει επίσης ότι ο καθορισμός υπερβολικών τελών εξορύξεως άνθρακα βάσει των συμφωνιών περί παραχωρήσεως αδειών που είχαν συναφθεί μεταξύ της BC και των κατόχων αδειών παραγωγών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

182 Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι από την εξέταση των άλλων λόγων της προσφυγής προκύπτει ότι καλώς η Επιτροπή απέρριψε την πτυχή της καταγγελίας του 1994 που αφορούσε τον υπερβολικό χαρακτήρα των τελών αυτών θεωρώντας, επικουρικώς, ότι η NALOO δεν της είχε παράσχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

183 Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ είχε εφαρμογή στα εν λόγω τέλη.

184 Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί:

- στο μέτρο που η NALOO ζητεί την ακύρωση της πτυχής της αποφάσεως του 1998 με την οποία η Επιτροπή θεώρησε ότι το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν είχε εφαρμογή στον καθορισμό των τελών εξορύξεως άνθρακα·

- στο μέτρο που η NALOO ζητεί την ακύρωση της πτυχής της αποφάσεως αυτής με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία όσον αφορά το επίπεδο των τελών που εφαρμόζονταν στην εξόρυξη άνθρακα πριν από την 1η Απριλίου 1990.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

185 Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.

186 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

187 Στις υποθέσεις C-172/01 Ρ και C-176/01 Ρ, εφόσον οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι αβάσιμες και η NALOO ζήτησε την καταδίκη των αναιρεσειουσών στα δικαστικά έξοδα, οι IP και PG πρέπει να υποχρεωθούν να φέρουν τα δικά τους, αντιστοίχως, δικαστικά έξοδα στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ένωση αυτή στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Πρέπει, εξάλλου, να οριστεί ότι η Επιτροπή θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα σε αμφότερες τις υποθέσεις αυτές.

188 Στην υπόθεση C-175/01 Ρ, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και η BC καθώς και η Επιτροπή ζήτησαν να καταδικαστεί η NALOO στα δικαστικά έξοδα, η ένωση αυτή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας.

189 Στην υπόθεση C-180/01 Ρ, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι εν μέρει βάσιμη και εν μέρει αβάσιμη, κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδα του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.

190 Εφόσον η Επιτροπή και η NALOO ηττήθηκαν μερικώς στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία. Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι IP, BC και PG θα φέρουν καθεμία τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε υπό την ιδιότητα του παρεμβάντος στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

αποφασίζει:

1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Τ-89/98, NALOO κατά Επιτροπής, στο μέτρο που με την απόφαση αυτή ακυρώθηκαν:

- η πτυχή της αποφάσεως IV/E-3/NALOO, της 27ης Απριλίου 1998, με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων θεώρησε ότι το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν είχε εφαρμογή στον καθορισμό των τελών εξορύξεως άνθρακα·

- η πτυχή της αποφάσεως αυτής με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων απέρριψε την καταγγελία όσον αφορά το επίπεδο των τελών που εφαρμόζονταν στην εξόρυξη άνθρακα πριν από την 1η Απριλίου 1990.

2) Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3) Απορρίπτει την προσφυγή της National Association of Licensed Opencast Operators (NALOO) ως προς τα αιτήματα:

- της ακυρώσεως της πτυχής της αποφάσεως IV/E-3/NALOO με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων θεώρησε ότι το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν είχε εφαρμογή στον καθορισμό των τελών εξορύξεως άνθρακα·

- της ακυρώσεως της πτυχής της αποφάσεως αυτής με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων απέρριψε την καταγγελία όσον αφορά το επίπεδο των τελών που εφαρμόζονταν στην εξόρυξη άνθρακα πριν από την 1η Απριλίου 1990.

4) Στην υπόθεση C-172/01 Ρ, η International Power plc φέρει τα δικαστικά έξοδά της στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία καθώς και τα έξοδα της NALOO στη διαδικασία αυτή. Η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

5) Στην υπόθεση C-175/01 Ρ, η NALOO φέρει τα δικαστικά έξοδά της στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία καθώς και τα έξοδα της British Coal Corporation και της Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων στη διαδικασία αυτή.

6) Στην υπόθεση C-176/01 Ρ, η PowerGen (UK) φέρει τα δικαστικά έξοδά της στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία καθώς και τα έξοδα της NALOO στη διαδικασία αυτή. Η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

7) Στην υπόθεση C-180/01 Ρ, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.

8) Η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και η NALOO φέρουν καθεμία τα δικαστικά έξοδά της στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία. Η International Power plc, η British Coal Corporation και η PowerGen (UK) φέρουν καθεμία τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε υπό την ιδιότητα του παρεμβάντος στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία.

Top