Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CC0256

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 2ας Απριλίου 2003.
    Debra Allonby κατά Accrington & Rossendale College, Education Lecturing Services, trading as Protocol Professional και Secretary of State for Education and Employment.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - .μεσο αποτέλεσμα - .ννοια του εργαζομένου - Μη μισθωτή εκπαιδευτικός παρέχουσα εργασία που θεωρείται ίσης αξίας προς την εργασία που παρέχουν, στο ίδιο κολλέγιο, άρρενες μισθωτοί εκπαιδευτικοί, δυνάμει όμως συμβάσεως με τρίτη εταιρία - Αποκλεισμός των μη μισθωτών εργαζομένων από το δικαίωμα υπαγωγής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.
    Υπόθεση C-256/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-00873

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:190

    Conclusions

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
    L. A. GEELHOED
    της 2ας Απριλίου 2003 (1)



    Υπόθεση C-256/01



    Debra Allonby
    κατά
    Accrington & Rossendale College
    και
    Education Lecturing Services, υπό την εμπορική επωνυμία Protocol Professional (πρώην Education Lecturing Services)
    και
    Secretary of State for Education and Employment


    [αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    Αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων – Άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 141 EΚ – Μη μισθωτή εκπαιδευτικός παρέχουσα εργασία κατά τεκμήριο ίσης αξίας προς την εργασία που παρέχεται, εντός του ιδίου Κολεγίου, από άνδρες μισθωτούς εκπαιδευτικούς, αλλά συμφωνηθείσα με τρίτον – Αποκλεισμός των μη μισθωτών εκπαιδευτικών από το δικαίωμα υπαγωγής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα






    I ─ Εισαγωγή

    1. Ένα Κολέγιο απολύει τους διδάσκοντες με μερική απασχόληση, που στην πλειονότητά τους είναι γυναίκες. Στη συνέχεια, αγοράζει εκ νέου τις υπηρεσίες τους μέσω πρακτορείου, στο οποίο έχουν εγγραφεί ως μη μισθωτοί εργαζόμενοι. Με τη μέθοδο αυτή, το Κολέγιο προτίθεται να περικόψει τις δαπάνες προσωπικού. Για τους οικείους εκπαιδευτικούς, η μέθοδος αυτή συνεπάγεται μείωση της αμοιβής σε σχέση με αυτή που ελάμβαναν στα πλαίσια της αρχικής εργασιακής σχέσεως. Στο πλαίσιο αυτό υποβλήθηκαν τα ακόλουθα ερωτήματα:

    μπορούν οι οικείες εκπαιδευτικοί να συγκρίνουν την κατάστασή τους, όσον αφορά την αμοιβή τους, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων υπαγωγής σε συνταξιοδοτικό σύστημα, με την κατάσταση άνδρα εκπαιδευτικού ο οποίος διατήρησε τη σχέση εξαρτημένης εργασίας με το Κολέγιο;

    μπορούν οι οικείες εκπαιδευτικοί να απαιτήσουν την υπαγωγή τους στο συνταξιοδοτικό σύστημα εάν αποδειχθεί ότι η προϋπόθεση υπαγωγής η οποία περιορίζει την πρόσβαση στο σύστημα αυτό στους εκπαιδευτικούς που απασχολούνται δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας συνιστά διαφορετική μεταχείριση η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς;

    II ─ Νομικό πλαίσιο

    A ─
    Το κοινοτικό δίκαιο

    2. Κατά το άρθρο 2 EΚ, η Κοινότητα έχει ως αποστολή να προάγει, μεταξύ άλλων, την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών.

    3. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας καθιερώνεται με το άρθρο 141 EΚ. Η πρώτη φράση του άρθρου 141, παράγραφος 2, EΚ ορίζει τα εξής: Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως αμοιβή νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.

    4. Η οδηγία 75/117/EΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών  (2) , ορίζει, στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής: Η αρχή της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που προβλέπονται στο άρθρο 119 της Συνθήκης  (3) και που καλείται στο εξής αρχή της ισότητος των αμοιβών, συνεπάγεται για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο.

    B ─
    Το εθνικό δίκαιο

    5. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αρχή της ισότητας των αμοιβών προβλέπεται στον νόμο Equal Pay Act του 1970. Το άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής: 1. Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών για την ίδια εργασία

    1) Αν οι όροι της συμβάσεως βάσει της οποίας απασχολείται γυναίκα σε ίδρυμα στη Μεγάλη Βρετανία δεν περιλαμβάνουν (ευθέως ή κατά παραπομπή σε συλλογική ή άλλη σύμβαση) ρήτρα περί ισότητας, θεωρείται ότι περιλαμβάνουν τέτοια ρήτρα.

    2) Η ρήτρα περί ισότητας είναι διάταξη που αφορά τους όρους (είτε σχετικούς με την αμοιβή είτε άλλους) της συμβάσεως βάσει της οποίας απασχολείται η γυναίκα ( σύμβαση γυναίκας) και έχει την έννοια ότι:[...]

    c) όταν μια γυναίκα απασχολείται σε εργασία η οποία, ενώ δεν είναι εργασία στην οποία έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι a) και b) ανωτέρω, είναι, λόγω των υποχρεώσεων που υπέχει αυτή (π.χ. όσον αφορά την προσπάθεια, την ικανότητα και την αποφασιστικότητα), ίσης αξίας με την εργασία άνδρα στην ίδια απασχόληση:

    i) αν (πέραν της ρήτρας ισότητας) οποιοσδήποτε όρος συμβάσεως γυναίκας είναι ή αποβαίνει λιγότερο ευνοϊκός για τη γυναίκα από τον όρο παρόμοιας συμβάσεως βάσει της οποίας εργάζεται ο άνδρας, ο όρος αυτός της συμβάσεως γυναίκας θεωρείται ότι έχει τροποποιηθεί ώστε να μην είναι λιγότερο ευνοϊκός και

    ii) αν (πέραν της ρήτρας περί ισότητας) σε οποιαδήποτε στιγμή η σύμβαση γυναίκας δεν περιλαμβάνει όρο αντίστοιχο με όρο ευνοϊκό για τον άνδρα που περιέχει η σύμβαση βάσει της οποίας απασχολείται αυτός, η σύμβαση της γυναίκας θεωρείται ότι περιλαμβάνει τέτοιον όρο.

    [...]

    6) Με την επιφύλαξη των ακολούθων εδαφίων και για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

    a) ο όρος employed (απασχολούμενος) σημαίνει τον εργαζόμενο βάσει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας ή συμβάσεως για την αυτοπρόσωπη εκτέλεση ορισμένης εργασίας και οι συναφείς εκφράσεις ερμηνεύονται αναλόγως·

    b) [...]

    c) δύο εργοδότες θεωρούνται ως συνεργαζόμενοι αν ο ένας είναι εταιρία της οποίας ο άλλος έχει τον έλεγχο (αμέσως ή εμμέσως) ή αν είναι αμφότεροι εταιρίες τον έλεγχο των οποίων έχει τρίτο πρόσωπο (αμέσως ή εμμέσως) και οι άνδρες θεωρούνται ότι έχουν την ίδια θέση εργασίας με γυναίκα αν απασχολούνται από τον εργοδότη της γυναίκας ή οποιοδήποτε συνεργαζόμενο εργοδότη, στο ίδια ίδρυμα ή στα ίδια ιδρύματα στη Μεγάλη Βρετανία στα οποία περιλαμβάνεται και το συγκεκριμένο, όπου εφαρμόζονται οι ίδιοι όροι απασχολήσεως είτε γενικώς είτε για τους μισθωτούς των αντιστοίχων κατηγοριών.

    6. Ο νόμος Pensions Act του 1995 περιέχει νέες διατάξεις τις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάστηκε να θεσπίσει κατόπιν της αποφάσεως του ΔΕΚ στην υπόθεση Barber  (4) και ορισμένων άλλων αποφάσεων που εκδόθηκαν στη συνέχεια. Το άρθρο 62 του νόμου αυτού, που, όπως ορίζει το άρθρο 63, παράγραφος 4, πρέπει να ερμηνεύεται ως ενιαίο σύνολο με το άρθρο 1 του Equal Pay Act του 1970 (δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συντάξεις επαγγελματιών αποτελούν αμοιβή), προβλέπει, στις τέσσερις πρώτες παραγράφους του, τα εξής:

    62. Ο κανόνας της ίσης μεταχειρίσεως

    1) Ένα σύστημα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών που δεν περιλαμβάνει ρήτρα περί ίσης μεταχειρίσεως θεωρείται ότι περιλαμβάνει τέτοια ρήτρα.

    2) Η ρήτρα περί ίσης μεταχειρίσεως είναι ένας κανόνας που αναφέρεται στους όρους με τους οποίους:

    a) τα άτομα υπάγονται στο σύστημα και

    b) το σύστημα αντιμετωπίζει τους υπαγομένους σ' αυτό.

    3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου 6, η ρήτρα περί ίσης μεταχειρίσεως έχει το αποτέλεσμα ότι οσάκις:

    a) μια γυναίκα απασχολείται εκτελούσα την ίδια εργασία με άνδρα στην ίδια θέση εργασίας,

    b) μια γυναίκα απασχολείται σε εργασία που θεωρείται ισοδύναμη με την εργασία άνδρα στην ίδια θέση εργασίας ή

    c) μια γυναίκα απασχολείται σε εργασία η οποία δεν εμπίπτει μεν στις παραγράφους a) ή b), πλην όμως λόγω των υποχρεώσεων που υπέχει αυτή (π.χ. όσον αφορά την προσπάθεια, τη δεξιότητα και την αποφασιστικότητα) είναι ίσης αξίας με την εργασία άνδρα στην ίδια θέση εργασίας αλλά (πέραν της ρήτρας [περί ίσης μεταχειρίσεως]) κάποιος από τους όρους στους οποίους αναφέρεται το εδάφιο 2 είναι ή καθίσταται λιγότερο ευνοϊκός για τη γυναίκα παρά για τον άνδρα, θεωρείται τροποποιημένος κατά τρόπον ώστε να μην είναι λιγότερο ευνοϊκός.

    4) Η ρήτρα περί ίσης μεταχειρίσεως δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση διαφορών μεταξύ γυναίκας και άνδρα ως προς τους όρους του εδαφίου 2, αν οι διαχειριστές του συστήματος αποδείξουν ότι η διαφορά οφείλεται πράγματι σε παράγοντες που δεν είναι

    a) η διαφορά φύλου, αλλά

    b) μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ της περιπτώσεως της γυναίκας και της περιπτώσεως του άνδρα.

    7. Το σύστημα επαγγελματικής συντάξεως για τους καθηγητές περιλαμβάνεται στο Teachers' Superannuation Scheme του 1988 (στο εξής: TSS) και θεσπίστηκε με τις κανονιστικές αποφάσεις Teachers' Superannuation Scheme [Consolidation] Regulations του 1988 και Teachers' Superannuation [Amendment] Regulations του 1993 (στο εξής: TSS-Regulations). Το TSS διαχειρίζεται ο υπουργός. Κατά τους κανόνες που διέπουν το TSS, οι καθηγητές που έχουν σύμβαση εργασίας πλήρους ή μερικής απασχολήσεως μπορούν να υπαχθούν στο εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα.

    III ─ Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και η διεξαγωγή της διαδικασίας

    8. Τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ της Debra Allonby και του Accrington & Rossendale College (στο εξής: Κολέγιο), την Education Lecturing Services Ltd (στο εξής: ELS) και τον Secretary of State for Education and Employment (Υπουργός Παιδείας και Απασχολήσεως, στο εξής: Υπουργός). Τη διαφορά προκάλεσε η απόλυση, λόγω της μη ανανεώσεως των συμβάσεων εργασίας ορισμένων ωρομισθίων αναπληρωτών που δίδασκαν στο Κολέγιο, μεταξύ των οποίων η D. Allonby, και από την απόφαση του Κολεγίου να προσλαμβάνει ωρομισθίους μόνο με τη μεσολάβηση της ELS, η οποία τους παρείχε τη δυνατότητα να εγγραφούν στο αρχείο της ως ανεξάρτητοι εργαζόμενοι που παρέχουν διδακτικές υπηρεσίες σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

    9. Αρχικώς, η D. Allonby δίδασκε στο Κολέγιο με μερική απασχόληση στην τεχνολογία γραφείου. Άσκησε τη δραστηριότητα αυτή από το 1990 έως το 1996 δυνάμει διαδοχικών ετησίων συμβάσεων, οι οποίες προέβλεπαν ότι θα αμειβόταν με την ώρα ανάλογα με τον αριθμό των μαθημάτων που παρέδιδε. Δεν αμφισβητείται ότι επρόκειτο για διαρκείς συμβάσεις εργασίας που είχαν ως συνέπεια νομικές υποχρεώσεις για τον εργοδότη.

    10. Κατά το 1996, οι οικονομικές υποχρεώσεις του εργοδότη κατέστησαν όλο και περισσότερο επαχθείς λόγω των νομοθετικών τροποποιήσεων που χορήγησαν στους διδάσκοντες με μερική απασχόληση το δικαίωμα ίδιων ή ισοδυνάμων πλεονεκτημάτων με τους πλήρους απασχολήσεως. Το Κολέγιο απασχολούσε 341 διδάσκοντες μερικής απασχολήσεως. Προκειμένου να μειώσει τα πάγια έξοδα, αποφάσισε να καταγγείλει ή να μην ανανεώσει τις συμβάσεις εργασίας του, και να τους χρησιμοποιήσει ως εξωτερικούς συνεργάτες. Η σύμβαση της D. Allonby καταγγέλθηκε στις 29 Αυγούστου 1996. Της γνωστοποιήθηκε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να παρέχει διδακτικές υπηρεσίες στο Κολέγιο ως εξωτερική συνεργάτιδα. Προς τούτο έπρεπε να εγγραφεί στην ELS. Η ELS είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης ( company limited by guarantee), η οποία λειτουργεί ως πρακτορείο και διαθέτει αρχείο διαθεσίμων εκπαιδευτικών τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα Κολέγια, κατονομάζοντας, εφόσον το επιθυμούν, το οικείο πρόσωπο. Πράγματι, η D. Allonby, και άλλα πρόσωπα σε παρόμοια κατάσταση που όφειλαν να εγγραφούν στην ELS εάν επιθυμούσαν να εξακολουθήσουν να διδάσκουν με μερική απασχόληση, κατέστησαν ανεξάρτητοι επαγγελματίες. Η αμοιβή τους απαρτιζόταν από ένα τμήμα της τιμής που συνομολογήθηκε μεταξύ της ELS και του Κολεγίου. Τα εισοδήματά τους μειώθηκαν και έχασαν ορισμένα οφέλη που συνδέονται με τη μισθωτή εργασία. Το Κολέγιο, το οποίο, όπως η πλειονότητα των άλλων ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, θεώρησε ότι μπόρεσε να εξοικονομήσει κατά τον τρόπο αυτόν 13 000 GBP ετησίως.

    11. Επί των 341 ωρομισθίων διδασκόντων μερικής απασχολήσεως, τους οποίους απέλυσε το Κολέγιο για να τους προτείνει, στη συνέχεια, εκ νέου εργασία μέσω της ELS, 110 ήσαν άνδρες και 231 γυναίκες. Eπιπλέον, το Κολέγιο απασχολούσε, το 1996, 105 διδάσκοντες πλήρους απασχολήσεως, εκ των οποίων 55 άνδρες και 50 γυναίκες, και 23 μερικής απασχολήσεως, εκ των οποίων 12 άνδρες και 11 γυναίκες.

    12. Η αναλογία ανδρών και γυναικών που εργάζονταν στο Κολέγιο ως ωρομίσθιοι με καθεστώς μερικής απασχολήσεως το 1996 αντικατόπτριζε τη γενική κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η εργασία υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως παρέχεται κυρίως από γυναίκες. Αφετέρου, το αρχείο της ELS περιελάμβανε περίπου τόσους άνδρες όσες και γυναίκες. Κατά την πλέον πρόσφατη απογραφή που είχε στη διάθεσή του το Tribunal (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), ήσαν εγγεγραμμένοι 18 050 άνδρες έναντι 19 909 γυναικών, δηλαδή μια διαφορά κατώτερη του 5 %.

    13. Στο τέλος Αυγούστου του 1996, η D. Allonby, υποστηριζόμενη από τη συνδικαλιστική της οργάνωση, άσκησε αγωγή κατά του Κολεγίου. Ζήτησε αποζημίωση λόγω απολύσεως, ισχυριζόμενη ότι η απόλυσή της ήταν καταχρηστική διότι ενείχε απαγορευόμενη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου. Τον Δεκέμβριο του 1996, κίνησε άλλες τρεις ένδικες διαδικασίες:

    κατά του Κολεγίου, διότι προέβη σε διάκριση εις βάρος της ως παρέχουσας υπηρεσίες, κατά παράβαση του νόμου Sex Discrimination Act, στο πλαίσιο παροχής διδακτικών υπηρεσιών·
    κατά του Κολεγίου, διότι προέβη σε διάκριση εις βάρος της ως παρέχουσας υπηρεσίες, κατά παράβαση του νόμου Sex Discrimination Act, στο πλαίσιο παροχής διδακτικών υπηρεσιών·

    κατά της ELS, διότι το πρακτορείο αυτό ήταν υποχρεωμένο να της καταβάλει αμοιβή ισοδύναμη ─δηλαδή ανάλογη─ προς αυτήν που εισέπραττε από το Κολέγιο άνδρας διδάσκων πλήρους απασχολήσεως·
    κατά της ELS, διότι το πρακτορείο αυτό ήταν υποχρεωμένο να της καταβάλει αμοιβή ισοδύναμη ─δηλαδή ανάλογη─ προς αυτήν που εισέπραττε από το Κολέγιο άνδρας διδάσκων πλήρους απασχολήσεως·

    κατά του Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από το Department for Education and Employment (Υπουργείο Εκπαιδεύσεως και Απασχολήσεως, στο εξής: υπουργείο), διότι ενήργησε κατά παράβαση του νόμου καθόσον της αρνήθηκε την υπαγωγή στο TSS ως ανεξάρτητης εργαζομένης.
    κατά του Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από το Department for Education and Employment (Υπουργείο Εκπαιδεύσεως και Απασχολήσεως, στο εξής: υπουργείο), διότι ενήργησε κατά παράβαση του νόμου καθόσον της αρνήθηκε την υπαγωγή στο TSS ως ανεξάρτητης εργαζομένης.

    Από τον φάκελο της διαφοράς της κύριας δίκης προκύπτει ότι αυτές οι δύο σειρές ενδίκων βοηθημάτων έχουν τον χαρακτήρα υποθέσεως κρίσιμης και για άλλους διδάσκοντες που θίγονται.

    14. Η αξίωση καταβολής αποζημιώσεως λόγω απολύσεως διευθετήθηκε φιλικώς μεταξύ των διαδίκων. Με προδικαστική απόφαση της 20ής Αυγούστου 1997, το Employment Tribunal έκρινε ότι η D. Allonby δεν μπορούσε να ορίσει ως πρόσωπο αναφοράς για τις ανάγκες του ενδίκου βοηθήματός της άνδρα εργαζόμενο που διδάσκει με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως στο Κολέγιο. Με σειρά αποφάσεων της 8ης Ιουλίου 1998, το Tribunal έκρινε ότι η απόλυση ήταν καταχρηστική, πλην όμως δεν χωρούσε επανόρθωση και ότι αποτελούσε έμμεση διάκριση λόγω φύλου που μπορούσε όμως να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Το Tribunal απέρριψε επίσης το αίτημα υπαγωγής στο TSS που απευθύνθηκε στο υπουργείο, καθώς και το ένδικο βοήθημα δυνάμει του άρθρου 9 του Sex Discrimination Act, για τον λόγο ότι όλοι οι παρέχοντες υπηρεσίες που η ELS έθεσε στη διάθεση του Κολεγίου, άνδρες και γυναίκες, υφίσταντο την ίδια μεταχείριση. Όλες αυτές οι αποφάσεις επικυρώθηκαν στις 29 Μαρτίου 2000 με σειρά αποφάσεων του Employment Appeal Tribunal. Το δικαστήριο πάντως αυτό επέτρεψε στην D. Allonby να ασκήσει έφεση επί όλων αυτών των ζητημάτων.

    15. Η D. Allonby προέβαλε ενώπιον του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) τους εξής ισχυρισμούς:

    α) η απόλυσή της από το Κολέγιο συνιστά παράνομη έμμεση διάκριση λόγω φύλου: το ζήτημα αυτό αναπέμφθηκε για επανεξέταση στο Employment Tribunal·

    β) το Κολέγιο, λόγω του ότι εν συνεχεία της αρνήθηκε οφέλη τα οποία έχουν οι μισθωτοί διδάσκοντες, διέπραξε εις βάρος της διάκριση λόγω φύλου ως απασχολουμένης επί συμβάσει ( contract worker): το ζήτημα αυτό αναπέμφθηκε για επανεξέταση στο Employment Tribunal·

    γ) η ELS είχε την υποχρέωση να της καταβάλλει την ίδια αμοιβή που λαμβάνουν οι άνδρες διδάσκοντες στο Κολέγιο: αυτό είναι ένα από τα επίδικα ζητήματα της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως·

    δ) ο αποκλεισμός της από το TSS συνιστά παράνομη διάκριση λόγω φύλου: επί του ζητήματος αυτού υποβλήθηκε επίσης προδικαστικό ερώτημα.

    16. Όσον αφορά τα στοιχεία γ΄ και δ΄, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής (σημεία 17 έως 20).

    17. Εις βάρος της ELS, η D. Allonby υποστηρίζει ότι το άρθρο 141 EΚ της δίνει το δικαίωμα, όταν εργάζεται στο Κολέγιο, να λαμβάνει αμοιβή ίση με τους άνδρες διδάσκοντες στο Κολέγιο μια και εκτελούν εργασία η οποία πρέπει να θεωρηθεί ίσης αξίας. Ζητεί από την ELS αμοιβή ίση προς αυτή των διδασκόντων στο Κολέγιο ως μισθωτοί, επικαλούμενη ως πρόσωπο αναφοράς συγκεκριμένο διδάσκοντα που εργάζεται ως μισθωτός, τον Ross Johnson.

    18. Τα πραγματικά περιστατικά που ασκούν επιρροή όσον αφορά την αξίωση της αυτής αμοιβής είναι τα εξής:

    α) Η D. Allonby και ο R. Johnson προσφέρουν διδακτική εργασία κατά τεκμήριο ίσης αξίας στο Κολέγιο, καίτοι όχι πάντα στον ίδιο χώρο.

    β) Ο R. Johnson διδάσκει στο Κολέγιο και λαμβάνει μισθό από το Κολέγιο κατά τους όρους που αυτό καθορίζει.

    γ) Η D. Allonby συνεργάζεται με την ELS ως ανεξάρτητη εργαζομένη. Εκτελεί τα καθήκοντα που της αναθέτει η ELS, στο Κολέγιο ή σε άλλα ιδρύματα. Δεν έχει συμβατική σχέση με το Κολέγιο.

    δ) Το Κολέγιο συμφωνεί με την ELS την αμοιβή που θα καταβάλλει για κάθε διδάσκοντα. Η ELS συμφωνεί με την D. Allonby την αμοιβή που αυτή θα λάβει για κάθε δραστηριότητα και καθορίζει τους όρους εργασίας των διδασκόντων της. Το Κολέγιο δεν έχει άμεση εξουσία επί της ELS στους τομείς αυτούς ή σε άλλους.

    ε) Το Κολέγιο και η ELS απασχολούν τόσον άνδρες όσο και γυναίκες εργαζομένους.

    19. Κατά της ELS, του Κολεγίου και του υπουργού, η D. Allonby διεκδικεί το δικαίωμα υπαγωγής στο TSS i) σε σύγκριση με τον άνδρα διδάσκοντα στο Κολέγιο, ή ii) χωρίς τέτοια σύγκριση, αν μπορεί να αποδείξει στατιστικώς ότι το ποσοστό γυναικών που ανταποκρίνεται στην προϋπόθεση απασχολήσεως βάσει συμβάσεως εργασίας που απαιτείται για την προσχώρηση στο TSS είναι σημαντικά μικρότερο από αυτό των ανδρών εκπαιδευτικών, ενώ oι γυναίκες πληρούν όλες τις άλλες προϋποθέσεις υπαγωγής. Eν προκειμένω, τα δικαστήρια που επιλήφθηκαν της υποθέσεως δεν αποφάνθηκαν ακόμη ως προς την ύπαρξη της αποδείξεως αυτής, ούτε ως προς το ζήτημα της αντικειμενικής δικαιολογίας. Πάντως, το Court of Appeal φρονεί ότι, για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να τεθεί κατ' αρχάς το ερώτημα, ώστε, στη συνέχεια, αν δοθεί η κατάλληλη απάντηση, να διερευνηθούν τα πραγματικά στοιχεία.

    20. Τα πραγματικά στοιχεία σχετικά με τα αιτήματα της D. Allonby στον τομέα της συντάξεως είναι τα ακόλουθα:

    α) Το εν λόγω σύστημα καθορίζεται από τον Secretary of State δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.

    β) Προϋπόθεση της υπαγωγής στο TSS είναι ότι ο ασφαλισμένος πρέπει να είναι μισθωτός εργαζόμενος και να απασχολείται ως εκπαιδευτικός σε συγκεκριμένη κατηγορία εκπαιδευτικού ιδρύματος. Το Κολέγιο ανήκει σε μια από τις κατηγορίες αυτές.

    γ) Ουδείς ανεξάρτητος εργαζόμενος έχει το δικαίωμα υπαγωγής στο σύστημα.

    δ) Το TSS εξασφαλίζει την καταβολή συντάξεων και άλλων παροχών που υπολογίζονται κυρίως βάσει της διάρκειας της απασχολήσεως των ασφαλισμένων και ενός μισθού αναφοράς που λαμβάνεται σε μια θέση εμπίπτουσα στο εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα, θέση εργασίας η οποία δεν είναι κατ' ανάγκην η ίδια καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας, αλλά πρέπει να ανήκει σε ίδρυμα που μπορεί να μετέχει στο TSS.

    ε) Τα επίπεδα αμοιβής που καθορίζουν το ύψος των παροχών οι οποίες καταβάλλονται στο πλαίσιο του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος είναι δυνατόν να διαφέρουν μεταξύ των εργοδοτών.

    στ) Οι παροχές που καταβάλλονται από το TSS χρηματοδοτούνται από εισφορές των μελών και των εργοδοτών τους.

    ζ) Κανένας από τους διδάσκοντες που προσλαμβάνει η ELS δεν προσλαμβάνεται ως μισθωτός εργαζόμενος. Κατά συνέπεια, ουδείς έχει δικαίωμα υπαγωγής στο TSS.

    Τα προδικαστικά ερωτήματα

    21. Με διάταξη της 23ης Μαρτίου 2001, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Ιουλίου 2001, το Court of Appeal (England &Wales) (Civil Division) ζήτησε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των ακολούθων ερωτημάτων:

    1) Έχει το άρθρο 141 EΚ άμεσο αποτέλεσμα ώστε να δίνει το δικαίωμα στη γυναίκα να αξιώσει ίση αμοιβή με τον άνδρα υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως;

    2) Έχει το άρθρο 141 EΚ άμεσο αποτέλεσμα ώστε να δίνει το δικαίωμα στην D. Allonby να αξιώσει υπαγωγή στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως είτε α) διά συγκρίσεως της περιπτώσεώς της με την περίπτωση του R. Johnson είτε β) αποδεικνύοντας στατιστικώς ότι ένα ποσοστό γυναικών, σημαντικά μικρότερο από το ποσοστό των ανδρών που κατά τα λοιπά πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο σύστημα, ανταποκρίνονται στην προϋπόθεση ότι απασχολούνται βάσει συμβάσεως εργασίας και αποδεικνύοντας ότι η προϋπόθεση αυτή δεν δικαιολογείται αντικειμενικά;

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    22. Κατά τη διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η D. Allonby, η ELS, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Η D. Allonby, η ELS, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή διευκρίνισαν τις απόψεις τους κατά την προφορική διαδικασία της 28ης Ιανουαρίου 2003.

    IV ─ Νομική εκτίμηση

    Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

    23. Η D. Allonby υπογραμμίζει ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως είναι ενδεικτικές μιας εξελίξεως που πραγματοποιείται στις εργασιακές σχέσεις και η οποία μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για την αποτελεσματικότητα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των ανδρών και των γυναικών στην αγορά εργασίας κατά το άρθρο 141 EΚ. Όλο και πιο συχνά, οι εργοδότες συνηθίζουν να χρησιμοποιούν εξωτερικούς συνεργάτες για ορισμένες δραστηριότητές τους, αναθέτοντάς τες σε υπεργολάβους και σε πρακτορεία, όπως τα πρακτορεία προσωρινής απασχολήσεως. Οι εργαζόμενοι που ασκούν τις δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο υπεργολαβίας εργάζονται, στη συνέχεια, στην ίδια επιχείρηση, στο ίδιο ίδρυμα ή στην ίδια υπηρεσία και ασκούν συχνά δραστηριότητες παρεμφερείς προς τις δραστηριότητες των εργαζομένων που απασχολούνται ως μισθωτοί στην επιχείρηση αυτή. Η αμοιβή την οποία λαμβάνουν για τις δραστηριότητες αυτές μπορεί εν τούτοις να είναι αισθητά χαμηλότερη, ενώ το καθεστώς τους μπορεί να ποικίλλει, υπό την έννοια ότι ασκούν τις δραστηριότητές τους ως ανεξάρτητοι εργαζόμενοι που παρέχουν υπηρεσίες και όχι πλέον ως μισθωτοί. Η εν λόγω διαφορά νομικού καθεστώτος μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τα πρόσωπα που ασκούν τις δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο υπεργολαβίας ως ανεξάρτητοι εργαζόμενοι.

    24. Εφόσον οι εργοδότες χρησιμοποιούν εξωτερικούς συνεργάτες για δραστηριότητες που ασκούνται κυρίως από τις γυναίκες, προκαλώντας έτσι αρνητικές συνέπειες για το ύψος των αμοιβών, η προστασία που παρέχει το άρθρο 141 EΚ αναιρείται εάν δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να γίνει επίκληση της διατάξεως αυτής σε μια τέτοια περίπτωση. Τούτο συμβαίνει κατά μείζονα λόγο εάν οι εργοδότες καταφεύγουν ακριβώς στις μεθόδους αυτές για να αποφύγουν τις συνέπειες της αρχής της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 141 EΚ. Επομένως, κατά την D. Allonby, είναι σημαντικό να ερμηνευθεί το άρθρο 141 EΚ κατά τρόπο που να διατηρεί την αποτελεσματικότητά του σε συνθήκες κατά τις οποίες ιδρύματα, υπηρεσίες ή επιχειρήσεις χρησιμοποιούν μόνον ή εν μέρει εξωτερικούς συνεργάτες για τις δραστηριότητές τους.

    25. Η D. Allonby υπογραμμίζει ότι, εν προκειμένω, το Κολέγιο απέλυσε το προσωπικό μερικής απασχολήσεως, για να το αναπροσλάβει, στη συνέχεια, εμμέσως, με την μεσολάβηση της ELS. Κατά τον τρόπο αυτόν, πραγματοποιεί οικονομίες επί των δαπανών που συνδέονται με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ίσης μεταχειρίσεως των μισθωτών εργαζομένων μερικής απασχολήσεως. Η D. Allonby ισχυρίζεται ότι εξακολουθεί να παρέχει την ίδια εργασία στο Κολέγιο, αλλά υπό συνθήκες αισθητά δυσμενέστερες από αυτές των οποίων απολάβει το πρόσωπο αναφοράς που επέλεξε. Φρονεί, επομένως, ότι υπό τις περιστάσεις αυτές πρέπει να μπορεί να συγκρίνει την εργασία της και την αμοιβή της με αυτές του εν λόγω προσώπου αναφοράς.

    26. Κατά την D. Allonby, το γεγονός ότι ο άμεσος εργοδότης της (η ELS) και ο έμμεσος εργοδότης της (το Κολέγιο) συνιστούν κατά το εθνικό δίκαιο δύο διαφορετικές νομικές οντότητες δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 141 EΚ. Aντίθετα προς το άρθρο 1, παράγραφος 6, στοιχείο c, του Equal Pay Act, κατά το οποίο το πρόσωπο αναφοράς πρέπει να εργάζεται στον ίδιο εργοδότη ή σε εργοδότη συνεργαζόμενο με τον πρώτο στην ίδια επιχείρηση ή στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, η προϋπόθεση αυτή δεν περιλαμβάνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου. Φρονεί ότι, για να εξασφαλισθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών για την ίδια εργασία, πρέπει να μπορεί να ληφθεί υπόψη η εργασία που παρέχεται και η αμοιβή που λαμβάνουν οι άνδρες και οι γυναίκες στην ίδια επιχείρηση ή στην ίδια υπηρεσία, ανεξαρτήτως εργοδότη και χωρίς να χρειάζεται να πρόκειται για τον ίδιο εργοδότη. Πράγματι, από την απόφαση Defrenne II  (5) προκύπτει ότι αρκεί ότι η γυναίκα και το πρόσωπο αναφοράς που είναι άνδρας βρίσκονται στο ίδιο ίδρυμα ή στην ίδια υπηρεσία. Eν προκειμένω, ο R. Johnson και η ίδια εργάζονται σε ένα και το αυτό ίδρυμα.

    27. Η D. Allonby παρατήρησε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι από την πρόσφατη απόφαση Lawrence κ.λπ.  (6) προκύπτει ότι, για να γίνει επίκληση του άρθρου 141 EΚ, πρέπει η διαφορά μεταχειρίσεως να μπορεί να αποδοθεί σε μια πηγή. Το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε ότι οι συνέπειες του άρθρου 141 EΚ περιορίζονται στις γυναίκες και στους άνδρες που εργάζονται για τον ίδιο εργοδότη. Στην υπόθεση Lawrence κ.λπ., η διαφορά δεν μπορούσε να αποδοθεί σε μία πηγή. Η D. Allonby ισχυρίζεται ότι τούτο, αντιθέτως, συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Η διάκριση προκλήθηκε, πράγματι, στο Κολέγιο, όταν αυτό αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την ELS ως μεσάζουσα. Για τον λόγο αυτόν υποχρεώθηκε, εάν επιθυμούσε να εξακολουθήσει να διδάσκει στο Κολέγιο, να εγγραφεί ως ανεξάρτητη εργαζόμενη στην ELS. Το Κολέγιο μπορούσε, στη συνέχεια, να χρησιμοποιήσει λιγότερο δαπανηρές υπηρεσίες με τη μεσολάβηση της ELS. Στην πραγματικότητα, η D. Allonby εξακολουθεί, εντούτοις, να εργάζεται στο Κολέγιο και υπό τη διεύθυνση και τις οδηγίες του ιδρύματος αυτού. Κατά την D. Allonby, το γεγονός ότι η ELS δεν συνιστά αφ' εαυτής την αιτία της δυσμενούς διακρίσεως δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 141 EΚ. Πράγματι, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν η αιτία της διακρίσεως πρέπει να αναζητηθεί σε όμιλο επιχειρήσεων, σε συλλογική σύμβαση εργασίας ή σε κανονιστικό μέτρο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η εν λόγω αιτία διακρίσεως βρίσκεται εκτός της σφαίρας επιρροής του εργοδότη της, θεωρουμένου ατομικώς, αλλά, σε τελική ανάλυση, αυτός πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη αμοιβή στις γυναίκες εργαζόμενες εάν υπάρχει δυσμενής διάκριση.

    28. Κατά την D. Allonby, η υπόθεση Lawrence κ.λπ. διαφέρει και από την υπό κρίση υπόθεση καθόσον αφορούσε την περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Ουδέποτε υποστηρίχθηκε στην υπόθεση εκείνη ότι η μεταβίβαση ήταν τέτοιας φύσεως ώστε το Council να μπορεί να εμποδίσει τη διαφορετική μεταχείριση. Μετά τη μεταβίβαση, το Council δεν μπορούσε πλέον να καθορίσει τον ατομικό μισθό των εργαζομένων που είχαν προσληφθεί από τη μεταβιβασθείσα επιχείρηση. Στην υπό κρίση υπόθεση, πάντως, δεν πρόκειται για μεταβίβαση επιχειρήσεως. Eπιπλέον, το Κολέγιο μπορεί σαφώς να επηρεάσει, μέσω της συμβάσεώς του με την ELS, το επίπεδο των αμοιβών που αυτή καταβάλλει στην D. Allonby. Πράγματι, το Κολέγιο και η ELS συμφωνούν πάντοτε, στο πλαίσιο της κλίμακας των αμοιβών που εφαρμόζει η ELS για διάφορες κατηγορίες, ωριαίο τιμολόγιο για τους διδάσκοντες που τίθενται στη διάθεση του Κολεγίου. Επομένως, το Κολέγιο ασκεί, μέσω της συμβάσεώς του με την ELS, σημαντική επιρροή στην αμοιβή των διδασκόντων. Το Κολέγιο θα μπορούσε, στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσεώς του με την ELS, να υποχρεωθεί να εφαρμόσει την αρχή της ισότητας των αμοιβών, επί όμοιας εργασίας, για τους άνδρες και τις γυναίκες που εργάζονται γι' αυτό και στις σχολές του, και τούτο είτε απασχολούνται απ' ευθείας από αυτό είτε εργάζονται έμμεσα γι' αυτό μέσω της συμβάσεως με την ELS.

    29. Κατά την ELS, την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, το άρθρο 141 EΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στην υπό κρίση υπόθεση.

    30. H ELS ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρχει μισθολογική διάκριση παρά μόνον εάν είναι δυνατόν να εντοπισθεί ένας και μόνον φορέας υπεύθυνος για τη διάκριση, δηλαδή μία και μοναδική πηγή, που μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη διαφορά της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η πηγή αυτή μπορεί να είναι ένα νομικό πρόσωπο ή ακόμη και ένας όμιλος νομικών προσώπων, εφόσον υφίσταται κοινός έλεγχος. Ελλείψει του τελευταίου αυτού στοιχείου, εάν διακεκριμένες μεταξύ τους οντότητες καταβάλλουν στους αντιστοίχους εργαζομένους τους διαφορετικές αμοιβές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της ισότητας των αμοιβών δυνάμει του άρθρου 141 EΚ. Μόνον εάν η διαφορά αμοιβής μπορεί να αποδοθεί σε ενιαία πηγή, ο δικαστής είναι σε θέση να ελέγξει αν η διαφορά αυτή συνδέεται με το φύλο του ενάγοντος και μόνον εάν ταυτίζεται ο εργοδότης μπορεί να παράσχει εξηγήσεις ως προς τους λόγους της διαφοράς μεταξύ των αμοιβών.

    31. Η ELS υπογραμμίζει ότι παρέχει υπηρεσίες σε εκπαιδευτικά ιδρύματα σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι διδάσκοντες που εγγράφονται στο αρχείο της μπορούν να αναφέρουν ποια σχολή προτιμούν και σε ποια χρονική περίοδο είναι διαθέσιμοι. Ένας από τους όρους που η ELS επιβάλλει στους διδάσκοντες που είναι εγγεγραμμένοι στα αρχεία της έγκειται στην ιδιότητά τους ως ανεξαρτήτων εργαζομένων. Ο διδάσκων δεν έχει καμία υποχρέωση να αποδεχθεί συγκεκριμένη αποστολή. Eπιπλέον, η ELS και ο διδάσκων συνομολογούν μια αμοιβή για κάθε αποστολή που ο δεύτερος αναλαμβάνει. Ο διδάσκων μπορεί να αποδεχθεί καθήκοντα σε πλείονα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η ELS συνομολογεί επί ετησίας βάσεως με κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα μια αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρέπει να παρασχεθούν. Το επίπεδο της αμοιβής αυτής καθορίζεται επί εμπορικής βάσεως. Τέλος, η ELS παρατηρεί ότι το Κολέγιο δεν ασκεί καμία επιρροή στην αμοιβή που καταβάλλει η ELS στην D. Allonby, ενώ η ELS δεν ασκεί καμία επιρροή στην αμοιβή που καταβάλλει το Κολέγιο στον R. Johnson.

    32. Η ELS διευκρινίζει ότι, μολονότι όλοι οι διδάσκοντες που είναι εγγεγραμμένοι στη βάση δεδομένων της εκτελούν την αποστολή τους ως ανεξάρτητοι εργαζόμενοι, θεωρείται ως εργοδότης για τους σκοπούς των ενδίκων βοηθημάτων που στηρίζονται στον Equal Pay Act. Τούτο προκύπτει από τον ορισμό της έννοιας του εργαζομένου του άρθρου 1, παράγραφος 6, στοιχείο a, του νόμου αυτού. Ο ορισμός αυτός καλύπτει και τις συμβάσεις που συνάπτονται ενόψει της εκτελέσεως σε προσωπικό επίπεδο οποιασδήποτε εργασίας ή οποιουδήποτε καθήκοντος. Κατά συνέπεια, η D. Allonby άσκησε το ένδικο βοήθημά της και κατά της ELS, καίτοι στην εταιρία αυτή δεν μπορεί να προσαφθεί δυσμενής διάκριση.

    33. Η ELS αναφέρει επίσης ότι ο σκοπός του άρθρου 141 EΚ, δηλαδή η ισότητα των αμοιβών, προϋποθέτει αξιολόγηση των αμοιβών που καταβάλλει ο εργοδότης στους εργαζομένους του, άνδρες και γυναίκες  (7) . Άλλωστε, η έννοια της αμοιβής δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αφορώσα τις αμοιβές που καταβάλλουν διαφορετικοί εργοδότες. Στο πλαίσιο αυτό, η ELS αναφέρει ότι το γεγονός ότι γεννώνται οφέλη λόγω της υπάρξεως εργασιακής σχέσεως συνιστά, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας της αμοιβής  (8) .

    34. Η ELS παρατηρεί ότι η D. Allonby στρέφεται εναντίον της και όχι εναντίον του πρώην εργοδότη της, για τη διαφορά αμοιβής μεταξύ αυτής και του προσώπου αναφοράς, άρρενος, που απασχολείται από το Κολέγιο. Αν η D. Allonby νικήσει, οι πρακτικές συνέπειες υπερβαίνουν σαφώς τα όρια της υπό κρίση υποθέσεως. Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει και να μπορεί να προβεί σε σύγκριση με πρόσωπο αναφοράς που είναι άνδρας όταν τοποθετείται στην υπηρεσία άλλου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Δεν πρέπει επίσης να μη λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες για τα γραφεία συμβούλων και τα λοιπά μεσιτικά γραφεία.

    35. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επικαλείται και τις συνέπειες αυτές που βαίνουν πέραν των σκοπών του άρθρου 141 EΚ. Η αύξηση που χορηγεί ο εργοδότης στο προσωπικό του θα μπορούσε αυτομάτως να προκαλέσει ένδικο βοήθημα στηριζόμενο σε μισθολογική διάκριση όσον αφορά άλλον εργοδότη, εκτός εάν και αυτός αυξήσει τις αμοιβές του προσωπικού του. Eπιπλέον, ένας εργοδότης δεν γνωρίζει κατ' ανάγκην τις εν λόγω μισθολογικές αυξήσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτό είναι ευκταίο, ιδίως στην περίπτωση του ιδιωτικού τομέα. Για τα πρακτορεία προσωρινής απασχολήσεως, θα προέκυπτε υποχρέωση καταβολής στο απασχολούμενο με προσωρινή εργασία προσωπικό τους αμοιβής ίσης προς αυτήν του προσωπικού του πελάτη. Στην περίπτωση αυτή, ένα πρακτορείο προσωρινής απασχολήσεως δεν θα μπορούσε να διαθέσει προσωπικό πριν πληροφορηθεί το επίπεδο αμοιβής και τους λοιπούς όρους εργασίας ─μεταξύ των οποίων η ασφάλεια ασθενείας ή τα πλεονεκτήματα σε περίπτωση συντάξεως, που καταβάλλονται γενικώς από τρίτον─ που εφαρμόζει ο πελάτης. Το πρακτορείο προσωρινής απασχολήσεως θα πρέπει, στη συνέχεια, να εξασφαλίσει στο σύνολο του προσωπικού του το ίδιο επίπεδο αμοιβής, ανεξαρτήτως, κατά συνέπεια, του πελάτη. Αντιστρόφως, ένας εργαζόμενος θα μπορούσε να απαιτήσει από τον πελάτη την ίδια αμοιβή με αυτή που καταβάλλεται στο προσωπικό που απασχολείται επί προσωρινής βάσεως.

    36. Η Γερμανική Κυβέρνηση παρατηρεί ακόμη ότι, αν το άρθρο 141 EΚ παρήγε άμεσο αποτέλεσμα και σε περίπτωση διαφορετικής αμοιβής μεταξύ διαφόρων εργοδοτών, οι κοινωνικοί εταίροι θα στερούνταν σε σημαντικό βαθμό του περιθωρίου δράσεώς τους κατά τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων.

    37. Η Επιτροπή ανέπτυξε δύο θέσεις με τις γραπτές παρατηρήσεις της. Η πρώτη καταλήγει να δέχεται ότι η ELS δεν είναι ο εργοδότης, αλλά ότι, εν τοις πράγμασι, εργοδότης είναι πάντοτε το Κολέγιο. Θα πρέπει να γίνει υπέρβαση του κατασκευής που πρότεινε το Κολέγιο. Η κατασκευή αυτή αποσκοπεί μόνο στην αποφυγή άμεσης συμβατικής σχέσεως με την D. Allonby, προκειμένου να αποφευχθεί η υπαγωγή στην εφαρμοστέα κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία. Η Επιτροπή ανέφερε, εντούτοις, κατά την προφορική διαδικασία ότι εγκαταλείπει την άποψη αυτή. Αν και φρονεί ότι δεν είναι ευκταίο να μπορεί ο εργοδότης, μέσω εναλλακτικών λύσεων, να στερεί περιεχομένου τα δικαιώματα που οι εργαζόμενοι αντλούν από το άρθρο 141 EΚ (ή από άλλες κοινωνικές διατάξεις), φρονεί επίσης ότι η λύση δεν πρέπει να αναζητηθεί σε τεχνητή διεύρυνση του άρθρου 141 EΚ σε μια πλασματική κατασκευή εργοδοτών, με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται.

    38. Η δεύτερη άποψη την οποία τελικώς δέχεται η Επιτροπή έγκειται στο ότι, ανεξαρτήτως του αν η ELS είναι ή όχι εργοδότης υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ, το άρθρο αυτό δεν παρέχει τη δυνατότητα συγκρίσεως μεταξύ εργαζομένων και ανεξαρτήτων. Η τελευταία αυτή κατηγορία δεν εμπίπτει, πράγματι, στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου. Το δικαίωμα ισότητας αμοιβών μπορεί να επεκταθεί μόνο στους εργαζομένους των οποίων η κατάσταση διέπεται από τον ίδιο φορέα όπως και του προσώπου αναφοράς, δεδομένου ότι μόνο στην περίπτωση αυτή η διαφορά αμοιβής θα απορρέει από κοινή πηγή. Αποτελεί στοιχείο της έννοιας της διακρίσεως ότι σε τελική ανάλυση υπάρχει μία μόνον πηγή που προκαλεί τη διαφορά αμοιβής ή που ευθύνεται γι' αυτήν.

    Εκτίμηση

    39. Στην εκτίμησή μου λαμβάνω ως αφετηρία την αρχή ότι η D. Allonby εργάζεται ακόμη στην ίδια σχολή, έστω και ως ανεξάρτητος εργαζόμενος μέσω της ELS, και παρέχει την ίδια εργασία όπως και προηγουμένως. Μπορεί να συγκρίνει την περίπτωσή της ως ανεξάρτητης εργαζομένης ( self-employed) με την περίπτωση ενός μισθωτού εργαζομένου του Κολεγίου αυτού, ενός διδάσκοντος ως προς τον οποίο τεκμαίρω ότι παρέχει ισοδύναμη διδασκαλία; Η D. Allonby φρονεί ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι καταφατική. Θεωρεί ότι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ενιαίος εργοδότης δεν ασκεί επιρροή. Άλλωστε, από την ΕLS ζητεί την εν λόγω ίση αμοιβή. Θα εξετάσω τα στοιχεία αυτά χωριστά.

    40. Με την πρόσφατη απόφασή του Lawrence κ.λπ.  (9) , το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από κανένα στοιχείο του γράμματος του άρθρου 141, παράγραφος 1, EΚ δεν προκύπτει ότι η δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής περιορίζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες άνδρες και γυναίκες παρέχουν εργασία στον ίδιο εργοδότη. Κατά συνέπεια, είναι δυνατή συναφώς η σύγκριση μεταξύ αυτής και ενός προσώπου που λαμβάνεται ως βάση συγκρίσεως στο Κολέγιο.

    41. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε επίσης, με την απόφαση εκείνη, είχα δε αναπτύξει προτάσεις επίσης προς την κατεύθυνση αυτή στην υπόθεση εκείνη, ότι, όταν οι διαφορές που παρατηρούνται ως προς την αμοιβή των εργαζομένων που παρέχουν την ίδια εργασία ή εργασία ίσης αξίας δεν έχουν την ίδια προέλευση, ελλείπει το όργανο ή ο φορέας ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ανισότητα και ο οποίος (10) θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ίση μεταχείριση. Μια τέτοια κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141, παράγραφος 1, EΚ.

    42. Αν εφαρμοσθεί η απόφαση αυτή στην υπό κρίση υπόθεση, διαμορφώνεται η ακόλουθη εικόνα. Από τη διάταξη περί παραπομπής και από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτει ότι η D. Allonby εκτελεί αποστολές στο πλαίσιο της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που τη συνδέει με την ELS. Είναι αληθές ότι τις εκτελεί στο Κολέγιο, όπου εργάζεται το πρόσωπο που αυτή επέλεξε ως βάση συγκρίσεως, αλλά δεν υφίσταται πλέον εργασιακή σχέση μεταξύ της ίδιας και του Κολεγίου. Όπως διαπίστωσε ο εθνικός δικαστής, η απόλυση έθεσε τέρμα στη σχέση αυτή. Eπιπλέον, το Κολέγιο και η ELS εφαρμόζουν διαφορετικούς όρους εργασίας, οι οποίοι καθορίζονται επίσης ανεξαρτήτως οι μεν από τους δε. Προσέτι, η ELS καθορίζει το οικονομικό αντιστάθμισμα για την D. Allonby και το Κολέγιο το καθορίζει για τον R. Johnson. Μολονότι η D. Allonby και ο R. Johnson παραδίδουν μαθήματα στην ίδια σχολή, η διαφορά στην αμοιβή μεταξύ τους δεν έχει κοινή προέλευση. Βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, το άρθρο 141, παράγραφος 1, EΚ δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή, οπότε η D. Allonby δεν μπορεί να στηρίξει στη σύγκριση με τον R. Johnson αγωγή κατά της ΕLS ή, ενδεχομένως, κατά του Κολεγίου.

    43. Θα μπορούσα να σταματήσω στη διαπίστωση αυτή, η οποία απορρέει αναμφιβόλως από τη νομολογία του Δικαστηρίου στην υπόθεση Lawrence κ.λπ. Ανακύπτει, εντούτοις, το ζήτημα αν ο δικαστής πρέπει να αδιαφορήσει για το γεγονός ότι, υπό τις συνθήκες που προκάλεσαν τη διαφορά της κύριας δίκης, ακριβώς για να αποφευχθούν οι συνέπειες της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνει το άρθρο 141 EΚ έγινε μια νομική κατασκευή. Η μεταβολή της φύσεως της νομικής σχέσεως μεταξύ της D. Allonby και του αρχικού της εργοδότη, του Κολεγίου, καταλήγει στην άρση της προστασίας που η D. Allonby μπορούσε να αντλήσει από το άρθρο 141 EΚ ως γυναίκα εργαζομένη.

    44. Αντιμετωπίζομε εν προκειμένω μια περίπτωση που καθιστά σαφή μια ευρύτερη εξέλιξη που πραγματοποιείται στις εργασιακές σχέσεις εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, κατά εντονότερο έστω τρόπο εντός ενός κράτους μέλους σε σχέση με κάποιο άλλο. Η εξέλιξη αυτή έχει την ακόλουθη μορφή: αφενός, οι εργοδότες αναθέτουν διαρκώς περισσότερες δραστηριότητες, τις οποίες θεωρούν ότι δεν ανήκουν στον πυρήνα της επιχειρήσεώς τους, σε αντισυμβαλλομένους ή εξειδικευμένους υπεργολάβους. Ως έκφραση διαρκώς αυξανόμενης εξειδικεύσεως στις οικονομικές σχέσεις, η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί αφ' εαυτής ανεπιθύμητη σε κοινωνικό επίπεδο ή σε επίπεδο εταιριών. Επιπλέον, εμφανίζεται ένα φαινόμενο κατά το οποίο, σε ορισμένα επαγγέλματα, οι κλασικές συμβατικές σχέσεις εργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, η εξηρτημένη εργασία, αντικαθίστανται από συμβατικές σχέσεις παροχής υπηρεσιών, στο πλαίσιο των οποίων οι παρέχοντες τις υπηρεσίες αυτές ενεργούν ως ανεξάρτητοι εργαζόμενοι. Και εν προκειμένω, τα πλεονεκτήματα της τεχνικής και λειτουργικής εξειδικεύσεως και διαφοροποιήσεως δεν καθιστούν την εξέλιξη αυτή εκ των προτέρων ανεπιθύμητη σε κοινωνικό επίπεδο ή σε επίπεδο εταιριών.

    45. Εντούτοις, οι νομικές κατασκευές που συναντώνται στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να αποφευχθούν οι συνέπειες της νομοθεσίας δημοσίας τάξεως που αποσκοπούν στην προστασία του παράγοντος εργασία ή, όπως στην περίπτωση του άρθρου 141 EΚ, στην εφαρμογή θεμελιωδών αρχών του δικαίου στην αγορά εργασίας. Τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η υπό κρίση υπόθεση, όπως εκτίθενται στον φάκελλο της διαφοράς της κύριας δίκης χωρίς να αμφισβητούνται, υποδηλώνουν σαφώς ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Από ουσιαστικής απόψεως, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει όσον αφορά τη δραστηριότητα της D. Allonby ως διδάσκουσας και το περιβάλλον στο οποίο εξακολουθεί να ασκεί τις δραστηριότητές της μετά τον Αύγουστο του 1996. Eργάζεται υπό τη διεύθυνση και την ευθύνη του Κολεγίου, το οποίο, άλλωστε, εξακολουθεί να οργανώνει τις δραστηριότητές της. Το Κολέγιο παραμένει υπεύθυνο έναντι των φοιτητών της όσον αφορά την ποιότητα των γνώσεων που αυτή μεταβιβάζει. Συνοπτικώς, σε όλες τις δραστηριότητές της, δεσμεύεται, στην πράξη, από τις υποδείξεις της διευθύνσεως του Κολεγίου ως εργοδότη. Υπάρχει μία μόνο διαφορά, αλλά είναι σημαντική. Την αμοιβή για τις δραστηριότητές της καταβάλλει στην D. Allonby, ως υπεργολάβος, η ELS, η οποία δεσμεύεται συμβατικά έναντι του Κολεγίου να παράσχει τις διδακτικές υπηρεσίες τις οποίες χρειάζεται το ίδρυμα αυτό.

    46. Παρατηρώ εν παρόδω ότι τόσο η ELS όσο και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δέχονται εμμέσως ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν μετά τον Αύγουστο του 1996 στη νομική κατάσταση της D. Allonby ελάχιστα πράγματα μετέβαλαν στον τρόπο εργασίας της ως διδάσκουσας στο Κολέγιο.

    47. Η Επιτροπή αντελήφθη το δίλημμα που εμφανίζεται εν προκειμένω, δηλαδή αν η μεταβολή στη νομική κατάσταση της D. Allonby δικαιολογεί την επέκταση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τη δυνατότητα να αποδοθεί μια ─έμμεση─ διάκριση σε ενιαία πηγή, ή αν θα πρέπει να επέμβει ο νομοθέτης για να αντιταχθεί στις νομικές κατασκευές που έχουν ως αντικείμενο ή σκοπό να στερήσουν περιεχομένου την προστασία που οι ιδιώτες μπορούν να αντλήσουν από το άρθρο 141 EΚ.

    48. Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή εξέφρασε αρχικώς την προτίμησή της για μια νομολογιακή λύση. Ισχυρίστηκε αρχικώς ότι το Κολέγιο, μολονότι δεν ήταν τυπικώς ο εργοδότης, μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί ως εργοδότης για την εφαρμογή του άρθρου 141 EΚ. Η βασική ιδέα συναφώς ήταν να εμποδίσει τους εργοδότες να διαπράξουν αυτό που η Επιτροπή θεωρεί ως κατάχρηση δικαιώματος, δηλαδή να απολύουν το μερικής απασχολήσεως προσωπικό τους, για να χρησιμοποιήσουν, στη συνέχεια, εκ νέου τις υπηρεσίες του μέσω πρακτορείου και να αποφύγουν έτσι την εφαρμογή του ισχύοντος προστατευτικού για τους εργαζομένους εργατικού δικαίου όπως η ισότητα των αμοιβών για όμοια εργασία ή εργασία ίσης αξίας και άλλα κοινωνικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους μισθωτούς εργαζομένους που έχουν καθεστώς μερικής απασχολήσεως. Η εν λόγω κατάχρηση θα μπορούσε να στερήσει πρακτικής αποτελεσματικότητας την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 141 EΚ. Κατά συνέπεια, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, καθοριστική σημασία θα έπρεπε να έχουν όχι οι έννομες σχέσεις μεταξύ του αρχικού εργοδότη και των εργαζομένων του υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, αλλά οι πραγματικές σχέσεις, οι οποίες παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες.

    49. Η Επιτροπή εγκατέλειψε ρητώς κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση την ιδέα αυτή που στηρίζεται σε πλάσμα δικαίου. Πρώτον, δεν υφίσταται κοινή πηγή ─υπό την έννοια της αποφάσεως Lawrence κ.λπ.─ που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η μοναδική υπεύθυνη για την ανισότητα και θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ίση μεταχείριση. Πράγματι, η απόλυση δεν αμφισβητείται. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται πλέον κανένας δεσμός, από απόψεως εργατικού δικαίου, μεταξύ του Κολεγίου και της D. Allonby που θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για την αποκατάσταση της ισότητας των αμοιβών. Το ζήτημα που ανακύπτει, στη συνέχεια, έγκειται στη χρονική διάρκεια κατά την οποία το εν λόγω πλάσμα δικαίου παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ακόμη ο αρχικός εργοδότης ως υπεύθυνος για τις διαφορές στην αμοιβή. Πράγματι, οι εν λόγω διαφορές στην αμοιβή μπορούν ακόμη να ενταθούν από την πάροδο του χρόνου και μόνον. Αρχικώς, η Επιτροπή επιδίωξε να συνδέσει τη διαφορά στην αμοιβή με τον φορέα ο οποίος, κατά την ίδια, μπορούσε κατ' εξοχήν να θεωρηθεί υπεύθυνος για την πρόκληση της διαφοράς, δηλαδή το Κολέγιο όταν αποφάσισε να αναμορφώσει την οργάνωσή του. Η δυσκολία εν προκειμένω είναι ότι το Κολέγιο δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρως υπεύθυνο για τη διαφορά που δημιουργήθηκε μεταξύ της D. Allonby και του προσώπου που λαμβάνεται ως μέτρο συγκρίσεως. Πράγματι, η αμοιβή που λαμβάνει η D. Allonby για τις υπηρεσίες που παρέχει συνομολογήθηκε μεταξύ της ELS και της ιδίας. Το Κολέγιο δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, έστω και αν προσπαθούσε, στις σχέσεις του με την ELS, να διατηρήσει την ισοτιμία των αμοιβών μεταξύ των εργαζομένων του και των συμβαλλομένων της ELS. Είναι, άλλωστε, αυτονόητο ότι, με την πάροδο του χρόνου και μόνον, η διατήρηση μιας τέτοιας αντιστοιχίας στις αμοιβές καθίσταται δυσχερέστερη. Και εν προκειμένω, ανακύπτει το πρόβλημα της ελλείψεως κοινής πηγής δυνάμενης να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της ισότητας.

    50. Παρατηρώ επικουρικώς ότι, κατά την κύρια δίκη, η D. Allonby στράφηκε κατά της ELS. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη που εξέφρασε η D. Allonby κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία, ότι υφίσταται κοινή πηγή στην οποία μπορεί να καταλογιστεί η διαφορά στις αμοιβές (το Κολέγιο), και ότι μπορεί, κατά συνέπεια, να συγκρίνει την περίπτωσή της με την περίπτωση του R. Johnson ώστε να ευδοκιμήσει η στηριζόμενη στην ισότητα των αμοιβών αξίωσή της έναντι της ELS. Η διαφορά μεταξύ της αμοιβής που ελάμβανε η D. Allonby όταν εργαζόταν ακόμη στο Κολέγιο και αυτής που της καταβάλλει τώρα η ELS για τις υπηρεσίες που παρέχει μπορεί ενδεχομένως να προσαφθεί στο Κολέγιο, βεβαίως όμως όχι στην ELS. Επομένως, η ELS δεν είναι, κατά τους όρους που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο, ο φορέας ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ανισότητα και ο οποίος [ (11) ] θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ίση μεταχείριση. Αν ίσχυε κάτι διαφορετικό, τούτο θα σήμαινε ότι ένας εργοδότης (η ELS) πρέπει να υφίσταται τις συνέπειες της συμπεριφοράς άλλου εργοδότη (του Κολεγίου) χωρίς να υφίσταται καμία σχέση μεταξύ αυτού που προκάλεσε την ανισότητα και αυτού που πρέπει να αποκαταστήσει την ίση μεταχείριση.

    51. Νομίζω ότι ορθώς η Επιτροπή ανέφερε ότι, εν προκειμένω, η ίδια η απόλυση μπορούσε να προσβληθεί, διότι η σκοπούμενη κατά τον τρόπο αυτόν αναμόρφωση των εννόμων σχέσεων με το προσωπικό μερικής απασχολήσεως είχε ως συνέπεια δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Τούτο, άλλωστε, συνέβη εν προκειμένω και η D. Allonby έλαβε κάποια αποζημίωση.

    52. Τέλος, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η τάση να καταστούν πιό ευέλικτες οι εργασιακές σχέσεις. Ενόψει των αρνητικών συνεπειών που απορρέουν από απόψεως κοινωνικής προστασίας, είναι ευκταία η επέμβαση του νομοθέτη. Συναφώς, εξάγγειλε μια οδηγία με αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζομένους, που ασκούν τις δραστηριότητές τους με τη μεσολάβηση πρακτορείου ευρέσεως εργασίας, αυξημένης προστασίας, κατ' αναλογία προς την προστασία που παρέχεται στους μισθωτούς εργαζομένους.

    53. Συμφωνώ με την ─καθόλου εύκολη─ εκτίμηση που διατύπωσε εν προκειμένω η Επιτροπή. Το γεγονός ότι διαπιστώνεται, αναντιρρήτως, στην Κοινότητα μετάβαση από τις πλέον παραδοσιακές σε πλέον ευέλικτες σχέσεις εργασίας, όπως μορφές ανεξάρτητης εργασίας, θέτει γενικότερα το πρόβλημα των συνεπειών που ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να αντλήσει από το φαινόμενο αυτό, προκειμένου περί της ειδικής προστασίας που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο στους εργαζομένους, είτε είναι μισθωτοί είτε είναι ανεξάρτητοι εργαζόμενοι. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών, όπως η θεμελιώδης αυτή αρχή του δικαίου διατυπώνεται στα άρθρα 13 EΚ και 141 EΚ και επιβεβαιώνεται στα άρθρα 21, παράγραφος 1, και 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συνιστά βασικό στοιχείο της προστασίας αυτής. Τούτο δικαιολογεί ρητή επέμβαση του κοινοτικού νομοθέτη δυνάμει του άρθρου 141, παράγραφος 3, EΚ. Νομίζω ότι της επεμβάσεως αυτής πρέπει να προηγηθούν άλλα μέτρα που σκοπούν στην εξασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων, για τη λήψη των οποίων το άρθρο 137, παράγραφος 3, EΚ απαιτεί ομοφωνία στο Συμβούλιο.

    54. Καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου και υπό τις συνθήκες της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 141 EΚ προκειμένου να ζητηθεί η ίδια αμοιβή για τις γυναίκες και τους άνδρες.

    Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

    55. Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί αν το άρθρο 141 EΚ παράγει άμεσο αποτέλεσμα, οπότε η D. Allonby μπορεί να αξιώσει την υπαγωγή της στο TSS, είτε συγκρίνοντας την περίπτωσή της με την περίπτωση του R. Johnson είτε βάσει στατιστικής αποδείξεως.

    56. Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα στοιχεία, το καθεστώς των διδασκόντων μερικής απασχολήσεως που απασχολούνταν αρχικώς από το Κολέγιο και εργάζονται επί του παρόντος με τη μεσολάβηση της ELS έχει τροποποιηθεί. Στο Κολέγιο εργάζονταν βάσει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ( contract of service), ενώ στην ELS εργάζονται ως ανεξάρτητοι εργαζόμενοι βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ( contract for services).

    57. Η υπαγωγή στο TSS είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση εκτελέσεως εργασίας που παρέχει δικαίωμα υπαγωγής στο εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα ( pensionable employment). Δυνάμει των TSS-Regulations, μια εργασιακή σχέση βάσει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας εμπίπτει στην έννοια του pensionable employment, ενώ αυτό δεν συμβαίνει με την εργασιακή σχέση που στηρίζεται σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών.

    58. Το δεύτερο ερώτημα συνδέεται επίσης με την αδυναμία της D. Allonby να ορίσει πρόσωπο αναφοράς, πράγμα που αποτελεί όρο της εθνικής συνταξιοδοτικής νομοθεσίας. Η D. Allonby ισχυρίζεται ότι ο όρος αυτός συνιστά εμπόδιο στην υπαγωγή σε συνταξιοδοτικό σύστημα. Φρονεί ότι, στα πλαίσια της αξιώσεώς της να υπαχθεί στο συνταξιοδοτικό σύστημα, μπορεί να αναφερθεί στην περίπτωση του R. Johnson ή, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα και, κατά συνέπεια, και στο πρώτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος, να αποδείξει, στηριζόμενη σε στατιστικές, ότι ο αποκλεισμός των self-employed workers από τη συμμετοχή στο συνταξιοδοτικό σύστημα θίγει πολύ περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες. Η διάκριση αυτή απορρέει από τον ορισμό που χρησιμοποιείται στο συνταξιοδοτικό σύστημα, δυνάμει του οποίου οι εν ενεργεία εργαζόμενοι βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών αποκλείονται από το σύστημα. Εάν ευδοκιμήσουν οι ισχυρισμοί της και δεν υφίσταται αντικειμενική δικαιολογία, ο υπουργός, ως νομοθέτης και διαχειριστής του συνταξιοδοτικού συστήματος, θα πρέπει να τροποποιήσει τους όρους αυτούς, ούτως ώστε, σε τελική ανάλυση, οι διδάσκοντες που εργάζονται ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών να μπορέσουν να υπαχθούν στο εν λόγω σύστημα και ο εργοδότης της, η ELS, να είναι υποχρεωμένος να καταβάλει εισφορές σ' αυτό.

    59. Η D. Allonby ισχυρίζεται ότι 1) η διάκριση απορρέει από τον ορισμό των προσώπων που έχουν δικαίωμα υπαγωγής στο TSS· 2) δεδομένου ότι ο ορισμός αυτός συνιστά έμμεση διάκριση εις βάρος των γυναικών, η διάκριση αυτή μπορεί να ερευνηθεί μόνο βάσει καθαρώς νομικής αναλύσεως· και 3) δεν έχει σημασία αν μπορεί ή όχι να ορίσει στον ένα πρόσωπο αναφοράς απασχολούμενο στον νυν εργοδότη της, την ELS, για να καθορίσει την προβαλλόμενη διάκριση, διότι αυτή απορρέει από τους όρους υπαγωγής στους οποίους η ELS δεν ασκεί καμία επιρροή.

    60. Η D. Allonby υπογραμμίζει ότι, στις διαφορές που ανακύπτουν όσον αφορά την ισότητα αμοιβών, το Δικαστήριο αρκείται σε στατιστικές εάν αυτές παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι μια πρακτική ή μια προϋπόθεση θίγει δυσανάλογα τις γυναίκες. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν χρειάζεται πρόσωπο αναφοράς που εκτελεί την ίδια εργασία για την ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία.

    61. Συναφώς, επικαλείται τις υποθέσεις Rinner-Kühn  (12) και Seymour-Smith και Perez  (13) , στις οποίες η διάκριση οφειλόταν στη νομοθεσία. Υπογραμμίζει ότι την ίδια προσέγγιση ακολούθησε το Δικαστήριο για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα που έχουν εφαρμογή σε έναν ολόκληρο οικονομικό τομέα, όπως στην απόφαση Fisscher  (14) , με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 141 EΚ αφορά και το δικαίωμα υπαγωγής σε συνταξιοδοτικό σύστημα, ότι οι διαχειριστές ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος υποχρεούνται, όπως ακριβώς ο εργοδότης, να τηρούν τις διατάξεις του άρθρου αυτού και ότι ο εργαζόμενος που υφίσταται δυσμενή διάκριση μπορεί να προβάλει απευθείας τα δικαιώματά του κατά των εν λόγω διαχειριστών.

    62. Η D. Allonby παρατηρεί ότι η απόφαση Fisscher  (15) καθώς και η απόφαση Bilka  (16) αφορούσαν την υπαγωγή σε συνταξιοδοτικό σύστημα. Συναφώς, οι δραστηριότητες των ενδιαφερομένων γυναικών δεν εμπλέκονται άμεσα. Άλλως έχουν τα πράγματα στις υποθέσεις που αφορούν την ισότητα παροχών των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο να καθοριστεί αν η γυναίκα λαμβάνει μικρότερη σύνταξη για την ίδια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας. Εντούτοις, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να περιορίσει την εκτίμησή του στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να οριστεί ένα πραγματικό πρόσωπο αναφοράς ως μέτρο συγκρίσεως, εφόσον από τις ίδιες τις προϋποθέσεις του συστήματος προκύπτει ότι είτε οι άνδρες είτε οι γυναίκες λαμβάνουν άνισες συντάξεις για όμοια εργασία την οποία παρείχαν στον παρελθόν.

    63. Η D. Allonby ισχυρίζεται ότι, λόγω του TSS, ένας εκπαιδευτικός που εργάζεται βάσει συμβάσεως εργασίας και εκτελεί την ίδια με αυτήν εργασία λαμβάνει από τον εργοδότη του υψηλότερη αμοιβή, μέσω της συντάξεώς του, από την αμοιβή που λαμβάνει η ίδια από τον εργοδότη της. Eπικαλείται την απόφαση Liefting  (17) για να ισχυριστεί ότι, στην υπόθεση εκείνη όπως και στην υπό κρίση, ο άνδρας και η γυναίκα μπορούν να εργάζονται για δύο διαφορετικούς εργοδότες. Στις δύο περιπτώσεις, δημιουργός της διακρίσεως είναι ο νομοθέτης και ο διαχειριστής του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η D. Allonby φρονεί, εντούτοις, ότι η σύνταξη συνιστά και στις δύο περιπτώσεις αμοιβή, εφόσον λαμβάνεται λόγω της απασχολήσεως και καταβάλλεται από τον εργοδότη. Κατά την D. Allonby, η ίδια αρχή συνάγεται από την απόφαση Beune  (18) .

    64. Η D. Allonby φρονεί ότι η εκ μέρους της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου παραπομπή στην απόφαση Coloroll Pension Trustees  (19) , για να ισχυριστεί ότι το άρθρο 141 EΚ περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το προσωπικό περιλαμβάνει πρόσωπα και των δύο φύλων δεν ασκεί επιρροή. Κατά την D. Allonby, στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για μεμονωμένο συνταξιοδοτικό σύστημα, που είχε εφαρμογή σε ειδική επιχείρηση η οποία απασχολούσε μόνον άνδρες. Επομένως, δεν μπορούσε να υπάρξει διάκριση. Αντιθέτως, το TSS συνιστά σύστημα εθνικής κλίμακας που έχει εφαρμογή στους εκπαιδευτικούς και των δύο φύλων.

    65. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου φρονεί ότι, για τον ίδιο λόγο που ίσχυε στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος. Ο R. Johnson και οι συνάδελφοί του έχουν το δικαίωμα συμμετοχής στο σύστημα, διότι το Κολέγιο αποφάσισε να τους απασχολήσει βάσει συμβάσεως εργασίας. Αντιθέτως, η D. Allonby και οι συνάδελφοί της δεν μπορούν να υπαχθούν στο συνταξιοδοτικό σύστημα, διότι η ELS επέλεξε να τους απασχολήσει βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Το δικαστήριο επισήμανε ακόμη ότι το Κολέγιο δεν ασκεί άμεσο έλεγχο επί της ELS όσον αφορά το ύψος της καταβαλλόμενης αμοιβής, οπότε δεν είναι βεβαίως δυνατόν να υποτεθεί ότι το Κολέγιο ελέγχει ποια πρόσωπα εργαζόμενα για την ELS έχουν δικαίωμα υπαγωγής στο TSS. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται στο πλαίσιο της ELS εργάζονται βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, αποκλείονται από το TSS. Η D. Allonby δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να επικαλεστεί το άρθρο 141 EΚ, διότι δεν μπορεί να οριστεί κανένα πρόσωπο αναφοράς.

    66. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει επίσης τις συνέπειες της προσεγγίσεως της D. Allonby. ΄Ενα πρακτορείο προσωρινής απασχολήσεως, όπως η ELS, θα ήταν υποχρεωμένο, δυνάμει του άρθρου 141 EΚ, να εξασφαλίσει στο προσωπικό του αρχείου της τους ίδιους όρους συντάξεως με αυτούς που προσφέρουν στο προσωπικό τους οι πελάτες της ELS. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται όχι μόνο σε περίπτωση συνταξιοδοτικού συστήματος ορισμένου τομέα, αλλά και όταν οι πελάτες έχουν το δικό τους επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, πράγμα το οποίο είναι σύνηθες στον ιδιωτικό τομέα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα πρακτορεία αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα εξασφαλίσεως στο προσωπικό τους υπαγωγής στο συνταξιοδοτικό σύστημα του πελάτη. Δεν μπορούν επίσης να ιδρύσουν δικό τους συνταξιοδοτικό σύστημα που θα παρείχε τη δυνατότητα να υπολογισθούν διαφορετικά οι παροχές για διαφορετικές περιόδους υπηρεσίας ανάλογα με τους όρους κάθε συστήματος που αφορά έκαστο των πελατών της ELS.

    67. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο της εθνικής δίκης, δεν προσκομίστηκε καμία στατιστική που θα παρείχε στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν υφίσταται δυσμενής διάκριση. Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφιβάλλει αν η D. Allonby μπορεί να το αποδείξει, δεδομένου ότι, μόνο στην ELS, υπάρχει η ίδια αναλογία ανδρών και γυναικών. Λαμβανομένης υπόψη αυτής της κατανομής, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η παροχή υπηρεσιών από εξωτερικούς συνεργάτες θίγει αισθητώς περισσότερες γυναίκες από άνδρες. Eπιπλέον, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αμφιβάλλει αν η νομολογία του Δικαστηρίου στις αποφάσεις Rinner-Kühn, Liefting και Beune παρέχει στην D. Allonby δικαίωμα υπαγωγής στο TSS ─και τη δυνατότητα να υποχρεώσει, κατά συνέπεια, την ELS να καταβάλει εισφορές για την D. Allonby─ έστω και αν η ELS δεν εφαρμόζει διακρίσεις λόγω φύλου μεταξύ ανδρών και γυναικών εκπαιδευτικών του αρχείου της. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική.

    68. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου  (20) κατά την οποία οι παροχές συντάξεως μπορούν να συνιστούν αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ όταν προέρχονται έστω και έμμεσα από εργοδότη. Επομένως, υπάρχει δυσμενής διάκριση όταν ο εργοδότης προβαίνει σε διάκριση ανάλογα με το φύλο κατά την καταβολή των συντάξεων. Ο διαχειριστής συνταξιοδοτικού συστήματος συμμερίζεται συναφώς την υποχρέωση του εργοδότη να αποτρέψει το αποτέλεσμα αυτό  (21) . Πράγματι, είναι ρητώς επιφορτισμένος με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη. Ο διαχειριστής μπορεί, κατά συνέπεια, να προβαίνει σε καταβολές κατά τρόπο σύμφωνο προς την υποχρέωση του εργοδότη, αλλά η υποχρέωσή του σταματά στο σημείο αυτό.

    69. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει ότι το επιχείρημα της D. Allonby υποδηλώνει ότι οι όροι συνταξιοδοτικού συστήματος μπορούν να είναι αντίθετοι προς το άρθρο 141 EΚ χωρίς ο εργοδότης που καταβάλλει εισφορές στο σύστημα να εφαρμόζει αμοιβές διαφορετικές ανάλογα με το φύλο. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η άποψη αυτή δεν συμβιβάζεται με το έρεισμα της εφαρμογής του άρθρου 141 EΚ στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Κατά την Κυβέρνηση αυτή, ένα συνταξιοδοτικό σύστημα και ο διαχειριστής του δεν πρέπει να παραβιάζουν το άρθρο 141 EΚ εάν ο οικείος εργοδότης που συμμετέχει στο σύστημα δεν το παραβιάζει.

    70. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει ακόμη μια άλλη συνέπεια, παράλογη, από την οπτική γωνία της D. Allonby. Ένας εργοδότης, εν προκειμένω η ELS, ο οποίος τηρεί για το σύνολο των εκπαιδευτικών του, άνδρες ή γυναίκες, την ισότητα των αμοιβών βάσει όρων που δεν τους παρέχουν το δικαίωμα υπαγωγής στο TSS θα ήταν πράγματι υποχρεωμένος, κατ' εφαρμογήν της αρχής της ισότητας των αμοιβών, να καταβάλλει συνταξιοδοτικές εισφορές για όλους τους εκπαιδευτικούς του αρχείου του, ανεξαρτήτως του φύλου τους. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η σχέση μεταξύ εργοδότη και διαχειριστή, όπως διατυπώθηκε στην απόφαση Coloroll Pension Trustees, αντιστρέφεται κατ' αυτόν τον τρόπο. Αυτό που ζητεί να επιτύχει στην πραγματικότητα η D. Allonby είναι να υποχρεωθεί ο εργοδότης, δυνάμει του άρθρου 141 EΚ και μέσω της επεμβάσεως του διαχειριστή, να μετάσχει σε συνταξιοδοτικό σύστημα, μολονότι ο εν λόγω εργοδότης δεν προβαίνει σε διάκριση ως προς την αμοιβή ούτε επιθυμεί να μετάσχει σε συνταξιοδοτικό σύστημα.

    71. Η ως άνω κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το TSS καθιερώθηκε ως συνταξιοδοτικό σύστημα για εργαζομένους που απασχολούνται σε δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά ότι παρέχει τη δυνατότητα και στους εργαζομένους σε ιδιωτικά ιδρύματα να μετάσχουν, καθόσον ο οικείος εργοδότης υπέβαλε αίτηση προς την κατεύθυνση αυτή ακολουθώντας ειδική διαδικασία. Επιχειρήσεις όπως η ELS, οι οποίες απασχολούν εκπαιδευτικούς βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, ουδέποτε, εντούτοις, εκδήλωσαν την πρόθεση να μετάσχουν. Eπιπλέον, παρατηρεί ότι, στον τομέα αυτόν, το Ηνωμένο Βασίλειο εφαρμόζει μια μορφή κρατικής συντάξεως, ότι θεμιτώς οι εργοδότες μπορούν να ιδρύσουν συνταξιοδοτικό σύστημα για να την αντικαταστήσουν, αλλά ότι δεν είναι ευκταίο να έχουν σχετική υποχρέωση.

    72. Προκειμένου περί του χρησιμοποιούμενου ορισμού του εργαζομένου η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε ότι, στο εθνικό δίκαιο, υφίσταται διαφορά μεταξύ συμβάσεως εργασίας και συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Το γεγονός ότι ο Equal Pay Act έπρεπε να προβλέπει δυνατότητα ενδίκου βοηθήματος τόσο για τα πρόσωπα που εργάζονται βάσει συμβάσεως εργασίας όσο και για τα πρόσωπα που εργάζονται βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ουδόλως υποδηλώνει, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, μια πολιτική κατά την οποία τα πρόσωπα που εργάζονται βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών πρέπει πάντοτε να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τους μισθωτούς εργαζομένους.

    73. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι, αν η D. Allonby δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 141 EΚ για να στηρίξει την αξίωσή της για πανομοιότυπη αμοιβή, δεν μπορεί να το επικαλεστεί ούτε όσον αφορά τις συντάξεις. Πράγματι, οι επαγγελματικές συντάξεις εμπίπτουν στο άρθρο 141 EΚ, διότι πρόκειται για αμοιβή εκ μέρους του εργοδότη. Τα δύο αυτά στοιχεία δεν μπορούν να εκτιμηθούν χωριστά. Παρατηρεί ότι η επιλογή της ELS να απασχολεί όλους τους διδάσκοντες με σύμβαση παροχής υπηρεσιών, με συνέπεια να μην μπορούν να υπαχθούν στο TSS, δεν έχει καμία σχέση με δυσμενή διάκριση λόγω φύλου. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι η αξίωση της D. Allonby δεν θα προκαλούσε αλλαγή μόνο για την ίδια, αλλά και για όλο το προσωπικό που είναι εγγεγραμμένο στο αρχείο. Η Επιτροπή φρονεί ότι ο σκοπός του άρθρου 141 EΚ δεν είναι αυτός.

    Εκτίμηση

    74. Ως προς το ζήτημα αν η D. Allonby μπορεί, σε σχέση με την αξίωσή της να υπαχθεί στο ΤSS, να συγκρίνει την περίπτωσή της με την περίπτωση του R. Johnson ή αν έχει οπωσδήπτε ανάγκη από ένα πρόσωπο αναφοράς, έχω να παρατηρήσω τα εξής.

    75. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος, συμφωνώ με την D. Allonby, την Επιτροπή και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η απάντηση στο σκέλος αυτό πρέπει να είναι η ίδια με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Με τον όρο αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ νοούνται όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται, έστω και έμμεσα, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της απασχολήσεως του εργαζομένου. Στη νομολογία του το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η σύνταξη εμπίπτει στην έννοια αυτή. Επομένως, αν η D. Allonby δεν μπορεί να συγκρίνει την περίπτωσή της με την περίπωση συγκεκριμένου προσώπου αναφοράς όσον αφορά τον ένα από τους δύο όρους της αμοιβής της, δεν μπορεί να το πράξει ούτε για άλλη συνιστώσα της αμοιβής της.

    76. Δεδομένου ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές εμπίπτουν στην έννοια της αμοιβής, έπεται ότι καμία διάκριση λόγω φύλου δεν μπορεί να γίνει 1) ούτε όσον αφορά το δικαίωμα υπαγωγής 2) ούτε όσον αφορά τη χορήγηση. Κάθε εργοδότης που προβαίνει, εντούτοις, σε τέτοια διάκριση, ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου 141 EΚ.

    77. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ερωτήματος, διαπιστώθηκε ότι, κατόπιν της απολύσεως, η D. Allonby δεν παραδίδει πλέον μαθήματα στο Κολέγιο βάσει συμβάσεως εργασίας συνομολογηθείσας με αυτό, αλλά ως ανεξάρτητη, μέσω της ELS, βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Εάν εξακολουθούσε να είναι μισθωτή του Κολεγίου με μερική απασχόληση, θα είχε δικαίωμα υπαγωγής στο TSS. Η κατάσταση αυτή άλλαξε, εντούτοις, λόγω της τροποποιήσεως του καθεστώτος βάσει του οποίου ασκεί τις δραστηριότητές της.

    78. Ανεξαρτήτως του διαφορετικού καθεστώτος μισθωτών ή ανεξάρτητων εργαζομένων, ένα πρόσωπο αναφοράς ή ένα πλαίσιο αναφοράς είναι αναγκαίο για να καθοριστεί αν υφίσταται διάκριση λόγω φύλου. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το δικαίωμα υπαγωγής σε συνταξιοδοτικό σύστημα. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ερωτήματος παρατήρησα ότι, έστω και αν η κατάσταση αυτή είναι ενδεχομένως μη ικανοποιητική, η D. Allonby δεν μπορεί, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου, να συγκρίνει την περίπτωσή της με αυτήν ενός προσώπου αναφοράς που εργάζεται ως μισθωτός για το Κολέγιο όταν επικαλεστεί το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 141 EΚ.

    79. Έστω και αν η D. Allonby δεν μπορεί να επικαλεστεί ευθέως το άρθρο 141 EΚ για να συγκρίνει την περίπτωση της με αυτήν του R. Johnson, πάντως από ένα συνταξιοδοτικό σύστημα ορισμένου τομέα ή εκ του νόμου μπορεί να προκύψει έμμεση διάκριση. Eν προκειμένω, οι TSS-Regulations αποκλείουν τους εκπαιδευτικούς που εργάζονται βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Μπορεί να υπάρχει διάκριση (έμμεση) εάν είναι προφανές ότι η εν λόγω προϋπόθεση προσβάσεως θίγει αισθητώς περισσότερες γυναίκες από άνδρες. Εντούτοις, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να κρίνει αν υφίσταται δυσμενής διάκριση και αν συντρέχει αντικειμενική δικαιολογία.

    80. Θα επιθυμούσα ακόμη να παρατηρήσω τα εξής. Πρώτον, το Ηνωμένο Βασίλειο θέλησε να εκπληρώσει, μέσω του Equal Pay Act, τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 75/117. Δεύτερον, το Ηνωμένο Βασίλειο, κατόπιν της αποφάσεως Barber και μεταγενεστέρων αποφάσεων, εξέδωσε τον Pensions Act προκειμένου να κατοχυρώσει με αυτόν και την αρχή της ισότητας των αμοιβών. Το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα για καθηγητές, δηλαδή ένα σύστημα εθνικής κλίμακας, θεσπίστηκε από το κράτος και η λειτουργία του διέπεται από τον Pensions Act και τους TSS-Regulations. Πάντως, το τελευταίο αυτό μέτρο αποκλείει τις εργασιακές σχέσεις που στηρίζονται σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Αφορά μόνον τις εργασιακές σχέσεις που στηρίζονται σε σύμβαση εργασίας. Ο αποκλεισμός αυτός δημιουργεί ορισμένα προβλήματα τα οποία θα εξετασθούν κατωτέρω.

    81. Ουδόλως με έπεισαν τα επιχειρήματα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι δεν μπορεί να ανακύψει θέμα δυσμενούς διακρίσεως. Βεβαίως, συμμερίζομαι την άποψη ότι αυτό δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην ELS ή στο Κολέγιο. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί. Το πρόβλημα αυτό εντοπίζεται, πράγματι, στην ίδια τη νομοθεσία. Για τον λόγο αυτόν επίσης η D. Allonby στρέφει την αγωγή της, κυρίως, κατά του υπουργού, όχι τόσο υπό την ιδιότητα του διαχειριστή όσο του νομοθέτη. Οι παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τις οποίες η περίπτωση του διαχειριστή ενός ταμείου συντάξεων αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις του εργοδότη κατά το άρθρο 141 EΚ είναι αφ' εαυτών ορθές, αλλά δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η δυσμενής διάκριση μπορεί να απορρέει και από το ίδιο το γράμμα του νόμου.

    82. Επισημαίνω τα ακόλουθα στοιχεία προς στήριξη της απόψεως αυτής. Αν το Κολέγιο είχε επιχειρήσει να επιλύσει τα οικονομικά του προβλήματα συνάπτοντας εφεξής με το προσωπικό του που έχει καθεστώς μερικής απασχολήσεως μόνο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, θα έπρεπε να εξακολουθήσει να προτείνει στο προσωπικό αυτό την ίδια αμοιβή, κατ' αναλογία, με το προσωπικό του που έχει καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Πράγματι, αυτό προκύπτει από τον Equal Pay Act. Εντούτοις, το προσωπικό με μερική απασχόληση, το οποίο δεν έχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με το Κολέγιο, δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στο TSS, διότι δεν πληροί την εν λόγω προϋπόθεση υπαγωγής. Δημιουργείται, επομένως, μια κατάσταση στην οποία οι μισθωτοί εργαζόμενοι και οι ανεξάρτητοι εργαζόμενοι δεν μπορούν να υφίστανται την ίδια μεταχείριση, διότι οι τελευταίοι δεν μπορούν να αποκτήσουν δικαίωμα για μελλοντική αμοιβή την οποία αντιπροσωπεύουν οι συνταξιοδοτικές παροχές. Εάν μπορεί, επομένως, να αποδειχθεί, βάσει στατιστικών, ότι η εν λόγω ανισότητα ως προς την αμοιβή θίγει τις γυναίκες κατά τρόπο επαχθέστερο από τους άνδρες, μπορεί να γίνει συναφώς άμεσα επίκληση του άρθρου 141 EΚ.

    83. Επομένως, φρονώ ότι η συλλογιστική της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου που επαναλαμβάνεται στο σημείο 72 ανωτέρω παρουσιάζει μια εσωτερική αντίφαση. Εάν τονίζεται, αφενός, ότι ο Equal Pay Act επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με το άρθρο 141 EΚ, δηλαδή την απαγόρευση των διακρίσεων ως προς την αμοιβή λόγω φύλου, και, αφετέρου, ότι, για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως αυτής, εξομοιώνει μισθωτούς και ανεξάρτητους εργαζομένους, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι η εξομοίωση αυτή δεν πραγματοποιείται πλέον όταν πρόκειται για τη σύνταξη ως μελλοντική αμοιβή.

    84. Άλλωστε, από τη διάταξη περί παραπομπής, σημεία 50 και 109, προκύπτει ότι το Employment Appeal Tribunal διαπίστωσε ότι, στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση παροχής υπηρεσιών πρέπει να θεωρηθεί, δυνάμει του Equal Pay Act, ως σύμβαση εργασίας από τη σκοπιά της επαγγελματικής συντάξεως. Στην περίπτωση αυτή, στην D. Allonby θα έπρεπε ακόμη να επιτραπεί η υπαγωγή δυνάμει του Pensions Act. Πάντως, το le TSS, ως διεπαγγελματικό σύστημα, αντιμετωπίζει κατά άνισο τρόπο τους εκπαιδευτικούς με σύμβαση εργασίας και εκείνους που προτείνουν τις υπηρεσίες τους ως ανεξάρτητοι. Κατά τον τρόπο αυτόν, το σύστημα αυτό συμβάλλει ακριβώς στο να καταφεύγουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε κατασκευές όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Το γεγονός ότι ο Equal Pay Act εξομοιώνει ρητώς τις δύο κατηγορίες εργαζομένων όσον αφορά τις αμοιβές, ενώ το TSS προβαίνει σε διάκριση δημιουργεί μια κατάσταση η οποία, αν υποτεθεί ότι θίγει περισσότερες γυναίκες από άνδρες, περιορίζει την ουσιαστική αποτελεσματικότητα του άρθρου 141 EΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο εθνικός νομοθέτης υπέχει την νομική υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε οι δύο κατηγορίες εργαζομένων να μπορούν να υπαχθούν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις στο συνταξιοδοτικό καθεστώς.

    85. Το επιχείρημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι οι εργοδότες δεν είναι υποχρεωμένοι να καθιερώσουν το δικό τους επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα ή να προσχωρήσουν σ' αυτό δεν ασκεί επιρροή στο παρόν στάδιο. Άλλωστε, η D. Allonby φρονεί ότι και τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές στο επίμαχο επαγγελματικό ταμείο συντάξεων, αλλά ότι, επί του παρόντος, ιδρύματα όπως η ELS δεν έχουν την επιλογή λόγω του ισχύοντος ορισμού. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η D. Allonby μπορεί να αποδείξει, στηριζόμενη σε στατιστικά στοιχεία, ότι ο ορισμός που χρησιμοποιείται στους TSS-Regulations εισάγει εμμέσως δυσμενή διάκριση. Εάν μπορέσει να προσκομίσει την απόδειξη αυτή και αν δεν υφίσταται αντικειμενική δικαιολογία, ο νομοθέτης θα πρέπει να προβεί σε σχετικές τροποποιήσεις. Το κατά πόσον η αγωγή της κατά της ELS, ώστε να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλλει εισφορές για την D. Allonby στο TSS, πρέπει να γίνει δεκτή, είναι διαφορετικό ζήτημα. Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα στοιχεία, φρονώ ότι στο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

    V ─ Πρόταση

    86. Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) τις εξής απαντήσεις:

    1) Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των αμοιβών των διδασκόντων που εργάζονται για το Κολέγιο ως μισθωτοί και αυτών που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που συνήφθη με τρίτον, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 141, παράγραφος 1, EΚ κατά του Κολεγίου αυτού ή του τρίτου, διότι οι διαφορές στην αμοιβή, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος υπαγωγής σε συνταξιοδοτικό σύστημα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν κοινή προέλευση και, κατά συνέπεια, ελλείπει ο φορέας που θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για την ανισότητα και θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ίση μεταχείριση.

    2) Μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 141, παράγραφος 1, EΚ κατά επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που προβλέπεται νομοθετικά και είναι ανοικτό αποκλειστικά στα πρόσωπα που επιτελούν εκπαιδευτικό έργο ως μισθωτοί και όχι στους διδάσκοντες που παρέχουν υπηρεσίες, εάν αποδειχθεί ότι ο περιορισμός αυτός θίγει αισθητώς περισσότερες γυναίκες από άνδρες χωρίς αυτό να δικαιολογείται αντικειμενικά.


    1
    Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.


    2
    ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42.


    3
    Νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 141 EΚ.


    4
    Aπόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88 (Συλλογή 1990, σ. I-1889).


    5
    Απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, λεγόμενη Defrenne II (Συλλογή τόμος 1976, σ. 177).


    6
    Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-320/00 (Συλλογή 2002, σ. I-7325).


    7
    Η ELS αναφέρεται συναφώς στη ακόλουθη νομολογία: αποφάσεις Defrenne II (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5), της 27ης Μαρτίου 1980, 129/79, Macarthys ( Συλλογή 1980/Ι, σ. 645), της 9ης Νοεμβρίου 1993, C-132/92, Roberts (Συλλογή 1993, σ. I-5579), και της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-200/91, Coloroll Pension Trustees (Συλλογή 1994, σ. I-4389).


    8
    Aπόφαση Barber (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4).


    9
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.


    10
    Η υπογράμμιση δική μου.


    11
    Η υπογράμμιση δική μου.


    12
    Aπόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, 171/88 (Συλλογή 1989, σ. 2743).


    13
    Aπόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97 (Συλλογή 1999, σ. I-623).


    14
    Aπόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-128/93 (Συλλογή 1994, σ. I-4583).


    15
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14.


    16
    Aπόφαση της 13ης Μαΐου 1986, 170/84 (Συλλογή 1986, σ. 1607).


    17
    Aπόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1984, 23/83 (Συλλογή 1984, σ. 3225).


    18
    Aπόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-7/93 (Συλλογή 1994, σ. I-4471).


    19
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7.


    20
    Aποφάσεις Bilka (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16), και Beune (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18).


    21
    Aποφάσεις Coloroll Pension Trustees (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψεις 17 έως 24), Barber (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 28 και 29).
    Top