Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0060

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 89/369/ΕΟΚ και 89/429/ΕΟΚ - Ατμοσφαιρική ρύπανση - Εγκαταστάσεις καύσεως αστικών απορριμμάτων - Χώρος εγκαταστάσεων καύσεως στη Γαλλία.
    Υπόθεση C-60/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-05679

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:383

    62001J0060

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 89/369/ΕΟΚ και 89/429/ΕΟΚ - Ατμοσφαιρική ρύπανση - Εγκαταστάσεις καύσεως αστικών απορριμμάτων - Χώρος εγκαταστάσεων καύσεως στη Γαλλία. - Υπόθεση C-60/01.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-05679


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. ράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Εκτέλεση εκ μέρους των κρατών μελών - Διαφορές των μέτρων για την επίτευξη του ορισθέντος αποτελέσματος - Επιρροή στη διαπίστωση παραβάσεως

    (Άρθρο 249, εδ. 3, ΕΚ)

    2. εριβάλλον - Ατμοσφαιρική ρύπανση - Εγκαταστάσεις καύσεως αστικών αποβλήτων - Οδηγίες 89/369 και 89/429 - Εκτέλεση εκ μέρους των κρατών μελών - Υποχρέωση αποτελέσματος

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/369 και 89/429)

    3. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Εξέταση του βασίμου από το Δικαστήριο - Κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη - Κατάσταση κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας

    (Άρθρο 226 ΕΚ)

    Περίληψη


    1. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της οδηγίας είναι ακριβώς ότι αφορά την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος. Ωστόσο, η κοινοτική νομοθετική πρακτική αποδεικνύει ότι μπορούν να υφίστανται μεγάλες διαφορές ως προς το είδος των υποχρεώσεων που οι οδηγίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη και επομένως ως προς τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν. Επομένως, δεδομένου ότι η ύπαρξη παραβάσεως μπορεί να διαπιστωθεί μόνον εφόσον κατά τη λήξη της ταχθείσας με αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας υφίσταται κατάσταση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και αντικειμενικώς καταλογιζόμενη στο οικείο κράτος μέλος, η διαπίστωση της παραβάσεως εν προκειμένω εξαρτάται από το είδος των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διατάξεις της οικείας οδηγίας.

    ( βλ. σκέψεις 24-25, 29 )

    2. Η οδηγία 89/369 σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων και η οδηγία 89/429 σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων εντάσσονται σε μια συνολική κοινοτική στρατηγική προστασίας του περιβάλλοντος και μειώσεως της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως. Οι εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων αποτελούσαν ήδη το αντικείμενο της οδηγίας 84/360 σχετικά με την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προέρχεται από βιομηχανικές εγκαταστάσεις, βάσει της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνταν, αφενός, να προβλέψουν διαδικασίες προηγουμένης εγκρίσεως και τακτικούς ελέγχους της λειτουργίας αυτών των εγκαταστάσεων και, αφετέρου, να προσαρμόσουν σταδιακά τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις στην καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία. Οι οδηγίες 89/369 και 89/429 συμπλήρωσαν αυτή τη ρύθμιση θεσπίζοντας λεπτομερείς και ακριβείς επιταγές που έχουν εφαρμογή τόσο στις νέες όσο και στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις καύσεως αστικών απορριμμάτων. Επομένως, οι οδηγίες 89/369 και 89/429 επιβάλλουν στα κράτη μέλη υποχρεώσεις ως προς το αποτέλεσμα που διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, προκειμένου οι εγκαταστάσεις τους καύσεως απορριμμάτων να πληρούν εντός των ταχθεισών προθεσμιών λεπτομερείς και ακριβείς προϋποθέσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αρκεί, επομένως, για ένα κράτος μέλος, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Γαλλική Κυβέρνηση, να λάβει όλα τα ευλόγως δυνατά μέτρα προκειμένου να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369 και 89/429.

    ( βλ. σκέψεις 30, 33-34 )

    3. Στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 226 ΕΚ η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με βάση την κατάσταση όπως αυτή παρουσιάζεται μετά το πέρας της τασσομένης με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ενώ δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο οι επελθούσες στη συνέχεια αλλαγές.

    ( βλ. σκέψη 36 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-60/01,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. Støvlbaek και την J. Adda, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους G. de Bergues και D. Colas και στη συνέχεια από τους R. Abraham και D. Colas, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει είτε τη λειτουργία του συνόλου των εν λειτουργία χώρων καύσεως απορριμμάτων στη Γαλλία σύμφωνα με τις συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (EE L 163, σ. 32), και 89/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις [υπάρχουσες] εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (EE L 203, σ. 50), είτε την έγκαιρη παύση της λειτουργίας τους, και δη από 1ης Δεκεμβρίου 1990 για τις νέες εγκαταστάσεις και από 1ης Δεκεμβρίου 1996 για τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 και των άρθρων 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, και 4 της οδηγίας 89/429 καθώς και του άρθρου 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, P. Jann, F. Macken και N. Colneric και S. von Bahr, προέδρους τμήματος, A. La Pergola, J.-P. Puissochet, Μ. Wathelet, Β. Σκουρή, J. N. Cunha Rodrigues, C. W. A. Timmermans (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: S. Alber

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει είτε τη λειτουργία του συνόλου των εν λειτουργία χώρων καύσεως απορριμμάτων στη Γαλλία σύμφωνα με τις συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (EE L 163, σ. 32), και 89/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις [υπάρχουσες] εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (EE L 203, σ. 50), είτε την έγκαιρη παύση της λειτουργίας τους, ήτοι από 1ης Δεκεμβρίου 1990 για τις νέες εγκαταστάσεις και από 1ης Δεκεμβρίου 1996 για τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 και των άρθρων 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, και 4 της οδηγίας 89/429 καθώς και του άρθρου 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ,

    Κοινοτική ρύθμιση

    2 Η οδηγία 84/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1984, σχετικά με την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις (EE L 188, σ. 20), προβλέπει μέτρα και διαδικασίες με σκοπό την πρόληψη και/ή τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως που προκαλείται από βιομηχανικές εγκαταστάσεις εντός της Κοινότητας. Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία αυτή ορίστηκαν ακριβέστερα με τις οδηγίες 89/369 και 89/429.

    3 Βάσει των άρθρων 1, σημείο 5, και 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369, μια εγκατάσταση καύσεως αστικών απορριμμάτων θεωρείται νέα αν η άδεια εκμεταλλεύσεως χορηγήθηκε μετά την 1η Δεκεμβρίου 1990. Σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 5, της οδηγίας 89/429, μια εγκατάσταση καύσεως αστικών απορριμμάτων θεωρείται υπάρχουσα αν η πρώτη άδεια λειτουργίας χορηγήθηκε πριν από την 1η Δεκεμβρίου 1990.

    4 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 προβλέπει τα εξής:

    «Ο σχεδιασμός, ο εξοπλισμός και η εκμετάλλευση κάθε νέας εγκατάστασης καύσης αστικών απορριμμάτων πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα αέρια από την καύση των απορριμμάτων να φέρονται, μετά την τελευταία εισαγωγή αέρα καύσης, κατά ελεγχόμενο και ομοιογενή τρόπο, ακόμη και στις πλέον αντίξοες συνθήκες, σε θερμοκρασία τουλάχιστον 850° C, επί τουλάχιστον 2 δευτερόλεπτα παρουσία 6 % οξυγόνου τουλάχιστον.»

    5 Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, της οδηγίας 89/429 ορίζει τα εξής:

    «Σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 84/360/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε η εκμετάλλευση των υπαρχουσών εγκαταστάσεων καύσης αστικών απορριμμάτων να υπόκειται:

    α) στην περίπτωση εγκαταστάσεων που το ονομαστικό τους δυναμικό ισούται ή υπερβαίνει τους 6 τόνους απορριμμάτων ανά ώρα: το αργότερο, την 1η Δεκεμβρίου 1996, στους ίδιους όρους με εκείνους που επιβάλλονται στις νέες εγκαταστάσεις καύσης του ίδιου δυναμικού, σύμφωνα με την οδηγία 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων [...], εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 4, που αντικαθίστανται από τις διατάξεις του άρθρου 4 της παρούσας οδηγίας».

    6 Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 89/429:

    «Το αργότερο την 1η Δεκεμβρίου 1996, οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων με δυναμικό 6 τόνους ανά ώρα και άνω οφείλουν να τηρούν τις ακόλουθες συνθήκες καύσης: τα αέρια που προέρχονται από την καύση των απορριμμάτων πρέπει να φθάνουν, μετά την τελευταία εισαγωγή αέρα καύσεως και ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, σε θερμοκρασία 850° C τουλάχιστον, παρουσία 6 % τουλάχιστον οξυγόνου επί 2 τουλάχιστον δευτερόλεπτα. Σε περίπτωση πάντως σημαντικών τεχνικών δυσχερειών, η τήρηση του χρόνου των δύο δευτερολέπτων πρέπει να εφαρμόζεται το αργότερο από τη στιγμή που γίνεται η ανανέωση των κλιβάνων.»

    Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    7 Στην Επιτροπή υποβλήθηκε καταγγελία ότι στην εγκατάσταση καύσεως απορριμμάτων του Maubeuge (Γαλλία) δεν τηρούνταν οι συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369 και 89/429.

    8 Αυτή η καταγγελία οδήγησε την Επιτροπή να λάβει γνώση των αποτελεσμάτων μιας έρευνας που διεξήγαγε, την 1η Δεκεμβρίου 1996, το Υπουργείο Χωροταξίας και εριβάλλοντος. Σύμφωνα με αυτήν την έρευνα, σε εκείνο το χρονικό σημείο, σαράντα εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων με δυναμικό άνω των 6 τόνων απορριμμάτων ανά ώρα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις λειτουργίας που επιβάλλουν οι εν λόγω οδηγίες και εξέπεμπαν κονιορτό και βαρέα μέταλλα πέραν του ανωτάτου επιτρεπτού ορίου.

    9 Η Επιτροπή έλαβε επίσης γνώση ενός ανακοινωθέντος Τύπου του ιδίου υπουργείου, φέροντος ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 1999, από το οποίο προέκυπτε ότι 7 εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων εξέπεμπαν στην ατμόσφαιρα ποσότητες διοξίνης και φουράνια άνω των 10 ng I-TEQ/m3, το οποίο σημαίνει, κατά την Επιτροπή, ότι σε αυτούς τους κλιβάνους δεν τηρούνταν οι συνθήκες καύσεως που προβλέπουν τα άρθρα 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 και 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, και 4 της οδηγίας 89/429.

    10 Από το ίδιο ανακοινωθέν προέκυπτε επίσης ότι στις 15 Ιανουαρίου 1999, 12 από τις 75 εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων στη Γαλλία δεν είχαν ακόμη συμμορφωθεί προς την υπουργική απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1991 σχετικά με τις εγκαταστάσεις καύσεως των αστικών απορριμμάτων (JORF της 8ης Μαρτίου 1991, σ. 3330, στο εξής: απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1991), με την οποία έγινε η μεταφορά των οδηγιών 89/369 και 89/429. Επρόκειτο για τις εγκαταστάσεις του Maubeuge καθώς και της La Rochelle, του Blois, του Angers, της Mulhouse, της Mans, της Rouen, της Χάβρης, του Belfort, του Rungis, του Douchy και του Noyelles-sous-Lens (Γαλλία).

    11 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε λάβει όλα τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της λειτουργίας του συνόλου των εν λειτουργία χώρων καύσεως απορριμμάτων στη Γαλλία υπό τις συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369 και 89/429, απέστειλε στη Γαλλική Δημοκρατία, στις 28 Απριλίου 1999, έγγραφο οχλήσεως προκειμένου η τελευταία να μπορέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

    12 Με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 1999, η Γαλλική Κυβέρνηση απάντησε στο έγγραφο οχλήσεως ισχυριζόμενη ότι οι οδηγίες 89/369 και 89/429 είχαν μεταφερθεί στο γαλλικό δίκαιο με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1999. Επί πλέον, αναγνώρισε ότι στην αρχή του 1998 27 εγκαταστάσεις καύσεων απορριμμάτων λειτουργούσαν χωρίς να τηρούνται οι διατάξεις της αποφάσεως. αραδέχθηκε επίσης ότι, παρά τα ληφθέντα για τη συμμόρφωση με τους εφαρμοστέους σ' αυτόν τον τομέα επιτακτικούς κανόνες μέτρα, στην αρχή του 1999, σε 12 εγκαταστάσεις καύσεως εξακολουθούσαν να μην τηρούνται οι κανόνες και υπήρχαν 9 εγκαταστάσεις των οποίων οι εκπομπές διοξινών υπερέβαιναν τα 10 ng I-TEQ/m3.

    13 Η Επιτροπή θεώρησε ότι, με αυτή την απάντηση, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αρνούνταν την ύπαρξη των παραβάσεων των οποίων έκανε μνεία το έγγραφο οχλήσεως. Ως εκ τούτου εξέδωσε, στις 21 Οκτωβρίου 1999, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία καλούσε τη Γαλλική Δημοκρατία να λάβει τα αναγκαία για τη συμμόρφωσή της μέτρα εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της αιτιολογημένης γνώμης.

    14 Η Γαλλική Κυβέρνηση απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 1999, ισχυριζόμενη ότι, κατόπιν της παύσεως της λειτουργίας και της συμμορφώσεως προς τους κανόνες που είχαν μεσολαβήσει, ο αριθμός των εγκαταστάσεων καύσεως απορριμμάτων στις οποίες δεν τηρούνταν οι προϋποθέσεις της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 1991 καθώς και των οδηγιών 89/369 και 89/429 είχε μεταβληθεί από 27 το 1998 σε 7 στο τέλος του 1999, και δη σε εκείνες του Angers, του Douchy, της La Rochelle, της Χάβρης, της Mans, της Maubeuge και της Rouen. Υποστήριξε ότι αυτή η σημαντική βελτίωση της καταστάσεως αποδείκνυε ότι τα ληφθέντα από αυτήν μέτρα ούτε αναποτελεσματικά ήταν ούτε ανεπαρκή.

    15 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι σ' εκείνο το χρονικό σημείο η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν προέβλεπε ανώτατο όριο για τις εκπομπές διοξίνης στις εγκαταστάσεις καύσεως οικιακών απορριμμάτων. Ωστόσο, επιβαλλόταν να ληφθεί μέριμνα ώστε οι εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων να μην εκπέμπουν διοξίνες άνω των 10 ng I-TEQ/m3 και ότι ο τελευταίος απολογισμός σ' αυτόν τον τομέα είχε καταλήξει ότι υφίσταντο μόνο τέσσερις περιπτώσεις υπερβάσεως του ορίου.

    16 Θεωρώντας ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    Επί της ουσίας

    17 Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, να προσδιοριστεί το αντικείμενο της προσφυγής. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο, στα αιτήματά της, να διαπιστώσει παράβαση όσον αφορά τις εν λειτουργία εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων στη Γαλλία. Αυτή η διατύπωση μπορεί να νοηθεί ότι αφορά τις εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων που λειτουργούσαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως. Ωστόσο, από το σύνολο της προσφυγής καθώς και από την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία προκύπτει ότι εν προκειμένω τα αιτήματα της Επιτροπής αφορούν στην πραγματικότητα τις εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων που λειτουργούσαν κατά το πέρας της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

    18 Συναφώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τα στοιχεία που η Γαλλική Κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα και από τις απαντήσεις της στο έγγραφο οχλήσεως και στην αιτιολογημένη γνώμη προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι λειτουργούσαν πολυάριθμες εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων και ότι 7 από αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς να τηρούνται οι συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 και τα άρθρα 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, και 4 της οδηγίας 89/429.

    19 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στην προσφυγή της, συνυπολόγισε στις εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων που δεν λειτουργούσαν σύμφωνα με τους κανόνες και εκείνες όπου δεν τηρούνταν το όριο των 10 ng I-TEQm3 για τις εκπομπές διοξινών αλλά τηρούνταν οι απορρέουσες από τις οδηγίες 89/369 και 89/429 υποχρεώσεις. ράγματι, ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω οδηγίες δεν προβλέπουν ανώτατο όριο για τις εκπομπές διοξινών. Επί πλέον, η Επιτροπή αναγνώρισε στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως ότι η υπέρβαση αυτού του ορίου δεν συνιστά, τόσο από νομικής όσο και από επιστημονικής απόψεως, απόδειξη για την παράβαση των οδηγιών αυτών. Αυτή η αναγνώριση συνιστά μερική παραίτηση της Επιτροπής από το αίτημά της, που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την απόφαση επί των δικαστικών εξόδων.

    20 Αυτός ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. ράγματι, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε στην προσφυγή της ότι η υπέρβαση του ορίου των 10 ng I-TEQ/m3 συνεπάγεται, κατά την άποψή της, ότι οι συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369 και 89/429 δεν τηρούνταν, δεν συνήγαγε ωστόσο ότι υφίσταται παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές τις οδηγίες. Αντιθέτως, η Επιτροπή βάσισε, στο πλαίσιο της προσφυγής της, τον ισχυρισμό της αποκλειστικά στο γεγονός ότι τουλάχιστον σε 7 εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων δεν τηρούνταν οι συνθήκες καύσεως που επέβαλλαν αυτές οι οδηγίες, όπως δέχθηκε και η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση στην απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη.

    21 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επί πλέον ότι οι διατάξεις των οδηγιών 89/369 και 89/429 έχουν μεταφερθεί ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1991 και ότι υφίστανται μέτρα που επιτρέπουν τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής αυτών των διατάξεων. ράγματι, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές τις διατάξεις έχουν προβλεφθεί κυρώσεις αποτελεσματικές, αποτρεπτικές, ανάλογες και διασφαλίζουσες όχι μικρότερη από την προβλεπόμενη αποκλειστικά βάσει του εσωτερικού δικαίου προστασία.

    22 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία την παράλειψη μεταφοράς ή ορθής μεταφοράς στο εσωτερικό της δίκαιο των διατάξεων των οδηγιών 89/369 και 89/429, ούτε την παράλειψη θεσπίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών μέτρων για την εφαρμογή τους. Στην πραγματικότητα, η αιτίαση της Επιτροπής αφορά το γεγονός ότι τα ληφθέντα από τις γαλλικές αρχές μέτρα για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τους από τις εν λόγω οδηγίες ελήφθησαν καθυστερημένα, ήτοι μόλις από τον Απρίλιο του 1998, δηλαδή σχεδόν ενάμισυ έτος μετά την παρέλευση της 1ης Δεκεμβρίου 1996. Επί πλέον, κατά την Επιτροπή, αυτά τα μέτρα είναι ανεπαρκή εφόσον, τέσσερα έτη αργότερα, το απαιτούμενο από τις εν λόγω οδηγίες αποτέλεσμα δεν έχει ακόμη επιτευχθεί στο σύνολο των χώρων εγκαταστάσεων καύσεως στη Γαλλία.

    23 Ωστόσο, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, κατά τη διατύπωση των οδηγιών 89/369 και 89/429, τα κράτη μέλη υποχρεούνται μόνον να υποβάλλουν τους εκμεταλλευομένους χώρους καύσεως των απορριμμάτων σε ορισμένες υποχρεώσεις. Ισχυρίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, μια τέτοια υποχρέωση δεσμεύει τα κράτη μέλη ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφήνοντας ωστόσο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της ανάγκης λήψεως μέτρων. Δεν είναι δυνατόν καταρχήν να συναχθεί αυτομάτως από το μη συμβατό μιας πραγματικής καταστάσεως προς τους καθοριζόμενους στη διάταξη μιας οδηγίας στόχους ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από αυτήν. Επί πλέον, η παράβαση κανόνα δικαίου που περιέχεται σε οδηγία από αυτόνομο έναντι του κράτους μέλους νομικού προσώπου δεν μπορεί να συνιστά παράβαση αυτού του κράτους.

    24 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει ότι «[η] οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών». Επομένως, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της οδηγίας είναι ακριβώς ότι αφορά την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος.

    25 Ωστόσο, η κοινοτική νομοθετική πρακτική αποδεικνύει ότι μπορούν να υφίστανται μεγάλες διαφορές ως προς το είδος των υποχρεώσεων που οι οδηγίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη και επομένως ως προς τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν.

    26 ράγματι, ορισμένες οδηγίες απαιτούν τη λήψη νομοθετικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και η τήρησή τους υπόκειται σε δικαστικό ή διοικητικό έλεγχο [βλ., παραδείγματος χάριν, τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 και 8 της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, σ. 17)· βλ., συναφώς, τις αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 1989, C-360/88, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1989, σ. 3803, και της 6ης Δεκεμβρίου 1989, C-329/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1989, σ. 4159].

    27 _Αλλες οδηγίες ορίζουν ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση ορισμένων στόχων που διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό και όχι προσδιορίσιμο, αφήνοντας στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη φύση των ληπτέων μέτρων [βλ., παραδείγματος χάριν, το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (EE ειδ. έκδ 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32)· βλ., συναφώς, την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, καλούμενης «San Rocco», Συλλογή 1999, σ. Ι-7773, σκέψεις 67 και 68].

    28 _Αλλες οδηγίες απαιτούν από τα κράτη μέλη πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα μετά τη λήξη ορισμένης προθεσμίας (βλ., παραδείγματος χάριν, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 108)· βλ., συναφώς, τις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1993, C-56/90, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1993, σ. Ι-4109, σκέψεις 42 έως 44· της 8ης Ιουνίου 1999, C-198/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-3257, σκέψη 35· της 25ης Μα_ου 2000, C-307/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2000, σ. Ι-3933, σκέψη 51, και της 19ης Μαρτίου 2002, C-268/00, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή, σκέψεις 12 έως 14].

    29 Επομένως, δεδομένου ότι η ύπαρξη παραβάσεως μπορεί να διαπιστωθεί μόνον εφόσον κατά τη λήξη της τεθείσας με αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας υφίσταται κατάσταση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και αντικειμενικώς καταλογιζόμενη στο οικείο κράτος μέλος, η διαπίστωση της παραβάσεως εν προκειμένω εξαρτάται από το είδος των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διατάξεις των οδηγιών 89/369 και 89/429.

    30 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι οι οδηγίες 89/369 και 89/429 εντάσσονται σε μια συνολική κοινοτική στρατηγική προστασίας του περιβάλλοντος και μειώσεως της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως. Οι εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων αποτελούσαν ήδη το αντικείμενο της οδηγίας 84/360, βάσει της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνταν, αφενός, να προβλέψουν διαδικασίες προηγουμένης εγκρίσεως και τακτικούς ελέγχους της λειτουργίας αυτών των εγκαταστάσεων και, αφετέρου, να προσαρμόσουν σταδιακά τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις στην καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία. Οι οδηγίες 89/369 και 89/429 συμπλήρωσαν αυτή τη ρύθμιση θεσπίζοντας λεπτομερείς και ακριβείς επιταγές που έχουν εφαρμογή τόσο στις νέες όσο και στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις καύσεως αστικών απορριμμάτων.

    31 ράγματι, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 και από τα άρθρα 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, και 4 της οδηγίας 89/429 προκύπτει ότι οι νέες και οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων πρέπει να συμμορφωθούν προς τις λεπτομερείς συνθήκες καύσεως που ορίζουν αυτές οι διατάξεις. Αυτές προβλέπουν ότι τα αέρια από την καύση των απορριμμάτων πρέπει να φέρονται, μετά την τελευταία εισαγωγή αέρα καύσης και ακόμη και στις πλέον αντίξοες συνθήκες, σε θερμοκρασία τουλάχιστον 850ο C, επί τουλάχιστον 2 δευτερόλεπτα παρουσία 6 % οξυγόνου τουλάχιστον, εξαιρουμένων, όσον αφορά τη διάρκεια, περιπτώσεων σοβαρών τεχνικών δυσκολιών σε υπάρχουσα εγκατάσταση.

    32 Επί πλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, των οδηγιών 89/369 και 89/429 διευκρινίζει ότι η θερμοκρασία και η περιεκτικότητα σε οξυγόνο που ορίζονται κατ' αυτό τον τρόπο αποτελούν ελάχιστες τιμές που πρέπει να τηρούνται καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της εγκαταστάσεως.

    33 Επομένως, οι οδηγίες 89/369 και 89/429 επιβάλλουν στα κράτη μέλη υποχρεώσεις ως προς το αποτέλεσμα που διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, προκειμένου οι εγκαταστάσεις τους καύσεως απορριμμάτων να πληρούν εντός των ταχθεισών προθεσμιών λεπτομερείς και ακριβείς προϋποθέσεις.

    34 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αρκεί, επομένως, για ένα κράτος μέλος, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Γαλλική Κυβέρνηση, να λάβει όλα τα ευλόγως δυνατά μέτρα προκειμένου να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369 και 89/429 (βλ., υπό αυτή την έννοια, όσον αφορά την οδηγία 76/160, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 42 και 44· Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 35· Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 51, και της 19ης Μαρτίου 2002, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψεις 12 έως 14).

    35 Επί πλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απόλυτη πραγματική αδυναμία συμμορφώσεως προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις οδηγίες 89/369 και 89/429 μπορεί να δικαιολογήσει παράβαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποδείξει εν προκειμένω μια τέτοια αδυναμία (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 46).

    36 Εν συνεχεία, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διάπραξη παραβάσεως κράτους μέλους πρέπει να εκτιμάται με βάση την κατάσταση όπως αυτή παρουσιάζεται μετά το πέρας της τασσομένης με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ενώ δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο οι επελθούσες στη συνέχεια αλλαγές (βλ. αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 1998, C-214/96, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-7661, σκέψη 25, και της 25ης Μα_ου 2000, C-384/97, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 2000, σ. Ι-3823, σκέψη 35).

    37 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η Γαλλική Κυβέρνηση παραδέχθηκε στην από 21 Οκτωβρίου 1999 απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη, η οποία έτασσε προθεσμία δύο μηνών από την κοινοποίησή της, ότι, στο τέλος του 1999, 7 εγκαταστάσεις καύσεως απορριμμάτων εξακολουθούσαν να λειτουργούν χωρίς να τηρούνται οι συνθήκες καύσεως που επέβαλλαν οι οδηγίες 89/369 και 89/429.

    38 Επί πλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως, προκειμένου να δικαιολογήσει την παράβαση, το επιχείρημα ότι η καθυστέρηση της λειτουργίας των εν λόγω εγκαταστάσεων προς τους κανόνες οφείλεται στο γεγονός ότι οι σχετικές εργασίες απαιτούν περισσότερο χρόνο από μερικούς μήνες. ράγματι, από 1ης Δεκεμβρίου 1990, οι νέες εγκαταστάσεις έπρεπε να λειτουργούν σύμφωνα με τις επιταγές της οδηγίας 89/369 κατά τρόπον ώστε, από εκείνο το χρονικό σημείο, ουδεμία νέα εγκατάσταση έπρεπε να λειτουργεί εάν δεν τηρούνταν αυτές οι συνθήκες. _Οσον αφορά τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, η οδηγία 89/429 έταξε συμπληρωματική προθεσμία έξι ετών μετά το πέρας της προβλεπομένης για τη μεταφορά της προθεσμίας, προκειμένου να επιτρέψει στα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με τις επιταγές της. Επομένως, ακόμη και αν η διάρκεια των αναγκαίων για τη συμμόρφωση έργων ήταν σημαντική, η οδηγία 89/429 έδωσε στα κράτη μέλη αρκετό χρόνο προκειμένου να συμμορφωθούν, καθόσον προέβλεψε συμπληρωματική προθεσμία έξι ετών.

    39 _Οσο για τον ισχυρισμό της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι έχει θέσει σε λειτουργία εντατικό πρόγραμμα για τη συμμόρφωση στις διατάξεις των οδηγιών 89/369 και 89/429, το οποίο επέτρεψε τη μετάβαση από 40 εγκαταστάσεις όπου δεν τηρούνταν οι κανόνες τον Δεκέμβριο του 1996 σε 7 εγκαταστάσεις στο τέλος του 1999, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. ράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν κατάρτισε και ως εκ τούτου δεν υλοποίησε αυτό το πρόγραμμα παρά μόνον στο τέλος του 1996, ήτοι έξι έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 89/429. Επομένως, τα μέτρα που έλαβε η Γαλλική Κυβέρνηση ήταν όψιμα και δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους για τη δικαιολόγηση της παραβάσεως.

    40 Επί πλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως ότι το ενδεχόμενο παύσεως της λειτουργίας των εγκαταστάσεων όπου δεν πληρούνταν οι επιταγές των οδηγιών αποκλειόταν ενόψει του όγκου των απορριμμάτων. ράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί πράγματι να χρησιμεύσει ως δικαιολόγηση της μη τηρήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 89/429, δεν αποδείχθηκε ότι, σε περίπτωση παύσεως της λειτουργίας ορισμένων εγκαταστάσεων, η προσωρινή μεταφορά των αστικών απορριμμάτων σε γειτονικές εγκαταστάσεις ήταν τεχνικώς αδύνατη.

    41 Ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει είτε τη λειτουργία του συνόλου των χώρων καύσεως απορριμμάτων στη Γαλλία σύμφωνα με τις συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369 και 89/429 είτε την έγκαιρη παύση της λειτουργίας τους, και δη από 1ης Δεκεμβρίου 1990 για τις νέες εγκαταστάσεις και από 1ης Δεκεμβρίου 1996 για τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 και των άρθρων 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, και 4 της οδηγίας 89/429.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    42 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε ζητήσει την καταδίκη της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί το κράτος μέλος αυτό στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει είτε τη λειτουργία του συνόλου των χώρων καύσεως απορριμμάτων στη Γαλλία σύμφωνα με τις συνθήκες καύσεως που επιβάλλουν οι οδηγίες 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων, και 89/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις [υπάρχουσες] εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων, είτε την έγκαιρη παύση της λειτουργίας τους, και δη από 1ης Δεκεμβρίου 1990 για τις νέες εγκαταστάσεις και από 1ης Δεκεμβρίου 1996 για τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/369 και των άρθρων 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, και 4 της οδηγίας 89/429.

    2) Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Top