Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CO0044

    Διάταξη του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2000.
    Société de distribution mécanique et d'automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Ανταγωνισμός - Διανομή αυτοκινήτων - Καταγγελία - Προσφυγή κατά παραλείψεως, προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως - Απαράδεκτο - Αναίρεση εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.
    Υπόθεση C-44/00 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-11231

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:686

    62000O0044

    Διάταξη του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2000. - Société de distribution mécanique et d'automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Ανταγωνισμός - Διανομή αυτοκινήτων - Καταγγελία - Προσφυγή κατά παραλείψεως, προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως - Απαράδεκτο - Αναίρεση εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη. - Υπόθεση C-44/00 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-11231


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. ροσφυγή κατά παραλείψεως - ροθεσμίες - Αδυναμία ασκήσεως λόγω παρελεύσεώς τους - Δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - ροϋπόθεση

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 175 (νυν άρθρο 232 ΕΚ)]

    2. ροσφυγή κατά παραλείψεως - Εξάλειψη της παραλείψεως μετά την άσκηση της προσφυγής - Δεν υφίσταται πλέον το αντικείμενο της προσφυγής - Κατάργηση της δίκης - Έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 175 και 176 (νυν άρθρα 232 ΕΚ και 233 ΕΚ)· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 6]

    3. Αναίρεση - Λόγοι - Λόγος στρεφόμενος κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου επί των δικαστικών εξόδων - Απαράδεκτος σε περίπτωση απορρίψεως όλων των άλλων λόγων αναιρέσεως

    (Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51, εδ. 2)

    Περίληψη


    1. Για να είναι δυνατή η επίκληση της αρχής του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αποτραπεί η απορρέουσα από την εκπρόθεσμη άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως εκπνοή αυτής, ο προσφεύγων οφείλει να αναφερθεί σε βάσιμες προσδοκίες από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του παρέσχε η κοινοτική διοίκηση ή από συμπεριφορά της διοικήσεως αυτής ικανή να προκαλέσει συγγνωστή σύγχυση σε ιδιώτη που διαπνέεται από καλή πίστη και επιδεικνύει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός συνήθως ενημερωμένου επιχειρηματία. Δεν συμβαίνει αυτό ούτε με δημόσιες δηλώσεις γενικού χαρακτήρα εκ μέρους μέλους της Επιτροπής ούτε με επανειλημμένες επαφές μεταξύ του ενδιαφερομένου και της Επιτροπής μετά την αποστολή στην τελευταία εγγράφου οχλήσεως.

    Εφόσον, όπως προκύπτει ιδίως από τη γενικότατη διατύπωση εγγράφου που απηύθυνε στον δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καταγγέλλοντα το επιφορτισμένο με τα θέματα του ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής, η ως άνω ανακοίνωση σε καμία περίπτωση δεν ήταν ικανή να παράσχει στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ή να του δημιουργήσει συγγνωστή σύγχυση, στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βάσιμες προσδοκίες, δυνάμενες να προκαλέσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, άξια δικαστικής προστασίας, ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αποτρέψει την εκπνοή των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής που έχουν χαρακτήρα δημόσιας τάξεως, οπότε δεν εναπόκειται στους διαδίκους να τις ορίσουν κατά το δοκούν.

    ( βλ. σκέψεις 50-52 )

    2. Το προβλεπόμενο στο άρθρο 175 της Συνθήκης (νυν άρθρο 232 ΕΚ) ένδικο βοήθημα θεμελιώνεται στην ιδέα ότι η παράνομη αδράνεια του εμπλεκομένου θεσμικού οργάνου επιτρέπει την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε αυτό να αποφανθεί αν η η παράλειψη ενεργείας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη, οσάκις το συγκεκριμένο όργανο δεν επανόρθωσε τη σχετική παράλειψη. Η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι, κατά το άρθρο 176 της Συνθήκης (νυν άρθρο 233 ΕΚ), το καθού όργανο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που μπορούν να ασκηθούν βάσει της ιδίας διαπιστώσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς εκδόθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής, αλλά πριν από την έκδοση της αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να συνεπάγεται τις προβλεπόμενες από το άρθρο 176 της Συνθήκης συνέπειες. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, όπως ακριβώς και στην περίπτωση κατά την οποία το καθού όργανο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της προθεσμίας των δύο μηνών, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται, οπότε παρέλκει η απόφανση. Το γεγονός ότι η τοποθέτηση αυτή του οργάνου δεν ικανοποιεί τον προσφεύγοντα διάδικο είναι συναφώς αδιάφορο, εφόσον το άρθρο 175 της Συνθήκης αφορά την παράλειψη που συνίσταται στη μη υιοθέτηση θέσεως και όχι στην έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη που επιθυμεί ή κρίνει αναγκαία ο διάδικος αυτός.

    Συναφώς, όσον αφορά ειδικότερα την περίπτωση καταγγελίας λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, έγγραφο που συνάδει προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 της Επιτροπής και απευθύνεται προς τον δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καταγγέλλοντα συνιστά λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ικανό να θέσει τέρμα στην απραξία της Επιτροπής και να στερήσει του αντικειμένου της την ασκηθείσα από τον ενδιαφερόμενο προσφυγή κατά παραλείψεως.

    ( βλ. σκέψεις 83-84 )

    3. Σε περίπτωση κατά την οποία έχουν απορριφθεί όλοι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως, ο αφορών την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως του ρωτοδικείου λόγος επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτος κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο δεν χωρεί αναίρεση αποκλειστικά για τον καταλογισμό ή το ύψος της δικαστικής δαπάνης.

    ( βλ. σκέψη 93 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-44/00 P,

    Société de distribution mécanique et d'automobiles SA (Sodima), εταιρία τελούσα υπό δικαστική εκκαθάριση, με έδρα το Istres (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον J. C. Fourgoux, δικηγόρο αρισίων, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο P. Schiltz, 4, rue Béatrix de Bourbon,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου 1999 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων T-190/95 και Τ-45/96, Sodima κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3617), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της εν λόγω αποφάσεως,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Marenco, κύριο νομικό σύμβουλο, και την F. Siredey-Garnier, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ιδίας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους B. Σκουρή, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή) και την N. Colneric, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: R. Grass

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2000, η Société de distribution mécanique et d'automobiles SA (στο εξής: Sodima) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1999 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-190/95 και Τ-45/96, Sodima κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3617, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το ρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της Sodima στα πλαίσια της υποθέσεως Τ-190/95, έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αποφανθεί επί των αφορώντων την παράλειψη αιτημάτων στα πλαίσια της υποθέσεως Τ-45/96, απέρριψε κατά τα λοιπά ως απαράδεκτη την προσφυγή της στα πλαίσια της τελευταίας αυτής υποθέσεως και καταδίκασε τη Sodima στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως Τ-190/95, τέλος δε καταδίκασε τους διαδίκους να φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του επί της υποθέσεως Τ-45/96.

    Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον του ρωτοδικείου

    2 Οι σκέψεις 1 έως 17 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως περιγράφουν τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στη διαφορά και στην ενώπιον του ρωτοδικείου δίκη.

    3 Η Sodima ασκούσε από το 1984 τη δραστηριότητα του αποκλειστικού αντιπροσώπου αυτοκινήτων Peugeot. Η Automobiles Peugeot SA, κατασκευαστής οχημάτων Peugeot και Citroën (στο εξής: PSA), κατήγγειλε τη σύμβαση αντιπροσωπείας σε χρόνο μη προκύπτοντα από τη δικογραφία. Στις 17 Δεκεμβρίου 1992 η Sodima κατέθεσε δήλωση περί παύσεως πληρωμών. Στις 24 Ιουλίου 1996 τέθηκε υπό δικαστική εκκαθάριση.

    4 Ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων εκκρεμεί διαφορά μεταξύ της Sodima και της PSA, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη ζητεί την καταδίκη της δεύτερης στην ικανοποίηση του παθητικού της ύψους 14 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF).

    5 H Sodima υπέβαλε την 1η Ιουλίου 1994 ενώπιον της Επιτροπής καταγγελία σε βάρος της PSA δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25). Η Sodima ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση αντιπροσωπείας που είχε συνάψει με την PSA ήταν ασυμβίβαστη, τόσον από απόψεως διατυπώσεως όσο και εκτελέσεώς της, προς το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) και προς τον κανονισμό (ΕΟΚ) 123/85 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ 1985, L 15, σ. 16). Η Sodima κάλεσε την Επιτροπή να ανακαλέσει το ευεργέτημα της ανά κατηγορία απαλλαγής, σύμφωνα με τα άρθρα 10 του κανονισμού 123/85 και 8 του κανονισμού 17, και να λάβει προσωρινά μέτρα.

    6 Η Επιτροπή κοινοποίησε στις 5 Αυγούστου 1994 στην PSA την καταγγελία της Sodima, καθώς και τον κατάλογο των δικαιολογητικών εγγράφων που επισύναψε η τελευταία, προκειμένου η πρώτη να λάβει θέση. Επιληφθείσα σειράς παρεμφερών καταγγελιών, η Επιτροπή διαβίβασε στις 26 Οκτωβρίου 1994 στην PSA αίτημα περί παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17.

    7 Επειδή η PSA ζήτησε να της κοινοποιηθεί το σύνολο των εγγράφων που είχε υποβάλει η Sodima, η Επιτροπή κάλεσε την τελευταία να διατυπώσει τις αντιρρήσεις της, σε επίπεδο επαγγελματικού απορρήτου, επί της ως άνω κοινοποιήσεως. Η Sodima συνήνεσε, εναντιωθείσα, πάντως, ως προς την κοινοποίηση των εγγράφων της προς τρίτους ή ως προς τη χρήση τους στα πλαίσια άλλων διαδικασιών εκ μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    8 Με έγγραφα της 13ης Δεκεμβρίου 1994 και της 16ης Ιανουαρίου 1995, ακολούθως δε ταχυδρομικώς στις 23 Ιανουαρίου, 7 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 1995, η Sodima ζήτησε από την Επιτροπή να της κοινοποιήσει αντίστοιχα το αίτημα περί παροχής πληροφοριών που είχε απευθύνει στην PSA καθώς και τις παρατηρήσεις της PSA επί της καταγγελίας της, χωρίς, πάντως, να λάβει απάντηση.

    9 Στις 15 Φεβρουαρίου 1995, η PSA απάντησε στο αίτημα περί παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής, εναντιούμενη, πάντως, στην κοινοποίηση των απαντήσεών της στην καταγγέλλουσα με το αιτιολογικό ότι επρόκειτο για επαγγελματικά απόρρητα. Η PSA απέστειλε στις 27 Φεβρουαρίου 1995 στην Επιτροπή θέση της επί της καταγγελίας της Sodima.

    10 Με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 1995, η Sodima όχλησε την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 232 ΕΚ), να λάβει θέση το συντομότερο επί της καταγγελίας της.

    11 Στις 12 Οκτωβρίου 1995 η Sodima άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση Τ-190/95, η οποία συμπληρώθηκε με επεξηγηματικό υπόμνημα της 17ης Μα_ου 1996. Η Sodima ζήτησε από το ρωτοδικείο:

    - να αναγνωρίσει την παράλειψη της Επιτροπής συνιστάμενη στο ότι η τελευταία απέσχε παρανόμως να λάβει θέση εν συνεχεία της καταγγελίας της Sodima·

    - να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να μην κοινοποιήσει στη Sodima στοιχεία του φακέλου·

    - να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να συνενώσει την καταγγελία της Sodima με άλλες καταγγελίες·

    - να αναγνωρίσει ότι συντρέχει εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής και να υποχρεώσει την τελευταία να αποκαταστήσει τη ζημία που της προκάλεσε, ύψους 200 000 ευρώ ετησίως, αρχής γενομένης από τις 14 Μαρτίου 1995·

    - να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    12 Με χωριστό δικόγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1995, η Επιτροπή προέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, ένσταση απαραδέκτου, η οποία, με διάταξη της 30ής Ιανουαρίου 1997, ενώθηκε για να συνεκδικαστεί με την ουσία.

    13 Με ταχυδρομείο της 4ης Ιανουαρίου 1996, η Sodima όχλησε εκ νέου την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 175 της Συνθήκης, να απευθύνει ανακοίνωση αιτιάσεων προς την PSA.

    14 Η Sodima άσκησε στις 27 Μαρτίου 1996 προσφυγή στην υπόθεση Τ-45/96, το αντικείμενο της οποίας ήταν πανομοιότυπο προς εκείνο της προσφυγής στην υπόθεση Τ-190/95.

    15 Η Επιτροπή απηύθυνε στις 27 Ιανουαρίου 1997 προς τη Sodima, δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 37, στο εξής: κανονισμός 99/63), ανακοίνωση με την οποία γνωστοποιούσε την πρόθεσή της να απορρίψει την καταγγελία. Ως παράρτημα του εν λόγω εγγράφου, η Επιτροπή διαβίβασε στη Sodima όσες δεν καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο πληροφορίες που της είχε κοινοποιήσει η PSA. Η Sodima απάντησε στις 13 Μαρτίου 1997 ότι δεν ήταν σε θέση να υποβάλει εγκύρως τις παρατηρήσεις της λόγω της μερικής κοινοποιήσεως του φακέλου.

    16 Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1999, η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία της Sodima. Η τελευταία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του ρωτοδικείου (υπόθεση Τ-62/99).

    17 Με διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 1999, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του ρωτοδικείου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T-190/95 και T-45/96 για τους σκοπούς της προφορικής διαδικασίας και της εκδόσεως αποφάσεως.

    18 Με έγγραφο το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 25 Μαρτίου 1999, η Sodima ζήτησε την ένωση της υποθέσεως Τ-62/99 με τις υποθέσεις Τ-190/95 και Τ-45/96, οι οποίες ήδη είχαν ενωθεί προς συνεκδίκαση. Διευκρίνισε ότι πρόθεσή της ήταν να παραιτηθεί από τα αιτήματά της περί παραλείψεως σε περίπτωση ενώσεως των δύο τελευταίων υποθέσεων με την υπόθεση Τ-62/99. Εκτιμώντας ότι οι υποθέσεις Τ-190/95 και Τ-45/96 ήσαν ώριμες προς εκδίκαση, το ρωτοδικείο έκρινε ότι παρήλκε η απόφανση επί της αιτηθείσας ενώσεως.

    Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    19 Όσον αφορά, κατ' αρχάς, την προσφυγή της Sodima στην υπόθεση Τ-190/95, το ρωτοδικείο αναγνώρισε, με τη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η όχληση της Sodima προς την Επιτροπή έφερε ημερομηνία 14 Μαρτίου 1995 και ότι, μολονότι η ημερομηνία παραλαβής του εν λόγω εγγράφου από την Επιτροπή δεν προέκυπτε από τον φάκελο, η Sodima δεν αμφισβήτησε ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής της, είχε ήδη παρέλθει η προβλεπόμενη στο άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης τετράμηνη συνολικά προθεσμία.

    20 Στη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το ρωτοδικείο έκρινε ότι η Sodima δεν μπορούσε να επικαλείται την αρχή του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αποτρέψει την εφαρμογή του άρθρου 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, αναφερόμενη σε επαφές που είχε με την Επιτροπή μετά την όχληση. Υπενθυμίζοντας ότι οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής είναι δημόσιας τάξεως και εκφεύγουν της ευχέρειας του δικαστή και των διαδίκων, το ρωτοδικείο συνήγαγε εξ αυτού ότι δηλώσεις της Επιτροπής στα πλαίσια της αλληλογραφίας της με τη Sodima ή δημόσιες θέσεις του οργάνου δεν μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση επί του παραδεκτού της προσφυγής.

    21 Το ρωτοδικείο προσέθεσε, στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, οι δηλώσεις τις οποίες επικαλέστηκε στην προκειμένη περίπτωση η Sodima έκαναν νύξη για τη σχεδιαζόμενη εκ μέρους της Επιτροπής αντιμετώπιση της καταγγελίας και τις δραστηριότητές της στον ευρύτερο τομέα του αυτοκινήτου, δεν περιείχαν, όμως, στοιχεία δυνάμενα να δημιουργήσουν σύγχυση ως προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής.

    22 Από τα στοιχεία αυτά το ρωτοδικείο συνήγαγε, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα περί παραλείψεως αιτήματα στην υπόθεση Τ-190/95 ήσαν απορριπτέα ως απαράδεκτα.

    23 Όσον αφορά τα περί ακυρώσεως αιτήματα στην ίδια υπόθεση, το ρωτοδικείο υπογράμμισε στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση, αλλ' ότι η σιωπή απλώς και μόνον ενός θεσμικού οργάνου δεν μπορεί να παραγάγει παρόμοια αποτελέσματα, εκτός και αν η συνέπεια αυτή προβλέπεται ρητώς από διάταξη του κοινοτικού δικαίου.

    24 Όπως υπενθυμίζει στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως το ρωτοδικείο, το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, ότι η σιωπή ενός θεσμικού οργάνου ισοδυναμεί με απόφαση οσάκις το όργανο κλήθηκε να λάβει θέση και δεν αποφάνθηκε συναφώς μετά την εκπνοή δεδομένης προθεσμίας. άντως, ελλείψει παρομοίων ρητών διατάξεων περί καθορισμού προθεσμίας, μετά τη λήξη της οποίας λογίζεται ότι μεσολαβεί σιωπηρή απόφαση, και περί καθορισμού του περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως, η απραξία του οργάνου δεν μπορεί να εξομοιώνεται με απόφαση, εκτός και αν διακυβεύεται το σύστημα των εγκαθιδρυομένων με τη Συνθήκη ενδίκων μέσων. Και συνεχίζει το ρωτοδικείο, στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι κανονισμοί 17 και 99/63 δεν προβλέπουν ότι η σιωπή της Επιτροπής, εν συνεχεία αιτήσεως περί κοινοποιήσεως εγγράφων, επέχει θέση σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως. Εφόσον δεν δίδεται συνέχεια στην αίτησή της, η καταγγέλλουσα μπορεί είτε να οχλήσει την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης, και να ασκήσει, ενδεχομένως, προσφυγή κατά παραλείψεως, είτε να επικαλεστεί τυχόν έλλειψη νομιμότητας που απορρέει εξ αυτού στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή μετά την περάτωση της διαδικασίας.

    25 Το ρωτοδικείο συνήγαγε από τα ανωτέρω, με τη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή απέσχε από το να ικανοποιήσει το αίτημα της Sodima να της κοινοποιηθούν ορισμένα έγγραφα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση δυναμένη να προσβληθεί.

    26 Όσον αφορά τη φερόμενη σιωπηρή απόφαση περί ενώσεως των φακέλων των καταγγελιών, το ρωτοδικείο αναγνώρισε, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Sodima δεν απέδειξε ούτε ότι είχε ληφθεί παρόμοια απόφαση ούτε σε τι την έβλαπτε η συνένωση των φακέλων και ότι, ειδικότερα, η αιτίαση ότι η Επιτροπή κοινοποίησε έγγραφο που είχε προσκομίσει η Sodima σε άλλους καταγγέλλοντες δεν επιρρωννύεται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας.

    27 Κατόπιν αυτού, το ρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως στην υπόθεση Τ-190/95 ήσαν απαράδεκτα.

    28 Όσον αφορά τα αιτήματα περί αποζημιώσεως στην ίδια υπόθεση, το ρωτοδικείο έκρινε τα εξής:

    «41 Δυνάμει του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, κάθε εισαγωγικό δικόγραφο περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το ρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Για λόγους ασφάλειας δικαίου και ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά πάντως κατά τρόπο ομαλό και λογικό, από το ίδιο το κείμενο της προσφυγής (βλ. διάταξη του ρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 1993, T-56/92, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-1267, σκέψη 21, και απόφαση του ρωτοδικείου της 6ης Μα_ου 1997, Τ-195/95, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-679, σκέψη 20).

    42 Για να ικανοποιεί τις ανωτέρω απαιτούμενες προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία επιτρέποντα την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο προσφεύγων προσάπτει στο θεσμικό όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας (βλ. απόφαση του ρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T-387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-961, σκέψη 107).

    43 Εν προκειμένω, με τα υπομνήματά της, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι αντιμετώπισε όψιμα την καταγγελία της και υποστηρίζει ότι η καθυστέρηση αυτή της προκάλεσε ζημία.

    44 άντως, όσον αφορά τη φύση και την έκταση της ως άνω ζημίας και ως προς την αιτιώδη συνάφεια, η προσφεύγουσα περιορίζεται να υπαινιχθεί, χωρίς άλλη διευκρίνιση, αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε κατά της PSA ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων. Η προσφεύγουσα αναφέρεται επίσης, στην ίδια αλληλουχία, στην "ικανοποίηση του παθητικού της", χωρίς, πάντως, να αποσαφηνίζει ποιο είναι το θεμέλιο της αγωγής της κατά το εθνικό δίκαιο. Ούτε προσδιορίζει συγκεκριμένα σε ποιο στάδιο βρίσκεται η ανωτέρω διαδικασία ούτε ποια είναι τα μέσα άμυνας της PSA. Ασφαλώς, υποστηρίζει ότι η αποζημίωσή της εκ μέρους του εθνικού δικαστή πρόκειται να καθυστερήσει μέχρις ότου η Επιτροπή αποφανθεί επί της καταγγελίας της, αλλά δεν προσκομίζει κανένα συγκεκριμένο ενδεικτικό στοιχείο ως προς την επίδραση τυχόν αποφάσεως της Επιτροπής επί της αποφάσεως που πρόκειται να εκδώσει το εθνικό δικαστήριο. Επιπλέον, αναφέρει αίτημα αναστολής της εκδόσεως αποφάσεως που διατύπωσε η PSA, χωρίς, πάντως, να προσθέτει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο σχετικά με την ημερομηνία ή τους λόγους του αιτήματος αυτού, ούτε ως προς τη συνέχεια που του επιφυλάχθηκε ή που θα μπορούσε να του επιφυλαχθεί.

    45 Επομένως, το δικόγραφο δεν επιτρέπει την αναγνώριση του χαρακτήρα και της εκτάσεως της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη η προσφεύγουσα, ούτε τον εντοπισμό της αιτιώδους συναφείας μεταξύ της υποτιθεμένης ζημίας και της βαρύνουσας την Επιτροπή συμπεριφοράς. Άρα, δεν επιτρέπει στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του, ούτε στην Επιτροπή να διασφαλίσει την άμυνά της.

    46 Έπεται ότι δεν πληρούνται οι επιταγές του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.

    47 Επομένως, η αγωγή αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη.»

    29 Ακολούθως, όσον αφορά την προσφυγή της Sodima στην υπόθεση Τ-45/96, το ρωτοδικείο υπογράμμισε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα αιτήματα περί παραλείψεως στην ίδια υπόθεση κατέστησαν άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι, αφενός, η Επιτροπή είχε απευθύνει στη Sodima στις 27 Ιανουαρίου 1997 ανακοίνωση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, αφετέρου, εξέδωσε στις 5 Ιανουαρίου 1999 οριστική απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας της Sodima. Κατόπιν αυτού, το ρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι παρήλκε η απόφανση επί των εν λόγω αιτημάτων.

    30 Στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, στα πλαίσια των υποθέσεων Τ-45/96 και Τ-190/95, η Sodima προέβαλε ταυτόσημα αιτήματα που στόχευαν τις ίδιες φερόμενες ως ληφθείσες αποφάσεις και την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας και ότι, προς στήριξη των αιτημάτων της αυτών, επικαλέστηκε τους ίδιους λόγους και προέβαλε τα ίδια επιχειρήματα. Εξ αυτού, το ρωτοδικείο συνήγαγε, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως και αποζημιώσεως στην υπόθεση Τ-45/96 ήσαν απαράδεκτα για τους ίδιους λόγους με αυτούς που είχαν εκτεθεί στα πλαίσια της εξετάσεως της υποθέσεως Τ-190/95.

    31 Τέλος, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, το ρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, επειδή η Sodima ηττήθηκε ως προς τα αιτήματά της στην υπόθεση Τ-190/95, έπρεπε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.

    32 Το ρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, στα πλαίσια της υποθέσεως Τ-45/96, μπορούσε να επιδικάσει ελευθέρως τα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του, ενώ παρήλκε η απόφανση επί των αφορώντων την παράλειψη αιτημάτων. Διαπιστώνοντας επίσης ότι η Sodima είχε ηττηθεί ως προς τα αιτήματά της περί ακυρώσεως και αποζημιώσεως στην ίδια υπόθεση, το ρωτοδικείο αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι κάθε διάδικος θα έφερε τα δικαστικά έξοδά του.

    Η αναίρεση

    33 Με την αναίρεσή της, η Sodima ζητεί από το Δικαστήριο να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    34 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αναίρεση ως προδήλως απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, ως προδήλως αβάσιμη και να καταδικάσει τη Sodima στα δικαστικά έξοδα.

    Κρίση του Δικαστηρίου

    35 Δυνάμει του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του, οσάκις η αναίρεση είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, κατά πάσα στάση της δίκης, να απορρίψει την αίτηση με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να κινήσει την προφορική διαδικασία.

    36 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί, πρωταρχικώς, ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 225 ΕΚ και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους που αφορούν αναρμοδιότητα του ρωτοδικείου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το ρωτοδικείο (βλ., ιδίως, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000 στην υπόθεση C-284/98 P, Κοινοβούλιο κατά Bieber, Συλλογή 2000, σ. Ι-1527, σκέψη 30).

    37 Όσον αφορά το άρθρο 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διευκρινίζεται ότι η αναίρεση πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα.

    38 Όπως προκύπτει από τις προμνησθείσες διατάξεις, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Το ρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η εκ παραδρομής ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το ρωτοδικείο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το ρωτοδικείο (βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Bieber, σκέψη 31).

    39 Όπως προκύπτει επίσης από τις προμνησθείσες διατάξεις, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της φερόμενης πλάνης περί το δίκαιο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του ρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγής, οπότε δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000 στην υπόθεση C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 34 και 35).

    40 Ενόψει των ως άνω αρχών, επιβάλλεται η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως της Sodima.

    41 Η αίτηση αναιρέσεως δύναται να κατατμηθεί σε έξι διακριτούς λόγους αναιρέσεως οι οποίοι εξετάζονται διαδοχικώς.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    42 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Sodima προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε «πραγματική και νομική πλάνη περί την εκτίμηση», διαπιστώνοντας ότι τα αφορώντα την παράλειψη αιτήματα της υποθέσεως Τ-190/95 είναι απαράδεκτα.

    43 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το ρωτοδικείο δεν έλαβε συγκεκριμένα δεόντως υπόψη την αρχή του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την εκτίμηση της εκπρόθεσμης ασκήσεως της προσφυγής κατά παραλείψεως εκ μέρους της Sodima.

    44 Το έγγραφο της 28ης Ιουνίου 1995 που απηύθυνε στον σύμβουλο της Sodima το επιφορτισμένο με τα θέματα του ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο έγγραφο η καταγγελία της Sodima είχε αποτελέσει αντικείμενο «εμπεριστατωμένης έρευνας» η οποία θα επέτρεπε στην Επιτροπή να «λάβει προσεχώς απόφαση», ήταν ικανή να καθησυχάσει τη Sodima όσον αφορά την προώθηση και ευνοϊκή κατάληξη του φακέλου της. Λαμβάνοντας υπόψη το κύρος του υπογράφοντος, το έγγραφο αυτό στόχευε προφανώς να αποτρέψει τη Sodima από την άμεση άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως εν συνεχεία του από 14 Μαρτίου 1995 εγγράφου οχλήσεως.

    45 Έτσι, οι θεμιτές προσδοκίες που δημιούργησε η Επιτροπή στη Sodima ενισχύθηκαν από επανειλημμένες δημόσιες δηλώσεις και τοποθετήσεις του ιδίου μέλους του οργάνου αυτού.

    46 Η Sodima θα είχε ασκήσει την προσφυγή της αμέσως μετά τη λήψη αντιγράφου του αποσταλέντος στις 12 Σεπτεμβρίου 1995 από την Επιτροπή προς την PSA εγγράφου, από το οποίο προέκυπτε ότι ο φάκελός της δεν είχε προωθηθεί. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφυγή έπρεπε να κριθεί ότι ασκήθηκε εντός των ταχθεισών προθεσμιών και, συνακόλουθα, ως παραδεκτή.

    47 ροκειμένου να εκτιμηθεί ο λόγος αυτός αναιρέσεως, επιβάλλεται η υπόμνηση, ευθύς εξαρχής, ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 36 και 38 της παρούσας διατάξεως, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά σε λόγους που αφορούν την παράβαση εκ μέρους του ρωτοδικείου νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε διαπιστώσεως ή εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

    48 Επομένως, η αναίρεση είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο προσάπτεται στο ρωτοδικείο ότι αποφάνθηκε κατά παράβαση νομικών κανόνων, την τήρηση των οποίων όφειλε να διασφαλίσει.

    49 Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Sodima πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος στον βαθμό που στηρίζεται σε «πραγματική πλάνη περί την εκτίμηση» στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το ρωτοδικείο.

    50 Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, για να είναι δυνατή η επίκληση της αρχής του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αποτραπεί η απορρέουσα από την εκπρόθεσμη άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως εκπνοή αυτής, ο προσφεύγων οφείλει να αναφερθεί σε βάσιμες προσδοκίες από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του παρέσχε η κοινοτική διοίκηση ή από συμπεριφορά της διοικήσεως αυτής ικανή να προκαλέσει συγγνωστή σύγχυση σε ιδιώτη που διαπνέεται από καλή πίστη και επιδεικνύει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός συνήθως ενημερωμένου επιχειρηματία. Δεν συμβαίνει αυτό ούτε με δημόσιες δηλώσεις γενικού χαρακτήρα εκ μέρους μέλους της Επιτροπής ούτε με επανειλημμένες επαφές μεταξύ του ενδιαφερομένου και της Επιτροπής μετά την αποστολή στην τελευταία εγγράφου οχλήσεως (βλ., προς την κατεύθυνση αυτή, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1994 στην υπόθεση C-195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-5619, σκέψη 26, και της 23ης Νοεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-285/93, Dominikanerinnen-Kloster Altenhohenau, Συλλογή 1995, σ. Ι-4069, σκέψη 27).

    51 Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 25 και 26 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι στην προκειμένη περίπτωση η Sodima δεν μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αποτρέψει την εκπνοή των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής που έχουν χαρακτήρα δημόσιας τάξεως, οπότε δεν εναπόκειται στους διαδίκους να τις ορίσουν κατά το δοκούν (βλ., ιδίως, απόφαση της 11ης Μα_ου 1989 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 193/87 και 194/87, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1989, σ. 1045, σκέψη 39).

    52 ράγματι, όπως υποστήριξε ορθώς η Επιτροπή, όπως προκύπτει ιδίως από τη γενικότατη διατύπωση του εγγράφου που απηύθυνε στις 28 Ιουνίου 1995 στον σύμβουλο της Sodima το επιφορτισμένο με τα θέματα του ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής, η ως άνω ανακοίνωση σε καμία περίπτωση δεν ήταν ικανή να παράσχει στη Sodima συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ή να της δημιουργήσει συγγνωστή σύγχυση, στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βάσιμες προσδοκίες, δυνάμενες να προκαλέσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, άξια δικαστικής προστασίας.

    53 Αυτό συμβαίνει κατά μείζονα λόγο στην προκειμένη περίπτωση όπου το επίδικο έγγραφο ουδόλως διευκρίνιζε προς ποια κατεύθυνση έτεινε η ληπτέα από την Επιτροπή απόφαση, οπότε η Sodima ουδόλως νομιμοποιούνταν να συναγάγει ότι η καταγγελία που είχε υποβάλει επρόκειτο να τύχει ευνοϊκής μεταχειρίσεως στη συνέχεια.

    54 Ενόψει των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτος και εν μέρει προδήλως αβάσιμος.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    55 Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Sodima προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί την εκτίμηση και καταστρατήγησε τις δικονομικές εγγυήσεις απορρίπτοντας ως απαράδεκτα τα αιτήματα περί ακυρώσεως της προσφυγής στην υπόθεση Τ-190/95.

    56 Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει δύο σκέλη.

    57 ρος στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου αυτού λόγου της αναιρέσεως, η Sodima υποστηρίζει ότι, μη ακυρώνοντας τη σιωπηρή άρνηση της Επιτροπής να της κοινοποιήσει ορισμένα στοιχεία του φακέλου εν συνεχεία του από 14 Μαρτίου 1995 εγγράφου της οχλήσεως, το ρωτοδικείο έθιξε τα δικαιώματά της άμυνας και το δικαίωμά της για δίκαιη δίκη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ως άνω άρνηση της Επιτροπής συνιστά, κατά τη γνώμη της, προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων, αναγνωριζομένων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, τα οποία εμπίπτουν στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, το ρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη σχετική αιτίαση.

    58 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το αντικείμενο του τμήματος αυτού του αιτήματος της Sodima ενώπιον του ρωτοδικείου ενέκειτο στην ακύρωση φερομένης σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής να αρνηθεί να της κοινοποιήσει ορισμένα έγγραφα του φακέλου εν συνεχεία του από 14 Μαρτίου 1995 εγγράφου της οχλήσεως.

    59 ροτού χωρήσει η εκτίμηση επί της ουσίας του εν λόγω αιτήματος, το ρωτοδικείο εξέτασε προηγουμένως αν η σχετική «απόφαση» μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να χαρακτηριστεί ως πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Ορθώς το ρωτοδικείο κατέληξε ότι αυτό δεν συνέβαινε εν προκειμένω για τους παρατιθέμενους στις σκέψεις 31 έως 33 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως λόγους καθώς και για τους προεκτεθέντες στις σκέψεις 23 και 24 της παρούσας διατάξεως λόγους. Επομένως, το ρωτοδικείο ευλόγως απέρριψε ως απαράδεκτα τα ως άνω αιτήματα της Sodima περί ακυρώσεως, χωρίς να αποφανθεί επί της φερομένης ελλείψεως νομιμότητας της υποτιθέμενης αποφάσεως της Επιτροπής.

    60 Τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε συναφώς η Sodima στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως δεν έχουν ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα να επηρεάσουν το συμπέρασμα του ρωτοδικείου. ράγματι, αφορούν αποκλειστικά την ουσία της υποθέσεως και ουδόλως θέτουν εν αμφιβόλω τις παρατιθέμενες στις σκέψεις 32 και 33 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως διαπιστώσεις, σύμφωνα με τις οποίες, σε κατάσταση όπως η επίδικη, αφενός, η αδράνεια της Επιτροπής δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόφαση δυνάμενη να προσβληθεί, και, αφετέρου, το ζήτημα της ενδεχόμενης ελλείψεως νομιμότητας της συμπεριφοράς του εν λόγω οργάνου δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την τύχη της καταγγελίας της προσφεύγουσας.

    61 Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του ως άνω λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές και, συνακόλουθα, προδήλως αβάσιμο.

    62 ρος στήριξη του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως, η Sodima ισχυρίζεται, πρώτον, ότι, εκτιμώντας ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε συνένωση των φακέλων των καταγγελιών και δεν αποδείχθηκε ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Sodima κοινοποιήθηκαν σε άλλους καταγγέλλοντες, το ρωτοδικείο δεν τήρησε την προϋπόθεση της εμπιστευτικότητας που είχε επικαλεστεί ρητώς ο σύμβουλος της Sodima με το απευθυνθέν στην Επιτροπή έγγραφό του της 8ης Οκτωβρίου 1994, βάσει του οποίου εναντιωνόταν στη δυνατότητα διαθέσεως των κοινοποιηθέντων στην PSA εγγράφων σε τρίτους ή στη χρήση αυτών στα πλαίσια άλλων διαδικασιών που θα ακολουθούσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής.

    63 Το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίοιυ 1995 της Επιτροπής προς την PSA, το οποίο έκανε λόγο για τέσσερις διαφορετικούς φακέλους καταγγελιών κατά της τελευταίας, κατεδείκνυε τη βούληση των υπηρεσιών της Επιτροπής να εφαρμόσουν ένα «σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων» μεταξύ του φακέλου της Sodima και άλλων καταγγελιών και επιβεβαίωνε το γεγονός ότι οι φάκελοι συνενώθηκαν στην πραγματικότητα, κατά παραβίαση της αρχής περί εμπιστευτικότητας.

    64 Δεύτερον, εσφαλμένα το ρωτοδικείο έκρινε ότι η ως άνω συνένωση δεν έβλαπτε τη Sodima, δεδομένου ότι υποθήκευε τη δυνατότητα του αποκλειστικού αντιπροσώπου να καταβάλει προσπάθεια για την ανεύρεση λύσεως στη διαφορά της με την PSA κατόπιν διαπραγματεύσεων.

    65 ροκειμένου να εκτιμηθεί το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Sodima, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τα προσαπτόμενα από τη Sodima, και συγκεκριμένα ότι τα έγγραφα που προσκόμισε γνωστοποιήθηκαν σε άλλους καταγγέλλοντες από την Επιτροπή, δεν στηρίζονται σε κανένα στοιχείο της δικογραφίας, ενώ η Sodima δεν απέδειξε ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν λάβει οποιαδήποτε σιωπηρή απόφαση συνενώσεως των φακέλων.

    66 Επιβάλλεται να επισημανθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του ρωτοδικείου, κυριαρχικώς.

    67 Επομένως, στον βαθμό που το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Sodima στρέφεται κατά της διαπιστώσεως αυτής των πραγματικών περιστατικών, είναι απορριπτέο ως προδήλως απαράδεκτο.

    68 Το ίδιο ισχύει για την αιτίαση που αντλείται από το γεγονός ότι η φερόμενη συνένωση των φακέλων θα έθιγε την κατάσταση της Sodima υπό την έννοια ότι θα υποθήκευε τυχόν δυνατότητές της να επιτύχει διακανονισμό με την PSA, στον βαθμό που το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την ύπαρξη αποφάσεως περί συνενώσεως του φακέλου της Sodima με άλλες καταγγελίες.

    69 Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Sodima είναι ως εκ τούτου προδήλως απαράδεκτο.

    70 Επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    71 Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, η Sodima υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε «πραγματική και νομική πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» εκτιμώντας ότι τα αιτήματα περί αποζημιώσεως της προσφυγής στην υπόθεση Τ-190/95 ήσαν απαράδεκτα.

    72 Στην αλληλουχία αυτή, η Sodima προσάπτει στην Επιτροπή ότι αντιμετώπισε με αναβλητικό τρόπο την καταγγελία της παρά το γεγονός ότι το επιφορτισμένο με τα θέματα του ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής είχε αναγνωρίσει με το έγγραφό του της 28ης Ιουνίου 1995 το κοινοτικό συμφέρον για ταχεία διεκπεραίωση του φακέλου. Η άρνηση κοινοποιήσεως στη Sodima όλων των στοιχείων του φακέλου αποτελεί απόδειξη της ελλείψεως διαφανείας κατά τη διαχείριση του φακέλου εκ μέρους της Επιτροπής, ενώ η αμέλεια της τελευταίας προκάλεσε στη Sodima ζημία λόγω της καθυστερήσεως της δίκης που κινήθηκε ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων κατά της PSA, με αντικείμενο την ικανοποίηση του παθητικού της ύψους 14 εκατομμυρίων FRF. Η ζημία αυτή θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι ανέρχεται σε ποσό ίσο με το προϊόν της τοκοφορίας ποσού ύψους 14 εκατομμυρίων FRF με επιτόκιο ύψους 10 %, ήτοι 200 000 ευρώ ετησίως, αρχής γενομένης από το έγγραφο οχλήσεως.

    73 Για τους ίδιους με τους εκτεθέντες στις σκέψεις 36, 38 και 47 έως 49 της παρούσας διατάξεως λόγους, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της Sodima είναι απορριπτέος ως προδήλως απαράδεκτος, στον βαθμό που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το ρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του.

    74 Στον βαθμό που ο λόγος αυτός στηρίζεται σε φερόμενη «νομική πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως», επιβάλλεται να διαπιστωθεί ότι η Sodima δεν αποπειράται κατ' ελάχιστον να επιχειρηματολογήσει ειδικότερα προκειμένου να καταδείξει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτα τα αιτήματά της περί αποζημιώσεως στην υπόθεση Τ-190/95. ράγματι, η Sodima περιορίζεται στη σχεδόν κατά γράμμα επανάληψη, στα σημεία 74 έως 79 της αιτήσεώς της αναιρέσεως, των σημείων 29 έως 34 του εισαγωγικού ενώπιον του ρωτοδικείου δικογράφου της.

    75 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ειδικότερα ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Sodima στο πλαίσιο του παρόντος λόγου αναιρέσεως στοχεύουν στο να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής τής προκάλεσε ζημία ικανή να επισύρει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

    76 Άρα, τα επιχειρήματα αυτά αφορούν αποκλειστικά την ουσία της υποθέσεως, ενώ η απόφαση του ρωτοδικείου διαπίστωσε το απαράδεκτο των αιτημάτων αποζημιώσεως της Sodima.

    77 Επομένως, το τμήμα αυτού του λόγου αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα αίτημα με αντικείμενο να τύχει απλώς επανεξετάσεως το προσκομισθέν πρωτοδίκως δικόγραφο.

    78 Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 38 και 39 της παρούσας διατάξεως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο αποκλειστικά να ελέγχει αν το ρωτοδικείο αποφάνθηκε κατά παράβαση νομικού κανόνα, αποκλειομένης οποιασδήποτε νέας εξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως.

    79 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτος στο σύνολό του.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    80 Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, η Sodima προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε «πραγματική και νομική πλάνη εκτιμήσεως» επειδή περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι τα αφορώντα την παράλειψη αιτήματα στην υπόθεση Τ-45/96 κατέστησαν άνευ αντικειμένου λόγω, ιδίως, της οριστικής αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Ιανουαρίου 1999, με την οποία απορρίφθηκε η καταγγελία της.

    81 Ακόμη και αν το ρωτοδικείο μπορούσε να θεμελιώσει κατά νόμο την κρίση του ότι η παράλειψη έπαυσε κατά τη χρονική εκείνη στιγμή, πάντως, όφειλε να διαπιστώσει την παράλειψη της Επιτροπής για την προγενέστερη της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως περίοδο, άλλως υπήρχε κίνδυνος να ενθαρρύνει παράνομη αδράνεια του οικείου οργάνου. Επιπλέον, η διαπίστωση παραλείψεως θα αποδείκνυε την ύπαρξη πταίσματος, γενεσιουργού ζημίας, θεμελιώνοντας δικαίωμα αποζημιώσεως.

    82 Για πανομοιότυπους με τους παρατιθέμενους στις σκέψεις 36, 38, 47 έως 49 και 73 της παρούσας διατάξεως λόγους, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως της Sodima είναι απορριπτέος ως προδήλως απαράδεκτος στον βαθμό που έχει ως αντικείμενο ότι προσάπτεται στο ρωτοδικείο πραγματική πλάνη εκτιμήσεως.

    83 Στον βαθμό που ο λόγος αυτός στηρίζεται σε «νομική πλάνη εκτιμήσεως», στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το ρωτοδικείο, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το προβλεπόμενο στο άρθρο 175 της Συνθήκης ένδικο βοήθημα θεμελιώνεται στην ιδέα ότι η παράνομη αδράνεια του εμπλεκομένου θεσμικού οργάνου επιτρέπει την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε αυτό να αποφανθεί αν η η παράλειψη ενεργείας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη, οσάκις το συγκεκριμένο όργανο δεν επανόρθωσε τη σχετική παράλειψη. Η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι, κατά το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 233 ΕΚ), το καθού όργανο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που μπορούν να ασκηθούν βάσει της ιδίας διαπιστώσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς εκδόθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής, αλλά πριν από την έκδοση της αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να συνεπάγεται τις προβλεπόμενες από το άρθρο 176 της Συνθήκης συνέπειες. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, όπως ακριβώς και στην περίπτωση κατά την οποία το καθού όργανο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της προθεσμίας των δύο μηνών, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται, οπότε παρέλκει η απόφανση. Το γεγονός ότι η τοποθέτηση αυτή του οργάνου δεν ικανοποιεί τον προσφεύγοντα διάδικο είναι συναφώς αδιάφορο, εφόσον το άρθρο 175 της Συνθήκης αφορά την παράλειψη που συνίσταται στη μη υιοθέτηση θέσεως και όχι στην έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη που επιθυμεί ή κρίνει αναγκαία ο διάδικος αυτός (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1988 στην υπόθεση 377/87, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4017, σκέψεις 9 και 10, και στην υπόθεση 383/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4051, σκέψεις 9 και 10, καθώς και την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-15/91 και C-108/91, Buckl κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-6061, σκέψεις 14 έως 17).

    84 Όσον αφορά ειδικότερα κατάσταση όπως η υπό κρίση, όωπς προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, έγγραφο που συνάδει προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 της Επιτροπής και απευθύνεται προς εκείνον που υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καταγγελία συνιστά λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ικανό να θέσει τέρμα στην απραξία της Επιτροπής και να στερήσει του αντικειμένου της την ασκηθείσα από τη Sodima προσφυγή κατά παραλείψεως (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1979 στην υπόθεση 125/78, Gema κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 537, σκέψη 21, και της 18ης Μαρτίου 1997 στην υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-1503, σκέψεις 30 και 31).

    85 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμία νομική πλάνη κρίνοντας ότι τα αφορώντα την παράλειψη αιτήματα στην υπόθεση Τ-45/96 κατέστησαν άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι, αφενός, η Επιτροπή είχε απευθύνει στη Sodima, στις 27 Ιανουαρίου 1997, ανακοίνωση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 και, αφετέρου, το ως άνω όργανο έλαβε στις 5 Ιανουαρίου 1999 οριστική απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας της Sodima.

    86 Άρα, επιβάλλεται η απόρριψη του τετάρτου λόγου ως εν μέρει προδήλως απαραδέκτου και ως εν μέρει προδήλως αβασίμου.

    Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

    87 Με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, η Sodima φρονεί ότι το ρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένα ως απαράδεκτα τα αιτήματά της περί ακυρώσεως και αποζημιώσεως στην υπόθεση Τ-45/96.

    88 Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ρωτοδικείο περιορίστηκε να αιτιολογήσει την απόφασή του επί των σημείων αυτών παραπέμποντας απλώς στους λόγους που είχε εκθέσει κατά την εξέταση των αιτημάτων ακυρώσεως και αποζημιώσεως στην υπόθεση Τ-190/95, η Sodima παραπέμπει στους λόγους και στα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

    89 Αρκεί να υπογραμμιστεί συναφώς ότι, περιοριζόμενη στο να παραπέμψει στις αιτιάσεις που προέβαλε έναντι της απορρίψεως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, λόγω απαραδέκτου, των αιτημάτων της για ακύρωση και αποζημίωση στην υπόθεση Τ-190/95, η Sodima επικαλείται τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα στα οποία στήριξε τον δεύτερο και τρίτο λόγο της παρούσας αιτήσεώς της αναιρέσεως (βλ. σκέψεις 55 έως 57, 62 έως 64, καθώς και 71 και 72 της παρούσας διατάξεως).

    90 Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Sodima δεν μπορεί παρά να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που οδήγησαν το Δικαστήριο στην απόρριψη του δευτέρου και του τρίτου λόγου της Sodima προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως (βλ. σκέψεις 58 έως 61, 65 έως 70 και 73 έως 79 της παρούσας διατάξεως).

    Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

    91 Με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως, η Sodima περιορίζεται να διευκρινίσει ότι το ρωτοδικείο δεν καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα εκ «πραγματικής και νομικής πλάνης εκτιμήσεως».

    92 Συναφώς, πρέπει, αφενός, να αναγνωριστεί ότι ο λόγος αυτός είναι προδήλως απαράδεκτος στον βαθμό που αντλείται από πραγματική πλάνη εκτιμήσεως στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το ρωτοδικείο (βλ. σκέψεις 36, 38, 47 έως 49, 73 και 82 της παρούσας διατάξεως).

    93 Αφετέρου, αρκεί να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία έχουν απορριφθεί όλοι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως, ο αφορών την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως του ρωτοδικείου λόγος επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτος κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο δεν χωρεί αναίρεση αποκλειστικά για τον καταλογισμό ή το ύψος της δικαστικής δαπάνης (βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίιου 1995 στην υπόθεση C-396/93 P, Henrichs κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-2611, σκέψη 66, και διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 1997 στην υπόθεση C-140/96 P, Δημητριάδης κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1997, σ. Ι-5635, σκέψη 56).

    94 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έκτος λόγος αναιρέσεως της Sodima είναι απορριπτέος ως προδήλως απαράδεκτος στο σύνολό του.

    95 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι λόγοι που προέβαλε η Sodima προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως είναι εν μέρει προδήλως απαράδεκτοι και εν μέρει προδήλως αβάσιμοι.

    96 Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως της Sodima πρέπει να απορριφθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    97 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής και στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Sodima στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε ως προς τους λόγους της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Καταδικάζει τη Société de distribution mécanique et d'automobiles SA (Sodima) στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης.

    Top