EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CC0019

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Stix-Hackl της 15ης Μαΐου 2003.
Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS) κατά Alberto Barsotti κ.λπ. (C-19/01), Milena Castellani κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS) (C-50/01) και Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS) κατά Anna Maria Venturi (C-84/01).
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale di Pisa, Tribunale di Siena και Corte suprema di cassazione - Ιταλία.
Κοινωνική πολιτική - Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη - Οδηγία 80/987/ΕΟΚ - Περιορισμός της υποχρεώσεως των οργανισμών εγγυήσεως προς πληρωμή - Ανώτατο όριο για την εγγύηση πληρωμής - Προκαταβολές καταβληθείσες από τον εργοδότη - Κοινωνικός σκοπός της οδηγίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-19/01, C-50/01 και C-84/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-02005

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:279

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 15ης Μαΐου 2003 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-19/01, C-50/01 και C-84/01

Instituto nazionale della previdenza sociale (INPS)

Alberto Barsotti κ.λπ. (C-19/01)

και

Milena Castellani

κατά

Instituto nazionale della previdenza sociale (INPS) (C-50/01)

και

Instituto nazionale della previdenza sociale (INPS)

κατά

Anna Maria Venturi (C-84/01)

[αιτήσεις του Tribunale di Pisa, του Tribunale di Siena, και του Corte suprema di cassazione (Ιταλία), για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη – Περιορισμός της υποχρεώσεως πληρωμής που υπέχουν οι οργανισμοί εγγυήσεως»






I –    Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.        Η παρούσα διαδικασία αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 1980 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (2) (στο εξής: οδηγία). Ειδικότερα, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι ο σκοπός που επιτελεί το ανώτατο όριο πληρωμών στις οποίες υποχρεούται να προβαίνει ένας εθνικός οργανισμός εγγυήσεως.

II – Νομικό πλαίσιο

 A –       Οδηγία 80/987/ΕΟΚ

2.        Η πρώτη αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

«Είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας μίας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως στην Κοινότητα».

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ορισμένοι οργανισμοί εγγυήσεως να διασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που προέρχονται από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας και αφορούν την αμοιβή για περίοδο πριν μιαν ορισμένη ημερομηνία».

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο προβλέπει:

«Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίσουν ένα ανώτατο όριο στη διασφάλιση πληρωμής ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών, για να αποφευχθεί η καταβολή ποσών πέρα από τα πλαίσια της κοινωνικής σκοπιμότητας της παρούσης οδηγίας».

Το άρθρο 10 προβλέπει:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών:

α)      να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν την αποτροπή καταχρήσεων,

β)      να αρνούνται ή να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής του άρθρου 3 ή την υποχρέωση εγγυήσεως του άρθρου 7, αν είναι φανερό ότι η εκπλήρωση της υποχρεώσεως δεν δικαιολογείται λόγω την υπάρξεως ιδιαιτέρων δεσμών μεταξύ του μισθωτού και του εργοδότη και κοινά συμφέροντα που πραγματώνονται με συμπαιγνία μεταξύ τους».

 B –       Η εθνική νομοθεσία

3.        Η Ιταλία εξέδωσε προς μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική της νομοθεσία το Decreto-legge 80/1992 της 27ης Ιανουαρίου 1992 (3) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα). Σύμφωνα με το νομοθετικό αυτό διάταγμα ιδρύεται στο Istituto nazionale della previdenza sociale (στο εξής: INPS) ένα ταμείο εγγυήσεως το οποίο καταβάλλει στους μισθωτούς ορισμένα ποσά σε περίπτωση που υπάρχουν ανεξόφλητες απαιτήσεις τους λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη τους.

4.        Το ύψος των εκάστοτε καταβολών στις οποίες προβαίνει το ταμείο εγγυήσεως υπολογίζεται βάσει ενός συνολικού ποσού το οποίο καθορίζεται στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (στο εξής: συνολικό ποσό) από το οποίο αφαιρούνται ορισμένα ποσά. Η διαφορά καταβάλλεται στους μισθωτούς. Συναφώς, το συνολικό ποσό αντιστοιχεί στο τριπλάσιο του ανώτατου ποσού της εκάστοτε «έκτακτης αποζημιώσεως που καταβάλλεται πέραν του μηνιαίου μισθού», η οποία με τη σειρά της αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό των ατομικών αποδοχών που λαμβάνει ο μισθωτός πριν από τη λήξη της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως. Οι παροχές που αφαιρούνται από το συνολικό ποσό μνημονεύονται στο νομοθετικό διάταγμα («έκτατες αποδοχές μισθολογικής ολοκληρώσεως», αποδοχές και «επίδομα για εξεύρεση νέας εργασίας»).

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

5.        Αντικείμενο και των τριών υποθέσεων είναι οι ανεξόφλητες απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από εργασιακή σχέση λόγω αφερεγγυότητας των εκάστοτε εργοδοτών τους. Οι μισθωτοί υπέβαλαν αίτηση στο ταμείο εγγυήσεως του INPS ζητώντας να τους καταβληθεί το αντίστοιχο ποσό, ωστόσο οι αιτήσεις τους αυτές απορρίφθηκαν εν όλω ή εν μέρει.

6.        Στην υπόθεση C-19/01, το INPS αρνήθηκε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στον A.Barsotti (4), διότι τα ποσά που είχε ήδη καταβάλει ο εργοδότης του υπερέβαιναν αθροιζόμενα το συνολικό ποσό.

7.        Στην υπόθεση C-50/01, το INPS αρνήθηκε εν μέρει να καταβάλει τα ποσά που ζητούσε η M. Castellani. Το INPS αφαίρεσε από το συνολικό ποσό τα ποσά που είχε ήδη καταβάλει ο εργοδότης της καθώς και ορισμένα άλλα ποσά και κατέβαλε τη διαφορά. Ωστόσο, η M. Castellani ζήτησε να της καταβληθεί το ποσό που αντιστοιχούσε στο σύνολο των κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ανεξόφλητων απαιτήσεών της από τη σύμβαση εργασίας ή την εργασιακή σχέση.

8.        Στην υπόθεση C-84/01, ο εργοδότης κατέβαλε μεν στην A-M.Venturi τους μισθούς που αντιστοιχούσαν στους δύο από τους τρεις τελευταίους μήνες εργασίας της. Η A-M.Venturi ζήτησε από το INPS να της καταβάλει το ποσό που αντιστοιχούσε στον μισθό για τον τρίτο μήνα εργασίας της. Το INPS απέρριψε τη αίτησή της, διότι το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που είχε ήδη καταβάλει ο εργοδότης της υπερέβαινε το συνολικό ποσό.

IV – Τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Στην υπόθεση C-19/01, το Tribunale di Pisa ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Μπορούν να ερμηνευθούν η οδηγία 80/987/ΕΟΚ και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 1991 επί των υποθέσεων C-6/90 και C-9/90 και της 10ης Ιουλίου 1997 επί της υποθέσεως C-373/95 υπό την έννοια ότι, στα πλαίσια του ανώτατου ορίου εγγυήσεως, η απαγόρευση σωρεύσεως μεταξύ του καταβαλλόμενου από το ταμείο εγγυήσεως επιδόματος και του καταβληθέντος από τον εργοδότη τους τελευταίους τρεις μήνες τμήματος επί των αποδοχών είναι νόμιμη μόνον όσον αφορά το ποσό που υπερβαίνει το ύψος του επιδόματος για εξεύρεση νέας εργασίας το οποίο προβλέπεται για την ίδια χρονική περίοδο, λαμβανομένου υπόψη ότι το καταβληθέν τμήμα επί των αποδοχών, όπως και το επίδομα για την εξεύρεση νέας εργασίας και μέχρι το ίδιο ποσό, προορίζεται να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες του απολυθέντος εργαζομένου;»

10.      Στην υπόθεση C-50/01 το Tribunale di Siena ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Αν η απαγόρευση της δυνατότητας σωρεύσεως της λογιστικής αξίας των έκτακτων αποδοχών μισθολογικής ολοκληρώσεως με τις αποδοχές που καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο κατά την περίοδο αναφοράς (άρθρο 2, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος) είναι σύμφωνη, υπό το πρίσμα και των προγενέστερων αποφάσεων του Δικαστηρίου επί του προαναφερθέντος νομοθετικού διατάγματος, με την οδηγία (ΕΟΚ) 987/1980, και συγκεκριμένα:

1)      αν η ως άνω απαγόρευση της δυνατότητας σωρεύσεως μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος είναι (άρθρο 3, παράγραφος 1) η διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων από μισθούς για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (άρθρο 3, παράγραφος 2) και οι οποίοι αφορούν μια ορισμένη περίοδο (άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2), ή

2)      αν η ανωτέρω απαγόρευση της δυνατότητας σωρεύσεως ανταποκρίνεται σε ένα κριτήριο που φέρει τον χαρακτήρα αρωγής, που δεν είναι σύμφωνο με το κοινωνικό κριτήριο στο οποίο στηρίζεται η οδηγία 987/80;

3)      αν η εν λόγω απαγόρευση της δυνατότητας σωρεύσεως έχει ως αποτέλεσμα να καταργείται ή να μην εφαρμόζεται μερικώς η οδηγία;

4)      αν η εν λόγω απαγόρευση της δυνατότητας σωρεύσεως μπορεί να επιτραπεί στο πλαίσιο της δυνατότητας των κρατών μελών να καθορίζουν ένα ανώτατο όριο στη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών (άρθρο 4, παράγραφος 3), δεδομένου άλλωστε ότι ο Ιταλός νομοθέτης έχει ήδη θεσπίσει το εν λόγω ανώτατο όριο με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ως άνω νομοθετικού διατάγματος;

5)      αν, συνεπώς, η παραπομπή στο “ανώτατο μέτρο των έκτακτων αποδοχών μισθολογικής ολοκληρώσεως” του προαναφερθέντος άρθρου 2, παράγραφος 2, πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ότι έχει απλώς τυπική και λογιστική φύση, ή αν η παραπομπή αυτή γίνεται σε συγκεκριμένο άρθρο (με συνέπεια να περιλαμβάνονται στο υπ’ αριθ. 80/1992 νομοθετικό διάταγμα οι εκτελεστικές διατάξεις για τις έκτακτες αποδοχές μισθολογικής ολοκληρώσεως στις οποίες περιλαμβάνεται και η απαγόρευση της αποκαλούμενης δυνατότητας σωρεύσεως);

6)      αν, τέλος, η απαγόρευση της δυνατότητας σωρεύσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται στο πλαίσιο της δυνατότητας των κρατών μελών να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή καταχρήσεως (άρθρο 10, στοιχείο α΄);»

11.      Στην υπόθεση C-84/01 του Corte suprema di cassazione ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ της 20ής Οκτωβρίου 1980, καθ’ ο μέτρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν προκειμένου να αποφεύγεται η καταστρατήγηση του κοινωνικού σκοπού της οδηγίας να καθορίζουν ανώτατο όριο της υποχρεώσεως πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών για τους τελευταίους τρεις μήνες της εργασιακής σχέσεως, την έννοια ότι επιτρέπει την απώλεια μέρους της απαιτήσεως για όσους, λόγω του ότι το ύψος των αποδοχών τους υπερβαίνει το ανώτατο όριο, έχουν λάβει, κατά τους τελευταίους τρεις μήνες της εργασιακής σχέσεώς τους, προκαταβολές ύψους ίσου ή μεγαλύτερου από το εν λόγω ανώτατο όριο, ενώ είναι βέβαιο ότι εκείνοι των οποίων οι αποδοχές είναι κατώτερες του ανωτάτου ορίου έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν, σωρεύοντας προκαταβολές εκ μέρους του εργοδότη και πληρωμές εκ μέρους του δημόσιου οργανισμού, πλήρη (ή σε μεγάλο βαθμό) ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους;»

V –    Eπί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

 A –       Επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

12.      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, να αποφαίνεται ως προς το αν η εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ή ως προς το κύρος και την ερμηνεία εθνικών διατάξεων. Ως εκ τούτο, ένα μεγάλο μέρος των ερωτημάτων του Tribunale di Pisa και του Tribunale di Siena πρέπει να αναδιατυπωθούν, είναι δε αρκετό αν, αντ’ αυτών, δοθεί απάντηση, και στις τρεις υποθέσεις, στο ερώτημα του Corte suprema di cassazione.

13.      Η Επιτροπή επίσης φρονεί ότι τα προδικαστικά ερωτήματα των διαφόρων δικαστηρίων πρέπει να συνοψιστούν και να αναδιατυπωθούν, δεδομένου ότι με αυτά τίθεται το ίδιο ερώτημα, ήτοι αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα ανώτατα όρια, τα οποία μπορεί να ορίσει ένα κράτος μέλος ως προς τις καταβολές από έναν οργανισμό εγγυήσεως:

α)      αποτελούν το ανώτατο ποσό για τις ανεξόφλητες από τον εργοδότη κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα αξιώσεις τις οποίες υποχρεούται να ικανοποιήσει ο οργανισμός εγγυήσεως, αφαιρουμένων των τυχόν κατά το χρονικό αυτό διάστημα καταβολών, ή

β)      ένα συνολικό ποσό το οποίο πρέπει να καταβάλει ο οργανισμός εγγυήσεως, από το οποίο αφαιρούνται όλα τα ποσά τα οποία έχει εισπράξει ο μισθωτός κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

 B –       Εκτίμηση

14.      Προκειμένου το Δικαστήριο να μπορέσει να δώσει μία χρήσιμη για τη κύρια δίκη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει, όπως ορθώς προβάλλουν η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση, να συνοψιστούν και να αναδιατυπωθούν(5).

15.      Στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφαίνεται ούτε επί της ερμηνείας εθνικών νομοθετικών ή διοικητικών διατάξεων ούτε επί του αν οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, μπορεί να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία που αναφέρονται στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου τα οποία θα του δώσουν τη δυνατότητα να επιλύσει το νομικό ζήτημα που αντιμετωπίζει (6).

16.      «Τέλος, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα, στην περίπτωση ερωτημάτων που δεν έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια, να συνάγει από το σύνολο των στοιχείων που παρέσχε το εθνικό δικαστήριο και από τη δικογραφία της κύριας δίκης τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που χρειάζεται ερμηνεία, λαμβάνοντας υπόψη αντικείμενο της διαφοράς» (7).

17.      Βάσει των στοιχείων που περιέχονται στις διατάξεις περί παραπομπής, προτείνω να αναδιατυπωθούν τα προδικαστικά ερωτήματα των τριών υποθέσεων σε ένα ενιαίο ερώτημα:

«Πρέπει να ερμηνευθούν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 3, 1 εδάφιο, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η επιβαλλόμενη από την οδηγία προστασία των μισθωτών και στην περίπτωση που ο οργανισμός εγγυήσεως οφείλει στον μισθωτό κάθε φορά ένα μόνο συνολικό ποσό για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του στο οποίο συνυπολογίζονται και ορισμένες άλλες καταβολές στις οποίες περιλαμβάνονται και αυτές του εργοδότη;»

VI – Επί της απαντήσεως στο αναδιατυπωθέν προδικαστικό ερώτημα

 A –       Ουσιώδη επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

18.      Ο A. Barsotti (C-19/01) φρονεί ότι οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος σύμφωνα με τις οποίες οι προκαταβολές του εργοδότη αφαιρούνται από το συνολικό ποσό πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν μόνον υπό την έννοια ότι το INPS υποχρεούται να καταβάλει τις ανεξόφλητες απαιτήσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας ή από την εργασιακή σχέση μέχρι του ύψους του συνολικού ποσού, εφόσον λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη ο μισθωτός υπέστη αντίστοιχες μεγάλες απώλειες. Επομένως, οι όποιες προκαταβολές του εργοδότη δεν θα πρέπει να μειώνουν έτι περαιτέρω το συνολικό ποσό που οφείλεται στις περιπτώσεις αυτές.

19.      H  M. Castellani (C-50/01) υποστηρίζει ότι σκοπός της οδηγίας δεν είναι η παροχή οικονομικών ενισχύσεων μέσω των οργανισμών εγγυήσεων προς αποτροπή των καταστάσεων ένδειας, αλλά η γενική εξασφάλιση των ανεξόφλητων απαιτήσεων. Επομένως, το συνολικό ποσό του ιταλικού ταμείου εγγυήσεως δεν μπορεί να μειωθεί με την αφαίρεση ορισμένων ποσών. Η M. Castellani επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Maso (8). Ήδη με την ανωτέρω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι το ιταλικό «επίδομα για εξεύρεση νέας εργασίας» δεν ερείδεται στη σύμβαση εργασίας ή στην εργασιακή σχέση, αλλά εξυπηρετεί τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων που υφίσταται ο μισθωτός λόγω της απολύσεως του, και ως εκ τούτο, το επίδομα αυτό δεν μπορεί να μειώσει τα ποσά που πρέπει να καταβάλλονται σύμφωνα με την οδηγία.

20.      Η M. A.Venturi (C-84/01) φρονεί ότι οι ιταλικές διατάξεις που αφορούν το ταμείο εγγυήσεως αντιβαίνουν στο περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας. Η A. M. Venturi φρονεί ότι το συνολικό ποσό που προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί σύμφωνο με την οδηγία αν εγγυάτο την αποκατάσταση της προσγενόμενης ζημίας.

21.      Ακόμη και στην περίπτωση που το συνολικό ποσό καθ’ εαυτό είναι σύμφωνο με την οδηγία, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να υπάρξουν μειώσεις του ποσού αυτού. Πράγματι, σε διαφορετική περίπτωση το ύψος των καταβολών θα ποίκιλλε ανάλογα με το αν ο μισθωτός έχει λάβει παροχές και από τον εργοδότη του. Ωστόσο, η οδηγία αναθέτει στα κράτη μέλη να προβούν στη λήψη μέτρων ώστε, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, να καλύπτονται οι εκάστοτε ανεξόφλητες απαιτήσεις του μισθωτού που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας ή από την εργασιακή σχέση. Η A-M.Venturi επικαλείται επίσης την έκφραση «ανώτατο όριο» του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι καταβολές του οργανισμού εγγυήσεως πρέπει να αποτελούν εγγυημένα ποσά, και ως εκ τούτου, απαγορεύονται οι μειώσεις. Επικαλείται επίσης την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Maso (9) στην οποία ένα μέρος των προβλεπόμενων στην ιταλική νομοθεσία μειώσεων, ήτοι το «επίδομα για εξεύρεση νέας εργασίας» κρίθηκε ασυμβίβαστο με την οδηγία.

22.      Το INPS υποστηρίζει ότι από τη συστηματική ερμηνεία της οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός των οργανισμών εγγυήσεως είναι η οικονομική στήριξη των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Ως εκ τούτου, σκοπός της οδηγίας δεν μπορεί να είναι η καταβολή ποσών στον ενδιαφερόμενο μισθωτό πλέον εκείνων που έχει ήδη λάβει από τον εργοδότη.

23.      Το άρθρο 1 της οδηγίας ρυθμίζει την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών των μισθωτών λόγω αδυναμίας του αφερέγγυου εργοδότη να εκπληρώσει τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας ή από την εργασιακή σχέση. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αναφέρεται στην κοινωνική σκοπιμότητα των οργανισμών εγγυήσεως, η δε πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ομιλεί περί της «αναγκαιότητας μίας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως στην Κοινότητα». Επομένως, το INPS φρονεί ότι οι απαιτήσεις των μισθωτών μπορούν να αφορούν μόνον κοινωνικές παροχές οι οποίες μπορούν να χορηγηθούν βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας κατ’ εφαρμογή ενός συνολικού ποσού προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να υπάρξουν καταβολές οι οποίες βαίνουν πέραν του κοινωνικώς σκοπίμου.

24.      Η άποψη αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Maso (10). Πράγματι, το επίμαχο επίδομα για εξεύρεση νέας εργασίας που αποτελούσε αντικείμενο της ανωτέρω υποθέσεως αποτελούσε οικονομική ενίσχυση προς τον μισθωτό. Ως εκ τούτου, η απόφαση επί της ανωτέρω υποθέσεως δεν θίγει την δυνατότητα μειώσεως των ποσών που καταβάλει το ταμείο εγγυήσεως κατά το ύψος των προκαταβολών που έχει καταβάλει ο εργοδότης.

25.      Η Ιταλική Κυβέρνηση επικαλείται τον σκοπό της οδηγίας και μνημονεύει συναφώς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων Bonifaci και Berto (11) καθώς και Maso (12). Από τις ανωτέρω αποφάσεις και από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός της οδηγίας είναι η παροχή μίας ελάχιστης κοινωνικής ασφάλειας σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Επομένως, οι ρυθμίσεις του νομοθετικού διατάγματος είναι σύμφωνες με την οδηγία καθ’ ο μέτρο προβλέπουν ένα συνολικό ποσό από το οποίο αφαιρούνται ορισμένες άλλες παροχές. Σκοπός του συστήματος αυτού είναι να αποτραπεί η υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση του κράτους.

26.      Και η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Maso (13) στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε τον σκοπό του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, καθώς και την κοινωνική σκοπιμότητα της οδηγίας. Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση η κοινωνική σκοπιμότητα της οδηγίας έγκειται στη διασφάλιση μιας ελάχιστης προστασίας βάσει των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη μέσω της καταβολής χρηματικών ποσών για τις ανεξόφλητες απαιτήσεις από τη σύμβαση εργασίας ή από την εργασιακή σχέση. Από την προπαρατεθείσα απόφαση προκύπτει ότι εν προκειμένω οι προκαταβολές του εργοδότη για την εξόφληση των οφειλών του δεν μπορούν να αφαιρεθούν από τα ποσά που πρέπει να καταβάλει το ταμείο εγγυήσεως.

27.      Η Επιτροπή φρονεί ότι η έννοια του «ανώτατου ορίου» του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποτελεί ένα ανώτατο χρηματικό ποσό για τις απαιτήσεις που δεν έχει εξοφλήσει κατά το κρίσιμο διάστημα ο εργοδότης και για τις οποίες ο οργανισμός εγγυήσεως πρέπει να καταβάλει το αντίστοιχο ποσό αφαιρουμένων των παροχών που έχει τυχόν λάβει ο μισθωτός εντός του χρονικού αυτού διαστήματος. Πράγματι, σκοπός της οδηγίας είναι να παράσχει ορισμένες εγγυήσεις ως προς τις ανεξόφλητες απαιτήσεις του μισθωτού σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Το γεγονός ότι το άρθρο 4 της οδηγίας παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να περιορίσουν την υποχρέωση πληρωμής των ποσών αυτών την οποία υπέχουν οι οργανισμοί εγγυήσεως δεν μπορεί να ανατρέψει τον σκοπό αυτό.

 B –       Εκτίμηση

28.      Το σκεπτικό των διατάξεων περί παραπομπής των αιτούντων δικαστηρίων και τα επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν το αν είναι νόμιμες οι μειώσεις που προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα. Ωστόσο, φρονώ ότι το πρόβλημα βρίσκεται πολύ πιο πριν, ήτοι στο αν ένα σύστημα όπως αυτό που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι σύμφωνο με τους σκοπούς και τις διατάξεις της οδηγίας.

29.      Πράγματι, τα επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία τα οποία αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα των μειώσεων συνδέονται εν προκειμένω στενά με μια ορισμένη ερμηνεία της φύσεως των καταβολών στις οποίες προβαίνει το ταμείο εγγυήσεως. Επομένως, πριν εξεταστεί το ζήτημα των μειώσεων , θα πρέπει κατ’ αρχάς να ερευνηθεί αν πράγματι η οδηγία δέχεται μία μέθοδο υπολογισμού όπως αυτή του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος για τις καταβολές στις οποίες προβαίνει ένας οργανισμός εγγυήσεως.

1.      Επί της μεθόδου υπολογισμού των καταβολών του ταμείου εγγυήσεως σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα

30.      Όπως ήδη προελέχθη (14), το ύψος της εκάστοτε καταβολής του ταμείου εγγυήσεως υπολογίζεται βάσει ενός ατομικού συνολικού ποσού, στο οποίο συνυπολογίζονται οι τελευταίες αποδοχές του ενδιαφερόμενου μισθωτού, το οποίο μειώνεται ή μπορεί να μειωθεί κατά ορισμένα ποσά.

31.      Ως εκ τούτου, λόγω της φύσεως του συστήματος αυτού καταλήγω στο εξής αποτέλεσμα το οποίο θα ήθελα να διευκρινίσω με τη βοήθεια ενός παραδείγματος το οποίο χρησιμοποίησε ένας εκπρόσωπος του INPS κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ως προς το οποίο δεν υπήρξαν ουσιαστικά αντιρρήσεις:

Ένας μισθωτός έχει συνολική απαίτηση ύψους 5000 ευρώ η οποία γεννήθηκε κατά το χρονικό διάστημα πριν καταστεί αφερέγγυος ο εργοδότης του. Πλέον του ποσού αυτού ο εργοδότης του κατέβαλε ακόμη 3000 ευρώ πριν από την υποβολή της αιτήσεως ενώπιον του ταμείου εγγυήσεως, παρέμεινε δε ανεξόφλητη απαίτηση ύψους 2000 ευρώ. Το ατομικό ανώτατο όριο, το οποίο υποχρεούται να καταβάλει το ταμείο εγγυήσεως στην περίπτωση του μισθωτού αυτού είναι 2000 ευρώ.

Σύμφωνα με την αντίληψη στην οποία στηρίζεται το ιταλικό νομοθετικό διάταγμα, ο μισθωτός έχει απαίτηση επί ενός θεωρητικού συνολικού ποσού ύψους 2000 ευρώ κατά ανώτατο όριο το οποίο περιλαμβάνει –σύμφωνα με την οριζόμενη αναλογία– τις καταβολές στις οποίες προέβη ο εργοδότης καθώς και τις λοιπές παροχές συν τα ποσά που κατέβαλε το ταμείο (15). Ωστόσο, το ποσό αυτό καλύφθηκε ήδη από τις καταβολές στις οποίες προέβη ο εργοδότης πριν από την υποβολή της αιτήσεως. Επομένως, ο μισθωτός δεν θα ελάμβανε στην περίπτωση αυτή κανένα ποσό πλέον από το ταμείο εγγυήσεως.

Αντιθέτως, ο ίδιος μισθωτός θα είχε απαίτηση να του καταβληθεί ποσό μέχρι καλύψεως του ανώτατου ορίου στην περίπτωση που μπορούσε να προβάλει τις μη εξοφληθείσες από τον εργοδότη του απαιτήσεις ύψους 2 000 ευρώ κατά του ταμείου εγγυήσεως. Ως εκ τούτου, ο μισθωτός θα ελάμβανε 2 000 ευρώ από το ταμείο εγγυήσεως.

32.      Όπως τόνισαν η Ιταλική Κυβέρνηση και το ίδιο το IΝPS, το νομοθετικό διάταγμα στηρίζεται στην αντίληψη ότι οι καταβολές του ταμείου εγγυήσεως αποτελούν «κοινωνικές παροχές» οι οποίες εξυπηρετούν την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του μισθωτού. Το συνολικό ποσό που προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα λειτουργεί ως μία θεωρητική κατ’ αποκοπήν απαίτηση η οποία συνδέεται με τον τελευταίο μισθό και από την οποία αφαιρούνται ορισμένες άλλες παροχές οι οποίες αποσκοπούν στην κάλυψη των αναγκών του οικείου μισθωτού. Ως εκ τούτου, η κάλυψη των απωλειών εισοδήματος που πράγματι υπέστη ο συγκεκριμένος μισθωτός (επομένως η διαφορά μεταξύ των ανεξόφλητων απαιτήσεων και των παροχών που λαμβάνονται ακόμη) δεν μπορεί να αποτελέσει αποφασιστικής σημασίας κριτήριο.

33.      Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν η αντίληψη αυτή, στην οποία στηρίζεται προφανώς το ιταλικό νομοθετικό διάταγμα , είναι σύμφωνη με τους σκοπούς της οδηγίας.

2.      Επί των σκοπών της οδηγίας

34.      Επιβάλλεται κατ’ αρχάς η παρατήρηση ότι ούτε το άρθρο 3, παράγραφος 1, ούτε το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας παρέχουν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του ύψους των καταβολών του ταμείου εγγυήσεως. Συνεπώς, τούτο αφορά κατ’ αρχήν τα κράτη μέλη.

35.      Η ερμηνεία της οδηγίας από την Ιταλική Κυβέρνηση στηρίζεται κυρίως στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας. Ωστόσο, είναι αμφίβολο το κατά πόσον η διάταξη αυτή πρέπει πράγματι να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι εκφράζει, όσον αφορά τις καταβολές των οργανισμών εγγυήσεως, την αντίληψη ότι οι οργανισμοί χορηγούν «κοινωνικές παροχές» προς κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών των μισθωτών.

36.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αναφέρεται μεν στην «κοινωνική σκοπιμότητα της παρούσας οδηγίας» δικαιολογώντας με τον τρόπο αυτόν την νομιμότητα ενός «ανώτατου ορίου» στη διαφορετική περίπτωση που οι καταβολές θα ήσαν αντίθετες με αυτή την κοινωνική σκοπιμότητα. Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί εντεύθεν ότι ο σκοπός της οδηγίας εξαντλείται –απλώς– στην κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του μισθωτού ο οποίος πλήττεται από την αφερεγγυότητα του εργοδότη του. Πράγματι, με τη διάταξη αυτή εισάγεται μια εξαίρεση. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποτρέψει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν και οι ίδιοι οι οργανισμοί εγγυήσεως, οι οποίοι λειτουργούν π.χ. υπό τη μορφή ενός έξωθεν χρηματοδοτούμενου ταμείου, δυσκολίες στην καταβολή των ποσών αυτών κατόπιν μεγάλης εκτάσεως πτωχεύσεων.

37.      Η βασική διάταξη, η οποία παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον σκοπό της οδηγίας, είναι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Ωστόσο, η διάταξη αυτή, όπως και η πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, αποτελούν επιχείρημα κατά της ερμηνείας ως «κοινωνικών παροχών» κατά την προεκτεθείσα έννοια των καταβολών στις οποίες προβαίνει ένας οργανισμός εγγυήσεως.

38.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι το περιεχόμενο της βασικής υποχρεώσεως των κρατών μελών συνίσταται στη διασφάλιση της «πληρωμής ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών» (16). Και η πρώτη αιτιολογική σκέψη συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι σκοπός της οδηγίας είναι η διασφάλιση «της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων [των μισθωτών]». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κύριος σκοπός της οδηγίας είναι η διασφάλιση της καταβολής ορισμένων ποσών ως αντιστάθμισμα για τις ανεξόφλητες απαιτήσεις των μισθωτών και όχι ο μετριασμός των αρνητικών συνεπειών από την κατάσταση ένδειας που ενδεχομένως δημιουργείται.

3.      Επί της ερμηνείας της οδηγίας σε σχέση με τα ποσά που αφαιρούνται

39.      Από τα συναφή επιχειρήματα των μερών που μετέχουν στη διαδικασία προκύπτει ότι το ζήτημα της νομιμότητας των ποσών που αφαιρούνται τίθεται προφανώς μόνο στην περίπτωση που δεν αμφισβητείται, από άποψη κοινοτικού δικαίου, η ορθότητα του τρόπου με τον οποίο ο Ιταλός νομοθέτης αντιλαμβάνεται τη φύση των καταβολών των οργανισμών εγγυήσεως. Δεδομένου ότι, κατά την άποψή μου, αυτή καθ’ εαυτήν η αντίληψη του Ιταλού νομοθέτη δεν βρίσκει έρεισμα στην οδηγία, παρέλκει εν προκειμένω η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη νομιμότητα των ποσών που αφαιρούνται

40.      Μολονότι σκοπός της απαντήσεως του προδικαστικού ερωτήματος είναι να παράσχει τη δυνατότητα στα αιτούντα δικαστήρια να συνεχίσουν την κύρια δίκη τηρώντας το ισχύον κοινοτικό δίκαιο, ενδείκνυται, ωστόσο, να προβώ με τη δέουσα συντομία σε ορισμένες βασικές παρατηρήσεις σχετικά με τα ποσά κατά τα οποία μπορεί να μειωθεί η αξίωση παροχής που στρέφεται κατά του οργανισμού εγγυήσεως ενόψει της προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους.

41.      Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι στην περίπτωση ενός συστήματος στο πλαίσιο του οποίου ένας οργανισμός εγγυήσεως προβαίνει σε καταβολές ως πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, το ύψος των καταβολών πρέπει, όπως είναι φυσικό, να αποτελεί συνάρτηση των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων. Αυτό σημαίνει ότι παροχές τις οποίες κατέβαλε ο εργοδότης ή τρίτοι για λογαριασμό του δεν πρέπει να αντικαθίσταται από τον οργανισμό εγγυήσεως.

42.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση του Maso ότι τα άρθρα 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και 10 της οδηγίας επιτρέπουν κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες κατά της σωρεύσεως απαιτήσεων. Ωστόσο, μπορούν να αφαιρεθούν από την απαίτηση καταβολής που στρέφεται κατά του οργανισμού εγγυήσεως μόνο συγκεκριμένες άλλες παροχές (17) ήτοι παροχές των οποίων η ταυτόχρονη λήψη πρέπει να θεωρείται αποδεδειγμένα ως κατάχρηση (18).

43.      Εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξετάσουν αν και σε ποιον βαθμό μπορούν ή πρέπει να γίνονται οι επίμαχες μειώσεις κατά τον υπολογισμό των ποσών που καταβάλει το ταμείο εγγυήσεως προς διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών κατά την έννοια της οδηγίας. Αν αυτό συμβαίνει, τα αιτούντα δικαστήρια θα πρέπει να τηρήσουν τα κριτήρια τα οποία απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και από το άρθρο 10 της οδηγίας. Θα ήθελα να τονίσω μεταξύ άλλων ότι το Δικαστήριο εξέτασε ήδη στο πλαίσιο της υποθέσεως Maso κ.λπ. (19) το ζήτημα αυτό σε σχέση με το ιταλικό «επίδομα για εξεύρεση νέας εργασίας» βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε τότε στην Ιταλία.

VII – Πρόταση

44.      Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο αναδιατυπωθέν προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

«Η οδηγία 80/987/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη και, ειδικότερα, το άρθρο της 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η επιβαλλόμενη από την οδηγία προστασία των μισθωτών δεν διασφαλίζεται στην περίπτωση που ο οργανισμός εγγυήσεως οφείλει στους ενδιαφερόμενους μισθωτούς ένα μόνον κάθε φορά συνολικό ποσό προς κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών τους από το οποίο αφαιρούνται ορισμένες άλλες παροχές στις οποίες περιλαμβάνονται και οι παροχές του εργοδότη.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 283, σ. 23.


3 – GURI της 13ης Φεβρουαρίου 1992.


4 – Στην κύρια δίκη μετέσχον προφανώς και άλλοι μισθωτοί πέραν του A. Barsotti («Barsotti κ.λπ.»). Ωστόσο, τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής αναφέρονται μόνο στον A. Barsotti.


5 – Βλ. π.χ. την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-107/98, Teckal (Συλλογή 1999, σ. Ι-8121).


6 – Αποφάσεις C-107/98 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5), σκέψη 33, και της 4ης Μαΐου 1993, C-17/92, Distribuidores Cinematograficos (Συλλογή 1993, σ. Ι-2239, σκέψη 8).


7 – Αποφάσεις Teckal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 34), και της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 251/83, Haug-Adrion (Συλλογή 1984, σ. 4277, σκέψη 9), και της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-168/95 (Συλλογή 1996, σ. Ι-4705, σκέψη 21).


8 – Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1997, C-373/95, Maso κ.λπ. και Gazzetta κ.λπ.( Συλλογή 1997, σ. Ι-4051).


9 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8.


10 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8.


11 – Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1997, C-94/95 και C-95/95, Bonifaci κ.λπ. και Berto κ.λπ., (Συλλογή 1997, σ. Ι-3969).


12 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8.


13 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8.


14 – Βλ. ανωτέρω σημεία 3 επ.


15 –      Βλ. ανωτέρω σημείο 4.


16 – Αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 22/87, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1989, σ. 143, σκέψεις 7 και 11), και Maso κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8).


17 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις σκέψεις 57 επ. της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 8 αποφάσεως.


18 – Άρθρο 10 της οδηγίας.


19 – Απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 (σκέψη 59).

Top