EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CC0304

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 18ης Νοεμβρίου 2003.
Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κοινή αλιευτική πολιτική - Κανονισμός (ΕΚ) 1162/2001 - Αποκατάσταση των αποθεμάτων βακαλάου - Έλεγχος των δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών - Επιλογή της νομικής βάσεως - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
Υπόθεση C-304/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-07655

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:619

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 18ης Νοεμβρίου 2003 (1)

Υπόθεση C-304/01

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αλιεία – Κανονισμός (ΕΚ) 1162/2001 – Αποκατάσταση του αποθέματος μπακαλιάρου “Merluccius merluccius” – Έλεγχος των αλιευτικών σκαφών – Νομική βάση – Απαγόρευση των διακρίσεων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα διαδικασία έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε το Βασίλειο της Ισπανίας κατά του κανονισμού (ΕΚ) 1162/2001 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2001 (2) (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός ή κανονισμός 1162/2001). Ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιέχει μέτρα αποκατάστασης του αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» τις υποπεριοχές CIEM (3) III, IV, V, VI και VIΙ και στις διαιρέσεις VIII a, b, d και e καθώς και διατάξεις για τον έλεγχο των εκεί δραστηριοποιούμενων αλιευτικών σκαφών.

2.        Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει την άποψη ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική βάση και η έκδοσή του δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, αλλά σε αυτή του Συμβουλίου. Εκτός αυτού, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1162/2001, προβλέποντας εξαιρετική ρύθμιση για ορισμένα σκάφη, παραβιάζει την αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων. Παραβιάζεται επίσης και η υποχρέωση αιτιολογήσεως, γιατί η Επιτροπή δεν διευκρινίζει το λόγο θεσπίσεως αυτής της εξαιρετικής ρυθμίσεως.

II – Το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά

3.        Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα της διατηρήσεως και εκμεταλλεύσεως των αλιευτικών πόρων στηρίζεται στον ετήσιο καθορισμό συνολικών επιτρεπομένων αλιευμάτων (= TAC, συντομογραφία που προέρχεται από τον αγγλικό όρο total allowable catches ή από τον γαλλικό όρο Totaux Admissibles des Captures). Ο καθορισμός αυτός πραγματοποιείται για κάθε είδος ιχθύος και για κάθε αλιευτική ζώνη βάσει επιστημονικών πραγματογνωμοσυνών. Τα TAC κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών σε ποσοστώσεις.

4.        Η πολιτική αυτή συνεχίζει την υφιστάμενη παράδοση της διαχειρίσεως της αλιείας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο που τέθηκαν οι βάσεις της κοινοτικής αλιευτικής πολιτικής με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 170/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, περί θεσπίσεως κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων (4) (στο εξής: κανονισμός 170/83). Ο κανονισμός 170/83 αντικαταστάθηκε αργότερα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3760/92 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού συστήματος για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια (5) (στο εξής: κανονισμός 3760/92).

5.        Ο κανονισμός 3760/92 ρυθμίζει τα θεμελιώδη ζητήματα της αλιείας εντός της Κοινότητας. Θεσπίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα μέτρα, τα οποία προβλέπονται για κάθε τύπο αλιείας ή ομάδα τύπων αλιείας: Καθορισμό ζωνών στις οποίες οι αλιευτικές δραστηριότητες απαγορεύονται ή περιορίζονται, περιορισμό των ποσοστών εκμεταλλεύσεως, καθορισμό ποσοτικών ορίων αλιευμάτων, περιορισμό του χρόνου παραμονής στη θάλασσα, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, υπόψη τον απομακρυσμένο χαρακτήρα των αλιευτικών υδάτων, καθορισμό του αριθμού και του τύπου των αλιευτικών σκαφών στα οποία επιτρέπεται να αλιεύουν, καθορισμό τεχνικών μέτρων όσον αφορά τα αλιευτικά σύνεργα και τον τρόπο χρησιμοποιήσεώς τους, καθορισμό του ελάχιστου μεγέθους ή βάρους των ιχθύων που μπορούν να αλιεύονται, καθορισμό κινήτρων –συμπεριλαμβανομένων των κινήτρων οικονομικού χαρακτήρα– για την προώθηση επιλεκτικότερης αλιείας. Ο κανονισμός 3760/92 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002 (6), που έχει τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2003.

6.        Αφού το ΔΣΕΘ, τον Νοέμβριο 2000, επισήμανε τη μείωση των αποθεμάτων μπακαλιάρου «Merluccius merluccius», το Συμβούλιο και η Επιτροπή διαπίστωσαν, κατά τη σύνοδο του Συμβουλίου για την «αλιεία» στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2000, ότι υπήρχε επιτακτική ανάγκη θεσπίσεως προγράμματος διατηρήσεως των αποθεμάτων. Στις 14 Ιουνίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ερειδόμενη στο άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92, που έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση σοβαρών και απρόβλεπτων διαταραχών οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την διατήρηση των πόρων, η Επιτροπή, ύστερα από αίτημα κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, αποφασίζει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων εξάμηνης το πολύ διάρκειας, τα οποία ανακοινώνονται στα κράτη μέλη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εφαρμόζονται αμέσως

2.      Εάν η Επιτροπή λάβει αίτημα κράτους μέλους, αποφασίζει σχετικά εντός δέκα εργάσιμων ημερών.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να παραπέμψουν την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 στο Συμβούλιο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης.

4. Το Συμβούλιο μπορεί, με ειδική πλειοψηφία, να λάβει διαφορετική απόφαση εντός ενός μηνός.»

7.        Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1162/2001 έχει ως εξής:

«(4)      Απαιτείται άμεσα η μείωση των αλιευμάτων ιχθυδίων μπακαλιάρου “Merluccius merluccius” μέσω:

–        θέσπισης γενικής αύξησης του μεγέθους των ματιών των συρόμενων διχτυών που χρησιμοποιούνται για την αλίευση μπακαλιάρου “Merluccius merluccius”. Για το σκοπό αυτό είναι αναγκαία η παρέκκλιση από τους όρους σχετικά με τα μεγέθη ματιών των συρόμενων εργαλείων που καθορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 850/98 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1998, για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων για την προστασία των νεαρών θαλασσίων οργανισμών (7), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) 973/2001 (8) και

–        καθορισμού γεωγραφικών περιοχών στις οποίες συναντώνται τα ιχθύδια μπακαλιάρου “Merluccius merluccius” σε μεγάλη αφθονία και θέσπισης του όρου ότι στις περιοχές αυτές η αλιεία με συρόμενα δίκτυα μπορεί να διενεργείται μόνον εφόσον τα εν λόγω δίκτυα είναι μεγάλου μεγέθους ματιών και

–        θέσπισης πρόσθετων όρων για την εξασφάλιση της μείωσης της αλίευσης ιχθυδίων μπακαλιάρου “Merluccius merluccius” με δοκότρατες.»

8.        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1162/2001 ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε αλιευτικά σκάφη που ασκούν δραστηριότητες στις υποπεριοχές V και VI και στις διαιρέσεις VII b, c, f, g, h, j και k καθώς και στις διαιρέσεις VIII a, b, d και e του ΔΣΕΘ (9).

9.        Το άρθρο 2 προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4, παράγραφος 4, και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) 850/98, τα αλιεύματα μπακαλιάρου Merluccius merluccius τα οποία διατηρούνται επί οποιουδήποτε σκάφους που διαθέτει οποιοδήποτε συρόμενο εργαλείο μεγέθους ματιών από 55 mm έως 99 mm δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 20 % του βάρους του συνολικού αλιεύματος θαλασσίων οργανισμών που διατηρούνται επί του σκάφους.

2.      Οι όροι της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται σε σκάφη ολικού μήκους μικρότερου των 12 μέτρων τα οποία επιστρέφουν σε λιμάνι εντός 24 ωρών από τη πλέον πρόσφατη αναχώρησή τους από λιμάνι.»

10.      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός στα άρθρα 3 και 4 ρυθμίζει ποιά δίχτυα και τμήματα διχτυών απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται για την αλιεία. Το άρθρο 5 ορίζει συγκεκριμένες περιοχές και τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται εκεί η αλιεία. Πέραν αυτού ο κανονισμός περιέχει εκτελεστικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις που αφορούν τον έλεγχο.

11.      Το Βασίλειο της Ισπανίας έκανε χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 3760/92 δυνατότητας και υπέβαλε στο Συμβούλιο, στις 22 Ιουνίου 2001, πρόταση τροποποιήσεως του κανονισμού 1162/2001, που προέβλεπε την κατάργηση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού. Το Συμβούλιο, στη συνεδρίασή του της 20ής Ιουλίου 2001, απέρριψε την πρόταση αυτή.

12.      Κατόπιν αυτού, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε, στις 2 Αυγούστου 2001, προσφυγή περί ακυρώσεως του κανονισμού 1162/2001.

III – Αιτήματα

13.      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί:

–        να ακυρωθεί ο κανονισμός 1162/2001 για θέσπιση μέτρων αποκατάστασης του αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις υποπεριοχές CIEM III, IV, V, VI και VIΙ και στις διαιρέσεις VIII a, b, d και e καθώς και συναφών όρων για τον έλεγχο των εκεί δραστηριοποιούμενων αλιευτικών σκαφών·

–        να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14.      Η Επιτροπή ζητεί:

–        να απορριφθεί η προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV – Ισχυρισμοί των διαδίκων και αξιολόγηση

 Α –     Επί της αιτιάσεως περί εσφαλμένης νομικής βάσεως και αναρμοδιότητας της Επιτροπής

1.      Το Βασίλειο της Ισπανίας

15.      Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο κανονισμός στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική βάση. Από το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 3760/92 προκύπτει ότι θα έπρεπε να συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις για να μπορεί η Επιτροπή να θεσπίσει τα επίδικα μέτρα. Θα έπρεπε να πρόκειται για σοβαρές και απρόβλεπτες διαταραχές, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την διατήρηση των πόρων. Τα θεσπιζόμενα από την Επιτροπή μέτρα θα έπρεπε να είναι απαραίτητα και δεν θα μπορούσαν να ισχύσουν περισσότερο από έξι μήνες. Θα έπρεπε να ανακοινωθούν στα κράτη μέλη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα ήταν άμεσα εφαρμοστέα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνταν όλες αυτές οι προϋποθέσεις.

16.      Εάν ευσταθεί ότι τα αποθέματα μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση, όπως επιβεβαίωσε το Συμβούλιο για την αλιεία στη συνεδρίασή του της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2000, αυτό δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι τα μέτρα που θεσπίστηκαν ήταν απαραίτητα. Οι εξουσίες που παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 καθιστούν δυνατή τη θέσπιση επειγόντων και εξαιρετικών μέτρων, για την αντιμετώπιση σοβαρών διαταραχών. Τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν ήταν ούτε επείγοντα ούτε εξαιρετικά.

17.      Η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 1162/2001 το πρώτον στις 14 Ιουνίου 2001, μολονότι το Συμβούλιο για την αλιεία είχε ήδη στις 15 Δεκεμβρίου 2000 απαιτήσει τη θέσπισή του. Η Επιτροπή άφησε συνεπώς να παρέλθουν έξι μήνες μέχρι τη θέσπιση ενός μέτρου, το οποίο θεωρητικά έπρεπε να ληφθεί επειγόντως. Αυτό υποδηλώνει ότι στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για επείγον μέτρο και ότι κατά τον χρόνο αυτό θα μπορούσε να είχε δραστηριοποιηθεί το Συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η νομοθετική αρμοδιότητα στον τομέα της αλιείας ανήκει, κατά το άρθρο 37 ΕΚ, στο Συμβούλιο και το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 αποτελεί εξαίρεση που δικαιολογείται από λόγους επείγοντος. Όταν δεν συντρέχει το στοιχείο του επείγοντος, τα μέτρα πρέπει να θεσπίζονται από το Συμβούλιο, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 4 του κανονισμού 3760/92. Εκτός αυτού η Επιτροπή, για να προστατεύσει πράγματι τους πόρους που διατρέχουν κίνδυνο, θα έπρεπε να θεσπίσει άλλα μέτρα, όπως παραδείγματος χάριν την πλήρη απαγόρευση της αλιείας σε ορισμένες ζώνες. Τα μέτρα που θεσπίστηκαν δεν ήταν κατάλληλα για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου με αυτά σκοπού.

18.      Το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 προβλέπει ότι τα μέτρα μπορούν να είναι εξάμηνης το πολύ διάρκειας. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιέχει περιορισμό της χρονικής του ισχύος και εφαρμόζεται συνεπώς χωρίς περιορισμό. Τούτο αντίκειται στο άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92, από αυτό δε μπορεί να συναχθεί ότι η διάταξη αυτή δεν αποτελεί επαρκή νομική βάση για τη θέσπιση του προσβαλλομένου μέτρου.

2.      Η Επιτροπή

19.      Η Επιτροπή, στο υπόμνημά της αντικρούσεως, αναφέρει ότι, από βιολογικής απόψεως, η καλύτερη δυνατότητα αναδημιουργίας των αποθεμάτων είναι η απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε αλιευτικής δραστηριότητας. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι ο μπακαλιάρος «Gadus morhua» και ο μπακαλιάρος «Merluccius merluccius» αλιεύονται στο πλαίσιο μικτών τύπων αλιείας, στους οποίους αλιεύονται πολλά άλλα είδη και ότι από μια πλήρη απαγόρευση αλιείας θα απέρρεαν αναγκαστικά απαγορεύσεις αλιείας για πληθώρα άλλων ειδών. Μια πλήρης απαγόρευση αλιείας θα είχε σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Για τον λόγο αυτό θα έπρεπε να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις, που θα μείωναν, αφενός, την αλιευτική πίεση που ασκείται στους μπακαλιάρους «Gadus morhua» και «Merluccius merluccius», θα εξασφάλιζαν όμως, αφετέρου, στο βαθμό που είναι δυνατό, την αλιεία άλλων ειδών.

20.      Το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 παρέχει στην Επιτροπή ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας και ελευθερία ενεργειών. Η Επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει αν υφίστανται σοβαρές και απρόβλεπτες διαταραχές, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την διατήρηση των πόρων, πράγμα που προϋποθέτει την αξιολόγηση μιας οικονομικά και επιστημονικά σύνθετης κατάστασης. Σύμφωνα με το γράμμα της διατάξεως, η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να προβλέψει όλων των ειδών τα μέτρα, που φαίνονται απαραίτητα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το άρθρο 15 δεν κάνει λόγο για επείγοντα και εξαιρετικά μέτρα, όπως πράττει το Βασίλειο της Ισπανίας. Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα ληφθέντα μέτρα ήταν απαραίτητα για την αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης, στην οποία είχαν περιέλθει τα αποθέματα μπακαλιάρου «Merluccius merluccius».

21.      Το χρονικό διάστημα που παρήλθε μέχρι την έκδοση του κανονισμού μπορεί, κατά την άποψη της Επιτροπής, να εξηγηθεί απλά και να δικαιολογηθεί. Τον Νοέμβριο 2000 έγινε γνωστό ότι τα αποθέματα μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις οικείες ζώνες βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση. Κατόπιν αυτού, για να μπορέσει να εκδώσει κανονισμό με τα κατάλληλα μέτρα, η Επιτροπή διοργάνωσε δύο συνέδρια σχετικά με την προβληματική αυτή, ένα τον Ιανουάριο 2001 στην Ισπανία και ένα τον Φεβρουάριο 2001 στις Βρυξέλλες. Στη συνέχεια διεξήγαγε και ανεπίσημες συζητήσεις με τους ενδιαφερόμενους κύκλους και επιστήμονες.

22.      Όσον αφορά τη χρονική διάρκεια ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού 3760/92 και ότι το άρθρο αυτό προβλέπει μέγιστη διάρκεια έξι μηνών. Ουδεμία διάταξη του προσβαλλόμενου κανονισμού προσκρούει στη ρύθμιση αυτή. Αντίθετα, η Επιτροπή επανειλημμένα τόνιζε τη χρονικά περιορισμένη διάρκεια των μέτρων, όπως π.χ. και στην ανακοίνωσή της στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 12ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την αναδημιουργία των αποθεμάτων του μπακαλιάρου «Gadus morhua» και του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στα κοινοτικά και παρακείμενα ύδατα (10).

3.      Εκτίμηση

23.      Σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο ΕΚ, η νομοθετική αρμοδιότητα στον τομέα της γεωργίας, που περιλαμβάνει και την αλιεία, ανήκει στο Συμβούλιο. Με το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 το Συμβούλιο μεταβίβασε στην Επιτροπή την εξουσία να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα σε περίπτωση σοβαρών και απρόβλεπτων διαταραχών οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη διατήρηση των πόρων.

24.      Για να μπορεί η Επιτροπή να δραστηριοποιηθεί κατά το άρθρο 15, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να εμφανιστούν σοβαρές και απρόβλεπτες διαταραχές, δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο τη διατήρηση των πόρων. Δεύτερον, πρέπει τα μέτρα, που λαμβάνει η Επιτροπή, να είναι απαραίτητα και, τρίτον, τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να υπερβαίνουν μέγιστη διάρκεια έξι μηνών. Πέραν αυτού τα μέτρα πρέπει να ανακοινώνονται στα κράτη μέλη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός ανταποκρίνεται στις προβλεπόμενες επιταγές που προαναφέρθηκαν.

25.      Όπως εκτίθεται στις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 1162/2001, τον Νοέμβριο του 2000 το Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας ανέφερε ότι το απόθεμα μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις υποπεριοχές CIEM III, IV, V, VI και VIΙ και στις διαιρέσεις CIEM VIII a, b, d και e διατρέχει σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης και ότι το μεγαλύτερο μέρος του αποθέματος αυτού συναντάται στις υποπεριοχές CIEM V, VI και VII καθώς και στις διαιρέσεις CIEM VIII a, b, d και e. Ως αντίδραση στην επισήμανση αυτή, κατά τη σύνοδο του Συμβουλίου στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή και το Συμβούλιο σημείωσαν την επείγουσα απαίτηση θέσπισης σχεδίου αποκατάστασης του εν λόγω αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius».

26.      Όπως όμως εκθέτει η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της της 12ης Ιουνίου 2001 προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (11), τα σχέδια αποκατάστασης αποτελούν μέτρα μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας. «Σκοπός των σχεδίων αποκατάστασης είναι η αποκατάσταση της βιομάζας του αναπαραγωγικού αποθέματος σε επίπεδα που θεωρούνται από την επιστήμη ότι παρέχουν μεγάλη πιθανότητα να μην απειληθεί η ανανέωση των αποθεμάτων.» (12) Η Επιτροπή, στη σελίδα 6 της ανακοινώσεως, σημειώνει ότι, «ακόμη και στην κρίσιμη αυτή κατάσταση, τα κράτη μέλη δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν μέτρα τα οποία να είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένα με τις επιστημονικές συμβουλές. Κάνοντας χρήση των έκτακτων εξουσιών που διαθέτει βάσει των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) 3760/92 και 850/98, η Επιτροπή θα λάβει προσεχώς πρόσθετα μέτρα για την αναδημιουργία των αποθεμάτων των μπακαλιάρων Gadus Μorhua και Merluccius Merluccius.»

27.      Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι δηλαδή υφίσταντο σοβαρές και απρόβλεπτες διαταραχές δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο τη διατήρηση των πόρων.

28.      Οι διαταραχές ήταν σοβαρές, δεδομένου ότι το Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας διαπίστωσε ότι το απόθεμα μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» διατρέχει κίνδυνο κατάρρευσης. Όταν ένα απόθεμα διατρέχει κίνδυνο κατάρρευσης, δεν έχει συνήθως τη δυνατότητα να ανανεωθεί μόνο του. Αντίθετα, πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα τα παραδοσιακά μέτρα διατήρησης του αποθέματος δεν αρκούν πλέον, διότι κάθε καθυστέρηση κινδυνεύει να προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημίες.

29.      Το γεγονός ότι μεταξύ των πρώτων προειδοποιήσεων και της εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού μεσολάβησαν περίπου έξι μήνες δεν αποκλείει την ύπαρξη σοβαρών διαταραχών. Αντίθετα, είναι μάλιστα πιθανόν η κατάσταση να επιδεινώθηκε περαιτέρω κατά τον χρόνο αυτό.

30.      Ακόμη και όταν υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη σοβαρών διαταραχών, δεν μπορεί να κατηγορηθεί η Επιτροπή γιατί, πριν τη λήψη του προστατευτικού μέτρου, που επιβάλλει περιορισμούς σε μεγάλο αριθμό επιχειρηματιών, προβαίνει σε περαιτέρω διευκρίνιση της καταστάσεως με συζητήσεις με ειδικούς. Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση όταν, όπως εν προκειμένω, δεν χάνεται υπερβολικά μεγάλος χρόνος.

31.      Το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 εξαρτά περαιτέρω την εξουσία της Επιτροπής να ενεργήσει από το απρόβλεπτο των διαταραχών. Η έννοια της διατάξεως αυτής είναι ότι, σε περίπτωση προβλέψιμων διαταραχών, το Συμβούλιο έχει κατά κανόνα επαρκή χρόνο για να λάβει υπόψη τις διαταραχές με αντίστοιχες ρυθμίσεις στα σχέδια διαχείρισης ή κατά τον καθορισμό των ποσοτήτων επιτρεπομένων αλιευμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 3760/92. Μόνον όταν δεν υπάρχει χρόνος για αυτό, πρέπει να δραστηριοποιείται η Επιτροπή.

32.      Ο όρος «απρόβλεπτες» δεν θα πρέπει πάντως να ερμηνεύεται στενά στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτων ζημιών. Πράγματι, οι παρεχόμενες με το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 στην Επιτροπή εξουσίες εξυπηρετούν την προστασία των ευρισκομένων σε κίνδυνο αποθεμάτων ιχθύων και εξασφαλίζουν με τον τρόπο αυτό την προστασία του περιβάλλοντος, όπως επιβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΕΚ και στο πλαίσιο της αλιευτικής πολιτικής. Υπό το πρίσμα του άρθρου 6 ΕΚ, μια διαταραχή πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρείται πάντοτε ως απρόβλεπτη, όταν το Συμβούλιο, παρά την υφιστάμενη ανάγκη να προβεί σε ενέργειες, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη διαταραχή εγκαίρως, λαμβάνοντας το ίδιο μέτρα. Στην περίπτωση αυτή δεν ασκεί επιρροή ο λόγος για τον οποίο το Συμβούλιο δεν μπορούσε να ενεργήσει εγκαίρως. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε σε πολύ σύντομο χρόνο ή ακόμη και ότι το Συμβούλιο, λόγω πολιτικών αντιπαραθέσεων, δεν κατέληξε σε απόφαση.

33.      Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο παρέμεινε αδρανές, παρόλο που το ίδιο αναγνώρισε την ανάγκη επέμβασης. Για τον λόγο αυτό, μπόρεσε η Επιτροπή να ασκήσει τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92, για να αντιμετωπίσει, με ένα προσωρινό μέτρο, την επαπειλούμενη κατάρρευση του αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius».

34.      Το Βασίλειο της Ισπανίας κατηγορεί, πέραν αυτού, την Επιτροπή, διότι δεν περιόρισε τη χρονική διάρκεια ισχύος του κανονισμού. Πράγματι, στο κείμενο του προσβαλλομένου κανονισμού δεν συναντάται διάταξη που να προβλέπει ότι ο κανονισμός παύει να ισχύει το αργότερο μετά από έξι μήνες.

35.      Από την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 3760/92 προκύπτει όμως ότι τα ερειδόμενα στο άρθρο αυτό μέτρα μπορεί να έχουν εξάμηνη το πολύ διάρκεια. Λαμβανομένης υπόψη, για την ερμηνεία του προσβαλλομένου κανονισμού, της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως, συνάγεται ότι η ισχύς του κανονισμού δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες.

36.      Η Επιτροπή θα μπορούσε να συμμορφωθεί προς τις επιταγές της εξουσιοδοτικής διατάξεως σχετικά με τη διάρκεια ισχύος ενός ερειδόμενου στη διάταξη αυτή μέτρου καταργώντας πάλι ρητώς τη ρύθμιση, πριν την πάροδο έξι μηνών, με μεταγενέστερη πράξη.

37.      Η Επιτροπή δεν προέβη βέβαια σε τυπική κατάργηση του προσβαλλομένου κανονισμού, δραστηριοποιήθηκε όμως εκ νέου πριν την πάροδο έξι μηνών και εξέδωσε κατ’ αρχάς τον κανονισμό (ΕΚ) 2602/2001 (13). Πριν όμως τη θέση του σε ισχύ, την 1η Μαρτίου 2002, κήρυξε πάλι ανίσχυρο τον κανονισμό αυτό (14). Ο εν λόγω κανονισμός αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 494/2002 (15). Περιέχει κατ’ ουσίαν τους ίδιους περιορισμούς με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ερείδεται όμως στο άρθρο 45 του κανονισμού 850/98 (16), που, αντίθετα από το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92, δεν προβλέπει προθεσμία ισχύος των προστατευτικών μέτρων. Ο κανονισμός (ΕΚ) 494/2002 τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2002, δηλαδή αμέσως μετά το χρονικό διάστημα ισχύος των κρισίμων διατάξεων του προσβαλλομένου κανονισμού (έξι μήνες από την 1η Σεπτεμβρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002).

38.      Στην τρίτη, την τέταρτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 494/2002, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα περιεχόμενα στον κανονισμό 1162/2001 τεχνικά μέτρα θα παραμείνουν σε ισχύ μόνον έως την 1η Μαρτίου 2002 και ότι για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητη η λήψη μεταβατικών μέτρων μέχρι να ληφθούν μέτρα από το Συμβούλιο.

39.      Συμπερασματικά διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 1162/2001 δεν προσκρούει στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 3760/92, διότι δεν περιέχει ρητή προθεσμία. Αντίθετα η Επιτροπή, αντικαθιστώντας τον προσβαλλόμενο κανονισμό μετά την πάροδο έξι μηνών με νέες ρυθμίσεις, έλαβε υπόψη τον προβλεπόμενο στη νομική βάση χρονικό περιορισμό της εξουσιοδοτήσεως.

 Β –     Επί της αιτιάσεως περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

1.      Το Βασίλειο της Ισπανίας

40.      Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι η Επιτροπή, με τη ρύθμιση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του προσβαλλομένου κανονισμού, παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 «δεν εφαρμόζονται σε σκάφη ολικού μήκους μικρότερου των 12 μέτρων τα οποία επιστρέφουν σε λιμάνι εντός 24 ωρών από τη πλέον πρόσφατη αναχώρησή τους από λιμάνι». Έτσι, τα σκάφη αυτά δεν υπόκεινται στους οριζόμενους στην παράγραφο 1 περιορισμούς όσον αφορά το μέγεθος των βροχίδων και το βάρος του συνολικού αλιεύματος θαλάσσιων οργανισμών που διατηρούνται επί του σκάφους.

41.      Αυτή η διαφορετική μεταχείριση δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των Ισπανών αλιέων σε σχέση με αυτούς των άλλων κρατών μελών. Η εξαιρετική ρύθμιση θίγει σχεδόν αποκλειστικά ή τουλάχιστον σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τον ισπανικό στόλο. Στις περιοχές που αφορά ο κανονισμός αλιεύουν αποκλειστικά ισπανικά σκάφη μήκους μεγαλύτερου των 12 μέτρων, που πραγματοποιούν πλόες διάρκειας μεγαλύτερης των 24 ωρών. Αυτό οφείλεται στο ότι οι αλιευτικές περιοχές βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τις ισπανικές ακτές. Αντίθετα, οι στόλοι των άλλων κρατών μελών αποτελούνται και από σκάφη μήκους μικρότερου των 12 μέτρων και επομένως μπορούν να επωφεληθούν από την εξαιρετική ρύθμιση.

42.      Η δυσμενής μεταχείριση του ισπανικού στόλου δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, διότι δεν υφίσταται σχέση μεταξύ του μεγέθους των βροχίδων που έχουν τα δίκτυα και του μήκους του σκάφους. Εκτός αυτού, τα μικρά σκάφη, που πραγματοποιούν μόνο σύντομους πλόες, αλιεύουν κοντά στις ακτές, όπου η συγκέντρωση ιχθυδίων είναι ιδιαίτερα υψηλή. Αυτό βλάπτει κατά τρόπο περισσότερο έντονο και άμεσο το ευρισκόμενο σε κίνδυνο απόθεμα. Εναπόκειται συνεπώς στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Η Επιτροπή

43.      Η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως αναφέρει ότι κατά τη φάση που προηγήθηκε της εκδόσεως του προσβαλλομένου κανονισμού πληροφορήθηκε ότι η κατάσταση των μικρών σκαφών ήταν ιδιάζουσα. Τα σκάφη αυτά αλίευαν με βιοτεχνικές μεθόδους και δεν είχαν τη δυνατότητα να απομακρυνθούν από τις παράκτιες ζώνες, στις οποίες συνήθως αλίευαν. Εκτός αυτού, δεν ήταν προβλέψιμη η σύνθεση των αλιευμάτων τους. Εάν εφαρμοζόταν στα σκάφη αυτά ο κανόνας του άρθρου 2, παράγραφος 1, θα έπρεπε τα σκάφη αυτά να εφοδιαστούν με δίκτυα έχοντα μέγεθος βροχίδων μεγαλύτερο των 100 χιλιοστών. Αυτό θα είχε ως συνέπεια μεγάλες επενδύσεις, αλλά και σημαντικές ζημίες ως προς την αλίευση άλλων ειδών.

44.      Οι περιγραφείσες ιδιότητες ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές του ισπανικού στόλου, δεδομένου ότι ο τελευταίος αποτελείται κατά κύριο λόγο από μεγάλα σκάφη βάρους κατά μέσον όρο 250 τόνων και μήκους άνω των 30 μέτρων. Τέτοιου είδους σκάφη δεν μπορούν να συγκριθούν με τα μικρά πλοία, υπέρ των οποίων ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβλέπει την εξαιρετική ρύθμιση. Η εξαιρετική ρύθμιση δεν περιέχει δυσμενή διάκριση σε βάρος του ισπανικού στόλου. Δεν αποδείχθηκε ότι ο ισπανικός στόλος είναι ο μόνος μεταξύ των στόλων των κρατών μελών που δεν διαθέτει σκάφη μήκους μικρότερου των 12 μέτρων. Σε παρόμοια κατάσταση βρίσκονται και ο γαλλικός, ο ιρλανδικός, ο ολλανδικός και ο βελγικός στόλος.

45.      Εκτός αυτού, για τον σκοπό της διατηρήσεως των αποθεμάτων παίζει ασήμαντο ρόλο το ποσοστό συμμετοχής των μικρών σκαφών στις συνολικές ποσότητες των αλιευμάτων. Αυτό ισχύει και για την αλιεία ιχθυδίων, δεδομένου ότι τα μεγαλύτερα σκάφη συμμετέχουν κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό σε αυτή. Ο ισχυρισμός της Ισπανίας, ότι στις παράκτιες ζώνες υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση ιχθυδίων, στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Η κατανομή των ιχθυδίων ποικίλλει και τα ιχθύδια εμφανίζονται αυξημένα τόσο στις παράκτιες όσο και στις πολύ απομακρυσμένες ζώνες. Για τον λόγο αυτό, η αλίευση των ιχθυδίων αφορά εξίσου όλα τα σκάφη.

3.      Εκτίμηση

46.      Κατά πάγια νομολογία, η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (17). Ερωτάται, συνεπώς, στο πλαίσιο αυτό, κατά πόσον η αιτίαση της ισπανικής κυβερνήσεως αφορά πράγματι παρεμφερείς καταστάσεις.

47.      Η Ισπανική Κυβέρνηση στηρίζεται κυρίως στο επιχείρημα ότι τίθεται σε δυσμενή θέση ο ισπανικός στόλος, διότι τα μεγαλύτερα ισπανικά αλιευτικά σκάφη υπόκεινται στους περιορισμούς και τα μικρότερα σκάφη δεν επωφελούνται της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ της με βιοτεχνικές μεθόδους αλιείας. Οι οικείες περιοχές βρίσκονται πράγματι τόσο μακριά από τις ισπανικές ακτές, ώστε οι εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους Ισπανοί αλιείς δεν μπορούν να τις φθάσουν.

48.      Για την εκτίμηση του ισχυρισμού αυτού, πρέπει κατ’ αρχάς να ληφθεί υπόψη η γεωγραφική θέση των περιοχών που αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Σύμφωνα με το άρθρο 1, ο κανονισμός εφαρμόζεται στις υποπεριοχές V και VI και στις διαιρέσεις VII b, c, f, g h, j και k καθώς και στις διαιρέσεις VIII a, b, d και e του ΔΣΕΘ. Το πεδίο εφαρμογής εκτείνεται, συνεπώς, στις ζώνες που πρόσκεινται στις ισλανδικές, στις ιρλανδικές, στις βρετανικές και στις γαλλικές ακτές του Ατλαντικού. Στις προσκείμενες στην Ισπανία και Πορτογαλία διαιρέσεις VIII c, IX a και b δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός, δηλαδή εκεί μπορεί να συνεχισθεί η αλιεία του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» χωρίς περιορισμούς. Περίπου το ήμισυ της αλιευτικής ποσοστώσεως που παραχωρήθηκε στην Ισπανία για τον μπακαλιάρο «Merluccius merluccius» κατά το έτος 2001 μπορούσε να εξαντληθεί με αλίευση στις περιοχές που δεν καταλαμβάνονται από τον κανονισμό (18).

49.      Από τη σύγκριση της καταστάσεως των σκαφών, μήκους μεγαλύτερου των 12 μέτρων, που ανήκουν στον ισπανικό στόλο, με αυτή των σκαφών ίδιου μήκους από άλλα κράτη μέλη προκύπτει ότι τα ισπανικά σκάφη δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση. Στις περιοχές όπου εφαρμόζεται ο κανονισμός υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς όσον αφορά το μέγεθος των βροχίδων και το είδος των διχτυών και τη σύνθεση των αλιευμάτων, όπως και τα σκάφη υπό άλλη σημαία. Θεωρώντας συνολικά το ζήτημα, θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι τα ισπανικά σκάφη της κατηγορίας αυτής βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση, διότι οι ευρισκόμενες πλησίον των ισπανικών ακτών περιοχές ICES δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προσβαλλομένου κανονισμού.

50.      Όσον αφορά τους εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους Ισπανούς αλιείς, δηλαδή τους αλιείς που χρησιμοποιούν σκάφη μήκους μικρότερου των 12 μέτρων, ούτε αυτοί βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από τους εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς των άλλων κρατών μελών. Βέβαια οι Ισπανοί αλιείς δεν επωφελούνται της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1162/2001, διότι τα λιμάνια της πατρίδας τους είναι πολύ απομακρυσμένα από τις οικείες αλιευτικές περιοχές. Αυτό όμως δεν οδηγεί σε δυσμενή διάκριση, διότι οι μόνες κρίσιμες για την με βιοτεχνικές μεθόδους αλιεία ζώνες των ισπανικών ακτών που πρόσκεινται στον Ατλαντικό ωκεανό δεν εμπίπτουν καν στον κανονισμό 1162/2001. Στο μέτρο συνεπώς που δεν ισχύει απαγόρευση, δεν μπορεί να υπάρξει και εξαίρεση (για τα μικρότερα των 12 μέτρων σκάφη) από την απαγόρευση. Οι Ισπανοί αλιείς μπορούν να συνεχίσουν ανεμπόδιστα να αλιεύουν στις προγονικές αλιευτικές περιοχές τους. Αντίθετα οι εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους Γάλλοι, Βρετανοί ή Ιρλανδοί αλιείς δεν θα μπορούσαν να το πράξουν, αν δεν υπήρχε η υπέρ αυτών εξαιρετική ρύθμιση, διότι ο κανονισμός ισχύει στις παράκτιες περιοχές των κρατών καταγωγής τους.

51.      Η Επιτροπή προέβλεψε την προσβαλλόμενη από την Ισπανία εξαιρετική ρύθμιση για να προστατεύσει, για κοινωνικούς λόγους, από την εφαρμογή των μέτρων τους εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς που διαφορετικά θα υπέκειντο στους περιορισμούς. Αν εφαρμοζόταν και σε αυτούς ο κανονισμός, θα έπρεπε να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερες επενδύσεις και να στερηθούν αλιεύματα, πράγμα που για τους ασκούντες με βιοτεχνικές μεθόδους αλιεία θα σήμαινε ιδιαίτερη οικονομική επιβάρυνση. Αντίθετα, η ισπανική αλιεία που πραγματοποιείται με βιοτεχνικές μεθόδους δεν υπόκειται εξαρχής στους περιορισμούς.

52.      Η εξαιρετική ρύθμιση ευνοεί όμως τους εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς σε σχέση με τους χρησιμοποιούντες μεγαλύτερα αλιευτικά σκάφη, ανεξάρτητα από την εκάστοτε σημαία τους, στο μέτρο που αλιεύουν εντός του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του προσβαλλομένου κανονισμού. Στο μέτρο όμως αυτό, πρόκειται για διαφορετικές πραγματικές καταστάσεις που, για το λόγο αυτό, μπορούν να υπόκεινται σε διαφορετικές ρυθμίσεις. Αφενός, οι αλιευτικοί περιορισμοί θα έθιγαν, κατά τις διαπιστώσεις τις Επιτροπής που δεν αμφισβητήθηκαν από την Ισπανική Κυβέρνηση, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τους εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς απ’ ό,τι τη «βιομηχανική» αλιεία. Αφετέρου, η συμμετοχή της με βιοτεχνικές μεθόδους αλιείας στις συνολικές ποσότητες των αλιευμάτων είναι δευτερεύουσας σημασίας.

53.      Τέλος, πέραν αυτού, οι εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς έχουν ίδιο συμφέρον για την προστασία του αλιευτικού αποθέματος στις αλιευτικές περιοχές τους και για τον λόγο αυτό θα ενδιαφέρονται οι ίδιοι για τη διατήρηση του αποθέματος. Λόγω της περιορισμένης ακτίνας δράσης τους, δεν τους είναι δυνατόν –αντίθετα από ό,τι για τους χρησιμοποιούντες μεγαλύτερα αλιευτικά σκάφη– σε περίπτωση καταστροφής του αποθέματος να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές.

54.      Πρέπει όμως να εκτιμηθεί κατά πόσον τα εφαρμοζόμενα για την εξαίρεση κριτήρια δεν είναι αντικειμενικά ή οδηγούν έμμεσα σε δυσμενή διάκριση σε βάρος των Ισπανών αλιέων.

55.      Από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή έπειτα από ερώτημα του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των οικείων σκαφών μήκους μικρότερου των 12 μέτρων κατανέμεται ως εξής: το 33,8 % βρίσκεται υπό ισπανική, το 28,8 % υπό γαλλική, το 11,2 % υπό ιρλανδική και το 26,2 % υπό βρετανική σημαία. Οι εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους Ισπανοί αλιείς συμμετέχουν όμως με ποσοστό μόνον 15,8 % στη συνολική χωρητικότητα σε τόνους που αντιστοιχεί στους αλιείς που εφαρμόζουν βιοτεχνικές μεθόδους, ενώ η γαλλική συμμετοχή ανέρχεται στο 44,7 %, η ιρλανδική στο 12,8 % και η βρετανική στο 26,7 %. Από αυτό συνάγεται ότι τα ισπανικά αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 12 μέτρων είναι κατά μέσον όρο μικρότερα και –όπως προκύπτει από περαιτέρω στοιχεία της Επιτροπής– λιγότερο μηχανοκίνητα απ’ ό,τι τα αλιευτικά σκάφη των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών. Η Ισπανική όμως Κυβέρνηση δεν εξέθεσε σε ποιο μέτρο η Επιτροπή, διαμορφώνοντας την εξαιρετική ρύθμιση, έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά τρόπο μη ανταποκρινόμενο στα πράγματα και προέβη έτσι σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του ισπανικού αλιευτικού στόλου.

56.      Η προβλεπόμενη συνεπώς στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του προσβαλλομένου κανονισμού εξαίρεση δεν συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση παρεμφερών καταστάσεων και επομένως δεν συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος των ισπανών αλιέων.

57.      Σε σχέση με την απαγόρευση των διακρίσεων, η ισπανική κυβέρνηση προβάλλει συγχρόνως, από τη φύση του πράγματος, και αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

58.      Το άρθρο 15 του κανονισμού 3760/92 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να λαμβάνει τα «κατάλληλα» μέτρα, δηλαδή ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας, όπως επιτάσσει το άρθρο 5, παράγραφος 3, ΕΚ για κάθε δραστηριοποίηση των κοινοτικών οργάνων. Αυτό σημαίνει ότι οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νόμιμα επιδιώκει η οικεία ρύθμιση. Οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό· περαιτέρω, τα προξενούμενα μειονεκτήματα πρέπει να μην είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (19).

59.      Κατά τον έλεγχο των αρχών αυτών πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, κατά πάγια νομολογία, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια στις περιπτώσεις κατά τις οποίες καλείται να προβεί στην εκτίμηση μιας περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως, όπως συμβαίνει στην κοινή γεωργική και αλιευτική πολιτική. Ο δικαστής επομένως, ελέγχοντας την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση της πρόδηλης πλάνης ή της καταχρήσεως εξουσίας εκ μέρους του νομοθέτη ή του ζητήματος μήπως ο νομοθέτης υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας του εκτιμήσεως (20).

60.      Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί κατ’ αρχάς την καταλληλότητα των μέτρων και υποστηρίζει σχετικά ότι δεν υφίσταται αντικειμενική σχέση μεταξύ του μεγέθους των αλιευτικών σκαφών και του μεγέθους των βροχίδων των διχτυών. Εκτός αυτού, τα κοιτάσματα ιχθυδίων βρίσκονται προπαντός στα παράκτια ύδατα, στα οποία επιτρέπεται, σύμφωνα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η αλιεία στους εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς.

61.      Κατά την κρίση σχετικά με την καταλληλότητα των μέτρων, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Εναπόκειται στην Ισπανική Κυβέρνηση να αποδείξει ότι η Επιτροπή έλαβε ένα μέτρο προφανώς ακατάλληλο.

62.      Η Επιτροπή αντιτάσσει στην Ισπανική Κυβέρνηση ότι η εξαίρεση υπέρ των αλιέων που εφαρμόζουν βιοτεχνικές μεθόδους δεν θέτει σοβαρά εν αμφιβόλω την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του ευρισκομένου σε κίνδυνο αποθέματος. Από καθαρά βιολογική άποψη, η πλήρης απαγόρευση κάθε αλιευτικής δραστηριότητας θα ήταν η βέλτιστη δυνατότητα αποκαταστάσεως των αποθεμάτων. Λόγω όμως των περιορισμένων αλιευτικών ποσοτήτων της ωφελουμένης αλιείας με βιοτεχνικές μεθόδους (περίπου 4 % των συνολικών αλιευτικών ποσοτήτων) εξασφαλίζεται επαρκώς η προστασία του αποθέματος παρά την εξαιρετική ρύθμιση.

63.      Η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβήτησε βέβαια γενικώς τα στοιχεία της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή της αλιείας με βιοτεχνικές μεθόδους στην αλίευση του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius». Δεδομένου όμως ότι φέρει το βάρος της αποδείξεως σχετικά με την έλλειψη καταλληλότητας του μέτρου, δεν αρκεί η αμφισβήτηση, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να αποδείξει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη πραγματική βάση.

64.      Η Επιτροπή εξέθεσε περαιτέρω πειστικά ότι το μέγεθος των σκαφών αποτελεί κατάλληλο και σύνηθες κριτήριο για την οριοθέτηση της αλιείας με βιοτεχνικές μεθόδους.

65.      Τέλος αντέκρουσε τον ισχυρισμό της Ισπανίας, ότι τα αποθέματα των ιχθυδίων που είναι άξια ιδιαίτερης προστασίας βρίσκονται κυρίως στα παράκτια ύδατα. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού, η Ισπανική Κυβέρνηση, με το υπόμνημά της απαντήσεως, προσκόμισε βέβαια διάφορους χάρτες για τα έτη 1997 έως 2000, στους οποίους σημειώνονται αποθέματα ιχθυδίων. Δεν εξέθεσε όμως, κατά τρόπο πειστικό, σε ποιο μέτρο τα αποθέματα αυτά τίθενται σε κίνδυνο λόγω των ρυθμίσεων του προσβαλλομένου κανονισμού και γιατί ο κανονισμός είναι, εξ αυτού του λόγου, εντελώς ακατάλληλος για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των αποθεμάτων. Η απόδειξη αυτή ελλείπει προπαντός και για τον λόγο ότι οι εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς έχουν μικρή μόνο συμμετοχή στις συνολικές αλιευτικές ποσότητες.

66.      Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ότι η κρίση της Επιτροπής σχετικά με την καταλληλότητα του κανονισμού ήταν προφανώς εσφαλμένη.

67.      Η Επιτροπή περιόρισε το μέγεθος των διχτυών και τη συμμετοχή του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις συνολικές ποσότητες των αλιευμάτων και εξαίρεσε τους εφαρμόζοντες βιοτεχνικές μεθόδους αλιείς από τους περιορισμούς αυτούς. Επέλεξε έτσι ένα ηπιότερο μέσο από την πλήρη απαγόρευση αλιείας και περιόρισε την επέμβασή της στο απαραίτητο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο.

68.      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι τέλος και υπό στενή έννοια σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή έπρεπε, κατά τη λήψη του μέτρου, να συμβιβάσει μεταξύ τους περισσότερους επιδιωκόμενους σκοπούς. Το μέτρο εξυπηρετεί πρώτιστα τη διατήρηση των αλιευτικών αποθεμάτων προς το συμφέρον της περαιτέρω εντατικής εκμεταλλεύσεώς τους (21) και της προστασίας του περιβάλλοντος, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΕΚ, και στον τομέα της αλιευτικής πολιτικής. Ο σκοπός αυτός θα επιτυγχανόταν καλύτερα με την πλήρη απαγόρευση αλιείας.

69.      Από την άλλη πλευρά, στόχος της κοινής γεωργικής πολιτικής είναι, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, να εξασφαλίζει ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό. Για να εξασφαλίσει, εκτός από την προστασία του περιβάλλοντος και των πόρων και τα συμφέροντα του πληθυσμού, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αλιεία, η Επιτροπή επέλεξε μια ηπιότερη επέμβαση, που δεν είναι βέβαια τόσο αποτελεσματική για την προστασία των αποθεμάτων του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius», όπως θα ήταν μια πλήρης απαγόρευση, λαμβάνει όμως υπόψη και το συμφέρον για αλίευση άλλων ειδών. Στάθμισε τις σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, που θα είχε η πλήρης απαγόρευση αλίευσης του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius», με την ανάγκη προστασίας των αποθεμάτων του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius». Κατά τη στάθμιση αυτή έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της αλιείας με βιοτεχνικές μεθόδους και εξισορρόπησε τα δύο συμφέροντα. Η Ισπανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η εξαιρετική ρύθμιση παρέβλεψε σε μεγάλο βαθμό το συμφέρον της προστασίας του περιβάλλοντος. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση ακυρώσεως ολοκλήρου του κανονισμού, σύμφωνα με το αίτημα της Ισπανίας, θα εξέλιπε κάθε προστασία του μπακαλιάρου «Merluccius merluccius».

70.      Είναι συνεπώς στο σύνολό του αβάσιμος αυτός ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

 Γ –       Επί της αιτιάσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας

1.      Το Βασίλειο της Ισπανίας

71.      Το Βασίλειο της Ισπανίας αιτιάται την Επιτροπή διότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιέχει στοιχεία σχετικά με τον λόγο για τον οποίο γίνεται διάκριση μεταξύ σκαφών μήκους άνω των 12 μέτρων και σκαφών μήκους κάτω των 12 μέτρων. Οι αιτιολογικές σκέψεις δεν αναφέρονται στην εξαιρετική ρύθμιση και δεν αναφέρουν τους λόγους θεσπίσεώς της. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν οι σκέψεις στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή.

2.      Η Επιτροπή

72.      Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικά ότι πρέπει να γίνει συνολική θεώρηση του κανονισμού και της αιτιολογίας του. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να αιτιολογεί τις αποφάσεις της και να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία εξαρτάται η νομιμότητα του μέτρου. Εκτός αυτού, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως. Όταν πρόκειται για κανονισμό, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στο να διαλαμβάνει την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή του. Δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να προσδιορίζει τα διάφορα πραγματικά περιστατικά, που καμιά φορά είναι πολυάριθμα και πολύπλοκα (22). Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αιτιολογία του προσβαλλομένου κανονισμού πληροί τις πιο πάνω επιταγές. Επιπροσθέτως, επισημαίνει και το γεγονός ότι στις διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν της εκδόσεως του κανονισμού 1162/2001 έλαβαν μέρος και εκπρόσωποι της ισπανικής διοικήσεως καθώς και του τομέα της αλιείας.

3.      Εκτίμηση

73.      Σύμφωνα με το άρθρο 253 ΕΚ, οι κανονισμοί που εκδίδονται από την Επιτροπή πρέπει να αιτιολογούνται. Η αιτιολογία πρέπει να εκθέτει τις σημαντικότερες νομικές και πραγματικές σκέψεις που οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεως, πλην όμως δεν απαιτείται να διευκρινίζει όλα τα καίρια πραγματικά και νομικά στοιχεία (23). Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το κείμενό της, αλλά και με το πλαίσιό της καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (24).

74.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μετά την απόφαση επί της υποθέσεως Beus (25), η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως. Οι πράξεις γενικής εφαρμογής, που αφορούν πληθώρα καταστάσεων πρέπει να πληρούν λιγότερες απαιτήσεις απ’ ό,τι οι αποφάσεις που ρυθμίζουν συγκεκριμένες περιπτώσεις. Έτσι το Δικαστήριο, στην υπόθεση C‑284/94, δέχθηκε ότι, προκειμένου για πράξεις που προορίζονται να τύχουν γενικής εφαρμογής, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στο να αναφέρει, αφενός, την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση της πράξεως και, αφετέρου, τους γενικούς στόχους που επιδιώκει (26).

75.      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιέχει αιτιολογίες σχετικές με το γιατί είναι αναγκαία η άμεση λήψη μέτρων και ποια μέτρα είναι απαραίτητα στο πλαίσιο αυτό. Πέραν αυτού, η τρίτη αιτιολογική σκέψη επισημαίνει την ανάγκη θέσπισης μακροπρόθεσμου σχεδίου αποκατάστασης του αποθέματος.

76.      Ο ίδιος ο κανονισμός δεν περιέχει αιτιολογία σχετικά με την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 2, εξαίρεση. Ούτε με την από 12 Ιουνίου 2001 ανακοίνωσή της (27) η Επιτροπή αναφέρεται στη θέσπιση της εξαιρέσεως.

77.      Στην προκειμένη όμως περίπτωση τίθεται το ερώτημα κατά πόσον αυτή η εξαιρετική ρύθμιση πρέπει να αιτιολογηθεί. Στο μέτρο που ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιορίζει την αλιεία στις οικείες περιοχές, η Επιτροπή ανέφερε τις γενικές περιστάσεις και καθόρισε τους στόχους που επιδιώκονται με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Εκπλήρωσε έτσι την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

78.      Η Επιτροπή δεν ήταν όμως υποχρεωμένη να αναφέρει για ποιό λόγο ορισμένα σκάφη δεν εμπίπτουν στους περιορισμούς. Είναι υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογεί τα επιβαρυντικά για τους ενδιαφερομένους μέτρα, διότι με αυτά περιορίζονται τα δικαιώματα των υποκειμένων στο δίκαιο. Η εξαιρετική όμως ρύθμιση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του προσβαλλομένου κανονισμού δεν προβλέπει περιορισμούς των δικαιωμάτων αλιείας, αλλά, αντιθέτως, την άρση των περιορισμών για ορισμένα σκάφη. Μόνον αν η εύνοια αυτή συνεπαγόταν τη δυσμενή μεταχείριση άλλων, ευρισκομένων σε παρεμφερή θέση, θα χρειαζόταν ειδική αιτιολογία. Όπως όμως προεκτέθηκε, η εξαίρεση δεν συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος της διενεργουμένης με βιοτεχνικές μεθόδους ισπανικής αλιείας.

79.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη, κατά τρόπο ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Κατά συνέπεια, εφόσον από την αμφισβητουμένη πράξη προκύπτει το ουσιώδες στοιχείο του επιδιωκομένου από το κοινοτικό όργανο στόχου, είναι περιττό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για κάθε μια μεμονωμένη διάταξη (28). Ο προσβαλλόμενος κανονισμός πληροί τις επιταγές αυτές και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας.

V –    Επί των δικαστικών εξόδων

80.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VI – Πρόταση

81.      Κατόπιν των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2  – ΕΕ L 159, σ. 4.


3  – CIEM ή (στην αγγλική) ICES = International Council for the Exploration of the Sea (Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας: ΔΣΕΘ).


4  – ΕΕ L 24, σ. 1.


5  – ΕΕ L 389, σ. 1.


6  – Κανονισμός (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΕΕ L 358, σ. 59).


7  – ΕΕ L 125, σ. 1.


8  – ΕΕ L 137, σ. 1.


9  – Στο μέτρο αυτό ο ορισμός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής αποκλίνει από τον τίτλο του κανονισμού, που δημιουργεί την εντύπωση ότι η ρύθμιση επεκτείνεται και στις υποπεριοχές III και IV (Βόρεια θάλασσα και Βαλτική).


10  – COM (2001) 326 τελικό.


11  – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 10.


12  – COM (2001) 326 τελικό. Παρατίθεται στην υποσημείωση 10, σελ. 4.


13  – Κανονισμός (ΕΚ) 2602/2001 της Επιτροπής, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, περί θεσπίσεως πρόσθετων τεχνικών μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις υποπεριοχές ICES III, IV, V, VI και VII και στις διαιρέσεις ICES VIII a, b, d, e (ΕΕ L 345, σ. 49).


14  – Η Επιτροπή, σε δημοσιευθείσα στις 19 Φεβρουαρίου 2002 ανακοίνωση, αναφέρει σχετικά: «Επειδή ο προαναφερόμενος κανονισμός εκδόθηκε χωρίς την απαιτούμενη γνωμοδότηση της επιτροπής διαχείρισης (αντιθέτως προς ό,τι δηλώνεται στην αιτιολογική σκέψη 7) και ως εκ τούτου είναι παράνομος λόγω παραβιάσεως βασικής απαιτούμενης διαδικασίας, το κείμενο με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) 2602/2001 της Επιτροπής, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, περί θεσπίσεως πρόσθετων τεχνικών μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις υποπεριοχές ICES III, IV, V, VI και VII και στις διαιρέσεις ICES VIII a, b, d, e» δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα, η εν λόγω δε δημοσίευση θεωρείται ως ουδέποτε διενεργηθείσα.» (ΕΕ 2002, L 47, σ. 21).


15  – Κανονισμός (ΕΚ) 494/2002 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως πρόσθετων τεχνικών μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις υποπεριοχές ICES III, IV, V, VI και VII και στις διαιρέσεις ICES VIII a, b, d, e (ΕΕ L 77, σ. 8).


16  – Παρατίθεται στην υποσημείωση 7.


17  – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1984, 283/83, Racke (Συλλογή 1984, σ. 3791, σκέψη 7), της 29ης Απριλίου 1999, C-311/97, Royal Bank of Scotland (Συλλογή 1999, σ. Ι-2651, σκέψη 26) και της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. Ι-7997, σκέψη 80).


18  – Σχετικά με την κατανομή των ποσοστώσεων αλιευμάτων μεταξύ των κρατών μελών για το έτος 2001 βλ. τον κανονισμό (ΕΚ) 2848/2000 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2000, L 334, σ. 1).


19  – Αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. Ι-4023, σκέψη 13), της 16ης Δεκεμβρίου 1999, C-101/98, UDL (Συλλογή 1999, σ. Ι-8841, σκέψη 30), και της 12ης Μαρτίου 2002, C-27/00 και C-122/00, Omega Air κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. Ι-2569, σκέψη 62).


20  – Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1989, 113/88, Leukhardt (Συλλογή 1989, σ. 1991, σκέψη 20), της 19ης Φεβρουαρίου 1998, C-4/96, NIFPO και Northern Ireland Fishermen’s Federation (Συλλογή 1998, σ. Ι-681, σκέψεις 41 και 42), της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-179/95, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. Ι-6475, σκέψη 29), και απόφαση Ιταλία κατά Συμβουλίου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 44).


21  – Σχετικά με αυτό το στόχο της κοινής αλιευτικής πολιτικής βλ. και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του (βασικού) κανονισμού 3760/92.


22  – Απόφαση της 13ης Μαρτίου 1968, 5/67, Beus (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 705).


23  – Αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-122/94, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. Ι-881, σκέψη 29), και της 10ης Ιουλίου 2003, C-15/00, Επιτροπή κατά EIB (Συλλογή 2003, σ. Ι-7281, σκέψη 174).


24  – Απόφαση παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 29.


25  – Απόφαση Beus (παρατεθείσα στην υποσημείωση 22).


26  – Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-284/94, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. Ι-7309, σκέψη 28).


27  – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 10.


28  – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 29), και Επιτροπή κατά ΕΙΒ (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 174).

Top