Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0210

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2002.
    Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία.
    Γεωργία - Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Ανακριβής δήλωση - Κύρωση - Κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 - Έννοια της ανωτέρας βίας.
    Υπόθεση C-210/00.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-06453

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:440

    62000J0210

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2002. - Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία. - Γεωργία - Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Ανακριβής δήλωση - Κύρωση - Κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 - Έννοια της ανωτέρας βίας. - Υπόθεση C-210/00.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-06453


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Ανακριβής δήλωση - Κύρωση - Χρηματική ποινή ανάλογη προς το αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό - οινικός χαρακτήρας - Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 3665/87 της Επιτροπής, άρθρο 11 § 1, εδ. 1, στοιχ. α_)

    2. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Ανακριβής δήλωση - Χρηματική κύρωση επιβαλλόμενη στον εξαγωγέα - Αρχή της αναλογικότητας - αραβίαση - Δεν συντρέχει

    (Κανονισμός 3665/87 της Επιτροπής, άρθρο 11 § 1, εδ. 1, στοιχ. α_)

    3. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Ανακριβής δήλωση βασιζόμενη σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού του προϊόντος - Χρηματική κύρωση - Απουσία ανωτέρας βίας - Καλή πίστη του εξαγωγέα - Χωρίς επίπτωση

    (Κανονισμός 3665/87 της Επιτροπής, άρθρο 11 § 1, εδ. 3)

    Περίληψη


    1. Η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2945/94, και η οποία συνίσταται στην πληρωμή ποσού του οποίου το ύψος είναι ανάλογο του ποσού που θα είχε καταβληθεί αχρεωστήτως στον επιχειρηματία που παρέσχε ψευδή στοιχεία κατά την υποβολή της αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφών, αν δεν είχε εντοπιστεί η παρατυπία αυτή από τις αρμόδιες αρχές, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του επίδικου συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή και δεν έχει ποινικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η αρχή nulla poena sine culpa δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση της εν λόγω κυρώσεως.

    ( βλ. σκέψεις 43-44 )

    2. Η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2945/94, και η οποία συνίσταται στην πληρωμή ορισμένου ποσού από τον επιχειρηματία ο οποίος υπέβαλε, καλοπίστως έστω, ανακριβή δήλωση, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την κοινοτική νομοθεσία, ο οποίος συνίσταται στην καταπολέμηση των παρατυπιών και των απατών, ούτε ως βαίνουσα πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.

    ράγματι, το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 καθιστά τον εξαγωγέα υπεύθυνο για την ακρίβεια της δηλώσεως, επ' απειλή επιβολής κυρώσεων, για τον λόγο ακριβώς ότι λαμβάνει υπόψη τον ρόλο του ως τελευταίου κρίκου στην αλυσίδα παραγωγής, μεταποιήσεως και εξαγωγής των γεωργικών προϊόντων. Η υποχρέωση αυτή του εξαγωγέα να εγγυάται την ακρίβεια της δηλώσεως σκοπό έχει να τον παροτρύνει να διενεργεί τους ενδεδειγμένους λεπτομερείς και τακτικούς ελέγχους του προϊόντος που προορίζεται να εξαχθεί. Επιπλέον, ο εξαγωγέας μπορεί να επιλέξει τους αντισυμβαλλομένους του και μπορεί να προστατευθεί από το ενδεχόμενο παραβάσεως των συμβατικών υποχρεώσεών τους είτε ενσωματώνοντας τις κατάλληλες ρήτρες στις σχετικές συμβάσεις είτε συνάπτοντας ειδική σύμβαση ασφαλίσεως.

    Εξάλλου, το ότι η κύρωση δεν είναι δυσανάλογη προκύπτει, πρώτον, από τη διάκριση που κάνει το ίδιο αυτό άρθρο 11 μεταξύ των δόλιων παρατυπιών και των λοιπών, δεύτερον, από τις διάφορες περιπτώσεις μη επιβολής της κυρώσεως, τις οποίες προβλέπει το άρθρο αυτό, όπως είναι η περίπτωση της ανωτέρας βίας, και, τέλος, από τη σχέση μεταξύ του ύψους της κυρώσεως και του ύψους της ζημίας που θα υφίστατο ο κοινοτικός προϋπολογισμός αν δεν είχε εντοπιστεί η παρατυπία.

    ( βλ. σκέψεις 62-63, 66-68 )

    3. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2945/94, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας, κατά την οποία δεν επιβάλλεται η κύρωση που προβλέπει η παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του ίδιου άρθρου, η περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας υποβάλλει καλοπίστως, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού των εξαγόμενων εμπορευμάτων, αίτηση χορηγήσεως επιστροφών κατά την εξαγωγή, εφόσον ο εξαγωγέας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήσαν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής. Το πταίσμα ή το σφάλμα του αντισυμβαλλομένου εντάσσεται δηλαδή στον συνήθη εμπορικό κίνδυνο και δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, ο δε εξαγωγέας διαθέτει διάφορα μέσα προκειμένου να προστατευθεί από τέτοια πταίσματα ή σφάλματα.

    ( βλ. σκέψη 86, διατακτ. 2 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-210/00,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG

    και

    Hauptzollamt Hamburg-Jonas,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 310, σ. 57), και ως προς την ερμηνεία της έννοιας «ανωτέρα βία» του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του ίδιου αυτού κανονισμού,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, A. La Pergola και C. W. A. Timmermans (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

    γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τον J. Gündisch, Rechtsanwalt,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Niejahr,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενης από τους J. Gündisch και U. Schrömbges, Rechtsanwalt, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Braun, κατά τη συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2001,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2001,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 4ης Απριλίου 2000, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μα_ου 2000, το Bundesfinanzhof υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα, από τα οποία το πρώτο αφορά το κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 310, σ. 57, στο εξής: κανονισμός 3665/87), και το δεύτερο την ερμηνεία της έννοιας «ανωτέρα βία» του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του ίδιου αυτού κανονισμού.

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG (στο εξής: KCH) και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas (στο εξής: Hauptzollamt) σχετικά με την επιβολή στην KCH της κυρώσεως που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87, επειδή η εταιρία αυτή ζήτησε επιστροφή κατά την εξαγωγή για προϊόν για το οποίο δεν χορηγείται τέτοια επιστροφή.

    Νομικό πλαίσιο

    3 Ο κανονισμός 2945/94 τροποποίησε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87. Η πρώτη, η δεύτερη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού έχουν ως εξής:

    «η ισχύουσα κοινοτική βοήθεια προβλέπει τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή βάσει μόνο αντικειμενικών κριτηρίων, ιδίως όσον αφορά την ποσότητα, το είδος και τα χαρακτηριστικά του εξαγόμενου προϊόντος καθώς επίσης και τον γεωγραφικό προορισμό του· [...] βάσει της κτηθείσας εμπειρίας, πρέπει να ενισχυθεί η καταπολέμηση των παρατυπιών και, ιδίως, της απάτης που επιβαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό· [...] για τον σκοπό αυτό, πρέπει να προβλεφθεί η ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών καθώς επίσης και η επιβολή κυρώσεων με τέτοιο τρόπο που να παρακινεί τους εξαγωγείς να τηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό την κοινοτική νομοθεσία·

    για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία του συστήματος των επιστροφών κατά την εξαγωγή, θα πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις ανεξάρτητα από το υποκειμενικό στοιχείο του λάθους· [...] πρέπει, εντούτοις, να αρθεί η επιβολή κυρώσεων σε ορισμένες περιπτώσεις προδήλων λαθών που αναγνωρίζονται από την αρμόδια αρχή και να προβλεφθούν αυστηρότερες κυρώσεις σε περιπτώσεις ενεργειών εκ προθέσεως·

    [...]

    η κτηθείσα πείρα και οι παρατυπίες και, ιδίως, οι απάτες που έχουν ήδη διαπιστωθεί στο πλαίσιο αυτό δείχνουν ότι το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο, [δεν] είναι υπερβολικά αυστηρό, είναι αρκούντως αποτρεπτικό και πρέπει να εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη.»

    4 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο, τρίτο και όγδοο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει τα εξής:

    «Όταν διαπιστωθεί ότι, για τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, ένας εξαγωγέας έχει ζητήσει επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, η οφειλόμενη επιστροφή για τις σχετικές εξαγωγές θα αντιστοιχεί στην επιστροφή που εφαρμόζεται για το προϊόν που εξήχθη πράγματι, μειωμένη κατά ποσό που αντιστοιχεί:

    α) στο ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται στο πραγματικώς εξαχθέν προϊόν·

    β) στο διπλάσιο της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται, εφόσον ο εξαγωγέας παρέσχε εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία.

    [...]

    Οι κυρώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α_ δεν εφαρμόζονται:

    - στην περίπτωση ανωτέρας βίας,

    - σε εξαιρετικές περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από καταστάσεις τις οποίες δεν δύναται να ελέγξει ο εξαγωγέας, οι οποίες προκύπτουν μετά την αποδοχή από τις αρμόδιες αρχές της δήλωσης εξαγωγής ή της δήλωσης πληρωμής [...],

    - σε περιπτώσεις προδήλου λάθους ως προς την αιτούμενη επιστροφή, το οποίο αναγνωρίζεται από την αρμόδια αρχή,

    - σε περιπτώσεις όπου η αίτηση για επιστροφή είναι σύμφωνη με τον κανονισμό (ΕΚ) 1222/94 της Επιτροπής, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, και έχει υπολογισθεί βάσει του μέσου όρου των ποσοτήτων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου,

    - σε περίπτωση προσαρμογής του βάρους, εφόσον η διαφορά βάρους οφείλεται σε διαφορετική μέθοδο ζύγισης.

    [...]

    Οι κυρώσεις επιβάλλονται με την επιφύλαξη των επιπρόσθετων κυρώσεων που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο.»

    5 Στις 18 Δεκεμβρίου 1995 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός κάνει διάκριση μεταξύ αφενός των παρατυπιών εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και αφετέρου των λοιπών παρατυπιών.

    6 Το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95 προβλέπει έτσι ότι κάθε παρατυπία συνεπάγεται την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους.

    7 Αντίθετα, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού κανονισμού, οι εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες μπορούν να επισύρουν διοικητικές κυρώσεις, όπως είναι η πληρωμή διοικητικού προστίμου, η πληρωμή ποσού υπερβαίνοντος τα αδικαιολογήτως εισπραχθέντα ποσά, η προσωρινή αφαίρεση εγκρίσεως που απαιτείται για τη συμμετοχή σε καθεστώς κοινοτικής ενίσχυσης ή μάλιστα η κατάπτωση εγγύησης ή ασφάλειας που έχει συσταθεί προς διασφάλιση της τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπει ορισμένη ρύθμιση.

    8 Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 έχει ως εξής:

    «Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που θα ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι άλες παρατυπίες μπορούν να επισύρουν μόνο τις μη ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και μόνον εφόσον οι κυρώσεις αυτές απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή των κανόνων.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    9 Η KCH εξήγαγε το 1996 λιωμένο τυρί, το οποίο δηλώθηκε, με τη διασάφηση εξαγωγής, ως υπαγόμενο στον κωδικό 0406 3039 9500· για την εξαγωγή αυτή το Hauptzollamt της προκατέβαλε ως επιστροφή κατά την εξαγωγή, κατόπιν αιτήσεώς της, ποσό 30 000 περίπου γερμανικών μάρκων (DΕΜ).

    10 Κατόπιν αναλύσεως δείγματος που είχε ληφθεί από μία παρτίδα εξαγόμενου προϊόντος διαπιστώθηκε ότι το προϊόν περιείχε φυτικά λίπη και έπρεπε να υπαχθεί, ως παρασκεύασμα διατροφής, στον κωδικό 2106 9098 0000 της ονοματολογίας της ρυθμίσεως περί επιστροφών.

    11 Δεδομένου ότι επρόκειτο για προϊόν που δεν περιλαμβανόταν στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, παράρτημα Ι ΕΚ) και για το οποίο δεν προβλεπόταν η χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, το Hauptzollamt αξίωσε από την KCH την καταβολή προστίμου βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87.

    12 Η KCH, κατόπιν της απορρίψεως της προσφυγής που είχε ασκήσει ενώπιον του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) και με την οποία είχε ζητήσει την ακύρωση της επιβολής της ανωτέρω κυρώσεως, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesfinanzhof.

    13 Ενώπιον του Bundesfinanzhof η KCH ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν είναι έγκυρο, διότι αντιβαίνει στην αρχή του κράτους δικαίου και στην απαγόρευση των διακρίσεων.

    14 Το Bundesfinanzhof διαπίστωσε κατ' αρχάς ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87, οπότε το Hauptzollamt είχε την υποχρέωση επιβολής της προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη κυρώσεως, αφού η KCH δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο τρίτο εδάφιο της διατάξεως αυτής και στις οποίες δεν προβλέπεται η επιβολή της κυρώσεως.

    15 Το Bundesfinanzhof έκρινε στη συνέχεια ότι το γεγονός ότι το προϊόν που παρήγαγε για τον εξαγωγέα ένας τρίτος δεν έχει την προβλεπόμενη από τη σύμβαση σύνθεση (ή του οποίου η σύνθεση δεν ανταποκρίνεται προς τα κριτήρια που έχει θεωρήσει σιωπηρά ο εξαγωγέας ως αυτονόητα) δεν συνιστά ανωτέρα βία, υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, με τη μέχρι τούδε νομολογία του σχετικά με την ανωτέρα βία, έχει δεχθεί ότι η μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου του εξαγωγέα δεν αποτελεί απρόβλεπτο και ασύνηθες γεγονός, αλλά επιβάλλει στον εξαγωγέα την υποχρέωση να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει τη συμπεριφορά αυτή, είτε προσθέτοντας τις κατάλληλες ρήτρες στη σχετική σύμβαση είτε συνάπτοντας ειδική ασφάλιση (αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1987, 109/86, Θεοδωράκης, Συλλογή 1987, σ. 4319, και της 9ης Αυγούστου 1994, C-347/93, Boterlux, Συλλογή 1994, σ. Ι-3933). Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι συντρέχει ανωτέρα βία ούτε καν στην περίπτωση δόλιας συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου του εξαγωγέα (απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988, 296/86, McNicholl κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 1491, και προπαρατεθείσα απόφαση Boterlux).

    16 Επιπλέον, το Bundesfinanzhof έκρινε ότι δεν συντρέχει ούτε η περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, δηλαδή πρόδηλο λάθος ως προς την αιτούμενη επιστροφή, το οποίο αναγνωρίζεται από την αρμόδια αρχή. ράγματι, το Hauptzollamt δεν διαπίστωσε την πραγματική σύνθεση του εξαγόμενου προϊόντος παρά μόνο χάρη σε ιδιαίτερα προωθημένες χημικές αναλύσεις, ενώ η ίδια η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε αρχικά τη σύνθεση αυτή.

    17 Τέλος, εξετάζοντας κατά πόσον το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα, το Bundesfinanzhof κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα, διότι η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει «ποινή» και δεν αντιβαίνει ούτε στην αρχή της αναλογικότητας ούτε στην απαγόρευση των διακρίσεων.

    18 Κατά το Bundesfinanzhof, το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν προβλέπει καμία ποινική κύρωση. Σκοπός των ποινικών κυρώσεων, κατά το Bundesfinanzhof, είναι η πάταξη ορισμένων μορφών συμπεριφοράς, για τις οποίες εκφράζεται, με την ποινή, ηθικοκοινωνική αποδοκιμασία. Η ποινική κύρωση προϋποθέτει δυνατότητα καταλογισμού και το ύψος της συναρτάται γενικά προς τον βαθμό υπαιτιότητας. Σκοπός όμως της κυρώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 είναι μόνον να προληφθεί το ενδεχόμενο να υποβάλει στο μέλλον ο εξαγωγέας ψευδή στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και την ορθή εφαρμογή του συστήματος των κοινών οργανώσεων των σχετικών αγορών. Η κύρωση αυτή δεν αποτελεί έκφραση ηθικής απαξίας ή μομφής, αλλά εξυπηρετεί απλώς σκοπούς προλήψεως, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η υπαιτιότητα του εξαγωγέα δεν αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

    19 Κατά το Bundesfinanzhof, το γεγονός ότι στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού γίνεται λόγος για «επιβολή ποινής» στον εξαγωγέα δεν έχει καμία σημασία, καθόσον στον εν λόγω όρο μπορεί να αποδίδεται ευρύτερη και ταυτόχρονα μη τεχνική έννοια.

    20 Το Bundesfinanzhof, εξετάζοντας τον κανονισμό 2988/95, φρονεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μόνο στις περιπτώσεις τελέσεως παρατυπιών εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Κατά την παράγραφο 2 πάντως του ίδιου άρθρου, οι κυρώσεις καθιερώνονται «με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που θα ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού» και μεταξύ των οποίων καταλέγονται επίσης οι κανόνες για την επίδικη κύρωση.

    21 Το Bundesfinanzhof φρονεί άλλωστε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν αντιβαίνει ούτε στην αρχή της αναλογικότητας. ρώτον, το γεγονός ότι η απειλή της επιβολής κυρώσεως αφορά και τους έντιμους και επιμελείς εξαγωγείς δεν σημαίνει ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αφού ο εξαγωγέας είναι απόλυτα ελεύθερος να αναπτύσσει τις οικονομικές δραστηριότητές του στον τομέα του εξαγωγικού εμπορίου των προϊόντων για τα οποία προβλέπεται η χορήγηση επιστροφών. Εφόσον ο εξαγωγέας αποφασίσει, προσδοκώντας ότι θα αποκομίσει οφέλη, να μετάσχει σε ένα σύστημα χορηγήσεως δημόσιων πόρων, είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους προβλεπόμενους συναφώς κανόνες, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η επίμαχη εν προκειμένω κύρωση, χωρίς να μπορεί στη συνέχεια να επικρίνει την αυστηρότητά τους. Δεύτερον, το Bundesfinanzhof φρονεί ότι το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό οι τελωνειακές αρχές απαλλάσσονται από το βάρος αποδείξεως της αμέλειας του εξαγωγέα, της οποίας η απόδειξη συχνά δεν είναι ούτε εύκολη ούτε προφανής, και αποφεύγονται εκ των προτέρων οι διαφορές που είναι επόμενο ότι θα ανέκυπταν σε περίπτωση που επιτρεπόταν η εκ μέρους του εξαγωγέα ανταπόδειξη, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνεται η διοικητική διαχείριση του συστήματος των επιστροφών κατά την εξαγωγή, συνηγορεί επίσης υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 ως μηχανισμού μειώσεως της επιστροφής ανεξάρτητου από την ύπαρξη υπαιτιότητας. Αν ληφθούν υπόψη ο επιδιωκόμενος σκοπός και ο μεγάλος αριθμός ψευδών δηλώσεων, οι οποίες εντοπίζονται δυσκολότατα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κύρωση δεν είναι πρόσφορη ή ότι υπερβαίνε το ενδεδειγμένο μέτρο.

    22 Τέλος, το Bundesfinanzhof φρονεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν αντιβαίνει ούτε στην απαγόρευση των διακρίσεων. Δεδομένου ότι με το άρθρο αυτό δεν επιβάλλεται καμία ποινική κύρωση που να συναρτάται προς υπαιτιότητα, η μορφή και ο βαθμός της υπαιτιότητας του αιτούντος τη χορήγηση επιστροφής ή μάλιστα η πλήρης έλλειψη υπαιτιότητας δεν αποτελούν αντικειμενικά κριτήρια διαβαθμίσεως της κυρώσεως. Σκοπός της απειλής επιβολής κυρώσεως είναι η αποτροπή αφενός από αμελή συμπεριφορά που μπορεί να καταλογιστεί σε ορισμένο πρόσωπο και αφετέρου από την υποβολή στοιχείων που είναι ψευδή από αντικειμενική και μόνον άποψη.

    23 Το Bundesfinanzhof, κρίνοντας ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί του κύρους του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87, αποφάσισε να υποβάλει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

    24 Ενόψει των ερμηνευτικών δυσχερειών των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 12ης Μα_ου 1998, C-366/95, Steff-Houlberg Export κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. Ι-2661), και της 16ης Ιουλίου 1998, C-298/96, Oelmühle και Schmidt Söhne (Συλλογή 1998, σ. Ι-4767), σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εξαγωγείς μπορούν να επικαλούνται την καλή πίστη τους, το Bundesfinanzhof έκρινε επίσης αναγκαία την υποβολή στο Δικαστήριο ερωτήματος ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87.

    25 Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, το Bundesfinanzhof υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «1) Είναι έγκυρο το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87, καθόσον προβλέπει την επιβολή κυρώσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας έχει ζητήσει χωρίς υπαιτιότητά του μεγαλύτερη επιστροφή κατά την εξαγωγή από την οφειλόμενη;

    2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Μπορεί το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα ψευδή στοιχεία που υπέβαλε καλοπίστως ο αιτών την επιστροφή κατά την εξαγωγή, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού, αποτελούν κατ' αρχήν περίπτωση ανωτέρας βίας, εφόσον ο αιτών δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής;»

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    26 Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 είναι έγκυρο, καθόσον προβλέπει την επιβολή κυρώσεως στον εξαγωγέα ο οποίος, χωρίς υπαιτιότητά του, έχει ζητήσει μεγαλύτερη επιστροφή κατά την εξαγωγή από αυτή την οποία δικαιούται.

    27 Η KCH φρονεί ότι η ανωτέρω διάταξη αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, οι οποίες είναι συμφυείς προς την αρχή περί κράτους δικαίου, και συγκεκριμένα στην αρχή nulla poena sine culpa (καμία ποινή χωρίς υπαιτιότητα), στην αρχή της αναλογικότητας και στην απαγόρευση των διακρίσεων.

    28 Οι τρεις αυτοί ισχυρισμοί πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά.

    Επί της παραβιάσεως της αρχής «nulla poena sine culpa»

    αρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

    29 Η KCH υποστηρίζει ότι η κύρωση που προβλέπει το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 έχει ποινικό χαρακτήρα, αν ληφθούν υπόψη το μέγεθός της και το γεγονός ότι δεν επιδιώκει απλώς την εξάλειψη των συνεπειών μιας παράνομης πράξεως. Η διάταξη αυτή, καθόσον επιτρέπει την επιβολή κυρώσεως ακόμη και σε περίπτωση μη υπάρξεως υπαιτιότητας, αντιβαίνει στην αρχή nulla poena sine culpa, η οποία καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. ράγματι, πρόκειται για αρχή που γίνεται δεκτή τόσο από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), όσο και από τα δίκαια των κρατών μελών και το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο.

    30 Η KCH, εξετάζοντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τονίζει ότι, κατά το δικαστήριο αυτό, η αρχή nulla poena sine culpa, η οποία διακηρύσσεται με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, έχει επίσης εφαρμογή στις διοικητικές κυρώσεις.

    31 Όσον αφορά το δίκαιο των κρατών μελών, η KCH παραθέτει μια μελέτη συγκριτικού δικαίου, η οποία καταρτίστηκε κατ' εντολή της Επιτροπής, ενόψει της προετοιμασίας της εκδόσεως του κανονισμού 2988/95, και από την οποία προκύπτει ότι η αρχή nulla poena sine culpa εφαρμόζεται εντός των περισσότερων κρατών μελών και ότι οι εξαιρέσεις από την αρχή αυτή δεν είναι νόμιμες παρά μόνο σε ορισμένα κράτη μέλη και σε εξαιρετικά περιορισμένο βαθμό.

    32 Όσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο, η KCH παραθέτει το ιστορικό της θεσπίσεως των διατάξεων περί της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, καθώς και ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 1983, 188/82, Thyssen κατά Επιτροπής (Συλογή 1983, σ. 3721), της 17ης Μα_ου 1984, 83/83, Estel κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 2195), της 27ης Οκτωβρίου 1992, C-240/90, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. Ι-5383), της 23ης Νοεμβρίου 1993, C-365/92, Schumacher (Συλλογή 1993, σ. Ι-6071), της 12ης Οκτωβρίου 1995, C-104/94, Cereol Italia (Συλλογή 1995, σ. Ι-2983), της 17ης Ιουλίου 1997, C-354/95, National Farmers' Union κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. Ι-4559), και της 6ης Ιουλίου 2000, C-356/97, Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen (Συλλογή 2000, σ. Ι-5461). Η απόφαση της 10ης Ιουλίου 1990, C-326/88, Hansen (Συλλογή 1990, σ. Ι-2911), δεν αναιρεί την ορθότητα της ανωτέρω απόψεως, διότι οι κυρώσεις που αποτελούσαν το αντικείμενο της εν λόγω υποθέσεως προβλέπονταν από την εθνική και όχι από την κοινοτική νομοθεσία.

    33 Η Επιτροπή δηλώνει ότι συμφωνεί με την άποψη του Bundesfinanzhof. ροσθέτει ότι, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1987, 137/85, Maizena (Συλλογή 1987, σ. 4587, σκέψη 13), και την προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψεις 25 και 26), η νομική φύση μιας κυρώσεως δεν εξαρτάται μόνον από τη βαρύτητά της, αλλά και από τον σκοπό της και από το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται.

    34 Κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα ότι η διοικητική κύρωση, εφόσον υπερβαίνει ορισμένο επίπεδο, καθίσταται τελικά ποινική κύρωση με κατασταλτικό χαρακτήρα δεν είναι πειστικό. Η άποψη αυτή είναι, πρώτον και κύριο, αντίθετη με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, καθιστά αυθαίρετη και αντικειμενικά αδικαιολόγητη την αναγκαία οροθέτηση μεταξύ αφενός των διοικητικών και αφετέρου των ποινικών κυρώσεων. Τέλος, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας αρκεί για την προστασία των επιχειρηματιών από την επιβολή υπερβολικών κυρώσεων.

    Απάντηση του Δικαστηρίου

    35 Δεδομένου ότι η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 ενδέχεται να αντιβαίνει στην αρχή nulla poena sine culpa μόνον εφόσον έχει ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον η εν λόγω διάταξη έχει ποινικό χαρακτήρα.

    36 Κατ' αρχάς επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο, στο οποίο είχε υποβληθεί ερώτημα ειδικά ως προς τον ποινικό χαρακτήρα ορισμένων κυρώσεων που προβλέπουν οι ρυθμίσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως είναι η κατάπτωση της ασφάλειας, η οποία επιβάλλεται κατ' αποκοπή και ανεξαρτήτως πταίσματος που μπορεί ενδεχομένως να καταλογιστεί στον οικείο επιχειρηματία, και ο προσωρινός αποκλεισμός ορισμένου επιχειρηματία από το σύστημα ενισχύσεων, αποφάνθηκε ότι οι εν λόγω κυρώσεις δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα (προπαρατεθείσες αποφάσεις Maizena, σκέψη 13, και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 25).

    37 Βάσει κανενός στοιχείου δεν δικαιολογείται να δοθεί διαφορετική απάντηση στο ερώτημα αυτό σε σχέση με την κύρωση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87.

    38 ράγματι, όπως τόνισε το Δικαστήριο με τη σκέψη 19 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Γερμανία κατά Επιτροπής, οι προσωρινοί αποκλεισμοί από το σύστημα ενισχύσεων, όπως εξάλλου και οι προσαυξήσεις που υπολογίζονται επί του ποσού της ενισχύσεως που καταβλήθηκε αχρεωστήτως, προορίζονται για την καταπολέμηση των πολυάριθμων παραβάσεων που διαπράττονται στα πλαίσια των ενισχύσεων στη γεωργία και οι οποίες, επιβαρύνοντας πολύ τον προϋπολογισμό της Κοινότητας, μπορούν να διακυβεύσουν τις πράξεις που επιχειρούν τα θεσμικά όργανα στον εν λόγω τομέα με σκοπό τη σταθεροποίηση των αγορών, τη στήριξη του βιοτικού επιπέδου των γεωργών και τη διασφάλιση λογικών τιμών κατά τις παραδόσεις στους καταναλωτές.

    39 Με το ίδιο πνεύμα, διευκρινίζεται στην ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95 ότι «τα κοινοτικά μέτρα και κυρώσεις που θεσπίζονται για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των καθεστώτων ενίσχυσης» και «έχουν αυτοτελή σκοπό».

    40 Όσον αφορά τον κανονισμό 2945/94, ο οποίος τροποποίησε τον κανονισμό 3665/87, αναφέρει, στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του, ότι «η ισχύουσα κοινοτική βοήθεια προβλέπει τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή βάσει μόνο αντικειμενικών κριτηρίων, ιδίως όσον αφορά την ποσότητα, το είδος και τα χαρακτηριστικά του εξαγόμενου προϊόντος καθώς επίσης και τον γεωγραφικό προορισμό του· ότι, βάσει της κτηθείσας εμπειρίας, πρέπει να ενισχυθεί η καταπολέμηση των παρατυπιών και, ιδίως, της απάτης που επιβαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό· ότι, για τον σκοπό αυτό, πρέπει να προβλεφθεί η ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών καθώς επίσης και η επιβολή κυρώσεων με τέτοιο τρόπο που να παρακινεί τους εξαγωγείς να τηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό την κοινοτική νομοθεσία».

    41 Το Δικαστήριο, για να προσδιορίσει τη φύση των παραβάσεων για τις οποίες επρόκειτο, τόνισε επανειλημμένα ότι οι κανόνες που είχαν παραβιαστεί αφορούσαν μόνον τους επιχειρηματίες που είχαν επιλέξει, με πλήρη ελευθερία, να υπαχθούν σε σύστημα ενισχύσεων στον τομέα της γεωργίας (βλ. συναφώς προπαρατεθείσες αποφάσεις Maizena, σκέψη 13, και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 26). Στο πλαίσιο κοινοτικού καθεστώτος ενισχύσεων, κατά το οποίο η χορήγηση της ενισχύσεως εξαρτάται κατ' ανάγκη από την προϋπόθεση να παρέχει ο λήπτης της κάθε εγγύηση εντιμότητας και αξιοπιστίας, η κύρωση που επιβάλλεται σε περίπτωση μη τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών συνιστά ειδικό διοικητικό μέσο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συστήματος ενισχύσεων και προορίζεται να διασφαλίζει την καλή οικονομική διαχείριση των κοινοτικών δημοσίων πόρων.

    42 Στην προκειμένη υπόθεση δεν αμφισβητείται συνεπώς ότι η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 ενδέχεται να επιβληθεί μόνο στους επιχειρηματίες που έχουν ζητήσει να τους χορηγηθεί επιστροφή κατά την εξαγωγή, εφόσον αποδειχθεί ότι τα στοιχεία που παρέσχον προς στήριξη της αιτήσεώς τους είναι εσφαλμένα.

    43 Τέλος, επισημαίνεται ότι η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 συνίσταται στην πληρωμή ποσού του οποίου το ύψος είναι ανάλογο του ποσού που θα είχε καταβληθεί αχρεωστήτως στον επιχειρηματία, αν δεν είχε εντοπιστεί η παρατυπία από τις αρμόδιες αρχές. Κατά συνέπεια, η κύρωση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του επίδικου εν προκειμένω συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή και δεν έχει ποινικό χαρακτήρα.

    44 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 έχει ποινικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η αρχή nulla poena sine culpa δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση της εν λόγω κυρώσεως.

    45 Ούτε από την εξέταση των δικαίων των κρατών μελών στην οποία προέβη η KCH με τις παρατηρήσεις της προκύπτει ότι η αρχή nulla poena sine culpa έχει εφαρμογή, σύμφωνα με τις νομοθεσίες όλων των κρατών μελών, σε κυρώσεις όπως είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87. Η ίδια η KCH αναφέρει ορισμένα κράτη μέλη, όπως είναι το Βασίλειο της Δανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, στα οποία απαντούν περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων χωρίς να υπάρχει υπαιτιότητα.

    46 Όσον αφορά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι με τη σκέψη 14 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Maizena το Δικαστήριο δέχθηκε ρητά ότι η αρχή nulla poena sine culpa δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση επιβολής κυρώσεων όπως η κατάπτωση ασφάλειας, η οποία αποτελούσε το αντικείμενο της εν λόγω υποθέσεως. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, αντικείμενο της οποίας ήταν επίσης η επιβολή κυρώσεως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής.

    47 Σε σχέση με άλλους τομείς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ένα σύστημα αντικειμενικής ποινικής ευθύνης που τιμωρεί την παράβαση κοινοτικού κανονισμού δεν είναι, αυτό καθαυτό, ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Hansen, σκέψη 19, και απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1997, C-177/95, Ebony Maritime και Loten Nagivation, Συλλογή 1997, σ. Ι-1111, σκέψη 36).

    48 Αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται η KCH, το γεγονός ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Hansen αφορούσε κυρώσεις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η απόφαση αυτή αλυσιτελής, όσον αφορά την περιγραφή του ισχύοντος επί του παρόντος κοινοτικού δικαίου. Στην υπόθεση εκείνη είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου και το Δικαστήριο άλλωστε δέχθηκε ρητά, με τη σκέψη 20 της αποφάσεως, ότι οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου δεν εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων που προβλέπουν αντικειμενική ποινική ευθύνη του εργοδότη για τις παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας που διαπράττουν τα προστηθέντα από αυτόν πρόσωπα.

    49 Οι λοιπές αποφάσεις που παραθέτει η KCH δεν ασκούν καμία επιρροή εν προκειμένω. Στις περισσότερες από τις παρατιθέμενες αποφάσεις αυτές, η εξέταση της κυρώσεως πραγματοποιείται από την άποψη της αρχής της αναλογικότητας και όχι από την άποψη της αρχής nulla poena sine culpa (προπαρατεθείσες αποφάσεις Thyssen κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 έως 22, Schumacher, σκέψεις 25 έως 31, Cereol Italia, σκέψεις 13 έως 27, National Farmers' Union κ.λπ., σκέψεις 49 έως 55, και Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen, σκέψεις 33 έως 45). Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση Estel κατά Επιτροπής, με τις σκέψεις 38 έως 43 της οποίας το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μια επιχείρηση παραγωγής σιδήρου και χάλυβα, στην οποία η Επιτροπή είχε επιβάλει πρόστιμο λόγω υπερβάσεως της ποσοστώσεως παραγωγής, είχε υποπέσει σε μη συγγνωστή πλάνη και ότι συνεπώς η Επιτροπή δεν είχε παραβιάσει την αρχή nulla poena sine culpa, επισημαίνεται ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε σε τελείως διαφορετικό τομέα από τον τομέα τον οποίο αφορούν οι γεωργικοί κανονισμοί και μάλιστα το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ρητά επί του ζητήματος αν η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη κύρωση είχε ποινικό χαρακτήρα.

    50 Επιπλέον, επιβάλλεται να τονιστεί ότι ο κανονισμός 2988/95, τον οποίο επικαλείται επανειλημμένα η KCH με τις παρατηρήσεις της, δεν επέφερε καμία τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που περιγράφονται στην παρούσα απόφαση. Από την άποψη αυτή επισημαίνεται, πρώτον, ότι από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του ανωτέρω κανονισμού συνάγεται ότι το σύστημα των κυρώσεων που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων που ίσχυαν για τους επιμέρους τομείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του και μεταξύ των οποίων καταλεγόταν το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87, όπως είχε τροποποιηθεί με τον κανονισμό 2945/94.

    51 Δεύτερον, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 δευκρινίζει ότι οι παρατυπίες που δεν τελούνται δολίως ή εξ αμελείας επισύρουν μόνον τις μη ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του ίδιου αυτού άρθρου. Από κανένα στοιχείο όμως δεν προκύπτει ότι η εξακρίβωση του ότι η υπό εξέταση κύρωση δεν πρέπει να εξομοιωθεί με ποινική κύρωση απαιτεί την εφαρμογή άλλων κριτηρίων από αυτά που εφάρμοσε το Δικαστήριο με τις σκέψεις 35 έως 44 της παρούσας αποφάσεως.

    52 Τέλος, πρέπει να υπομνηστεί ότι το γεγονός ότι η αρχή nulla poena sine culpa δεν έχει εφαρμογή σε κυρώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν σημαίνει ότι ο διοικούμενος δεν απολαύει καμιάς νομικής προστασίας. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μια κύρωση, έστω και αν δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, μπορεί να επιβληθεί μόνον αν στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση. Εξάλλου, αποτελεί πάγια νομολογία ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου πρέπει να είναι σύμφωνες προς την αρχή της αναλογικότητας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Maizena, σκέψη 15), η οποία θα εξεταστεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου ισχυρισμού της KCH.

    Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

    αρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

    53 Η KCH φρονεί ότι η κύρωση που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δεν είναι αναγκαία και δεν τελεί σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

    54 Η KCH υποστηρίζει, πρώτον, ότι η κύρωση δεν είναι κατάλληλη για την αποφυγή των παρατυπιών που διαπράττουν οι εξαγωγείς, διότι δεν λαμβάνει υπόψη τον ρόλο των εξαγωγέων κατά τη χρηματοδότηση του συστήματος στηρίξεως των γεωργικών τιμών, όπως εκτέθηκε ήδη στην προπαρατεθείσα απόφαση Oelmühle και Schmidt Söhne. Η εν λόγω κύρωση προξενεί στον εξαγωγέα σημαντική οικονομική ζημία, διότι ο εξαγωγέας δεν κρατεί το ποσό της επιστροφής, αλλά το καταβάλλει περαιτέρω στους παραγωγούς, καθόσον το τίμημα της πωλήσεως του προϊόντος είναι υψηλότερο από το επίπεδο των τιμών στην παγκόσμια αγορά. Η KCH υποστηρίζει επίσης ότι, αντίθετα απ' ό,τι εκτίθεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94, οι επιστροφές δεν χορηγούνται με βάση μόνον αντικειμενικά κριτήρια, αλλά κατόπιν της υποβολής από τον εξαγωγέα δηλώσεως που έχει συντάξει ο ίδιος. Η υποβολή όμως δηλώσεων με ακριβή στοιχεία είναι δύσκολη στον τομέα της γεωργίας, λόγω του ότι, αφενός, τα γεωργικά προϊόντα δεν έχουν ενιαία ποιότητα και, αφετέρου, υπάρχουν ελαττώματα που είναι αδύνατον να εντοπιστούν.

    55 Δεύτερον, η κύρωση δεν είναι αναγκαία, διότι ο εξαγωγέας, όταν αναγκάζεται να αποδώσει την αχρεωστήτως καταβληθείσα επιστροφή, μολονότι έχει ήδη καταβάλει το σχετικό ποσό στον παραγωγό μέσω του υπερβολικά υψηλού τιμήματος για την αγορά του προϊόντος, υφίσταται οικονομική ζημία. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95, μόνον οι διαπραττόμενες δολίως ή εξ αμελείας παρατυπίες επισύρουν ορισμένες διοικητικές κυρώσεις αποδεικνύει εκ του εναντίου ότι το Συμβούλιο δεν έκρινε αναγκαία την επιβολή κυρώσεων για τις παρατυπίες που δεν διαπράττονται δολίως. Τέλος, οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 δεν είναι αναγκαίες, αφού η γερμανική νομοθεσία προβλέπει ήδη την επιβολή κυρώσεων για την υποβολή διασαφήσεως εξαγωγής ή δηλώσεως πληρωμής που περιέχει ανακριβή στοιχεία και αφού προβλέπεται ήδη η επιβολή άλλων κυρώσεων κατ' εφαρμογήν άλλων κοινοτικών ρυθμίσεων.

    56 Τρίτον, η κύρωση είναι δυσανάλογη, αφού τιμωρείται και το απειροελάχιστο σφάλμα, ανεξάρτητα από το αν προξένησε ζημία ή ο εξαγωγέας ήταν σε θέση να το αποφύγει.

    57 Η Επιτροπή ισχυρίζεται, αντίθετα, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στα επιχειρήματα που παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, και συγκεκριμένα στο γεγονός, πρώτον, ότι οι παρατυπίες στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με την απόδοση μόνον των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, δεύτερον, ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται μόνο στις περιπτώσεις με αποδεδειγμένη υπαιτιότητα έχουν περιορισμένο μόνο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, διότι είναι συχνά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποδειχθεί η υπαιτιότητα, και, τρίτον, ότι στην περίπτωση της κυρώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 το οφειλόμενο πρόσθετο ποσό υπολογίζεται σε συνάρτηση με το ύψος της αχρεωστήτως καταβληθείσας στον εξαγωγέα ενισχύσεως, καθόσον ισούται με τη διαφορά μεταξύ της αιτηθείσας και της πράγματι οφειλόμενης επιστροφής.

    58 Η Επιτροπή υπενθυμίζει εξάλλου ότι, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, πράγμα που σημαίνει ότι η νομιμότητα ενός μέτρου δεν θίγεται παρά μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο ή αν το εν λόγω όργανο έχει υπερβεί προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς του, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

    Απάντηση του Δικαστηρίου

    59 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία εντάσσεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί τα μέσα που προβλέπει μια κοινοτική διάταξη να προσφέρονται για την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (προπαρατεθείσα απόφαση Maizena, σκέψη 15, και απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C-339/92, ADM Ölmühlen, Συλλογή 1993, σ. Ι-6473, σκέψη 15).

    60 Όσον αφορά τον κανονισμό 2945/94, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87, από την πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προκύπτει ότι σκοπός του είναι η καταπολέμηση των παρατυπιών και των απατών που έχουν διαπιστωθεί σε σχέση με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή. Με τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις υπενθυμίζεται ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή καταβάλλονται βάσει μόνον αντικειμενικών κριτηρίων που αφορούν το προϊόν και τον γεωγραφικό προορισμό του. Διευκρινίζεται επίσης ότι, για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία του συστήματος των επιστροφών κατά την εξαγωγή, πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις ανεξάρτητα από το υποκειμενικό στοιχείο του σφάλματος, ώστε να ωθούνται οι εξαγωγείς να τηρούν την κοινοτική νομοθεσία.

    61 Ορθώς οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις τονίζουν τις δυσκολίες που ενέχει η απόδειξη της προθέσεως τελέσεως απάτης. Μολονότι δηλαδή οι αρχές δεν διαθέτουν παρά μόνο στοιχεία σχετικά με το προϊόν και τον προορισμό του και ο εξαγωγέας είναι συνήθως ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας αγοραπωλησιών, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος απαλλαγής του από την ευθύνη για την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως, όταν το σφάλμα, η αμέλεια ή η απάτη αφορά προγενέστερο στάδιο εντός αυτής της αλυσίδας.

    62 Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η KCH, το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 καθιστά τον εξαγωγέα υπεύθυνο για την ακρίβεια της δηλώσεως, επ' απειλή επιβολής κυρώσεων, για τον λόγο ακριβώς ότι λαμβάνει υπόψη τον ρόλο του ως τελευταίου κρίκου στην αλυσίδα παραγωγής, μεταποιήσεως και εξαγωγής των γεωργικών προϊόντων.

    63 Δεν αμφισβητείται ότι η κατάρτιση επακριβών δηλώσεων είναι δύσκολη. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι η υποχρέωση του εξαγωγέα να εγγυάται την ακρίβεια της δηλώσεως σκοπό έχει να τον παροτρύνει να διενεργεί τους ενδεδειγμένους λεπτομερείς και τακτικούς ελέγχους του προϊόντος που προορίζεται να εξαχθεί. ρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι ο εξαγωγέας μπορεί να επιλέξει τους αντισυμβαλλομένους του και ότι μπορεί να προστατευθεί από το ενδεχόμενο παραβάσεως των συμβατικών υποχρεώσεών τους είτε ενσωματώνοντας τις κατάλληλες ρήτρες στις σχετικές συμβάσεις είτε συνάπτοντας ειδική σύμβαση ασφαλίσεως.

    64 Κατά συνέπεια, η κύρωση που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ακατάλλληλη για την επίτευξη του σκοπού καταπολεμήσεως των παρατυπιών και των απατών.

    65 Όσον αφορά το άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο αυτό δεν αποκλείει την επιβολή ορισμένων κυρώσεων σε περίπτωση παρατυπιών που δεν οφείλονται σε δόλο ή σε αμέλεια.

    66 Η ύπαρξη άλλων κυρώσεων που επιβάλλονται κατά το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο και το γεγονός ότι ο εξαγωγέας υφίσταται οικονομική ζημία για τον λόγο και μόνον ότι αποδίδει την επιστροφή δεν αποδεικνύουν σε καμία περίπτωση ότι η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν είναι αναγκαία. Οι παρατυπίες και οι απάτες που έχουν διαπιστωθεί στον τομέα των επιστροφών κατά την εξαγωγή και για τις οποίες κάνει λόγο η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94 πιστοποιούν, αντίθετα, ότι οι άλλες αυτές κυρώσεις και η απόδοση της επιστροφής και μόνο δεν αρκούσαν για να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα και να παροτρύνουν τους εξαγωγείς να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία για την τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας μέτρα.

    67 Τέλος, το ότι η κύρωση δεν είναι δυσανάλογη προκύπτει, πρώτον, από τη διάκριση που κάνει το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 μεταξύ των δόλιων παρατυπιών και των λοιπών, δεύτερον, από τις διάφορες περιπτώσεις μη επιβολής της κυρώσεως, τις οποίες προβλέπει το άρθρο αυτό, όπως είναι η περίπτωση της ανωτέρας βίας, και, τέλος, από τη σχέση μεταξύ του ύψους της κυρώσεως και του ύψους της ζημίας που θα υφίστατο ο κοινοτικός προϋπολογισμός αν δεν είχε εντοπιστεί η παρατυπία.

    68 Από τα διάφορα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την κοινοτική νομοθεσία, ο οποίος συνίσταται στην καταπολέμηση των παρατυπιών και των απατών, ούτε ως βαίνουσα πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.

    Επί της παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

    αρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

    69 Η KCH υποστηρίζει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87 παραβιάζει την απαγόρευση των διακρίσεων, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 34, παράγραφος 2, ΕΚ), καθόσον πατάσσει αδιακρίτως την ανυπαίτια συμπεριφορά, την ελαφρώς αμελή, την αμελή και την βαρέως αμελή συμπεριφορά. Η ενιαία αυτή αντιμετώπιση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά ούτε ενόψει της καταπολεμήσεως της απάτης, αφού η απάτη προϋποθέτει την ύπαρξη προθέσεως, ούτε ενόψει της διευκολύνσεως της διοικητικής δράσης.

    70 Η Επιτροπή αντικρούει το επιχείρημα αυτό. Κατά την Επιτροπή, η έλλειψη διαφοροποιήσεως δικαιολογείται αντικειμενικά για τους λόγους που παρατίθενται από το αιτούν δικαστήριο. Η Επιτροπή τονίζει ότι είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποδειχθεί η υπαιτιότητα. Υπενθυμίζει εκ νέου ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ότι δεν μπορεί να γίνεται δεκτό ότι έχει παραβιαστεί η απαγόρευση των διακρίσεων παρά μόνον αν το οικείο κοινοτικό όργανο έχει υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

    Απάντηση του Δικαστηρίου

    71 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ' όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (προπαρατεθείσα απόφαση National Farmers' Union κ.λπ., σκέψη 61).

    72 ρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω αρχή δεν παραβιάζεται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87. Όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο, η διάταξη αυτή επιτελεί αποτρεπτική λειτουργία και αποβλέπει στην πρόληψη αφενός των ατομικών μορφών αμελούς και κολάσιμης συμπεριφοράς όσο και της υποβολής στοιχείων που είναι απλώς ανακριβή από αντικειμενική άποψη. Κατά συνέπεια, αν ληφθεί υπόψη ο αποτρεπτικός αυτός σκοπός, δεν έχει καμία σημασία αν οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς είναι υπαίτιες και, επομένως, η ενιαία αντιμετώπιση αυτών των μορφών συμπεριφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    73 Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87, καθόσον προβλέπει την επιβολή κυρώσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας έχει ζητήσει χωρίς υπαιτιότητά του μεγαλύτερη επιστροφή κατά την εξαγωγή από την οφειλόμενη.

    Επί του δεύτερου ερωτήματος

    αρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

    74 Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87 μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας η περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας υποβάλλει καλοπίστως, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού των εξαγόμενων εμπορευμάτων, αίτηση χορηγήσεως επιστροφών κατά την εξαγωγή, εφόσον ο εξαγωγέας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήσαν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής.

    75 Η KCH φρονεί ότι τελούσε σε κατάσταση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίπτωση ανωτέρας βίας υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, δηλαδή αντιμετώπιζε περιστάσεις άσχετες προς την ίδια, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, των οποίων οι συνέπειες ήσαν αναπόφευκτες, παρά την επιμέλεια την οποία κατέβαλε. Η KCH διευκρινίζει ότι τα ψευδή στοιχεία που περιείχε η αίτησή της βασίζονταν σε ανακριβή στοιχεία που είχε παράσχει ο παραγωγός, μια επιχείρηση που απέλαυε καλής φήμης στη Γερμανία. Η προσθήκη φυτικού λίπους στο λιωμένο τυρί που εξήγαγε η KCH οφειλόταν σε πρωτοβουλία του τεχνικού διευθυντή του παραγωγού. Η προσθήκη αυτή αποτελούσε τελείως απρόβλεπτο και ασύνηθες γεγονός. Δεν μπορούσε να διαπιστωθεί με τη διενέργεια των συνήθων ελέγχων, στους οποίους άλλωστε προέβη η KCH, αλλά θα μπορούσε να εντοπιστεί μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής.

    76 Η KCH έχει επίγνωση του ότι, αν ληφθεί υπόψη η συνήθης ερμηνεία της έννοιας «ανωτέρα βία», ο επιχειρηματίας έχει ευθύνη για το πταίσμα του αντισυμβαλλομένου του. Η KCH φρονεί όμως ότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Steff-Houlberg Export κ.λπ. και Oelmühle Schmidt Söhne, ο εξαγωγέας μπορεί να βασίζεται στα στοιχεία που παρέχει ο παραγωγός και τα οποία δεν μπορούσε να ελέγξει ο ίδιος. Άλλωστε, δεν μπορεί να του επιβληθεί η υποχρέωση ελέγχου της διαδικασίας παραγωγής. Κατά την KCH, οι ανωτέρω αναφερθείσες αποφάσεις αφορούν μεν τη βάσει διατάξεων του εθνικού δικαίου απόδοση κοινοτικών ενισχύσεων, αλλά δεν υπάρχει κανείς λόγος να μην ισχύσουν οι ίδιες αρχές και για τις κυρώσεις που επιβάλλονται κατ' εφαρμογήν του συστήματος περί επιστροφών κατά την εξαγωγή.

    77 Η KCH προσθέτει ότι η ευρεία ερμηνεία της έννοιας «ανωτέρα βία» του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87 αποτελεί τη μόνη ερμηνεία που καθιστά δυνατή την άρση των αμφιβολιών που γεννώνται σε σχέση με το κύρος, από την άποψη των αρχών του ποινικού δικαίου που είναι συμφυείς προς την αρχή περί κράτους δικαίου, της κυρώσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του ίδιου άρθρου, διότι η ερμηνεία αυτή παρέχει στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα απαλλαγής τους, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνει υπόψη, σε περιορισμένο έστω βαθμό, την αρχή περί υπαιτιότητας.

    78 Η Επιτροπή συμφωνεί με την ανάλυση στην οποία προβαίνει το αιτούν δικαστήριο, κατά το οποίο η εκ μέρους του εξαγωγέα καλόπιστη δήλωση ψευδών στοιχείων, τα οποία στηρίζονται σε ψευδή στοιχεία που παρέσχε ο παραγωγός, δεν αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ούτε όταν ο εξαγωγέας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήσαν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής. Κατά την Επιτροπή, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου τις οποίες παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο δεν οδηγούν σε κανένα άλλο συμπέρασμα, διότι τα πραγματικά περιστατικά τους διαφέρουν από τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως. Οι αποφάσεις εκείνες αφορούσαν την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως στο πλαίσιο κοινοτικών ενισχύσεων που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως, ενώ αντικείμενο της προκειμένης υποθέσεως αποτελεί διάταξη που έχει θεσπιστεί από την ίδια την Κοινότητα.

    Απάντηση του Δικαστηρίου

    79 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι ως «ανωτέρα βία» στον τομέα των γεωργικών κανονισμών πρέπει να θεωρούνται περιστάσεις οι οποίες είναι άσχετες προς τον οικείο επιχειρηματία, ασυνήθεις και απρόβλεπτες και των οποίων οι συνέπειες παρίστανται αναπόφευκτες, έστω και αν καταβληθεί κάθε δυνατή επιμέλεια (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1993, C-124/92, An Board Bainne Co-operative και Compagnie Inter-Agra, Συλλογή 1993, σ. Ι-5061, σκέψη 11, και προπαρατεθείσα απόφαση Boterlux, σκέψη 34).

    80 Ακόμη και αν το πταίσμα ή το σφάλμα του αντισυμβαλλομένου είναι δυνατό να αποτελεί άσχετη προς τον εξαγωγέα περίσταση, είναι πάντως γεγονός ότι εντάσσεται στον συνήθη εμπορικό κίνδυνο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτο στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών. Ο εξαγωγέας είναι ελεύθερος να επιλέγει τους αντισυμβαλλομένους του και οφείλει να λαμβάνει τις κατάλληλες προφυλάξεις, είτε προσθέτοντας ανάλογες ρήτρες στη σχετική σύμβαση είτε συνάπτοντας ειδική ασφάλιση (βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Θεοδωράκης, σκέψη 8, και Boterlux, σκέψεις 35 και 36).

    81 Όπως τονίστηκε με τη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 καθιστά τον εξαγωγέα υπεύθυνο για την ακρίβεια της δηλώσεως για τον λόγο ακριβώς ότι λαμβάνει υπόψη τον ρόλο του ως τελευταίου κρίκου στην αλυσίδα παραγωγής, μεταποιήσεως και εξαγωγής των γεωργικών προϊόντων, καθόσον ο εξαγωγέας αυτός έχει τη δυνατότητα, π.χ. με την προσθήκη συμβατικών ρητρών με τις οποίες να υποχρεώνει τους αντισυμβαλλομένους του να του παρέχουν προϊόντα προς εξαγωγή σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, να λαμβάνει μέτρα για τη μη τέλεση παρατυπιών.

    82 Όπως ακριβώς ο έμπορος λιανικής πωλήσεως που επιθυμεί να εγγυάται στον καταναλωτή ότι η διαδικασία παραγωγής και εμπορίας του προϊόντος που του πωλεί ανταποκρινόταν σε υψηλά ποιοτικά πρότυπα, ο εξαγωγέας μπορεί επίσης να απαιτεί από τους αντισυμβαλλομένους του, προσθέτοντας σχετική ρήτρα στη σύμβαση, ορισμένο ποιοτικό επίπεδο. Ο εξαγωγέας μπορεί να αναγκάζει τους αντισυμβαλλομένους του να διενεργούν αυστηρούς ελέγχους και να του ανακοινώνουν τα αποτελέσματα. Μπορεί επίσης να απαιτεί να έχει τη δυνατότητα να διεξάγει ο ίδιος ορισμένους ελέγχους στην επιχείρηση παραγωγής του προϊόντος ή να αναθέτει τη διενέργεια των ελέγχων αυτών σε ανεξάρτητους φορείς.

    83 Η ερμηνεία αυτή του κοινοτικού δικαίου δεν προσκρούει στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Steff-Houlberg Export κ.λπ. και Oelmühle και Schmidt Söhne. ρέπει να υπομνηστεί ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν επί αιτήσεων εκδόσεων προδικαστικής αποφάσεως εθνικών δικαστηρίων τα οποία καλούνταν να επιλύσουν διαφορές σχετικά με την αναζήτηση κοινοτικών ενισχύσεων που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και τα οποία ήσαν υποχρεωμένα, κατ' εφαρμογήν της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, να εφαρμόσουν την εθνική νομοθεσία τους τόσο από άποψη τύπου όσο και από άποψη ουσίας, καθόσον το κοινοτικό δίκαιο δεν περιελάμβανε άλλες διατάξεις επί του θέματος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ησ Ιουνίου 1980, 130/79, Express Dairy Foods, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 271, σκέψη 11).

    84 Στην υπόθεση της κύριας δίκης οι προϋποθέσεις αναζητήσεως των επιστροφών κατά την εξαγωγή που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ορίζονται από το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87, το οποίο, όπως τόνισε ρητά το Δικαστήριο με τη σκέψη 22 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Steff-Houlberg Export κ.λπ., δεν εφαρμοζόταν ratione temporis στην αναζήτηση των επιστροφών που αποτελούσαν το αντικείμενο της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Δεδομένου ότι για την αναζήτηση των εν λόγω ποσών δεν έχουν πλέον εφαρμογή οι εθνικές διατάξεις, η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στην οποία προέβη το Δικαστήριο με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Steff-Houlberg Export κ.λπ. και Oelmühle και Schmidt Söhne δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία στην παρούσα υπόθεση.

    85 ρέπει επίσης να τονιστεί ότι, μολονότι το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το διατακτικό της προπαρατεθείσας αποφάσεως Steff-Houlberg Export κ.λπ., ερμήνευσε το κοινοτικό δίκαιο υπό την έννοια ότι επιτρέπει, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναζητήσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος η οποία έχει κινηθεί κατά την εθνική νομοθεσία, να λαμβάνονται υπόψη ορισμένα στοιχεία όπως είναι η αμέλεια των εθνικών αρχών και η πάροδος σημαντικού χρονικού διαστήματος από την καταβολή των αναζητούμενων ενισχύσεων, εντούτοις δεν δέχθηκε να λαμβάνεται υπόψη το πταίσμα τρίτου με τον οποίο ο λήπτης της ενισχύσεως διατηρεί συμβατικές σχέσεις, καθόσον έκρινε ότι το πταίσμα αυτό αφορά περισσότερο τον λαβόντα την ενίσχυση παρά την Κοινότητα (προπαρατεθείσα απόφαση Steff-Houlberg Export κ.λπ., σκέψη 28 και διατακτικό).

    86 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας η περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας υποβάλλει καλοπίστως, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού των εξαγόμενων εμπορευμάτων, αίτηση χορηγήσεως επιστροφών κατά την εξαγωγή, εφόσον ο εξαγωγέας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήσαν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής. Το πταίσμα ή το σφάλμα του αντισυμβαλλομένου εντάσσεται στον συνήθη εμπορικό κίνδυνο και δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, ο δε εξαγωγέας διαθέτει διάφορα μέσα προκειμένου να προστατευθεί από τέτοια πταίσματα ή σφάλματα.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    87 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 4ης Απριλίου 2000 το Bundesfinanzhof, αποφαίνεται:

    1) Από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994 , καθόσον προβλέπει την επιβολή κυρώσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας έχει ζητήσει χωρίς υπαιτιότητά του μεγαλύτερη επιστροφή κατά την εξαγωγή από την οφειλόμενη.

    2) Το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας η περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας υποβάλλει καλοπίστως, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού των εξαγόμενων εμπορευμάτων, αίτηση χορηγήσεως επιστροφών κατά την εξαγωγή, εφόσον ο εξαγωγέας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήσαν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής. Το πταίσμα ή το σφάλμα του αντισυμβαλλομένου εντάσσεται στον συνήθη εμπορικό κίνδυνο και δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, ο δε εξαγωγέας διαθέτει διάφορα μέσα προκειμένου να προστατευθεί από τέτοια πταίσματα ή σφάλματα.

    Top