EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CC0187

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 19ης Σεπτεμβρίου 2002.
Ποινικές δίκες κατά Hüseyin Gözütok (C-187/01) και Klaus Brügge (C-385/01).
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht Köln - Γερμανία και Rechtbank van eerste aanleg te Veurne - Βέλγιο.
Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν - Αρχή ne bis in idem - Πεδίο εφαρμογής - Αποφάσεις με τις οποίες ο εισαγγελέας, χωρίς την παρέμβαση δικαστηρίου, παύει οριστικά την ποινική δίωξη, αφού ο κατηγορούμενος εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-187/01 και C-385/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-01345

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:516

62001C0187

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 19ης Σεπτεμβρίου 2002. - Ποινικές δίκες κατά Hüseyin Gözütok (C-187/01) και Klaus Brügge (C-385/01). - Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht Köln - Γερμανία και Rechtbank van eerste aanleg te Veurne - Βέλγιο. - Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν - Αρχή ne bis in idem - Πεδίο εφαρμογής - Αποφάσεις με τις οποίες ο εισαγγελέας, χωρίς την παρέμβαση δικαστηρίου, παύει οριστικά την ποινική δίωξη, αφού ο κατηγορούμενος εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-187/01 και C-385/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-01345


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Το προαναφερθέν κεκτημένο Σένγκεν περιλαμβάνει τα εξής:

α) τη συμφωνία που υπέγραψαν στις 14 Ιουνίου 1985 στην ομώνυμη λουξεμβουργιανή πόλη τα τρία κράτη της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γαλλική Δημοκρατία, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (στο εξής: συμφωνία του Σένγκεν) και

β) τη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, η οποία συνήφθη στις 19 Ιουνίου 1990 από τα ίδια συμβαλλόμενα μέρη (στο εξής: σύμβαση εφαρμογής) .

2. Τα προδικαστικά ερωτήματα, που έχουν υποβληθεί εν προκειμένω κατ' εφαρμογήν του του άρθρου 35 ΕΕ , παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ερμηνεύσει για πρώτη φορά τη σύμβαση εφαρμογής.

3. Οι αμφιβολίες του Oberlandesgericht Köln (Γερμανία) και του Rechtbank van eerste aanleg te Veurne (Βέλγιο) αφορούν το άρθρο 54. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η αρχή ne bis in idem η οποία διακηρύσσεται στο προαναφερθέν άρθρο, έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία έχει εξαλειφθεί στην έννομη τάξη ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη η δυνατότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως κατόπιν επιτεύξεως συμβιβασμού μεταξύ της εισαγγελίας και του κατηγορουμένου.

ΙΙ - Η εφαρμοστέα ευρωπαϊκή νομοθεσία

4. Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στην ομώνυμη Συνθήκη και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: πρωτόκολλο) επέτρεψε σε δεκατρία κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων καταλέγονταν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο του Βελγίου και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών , να θεσπίσουν στενότερη συνεργασία μεταξύ τους στο πεδίο ισχύος των οικείων συμφωνιών.

5. Το κεκτημένο του Σένγκεν αποσκοπεί, όπως προκύπτει από το προοίμιο του πρωτοκόλλου, «στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και, ιδίως, στην ταχύτερη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

6. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου ορίζει ότι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ το κεκτημένο του Σένγκεν έχει απ' ευθείας εφαρμογή εντός των δεκατριών κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 1.

7. Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 20 Μα_ου 1999 τις αποφάσεις 1999/435/ΕΚ και 1999/436/ΕΚ, με τις οποίες ορίζει το κεκτημένο του Σένγκεν και καθορίζει, δυνάμει των οικείων διατάξεων της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη νομική βάση για κάθε διάταξη ή απόφαση που συνιστά το κεκτημένο του Σένγκεν .

8. Από το άρθρο 2 και από το παράρτημα Α της δεύτερης από τις ανωτέρω αναφερθείσες αποφάσεις προκύπτει ότι η νομική βάση των άρθρων 54 έως 58 της σύμβασης εφαρμογής είναι τα άρθρα 34 και 31 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του τίτλου VI, ο οποίος επιγράφεται: «Διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις».

9. Τα προαναφερθέντα άρθρα της σύμβασης εφαρμογής αποτελούν τμήμα του κεφαλαίου 3, το οποίο επιγράφεται: «Εφαρμογή της αρχής non bis in idem», και εντάσσεται στον τίτλο ΙΙΙ, ο οποίος αφορά την «Αστυνομία και ασφάλεια».

10. Το άρθρο 54 ορίζει τα εξής:

«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»

11. Το άρθρο 55 προβλέπει τα εξής:

«1. Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας σύμβασης, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του, στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται, εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα εν μέρει στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους, όπου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση·

β) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους·

γ) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση διεπράχθησαν από δημόσιο υπάλληλο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους κατά παράβαση των καθηκόντων της θέσεώς του.

2. Συμβαλλόμενο μέρος που προέβη στη δήλωση εξαιρέσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο β_, προσδιορίζει τις κατηγορίες των αξιοποίνων πράξεων, στις οποίες μπορεί να εφαρμοσθεί αυτή η εξαίρεση.

3. Συμβαλλόμενο μέρος έχει τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να ανακαλεί μια τέτοια δήλωση σχετική με μία ή περισσότερες από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4. Οι εξαιρέσεις, που αποτελούν αντικείμενο μιας δηλώσεως κατά την παράγραφο 1, δεν εφαρμόζονται όταν το ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος έχει ζητήσει από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος την ποινική δίωξη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή συναίνεσε στην έκδοση του εν λόγω προσώπου.»

12. Το άρθρο 56 είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Εάν ασκήθηκε νέα ποινική δίωξη από ένα συμβαλλόμενο μέρος εναντίον προσώπου, το οποίο καταδικάσθηκε αμετάκλητα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ο χρόνος στερήσεως της ελευθερίας που εκτίθηκε στο έδαφος του τελευταίου τούτου συμβαλλομένου μέρους εξαιτίας αυτών των πραγματικών περιστατικών πρέπει να εκπίπτει από την κύρωση που ενδεχομένως θα επιβληθεί. Θα λαμβάνονται επίσης υπόψη, στο μέτρο που οι εθνικές νομοθεσίες το επιτρέπουν, οι οποιεσδήποτε άλλες κυρώσεις πέραν των στερητικών της ελευθερίας ποινών.»

13. Εξάλλου, το άρθρο 57 προβλέπει τα εξής:

«1. Όταν κάποιος κατηγορείται για μια αξιόποινη πράξη από ένα συμβαλλόμενο μέρος και οι αρμόδιες αρχές αυτού του μέρους έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η κατηγορία αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία δικάστηκε ήδη αμετάκλητα από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, οι αρχές αυτές θα ζητήσουν, εάν το θεωρούν αναγκαίο, τις κατάλληλες πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλομένου μέρους, στο έδαφος του οποίου έχει ήδη εκδοθεί μια απόφαση.

2. Οι ζητούμενες πληροφορίες θα χορηγούνται όσο το δυνατόν συντομότερα και λαμβάνονται υπόψη περαιτέρω κατά την εκκρεμή διαδικασία.

3. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος υποδεικνύει κατά το χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας σύμβασης τις αρχές που είναι αρμόδιες να ζητούν και να δέχονται τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.»

14. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 58:

«Οι προηγούμενες διατάξεις δεν εμποδίζουν την εφαρμογή ευρυτέρων εθνικών διατάξεων που αφορούν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία συνδέεται με τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό.»

ΙΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά, οι διαδικασίες στις κύριες δίκες και τα προδικαστικά ερωτήματα

1. Υπόθεση C-187/01

15. O H. Gözütok είναι Τούρκος υπήκοος, ο οποίος κατοικεί από πολλών ήδη ετών στις Κάτω Χώρες, όπου εκμεταλλευόταν, στον Δήμο Heerlen, ένα coffee-shop, χωρίς να έχει την αναγκαία προς τούτο διοικητική άδεια. Στις 12 Ιανουαρίου και στις 11 Φεβρουαρίου 1996 η ολλανδική αστυνομία διενήργησε ελέγχους στο κατάστημα αυτό, κατά τους οποίους κατέσχεσε ορισμένες ποσότητες χασίς και μαριχουάνας .

16. Οι ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν κατόπιν των ανωτέρω ελέγχων έπαυσαν οριστικά στις 23 Μα_ου και στις 18 Ιουνίου 1996, αφού ο H. Gözütok είχε δεχθεί τον συμβιβασμό που του είχε προτείνει η ολλανδική εισαγγελία και είχε καταβάλει τα ποσά των 3 000 και των 750 ολλανδικών φιορινίων (NLG).

17. Στις 31 Ιανουαρίου 1996 μια γερμανική τράπεζα, στην οποία τηρούσε λογαριασμό ο H. Gözütok, πληροφόρησε τις γερμανικές διωκτικές αρχές ότι από τον λογαριασμό του H. Gözütok κινούνταν μεγάλα χρηματικά ποσά.

18. Την 1η Ιουλίου 1996 η Εισαγγελία του Άαχεν (Γερμανία) άσκησε ποινική δίωξη κατά του H. Gözütok λόγω του ότι κατά το διάστημα μεταξύ 12ης Ιανουαρίου και 11ης Φεβρουαρίου 1996 είχε εμπορευθεί στις Κάτω Χώρες, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, ναρκωτικά, των οποίων η ποσότητα δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη.

19. Στις 13 Ιανουαρίου 1997 το Amtsgericht Aachen καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους και πέντε μηνών, λόγω παράνομης εμπορίας ναρκωτικών σε σημαντικές ποσότητες. Με την ίδια απόφαση όμως αναστάληκε η εκτέλεση της ποινής.

20. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως άσκησαν έφεση τόσο ο H. Gözütok όσο και ο εισαγγελέας. Με διάταξη της 27ης Αυγούστου 1997, το Landgericht Aachen ανέστειλε τη διαδικασία, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής, η απόφαση των ολλανδικών αρχών για παύση της ποινικής δίωξης αποτελούσε δεδικασμένο και, βάσει του εν λόγω άρθρου και του άρθρου 103, παράγραφος 3, του Grundgesetz (Γερμανικού Συντάγματος), αποτελούσε κώλυμα για την άσκηση ποινικής διώξεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για τα ίδια περιστατικά.

21. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Oberlandesgericht Köln ο εισαγγελέας, ο οποίος ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής, το οποίο επιβάλλει την απαγόρευση άσκησης δεύτερης ποινικής δίωξης, αφορά μόνο τις αμετάκλητες καταδίκες που έχει απαγγείλλει ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

22. Το Oberlandesgericht Köln, κρίνοντας ότι το περιεχόμενο των εννοιών του προαναφερθέντος άρθρου της σύμβασης εφαρμογής έχει κρίσιμη σημασία για την εκ μέρους του έκδοση αποφάσεως επί της αναιρέσεως, υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«Κωλύει το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν την άσκηση ποινικής διώξεως εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όταν για τα ίδια περιστατικά έχει εξαλειφθεί, κατά το δίκαιο των Κάτω Χωρών, η δυνατότητα ασκήσεως διώξεως εντός της χώρας αυτής;

Συμβαίνει τούτο ειδικότερα όταν μια απόφαση της εισαγγελικής αρχής για την παύση της διώξεως κατόπιν της εκπληρώσεως ορισμένων υποχρεώσεων (πρόκειται για την ολλανδική "transactie"), απόφαση για την οποία, κατά τη νομοθεσία άλλων συμβαλλομένων κρατών, θα ήταν αναγκαία η δικαστική έγκριση, αποκλείει την άσκηση διώξεως ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου;»

2. Υπόθεση C-385/01

23. Ο K. Brügge, Γερμανός υπήκος, προξένησε εκ προθέσεως στην B. Leliaert σωματικές βλάβες, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να καταστεί η B. Leliaert ανίκανη προς εργασία.

24. Ο εισαγγελέας Βόννης ενήργησε προανάκριση για τις ανωτέρω πράξεις κατά του K. Brügge, κατά τη διάρκεια της οποίας του πρότεινε τον φιλικό διακανονισμό της υποθέσεως, ώστε η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο κατόπιν της καταβολής από τον κατηγορούμενο του ποσού των 1 000 γερμανικών μάρκων (DEM) . Στις 13 Αυγούστου 1998 ο κατηγορούμενος κατέβαλε το πρόστιμο και ο εισαγγελέας έθεσε την υπόθεση στο αρχείο.

25. Κατά του K. Brügge ασκήθηκε, για τις ίδιες πράξεις, δίωξη ενώπιον του Rechtbank van eerste aanleg te Veurne, ενώπιον του οποίου εμφανίστηκε η παθούσα ζητώντας να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί.

26. Το εν λόγω δικαστήριο φρονεί ότι, για να εκδώσει απόφαση, πρέπει να γνωρίζει το περιεχόμενο του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής και υποβάλλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Επιτρέπει το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 19ης Ιουνίου 1990, στη μεν βελγική εισαγγελική αρχή να παραπέμψει Γερμανό υπήκοο σε βελγικό ποινικό δικαστήριο, στο δε δικαστήριο αυτό να καταδικάσει τον υπήκοο αυτόν, όταν για την ίδια πράξη στον εν λόγω Γερμανό υπήκοο προτάθηκε από τη γερμανική εισαγγελική αρχή ο φιλικός διακανονισμός, ώστε να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο με την καταβολή ενός χρηματικού ποσού, το οποίο ο Γερμανός υπήκοος κατέβαλε;»

IV - Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27. Στην υπόθεση C-187/01, υπέβαλαν έγγραφες παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 20 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου ο H. Gözütok, η Γερμανική, η Ολλανδική και η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Στη δεύτερη από τις υποθέσεις αυτές μετέσχε στην έγγραφη διαδικασία, εκτός από τις δύο πρώτες ανωτέρω αναφερθείσες κυβερνήσεις και την Επιτροπή, και η Βελγική Κυβέρνηση.

28. Στις 9 Ιουλίου 2002 διεξήχθη συζήτηση στο ακροατήριο για αμφότερες τις υποθέσεις, κατά την οποία ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους οι εκπρόσωποι όσων είχαν υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις και ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβέρνησης.

V - Προκαταρκτική παρατήρηση σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 35 ΕΕ

29. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ επεξέτεινε τις προδικαστικές αρμοδιότητες του Δικαστηρίου, ώστε να καλύπτουν και τον τρίτο πυλώνα (δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις) και του έδωσε τη δυνατότητα να αποφαίνεται, κατόπιν αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου, επί του κύρους και της ερμηνείας των αποφάσεων-πλαίσιο, των αποφάσεων και των μέτρων εφαρμογής των συμβάσεων που καταρτίζονται στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας στις ποινικές υποθέσεις, καθώς και επί της ερμηνείας των συμβάσεων (άρθρο 35, παράγραφος 1, ΕΕ).

30. Βάσει του πρωτοκόλλου και των προαναφερθεισών αποφάσεων 1999/435 και 1999/436 του Συμβουλίου , το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής μπορεί να ερμηνεύεται προδικαστικώς από το Δικαστήριο, του οποίου η αρμοδιότητα τελεί συναφώς υπό αίρεση, καθόσον πρέπει να γίνει αποδεκτή από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 35 ΕΕ.

31. Τα κράτη μέλη που αποδέχονται τη νέα αυτή αρμοδιότητα του Δικαστηρίου μπορούν να αποφασίσουν να παράσχουν την ευχέρεια υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων είτε σε οποιοδήποτε δικαστήριό τους είτε μόνο στα δικαστήρια που αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό, των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται «σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου» (άρθρο 35, παράγραφος 3, ΕΕ).

32. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επέλεξε την παροχή της ευχέρειας αυτής για υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων σε όλα τα γερμανικά δικαστήρια, αλλά η ευχέρεια αυτή καθίσταται υποχρέωση, αν πρόκειται για δικαστήριο τελευταίου βαθμού .

33. Το δε Βασίλειο του Βελγίου, όταν υπέγραψε τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, προέβη σε δήλωση με την οποία αποδέχθηκε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και παρέσχε σε όλα τα βελγικά δικαστήρια την ευχέρεια υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων βάσει του άρθρου 35 ΕΕ.

34. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του Oberlandesgericht Köln εν προκειμένω δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα και ότι το Rechtbank van eerste aanleg te Veurne αποτελεί βελγικό δικαστήριο υπό την έννοια του ανωτέρω αναφερθέντος άρθρου, το μεν πρώτο δικαστήριο είχε την υποχρέωση, το δε δεύτερο την ευχέρεια να υποβάλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσαν ότι για την έκδοση των αποφάσεών τους ήταν αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής.

35. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν κανένα από τα ζητήματα που προβλέπονται στο άρθρο 35, παράγραφος 5, ΕΕ , η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου είναι αναμφισβήτητη.

VI - Ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων

1. Ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις

36. Η προδικαστική αρμοδιότητα κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, ΕΕ αποσκοπεί, όπως όλες οι αρμοδιότητες αυτής της φύσεως που έχουν απονεμηθεί στο Δικαστήριο, στην ερμηνεία ή ενδεχομένως στην εκτίμηση του κύρους των διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου που εμπίπτουν στην καθ' ύλη αρμοδιότητά του. Σε καμία όμως περίπτωση δεν καλύπτει τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών στις δίκες που εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

37. Επομένως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί των συνεπειών που έχει το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής στην ποινική δίκη κατά του H. Gözütok ή επί των συνεπειών του σε σχέση με την παύση της ποινικής δίωξης. Το Δικαστήριο είναι απλώς αρμόδιο να ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποφανθεί αν η εξάλειψη της δυνατότητας ασκήσεως διώξεως στις Κάτω Χώρες συνεπάγεται την εξάλειψη της δυνατότητας ασκήσεως διώξεως στη Γερμανία.

38. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη τη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος του Oberlandesgericht Köln. Στην πραγματικότητα, αν εξεταστεί η έννοια που έχουν τα ερωτήματα των δύο αιτούντων δικαστηρίων ως σύνολο, μπορεί να ειπωθεί ότι τίθενται τα εξής ζητήματα:

1) Το πρώτο ζήτημα είναι αν η αρχή ne bis in idem, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής, έχει επίσης εφαρμογή στην περίπτωση στην οποία η δυνατότητα ποινικής δίωξης εξαλείφεται σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη κατόπιν της αποφάσεως του εισαγγελέα να παύσει τη δίωξη, αφού ο κατηγορούμενος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που του είχε επιβάλει.

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, το γερμανικό δικαστήριο διερωτάται αν είναι αναγκαία η δικαστική έγκριση της απόφασης του εισαγγελέα.

39. Για να διευκρινιστούν τα ανωτέρω ζητήματα, πρέπει να αναλυθεί το περιεχόμενο της ανωτέρω αναφερθείσας αρχής, και ειδικότερα η σημασία της στο πλαίσιο του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής, βάσει του αντικειμένου και του σκοπού της διάταξης αυτής. Πρέπει επίσης να εξεταστούν οι ποινικές διαδικασίες που έχουν τον χαρακτήρα συμβιβασμού και τα αποτελέσματά τους, σε συσχετισμό με το γράμμα της διάταξης την οποία καλείται να ερμηνεύσει το Δικαστήριο.

40. Κατά την ανάλυση αυτή πρέπει να μη λησμονούνται δύο αντιφατικά, κατά τα φαινόμενα, στοιχεία, τα οποία όμως είναι συμπληρωματικά και αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου φαινομένου.

41. Το πρώτο στοιχείο είναι ο κατακερματισμός του ποινικού δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τόσα συστήματα, όσα είναι και τα κράτη μέλη. Το δεύτερο στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι, όσο και αν είναι διαφορετικά τα εθνικά συστήματα ποινικής δικαιοσύνης, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η ολοένα και στενότερη ολοκλήρωση στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα.

42. Η διττή αυτή διαπίστωση έχει δύο συνέπειες. Πρώτον, πρέπει να εξευρεθεί απάντηση ανεξάρτητη από τις ιδιαιτερότητες κάθε συστήματος. Το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής χρησιμοποιεί όρους που έχουν διαφορετικό περιεχόμενο στα διάφορα εσωτερικά δίκαια, οπότε πρέπει να αποφευχθεί κάθε ερμηνεία που θα στηριζόταν στις εθνικές έννομες τάξεις. Η αναζήτηση της απάντησης πρέπει να γίνει στο πλαίσιο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση το κοινό υπόβαθρο που αποτελούν οι επιδιωκόμενοι με το κεκτημένο του Σένγκεν σκοποί. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε αυτοτελή ερμηνεία του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής.

43. Η δεύτερη συνέπεια είναι ουσιαστικής φύσεως. Όταν πρόκειται για την καταπολέμηση των διαφόρων μορφών εγκληματικότητας που επηρεάζουν ολόκληρη την ευρωπαϊκή κοινωνία, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την πάταξη αυτών των μορφών εγκληματικότητας μέσω της εθνικής νομοθεσίας τους. Καθένα από τα κράτη αυτά διασφαλίζει τη δημόσια τάξη στο εσωτερικό της χώρας, αλλά, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζει επίσης την ευρωπαϊκή δημόσια τάξη. Επομένως, μπορούν να υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες να παραβιάζεται η αρχή ne bis in idem, όπως είναι οι περιπτώσεις που αφορούν οι υποθέσεις στις κύριες δίκες, όπου η ίδια αξιόποινη πράξη διώκεται από τις ποινικές αρχές που έχουν κατά τόπο αρμοδιότητα και από τις αρχές άλλου κράτους μέλους των οποίων η αρμοδιότητα στηρίζεται σε άλλα κριτήρια.

2. Το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής ως αυθεντική έκφραση της αρχής ne bis in idem

44. Το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής αποτελεί νομική διάταξη που εξυπηρετεί τη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με τη δημιουργία ενός κοινού χώρου ελευθερίας και δικαιοσύνης. Η σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο της διαδικασίας που οδηγεί στην επίτευξη του σκοπού αυτού. Εντούτοις, η εξάλειψη των διοικητικών εμποδίων καταργεί τα εμπόδια για όλους, ακόμη και για όσους επωφελούνται από τη μείωση των ελέγχων για να επεκτείνουν τις παράνομες δραστηριότητές τους.

45. Για τον λόγο αυτό, η κατάργηση των ελέγχων πρέπει να αντισταθμίζεται από αυξημένη συνεργασία μεταξύ των κρατών, κυρίως στον τομέα της αστυνομίας και της ασφάλειας. Σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο, εντός του οποίου επιδιώκεται η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δικαστικών και αστυνομικών μέτρων, χωρίς να θίγονται οι εγγυήσεις που παρέχονται στους πολίτες εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας δικαίου, εντάσσονται τα άρθρα 54 έως 58 της σύμβασης εφαρμογής, τα οποία ρυθμίζουν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στον τομέα του κεκτημένου του Σένγκεν.

46. Το άρθρο 54 αποτελεί την έκφραση της εγγυήσεως αυτής για όσους υπόκεινται σε άσκηση ποινικής διώξεως. Όποιος έχει δικαστεί αμετάκλητα σε συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να δικαστεί και πάλι για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ανεξάρτητα από το αν η πρώτη δικαστική απόφαση ήταν απαλλακτική ή καταδικαστική, υπό την προϋπόθεση ότι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που επέβαλε την καταδίκη.

47. Η ανωτέρω διάταξη αποτελεί αυθεντική έκφραση της εν λόγω εγγυήσεως, η οποία δεν ισχύει μόνο στο εσωτερικό μιας έννομης τάξης, αλλά παράγει επίσης αποτελέσματα στην περίπτωση που η δεύτερη ποινική δίωξη ασκείται στο πλαίσιο διαφορετικού νομικού συστήματος.

3. Η θεμελίωση της αρχής ne bis in idem - Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή αυτή

48. Σύμφωνα με αυτό τον κανόνα δικαίου, δεν επιτρέπεται, προκειμένου να προστατευθούν τα ίδια έννομα αγαθά από την ίδια παράνομη συμπεριφορά, να ασκούνται πλείονες διώξεις κατά του ίδιου προσώπου, το οποίο μάλιστα ενδέχεται να καταδικαστεί περισσότερες από μία φορές, διότι η σώρευση αυτή διώξεων και κυρώσεων έχει την ανεπίτρεπτη συνέπεια να ασκείται επανειλημμένα το δικαίωμα επιβολής ποινής .

49. Η εν λόγω αρχή στηρίζεται σε δύο βασικούς κανόνες κάθε νομικού συστήματος. Ο ένας κανόνας είναι η ασφάλεια δικαίου, ενώ ο άλλος είναι η επιείκεια. Εφόσον αυτός που έχει τελέσει μια αξιόποινη πράξη έχει διωχθεί και καταδικαστεί, πρέπει να είναι βέβαιος ότι, εφόσον εκτίσει την ποινή του, έχει εξαλειφθεί η ενοχή του και δεν χρειάζεται να φοβάται την επιβολή νέας κύρωσης. Στην περίπτωση που απαλλαγεί από την κατηγορία, πρέπει να έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα κινηθεί καμία άλλη διαδικασία για να δικαστεί και πάλι.

50. Σε περίπτωση καταδίκης δεν πρέπει να λησμονείται ότι η επιβολή οποιασδήποτε κυρώσεως αποβλέπει σε διττό σκοπό: σε καταστολή και σε αποτροπή. Σκοπός της κύρωσης είναι να επιβάλλεται τιμωρία για ορισμένη συμπεριφορά και να αποθαρρύνονται οι αυτουργοί, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος δυνητικός δράστης, από το να επιδεικνύουν συμπεριφορά την οποία αποδοκιμάζει το δίκαιο. Επομένως, η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη προς τους σκοπούς αυτούς και ισόρροπη, ώστε αφενός να αποτελεί τιμωρία για την επίμαχη συμπεριφορά και αφετέρου να είναι παραδειγματική. Η αρχή της επιείκειας, ένα μέσο εφαρμογής της οποίας αποτελεί ο κανόνας περί αναλογικότητας, απαγορεύει επίσης τη σώρευση κυρώσεων.

51. Το Δικαστήριο εφάρμοσε για πρώτη φορά την αρχή ne bis in idem στην υπόθεση Gutmann κατά Επιτροπής της ΕΚΑΕ , αντικείμενο της οποίας ήταν η περίπτωση ενός υπαλλήλου κατά του οποίου είχαν κινηθεί δύο πειθαρχικές διαδικασίες για τα ίδια περιστατικά. Εντούτοις, επρόκειτο για περίπτωση στην οποία η διπλή κύρωση θα επιβαλλόταν εντός του ίδιου νομικού συστήματος. Οι συνέπειες της εν λόγω αρχής σε περίπτωση κινήσεως διαδικασιών εντός διαφορετικών νομικών συστημάτων εξετάστηκε για πρώτη φορά στις υποθέσεις Wilhelm κ.λπ. και Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής .

52. Το Δικαστήριο επομένως είχε την ευκαιρία να εξετάσει περιπτώσεις στις οποίες είχαν επιβληθεί σωρευτικά πλείονες κυρώσεις. Πράγματι, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζονται ταυτόχρονα η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και οι νομοθεσίες των κρατών μελών. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί συναφώς το δίκαιο του ανταγωνισμού . Έτσι, το Δικαστήριο έχει δεχθεί τα εξής: «Το κοινοτικό δίκαιο και το εθνικό δίκαιο για τις συμπράξεις αντιμετωπίζουν τις τελευταίες από διαφορετική άποψη. Πράγματι, ενώ το άρθρο 85 τις αντιμετωπίζει με κριτήριο τα εμπόδια που μπορούν να δημιουργήσουν για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, οι εσωτερικές νομοθεσίες, εμπνεόμενες από δικές τους η καθεμία σκέψεις, αντιμετωπίζουν τις συμπράξεις μόνο μέσα στο μοναδικό αυτό πλαίσιο» .

53. Στηριζόμενο στα ανωτέρω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι μια σύμπραξη μπορεί να αναλύεται ταυτόχρονα υπό το πρίσμα του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου, καθώς και ότι, πράγμα σημαντικότερο, η διττή αυτή εξέταση μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή δύο κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για τα ίδια περιστατικά .

54. Μήπως τότε τα ανωτέρω σημαίνουν ότι ένα πρόσωπο μπορεί να δικαστεί και ενδεχομένως να καταδικαστεί δύο φορές για την ίδια συμπεριφορά, αν το δικαίωμα επιβολής ποινών ασκείται στο πλαίσιο δύο διαφορετικών εννόμων τάξεων; Δεν το πιστεύω, παρά την αντίθετη άποψη που υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας Mayras με τις προπαρατεθείσες προτάσεις του, με τις οποίες αποφάνθηκε ότι «ο κανόνας αυτός - ο κανόνας ne bis in idem - δεν ισχύει παρά στο εσωτερικό κάθε εθνικής έννομης τάξης» .

55. Η άποψη του γενικού εισαγγελέα δεν μπορεί να αποχωριστεί από το πλαίσιό της, από μια εποχή δηλαδή στην οποία η εφαρμογή του ποινικού δικαίου σε ορισμένο γεωγραφικό χώρο, έκφραση της κρατικής κυριαρχίας, στηριζόταν στην αρχή της εδαφικότητας. Οι προτάσεις του Mayras εκφράζουν την αντίληψη αυτή. Εντούτοις, η αυστηρή εφαρμογή της αρχής της εδαφικότητας είναι ασυμβίβαστη με πολλές περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν εξωεδαφικά στοιχεία και στις οποίες η ίδια συμπεριφορά μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα σε διαφορετικά τμήματα του εδάφους της Ένωσης. Η οικοδόμηση μιας Ευρώπης χωρίς σύνορα, συνέπεια της οποίας είναι η προσέγγιση των διαφόρων εθνικών νομικών συστημάτων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται τα ποινικά συστήματα, προϋποθέτει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη διαπνέονται από τις ίδιες αξίες. Στο πεδίο ακριβώς των αξιών αυτών αποκτά την πραγματική σημασία της η υπό εξέταση γενική αρχή.

56. Η κλασική αντίληψη σχετικά με την αρχή ne bis in idem προϋποθέτει την τριπλή ταύτιση στοιχείων: ταύτιση των πραγματικών περιστατικών, ύπαρξη ενός μόνο δράστη και ύπαρξη ενός μόνο προστατευόμενου έννομου αγαθού - της ίδιας προστατευόμενης αξίας . Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν το δικαίωμα επιβολής ποινής ασκείται εντός του ίδιου νομικού συστήματος ή σε διαφορετικές έννομες τάξεις, αλλά, ανεξάρτητα από το ποιος ασκεί την εξουσία επιβολής ποινών, πρέπει, για να διαπιστώνεται αν ορισμένη πράξη μπορεί να τιμωρείται περισσότερες από μία φορές, να εξετάζεται αν με την επιβολή των διαφόρων κυρώσεων προστατεύονται τα ίδια έννομα αγαθά ή, αντίθετα, αξίες που διαφέρουν μεταξύ τους.

57. Επί του παρόντος τα κράτη μέλη και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύονται από την αρχή ne bis in idem, η οποία, όπως ανέφερα ήδη, αποτελεί θεμελιώδη εγγύηση για τους πολίτες .

58. Αν επιτρεπόταν, για την προστασία ορισμένου εννόμου αγαθού, η επιβολή κύρωσης ή ποινής στο ίδιο πρόσωπο σε διάφορα κράτη μέλη για την τέλεση των ίδιων πράξεων, αυτό θα ήταν εγγενώς άδικο και αντίθετο προς τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η οικοδόμηση μιας ενωμένης Ευρώπης.

59. Η ίδια η αντίληψη περί δικαιοσύνης δεν επιτρέπει να μην λαμβάνονται υπόψη οι αποφάσεις των αλλοδαπών ποινικών δικαστηρίων, πράγμα που αφενός θα υπονόμευε την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και αφετέρου θα πρόσβαλλε τα δικαιώματα του καταδικασθέντος. Η άποψη του γενικού εισαγγελέα Mayras δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί σήμερα, διότι αντιβαίνει στο γράμμα του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής, το οποίο επαναλαμβάνει το άρθρο 1 της Σύμβασης των Βρυξελλών της 25ης Μα_ου 1987, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem.

60. Οι ανωτέρω σκέψεις δεν αποτελούν απλώς ασκήσεις ύφους του γράφοντος, προκειμένου να καταλήξει σε αυτό που προβλέπει ήδη το προαναφερθέν άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής, καθόσον οι λόγοι υπάρξεως του κανόνα ne bis in idem και οι αξίες στις οποίες στηρίζεται ο κανόνας αυτός θα με βοηθήσουν να δώσω απάντηση που θα αίρει τις αμφιβολίες του Oberlandesgericht Köln και του Rechtbank van eerste aanleg te Veurne.

4. Ο ποινικός συμβιβασμός ως έκφραση του ius puniendi

61. Κατά συνέπεια, εφόσον ένα πρόσωπο έχει δικαστεί αμετάκλητα για ορισμένα περιστατικά, δεν μπορεί να δικαστεί και πάλι, ανεξάρτητα από το αν η πρώτη απόφαση ήταν απαλλακτική ή καταδικαστική.

62. Η ανωτέρω φράση περιέχει την ουσία των ερωτημάτων που υπέβαλαν τα δύο εθνικά δικαστήρια. Σε περίπτωση ποινικού συμβιβασμού, «δικάζεται αμετάκλητα» κανείς για τα περιστατικά; Με άλλα λόγια, αποτελεί ο συμβιβασμός έκφραση της ποινικής δικαιοσύνης;

63. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι αναγκαία η σαφής και λεπτομερής γνώση των δικαστικών συμβιβαστικών διαδικασιών και των πιθανών αποτελεσμάτων τους. Προς τούτο είναι αναγκαίο να εξεταστούν, σε γενικές έστω γραμμές, οι νομοθεσίες των κρατών μελών που προβλέπουν κάποια ποινική διαδικασία συμβιβαστικού χαρακτήρα .

Α - Οι διαδικασίες συμβιβαστικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη

64. Στο γερμανικό δίκαιο , ο εισαγγελέας μπορεί να αποφασίσει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, εφόσον ο κατηγορούμενος αποδεχθεί και εκτελέσει ορισμένες υποχρεώσεις που του επιβάλλει. Μολονότι, κατά κανόνα, είναι αναγκαία η παροχή άδειας από το αρμόδιο δικαστήριο, η άδεια αυτή δεν είναι υποχρεωτική όταν πρόκειται για εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή που δεν υπερβαίνει την προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ελάχιστη ποινή και αν η προκληθείσα ζημία είναι ασήμαντη. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος συμφωνήσει με την πρόταση, ο εισαγγελέας τού τάσσει προθεσμία για την εκπλήρωση των συμφωνηθέντων και μετά την εκπλήρωση αυτή θεωρείται ότι έχει εξαλειφθεί οριστικά η ευθύνη και «η πράξη δεν μπορεί να διωχθεί ως πλημμέλημα» .

65. Στην Αυστρία απαντά η λεγόμενη «Diversion» («Διαδικασία εκτροπής») , η οποία επιτρέπει στον εισαγγελέα (ή στον ανακριτή) να παύσει την ποινική δίωξη, εφόσον καταβληθεί ορισμένο χρηματικό ποσό, παρασχεθεί εργασία κοινωνικού χαρακτήρα, διαρρεύσει ορισμένη δοκιμαστική περίοδος ή επιτευχθεί εξώδικος ποινικός διακανονισμός. Μόλις ο κατηγορούμενος εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του έχουν επιβληθεί, εξαλείφεται οριστικά το δικαίωμα ασκήσεως ποινικής διώξεως .

66. Στο Βέλγιο υπάρχουν δύο διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα: ο ποινικός συμβιβασμός και η ποινική διαμεσολάβηση, που προβλέπονται στα άρθρα 216 bis και 216 του code d'instruction criminelle και επιτρέπουν στον εισαγγελέα να θέσει οριστικά την υπόθεση στο αρχείο ή να παύσει τη δίωξη, εφόσον ο κατηγορούμενος εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις. Εντούτοις, το δεύτερο από τα αναφερθέντα ανωτέρω άρθρα ορίζει, στην παράγραφο 4, δεύτερο εδάφιο, ότι η παύση της ποινικής δίωξης στην περίπτωση της ποινικής μεσολάβησης δεν θίγει το δικαίωμα των παθόντων και των κληρονόμων τους να ασκήσουν αγωγή ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου.

67. Στη γαλλική έννομη τάξη προβλέπεται μια διαδικασία που είναι γνωστή ως «composition pénale» , κατά την οποία ο εισαγγελέας μπορεί να προτείνει στον τελέσαντα ορισμένη αξιόποινη πράξη την παύση της δίωξης σε αντάλλαγμα της εκπλήρωσης μιας ή περισσότερων υποχρεώσεων. Στο πλαίσιο αυτού του γαλλικού θεσμού περί συμβιβασμού, ο εισαγγελέας πρέπει να έχει την έγκριση του αρμόδιου δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, την ευχέρεια να παύσει τη δίωξη έχει μόνο ο εισαγγελέας.

68. Το Βασίλειο της Δανίας προβλέπει ότι, όταν πρόκειται για αξιόποινη πράξη για την οποία προβλέπεται χρηματική ποινή, ο εισαγγελέας μπορεί να προτείνει στον κατηγορούμενο την παύση της δίωξης, αν ο κατηγορούμενος αναγνωρίσει την ενοχή του και δεσμευθεί να καταβάλει πρόστιμο εντός ορισμένης προθεσμίας. Εφόσον παρέλθει η δίμηνη προθεσμία που προβλέπεται για την ακύρωση της πρότασης αυτής από τις ιεραρχικά προϊστάμενες αρχές, η απόφαση για την παύση της δίωξης καθίσταται αμετάκλητη.

69. Στην ισπανική έννομη τάξη επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να δεχθεί την ποινή που ζητεί ο εισαγγελέας, οπότε ο δικαστής ή το δικαστήριο εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τον νομικό χαρακτηρισμό που συμφώνησαν ο κατηγορούμενος και ο εισαγγελέας .

70. Το φινλανδικό δίκαιο, μολονότι δεν προβλέπει τον κατά κυριολεξία συμβιβασμό, προβλέπει εντούτοις ορισμένα μέτρα συμβιβαστικού χαρακτήρα που μπορούν να οδηγήσουν στην εξάλειψη του δικαιώματος ασκήσεως διώξεως. Πρόκειται για την απλοποιημένη διαδικασία για τα πταίσματα , κατά την οποία ο εισαγγελέας μπορεί να επιβάλει πρόστιμο χωρίς να είναι αναγκαία η παρέμβαση δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή είναι οριστική και έχει την ισχύ δεδικασμένου.

71. Στην Ιρλανδία υπάρχουν διαδικασίες που προβλέπουν ότι μια αξιόποινη πράξη μπορεί, για διαφόρους λόγους, να μη διώκεται ποινικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η καταβολή προστίμου , με την οποία η υπόθεση τίθεται στο αρχείο.

72. Μολονότι στο ιταλικό δίκαιο δεν απαντούν γενικά ούτε ο εισαγγελικός συμβιβασμός ούτε η ποινικής φύσεως μεσολάβηση (εκτός από την περίπτωση των αξιόποινων πράξεων που τελούνται από ανηλίκους) υπάρχει μια διαδικασία sui generis, η οποία αποκαλείται «patteggiamento» . Πρόκειται για ειδική διαδικασία, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη συμβιβαστικής συμφωνίας τόσο για τη διαδικασία όσο και για την ποινή, της οποίας η διάρκεια δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο έτη. Τη διαδικασία του patteggiamento μπορούν να κινήσουν ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος. Εν πάση περιπτώσει, η συμφωνία πρέπει να επικυρωθεί από το δικαστήριο.

73. Στο Λουξεμβούργο ο νόμος της 6ης Μα_ου 1999 πρόσθεσε στο άρθρο 24 του code d'instruction criminelle μια πέμπτη παράγραφο, σύμφωνα με την οποία ο εισαγγελέας μπορεί, πριν ασκήσει δίωξη, να κινήσει διαδικασία μεσολάβησης, η οποία ενδέχεται να καταλήξει στην απόφαση για συνέχιση της διώξεως ή για παραγραφή του αξιοποίνου.

74. Στις Κάτω Χώρες προβλέπεται επίσης η δυνατότητα συμβιβασμού («transactie»), που ρυθμίζεται από τα άρθρα 74 επ. του ολλανδικού Ποινικού Κώδικα. Η δυνατότητα διώξεως εξαλείφεται όταν ο κατηγορούμενος εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του έχει επιβάλει ο εισαγγελέας. Η εξάλειψη αυτή προβλέπεται ρητά από το άρθρο 74, παράγραφος 1.

75. Στην Πορτογαλία επιτρέπεται η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας. Ο μηχανισμός αυτός δίδει στον εισαγγελέα τη δυνατότητα να «παγώσει» την ποινική δίωξη, επιβάλλοντας ορισμένες υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η απόφαση εξαρτάται από την αποδοχή της από τον κατηγορούμενο και, ενδεχομένως, από τον αστικώς ενάγοντα και υπόκειται στην έγκριση του ανακριτή. Εφόσον ο κατηγορούμενος εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, περατώνεται η διαδικασία και δεν μπορεί να κινηθεί εκ νέου .

76. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το αγγλικό δίκαιο προβλέπει μια διαδικασία συμβιβαστικής φύσεως, όσον αφορά την οδική κυκλοφορία. Η λεγόμενη «fixed penalty notice» επιτρέπει, προς αποφυγή της ποινικής δίωξης, την καταβολή προστίμου και την αφαίρεση μορίων από την άδεια οδήγησης. Εφόσον εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις, εξαλείφεται το δικαίωμα ασκήσεως ποινικής δίωξης . Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο δικαστής Auld πρότεινε τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των συμβιβαστικών διαδικασιών και ότι η πρότασή του αποτέλεσε αντικείμενο μιας Λευκής Βίβλου της Βρετανικής Κυβερνήσεως, η οποία παρουσιάστηκε στα μέσα του περασμένου Ιουλίου. Κατά το σκωτικό δίκαιο, επιτρέπεται στον εισαγγελέα να υποβάλει «conditional offer» («προσφορά υπό όρους») στον κατηγορούμενο, προς αποφυγή της ποινικής δίωξης, εφόσον πρόκειται για παραβάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των District Courts. Ο κατηγορούμενος, αν αποδεχθεί την πρόταση, πρέπει να καταβάλει πρόστιμο και, εφόσον το καταβάλει, παύει οριστικά η ποινική δίωξη .

77. Τέλος, στη Σουηδία υπάρχει μια διαδικασία επιβολής ποινών χωρίς παρέμβαση δικαστηρίου (strafföreläggande) , η οποία χρησιμοποιείται για τα λιγότερο σοβαρά αδικήματα, όπως είναι η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών και οι μικροκλοπές. Αν ο κατηγορούμενος αποδεχθεί την προτεινόμενη από τον εισαγγελέα ποινή (κατόπιν συμφωνίας ενδεχομένως με τους παθόντες) η επιβολή της ποινής αποκτά την ισχύ δεδικασμένου.

B - Αντικείμενο και σκοπός του ποινικού συμβιβασμού

78. Για να πραγματοποιηθεί ο χαρακτηρισμός ενός νομικού θεσμού, ιδίως δε αν το πεδίο εφαρμογής του είναι ο κλάδος δικαίου που αφορά αμεσότατα την αξιοπρέπεια και τις θεμελιώδεις αξίες του ατόμου, πρέπει να αποφεύγεται κάθε στείρος νομιναλισμός και να αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στη φύση του.

79. Είναι προφανές ότι ο όρος «συμβιβασμός» ή οι διάφοροι άλλοι παρόμοιοι όροι χαρακτηρίζουν στα διάφορα κράτη μέλη τις διαδικασίες κατά τις οποίες ο εισαγγελέας αποφασίζει, βάσει εξουσιοδοτήσεως του νόμου και, σε ορισμένα νομικά συστήματα, χωρίς να εκδοθεί καμία δικαστική απόφαση, να μην ασκήσει ή να παύσει την ποινική δίωξη κατά ορισμένου ατόμου, εφόσον το άτομο αυτό έχει καταβάλει στο Δημόσιο ορισμένο χρηματικό ποσό ή έχει εκπληρώσει άλλες υποχρεώσεις.

80. Πρόκειται για διαδικασία η οποία, μολονότι έχει το στοιχείο της συμμετοχής δύο πλευρών, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η παρέμβαση της κρατικής εξουσίας πραγματοποιείται από θέση υπεροχής. Πρόκειται για μια μορφή απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία πάντως δεν έχει εφαρμογή σε όλα τα εγκλήματα. Η διαδικασία αυτή αποτελεί την έκφραση μιας μορφής δικαιοσύνης που έχει διαμορφωθεί ως απάντηση σε ορισμένη κατηγορία μορφών συμπεριφοράς για τις οποίες η κοινωνική αποδοκιμασία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και των οποίων η πάταξη δεν απαιτεί την κίνηση του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους σε όλη την έκτασή του ούτε συνεπώς την πλήρη εφαρμογή των εγγυήσεων που παρέχει στο πλαίσιο της ποινικής δίκης η συμμετοχή δικαστή.

81. Εξάλλου, ο συμβιβασμός αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, ένα τρόπο αποφυγής της κατάρρευσης του δικαστικού συστήματος, διότι έτσι καθίσταται δυνατό να δίδεται απλή, ταχεία και αποτελεσματική απάντηση στις περιπτώσεις στις οποίες αυτό κρίνεται ενδεδειγμένο, με βάση την ακολουθούμενη πολιτική στον ποινικό τομέα. Ο βορειοαμερικανικός ρεαλισμός έχει δώσει σημαντική ώθηση στις διαμεσολαβητικές αυτές διαδικασίες, οι οποίες στηρίζονται πάντοτε στην εκ μέρους του κατηγορουμένου αποδοχή της προτεινόμενης κύρωσης, έστω και αν η πρακτική που έχει αναπτυχθεί στις μεγάλες πόλεις είναι ιδιόμορφη .

82. Ο συμβιβασμός εμφανίζεται δηλαδή ως η πλέον ενδεδειγμένη λύση για την αντιμετώπιση ορισμένων εγκλημάτων, για τα οποία δεν απαιτείται η εφαρμογή βαρειάς ποινής και αρκεί μια ελαφρότερη, λιγότερο τραυματική αντίδραση του κοινωνικού συνόλου. Δίδεται έτσι η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, χωρίς να κινηθεί καμία διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, να αναγνωρίσει ρητά ή σιωπηρά την ενοχή του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει συμφωνήσει με τον εισαγγελέα, υπό μορφή εκτίσεως ποινής, εντός των ορίων που έχει θέσει ο νομοθέτης· εν πάση περιπτώσει, οι υποχρεώσεις αυτές θα είναι λιγότερο επαχθείς από την ποινή που θα επιβαλλόταν αν δεν επιτυγχανόταν συμφωνία και διεξαγόταν τακτική ποινική δίκη. Σε αντάλλαγμα, η κρατική εξουσία παύει τη δίωξη και εξαλείφεται η δυνατότητα ασκήσεώς της.

Γ - Ο ποινικός συμβιβασμός ως μορφή απονομής της δικαιοσύνης

83. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό αυτό, επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι οι υποχρεώσεις που εκπληρώνει ο κατηγορούμενος αποτελούν τιμωρία για τη συμπεριφορά του. Η δεύτερη είναι ότι ο τιμωρών είναι το κράτος, το οποίο ενεργεί από θέση ισχύος. Ο κατηγορούμενος είναι ελεύθερος να δεχθεί ή να μη δεχθεί τον συμβιβασμό· αν δεν τον δεχθεί, οφείλει να γνωρίζει ότι θα συνεχιστεί η ποινική δίωξη. Μολονότι μεταβάλλεται η μορφή ασκήσεως της ποινικής διώξεως, το δικαίωμα επιβολής ποινής παραμένει το ίδιο.

84. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι, κατά τη διαδικασία του συμβιβασμού, δεν υπάρχει δικαστής που να ασκεί τη δικαστική εξουσία δεν σημαίνει ότι η διαδικασία χάνει τον δικαστικό της χαρακτήρα και ότι η απόφαση συμβιβασμού δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής. Δεν πρόκειται δηλαδή για το φαινόμενο που ορισμένοι αποκαλούν «δικαιοσύνη χωρίς δικαστή», σαν να επρόκειτο για οιονεί ιδιωτική συμφωνία.

85. Ο συμβιβασμός αποτελεί διαδικασία με την οποία η ποινικού χαρακτήρα διαφορά μπορεί να επιλύεται με συμφωνία μεταξύ του φορέα της ποινικής δίωξης και του κατηγορουμένου, χωρίς να είναι αναγκαία καμία υπό στενή έννοια δικαστική διαδικασία. Αυτή η μορφή συμβιβασμού δεν συνεπάγεται τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα για τον καθορισμό της ποινής. Η κρατική εξουσία προβαίνει, μέσω του φορέα της εξουσίας ποινικής διώξεως, σε ορισμένη προσφορά, η οποία μπορεί να γίνει δεκτή αυτούσια ή να απορριφθεί.

86. Δεν πρόκειται για τη διαπραγμάτευση συμφωνίας μεταξύ κατηγορουμένου και εισαγγελέα, όπως υποστήριξε ο εκπρόσωπος του H. Gözütok, αλλά για απόφαση με την οποία εκφράζεται η εξουσία επιβολής ποινών, έστω και αν στην πραγματικότητα είναι λιγότερο αυστηρή απ' ό,τι μια καταδικαστική απόφαση.

87. Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι ο ποινικός συμβιβασμός έχει συμβατικό χαρακτήρα , αφού επιβάλλει καταδίκη, ελαφράς μορφής και αποδεκτή από τον κατηγορούμενο οπωσδήποτε, η οποία όμως αποτελεί οπωσδήποτε κύρωση και επιτελεί τις λειτουργίες που επιτελεί κάθε ποινή. Όπως τόνισε η Επιτροπή, ο ποινικός συμβιβασμός αποτελεί «εναλλακτική κύρωση», με την οποία τιμωρείται η αξιόποινη συμπεριφορά και αποθαρρύνεται η τέλεση παρόμοιων πράξεων στο μέλλον.

88. Επιπλέον, ο ποινικός συμβιβασμός έχει «εγγενή δικαστικό χαρακτήρα»· δεν πρόκειται για θεσμό ξένο προς την ποινική δικαιοσύνη, αφού η ύπαρξή του δικαιολογείται μόνον ως έκφραση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Όλα τα εγκλήματα διώκονται κατ' εντολή του εισαγγελέα και η ποινή επιβάλλεται κατόπιν διεξαγωγής δίκαιης δίκης. Εντούτοις, σε ορισμένες έννομες τάξεις ο φορέας της εξουσίας ποινικής δίωξης μπορεί να συνάπτει συμφωνία με τον κατηγορούμενο σχετικά με την επιβολή κυρώσεως για ορισμένα εγκλήματα, ενώ βέβαια εννοείται ότι, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, αν ο κατηγορούμενος δεν αποδεχθεί την πρόταση, συνεχίζεται η τακτική διαδικασία της ποινικής δίωξης και επιβολής ποινής για το έγκλημα.

89. Σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη, το κράτος ασκεί, όσον αφορά ορισμένα εγκλήματα, την εξουσία επιβολής ποινών μέσω της παρεμβάσεως του φορέα του δικαιώματος ασκήσεως ποινικής διώξεως, το οποίο, εφόσον εκτίεται η ποινή, αποσβένεται. Το κράτος δηλαδή αποφαίνεται οριστικά μέσω του αρμόδιου οργάνου του. Επομένως, αυτή η απάντηση σε ορισμένη κατηγορία εγκλημάτων αποτελεί μορφή απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

90. Θα μπορούσε δηλαδή να ειπωθεί συνοπτικά ότι ο κατηγορούμενος που συνάπτει τον συμβιβασμό και αποδέχεται τους όρους που επιβάλλει ο εισαγγελέας καταδικάζεται για τα περιστατικά για τα οποία ομολογεί ότι είναι ένοχος, αφού αποδέχεται την τιμωρία. Εφόσον η συμφωνία καταστεί απρόσβλητη, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και, εφόσον εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις που ανέλαβε ο κατηγορούμενος, ότι έχει εκτιθεί η ποινή. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ασκηθεί κατ' αυτού νέα δίωξη, η οποία θα αντέβαινε στο άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής.

Δ - Η διασφάλιση των δικαιωμάτων του πολίτη στο πλαίσιο του ποινικού συμβιβασμού

91. Επομένως, στο πλαίσιο του συμβιβασμού, το κράτος ασκεί την ποινική δίωξη κατά ατόμου το οποίο ουσιαστικά αναγνωρίζει την ενοχή του και, εφόσον εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί, εξαλείφεται η δυνατότητα δίωξης , όπως ακριβώς θα συνέβαινε είτε με την απόφαση να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, είτε με μια απαλλακτική ή καταδικαστική δικαστική απόφαση, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είχε εκτιθεί η ποινή.

92. Η μορφή αυτή απονομής δικαιοσύνης διασφαλίζει επίσης τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου.

93. Ο κατηγορούμενος στον οποίο προτείνεται συμβιβασμός αντιμετωπίζει ποινική δίωξη υπό την έννοια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του παρέχονται de jure τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η σύμβαση αυτή σε κάθε κατηγορούμενο, και συγκεκριμένα τα δικαιώματα που προβλέπει το άρθρο 6.

94. Κατ' αρχάς, ο εισαγγελέας οφείλει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για τον προαιρετικό χαρακτήρα του συμβιβασμού και για το δικαίωμά του να δικαστεί από ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί από δικαστήριο αναγνωρίζεται από τα σημαντικότερα διεθνή νομοθετήματα και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου .

95. Η ελευθερία αποδοχής ή απόρριψης της πρότασης συμβιβασμού έχει θεμελιώδη σημασία. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η ύπαρξή της, διότι ο κατηγορούμενος είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να αποδεχθεί την πρόταση του εισαγγελέα, αν θέλει να παύσει η κατ' αυτού ποινική δίωξη. Εντούτοις, το στοιχείο αυτό δεν καθιστά ελαττωματική τη συγκατάθεσή του, διότι η απειλή λήψεως ορισμένου μέτρου δεν είναι απορριπτέα αν τα χρησιμοποιούμενα μέσα και ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι θεμιτά.

96. Ο θεμιτός αυτός χαρακτήρας συνίσταται στη δυνατότητα είτε αποδοχής αυτούσιας είτε ολοκληρωτικής απόρριψης της πρότασης ποινικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει δεχθεί ότι, μολονότι η προοπτική κλήσης στο ακροατήριο ενώπιον ποινικού δικαστή μπορεί να επηρεάσει τη βούληση του ενδιαφερόμενου ως προς την απόρριψη ή την αποδοχή της πρότασης συμβιβασμού, η πίεση αυτή που του ασκείται δεν είναι ασυμβίβαστη με τη σύμβαση .

97. Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο ποινικός συμβιβασμός αποτελεί έκφραση της εξουσίας επιβολής ποινών, μια μορφή απονομής δικαιοσύνης που διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και που καταλήγει στην επιβολή κύρωσης. Δεν υπάρχει επομένως καμία αμφιβολία ότι μέσω του συμβιβασμού αυτού εκδίδεται απόφαση επί των περιστατικών για τα οποία ασκήθηκε η δίωξη και επί της ενοχής αυτού που διέπραξε τις επίμαχες πράξεις.

98. Εφόσον διασφαλίζονται τα δικαιώματα του πολίτη, δεν έχει καμία σημασία, στο πλαίσιο των ερωτημάτων που υπέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια και ιδίως το Oberlandesgericht Köln, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της Γαλλικής Κυβερνήσεως, το αν η απόφαση παύσης της ποινικής δίωξης υπόκειται στην έγκριση δικαστηρίου.

99. Πράγματι, η ενδεχόμενη μεταγενέστερη παρέμβαση του δικαστή δεν προσθέτει τίποτε το νέο. Αφού τα δικαιώματα του κατηγορουμένου διασφαλίζονται ευθύς εξαρχής, αφού ο κατηγορούμενος αναγνωρίζει την ενοχή του και, τέλος, εκδίδεται έμμεσα απόφαση επί της ενοχής, η μεταγενέστερη δικαστική έγκριση θα είχε καθαρά τυπικό χαρακτήρα· η διαδικασία αυτή θα κατέληγε να είναι καθαρά τυπολατρική.

Ε - Το ζήτημα αν ο ποινικός συμβιβασμός έχει ισχύ δεδικασμένου

100. Επομένως, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης μέσω αυτού του συμβατικού μηχανισμού δεν αποτελεί υποκατάστατο, αλλά αυτοτελή μορφή ασκήσεως του δικαιώματος επιβολής ποινών, η οποία εμφανίζεται, όσον αφορά ορισμένα εγκλήματα, ως εναλλακτική λύση έναντι της καθαρά δικαστικής λειτουργίας.

101. Από τη στιγμή κατά την οποία ο κατηγορούμενος αποδέχεται την πρόταση του εισαγγελέα και εκπληρώνει τις επιβληθείσες υποχρεώσεις, το κράτος δίδει την οριστική απάντησή του στην αξιόποινη συμπεριφορά, πράγμα που σημαίνει ότι όποιος αποδέχεται τον συμβιβασμό και αναλαμβάνει τις συμφωνηθείσες δεσμεύσεις δικαιούται, όπως ακριβώς και ο κατηγορούμενος για τον οποίο εκδίδεται αμετάκλητη απόφαση, να μην υπάρξει υπαναχώρηση, να μη τροποποιηθεί το περιεχόμενο του συμβιβασμού και να μην ενοχληθεί ο ίδιος στο μέλλον για τα ίδια περιστατικά.

102. Με άλλα λόγια, ο συμβιβασμός είναι δεσμευτικός και, εφόσον εκπληρωθούν οι όροι του, αποτελεί την τελευταία λέξη της κρατικής εξουσίας επί του σχετικού ζητήματος. Η εκτελεστότητα και το δεδικασμένο αποτελούν όμως τα δύο χαρακτηριστικά κάθε δικαστικής αποφάσεως με την οποία επιλύεται ορισμένη διαφορά .

103. Αυτή η ιδιαίτερη ισχύς της αποφάσεως υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ο εισαγγελέας μπορεί να επιλύει ορισμένο ζήτημα, δηλαδή στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης, αλλά δεν επηρεάζει τα μέσα παροχής έννομης προστασίας στον παθόντα ή, γενικότερα, στον ζημιωθέντα, όπως είναι η δυνατότητα άσκησης πολιτικής αγωγής. Για τον λόγο αυτό, τα άρθρα 216 bis και 216 ter του βελγικού code d'instruction criminelle ορίζουν ότι η παύση της ποινικής δίωξης κατόπιν του ποινικού συμβιβασμού δεν θίγει το δικαίωμα των παθόντων ή των ελκόντων από αυτούς δικαιώματα να ασκήσουν αγωγή, ενώ το ολλανδικό δίκαιο παρέχει στους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα να προσβάλουν την απόφαση του εισαγγελέα ενώπιον δικαστηρίου .

104. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής, η εξάλειψη της δυνατότητας άσκησης ποινικής δίωξης σε ένα κράτος μέλος κατόπιν της συνάψεως και της επιτυχούς εκτελέσεως συμβιβασμού, κωλύει την άσκηση ποινικής δίωξης σε άλλο κράτος μέλος για τα ίδια περιστατικά, αλλά δεν αποτελεί εμπόδιο για την εκ μέρους του παθόντος άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

105. Η ανωτέρω παρατήρησή μου, έστω και αν η ορθότητά της είναι προφανής, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι περιττή, αφού η προαναφερθείσα διάταξη της σύμβασης αφορά μόνο την ποινική δίωξη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ορθότητά της, όσον αφορά τα νομικά συστήματα στα οποία ο παθών δεν μπορεί να ασκήσει την πολιτική αγωγή ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων ενώπιον των οποίων ασκείται η ποινική δίωξη. Όσον αφορά τα νομικά συστήματα στα οποία είναι δυνατή η άσκηση τόσο της δίωξης όσο και της πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, η παύση της δίωξης δεν θίγει ποτέ το δικαίωμα του παθόντος να ασκήσει αγωγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου και σύμφωνα με την εφαρμοστέα στην οικεία περίπτωση διαδικασία.

106. Ανακεφαλαιώνοντας τους συλλογισμούς που έχω αναπτύξει μέχρι εδώ, είμαι σε θέση να τονίσω ότι το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής έχει εφαρμογή στον ποινικό συμβιβασμό, εφόσον: 1) πρόκειται για διαδικασία με την οποία το κράτος ασκεί το δικαίωμα επιβολής ποινών, 2) η διαδικασία αυτή συνεπάγεται οριστική και έμμεση απόφανση σχετικά με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και την επιβολή μέτρων που συνιστούν κυρώσεις και 3) υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα που έχει ενδεχομένως ο παθών να αποζημιωθεί.

5. Η ερμηνεία της έκφρασης «αμετάκλητη καταδίκη» του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής

107. Παρά τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, οι οποίοι οδηγούν σε ευρεία ερμηνεία, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, στηριζόμενες στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής, όπως είναι διατυπωμένο στη γερμανική, στη γαλλική και στην ολλανδική γλώσσα, προτείνουν μια στενή ερμηνεία του άρθρου αυτού. Κατά την άποψή τους, οι εκφράσεις «rechtskräftig abgeurteilt», «onherroepelijk vonnis» και «définitivement jugée» αποτελούν ένδειξη συμμετοχής δικαιοδοτικού οργάνου και επομένως ο συμβιβασμός στον οποίο δεν μετέχει δικαστής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής.

108. Αν το εν λόγω άρθρο ερμηνευθεί σε συσχετισμό με το άρθρο 58, διαπιστώνεται ότι δεν είναι τόσο σαφές ότι το άρθρο 54 αφορά μόνο δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις δικαστή ή δικαστηρίου που εκδίδονται κατόπιν ένδικης διαδικασίας που έχει διεξαχθεί με όλες τις εγγυήσεις της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας ή υπεράσπισης. Το άρθρο 58 επιτρέπει στα κράτη που έχουν υπογράψει τη σύμβαση εφαρμογής να θεσπίζουν διατάξεις που προσδίδουν ευρύτερα αποτελέσματα απ' ό,τι τα προηγούμενα άρθρα στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που απορρέει από «δικαστικές αποφάσεις». Στο γαλλικό, στο ολλανδικό και στο γερμανικό κείμενο του τελευταίου αυτού άρθρου χρησιμοποιούνται αντίστοιχα οι όροι «décisions judiciaires», «vonnis» και «Justizentscheidungen» , πράγμα από το οποίο συνάγεται ότι η βούληση των συμβαλλόμενων μερών δεν ήταν να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 54, ώστε να εμπίπτουν σ' αυτό μόνο υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις.

109. Η διάταξη αυτή, στην οποία γίνεται λόγος για πρόσωπο που «καταδικάστηκε αμετάκλητα» («rechtskräftig abgeurteilt», «onherroepelijk vonnis», «définitivement jugée», «finally disposed», «giudicata con sentenza definitiva» ή «definitivamente julgado»), δεν εννοεί οπωσδήποτε, παρά τη διατύπωση του ισπανικού κειμένου [στο οποίο γίνεται λόγος για δικαστική απόφαση], απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου που εκδίδεται υπό μορφή αποφάσεως κατόπιν διαδικασίας που διεξάγεται με όλες τις εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά γενικότερα μια απόφαση δικανικής φύσης, με την οποία το κράτος αποφαίνεται οριστικά για την αξιόποινη πράξη και για την ενοχή του δράστη και δεν έχει σημασία αν η απόφαση αυτή προέρχεται από δικαστήριο που επιτελεί δικαστική λειτουργία, από ανακριτή που έχει περατώσει την ανάκριση ή από τον εισαγγελέα που ασκεί την ποινική δίωξη.

110. Η ερμηνεία αυτή είναι βάσιμη, διότι οι όροι που χρησιμοποιούνται στα διάφορα κείμενα δεν είναι μονοσήμαντοι, πράγμα που σημαίνει ότι η επιχειρηματολογία των ανωτέρω αναφερθεισών κυβερνήσεων, μολονότι εκ πρώτης όψεως είναι πειστική, πρέπει να απορριφθεί, αν ληφθεί υπόψη η ανομοιομορφία των κειμένων του άρθρου 54 στις διάφορες γλώσσες . Αν αναλύσουμε περαιτέρω, όπως έπραξα στις προηγούμενες παραγράφους, τη δυναμική του εν λόγω άρθρου, τη φύση του συμβιβασμού και το έρεισμα της αρχής ne bis in idem, διαπιστώνεται η ανακολουθία της επιχειρηματολογίας αυτής.

111. Η στενή ερμηνεία που προτείνουν οι ανωτέρω αναφερθείσες κυβερνήσεις μπορεί να οδηγήσει σε παράλογα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, το πρόσωπο για το οποίο θα έχει εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση, επειδή θα έχει αποδείξει ότι δεν μετέσχε στην αξιόποινη πράξη, δεν θα μπορεί να δικαστεί εκ νέου σε άλλο κράτος μέλος, ενώ για τον κατηγορούμενο του οποίου η ποινική δίωξη θα έπαυε, με απόφαση του ανακριτή κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως, για τον ίδιο ακριβώς λόγο θα εξακολουθούσε να επικρέμαται η δαμόκλεια σπάθη μιας νέας δίκης. Το δίκαιο πρέπει να απορρίπτει τις ερμηνείες που οδηγούν σε αποτελέσματα που αντιβαίνουν στη λογική.

112. Επιπλέον, η στενή αυτή ερμηνεία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτυχία του θεσμού. Ο κατηγορούμενος που αποδέχεται τον συμβιβασμό το πράττει διότι γνωρίζει ότι, αποδεχόμενος την ενοχή του και την τιμωρία που του προτείνει ο εισαγγελέας, θα υποβληθεί σε ευνοϊκότερη διαδικασία απ' ό,τι αν, μη αποδεχόμενος τον συμβιβασμό, καταστήσει αναπόφευκτη την ποινική δίκη που θα περατωθεί με την έκδοση αποφάσεως. Αν όμως δεν υπάρχει εγγύηση ότι, εφόσον υποβληθεί στην κύρωση που προβλέπει ο συμβιβασμός, δεν πρόκειται να αξιολογηθεί εκ νέου η συμπεριφορά του, θα έχει κάθε λόγο να απορρίψει την πρόταση, οπότε η διαδικασία αυτή απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί πραγματική δικλείδα ασφαλείας για το δικανικό σύστημα, θα μπορούσε να περιέλθει σε αδιέξοδο που θα την καθιστούσε άχρηστη.

113. Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περιορίζει την αρχή ne bis in idem, ώστε να έχει εφαρμογή μόνο στις δικαστικές αποφάσεις. Η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει στην ευρύτερη ερμηνεία που έχει δεχθεί το Δικαστήριο του Στρασβούργου, κατά το οποίο η διάταξη αυτή «έχει σκοπό να απαγορεύει την επανάληψη των ποινικών διώξεων που έχουν παύσει οριστικά και, επομένως, δεν εφαρμόζεται πριν από την κίνηση νέας διαδικασίας» .

114. Η άποψη της Γαλλικής, της Βελγικής και της Γερμανικής Κυβερνήσεως είναι κοντόφθαλμη. Όπως τόνισα ήδη, η αρχή ne bis in idem δεν αποτελεί δικονομικό κανόνα, αλλά ουσιώδη εγγύηση που παρέχουν στους πολίτες τα νομικά συστήματα τα οποία, όπως είναι τα συστήματα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στηρίζονται στην παροχή στο άτομο ενός συνόλου δικαιωμάτων και ελευθεριών σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνουν οι δημόσιες αρχές. Στο πλαίσιο της συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, τα κράτη μέλη έχουν αναγνωρίσει το κύρος της ανωτέρω αρχής, όπως διατυπώνεται στα άρθρα 54 επ. της σύμβασης εφαρμογής, οπότε είναι προφανές ότι έτσι έχει τεθεί όριο στην άσκηση του δικαιώματος διώξεως και τιμωρήσεως των αξιόποινων πράξεων.

115. Το όριο αυτό πρέπει να καθοριστεί από την οπτική γωνία του πολίτη, διότι αποτελεί μια από τις εγγυήσεις που του παρέχονται. Στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης, αφού ασκήθηκε η δίωξη, δικάστηκε και, κατόπιν καταδίκης του, τιμωρήθηκε με την επιβολή ποινής, έχει δικαίωμα να μην ασκηθεί κατ' αυτού δίωξη από άλλο κράτος που έχει υπογράψει τη σύμβαση, μικρή σημασία έχουν η μορφή και ο τρόπος εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις και όλες οι απαιτήσεις που προβλέπει η έννομη τάξη εντός της οποίας εκδίδεται η απόφαση αυτή. Θα ήταν αντιφατικό να προβάλλεται το επιχείρημα ότι το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής μπορεί να αφορά μόνο δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις εκδιδόμενες κατόπιν διεξαγωγής δίκης με όλες τις εγγυήσεις, και στη συνέχεια να χρησιμοποιείται το ίδιο επιχείρημα για να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής μιας από τις εγγυήσεις αυτές.

116. Εξάλλου, η γραμματική και στενή ερμηνεία του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής θα είχε παράλογες συνέπειες. Πράγματι, όπως τόνισα, ο συμβιβασμός αποτελεί μια μορφή απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε σχέση με ελαφρές ή μέτριας βαρύτητας παραβάσεις, αλλά δεν αφορά τα βαρύτερα εγκλήματα. Επομένως, η άποψη της Γερμανικής, της Γαλλικής και της Βελγικής Κυβερνήσεως θα επεφύλασσε ευνοϊκότερη μεταχείριση σε όσους διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα, για τους οποίους θα ίσχυε ο κανόνας ne bis in idem, απ' ό,τι στους δράστες ελαφρών παραβάσεων, για τις οποίες η κοινωνική αποδοκιμασία είναι μικρότερη. Ο δράστης του βαρύτερου εγκλήματος, ο οποίος μπορεί να καταδικαστεί μόνο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, δεν θα μπορούσε να δικαστεί εκ νέου σε κανένα άλλο από τα κράτη που έχουν υπογράψει τη σύμβαση εφαρμογής, ενώ αντίθετα θα μπορούσε να δικαστεί ο δράστης μικρότερης παράβασης ο οποίος θα αποδεχόταν την πρόταση συμβιβασμού του εισαγγελέα και θα εκτελούσε τις σχετικές υποχρεώσεις.

117. Κατά τα λοιπά, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής, δεν έχει καμία σημασία η εξακρίβωση της βούλησης του νομοθέτη, αφού ούτε τα ίδια τα κράτη μέλη δεν συμφωνούν επί του σημείου αυτού .

118. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα συνάγεται ότι το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής έχει εφαρμογή στα πρόσωπα που αφορά η απόφαση του εισαγγελέα να παύσει την ποινική δίωξη, εφόσον έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν έναντι αυτού του εκπροσώπου της κρατικής εξουσίας.

6. Η άλλη όψη του νομίσματος: η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης

119. Ο κανόνας ne bis in idem δεν αποτελεί μόνο εγγύηση για τον πολίτη, αλλά και ένα μέσο που εξυπηρετεί την αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά την οποία οι αποφάσεις των δημόσιων αρχών δεν μπορούν, εφόσον έχουν καταστεί αμετάκλητες, να προσβάλλονται επ' αόριστο.

120. Έτσι, αν το δικαίωμα ασκήσεως ποινικής δίωξης έχει αποσβεστεί σε ένα κράτος μέλος, τα λοιπά κράτη δεν μπορούν να αγνοήσουν το γεγονός αυτό.

121. Θα ήταν απαράδεκτο να υπάρχει η δυνατότητα νέας οχλήσεως του ενδιαφερομένου, αν ληφθεί υπόψη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κινείται ήδη στα πλαίσια μιας διαδικασίας ολοένα στενότερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών.

122. Η επίτευξη του σκοπού που διακηρύσσεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση , ο οποίος συνίσταται στη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, απαιτεί τη διασφάλιση της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων στα διάφορα κράτη μέλη.

123. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο νέος τίτλος VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι η από κοινού δράση στις ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει τη «διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων και των δικαστικών αρχών ή αντίστοιχων αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σε σχέση με τη διεξαγωγή δικών και την εκτέλεση αποφάσεων» .

124. Η επίτευξη του σκοπού αυτού δεν είναι δυνατή χωρίς αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματά τους ποινικής δικαιοσύνης και χωρίς αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες θα εκδίδονται μέσα σε μια πραγματική «κοινή αγορά των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Συγκεκριμένα, η αναγνώριση αυτή στηρίζεται στην αντίληψη ότι, έστω και αν ένα κράτος δεν αντιμετωπίζει ορισμένη υπόθεση με τον ίδιο ή με παρόμοιο τρόπο όπως ένα άλλο κράτος, τα αποτελέσματα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμα με τις εγχώριες αποφάσεις, διότι διέπονται από τις ίδιες αρχές και τις ίδιες αξίες. Πρόκειται για θεμελιώδες στοιχείο της εξελικτικής πορείας την οποία ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση: εμπιστοσύνη όσον αφορά την ορθότητα των κανόνων των εταίρων, αλλά και την ορθή εφαρμογή αυτών των κανόνων .

125. Η αναγνώριση δε μιας απόφασης σημαίνει επίσης ότι η απόφαση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πράγμα που έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem.

126. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι όλα τα επιχειρήματα οδηγούν σε ευρεία ερμηνεία του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής, ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του οι αποφάσεις του εισαγγελέα να θέσει την υπόθεση στο αρχείο ή να παύσει τη δίωξη, εφόσον έχει επιτευχθεί και εκτελεστεί ορθά συμβιβασμός. Αυτή την άποψη υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Ολλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση.

127. Η Επιτροπή έχει ήδη υποβάλει την πρόταση αυτή. «Η πλήρης αμοιβαία αναγνώριση, όπως προβλέπεται να επιτευχθεί μεταξύ κρατών μελών, θα πρέπει να στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία μία απόφαση που έχει ληφθεί από οποιαδήποτε αρχή στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαχειρίζεται πλήρως το πρόβλημα και δεν χρειάζεται να ληφθεί περαιτέρω απόφαση [...]. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος έχει καταδικαστεί ή αθωωθεί για αδίκημα που έχει διαπραχθεί στο κράτος μέλος Α, δεν μπορεί να διωχθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους, στο κράτος μέλος Β, ακόμα και αν το κράτος Β είναι αρμόδιο να κρίνει επί των πραγματικών περιστατικών [...] και ακόμα και αν θα μπορούσε να έχει εκδοθεί διαφορετική απόφαση στο κράτος Β» .

128. Αυτή την οδό επέλεξε άλλωστε το Συμβούλιο, το οποίο, με το πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων , προτείνει την πλήρη εφαρμογή της αρχής αυτής .

129. Είναι αλήθεια ότι στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι ο ανωτέρω σκοπός επιτεύχθηκε εν μέρει μόνο με τα άρθρα 54 έως 57 της σύμβασης εφαρμογής και ότι είναι αναγκαίο να επεκταθεί η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις για την υπό όρους απόλυση καθώς και στις αποφάσεις που λαμβάνονται «κατόπιν ποινικής μεσολάβησης». Τα ανωτέρω χωρία πάντως δεν επιβεβαιώνουν, όπως ισχυρίζεται η Βελγική Κυβέρνηση, την ορθότητα της στενής ερμηνείας που προτείνουν η κυβέρνηση αυτή και η Γερμανική Κυβέρνηση.

130. Το ανωτέρω έγγραφο δεν αποτελεί νομοθετικό κείμενο που να δεσμεύει το Δικαστήριο. Αποτελεί το πολύ ένα βοηθητικό στοιχείο ερμηνείας, το οποίο δεν μπορεί να εξετάζεται μεμονωμένα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα λοιπά στοιχεία, τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία για την άσκηση της δικαστικής εξουσίας του, η οποία συνίσταται στην απονομή του δικαίου και στην ερμηνεία των διατάξεων που διέπουν την κοινοτική έννομη τάξη, όπως είναι τα στοιχεία τα οποία εξέθεσα με τις παρούσες προτάσεις μου: ο λόγος ύπαρξης του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής, το έρεισμα της αρχής ne bis in idem, η φύση των διαδικασιών συμβιβαστικού χαρακτήρα και η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία καθιστά αναγκαία την ολοένα στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με όσα παρέθεσε το Συμβούλιο στο προαναφερθέν πρόγραμμα.

131. Επιπλέον, το συμπέρασμα που συνάγει η Βελγική Κυβέρνηση από το γεγονός ότι γίνεται αναφορά στην ποινική μεσολάβηση δεν είναι ορθό. Πρώτον, το Συμβούλιο δεν έχει το μονοπώλιο της ερμηνείας της σύμβασης εφαρμογής και, δεύτερον, η αναφορά αυτή δεν είναι σαφώς καθορισμένη και δεν μπορεί να εξακριβωθεί με απόλυτη βεβαιότητα αν αφορά την υπό στενή έννοια ποινική μεσολάβηση ή καλύπτει κάθε διαδικασία συμβιβαστικού χαρακτήρα, όπως είναι οι διαδικασίες που εξέτασα με τις παρούσες προτάσεις και με τις οποίες ο εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας προτείνει στον κατηγορούμενο τη σύναψη συμφωνίας, προκειμένου η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο κατόπιν της εκτελέσεως από τον κατηγορούμενο ορισμένων υποχρεώσεων.

132. Φρονώ αντίθετα ότι από τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου προκύπτει ότι η βούλησή του είναι τελείως διαφορετική από τη βούληση που του αποδίδει η Βελγική Κυβέρνηση, η οποία στηρίζεται σε βεβιασμένη ανάγνωση του προαναφερθέντος προγράμματος.

133. Από το άρθρο 9 της απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας , προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται για να συντονίζουν τις δικανικές διαδικασίες τους, με σκοπό «τη συγκέντρωση [...] της δίωξης σε ένα μόνο κράτος μέλος». Όπως προτάθηκε κατά τη διάρκεια της ισπανικής προεδρίας , ο σκοπός είναι να διέπεται η άσκηση του δικαιώματος επιβολής ποινών από τους εταίρους από τις αρχές της ισότητας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ώστε να διασφαλίζονται η ευρωπαϊκή δημόσια τάξη και τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι δημόσιες ελευθερίες στις οποίες στηρίζονται τα έννομα συστήματα της Ένωσης και των κρατών μελών της, και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η αρχή ne bis in idem.

VII - Πρόταση

134. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα του Oberlandesgericht Köln και του Rechtbank van eerste aanleg te Veurne: «Η αρχή ne bis in idem, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, έχει επίσης εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης έχει εξαλειφθεί στην έννομη τάξη ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη κατόπιν αποφάσεως του εισαγγελέα και αφού ο κατηγορούμενος έχει εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από το αν η απόφαση αυτή υπόκειται στην έγκριση δικαστηρίου, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

1) οι επιβληθείσες υποχρεώσεις έχουν τον χαρακτήρα κυρώσεως,

2) η συμφωνία προϋποθέτει την ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση της ενοχής και επομένως ενέχει ρητή ή σιωπηρή απόφανση για το αξιόποινο της πράξης και

3) δεν θίγει τα δικαιώματα που έχουν ενδεχομένως ο παθών και οι λοιποί ζημιωθέντες ως προς την άσκηση αγωγής.»

Top