Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CC0018

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 11ης Ιουλίου 2002.
    Arkkitehtuuritoimisto Riitta Korhonen Oy, Arkkitehtitoimisto Pentti Toivanen Oy και Rakennuttajatoimisto Vilho Tervomaa κατά Varkauden Taitotalo Oy.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Kilpailuneuvosto - Φινλανδία.
    Οδηγία 92/50/ΕΟΚ - Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών - .ννοια της αναθέτουσας αρχής - Οργανισμός δημοσίου δικαίου - Εταιρία ιδρυθείσα από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως για την προώθηση της αναπτύξεως βιομηχανικών ή εμπορικών δραστηριοτήτων επί του εδάφους του εν λόγω οργανισμού.
    Υπόθεση C-18/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-05321

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:448

    62001C0018

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 11ης Ιουλίου 2002. - Arkkitehtuuritoimisto Riitta Korhonen Oy, Arkkitehtitoimisto Pentti Toivanen Oy και Rakennuttajatoimisto Vilho Tervomaa κατά Varkauden Taitotalo Oy. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Kilpailuneuvosto - Φινλανδία. - Οδηγία 92/50/ΕΟΚ - Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών - .ννοια της αναθέτουσας αρχής - Οργανισμός δημοσίου δικαίου - Εταιρία ιδρυθείσα από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως για την προώθηση της αναπτύξεως βιομηχανικών ή εμπορικών δραστηριοτήτων επί του εδάφους του εν λόγω οργανισμού. - Υπόθεση C-18/01.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-05321


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    I - Εισαγωγή

    1. Με την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Kilpailuneuvosto [Συμβούλιο Ανταγωνισμού (Φινλανδία)] υπέβαλε στο Δικαστήριο πολλά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της εννοίας της αναθέτουσας αρχής (στην περίπτωση οργανισμών δημοσίου δικαίου) υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών .

    2. Πρόκειται κυρίως για τον ορισμό των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα και για το ερώτημα αν η δραστηριότητα ανώνυμης εταιρίας που έχει ως ιδιοκτήτη ένα δήμο ή κοινότητα και η οποία κατασκευάζει εμπορικά κτίρια προοριζόμενα για ιδιωτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να διευκολυνθούν οι συνθήκες ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων εντός του δήμου ή της κοινότητας, ανταποκρίνεται σε αυτές τις ανάγκες.

    ΙΙ - Νομικό πλαίσιο

    1. Η οδηγία 92/50

    3. Οι λυσιτελείς διατάξεις του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50 έχουν ως εξής:

    «Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας:

    [...]

    β) ως "αναθέτουσες αρχές": θεωρούνται το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου, οι ενώσεις που αποτελούνται από έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή δημοσίου δικαίου. Ως "οργανισμός δημοσίου δικαίου" νοείται κάθε οργανισμός:

    - που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα

    και

    - έχει νομική προσωπικότητα

    και

    - χρηματοδοτ[είται] κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η διαχείρισή [του] υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή όταν περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου [του] διορίζεται από το κράτος, τις περιφερειακές ή τις τοπικές αρχές ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

    Οι πίνακες των οργανισμών και [των] κατηγοριών τέτοιων οργανισμών δημοσίου δικαίου που ανταποκρίνονται στα κριτήρια που αναφέρονται στη δεύτερη περίπτωση του παρόντος σημείου παρατίθενται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ. Οι πίνακες αυτοί είναι όσο πληρέστεροι γίνεται και μπορούν να αναθεωρηθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30β της εν λόγω οδηγίας·

    [...]».

    2. Ο φινλανδικός νόμος περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο

    4. Η οδηγία 92/50 μεταφέρθηκε στο φινλανδικό δίκαιο με τον julkisista hankinnoista annettu laki (νόμο περί των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών) της 23ης Δεκεμβρίου 1992. Η έννοια της αναθέτουσας αρχής καθορίζεται εκεί, στο άρθρο 2, με όρους που εμπνέονται απ' αυτούς του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50.

    5. Η «αναθέτουσα αρχή» καθορίζεται εκεί ως νομικό πρόσωπο, «το οποίο αποτελεί μέρος της δημοσίας διοικήσεως». Η προϋπόθεση αυτή θεωρείται ότι πληρούται αν το νομικό πρόσωπο:

    1) ιδρύθηκε για την εκπλήρωση καθηκόντων γενικού συμφέροντος, χωρίς βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και

    2) χρηματοδοτείται κυρίως από το Δημόσιο ή υπόκειται στον έλεγχο από το τελευταίο ή το όργανο διοικήσεώς της, διευθύνσεως ή επιβλέψεως αποτελείται κατά πλειοψηφία από μέλη τα οποία διορίστηκαν από το Δημόσιο.

    ΙΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης

    6. Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τη σύναψη, εκ μέρους της καθής Varkauden Taitotalo Oy (στο εξής: Taitotalo), συμβάσεως παροχής υπηρεσιών μελέτης και κατασκευής αφορώσας οικοδομικό σχέδιο. Το επιχειρησιακό συγκρότημα που πρόκειται να κατασκευασθεί προορίζεται για να εκμισθωθεί στη συνέχεια σε βιομηχανίες αιχμής.

    7. Η Taitotalo είναι εταιρία της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά 100 % στον Δήμο του Varkaus (Φινλανδία). Σύμφωνα με το καταστατικό της, η δραστηριότητά της έγκειται στη διαχείριση, αγορά ή μίσθωση ακινήτων ή μετοχών οικοδομικών εταιριών, καθώς και στην οργάνωση και παροχή υπηρεσιών συντηρήσεως των εν λόγω ακινήτων και στην παροχή άλλων αναγκαίων υπηρεσιών διαχειρίσεως των εν λόγω ακινήτων. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας περιλαμβάνει τρία τακτικά μέλη που διορίζονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, στην οποία ο Δήμος του Varkaus έχει το 100 % των δικαιωμάτων ψήφου. Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι υπάλληλοι του Δήμου του Varkaus. Η ιδρυτική πράξη της εταιρίας υπογράφηκε στις 21 Ιανουαρίου του 2000 και ενεγράφη στο μητρώο εταιριών στις 6 Απριλίου 2000.

    8. Η Taitotalo κατασκευάζει το οικοδομικό σχέδιο το ονομαζόμενο «Tyyskän osaamiskeskus» στο πρώτο διαμέρισμα του Varkaus. Η εταιρία έχει την πρόθεση να αγοράσει το οικόπεδο από τον δήμο όταν ολοκληρωθεί το σχέδιο της περιοχής. Η σύμβαση κατασκευής περιλαμβάνει δύο ή τρία συγκροτήματα γραφείων και έναν πολυώροφο κλειστό χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων, που προορίζονται να εκμισθωθούν σε επιχειρήσεις αιχμής. Για την κατασκευή, την εμπορία και τον συντονισμό του σχεδίου, η Taitotalo ζήτησε τις υπηρεσίες της εταιρίας Keski-Savon Teollisuuskylä Oy (στο εξής: Teollisuuskylä).

    9. Η εταιρία Teollisuuskylä ιδρύθηκε για να κατασκευάζει κτίρια για επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το καταστατικό της, ο τομέας δράσεως της εταιρίας αυτής περιλαμβάνει την κατασκευή, την απόκτηση και τη διαχείριση, πωλώντας ή εκμισθώνοντας, βιομηχανικών και εμπορικών κτιρίων και ακινήτων για να παραχωρηθούν τα εν λόγω ακίνητα πρωτίστως σε επιχειρήσεις σε τιμή κόστους. Η εταιρία είναι θυγατρική της εταιρίας για την ανάπτυξη Keski-Savon Kehittämisyhtiö Oy (στο εξής: Kehittämisyhtiö), της οποίας έργο είναι η προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή του κεντρικού Savo. Οι μετοχές της εταιρίας αυτής βρίσκονται σχεδόν κατά το ήμισυ στην κυριότητα του Δήμου του Varkaus. Η πλειοψηφία των υπολοίπων μετοχών ανήκει σε κοινότητες της περιοχής.

    10. Η Teollisuuskylä είχε αρχικώς προβεί σε πρόσκληση με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 1999 προς υποβολή προσφορών για το σχέδιο του Tyyskän osaamiskeskus. Κατά την πρώτη φάση του σχεδίου θα κατασκευάζονταν το κτίριο Tyyskä 1 για την εταιρία Honeywell-Mesurex Oy και το κτίριο Tyyskä 2 για διάφορες μικρότερες επιχειρήσεις. Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφορών, στο τέλος του Αυγούστου 1999, η Teollisuuskylä ανακοίνωσε εντούτοις στους υποβάλοντες προσφορές ότι, λόγω αλλαγών στο κεφάλαιο της ιδρυθησομένης οικοδομικής εταιρίας, η ανάθεση των μελετών και κατασκευών έπρεπε να γίνει με ανοιχτό διαγωνισμό, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    11. Η Teollisuuskylä προέβη, με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 1999, ακόμη μία φορά σε πρόσκληση υποβολής προσφορών για τη μελέτη και την κατασκευή του Tyyskän osaamiskeskus. Τα περί αναθέσεως έγγραφα ανέφεραν τον Δήμο του Varkaus και την Teollisuuskylä ως εντολείς. Σύμφωνα με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύθηκε επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σειρά S, αριθ. 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1999 με τον τίτλο «suunnitelukilpailu» (διαγωνισμός σχετικά με υπολοβή μελετών). Στην προκήρυξη αυτή αναφερόταν ως αναθέτουσα αρχή ο Δήμος του Varkaus για λογαριασμό ιδρυθησομένης οικοδομικής εταιρίας.

    12. Η Taitotalo ανακοίνωσε τέλος στους συμμετέχοντες στον διαγωνισμό, στις 6 Απριλίου 2000 -την ημέρα της εγγραφής της στο εμπορικό μητρώο- ότι ο σχεδιασμός και η κατασκευή του κτιρίου της Honeywell-Mesurex Oy ανατέθηκε στην JP-Terrasto Oy, ο δε σχεδιασμός και η κατασκευή του Tyyskä 2 ανατέθηκε σ' ένα όμιλο διοικούμενο από το Arkkitehtuuritoimisto (αρχιτεκτονικό γραφείο) Pekka Paavola Oy.

    13. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το Arkkitehtuuritoimisto (αρχιτεκτονικό γραφείο) Riitta Korhonen Oy, άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Kilpailuneuvosto, ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση περί αναθέσεως της Taitotalo ή, επικουρικώς, να της επιδικασθεί αποζημίωση. Πέραν αυτού, και το Arkkitehtuuritoimisto Pentti Toivanen Oy και το Rakkennuttajatoimisto Vilho Tervomaa, ως άλλοι διάδικοι της κύριας δίκης, ζήτησαν με προσφυγή της 26ης Απριλίου 2000 αποζημίωση από την Taitotalo.

    14. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι η Taitotalo δεν τήρησε τις διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων.

    15. Η Taitotalo ζήτησε στις 15 Μα_ου 2000 από το Kilpailuneuvosto να απορριφθούν οι προσφυγές ως απαράδεκτες, διότι αυτή δεν είναι αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια του άρθρου 2 του julkisista hankinnoista annettu laki. Ισχυρίζεται ότι, αν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημεία 2 και 3, πληρούνται, η εταιρία δεν ιδρύθηκε για να καλύπτει τις ανάγκες γενικού συμφέροντος, που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, οπότε δεν είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Το ποσό των δημοσίων πόρων που εγκρίθηκαν για το έργο δεν φτάνει το ήμισυ του κόστους αυτού. Η Taitotalo αναφέρεται στην απόφαση του Korkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) της 1ης Δεκεμβρίου 1999.

    IV - Τα προδικαστικά ερωτήματα

    16. Το Kilpailuneuvosto διαπιστώνει στην περί παραπομπής διάταξή του ότι κατέστη συνήθης πρακτική στη Φινλανδία, τα τελευταία αυτά έτη, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης να εκτελούν διαρθρωτικά έργα, όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης, χρησιμοποιώντας υπό την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του ακινήτου και του εντολέα ανώνυμες εταιρίες που ανήκουν και χρησιμοποιούνται από αυτούς.

    17. Λόγω της συχνότητας και της σημασίας των περιπτώσεων αυτών, το Kilpailuneuvosto θεωρεί πολύ σημαντική την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 92/50. Για τον λόγο αυτό υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «Μπορεί ανώνυμη εταιρία, ανήκουσα σε αρχές τοπικής αυτοδιοικήσεως και ελεγχόμενη από τις αρχές αυτές, να θεωρηθεί ως αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αν στην εταιρία αυτή παρέχονται υπηρεσίες μελέτης και κατασκευής με σκοπό την κατασκευή εγκαταστάσεων προς εκμίσθωση σε επιχειρήσεις;

    Επηρεάζει την απάντηση το γεγονός ότι με το σχέδιο κατασκευής σκοπείται η δημιουργία προϋποθέσεων για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων στην περιοχή;

    Επηρεάζει την απάντηση το γεγονός ότι τα προς κατασκευήν κτίρια θα εκμισθωθούν σε μία μόνον επιχείρηση;»

    V - Παρατηρήσεις των διαδίκων και νομική εκτίμηση

    18. Η καθής, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Αυστρίας, καθώς και η Επιτροπή συμμετείχαν στην έγγραφη διαδικασία. Το Δικαστήριο κάλεσε τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εν όψει της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δραστηριοποιούνται οι εταιρίες αυτές, καλούμενες «εταιρίες για την ανάπτυξη», και ειδικότερα να αναφέρει αν είναι κερδοσκοπικές και αν φέρουν οι ίδιες τον οικονομικό κίνδυνο που είναι συμφυής με τις δραστηριότητές τους. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας και η Επιτροπή συμμετείχαν στην επ' ακροατηρίου συζήτηση.

    1. Παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

    19. Η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή εξέφρασαν με τις γραπτές παρατηρήσεις τους αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, επειδή, κατ' αυτές, η έκθεση των πραγματικών περιστατικών στη διάταξη περί παραπομπής ήταν αντιφατική, είχε κενά και ήταν ασαφής σε ορισμένα σημεία.

    20. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη περί παραπομπής δεν επιτρέπει να διακριθούν οι νομικές βάσεις των προκηρύξεων διαγωνισμού που έγιναν στην υπόθεση της κύριας δίκης ούτε ποιος εμφανίστηκε τυπικώς ως η αναθέτουσα αρχή. Η διάταξη δεν αναφέρει αν η δραστηριότητα της Taitotalo περιορίζεται στις περιγραφείσες πράξεις ή αν η καθής παρεμβαίνει σε ευρύτερους τομείς. Εξάλλου, είναι πιο δύσκολο να δοθεί απάντηση σε ερωτήματα διατυπωθέντα αορίστως, λόγω του ότι προφανώς δεν πρόκειται για τη θέση ενός συγκεκριμένου νομικού προσώπου έναντι του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 92/50, αλλά για εκείνη μιας ομάδας νομικών προσώπων. Η Επιτροπή διερωτάται, επομένως, αν το Kilpailuneuvosto εξέθεσε με επαρκή σαφήνεια, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματά του.

    21. Η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι ένας οργανισμός μπορεί να χαρακτηριστεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια της οδηγίας 92/50 μόνον αν έχει τη νομική προσωπικότητα κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και τη διατηρεί καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Είναι πολύ πιθανόν ότι η Taitotalo δεν είχε νομική προσωπικότητα κατά τον χρόνον της δημοσιεύσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, τον Σεπτέμβριο του 1999, εφόσον ενεγράφη στο μητρώο των εμπόρων μόλις στις 6 Απριλίου 2000. Είναι πρόδηλον ότι ο Δήμος του Varkaus ήταν ταυτόχρονα εντολέας και αναθέτουσα αρχή. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία πρότεινε στο Δικαστήριο να ζητήσει διευκρινίσεις από το αιτούν δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 5, του κανονισμού του διαδικασίας.

    22. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της εκάστοτε υποθέσεως, την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως . Η αρχή αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο εθνικός δικαστής έχει άμεση και ακριβή γνώση των πραγματικών περιστατικών και είναι, επομένως, αυτός που μπορεί καλύτερα να αποφασίσει σχετικώς . Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ' αρχήν, να απαντήσει .

    23. Πάντως, το Δικαστήριο τονίζει, επίσης με πάγια νομολογία, ότι η ανάγκη να υπάρξει ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί το δικαστήριο αυτό να καθορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγεί τις πραγματικές υποθέσεις στις οποίες βασίζονται τα ερωτήματα αυτά . Το άρθρο 234 ΕΚ δεν επιβάλλει στο Δικαστήριο να απαντά σε προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν .

    24. Επομένως, το Δικαστήριο αρνείται να απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα όταν διαπιστώνει ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου δεν έχουν εφαρμογή στη διαφορά . Το Δικαστήριο αρνείται επίσης να απαντήσει αν η απάντησή του δεν μπορεί να έχει καμία επίπτωση στην υπόθεση της κύριας δίκης ή η αιτηθείσα ερμηνεία είναι αλυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς .

    25. Δεν αμφισβητείται ότι, στην περί παραπομπής διάταξή του , το φινλανδικό Συμβούλιο Ανταγωνισμού αναφέρει ότι κρίνει σημαντικό να έχει στη διάθεσή του ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50, διότι η εν λόγω κοινοτική νομοθεσία έχει σχέση με την υπόθεση δημοσίας συμβάσεως της οποίας έχει επιληφθεί. Υπάρχει πράγματι διαφορά μεταξύ των διαδίκων ως προς το ερώτημα αν, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του φινλανδικού νόμου, με τον οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, τον julkisista hankinnoista annettu laki, η Taitotalo είναι νομικό πρόσωπο ιδρυθέν για να ικανοποιεί ειδικώς ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Στο μέτρο που η εταιρία αυτή πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί μέρος της δημόσιας διοικήσεως, οι συμβάσεις τις οποίες συνάπτει διέπονται, σύμφωνα με το Kilpailuneuvosto, από τις διάταξεις που εφαρμόζονται στη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων.

    26. Ακόμη και αν η έκθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αφορά η ερμηνεία που πρόκειται να επιχειρηθεί, μπορούσε να είναι πληρέστερη, εντούτοις, το γεγονός ότι ελήφθησαν υπόψη οι κατά τρόπο κατανοητό περιγραφείσες δραστηριότητες και σχέσεις της καθής Taitotalo με τον Δήμο του Varkaus, καθιστά δυνατή τη νομική εκτίμηση των προδικαστικών ερωτημάτων.

    27. Επομένως, ουδόλως αποκλείεται η λυσιτελής απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα. Επομένως, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

    2. Ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50

    28. Με το κύριο ερώτημα, το Kilpailuneuvosto επιθυμεί να μάθει αν ανώνυμες εταιρίες ελεγχόμενες από το Δημόσιο ασκούν βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα οσάκις ανοικοδομούν βιομηχανικούς ή εμπορικούς χώρους για ιδιωτικές επιχειρήσεις, οπότε δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ότι δημιουργήθηκαν ειδικώς για να ικανοποιούν ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

    29. Συμφωνούντες με τους διαδίκους της κύριας δίκης, οι λοιποί μετέχοντες στη δίκη, οι οποίοι υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, θεωρούν στην πλειοψηφία τους ότι η καθής Taitotalo πληροί την τρίτη και επίσης τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50. Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν πάση περιπτώσει από τη στιγμή που η Taitotalo ενεγράφη στο μητρώο εμπόρων.

    30. Όπως προκύπτει από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών στην περί παραπομπής διάταξη, η Taitotalo είναι ανώνυμη εταιρία, έχουσα νομική προσωπικότητα, της οποίας η διαχείριση υπόκειται στην εποπτεία του Δήμου του Varkaus. Αυτός διορίζει επίσης όλα τα μέλη των διοικητικών οργάνων, δεδομένου ότι έχει το 100 % των εταιρικών μεριδίων.

    31. Κατόπιν ερωτήσεως του εισηγητή δικαστή, η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας εξήγησε ότι, κατά το φινλανδικό δίκαιο, είναι δυνατό, και στην πράξη σύνηθες, οι ιδρυτές μιας εταιρίας να ενεργούν για λογαριασμό της πριν από την εγγραφή της στο εμπορικό μητρώο. Το νεοϊδρυθέν νομικό πρόσωπο αναλαμβάνει, επομένως, σε μεταγενέστερο χρόνο τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν με τον τρόπο αυτό, οι οποίες έτσι αντιμετωπίζονται ως αν είχαν εξ αρχής υπάρξει ως υποχρεώσεις της εταιρίας. Πάντως, η ευθύνη των ιδρυτών της εταιρίας παραμένει απεριόριστη έως την ημερομηνία αυτή.

    32. Επομένως, μία μόνο προϋπόθεση της εννοίας του οργανισμού δημοσίου δικαίου χρήζει, για την παρούσα υπόθεση, ερμηνείας, δηλαδή αν μία επιχείρηση όπως η καθής ιδρύθηκε ειδικώς για να ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

    α) Οι θέσεις των μετεχόντων στη δίκη

    33. Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί, όπως και η καθής Taitotalo, ότι αυτή δεν είναι αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια της οδηγίας 92/50. Κατ' αυτήν, η Taitotalo δεν δημιουργήθηκε ειδικώς για να ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

    34. Κατά τη γνώμη της, η Taitotalo δεν δημιουργεί τις γενικές προϋποθέσεις (υποδομή) της ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων εντός του δήμου, αλλά μάλλον υλοποιεί οικοδομικά σχέδια για ιδιωτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να ανταποκριθεί στα ειδικά συμφέροντα αυτών. Επιδιώκει οικονομικό σκοπό, αυτό δε στις συνήθεις τιμές της αγοράς.

    35. Η Taitotalo παραπέμπει, προς στήριξη των επιχειρημάτων της, στις αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 1998, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. , και της 10ης Νοεμβρίου 1998, BFI Holding . Στην πρώτη απόφαση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μία επιχείρηση η οποία ασκεί οικονομικές δραστηριότητες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου για τον λόγο και μόνο ότι η επιχείρηση αυτή ιδρύθηκε από αναθέτουσα αρχή ή η αναθέτουσα αρχή της μεταφέρει κονδύλια προερχόμενα από δραστηριότητες που ασκούνται προς το γενικό συμφέρον και δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει με την απόφαση αυτή ότι μια δημόσια επιχείρηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εάν δεν δημιουργήθηκε ειδικώς για να ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Η σχέση μεταξύ αναθέτουσας αρχής και επιχειρήσεως λόγω ιδιοκτησίας και χρηματοδοτήσεως δεν αρκεί αφ' εαυτής για να καταστεί η επιχείρηση οργανισμός δημοσίου δικαίου.

    36. Επίσης και η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρεται στην απόφαση Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. . Κατ' αυτήν, το Δικαστήριο εξέτασε ιδιαίτερα αν η δραστηριότητα ενός οργανισμού έχει σχέση με ουσιώδη αρμοδιότητα του Δημοσίου, προκειμένου να καθορίσει αν ο οργανισμός αυτός είχε δημιουργηθεί για να ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Εν προκειμένω, η Γαλλική Δημοκρατία διαπιστώνει ότι η δραστηριότητα της καθής δεν έχει καμία σχέση με την άσκηση ουσιώδους αρμοδιότητας του Δημοσίου. Η δραστηριότητα αυτή διακρίνεται σαφώς από αυτές άλλων οργανισμών, ως προς τον χαρακτηρισμό των οποίων ως αναθέτουσας αρχής το Δικαστήριο έχει ήδη κληθεί να αποφανθεί .

    37. Ως προς τη διάκριση αυτή, η Γαλλική Δημοκρατία παραπέμπει επίσης, ειδικότερα, στην απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας , όπου διαπιστώθηκε ότι η κατασκευή και η μίσθωση κατοικιών χαμηλού ενοικίου ανταποκρίνονται σε ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Όμως, η κατασκευή κατοικιών χαμηλού ενοικίου δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατασκευή και μίσθωση εγκαταστάσεων για επαγγελματική χρήση.

    38. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας θεωρεί ότι μία εταιρία όπως είναι η καθής δημιουργήθηκε ειδικώς για να ικανοποιεί τις ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, υπό την έννοια της οδηγίας 92/50, των προσώπων που κατοικούν στον δήμο.

    39. Αναφέρεται στους σκοπούς της οδηγίας 92/50. Σύμφωνα με τους σκοπούς αυτούς, ο συντονισμός σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών αποσκοπεί στην κατάργηση των εμποδίων της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και, επομένως, στην προστασία των συμφερόντων των επιχειρηματιών που είναι εγκατεστημένοι σε ένα κράτος μέλος και επιθυμούν να προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες στις αναθέτουσες αρχές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος. Άλλος σκοπός είναι να αποκλεισθεί οποιαδήποτε ακαταστασία στη δημόσια χρηματοδότηση διότι, στις δημόσιες συμβάσεις, δεν απαντά το είδος ελέγχου των δαπανών που συνηθίζεται στον δημόσιο τομέα. Η υλοποίηση του σκοπού της οδηγίας θα διακυβευόταν αν μια εταιρία, όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, δεν εθεωρείτο ως αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια της οδηγίας. Οι δήμοι θα μπορούσαν να έχουν την τάση να δημιουργήσουν στους τομείς τους δραστηριότητας επιχειρήσεις των οποίων οι συμβάσεις δεν θα υπόκεινταν στις διατάξεις της οδηγίας.

    40. Η Φινλανδική Κυβέρνηση επιμένει ειδικώς στις παρατηρήσεις της επί του νομικού καθεστώτος και των καθηκόντων των δήμων στη Φινλανδία. Το Φινλανδικό Σύνταγμα αναφέρει στο άρθρο του 121 ότι η Φινλανδία διαιρείται σε δήμους των οποίων η διοίκηση βασίζεται στην αυτοδιαχείριση από τους κατοίκους τους. Η διάταξη αυτή εγγυάται στους δήμους ένα καθεστώς πλήρους αυτονομίας, του οποίου οι λεπτομέρειες καθορίζονται από τον νόμο. Επί τη βάσει αυτή οι δήμοι διασφαλίζουν μεγάλο μέρος των δημοσίων υπηρεσιών στη Φινλανδία. Ο τομέας δράσεως του δήμου διαιρείται σε ένα «γενικό» τομέα και σε ένα «ειδικό» τομέα. Στον ειδικό τομέα ανήκουν τα καθήκοντα που ο δήμος υποχρεούται να διασφαλίζει δυνάμει ειδικών νομικών διατάξεων. Έτσι, η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η υγεία και η ιατρική περίθαλψη, αλλά επίσης η χωροταξία καθώς και η τεχνική πραγματοποίηση των υποδομών αποτελούν μέρος του ειδικού τομέα. Στον γενικό τομέα υπάγονται, αντιθέτως, τα καθήκοντα που ο δήμος μπορεί, δυνάμει της αυτονομίας του που εγγυάται το σύνταγμα, ο ίδιος να αποφασίσει να τα αναλάβει. Πρέπει όμως τότε να πρόκειται για «δημοτικές υποθέσεις». Ως δημοτικές υποθέσεις νοούνται τα καθήκοντα που εξυπηρετούν τα υλικά και πνευματικά συμφέροντα και ανάγκες των προσώπων που κατοικούν στον δήμο και που είναι σημαντικά για το σύνολο του δήμου.

    41. Κατά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, η πολιτική στηρίξεως της οικονομίας αποτελεί μέρος των ουσιωδών καθηκόντων του τομέα γενικής αρμοδιότητας των φινλανδικών δήμων. Η δημιουργία συνθηκών που καθιστούν δυνατή σε τοπικό επίπεδο την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων γίνεται αντιληπτή ως δημοτική υπόθεση προς το συμφέρον των προσώπων που κατοικούν στον δήμο. Επιχειρήσεις όπως η καθής έχουν ως αντικείμενο τη δημιουργία στους τομείς τους μιας βιομηχανικής και εμπορικής υποδομής, διαρρυθμίζοντας ή μισθώνοντας βιομηχανικές αποθήκες ή γραφεία για επαγγελματική χρήση και προτείνοντας τις σχετικές υπηρεσίες. Οι φινλανδικοί δήμοι δημιουργούν εταιρίες καλούμενες «εταιρίες για την ανάπτυξη», ένα παράδειγμα των οποίων αποτελεί η καθής εταιρία, που έχουν ως καθήκον να ελκύσουν νέους οικονομικούς κλάδους και να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, όταν ουδείς ιδιώτης επιχειρηματίας προσφέρεται να δημιουργήσει τις υποδομές αυτές.

    42. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας διευκρίνισε, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι ένας δήμος μπορούσε να αντλεί οφέλη από τη δική του οικονομική δραστηριότητα, αλλά υπό τον όρο ότι αυτό είναι παρεμπίπτον μόνον αποτέλεσμα και όχι ο κύριος σκοπός. Οι εταιρίες που ανήκουν στους δήμους πρέπει να αφιερώνονται στο κοινό καλό. Κατά τα λοιπά, η φινλανδική νομοθεσία απαγορεύει στους δήμους να αναλαμβάνουν καθαρά οικονομικές δραστηριότητες. Κατ' αρχήν, οι εταιρίες που καλούνται «εταιρίες για την ανάπτυξη» φέρουν οι ίδιες τον συμφυή με τη δραστηριότητά τους κίνδυνο, ώστε είναι νοητό αυτές να πτωχεύουν, αλλά, συνήθως, οι ιδιοκτήτες δήμοι μεριμνούν ώστε αυτό να μη συμβεί, καθόσον η ύπαρξη της εταιρίας συμφέρει τον δήμο.

    43. Οι παροχές υπηρεσιών, όπως αυτές που προσφέρει η καθής, θα μπορούσαν επίσης να προτείνονται για καθαρά ιδιωτικούς οικονομικούς σκοπούς. Για τον λόγο αυτό, η δραστηριότητα της εταιρίας δεν επιτρέπει να συναχθεί ο σκοπός για τον οποίο ιδρύθηκε, ιδίως δε, ούτε ο τομέας δραστηριότητας μιας εταιρίας για την ανάπτυξη προκύπτει σαφώς από το εμπορικό μητρώο.

    44. Κατά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, στην καθής απόκειται να παρέχει στα πρόσωπα που κατοικούν στον Δήμο του Varkaus υπηρεσίες σε σχέση με οικονομικές δραστηριότητες και, επομένως, να ενεργεί προς το γενικό συμφέρον. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε από τον δήμο. Δεν έχει σημασία αν ο δήμος προσφέρει ο ίδιος τις υπηρεσίες αυτές ή αν αποτείνεται σε μια ενδιάμεση εταιρία που του ανήκει, ή ακόμη αποτείνεται σε τρίτους.

    45. Ως προς το ερώτημα πότε μια ανάγκη δεν έχει βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, η Δημοκρατία της Φινλανδίας παραπέμπει στην απόφαση BFI Holding . Το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφαση αυτή ότι το γεγονός ότι ένας οργανισμός βρίσκεται σε ανταγωνισμό με ιδιωτικές επιχειρήσεις στην οικεία αγορά μπορεί να αποτελεί ένδειξη του ότι υπάρχει ανάγκη έχουσα βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Εν προκειμένω, κατά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, δεν φαίνεται να έχει αναπτυχθεί ανταγωνισμός στον τομέα δραστηριότητας των συγκεκριμένων εταιριών.

    46. Όπως και η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Δημοκρατία της Αυστρίας θεωρεί ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων πρέπει να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο και τον σκοπό των διατάξεών τους. Όσον αφορά την ερμηνεία της εννοίας του γενικού συμφέροντος, η Δημοκρατία της Αυστρίας παραπέμπει στις γραπτές παρατηρήσεις της στην υπόθεση Adolf Truley . Κατά τη γνώμη της, ο περιορισμός της κατηγορίας των άμεσων δικαιούχων της οικείας δραστηριότητας δεν σημαίνει ότι η δραστηριότητα αυτή καθεαυτή δεν εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον. Ομοίως, το γεγονός της προωθήσεως της εγκαταστάσεως επιχειρήσεων ενός τομέα αιχμής συμβάλλει στην ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών και του τοπικού πληθυσμού, για παράδειγμα, προσφέροντας μεγαλύτερη επιλογή προϊόντων και υπηρεσιών ή αυξάνοντας τα φορολογικά έσοδα. Η δραστηριότητα της Taitotalo πρέπει, επομένως, να θεωρείται δραστηριότητα που έχει ως σκοπό την ικανοποίηση ανάγκης γενικού συμφέροντος.

    47. Λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση που εκδόθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Agorà και Excelsior , και η Επιτροπή θεωρεί ότι η δραστηριότητα της Taitotalo μπορεί να γίνει αντιληπτή ως δραστηριότητα γενικού συμφέροντος, εφόσον από αυτήν απορρέει «ώθηση του εμπορίου» που εμπίπτει στο γενικό συμφέρον. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής τόνισε, εντούτοις, ρητώς ότι ήταν δυνατή άλλη εκτίμηση και ότι η ώθηση μπορούσε να είναι καθαρά υποθετική.

    48. Τόσο η Επιτροπή όσο και η Δημοκρατία της Αυστρίας έχουν τη γνώμη ότι η απουσία προθέσεως πραγματώσεως κέρδους αποτελεί επίσης ένδειξη της υπάρξεως καθήκοντος που τείνει στην ικανοποίηση αναγκών γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται κατ' αυτές, σε τελευταία ανάλυση, από το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας φέρει τον κίνδυνο της οικονομικής του δραστηριότητας, ώστε, στις πλέον δυσμενείς περιπτώσεις, η οικεία εταιρία μπορεί επίσης να καταστεί αφερέγγυα.

    49. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής τόνισε επίσης κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον ασαφή χαρακτήρα ως προς ορισμένα σημεία της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών στην περί παραπομπής διάταξη, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί με βεβαιότητα αν μια ανώνυμη εταιρία όπως η Taitotalo αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50. Από τυπικής απόψεως, το καταστατικό της εταιρίας Taitotalo δεν προβλέπει εν πάση περιπτώσει μηχανισμό αντισταθμίσεως ενδεχομένων οικονομικών απωλειών από τις αρχές. Αυτό, εντούτοις, δεν αποκλείει ότι αυτές παρέχουν στην πραγματικότητα την εγγύησή τους ή εγγυώνται για την καθής.

    50. Κατά τη Δημοκρατία της Αυστρίας, το Kilpailuneuvosto, αιτούν δικαστήριο, πρέπει να προβεί σε μια συνολική εξέταση της καταστάσεως ανταγωνισμού στην οποία βρίσκεται η Taitotalo. Το γεγονός ότι οι ευνοούμενες από το σχέδιο ανοικοδόμησης επιχειρήσεις ασκούν οικονομική δραστηριότητα δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να συνεπάγεται υποχρεωτικώς ότι οι δραστηριότητες της εταιρίας Taitotalo έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

    β) Εκτίμηση

    51. Πρέπει κατ' αρχάς να ερμηνευθεί η έννοια της ανάγκης γενικού συμφέροντος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια εταιρία όπως η Taitotalo ικανοποιεί τέτοιες ανάγκες. Για να επιτευχθεί μια λυσιτελής ερμηνεία, θα ληφθούν υπόψη στην ανάλυση αυτή οι ιδιαιτερότητες της παρούσας υποθέσεως. Μόνον έτσι το Δικαστήριο θα μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή του, η οποία συνίσταται στην ερμηνεία βάσει λειτουργικών κριτηρίων της εννοίας της «αναθέτουσας αρχής».

    52. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν μια εταιρία όπως η Taitotalo αναλαμβάνει την ικανοποίηση βιομηχανικής ή εμπορικής ανάγκης.

    i) Ανάγκες γενικού συμφέροντος

    53. Καμία από τις σχετικές με τις δημόσιες συμβάσεις οδηγίες δεν περιλαμβάνει νομικό ορισμό της εν λόγω αόριστης νομικής έννοιας. Οι αόριστες νομικές έννοιες δημιουργούν κατά κανόνα ερμηνευτικές δυσκολίες, διότι δεν είναι δυνατόν να λεχθεί αν ορισμένα υποκείμενα δικαίου εμπίπτουν σ' αυτές ή όχι.

    54. Εν όψει της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, σύμφυτης με το κοινοτικό δίκαιο, η οποία απαιτεί οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και η εφαρμογή τους προβλέψιμη για όλους τους ενδιαφερομένους , η διαπίστωση αυτή είναι προβληματική. Επομένως, μια ερμηνεία πρέπει να οδηγεί σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν να καθορισθεί αν μια ανάγκη είναι γενικού συμφέροντος. Όμως, αν ο νομοθέτης είχε καθορίσει δεσμευτικό ορισμό των αναγκών γενικού συμφέροντος, μια ερμηνεία βάσει λειτουργικών κριτηρίων θα ήταν δυνατόν να δοθεί μόνο πολύ περιορισμένα εν όψει του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας. Εντούτοις, αποτελεί μια έννοια η οποία πρέπει ακριβώς, λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, να διευκρινισθεί για να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων και υπηρεσιών, όπως το Δικαστήριο ήδη κατ' επανάληψη έχει αποφανθεί, σε σχέση με τη νομική μορφή του οργανισμού ή των διατάξεων με τις οποίες συστάθηκε .

    55. Το Δικαστήριο έχει ώς τώρα ορίσει τις ανάγκες γενικού συμφέροντος ως ανάγκες που συνδέονται στενά με τη θεσμική λειτουργία του Δημοσίου . Πρόκειται για ανάγκες που το Δημόσιο επιλέγει να ικανοποιήσει το ίδιο ή έναντι των οποίων προτίθεται να διατηρήσει καθοριστική επιρροή .

    56. Όπως εξήγησα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Adolf Truley , το Δικαστήριο αναγνώρισε εν τω μεταξύ τον χαρακτήρα γενικού συμφέροντος σε ολόκληρη σειρά πολύ διαφορετικών μεταξύ τους αναγκών. Τα παραδείγματα αυτά που αντλούνται από τη νομολογία μπορούν να παράσχουν ενδείξεις για μια ερμηνεία, όπως και ο κατάλογος των οργανισμών δημοσίου δικαίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ .

    57. Στις προτάσεις μου στην υπόθεση Adolf Truley , εξέθεσα τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι δεν συμβιβάζεται με το κείμενο και τον σκοπό των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων η ερμηνεία των αναγκών γενικού συμφέροντος να εξαρτάται από τον ορισμό που το οικείο κράτος μέλος δίνει το ίδιο στη δική του σφαίρα δραστηριοτήτων. Η αυτονομία του κοινοτικού δικαίου καθώς και ο σκοπός που συνίσταται στην ενιαία εφαρμογή συνηγορούν υπέρ μιας αυτόνομης αντιλήψεως και ερμηνείας των αναγκών γενικού συμφέροντος στο κοινοτικό δίκαιο. Η ανάλυση αυτή στηρίζεται στο κείμενο και τον σκοπό των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες επιδιώκουν να συμβάλουν στην καθιέρωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εντούτοις, επέμεινα ταυτόχρονα στο γεγονός ότι το να δοθεί στην έννοια αυτή αυτόνομη ερμηνεία στο κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να σημαίνει ότι το εθνικό δίκαιο καθίσταται άνευ σημασίας.

    58. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας τόνισε ότι οι παροχές υπηρεσιών που προτείνονται από τις εταιρίες όπως η Taitotalo, δηλαδή η αγορά, η πώληση και εκμίσθωση ακινήτων για επαγγελματική χρήση, αποβλέπουν στις ανάγκες των οποίων η ικανοποίηση γίνεται αντιληπτή στη Φινλανδία ως δημοτική υπόθεση. Κατ' αυτήν, πρόκειται για ανάγκες που οι δήμοι και επίσης το Δημόσιο επιθυμούν να ικανοποιούν οι ίδιοι ώστε να μπορούν να διατηρούν μια επιρροή στην εγκατάσταση επιχειρήσεων στο έδαφός τους.

    59. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας ανέφερε επίσης τα καθήκοντα που οι δήμοι μπορούν να αναλάβουν μόνο βάσει της αυτονομίας τους την οποία εγγυάται το Σύνταγμα, εκτός των αναγκών των οποίων η ικανοποίηση προβλέπεται από ειδικές νομοθετικές διατάξεις, που συνίστανται αποκλειστικά σε όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τις ανάγκες των προσώπων που κατοικούν στον δήμο και που είναι σημαντικά για όλο τον δήμο.

    60. Για τον λόγο αυτό, το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι οι δραστηριότητες των δήμων πρέπει υποχρεωτικώς να ωφελούν τα πρόσωπα που κατοικούν στον δήμο. Αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι οι δραστηριότητες των δημοτικών εταιριών είναι πάντοτε γενικού συμφέροντος εξ ορισμού.

    61. Η Taitotalo τόνισε, εντούτοις, ότι η δραστηριότητά της προσανατολίζεται πρωτίστως προς τις ανάγκες των επιχειρήσεων πελατών. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν το γεγονός ότι μια δραστηριότητα επηρεάζεται από εκτιμήσεις πελατείας βρίσκεται σε αντίφαση με την ιδέα του γενικού συμφέροντος. Συναφώς πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι είναι δυνατόν, εταιρίες όπως η καθής, ιδίως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, όταν σχεδιάζουν ολόκληρα κέντρα δραστηριοτήτων, να προσπαθούν να ικανοποιούν όλες τις επιχειρήσεις που ψάχνουν κατάλληλα γραφεία στο έδαφος του δήμου.

    62. Στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Agorà και Excelsior , το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο διοργανωτής εκθέσεων δεν δρα μόνον για το άμεσο συμφέρον αυτών που εκθέτουν και των εμπόρων επισκεπτών εκθέσεως, αλλά επίσης για το συμφέρον τρίτων, για παράδειγμα των καταναλωτών. Η ανάλυση αυτή παρέχει επίσης ενδείξεις για την παρούσα υπόθεση. Όπως και για τη διοργάνωση μιας εκθέσεως, ούτε εδώ φαίνεται δικαιολογημένο να συναχθεί, από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις πελάτες αποτελούν περιορισμένη κατηγορία, το συμπέρασμα ότι υπηρεσία παρεχομένη από μια εταιρία όπως η καθής δεν εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον.

    63. Η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας εξήγησε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι οι δήμοι δημιουργούν εταιρίες για την ανάπτυξη, προκειμένου να ευνοηθεί η εγκατάσταση επιχειρήσεων και, επομένως, να προωθηθεί η οικονομική δραστηριότητα επί του εδάφους τους.

    64. Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να ληφθεί ήδη υπόψη το πρώτο συμπληρωματικό ερώτημα, το οποίο επισημαίνει το πλαίσιο εντός του οποίου θα υλοποιηθούν τα οικοδομικά σχέδια στο Varkaus. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, κατά γενικό κανόνα, οι προϋποθέσεις για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων δεν δημιουργούνται μόνο χάριν των επιχειρήσεων, αλλά μάλλον επειδή ο δήμος, εγκαθιστώντας επιχειρήσεις, προσδοκά μεταξύ άλλων σε θετική ώθηση των συναλλαγών, της απασχολήσεως των κατοίκων και των φορολογικών εσόδων. Επομένως, η δραστηριότητα μιας εταιρίας που δημιουργεί τις προϋποθέσεις της εγκαταστάσεως βιομηχανικών ή εμπορικών επιχειρήσεων αποβαίνει σε όφελος των κατοίκων του δήμου και, επομένως, της ολότητας.

    65. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε αντιθέτως κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η ώθηση αυτή μπορούσε να είναι υποθετική και το αποτέλεσμά της μόνον έμμεσο. Στον ισχυρισμό αυτό μπορεί να αντιταχθεί ότι η εγκατάσταση επιχειρήσεων εντός ενός δήμου πράγματι προωθείται από τις προσπάθειες των εταιριών αυτών που καλούνται «εταιρίες για την ανάπτυξη».

    66. Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, οι ελεγχόμενες από το Δημόσιο ανώνυμες εταιρίες μπορούν να θεωρηθούν, εφόσον κατασκευάζουν επαγγελματικούς χώρους προοριζόμενους για ιδιωτικές επιχειρήσεις με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών της ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων εντός ενός δήμου, ότι δημιουργήθηκαν με τον ειδικό σκοπό να ικανοποιούν ανάγκες γενικού συμφέροντος. Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα αν οι ανάγκες αυτές δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

    ii) Ανάληψη καθηκόντων όσον αφορά ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα

    67. Το Δικαστήριο τόνισε στην απόφασή του BFI Holding ότι από το κείμενο των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50 προκύπτει ότι η προϋπόθεση του μη «βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα» έχει ως σκοπό τη διευκρίνιση της εννοίας των αναγκών γενικού συμφέροντος. Με την ίδια απόφαση έκρινε περαιτέρω ότι το άρθρο 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας διακρίνει μεταξύ, αφενός, των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και, αφετέρου, των αναγκών γενικού συμφέροντος που έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα .

    68. Οπωσδήποτε, οι διαπιστώσεις αυτές επιτρέπουν μόνο να κατανοηθεί η σχέση μεταξύ των διαφόρων προϋποθέσεων του άρθρου 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50. Οι ενδείξεις αυτές δεν καθιστούν δυνατό τον ορισμό των αναγκών βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα. Παραμένει το ερώτημα πώς μπορούν να διακριθούν οι ανάγκες αυτές από τις ανάγκες χαρακτήρα και αν η ανάγκη την οποία η Taitotalo αναλαμβάνει να ικανοποιήσει με την αγορά και τη διαχείριση βιομηχανικών ή εμπορικών κτιρίων, προκειμένου να τα εκχωρήσει στη συνέχεια σε επιχειρήσεις αιχμής, έχει ή δεν έχει βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

    69. Το Δικαστήριο, στην μέχρι τώρα νομολογία του, παρέσχε τις ακόλουθες ενδείξεις για την ερμηνεία της εννοίας αυτής:

    70. Η ύπαρξη ανεπτυγμένου ανταγωνισμού και, ειδικότερα, το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος οργανισμός δρα υπό συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι δεν πρόκειται για ανάγκη γενικού συμφέροντος η οποία δεν έχει βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα . Το γεγονός ότι κάποια ανάγκη μπορεί επίσης να ικανοποιείται από ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν αποκλείει ότι η ανάγκη αυτή μπορεί να μην έχει βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50 . Σύμφωνα με την ανάλυση του Δικαστηρίου, πρόκειται εν γένει για ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα όταν, αφενός, αυτές ικανοποιούνται κατά τρόπο διαφορετικό από την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά, και, αφετέρου, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, το κράτος επιλέγει να τις ικανοποιήσει το ίδιο ή να διατηρήσει καθοριστική επιρροή στον τομέα αυτόν .

    71. Όπως πρότεινε η Δημοκρατία της Αυστρίας, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, εν όψει του συνόλου της δραστηριότητας μιας εταιρίας όπως η Taitotalo, να καθορίσει αν η εταιρία αυτή δρα εντός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος . Από πραγματική άποψη, πρέπει να καθορισθεί τόσο η αγορά των οικείων υπηρεσιών όσο και η γεωγραφική τους έκταση . Το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αναλάβει το καθήκον αυτό βασιζόμενο στα πραγματικά περιστατικά.

    72. Οι παρατηρήσεις των μετεχόντων στη δίκη οδηγούν στη σκέψη ότι δεν υφίσταται ανεπτυγμένος ανταγωνισμός στον τομέα δραστηριότητας της συγκεκριμένης εταιρίας. Πάντως, δεν πρόκειται εδώ παρά για εικασίες. Δεδομένου ότι, εντούτοις, η ύπαρξη ανεπτυγμένου ανταγωνισμού δεν συνιστά παρά μια ένδειξη, δεν είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί το σημείο αυτό για να ερμηνευθεί η έννοια της εμπορικής ή βιομηχανικής ανάγκης.

    73. Όλοι οι μετέχοντες στη δίκη, συμφωνούντες, διαπιστώνουν ότι η δραστηριότητα εταιρίας όπως η καθής συνίσταται στην προσφορά υπηρεσιών που μια ιδιωτική επιχείρηση θα μπορούσε κάλλιστα επίσης να προσφέρει. Οι μετέχοντες στη δίκη, αντιθέτως, δεν συμφωνούν ως προς την ανάλυση της ικανοποιουμένης ανάγκης.

    74. Το Δικαστήριο δεν διαθέτει το καταστατικό της Taitotalo ώστε να μπορεί να καθορίσει τη νομική βάση των καθηκόντων της. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Kilpailuneuvosto και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, οι παρόμοιες με την καθής εταιρίες δεν είναι κερδοσκοπικές. Η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας επεσήμανε ότι το φινλανδικό δημοτικό δίκαιο απαγορεύει στους δήμους να ιδρύουν εταιρίες για καθαρά οικονομικούς σκοπούς, με κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Αυτό είναι αντίθετο προς μια οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι μια τέτοια δραστηριότητα κατ' αρχήν τείνει προς την απόκτηση κερδών. Εάν υπάρχουν κανόνες που εμποδίζουν τους δήμους να δημιουργούν εταιρίες με κερδοσκοπικό χαρακτήρα, θα πρέπει να συναχθεί από αυτό ότι αυτοί έχουν λίγο, ή μάλλον καθόλου, περιθώριο για να ιδρύουν εταιρίες που αποσκοπούν στην ικανοποίηση αναγκών με βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

    75. Η Taitotalo τονίζει, αντιθέτως, ότι αυτή πραγματοποιεί, για διάφορες επιχειρήσεις, οικοδομικά σχέδια που ανταποκρίνονται στα ειδικά συμφέροντά τους, αυτό δε στις συνήθεις τιμές της αγοράς. Θα συμφωνήσω εδώ με τη γνώμη της Γαλλικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία το καθοριστικό κριτήριο, για να εκτιμηθούν οι ανάγκες που εταιρίες όπως η Taitotalo τείνουν να ικανοποιούν, είναι η δραστηριότητα του ιδίου του οργανισμού και όχι η δραστηριότητα των επιχειρήσεων που επωφελούνται από τα πραγματοποιούμενα οικοδομικά έργα.

    76. Τονίστηκε ήδη, αναλύοντας την ανάγκη γενικού συμφέροντος, ότι το γεγονός ότι οι άμεσοι χρήστες ή αποδέκτες μιας δραστηριότητας αποτελούν περιορισμένη κατηγορία δεν αποκλείει η δραστηριότητα να προτείνεται προς το γενικό συμφέρον. Ομοίως, το γεγονός ότι οι χρήστες ή οι αποδέκτες κάποιας δραστηριότητας ή κάποιας υπηρεσίας είναι επιχειρήσεις που ασκούν οικονομική δραστηριότητα δεν επιτρέπει να συναχθεί οριστικώς το συμπέρασμα ότι ο οργανισμός που τους προτείνει τη δραστηριότητα αυτή ή την παροχή αυτή, το κάνει επίσης επιχειρηματικά. Πράγματι, μπορεί κανείς να σκεφθεί ορισμένο αριθμών αναγκών που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και τις οποίες, για λόγους γενικού συμφέροντος, αναλαμβάνει το κράτος να τις ικανοποιήσει το ίδιο ή μέσω οργανισμών που ελέγχονται από αυτό, προκειμένου να διατηρήσει αποφασιστική επιρροή, και οι οποίες αξιώνονται μόνον από βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις.

    77. Πρότεινα ήδη, στις προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Agorà και Excelsior, τελευταίως δε στην υπόθεση Adolf Truley, οσάκις πρόκειται να εξετασθεί το ερώτημα αν ένας οργανισμός ικανοποιεί ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, να λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων αν ο οργανισμός αυτός φέρει τον συμφυή με τις αποφάσεις του οικονομικό κίνδυνο. Το γεγονός ότι πρέπει να υποστεί ο ίδιος τις οικονομικές συνέπειες των αποφάσεών του θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη για το ότι ασκεί βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα .

    78. Το κριτήριο αυτό επιτρέπει να ληφθεί υπόψη το κείμενο και ο σκοπός της οδηγίας 92/50 κατά την ερμηνεία αυτής. Σύμφωνα με τις αιτιολογικές της σκέψεις, η οδηγία 92/50 επιδιώκει ως γνωστόν να καταργήσει τα εμπόδια της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και, επομένως, να διαφυλάξει τα συμφέροντα των επιχειρηματιών που είναι εγκατεστημένοι εντός κράτους μέλους, οι οποίοι επιθυμούν να προτείνουν αγαθά ή υπηρεσίες σε αναθέτουσες αρχές εγκατεστημένες εντός άλλου κράτους μέλους. Πρέπει να αποκλεισθεί ο κίνδυνος να ευνοήσουν οι αναθέτουσες αρχές τους ημεδαπούς επιχειρηματίες ή ορισμένους υποψηφίους κατά τη σύναψη των συμβάσεων -ενδεχομένως, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές και φορολογικές συνέπειες. Ο κοινοτικός νομοθέτης ήθελε οι οδηγίες να εφαρμόζονται σε οργανισμούς που δεν υπόκεινται εντελώς ή εν μέρει στους νόμους της αγοράς .

    79. Αυτό που έχει αποφασιστική σημασία, κατά την εξέταση των προϋποθέσεων για την ύπαρξη οργανισμού δημοσίου δικαίου είναι, επομένως, αν υφίσταται κίνδυνος ο οργανισμός αυτός να καθοδηγείται κατά τις αποφάσεις του περί αναθέσεως συμβάσεων από μη οικονομικές εκτιμήσεις . Αν αυτό συμβαίνει, η υλοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κινδυνεύει, πράγμα που δικαιολογεί την εφαρμογή των οδηγιών περί των δημοσίων συμβάσεων . Εφόσον ένας οργανισμός φέρει ο ίδιος τον οικονομικό κίνδυνο της δραστηριότητάς του, υποχρεούται κατ' αρχήν να κατευθύνεται από οικονομικές εκτιμήσεις και να επιλέγει, συνεπώς, τους αντισυμβαλλομένους του.

    80. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την ικανοποίηση των αναγκών του γενικού συμφέροντος, αυτές θα πρέπει πάντοτε να έχουν τη δυνατότητα, για να μη διακυβεύεται η εκτέλεση των καθηκόντων τους, να αντισταθμίζει το Δημόσιο τις ενδεχόμενες απώλειές τους. Το Δημόσιο θα παύσει την υποστήριξή τους μόνον αν δεν έχει πλέον συμφέρον για την ικανοποίηση της ανάγκης -πράγμα που σημαίνει ότι η ανάγκη αυτή δεν έχει πλέον χαρακτήρα γενικού συμφέροντος.

    81. Αν το κριτήριο αυτό εφαρμοσθεί στην καθής, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει κατ' αρχάς κατά πόσον από το καταστατικό της Taitotalo προκύπτει ενδεχομένως υποχρέωση του Δήμου του Varkaus να καλύπτει τα ελλείμματα της Taitotalo. Μια υποχρέωση αυτού του είδους θα μπορούσε επίσης να απορρέει από διατάξεις του εθνικού δικαίου ή από εθιμικούς κανόνες. Πρέπει να τεθεί το ερώτημα εδώ αν υφίσταται όχι μόνο ρητή ρύθμιση αφορώσα την κάλυψη των ελλειμμάτων αλλά επίσης αν αυτό συνηθίζεται στην πράξη. Αν ο Δήμος του Varkaus οφείλει πράγματι να αναλάβει τα ελλείμματα της καθής ή να εγγυηθεί γι' αυτήν, για παράδειγμα, στο αιτούν δικαστήριο θα απόκειται να το λάβει αυτό υπόψη.

    82. Οι παρατηρήσεις της Δημοκρατίας της Φινλανδίας κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση οδηγούν στη σκέψη ότι, συνήθως, οι δήμοι εμποδίζουν τις εταιρίες που τους ανήκουν να πτωχεύουν.

    83. Αν, πάντως, η Taitotalo όφειλε πράγματι να φέρει η ίδια ένα οικονομικό και δημοσιονομικό κίνδυνο, χωρίς να μπορεί να αναμένει ότι το Δημόσιο θα τη βοηθήσει, τότε αυτή ικανοποιεί βιομηχανική και εμπορική ανάγκη.

    84. Καταλήγοντας, στο ερώτημα του Kilpailuneuvosto πρέπει επομένως να δοθεί ως απάντηση ότι ανώνυμη εταιρία που ανήκει σε δήμο και διευθύνεται από αυτόν, που συνάπτει συμβάσεις για τη μελέτη και την ανοικοδόμηση μιας περιοχής χωρισμένης σε οικόπεδα που αφορά χώρους για επαγγελματική χρήση, οι οποίοι νοικιάζονται προς το γενικό συμφέρον σε επιχειρήσεις, αποτελεί αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50, εφόσον δεν οφείλει να φέρει μόνη τον συμφυή με τη δραστηριότητά της οικονομικό κίνδυνο, δεδομένου ότι ο δήμος μπορεί να καλύψει τις ενδεχόμενες ζημίες της.

    3. Το πρώτο συμπληρωματικό ερώτημα

    α) Θέση των μετεχόντων στη δίκη

    85. Όλοι οι μετέχοντες στη δίκη, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη τους επί του πρώτου συμπληρωματικού ερωτήματος, κρίνουν λυσιτελές για την ανάλυση το γεγονός ότι το οικοδομικό σχέδιο ενός δήμου χρησιμεύει για να δημιουργηθούν επί του εδάφους του οι κατάλληλες συνθήκες για οικονομικές δραστηριότητες.

    86. Η Taitotalo τονίζει, εντούτοις, ότι το ερώτημα αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη διαφορά της οποίας επελήφθη συγκεκριμένα το Kilpailuneuvosto, εφόσον δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε οικοδομικό σχέδιο του δήμου, όπως το συμπληρωματικό ερώτημα αφήνει να υποτεθεί, αλλ' ότι -η καθής- χάρη στο σχέδιο αυτό, βελτιώνει τις συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητας πολλών επιχειρήσεων.

    β) Εκτίμηση

    87. Στο συμπληρωματικό ερώτημα σχετικά με το γενικό συμφέρον δόθηκε, κατ' ουσίαν, ήδη απάντηση κατά την ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50.

    88. Οι βιομηχανικές ή εμπορικές εγκαταστάσεις και η προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας που συνδέεται με αυτές αποσκοπούν στην ικανοποίηση αναγκών γενικού συμφέροντος και, επομένως, ανταποκρίνονται στο κριτήριο του άρθρου 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, πρώτη παύλα, της οδηγίας 92/50 για να μπορεί ένας οργανισμός να χαρακτηρίζεται οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

    89. Επομένως, έχει σημασία για την εκτίμηση της υποθέσεως το γεγονός ότι ένα οικοδομικό σχέδιο του δήμου χρησιμεύει για τη δημιουργία επί του εδάφους αυτού των προϋποθέσεων για οικονομικές δραστηριότητες, διότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατό να ανταποκριθεί σε ανάγκη γενικού συμφέροντος.

    4. Το δεύτερο συμπληρωματικό ερώτημα

    α) Θέση των μετεχόντων στη δίκη

    90. Η Taitotalo και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι τα κτίρια που πρόκειται να κατασκευασθούν μισθώνονται σε μία μόνο επιχείρηση σημαίνει ότι η Taitotalo δεν ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος.

    91. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Αυστρίας θεωρούν, αντιθέτως, ότι το γεγονός ότι οι χώροι που πρόκειται να κατασκευασθούν μισθώνονται σε μία μόνο επιχείρηση δεν έχει καμία σημασία.

    β) Εκτίμηση

    92. Έχω ήδη εξηγήσει ότι το γενικό συμφέρον για ικανοποίηση μιας ανάγκης δεν μετριέται με τον αριθμό των αμέσων χρηστών μιας δραστηριότητας ή μιας υπηρεσίας.

    93. Επομένως, στο δεύτερο συμπληρωματικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ότι το γεγονός ότι τα κτίρια που πρόκειται να κτισθούν μισθώνονται σε μία μόνο επιχείρηση δεν έχει καμία σημασία.

    VI - Προτάσεις

    94. Εν όψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Kilpailuneuvosto ως εξής:

    «Ανώνυμη εταιρία, η οποία ανήκει σε δήμο και την οποία αυτός διευθύνει, η οποία δέχεται υπηρεσίες μελέτης και κατασκευής με σκοπό την κατασκευή κτιρίων που προορίζονται, προς το γενικό συμφέρον, να μισθωθούν σε επιχειρήσεις, πρέπει να θεωρείται αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, εφόσον η εταιρία αυτή δεν οφείλει να φέρει μόνη τον συμφυή με τη δραστηριότητά της οικονομικό κίνδυνο, δεδομένου ότι ο δήμος μπορεί να καλύψει τις ενδεχόμενες ζημίες της.

    Επομένως, έχει σημασία για την εκτίμηση της υποθέσεως το γεγονός ότι ένα οικοδομικό σχέδιο του δήμου χρησιμεύει για τη δημιουργία επί του εδάφους αυτού των προϋποθέσεων για οικονομικές δραστηριότητες, διότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατό να ανταποκριθεί σε ανάγκη γενικού συμφέροντος.

    Το γεγονός ότι τα κτίρια που πρόκειται να κτισθούν μισθώνονται σε μία μόνο επιχείρηση δεν έχει καμία σημασία.»

    Top