Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CC0004

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 17ης Ιουνίου 2003.
    Serene Martin, Rohit Daby και Brian Willis κατά South Bank University.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Employment Tribunal, Croydon - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Οδηγία 77/187/ΕΟΚ - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων - Πρόωρη σύνταξη και παρεπόμενες παροχές.
    Υπόθεση C-4/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-12859

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:351

    Conclusions

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
    SIEGBERT ALBER
    της 17ης Ιουνίου 2003 (1)



    Υπόθεση C-4/01



    S. G. Martin
    R. K. A. Daby
    B. J. Willis
    κατά
    South Bank University


    [αίτηση του Employment Tribunal West Croydon (Ηνωμένο Βασίλειο)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    Κοινωνική ασφάλιση – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων – Οδηγία 77/187/EΟΚ – Παροχές γήρατος – Έννοια – Δυνατότητα παραιτήσεως






    I ─ Εισαγωγή

    1. Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως στα πλαίσια της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Πρόκειται, κατ' αρχάς, για το ζήτημα αν οι προβλεπόμενες παροχές πρέπει να θεωρούνται ως παροχές λόγω γήρατος υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187/EΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (στο εξής: οδηγία 77/187)  (2) . Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, ανακύπτει το ερώτημα αν οι αξιώσεις παροχών των εναγόντων στηρίζονται σε υποχρεώσεις του εργοδότη υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, και, κατά συνέπεια, σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, μεταβιβάζονται στον προς ον η μεταβίβαση. Στο μέτρο που οι αξιώσεις παροχών, σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, μεταβιβάζονται στον προς ον η μεταβίβαση, τίθεται σε τελική ανάλυση το ερώτημα κατά πόσον ο εργαζόμενος μπορεί, ενδεχομένως, να παραιτηθεί από τις αξιώσεις του.

    II ─ Νομικό πλαίσιο

    A ─
    Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

    2. Η οδηγία 77/187

    3. Άρθρο 1 1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση [μεταβίβαση] ή συγχώνευση.[...]

    4. Άρθρο 3 1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή [μεταβιβάζοντα] από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, μεταβιβάζονται, εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα [προς ον η μεταβίβαση].Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι ο εκχωρητής [μεταβιβάζων] παραμένει και μετά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, και παράλληλα προς τον εκδοχέα [προς ον η μεταβίβαση], υπεύθυνος ως προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση.2. Μετά τη μεταβίβαση, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, ο εκδοχέας [προς ον η μεταβίβαση] διατηρεί τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί από συλλογική σύμβαση κατά το ίδιο μέτρο που αυτοί έχουν προβλεφθεί για τον μεταβιβάζοντα, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν τη διάρκεια διατηρήσεως των όρων εργασίας με την επιφύλαξη ότι δεν είναι κατώτερη του έτους.3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων για παροχές λόγω γήρατος, ανικανότητος [προς εργασία] ή επιζώντων βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής προνοίας [συμπληρωματικών επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συστημάτων προνοίας] που ισχύουν εκτός των νομίμων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών.[...]

    B ─
    Οι διατάξεις του εθνικού δικαίου

    1. Νομοθετικές διατάξεις

    5. Η οδηγία μεταφέρθηκε στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου με τις Transfer of Undertakings (Protection of Employment) Regulations 1981 [κανονιστική απόφαση του 1981 σχετικά με τη μεταβίβαση επιχειρήσεων (προστασία της απασχολήσεως), στο εξής: TUPE].

    6. Οι ασκούσες επιρροή διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 των TUPE έχουν ως εξής:

    5. Συνέπειες της μεταβιβάσεως για τις συμβάσεις εργασίας, κ.λπ.1. [...] η μεταβίβαση δεν έχει ως συνέπεια τη λύση της συμβάσεως εργασίας των προσώπων που απασχολούνται από τον μεταβιβάζοντα στην επιχείρηση ή σε τμήμα που μεταβιβάζεται, αλλά όλες οι εν λόγω συμβάσεις, οι οποίες άλλως θα είχαν λήξει κατά τη μεταβίβαση, εξακολουθούν να ισχύουν μετά τη μεταβίβαση ως εάν είχαν καταρτισθεί εξαρχής μεταξύ του εργαζομένου και του προς ον η μεταβίβαση.2. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1 ανωτέρω, [...] κατά την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως

    όλα τα δικαιώματα, οι εξουσίες, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον μεταβιβάζοντα από σύμβαση εργασίας ή σε σχέση με αυτή μεταφέρονται δυνάμει του κανόνα αυτού στον προς ον η μεταβίβαση· και

    κάθε ενέργεια που πραγματοποιήθηκε πριν από την ολοκλήρωση της μεταβιβάσεως από ή σε σχέση με τον μεταβιβάζοντα όσον αφορά τη σύμβαση αυτή ή απασχολούμενο στην επιχείρηση ή σε τμήμα αυτής θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί από ή σε σχέση με τον προς ον η μεταβίβαση [...]

    6. Συνέπεια της μεταβιβάσεως για τις συλλογικές συμβάσεις

    Εάν κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως υφίσταται συλλογική σύμβαση συνομολογηθείσα από τον μεταβιβάζοντα ή εκ μέρους αυτού με συνδικαλιστική οργάνωση αναγνωρισμένη από τον μεταβιβάζοντα σε σχέση με οποιονδήποτε εργαζόμενο του οποίου η σύμβαση εργασίας διατηρείται σε ισχύ σύμφωνα με τον κανόνα 5, παράγραφος 1, ανωτέρω:

    (a) [...] η ως άνω συλλογική σύμβαση ισχύει, ως προς την εφαρμογή της στον εργαζόμενο, μετά τη μεταβίβαση, ως εάν είχε συνομολογηθεί από ή εκ μέρους τού προς ον η μεταβίβαση με την εν λόγω συνδικαλιστική οργάνωση, και, κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ενέργεια πραγματοποιήθηκε βάσει αυτής ή σε σχέση με αυτή, ως προς την προαναφερθείσα εφαρμογή της, από ή σε σχέση με τον μεταβιβάζοντα πριν από τη μεταβίβαση, θεωρείται, μετά τη μεταβίβαση, ότι πραγματοποιήθηκε από ή σε σχέση με τον προς ον η μεταβίβαση [...]

    7. Αποκλεισμός των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων

    1. Οι προαναφερθέντες κανόνες των άρθρων 5 και 6 δεν έχουν εφαρμογή:

    (a) επί συμβάσεως εργασίας ή συλλογικής συμβάσεως αφορώσας επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα υπό την έννοια του Social Security Pensions Act 1975 (νόμου του 1975 περί των συντάξεων κοινωνικής ασφαλίσεως) ή της Social Security Pensions (Northern Ireland) Order 1975 [διατάξεως του 1975 περί συντάξεων κοινωνικής ασφαλίσεως (Βόρεια Ιρλανδία)]· ή

    (b) σε δικαιώματα, εξουσίες, καθήκοντα ή υποχρεώσεις που συνδέονται με οποιαδήποτε τέτοια σύμβαση ή που εξακολουθούν να υφίστανται βάσει οποιασδήποτε τέτοιας συμβάσεως και σχετικά με τέτοιο σύστημα ή που ανακύπτουν κατ' άλλο τρόπο όσον αφορά την απασχόληση του προσώπου αυτού και σε σχέση με ένα τέτοιο σύστημα.

    2. Για την εφαρμογή της ανωτέρω παραγράφου 1, οι διατάξεις επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που δεν αφορούν τις παροχές γήρατος, ανικανότητας προς εργασία ή επιζώντων δεν αποτελούν μέρος του συστήματος.

    2. Διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων

    7. Στην υπό κρίση υπόθεση, παράλληλα με τις νομοθετικές διατάξεις, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λεγόμενοι όροι εργασίας του General Whitley Council. Δυνάμει της συμβάσεως εργασίας που συνήφθη μεταξύ των εναγόντων της κύριας δίκης και τoυ National Health Service (στο εξής: NHS), οι General Whitley Council Conditions of Service (όροι εργασίας του General Whitley Council, στο εξής: όροι εργασίας του GWC), έχουν εφαρμογή στη σύμβαση αυτή.

    8. Το άρθρο 45 των όρων εργασίας του GWC προβλέπει την καταβολή κατ' αποκοπήν αποζημιώσεως λόγω απολύσεως (lump sum redundancy payment), εάν ο εργαζόμενος με ορισμένη ελάχιστη προϋπηρεσία

    . απολύεται λόγω περιορισμού των θέσεων εργασίας, ή

    . τυγχάνει πρόωρης συνταξιοδοτήσεως στα πλαίσια οργανωτικών αλλαγών.

    Κατ' εφαρμογή της παραγράφου 12 της διατάξεως αυτής, ο εργοδότης υπέχει τη (συμβατική) υποχρέωση να καταβάλει τις εν λόγω παροχές στους εργαζομένους του.

    9. Το άρθρο 46 των όρων εργασίας του GWC προβλέπει πρόωρη συνταξιοδότηση με άμεση καταβολή συντάξεως και αποζημιώσεως σε τρεις περιπτώσεις:

    . σε περίπτωση ελλείψεως θέσεων εργασίας

    . για λόγους αποτελεσματικής λειτουργίας της υπηρεσίας

    . στα πλαίσια οργανωτικών αλλαγών.

    10. Η φράση στα πλαίσια οργανωτικών αλλαγών ( organisational change) του άρθρου 45 ορίζεται ως εθελούσια πρόωρη συνταξιοδότηση προκειμένου οι εργαζόμενοι να συμβάλουν στον περιορισμό του πλεονάζοντος προσωπικού. Τούτο ισοδυναμεί, κατ' ουσίαν, με την εθελούσια έξοδο. Από το γράμμα του άρθρου 46 προκύπτει ότι η έκφραση οργανωτικές αλλαγές έχει την ίδια έννοια στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 45.

    11. Στη φράση για λόγους αποτελεσματικής λειτουργίας της υπηρεσίας πρέπει να αποδοθεί η συνήθης έννοια. Οι κατευθυντήριες γραμμές του NHS του 1995 περιέχουν ένα παράδειγμα της έννοιας της φράσεως αυτής. Κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, οι εργοδότες του ΝΗS μπορούν να επιδιώξουν την πρόωρη συνταξιοδότηση μελών του προσωπικού για την εξυπηρέτηση της αποτελεσματικής λειτουργίας της υπηρεσίας όταν η απόδοση αυτού του μέλους του προσωπικού, μολονότι αποδεκτή στο παρελθόν, μειώθηκε σταθερά μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα για να καταλήξει σε απαράδεκτο επίπεδο και, αφού είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα θεραπείας, θεωρείται ότι είναι απίθανο να βελτιωθεί η απόδοση του εν λόγω μέλους του προσωπικού.

    III ─ Τα πραγματικά περιστατικά

    12. Πριν από την 1η Νοεμβρίου 1994, οι ενάγοντες της κύριας δίκης, δηλαδή η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis, απασχολούνταν ως λέκτορες στον τομέα της νοσηλευτικής στο Redwood College of Health Studies βάσει συμβάσεως εργασίας η οποία όριζε τα εξής: Η σχέση εργασίας σας διέπεται από τους όρους εργασίας του General and Nurses and Midwives Whitley Council.

    13. Στα πλαίσια πρωτοβουλίας της κυβερνήσεως που αποσκοπούσε στην ένταξη της νοσηλευτικής στον τομέα της ανωτάτης εκπαιδεύσεως, προτάθηκε να καταστεί το Redwood College τμήμα του South Bank University.

    14. Στις 27 Οκτωβρίου 1994, το South Bank University απέστειλε έγγραφο στο προσωπικό του Redwood College of Health Studies πληροφορώντας το ότι από την 1η Νοεμβρίου 1994 θα αποτελούσε προσωπικό του ιδίου. Προσέθεσε ότι θα προσέφερε στους εν λόγω εργαζομένους σύμβαση εργασίας τον Νοέμβριο. Δεν ήταν υποχρεωτικό για τους εργαζομένους να δεχθούν τους όρους εργασίας του South Bank University. Το προσωπικό δεν θα μπορούσε πλέον να είναι ασφαλισμένο στο National Health Service Pension Scheme (στο εξής: συνταξιοδοτικό σύστημα του NHS) και ότι είχε τρεις δυνατότητες όσον αφορά τη συνταξιοδότηση:

    i) Η πρώτη επιλογή συνίστατο στην εγκατάλειψη του συστήματος συντάξεως του NHS και στην ένταξη στο νέο συνταξιοδοτικό σύστημα.

    ii) Η δεύτερη επιλογή συνίστατο στη μεταφορά των παροχών από το συνταξιοδοτικό σύστημα του NHS σε ένα σύστημα του εναγομένου.

    iii) Η τρίτη επιλογή συνίστατο στην εγκατάλειψη του συνταξιοδοτικού συστήματος του NHS χωρίς όμως υπαγωγή σε νέο συνταξιοδοτικό σύστημα.

    15. Με έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 1994 που απηύθυνε στον γραμματέα της συνδικαλιστικής ενώσεως των εναγόντων της κύριας δίκης, το South Bank University ανέφερε τα εξής: Σε περίπτωση συνταξιοδοτήσεως λόγω μόνιμης αναπηρίας, τόσο το Teacher's Scheme (συνταξιοδοτικό σύστημα των καθηγητών) όσο και το Local Government Scheme (συνταξιοδοτικό σύστημα των τοπικών αρχών) προβλέπουν ότι οι ενδιαφερόμενοι θα λάβουν τη μέγιστη προσαύξηση που δικαιούνται. Δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια ως προς την προσαύξηση αυτή, αλλά αυτή χορηγείται υποχρεωτικά.Σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως για οποιονδήποτε άλλο λόγο, υπάρχει διακριτική ευχέρεια ως προς την προσαύξηση.Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση κατά την οποία ένας εργαζόμενος του οποίου τα δικαιώματα μεταβιβάζονται από το Redwood έχει αγώγιμο συμβατικό δικαίωμα να υπαχθεί σε μια τέτοια διάταξη, το Πανεπιστήμιο θα σεβασθεί, όπως για όλα τα άλλα παρεμφερή ζητήματα, τις εκ του νόμου υποχρεώσεις του.

    16. Την 1η Νοεμβρίου 1994, το Redwood College of Health Studies εντάχθηκε στο South Bank University. Η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis κατέστησαν εργαζόμενοι του South Bank University. Κατά την ίδια ημερομηνία έληξε η σχέση εργασίας τους με τη National Health Service.

    17. Τόσο η S. G. Martin όσο και ο Β. J. Willis απέστειλαν επιστολές στις αρχές Νοεμβρίου 1994, εκφράζοντας την ανησυχία τους για τους λιγότερο ευνοϊκούς όρους εργασίας του South Bank University, ειδικότερα όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με τη σύνταξη, και επιδιώκοντας να διαφυλάξουν τα υφιστάμενα δικαιώματά τους.

    18. Στις 24 Νοεμβρίου 1994, το South Bank University απέστειλε επιστολή ατομικά στην S. G. Martin καθώς και στους R. K. A. Daby και Β. J. Willis, προτείνοντας σ' αυτούς τη σύναψη συμβάσεως σύμφωνα με τους όρους του. Στην επιστολή αυτή επισυνάφθηκε έντυπο της συμβάσεως με τους διαφόρους όρους εργασίας.

    19. Κανένας από τους ενάγοντες δεν δέχθηκε τους όρους εργασίας του South Bank University και, κατά συνέπεια, εξακολούθησαν να απασχολούνται με τους όρους που καθορίζονταν στις συμβάσεις τους εργασίας κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως. Στην περίπτωση της S. G. Martin, τούτο επιβεβαιώθηκε με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 1995.

    20. Η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis εντάχθηκαν στο Teachers' Superannuation Scheme (συνταξιοδοτικό σύστημα των καθηγητών). Ζήτησαν επίσης τη μεταφορά στο εν λόγω σύστημα των υφισταμένων στο NHS συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους. Πάντως, μόνον οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα από το NHS. Η S. G. Martin δεν είχε τη δυνατότητα αυτή διότι, κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, είχε υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας της.

    21. Στις 22 Οκτωβρίου 1996, το Υπουργείο Παιδείας και Εργασίας υπέβαλε προτάσεις οι οποίες, αν εφαρμόζονταν, θα είχαν ως αποτέλεσμα μάλλον την επιβάρυνση του South Bank University παρά του Teachers' Superannuation Scheme με ορισμένες από τις δαπάνες που θα προέκυπταν από την πρόωρη συνταξιοδότηση. Ακριβέστερα, οι προτάσεις απέβλεπαν στην τροποποίηση των σχετικών διατάξεων κατά τρόπον ώστε, από 1ης Απριλίου 1997, οι καθηγητές οι οποίοι αποχωρούσαν με πρόωρη συνταξιοδότηση να λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη και ο εργοδότης να καλείται να συμψηφίσει τη διαφορά. Ο αντιπρύτανης του South Bank University απέστειλε στις 16 Δεκεμβρίου 1996 υπόμνημα σε όλο το επιστημονικό προσωπικό το οποίο είχε υπερβεί το πεντηκοστό έτος της ηλικίας προειδοποιώντας ότι, έαν εφαρμόζονταν οι προτάσεις, το South Bank University δεν θα ήταν, ενδεχομένως, σε θέση να προσφέρει πρόωρη συνταξιοδότηση μετά την 31η Μαρτίου 1997.

    22. Με άλλο υπόμνημα, της 14ης Ιανουαρίου 1997, ο αντιπρύτανης απευθύνθηκε εκ νέου στα μέλη του επιστημονικού προσωπικού που είχαν υπερβεί το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους ενημερώνοντάς τα σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά τις προτάσεις και προσφέροντας στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με επιλογή μιας από τις δύο ρυθμίσεις. Καταρτίσθηκε χρονοδιάγραμμα για κάθε εργαζόμενο που ενδιαφερόταν για πρόωρη συνταξιοδότηση προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι μια τέτοια συνταξιοδότηση θα ήταν δυνατή πριν από από τις 31 Μαρτίου 1997.

    23. Με επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 1997, ο R. K. A. Daby εξέφρασε την επιθυμία να ληφθεί υπόψη η αίτησή του για πρόωρη συνταξιοδότηση, ενώ η S. G. Martin απέστειλε επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο στις 17 Ιανουαρίου 1997.

    24. Με τις από 12 Φεβρουαρίου 1997 και 3 Μαρτίου 1997 επιστολές, αντιστοίχως, κοινοποιήθηκαν στον R. K. A. Daby και στην S. G. Martin λεπτομέρειες για τους όρους της εθελούσιας εξόδου από την υπηρεσία στις 31 Μαρτίου 1997.

    25. Με επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 1997, ο R. K. A. Daby ανέφερε ότι επιθυμούσε να λάβει πρόωρη σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Η S. G. Martin απέστειλε παρόμοια επιστολή στις 7 Μαρτίου 1997. Με επιστολές της 5ης και της 7ης Μαρτίου 1997, αντιστοίχως, προτάθηκε επισήμως στον R. K. A. Daby και στην S. G. Martin η εθελούσια έξοδός τους από την υπηρεσία και τους ζητήθηκε να υπογράψουν το σχετικό έντυπο προς επιβεβαίωση της αποδοχής της προτάσεως. Ο R. K. A. Daby υπέγραψε στις 8 Μαρτίου 1997 και η S. G. Martin στις 10 Μαρτίου 1997.

    26. Κατά συνέπεια, οι εργασιακές σχέσεις του R. K. A. Daby και της S. G. Martin έληξαν στις 31 Μαρτίου 1997. Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι έλαβαν πρόωρη σύνταξη για λόγους αποτελεσματικής λειτουργίας της υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 46 των όρων εργασίας του GWC.

    27. Ο Β. J. Willis εξακολούθησε να εργάζεται στο South Bank University.

    28. Με τις αγωγές τους οι τρεις ενάγοντες προβάλλουν δικαιώματα βάσει των άρθρων 45 και 46 των όρων εργασίας του GWC στο πλαίσιο της απασχολήσεώς τους στο South Bank University. Ο R. K. A. Daby και η S. G. Martin ισχυρίζονται ειδικότερα ότι μπορούσαν να προβάλουν αξιώσεις βάσει των άρθρων αυτών κατά τον χρόνο της πρόωρης συνταξιοδοτήσεώς τους. Ο Β. J. Willis ζητεί να διαπιστωθεί ότι το άρθρο 46 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στη σύμβασή του εργασίας με το South Bank University. Το Πανεπιστήμιο αυτό παραδέχεται ότι τα δικαιώματα που στηρίζονται στο άρθρο 45 των όρων εργασίας του GWC μεταβιβάστηκαν μαζί με τις συμβάσεις των εναγόντων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως.

    29. Όταν οι ενάγοντες εργάζονταν στο Redwood College, οι συμβάσεις τους εργασίας είχαν καταρτισθεί από τον Υπουργό Υγείας σύμφωνα με τις National Health Service (Remuneration and Conditions of Service) Regulations 1991 (κανονιστική απόφαση του 1991 σχετικά με την εθνική διοίκηση της υγείας (αμοιβή και όροι εργασίας). Κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών, πραγματοποιήθηκαν μισθολογικές αυξήσεις, ως συνέπεια των διαπραγματεύσεων στα πλαίσια του Whitley Council για την εξέταση των μισθών και ημερομισθίων. Η συνδικαλιστική ένωση στην οποία ανήκαν οι ενάγοντες, το Royal College of Nursing, εκπροσωπήθηκε στο Whitley Council και έλαβε, κατά συνέπεια, ενεργό μέρος στις διαπραγματεύσεις αυτές. Το South Bank University δεν αποτελεί, αντιθέτως, τμήμα του National Health Service και ουδόλως εμπλέκεται στις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τα ημερομίσθια στα πλαίσια του Whitley Council. Οι αναθεωρήσεις των μισθών και ημερομισθίων για το προσωπικό του εναγομένου πραγματοποιούνται με διαφορετική διαδικασία.

    30. Το αιτούν δικαστήριο θέτει τα ακόλουθα ερωτήματα ( issues), τα οποία πρέπει να διακριθούν από τα προδικαστικά ερωτήματα, όσον αφορά την ερμηνεία των TUPE υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου:

    i) Τα δικαιώματα των εναγόντων βάσει του άρθρου 46 των όρων εργασίας του GWC μεταβιβάστηκαν την 1η Νοεμβρίου 1994 και ισχύουν για τους ενάγοντες μετά την ημερομηνία αυτή;

    ii) Παρείχε το άρθρο 46 ατομικά δικαιώματα στους ενάγοντες όταν αυτοί απασχολούνταν στο Redwood College και, στην περίπτωση αυτή, μεταβιβάσθηκαν τα δικαιώματα αυτά μαζί με τη σύμβαση εργασίας των εναγόντων κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως τον Νοέμβριο του 1994 ─ειδικότερα ενόψει των κανόνων του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, των TUPE του 1981;

    iii) Οι αιτήσεις των εναγόντων να υπαχθούν στο Teachers' Superannuation Scheme (συνταξιοδοτικό σύστημα των καθηγητών) ή η μεταβίβαση των κεκτημένων δικαιωμάτων είχαν οποιαδήποτε επίδραση στην απάντηση στα ερωτήματα αυτά;

    iv) Ποιες συνέπειες έχει το γεγονός ότι οι ενάγοντες αποδέχθηκαν όρους για την πρόωρη συνταξιοδότηση οι οποίοι είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους όρους που προβλέπουν τα άρθρα 45 και 46 του GWC;

    31. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά εξαρτώνται από τις συνέπειες των TUPE του 1981. Περαιτέρω δυσκολίες ανακύπτουν από το γεγονός ότι οι ενάγοντες υπήχθησαν στο Teachers' Superannuation Scheme και ότι, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν όσον αφορά τους ενάγοντες, οι δυνατότητες πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μπορούν να περιορισθούν στο μέλλον λόγω μεταβολών στη χρηματοδότηση των δυνατοτήτων αυτών.

    32. Αναφερόμενο στις αποφάσεις του Employment Appeal Tribunal στην υπόθεση Frankling κατά BPS Public Sector Limited και του High Court of Justice στην υπόθεση Beckman κατά Dynamco Whicheloe Macfarlane Ltd, καθώς και στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Beckman  (3) , το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι σε θέση να απαντήσει με απόλυτη βεβαιότητα στα ερωτήματα που ανέκυψαν.

    IV ─ Προδικαστικά ερωτήματα

    33. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Employment Tribunal υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

    1) Εμπίπτουν στην έννοια των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όπως ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας δικαιώματα τα οποία συνδέονται είτε με απόλυση είτε με πρόωρη συνταξιοδότηση κατόπιν συμφωνίας με τον εργοδότη;

    2) Συνιστά το δικαίωμα του εργαζομένου για πρόωρη καταβολή συντάξεως και εφάπαξ ποσού σε περίπτωση απολύσεως λόγω περιορισμού των θέσεων εργασίας προς το συμφέρον της υπηρεσίας στα πλαίσια αναδιοργανώσεως δικαίωμα για παροχές λόγω γήρατος, αναπηρίας ή επιζώντων κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας;

    3) Εάν στο δεύτερο ερώτημα δοθεί αρνητική απάντηση, υφίσταται υποχρέωση του μεταβιβάζοντος η οποία προκύπτει από τη σύμβαση εργασίας, την εργασιακή σχέση ή τη συλλογική σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και/ή 2, η οποία μεταβιβάζεται λόγω της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως και υποχρεώνει τον προς ον η μεταβίβαση να καταβάλει αυτές τις παροχές στον εργαζόμενο σε περίπτωση απολύσεώς του;

    4) Εάν στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα δοθούν, αντιστοίχως, αρνητική και καταφατική απάντηση, μπορεί εντούτοις ο εργαζόμενος να συμφωνήσει να παραιτηθεί από το δικαίωμά του για πρόωρη καταβολή συντάξεως και εφάπαξ ποσού λόγω αποχωρήσεως και/ή για ετήσιο επίδομα και εφάπαξ αποζημίωση υπό περιστάσεις στις οποίες το συνταξιοδοτικό σύστημα του προς ον η μεταβίβαση δεν παρέχει στον εργαζόμενο τις ίδιες παροχές και υπό τις ίδιες περιστάσεις ή και καμιά παροχή, ο δε εργαζόμενος

    i) υπάγεται στο συνταξιοδοτικό σύστημα του προς ον η μεταβίβαση, καταβάλλει εισφορές στο σύστημα αυτό και/ή ο προς ον η μεταβίβαση εργοδότης καταβάλλει εισφορές για λογαριασμό του εργαζομένου,

    ii) υπάγεται στο συνταξιοδοτικό σύστημα του προς ον η μεταβίβαση, καταβάλλει εισφορές στο σύστημα αυτό και/ή ο προς ον η μεταβίβαση εργοδότης καταβάλλει εισφορές για λογαριασμό του εργαζομένου, και υποβάλλει ευδοκίμως αίτηση μεταφοράς των κεκτημένων δικαιωμάτων του από το συνταξιοδοτικό σύστημα του μεταβιβάσαντος προς το συνταξιοδοτικό σύστημα του προς ον η μεταβίβαση;

    5) Στην περίπτωση αυτή, ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων το εθνικό δικαστήριο θα κρίνει αν, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εργαζόμενος συμφώνησε;

    6) Πρέπει το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και/ή 2, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει τον προς ον η μεταβίβαση να προσφέρει στους εργαζομένους τη δυνατότητα επιλογής πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με βάση παροχές λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μικρότερες από αυτές τις οποίες οι εργαζόμενοι δικαιούνται κατ' εφαρμογήν της οδηγίας;

    7) Επηρεάζει την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα το ότι ο προς ον η μεταβίβαση, όταν προσφέρει στους εργαζομένους τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με παροχές μικρότερες από αυτές τις οποίες οι εργαζόμενοι δικαιούνται βάσει της οδηγίας, δηλώνει ότι στο μέλλον δεν θα υπάρχουν πλέον παροχές λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως;

    8) Εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει ότι οι εργαζόμενοι θα τύχουν πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με τους όρους που προτείνει ο εργοδότης, ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο προκειμένου να κρίνει αν η μεταβίβαση της επιχειρήσεως αποτελεί τον λόγο της συμφωνίας αυτής, σύμφωνα με τις αρχές που διακήρυξε το Δικαστήριο στην απόφαση Tellerup, γνωστή ως Daddy's Dance Hall (υπόθεση 324/86  (4) );

    9) Εάν το άρθρο 3 της οδηγίας έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τον προς ον η μεταβίβαση να προσφέρει στους εργαζομένους της μεταβιβασθείσας επιχειρήσεως τη δυνατότητα επιλογής και πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με βάση παροχές λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μικρότερες από αυτές τις οποίες οι εργαζόμενοι δικαιούνται κατ' εφαρμογήν της οδηγίας, ποιες είναι οι συνέπεις για τους εργαζομένους οι οποίοι δέχονται την πρόωρη συνταξιοδότηση με βάση ό,τι τους προτείνει ο εργοδότης;

    V ─ Τα επιχειρήματα των διαδίκων

    A ─
    Τα προδικαστικά ερωτήματα 1 έως 3

    1. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης και το Ηνωμένο Βασίλειο

    34. Κατά την άποψη της S. G. Martin, των R. K. A. Daby και Β. J. Willis καθώς και του Ηνωμένου Βασιλείου, το δικαίωμα ετήσιας παροχής και εφάπαξ αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 46 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 των TUPE του 1981. Τα δικαιώματα για παροχές που απορρέουν από τους όρους εργασίας του GWC αποτελούσαν τμήμα των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων και μεταβιβάσθηκαν στον νέο εργοδότη κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 των TUPE. Το Ηνωμένο Βασίλειο προσθέτει ότι και τα δικαιώματα μεταβιβάσθηκαν στον προς ον η μεταβίβαση, έστω και αν δεν είχαν ακόμη πληρωθεί οι προϋποθέσεις για την άσκησή τους πριν από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    35. Όσον αφορά τις συνέπειες του άρθρου 7 των TUPE, τα δικαιώματα για παροχές από το άρθρο 46 εξαιρούνται από τις εισάγουσες παρεκκλίσεις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2. Οι παροχές του άρθρου 46 δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως παροχές γήρατος για τρεις λόγους: Πρώτον, ο σκοπός του άρθρου 46 είναι να αντισταθμίσει την υφιστάμενη για ορισμένο χρονικό διάστημα ανεργία. Δεύτερον, τα δικαιώματα δεν γεννώνται με τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, αλλά με την πρόωρη αποχώρηση του εργαζομένου από την επιχείρηση λόγω ελλείψεως θέσεων, προς το συμφέρον της υπηρεσίας ή στο πλαίσιο οργανωτικών αλλαγών. Τέλος, κατά τη φύση τους, τα επίμαχα δικαιώματα προσομοιάζουν περισσότερο με αποζημιώσεις παρά με συνταξιοδοτικές παροχές ή παροχές γήρατος.

    36. Kατά τη γνώμη των εναγόντων, το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και αφορά μόνον τις πληρωμές που συνδέονται με τον ασφαλιστικό κίνδυνο του γήρατος, όχι όμως και αυτές που συνδέονται απλώς με την ηλικία και τα έτη εργασίας.

    2. Το South Bank University

    37. Το South Bank University φρονεί, αντιθέτως, ότι το άρθρο 46 καθορίζει, παραπέμποντας στο νομοθετικό καθεστώς, αφενός, τα κεκτημένα δικαιώματα και, αφετέρου, τις υποχρεώσεις του εκάστοτε συνταξιοδοτικού συστήματος, όχι όμως και τις υποχρεώσεις του εργοδότη των εναγόντων. Οι TUPE ρυθμίζουν, στο άρθρο 5, τη μεταβίβαση των υποχρεώσεων του εργοδότη που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας ή σε σχέση με αυτήν. Επειδή το άρθρο 46 δεν επέβαλε υποχρεώσεις στον εργοδότη, δεν μεταβιβάστηκαν σ' αυτόν τέτοιες υποχρεώσεις.

    38. Το Πανεπιστήμιο δεν αμφισβητεί ότι παροχές που δεν συνδέονται με την απόλυση ή με την πρόωρη συνταξιοδότηση μεταβιβάζονται, κατ' αρχήν, στον προς ον η μεταβίβαση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187. Eν προκειμένω, δεν υπάρχουν, πάντως, μεταβιβαζόμενα δικαιώματα, διότι οι εργαζόμενοι (οι ενάγοντες της κύριας δίκης) δεν είχαν ακόμη αποκτήσει κανένα δικαίωμα κατά τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Στον εργοδότη τους και μόνον απόκειται να τους παράσχει ή όχι πρόωρη σύνταξη υπό τους όρους της επιχειρήσεώς του.

    39. Eν πάση περιπτώσει, το άρθρο 46 των όρων εργασίας του GWC εμπίπτει, καθόσον αναφέρεται σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, στον ορισμό της συμβάσεως εργασίας ή της συλλογικής συμβάσεως και, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, των TUPE. Τα δικαιώματα που γεννήθηκαν στο πλαίσιο των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων ή σε συνδυασμό με αυτά δεν μεταβιβάστηκαν. Οι παροχές που περιγράφονται στο άρθρο 46 χορηγούνται σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με προσαυξημένη σύνταξη και πρέπει, κατά συνέπεια, να χαρακτηρισθούν ως παροχές γήρατος.

    40. Το South Bank University ισχυρίζεται ότι ενδεχόμενες αξιώσεις που γεννήθηκαν πριν από την 1η Νoεμβρίου 1994 βάσει του άρθρου 46 δεν μεταβιβάσθηκαν, αλλά αποσβέστηκαν όταν οι ενάγοντες έπαυσαν να είναι μέλη του συνταξιοδοτικού συστήματος του NHS και προσχώρησαν στο συνταξιοδοτικό σύστημα των καθηγητών.

    3. Η Επιτροπή

    41. Όπως οι ενάγοντες της κύριας δίκης και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή θεωρεί τις επίδικες παροχές ως δικαιώματα και υποχρεώσεις υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 που μεταβιβάζονται στον προς ον η μεταβίβαση σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως.

    42. Πάντως, όπως το South Bank University, υπεραμύνεται της ευρείας ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187. Ως παροχές γήρατος πρέπει να θεωρηθούν και παροχές με τα ίδια χαρακτηριστικά. Βάση της εκτιμήσεως θα πρέπει συναφώς να αποτελεί, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον οι παροχές στηρίζονται σε προσπάθεια των ίδιων των εργαζομένων ή αν προέρχονται από ειδικό ταμείο που έχει δημιουργηθεί προς τούτο.

    43. Η Επιτροπή φρονεί, εντούτοις, ότι στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εκτιμήσουν αν οι επίδικες παροχές αντιστοιχούν στις παροχές του άρθρου 3, παράγραφος 3.

    B ─
    Τα προδικαστικά ερωτήματα 4 έως 9

    1. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή

    44. Η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis περιγράφουν τις συνέπειες του άρθρου 46 την εποχή κατά την οποία εργάζονταν στο NHS, επομένως πριν από την 1η Νoεμβρίου 1994. Είχαν, κατ' ουσίαν, αποκτήσει δικαίωμα διπλασιασμού των ετών υπηρεσίας που λαμβάνονται υπόψη, δηλαδή δικαίωμα σε υψηλότερες παροχές συντάξεως και κατ' αποκοπήν αποζημίωση στο πλαίσιο της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 46 των όρων εργασίας του GWC.

    45. Κατά τη γνώμη των εναγόντων, την οποία συμμερίζονται το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή, με την ένταξή τους στο Teachers' Superannuation Scheme δεν παραιτήθηκαν από τα συμβατικά δικαιώματά τους που αντλούνται από το άρθρο 46. Δεν ήταν δυνατή η παραμονή τους στο σύστημα του NHS μετά τη μεταβίβαση. Η μόνη δυνατότητα την οποία πράγματι είχαν οι ενάγοντες από το χρονικό αυτό σημείο ήταν είτε να προσχωρήσουν στο Teachers' Scheme προκειμένου ο εργοδότης τους να καταβάλει τις εισφορές στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος ή να μην προσχωρήσουν σε κανένα συνταξιοδοτικό σύστημα.

    46. Eπιπλέον, από τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσαν συνάδελφοι στις 9 Οκτωβρίου 1994 καθώς και από την ογκώδη αλληλογραφία κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως προκύπτει ότι οι συνάδελφοι οι οποίοι εξακολούθησαν να απασχολούνται κατά τους όρους εργασίας του GWC διατήρησαν όλα τα δικαιώματά τους ανεξαρτήτως του αν είχαν προσχωρήσει στο Teachers' Superannuation Scheme.

    47. Όσον αφορά την απάντηση στο ερώτημα ποια δικαιώματα είχαν η S. G. Martin και ο R. K. A. Daby κατά τη λήξη της εργασιακής σχέσεώς τους, παραπέμπουν στις αποφάσεις Tellerup/Daddy's Dance Hall  (5) και Watson Rask και Christensen  (6) . Κατά τις αποφάσεις αυτές, οι οικείοι εργαζόμενοι δεν μπορούν να παραιτηθούν από τα δικαιώματα που τους απένειμε η οδηγία και τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να περιοριστούν ούτε με τη συγκατάθεσή τους. Η αρχή αυτή ισχύει και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προσφέρεται μεν η πρόωρη συνταξιοδότηση, πλην όμως η προσφορά αυτή δεν εκτείνεται στα δικαιώματα που προστατεύει η οδηγία.

    48. Οι τροποποιήσεις των συμβάσεων εργασίας τους οφείλονται, κατά τους ενάγοντες, αποκλειστικά και μόνο στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Λόγω της μεταβιβάσεως αυτής έπρεπε να αποφασίσουν να προσχωρήσουν σε άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα. Το South Bank University δεν προέβαλε επίσης άλλο λόγο για τις τροποποιήσεις αυτές, για παράδειγμα εκτιμήσεις οικονομικής, τεχνικής ή οργανωτικής φύσεως.

    49. Ούτε κατά τη μεταβίβαση τον Νοέμβριο του 1994, ούτε στο πλαίσιο της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως τον Μάρτιο του 1997 παραιτήθηκαν πράγματι από τα δικαιώματα που αντλούν από το άρθρο 46 ούτε άλλωστε μπορούσαν να παραιτηθούν. Και τον Μάρτιο του 1997, οι τροποποιήσεις οφείλονταν αποκλειστικά στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Το South Bank University έλαβε ως αφετηρία για τις προσφορές του τη σκέψη ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης είχαν χάσει τα δικαιώματά τους κατά τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    50. Η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis παραδέχονται ότι, κατά τη νομολογία, οι όροι εργασίας τους μπορούσαν να τροποποιηθούν στο μέτρο που στην τροποποίηση αυτή θα μπορούσε να προβεί και ο πρώην εργοδότης τους, το Redwood College, ενώ η μεταβίβαση της επιχειρήσεως δεν μπορούσε να αποτελέσει αφ' εαυτής την αιτία των τροποποιήσεων αυτών. Η οδηγία 77/187 αποσκοπεί στην προστασία του εργαζομένου από δυσμενείς γι' αυτόν τροποποιήσεις κατά τη μεταβίβαση επιχειρήσεως. Και ο νέος εργοδότης μπορεί βεβαίως να τροποποιήσει τη σύμβαση εργασίας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου. Δεν μπορεί όμως με τον τρόπο αυτόν να καταστρατηγήσει τον σκοπό της οδηγίας. Η πρακτική αποτελεσματικότητα (effet utile) του άρθρου 3 της οδηγίας θα διακυβευόταν αν ήσαν δυνατές αλλαγές που στηρίζονται στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    51. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι τροποποιήσεις των συμβάσεων εργασίας προκύπτουν, κατά τη γνώμη των τριών εναγόντων της κύριας δίκης την οποία συμμερίζεται το Ηνωμένο Βασίλειο, αποκλειστικά από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Το South Bank University δεν ήταν διατεθειμένο ή δεν ήταν σε θέση να προσφέρει όρους παρεμφερείς προς αυτούς που προσέφερε το NHS. Αν οι ενάγοντες της κύριας δίκης εξακολουθούσαν να εργάζονται στο NHS, οι τροποποιήσεις αυτές δεν θα είχαν επέλθει. Χωρίς τη μεταβίβαση αυτή, η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis δεν θα είχαν κανένα λόγο να δεχθούν χειροτέρευση των όρων εργασίας τους όσον αφορά τις παροχές σε περίπτωση πρόοωρης συνταξιοδοτήσεως.

    52. Προτείνουν, κατά συνέπεια, να δοθεί στα ερωτήματα υπ' αριθ. 4 έως 9 η απάντηση ότι τα δικαιώματα που εξασφαλίζει η οδηγία δεν μπορούν να τροποποιηθούν ούτε με τη συναίνεση των εργαζομένων στο μέτρο που οι τροποποιήσεις οφείλονται στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    2. Το South Bank University

    53. Το South Bank University φρονεί, αντιθέτως, ότι η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis δήλωσαν ότι συμφώνησαν ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα του NHS δεν θα είχε πλέον εφαρμογή στην περίπτωσή τους. Κατά συνέπεια, συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα υπό το καθεστώς του Teachers' Superannuation Scheme. Κατά το εθνικό δίκαιο, ήσαν ελεύθεροι να υπαχθούν σε καθεστώς παρεκκλίσεως, πράγμα το οποίο και έπραξαν.

    54. Η συγκατάθεση των εναγόντων δόθηκε μετά τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Πρόκειται για τροποποίηση της εργασιακής σχέσεως, αιτία της οποίας δεν είναι η μεταβίβαση. Κατά την απόφαση Tellerup/Daddy's Dance Hall, η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, η οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμη και αν συμφωνούν οι εργαζόμενοι, πρέπει να διακριθεί από την τροποποίηση της σχέσεως εργασίας που προκύπτει από συμφωνία μεταξύ των εργαζομένων και του νέου εργοδότη τους. Η νομιμότητα της τροποποιήσεως αυτής μπορεί να εκτιμηθεί μόνον κατά το εθνικό δίκαιο. Στο πλαίσιο της απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, το Δικαστήριο μπορεί εν πάση περιπτώσει να αποφανθεί επί των κριτηρίων βάσει των οποίων κρίνεται πότε η τροποποίηση της εργασιακής σχέσεως στηρίζεται στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    55. Το South Bank University φρονεί ότι μπορούσε να προσφέρει όρους πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Αν, αντιθέτως, η S. G. Martin και ο R. K. A. Daby επέμεναν για διαφορετικό καθεστώς, δεν θα τους είχε προταθεί η πρόωρη συνταξιοδότηση. Στην περίπτωση αυτή, η εργασιακή σχέση τους θα είχε διατηρηθεί μέχρι την κανονική συνταξιοδότησή τους. Εντούτοις, δέχθηκαν τους όρους που προσέφερε το Πανεσπιστήμιο, οπότε δεν θα μπορούν τώρα να υποστηρίζουν ότι για τις συμφωνίες ισχύουν άλλοι όροι.

    56. Στο South Bank University εναπόκειται επίσης να αποφασίσει υπό ποίους όρους προσφέρει εθελούσια πρόωρη συνταξιοδότηση. Η S. G. Martin και ο R. K. A. Daby μπορούσαν κατά βούληση να δεχθούν ή να απορρίψουν την προσφορά αυτή.

    57. Eπιπλέον, οι ενάγοντες της κύριας δίκης δεν είχαν δικαίωμα σε πρόωρη συνταξιοδότηση με υψηλότερες παροχές. Οι προσφερθέντες όροι έγιναν δεκτοί χωρίς αντίρρηση. Η S. G. Martin και ο R. K. A. Daby δέχθηκαν την πρόωρη συνταξιοδότηση με τους προσφερθέντες όρους. Οι συμφωνίες αυτές δεν συνομολογήθηκαν αποκλειστικά λόγω της μεταβιβάσεως.

    58. Κατά το South Bank University, στα ερωτήματα υπ' αριθ. 4 έως 9 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι επιτρέπονται οι τροποποιήσεις συμβάσεως εργασίας οι οποίες είναι νόμιμες κατά το εθνικό δίκαιο. Υπάρχει παραίτηση από τα δικαιώματα που προστατεύει η οδηγία, αποκλειστικά λόγω μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ένας εργαζόμενος συμφωνεί να μην εργασθεί για τον προς ον η μεταβίβαση με τους υφισταμένους όρους εργασίας.

    VI ─ Νομική εκτίμηση

    59. Η διαφορά αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των παροχών που προβλέπει το άρθρο 46 των όρων εργασίας του GWC. Οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το αν οι παροχές τις οποίες προβλέπει πρέπει να θεωρηθούν ως παροχές γήρατος υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187 και, κατά συνέπεια, αν η υποχρέωση καταβολής τους μεταβιβάζεται ή όχι στον προς ον η μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Στην περίπτωση κατά την οποία οι επίδικες παροχές δεν συνιστούν παροχές γήρατος, οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το αν οι παροχές στηρίζονται σε σύμβαση εργασίας ή σε σχέση εργασίας ή σε συλλογική σύμβαση εργασίας και αν, κατά συνέπεια, οι υποχρεώσεις σχετικά με τις παροχές μεταβιβάζονται στον προς ον η μεταβίβαση σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφοι 1 ή 2, της οδηγίας 77/187 ή αν στηρίζονται μάλλον σε νόμιμες βάσεις και ότι, κατά συνέπεια, αποκλείεται η μεταβίβαση. Τέλος, στο μέτρο που η υποχρέωση όσον αφορά τις παροχές μεταβιβάζεται στον προς ον η μεταβίβαση της επιχειρήσεως, οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς τη δυνατότητα των εργαζομένων να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους και ως προς το αν και σε ποια έκταση ο προς ον η μεταβίβαση της επιχειρήσεως μπορεί να τροποποιήσει τις εργασιακές σχέσεις.

    A ─
    Τα ερωτήματα 1 έως 3

    60. Τα ερωτήματα υπ' αριθ. 2 και 3 αντιστοιχούν, ως προς το περιεχόμενο, στα δύο ερωτήματα που τέθηκαν στην υπόθεση Katia Beckman  (7) . Με την απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως εκείνης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ως εξαίρεση, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187 πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά. Τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν μεταβιβάζονται στον προς ον η μεταβίβαση της επιχειρήσεως μόνον εάν πρόκειται για κάποια από τις παροχές που απαριθμούνται περιοριστικά στην εν λόγω διάταξη, εφόσον οι έννοιες που χρησιμοποιούνται σ' αυτήν πρέπει να ερμηνευθούν συσταλτικά.

    61. Μπορούν να χαρακτηρισθούν ως παροχές γήρατος υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187 μόνον οι παροχές που χορηγούνται από τη στιγμή που ο εργαζόμενος έχει περατώσει κανονικά τη σταδιοδρομία του, όπως τούτο προβλέπεται από τη γενική οικονομία του οικείου συνταξιοδοτικού συστήματος, και όχι οι παροχές που χορηγούνται υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, δηλαδή σε περίπτωση απολύσεως λόγω υπάρξεως πλεονάζοντος προσωπικού, έστω και αν υπολογίζονται ακολουθουμένου του τρόπου υπολογισμού των παροχών συνήθους συντάξεως. Συνεπώς, παροχές πρόωρης συντάξεως, καθώς και παροχές που αποσκοπούν στη βελτίωση των όρων μιας τέτοιας συντάξεως, οι οποίες καταβάλλονται, σε περίπτωση απολύσεως, σε εργαζομένους που έχουν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αποτελούν παροχές γήρατος, ανικανότητας προς εργασία ή επιζώντων στο πλαίσιο συμπληρωματικών επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συστημάτων προνοίας περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας  (8) .

    62. Στη διαφορά της κύριας δίκης, οι παροχές που προβλέπονται στο άρθρο 46 των όρων εργασίας του GWC εξαρτώνται βεβαίως από ελάχιστο όριο ηλικίας (50 έτη) και συνδέονται με ελάχιστη περίοδο απασχολήσεως που υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής εισφορών στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος. Πάντως, το δικαίωμα για παροχές δεν γεννάται με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας, αλλά με την απώλεια της εργασίας.

    63. Έστω και αν οι παροχές καταβάλλονται μόνο σε πρόσωπα που συμπλήρωσαν ορισμένη ελάχιστη ηλικία, το γεγονός ότι συμπλήρωσαν την ηλικία αυτή δεν συνεπάγεται αυτομάτως την καταβολή των ως άνω παροχών. Αξίωση επί της παροχής δεν έχει κάθε πρόσωπο που συμπλήρωσε το 50ό έτος της ηλικίας του, αλλά μόνον εκείνος ο οποίος, μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής, αποχωρεί από την εργασία του για λόγους που εκτίθενται αναλυτικότερα στο άρθρο 46 των όρων εργασίας του GWC.

    64. Άλλωστε, στην απόφαση Beckman, η οποία παραπέμπει στην απόφαση Abel  (9) , τονίζεται ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δικαιώματα και υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται στον προς ον η μεταβίβαση δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 1 ή 2, της οδηγίας στηρίζονται σε πράξεις της δημόσιας αρχής ή εμφανίζονται ως πρακτικές λεπτομέρειες της εφαρμογής τέτοιων πράξεων  (10) . Κατά συνέπεια, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι τα δικαιώματα των εναγόντων, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους στο Redwood College, ρυθμίζονταν από τον νόμο  (11) . Οι υποχρεώσεις του πρώην εργοδότη στηρίζονταν στη σχέση εργασίας και στη συλλογική σύμβαση και, κατά συνέπεια, μεταβιβάσθηκαν στον προς ον η μεταβίβαση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 77/187.

    65. Κατά συνέπεια, βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, στα προδικαστικά ερωτήματα υπ' αριθ. 2 και 3 της παρούσας υποθέσεως πρέπει να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:Ερώτημα 2: Παροχές πρόωρης συντάξεως καθώς και παροχές που αποσκοπούν στη βελτίωση των όρων μιας τέτοιας συντάξεως, οι οποίες καταβάλλονται, σε περίπτωση απολύσεως, σε εργαζομένους που έχουν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αποτελούν παροχές γήρατος, ανικανότητας προς εργασία ή επιζώντων στο πλαίσιο συμπληρωματικών επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συστημάτων προνοίας περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187/EΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων.Ερώτημα 3: Το άρθρο 3 της οδηγίας 77/187 έχει την έννοια ότι οι υποχρεώσεις που ισχύουν σε περίπτωση απολύσεως εργαζομένου, οι οποίες απορρέουν από σύμβαση εργασίας, σχέση εργασίας ή συλλογική σύμβαση που δεσμεύει τον μεταβιβάζοντα έναντι του εργαζομένου αυτού, μεταφέρονται στον προς ον η μεταβίβαση υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπει το άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από το αν οι υποχρεώσεις στηρίζονται σε πράξεις της δημόσιας αρχής ή άρχισαν να παράγουν τα αποτελέσματά τους κατόπιν τέτοιων πράξεων και ανεξάρτητα από τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής.

    66. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα προκύπτει από τις ανωτέρω διαπιστώσεις. Οι επίδικες στην υπό κρίση υπόθεση παροχές είναι ανάλογες προς τις παροχές που αφορούσε η υπόθεση Beckman. Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος αμφιβολίας μεταβιβάσεως δικαιωμάτων τα οποία δεν είχαν ακόμη ασκηθεί κατά τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Ο σκοπός της οδηγίας, ο οποίος έγκειται στην προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, συνηγορεί επίσης υπέρ του χαρακτηρισμού των δικαιωμάτων που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση και δεν έχουν ασκηθεί ακόμη διότι ο δικαιούχος δεν έλαβε πρόωρη σύνταξη ως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187. Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:Ερώτημα 1: Τα δικαιώματα που ενδέχεται να γεννηθούν λόγω της απολύσεως ή της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως βάσει συμφωνίας με τον με τον εργοδότη εμπίπτουν στον ορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187.

    B ─
    Προδικαστικά ερωτήματα 4 έως 9

    67. Τα προδικαστικά ερωτήματα υπ' αριθ. 4 έως 9 αφορούν τη δυνατότητα του εργαζομένου να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του που, κατ' αρχήν, μεταβιβάζονται στο πλαίσιο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 77/187. Αφορούν ταυτοχρόνως τη διάκριση μεταξύ της παραιτήσεως αυτής και της κατ' αρχήν δυνατότητας τροποποιήσεως εργασιακής σχέσεως με κοινή συμφωνία.

    68. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί και επί του θέματος αυτού. Με την απόφαση Tellerup/Daddy's Dance Hall, έκρινε ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί να παραιτηθεί από τα δικαιώματα που του παρέχουν οι επιτακτικές διατάξεις της οδηγίας 77/187, ακόμη και αν τα μειονεκτήματα που απορρέουν γι' αυτόν από την παραίτηση αυτή αντισταθμίζονται με πλεονεκτήματα, συνεπεία των οποίων δεν περιέρχεται, γενικώς, σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση. Το άρθρο 3 της οδηγίας 77/187 έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν είναι στη διάθεση των συμβαλλομένων. Ο περιορισμός των δικαιωμάτων που οι εργαζόμενοι αντλούν από την οδηγία δεν επιτρέπεται ούτε με τη συναίνεσή τους  (12) .

    69. Πάντως, το Δικαστήριο τόνισε επίσης, με την απόφαση εκείνη, ότι η οδηγία 77/187 δεν επιδιώκει παρά μερική εναρμόνιση του εν λόγω τομέα, επεκτείνοντας, ως προς τα ουσιώδη σημεία, την προστασία που διασφαλίζεται αυτοτελώς για τους εργαζομένους από το δίκαιο των διαφόρων κρατών μελών και στην περίπτωση της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Η οδηγία δεν επιδιώκει την εγκαθίδρυση ενιαίου επιπέδου προστασίας για το σύνολο της Κοινότητας βάσει κοινών κριτηρίων. Κατά τη νομολογία, μπορεί να γίνει επίκληση των ευεργετικών διατάξεων της οδηγίας μόνο για να διασφαλιστεί ότι ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος προστατεύεται στις σχέσεις του με τον προς ον η μεταβίβαση κατά τον ίδιο τρόπο όπως στις σχέσεις του με τον μεταβιβάζοντα δυνάμει των κανόνων δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

    70. Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καθόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει, πέρα από την περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, τη μεταβολή της σχέσεως εργασίας επί το δυσμενέστερον για τους εργαζομένους, ιδίως, όσον αφορά την προστασία τους από απόλυση, η μεταβολή αυτή δεν αποκλείεται εκ του γεγονότος και μόνον ότι η επιχείρηση μεταβιβάστηκε εν τω μεταξύ και, κατά συνέπεια, η συμφωνία συνήφθη με τον νέο επιχειρηματία. Πράγματι, η σχέση εργασίας, δεδομένου ότι ο προς ον η μεταβίβαση υποκαθιστά τον μεταβιβάζοντα δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, μπορεί να τροποποιηθεί έναντι του προς προν η μεταβίβαση εντός των ίδιων ορίων όπως αυτά που ίσχυαν έναντι του μεταβιβάζοντος, εξυπακουομένου ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτή καθαυτή η μεταβίβαση επιχειρήσεως να αποτελεί την αιτία αυτής της τροποποιήσεως  (13) . Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε με τις αποφάσεις Watson Rask και Christensen καθώς και Collino και Chiappero  (14) .

    71. Βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η S. G. Martin καθώς και οι R. K. A. Daby και Β. J. Willis ουδέποτε παραιτήθηκαν από τα δικαιώματα που απορρέουν από τα άρθρα 45 και 46 των όρων εργασίας του GWC. Η μεταβίβαση των δικαιωμάτων αυτών στο South Bank University επιβάλλεται από τις επιτακτικές αυτές διατάξεις.

    72. Επομένως, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί να συναινέσει σε παραίτησή του από τα δικαιώματα που αντλεί από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας του.

    73. Παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα εφόσον αυτό προϋποθέτει ότι είναι δυνατή η συναίνεσή του για την παραίτηση αυτή.

    74. Πάντως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του κατ' αρχήν αποκλεισμού της δυνατότητας παραιτήσεως από τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από σχέση εργασίας, αφενός, και της δυνατότητας ─ανεξαρτήτως μεταβιβάσεως─ συναινέσεως για τροποποίηση της εργασιακής σχέσεως. Η συναίνεση αυτή είναι δυνατή, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα νομολογία, εφόσον το εφαρμοστέο στην εργασιακή σχέση εθνικό δίκαιο επιτρέπει μια τέτοια τροποποίηση. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν το Redwood College θα μπορούσε να είχε προβεί στην τροποποίηση στην οποία προέβη το South Bank University όσον αφορά τις παροχές σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να απαντήσει στο ερώτημα αυτό βάσει των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων.

    75. Στο μέτρο που το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κατ' αρχήν την τροποποίηση της εργασιακής σχέσεως ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, αυτή δεν αποκλείεται, κατά την προπαρατεθείσα νομολογία, για το γεγονός και μόνον ότι η επιχείρηση μεταβιβάστηκε εν τω μεταξύ και, κατά συνέπεια, η συμφωνία συνήφθη με το South Bank University. Η εργασιακή σχέση μπορεί να τροποποιηθεί έναντι του προς ον η μεταβίβαση με τους ίδιους περιορισμούς όπως έναντι του μεταβιβάζοντος. Όμως, όπως ήδη τόνισε το Δικαστήριο στην υπόθεση Tellerup/Daddy's Dance, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτή καθαυτή η μεταβίβαση επιχειρήσεως να αποτελεί την αιτία αυτής της τροποποιήσεως.

    76. Με τη διαπίστωση αυτή συνδέεται το όγδοο προδικαστικό ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ερωτά ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμοστούν προκειμένου να καθοριστεί σε ποια περίπτωση η τροποποίηση στηρίζεται σε μεταβίβαση επιχειρήσεως. Στις τρεις προπαρατεθείσες αποφάσεις, στις οποίες στο Δικαστήριο διατύπωσε την αρχή αυτή, δεν ανέφερε τίποτε για τα κριτήρια βάσει των οποίων κρίνεται πότε η τροποποίηση στηρίζεται στη μεταβίβαση αυτή  (15) .

    77. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να δοθεί βάσει των συνθηκών της υπό κρίση περιπτώσεως. Η χρονική σχέση μεταξύ της τροποποιήσεως και της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως μπορεί να συνιστά ένδειξη του γεγονότος ότι η τροποποίηση στηρίζεται στη μεταβίβαση. Το γεγονός ότι οι όροι εργασίας προσαρμόζονται στους όρους που ίσχυαν ήδη για τους εργαζομένους του νέου ιδιοκτήτη της επιχειρήσεως αποτελεί επίσης ένδειξη του ότι η τροποποίηση στηρίζεται στη μεταβίβαση. Αντιθέτως, το γεγονός ότι η προσφορά πρόωρης συνταξιοδοτήσεως βάσει των σχεδιαζομένων νομοθετικών μεταβολών συνεπάγεται υψηλότερη οικονομική επιβάρυνση του προς ον η μεταβίβαση, η οποία δεν του επιτρέπει να προσφέρει στο μέλλον στους εργαζομένους του τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μπορεί να σημαίνει ότι ο λόγος της επιτρεπόμενης κατά το εθνικό δίκαιο τροποποιήσεως των όρων εργασίας δεν είναι η μεταβίβαση της επιχειρήσεως, αλλά η οικονομική κατάσταση του νέου εργοδότη. Δεν είναι δυνατόν να γίνει εξαντλητική απαρίθμηση των κριτηρίων. Το ζήτημα είναι μάλλον να ληφθεί απόφαση βάσει εκτιμήσεως του συνόλου των συνθηκών της υπό κρίση περιπτώσεως.

    78. Πάντως, σπάνια η τροποποίηση των όρων εργασίας οφείλεται σε ένα μόνο λόγο. Κατά γενικό κανόνα, η τροποποίηση των συμβάσεων εργασίας ή των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων που προσλαμβάνονται από τον νέο εργοδότη θα οφείλεται σε πλείονες λόγους. Σύμφωνα με τον σκοπό προστασίας του άρθρου 3 της οδηγίας, στην περίπτωση αυτή η μεταβίβαση της επιχειρήσεως δεν πρέπει να συνιστά το βασικό σημείο της αιτιολογίας, κατά συνέπεια δε να είναι η κύρια αιτία της τροποποιήσεως. Αντιθέτως, δεν θα έπρεπε να έχει σημασία το γεγονός ότι η επιτρεπόμενη κατά το εθνικό δίκαιο τροποποίηση καθίσταται αναγκαία για άλλους λόγους, για παράδειγμα οικονομικής, τεχνικής ή οργανωτικής φύσεως, και συνδέεται με τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως χρονικά μόνον όχι όμως και ουσιαστικά.

    79. Κατά συνέπεια, βάσει των προηγουμένων σκέψεων, στα ερωτήματα υπ' αριθ. 6 έως 8 πρέπει να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:Ερώτημα 6: Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και/ή 2, της οδηγίας 77/187 απαγορεύει στον προς ον η μεταβίβαση επιχειρήσεως να προσφέρει στους εργαζομένους που προσέλαβε τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με βάση λιγότερο ευνοϊκές παροχές από τις παροχές στις οποίες θα είχαν δικαίωμα κατ' εφαρμογή της οδηγίας, εφόσον η τροποποίηση αυτή δεν θα ήταν δυνατή για τον μεταβιβάζοντα την επιχείρηση και στηρίζεται στην ίδια τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.Ερώτημα 7: Το γεγονός ότι ο προς ον η μεταβίβαση δηλώνει ότι δεν θα μπορέσει πλέον στο μέλλον να καταβάλει παροχές πρόωρης συντάξεως πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων προκειμένου να καθοριστεί αν η τροποποίηση στηρίζεται στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.Ερώτημα 8: Πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως αν μια τροποποίηση στηρίζεται στην ίδια τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Η χρονική εγγύτητα της τροποποιήσεως και της μεταβιβάσεως, η προσαρμογή στους όρους εργασίας των εργαζομένων που απασχολούνταν ήδη στον προς ον η μεταβίβαση πριν από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως ή οι σχεδιαζόμενες νομοθετικές μεταβολές με συνέπειες για την κατανομή των χρηματοοικονομικών βαρών συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μπορούν να συνιστούν ενδείξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί αν μια τροποποίηση στηρίζεται αποκλειστικά ή πρωτίστως στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    80. Η απάντηση στο ένατο ερώτημα εξαρτάται από το αν η τροποποίηση των όρων εργασίας είναι νόμιμη κατά το εθνικό δίκαιο. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και αν η τροποποίηση δεν στηρίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, τίποτε δεν εμποδίζει τη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ του εργαζομένου και του νέου εργοδότη του να παράγει έννομα αποτελέσματα. Στην αντίθετη περίπτωση, η συμφωνία στερείται αποτελεσμάτων βάσει της μέχρι τούδε νομολογίας.

    81. Κατά συνέπεια, στο ένατο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:Ερώτημα 9: Στο μέτρο που η τροποποίηση των όρων εργασίας είναι νόμιμη κατά το εθνικό δίκαιο και δεν στηρίζεται ή τουλάχιστον δεν στηρίζεται πρωτίστως στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, η συμφωνία περί τροποποιήσεως των όρων εργασίας που συνήφθη μεταξύ του εργαζομένου και του νέου εργοδότη του παράγει έννομα αποτελέσματα.

    VII ─ Πρόταση

    82. Βάσει των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω να μη δοθεί απάντηση στο πέμπτο ερώτημα και στα λοιπά ερωτήματα να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:

    1. Τα δικαιώματα που ενδέχεται να γεννηθούν λόγω της απολύσεως ή της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως βάσει συμφωνίας με τον εργοδότη εμπίπτουν στον ορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων.

    2. Παροχές πρόωρης συντάξεως καθώς και παροχές που αποσκοπούν στη βελτίωση των όρων μιας τέτοιας συντάξεως, οι οποίες καταβάλλονται, σε περίπτωση απολύσεως, σε εργαζομένους που έχουν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αποτελούν παροχές γήρατος, ανικανότητας προς εργασία ή επιζώντων στο πλαίσιο συμπληρωματικών επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συστημάτων προνοίας περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 77/187.

    3. Το άρθρο 3 της οδηγίας 77/187 έχει την έννοια ότι οι υποχρεώσεις που ισχύουν σε περίπτωση απολύσεως εργαζομένου, οι οποίες απορρέουν από σύμβαση εργασίας, σχέση εργασίας ή συλλογική σύμβαση που δεσμεύει τον μεταβιβάζοντα έναντι του εργαζομένου αυτού, μεταφέρονται στον προς ον η μεταβίβαση υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπει το άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από το αν οι υποχρεώσεις στηρίζονται σε πράξεις της δημόσιας αρχής ή άρχισαν να παράγουν τα αποτελέσματά τους κατόπιν τέτοιων πράξεων και ανεξάρτητα από τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής.

    4. Ο εργαζόμενος δεν μπορεί να δεχθεί να παραιτηθεί από τα δικαιώματα που αντλεί από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας του.

    5. Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και/ή 2, της οδηγίας 77/187 απαγορεύει στον προς ον η μεταβίβαση επιχειρήσεως να προσφέρει στους εργαζομένους που προσέλαβε τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με βάση λιγότερο ευνοϊκές παροχές από τις παροχές στις οποίες θα είχαν δικαίωμα κατ' εφαρμογή της οδηγίας, εφόσον η τροποποίηση αυτή δεν θα ήταν δυνατή για τον μεταβιβάζοντα την επιχείρηση και στηρίζεται στην ίδια τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    6. Το γεγονός ότι ο προς ον η μεταβίβαση δηλώνει ότι δεν θα μπορέσει πλέον στο μέλλον να καταβάλει παροχές πρόωρης συντάξεως πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων προκειμένου να καθοριστεί αν η τροποποίηση στηρίζεται στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    7. Πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως αν μια τροποποίηση στηρίζεται στην ίδια τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Η χρονική εγγύτητα της τροποποιήσεως και της μεταβιβάσεως, η προσαρμογή στους όρους εργασίας των εργαζομένων που απασχολούνταν ήδη στον προς ον η μεταβίβαση πριν από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως ή οι σχεδιαζόμενες νομοθετικές μεταβολές με συνέπειες για την κατανομή των χρηματοοικονομικών βαρών συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μπορούν να συνιστούν ενδείξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί αν μια τροποποίηση στηρίζεται αποκλειστικά ή πρωτίστως στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως.

    8. Στο μέτρο που η τροποποίηση των όρων εργασίας είναι νόμιμη κατά το εθνικό δίκαιο και δεν στηρίζεται ή τουλάχιστον δεν στηρίζεται πρωτίστως στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, η συμφωνία περί τροποποιήσεως των όρων εργασίας που συνήφθη μεταξύ του εργαζομένου και του νέου εργοδότη του παράγει έννομα αποτελέσματα.


    1
    Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2
    ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171.


    3
    Aπόφαση της 4ης Ιουνίου 2002, C-164/00, Katia Beckman (Συλλογή 2002, σ. I-4893).


    4
    Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86 (Συλλογή 1988, σ. 739).


    5
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


    6
    Aπόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-209/91 (Συλλογή 1992, σ. I-5755).


    7
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.


    8
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Katia Beckman, σκέψεις 29 έως 32.


    9
    Aπόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 135/83 (Συλλογή 1985, σ. 469, σκέψη 37).


    10
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Katia Beckman, σκέψεις 37 επ.


    11
    Βλ. συναφώς και τις διευκρινίσεις στο σημείο 81 των προτάσεων που ανέπτυξα στις 13 Δεκεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-164/00, Katia Beckman (Συλλογή 2001, σ. I-4896).


    12
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 απόφαση Τellerup/Daddy's Dance Hall, σκέψη 15.


    13
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 απόφαση Tellerup/Daddy's Dance Hall, σκέψεις 16 επ.


    14
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση Watson Rask και Christensen, σκέψεις 27 επ.· απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C-343/98, (Συλλογή 2000, σ. I-6659, σκέψη 52).


    15
    Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 απόφαση Tellerup/Daddy's Dance, σκέψη 17, επιβεβαιωθείσα με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Watson Rask και Christensen, καθώς και Collino και Chiappero.
    Top